φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μετάνοια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μετάνοια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Κατακρίσεις και κουτσομπολιά

Ήταν κάποτε μία κυρία η οποία προσήλθε με μετάνοια να εξομολογηθεί σε κάποιον ιερέα. Ο ιερέας την καλοδέχτηκε, έβαλε το πετραχήλι του και την παρότρυνε να αρχίσει να του λέγει τα λάθη της. Η γυναίκα κόμπιαζε.
Μετά από λίγη ώρα και μετά από τα πειστικά λόγια του ιερέως ότι δεν χρειάζεται να ντρέπεται ή να φοβάται να ομολογήσει τα λάθη της, η γυναίκα άρχισε να του διηγείται τα λόγια, τις κατακρίσεις και τα κουτσομπολιά που σε όλη της την ζωή έλεγε για ανθρώπους που είτε τους γνώριζε είτε δεν τους είχε συναντήσει ποτέ.
Ο ιερέας την άκουσε υπομονετικά. Όταν τελείωσε ο ιερέας σηκώθηκε όρθιος. Της διάβασε την συγχωρητική ευχή. Η γυναίκα νόμιζε τελείωσαν και πήγε να φύγει.
Ο ιερέας όμως την είπε: «Μην βιάζεσαι, θέλω να πας στο σπίτι σου, να πάρεις το μαξιλάρι σου και να ανέβεις στην στέγη. Εκεί, να πάρεις ένα μαχαίρι και να ανοίξεις στα δυο το μαξιλάρι. Θέλω να το κάνεις αυτό και να παρατηρήσεις τι θα γίνει. Έλα αύριο να μου πεις τι έγινε.
Η γυναίκα πήγε και έκανε ότι της είπε ο ιερέας.
Την επαύριον η γυναίκα ξαναπήγε στον ιερέα.
«Έκανα ότι μου είπατε», είπε η γυναίκα. Ο ιερέας λοιπόν την ρώτησε: «Τι παρατήρησες καθώς έσκιζες το μαξιλάρι»;
Η γυναίκα χωρίς δισταγμό είπε: «Με το που άρχισα να σκίζω το μαξιλάρι άρχισαν να βγαίνουν τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα του και να γεμίζουν τον τόπο…κάποια τα έπαιρνε ο αέρας και τα πήγαινε πολύ μακριά».
Ο ιερέας μετά την σύντομη αυτή περιγραφή της είπε: «Τώρα λοιπόν, θέλω να πας σπίτι σου και να μαζέψεις όλα εκείνα τα πούπουλα που υπήρχαν μέσα στο μαξιλάρι σου»!
Η γυναίκα τα έχασε. «Μα, τι λέτε πάτερ, πώς να τα μαζέψω όλα εκείνα τα πούπουλα; Ένας Θεός ξέρει που έχουνε πάει τώρα με τον αέρα. Αυτό που λέτε είναι αδύνατο να το κάνω». Ο ιερέας την κοίταξε στα μάτια γεμάτος ηρεμία και τις είπε: «Να λοιπόν τι είναι το κουτσομπολιό»!!!
Η γυναίκα σάστισε. Κατάλαβε ότι αν και μετάνιωσε γι’ αυτά που είπε, τα λόγια της ακόμα και τώρα πληγώνουν ανθρώπους και γίνονται αιτία σκανδαλισμού κι άλλων.


Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Μετάνοια χωρίς τήν προαίρεση μας

308101_466076900081441_1778512778_n.jpg

Υπάρχει μετάνοια χωρίς τήν προαίρεση μας;

-Ναί, είναι ή αναγκαστική μετάνοια. Σου ζητάω δηλαδή νά μέ συγχώρεσης γιά ένα κακό πού σου έκανα, γιά νά γλυτώσω άπό τίς συνέπειες, άλλά εσωτερικά δέν αλλάζω. Ό διαβολεμένος άνθρωπος κάνει δήθεν ότι μετάνοιωσε καί πηγαίνει μέ πονηριά, βάζει μετάνοιες μέ προσποιητή καλωσύνη, γιά νά πλανέση τούς άλλους. Άλλά καί τό νά πάη κανείς νά πή τίς αμαρτίες του στόν πνευματικό, γιατί φοβάται μήπως πάη στήν κόλαση, καί αυτό δέν είναι μετάνοια.

Γιατί δέν είναι ότι μετανοεί γιά τίς αμαρτίες του, άλλά τό θέμα είναι νά μήν πάη στήν κόλαση! Μετάνοια πραγματική είναι πρώτα νά συναισθανθή ό άνθρωπος τό σφάλμα του, νά πονέση, νά ζητήση συγχώρεση άπό τόν Θεό καί μετά νά έξομολογηθή. Έτσι θά έρθη ή θεία παρηγοριά. Γι' αυτό πάντα συνιστώ μετάνοια καί εξομολόγηση. Μόνον εξομολόγηση ποτέ δέν συνιστώ.
Νά, καί όταν γίνεται ένας σεισμός, βλέπει κανείς ότι όσοι έχουν καλή προαίρεση συγκλονίζονται, μετανοούν καί αλλάζουν ζωή. Οί άλλοι, οί περισσότεροι, έρχονται προς στιγμήν σέ συναίσθηση, μόλις όμως περάση ό κίνδυνος, πάλι γυρίζουν στήν παλιά τους ζωή. Γι' αυτό, όταν μου είπε κάποιος ότι στήν πόλη πού μένει έγινε δυνατός σεισμός, του είπα: Σας κούνησε δηλαδή γερά σας ξύπνησε όμως;. Μάς ξύπνησε, μάς ξύπνησε, μου λέει. Πάλι όμως θά κοιμηθήτε, του είπα.
 
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Για νά 'ναι αληθινή η μετάνοια, θα πρέπει νά 'ναι έμπρακτη

1507595_1473982779495848_1359449183_n.jpg
Η μετάνοια έχει ονομαστεί από τους Πατέρες της εκκλησίας «δεύτερο βάπτισμα» ή «ανανέωση του βαπτίσματος».

Με το πρώτο βάπτισμα, αρχίζουμε μια πορεία προς τη βασιλεία του Θεού. Η αγάπη του Θεού - Πατέρα μας, γνωρίζοντας την ανθρώπινη αδυναμία μας και το ενδεχόμενο της πτώσης μας, μάς έδωσε το δεύτερο βάπτισμα, την μετάνοια, με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να ξανασηκωθεί από την πτώση του, να γιατρέψει τις πληγές του και να συνεχίσει την δύσκολη πορεία του. Δυστυχώς πολύ λίγοι γνωρίζουμε τι σημαίνει μετάνοια και ποιο είναι το βαθύτερο νόημά της. Οι περισσότεροι όχι μόνο δεν γνωρίζουμε τι είναι μετάνοια, αλλά ούτε και για ποιο πράγμα πρέπει να μετανοήσουμε.

Η μετάνοια δεν είναι, όπως νομίζουμε, μια νομική διαδικασία, που απαλλάσσει τον άνθρωπο από κάποια αισθήματα ενοχής. Ούτε είναι μια τυπική εξομολόγηση, που κάνει κανείς πριν τις μεγάλες γιορτές ή κάτω από σκληρές ψυχολογικές συνθήκες. Η στάση και η πορεία του ασώτου δείχνει κάτι άλλο.

Όπως το λέει η λέξη, μετάνοια (μετα-νοώ) σημαίνει την ολοκληρωτική αλλαγή ζωής, την άρνηση, με όλη μας την καρδιά, της αμαρτίας, την αλλαγή νοοτροπίας. Δηλαδή, να νοιώσουμε με όλη μας την ύπαρξη, ότι ο δρόμος που ακολουθούμε δεν πάει πουθενά, και να θελήσουμε να επιστρέψουμε. Να αισθανθούμε ότι ζούμε σ' έναν αχυρώνα, έξω από το σπίτι του πατέρα μας, και να πούμε: «Πού πάμε; Τρελαθήκαμε; Εδώ ο πατέρας μας έχει παλάτι, όπου όλοι ευφραίνονται, και εμείς καθόμαστε στον βούρκο;» Κι έπειτα να αποφασίσουμε να γυρίσουμε, να ξαναμπούμε στο πατρικό σπίτι, να συμφιλιωθούμε με τον Θεό - Πατέρα και τους αδελφούς μας.

Για νά 'ναι αληθινή η μετάνοια, θα πρέπει νά 'ναι έμπρακτη. Λεει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Όλοι οι πνευματικοί, οι Πατριάρχες, οι Αρχιερείς κι όλος ο κόσμος να σε συγχωρήσουν, είσαι ασυγχώρητος, εάν δεν μετανοήσεις έμπρακτα». Εάν, δηλαδή, δεν θελήσουμε να απομακρυνθούμε, από την αμαρτία και να αλλάξουμε ζωή, τότε η μετάνοιά μας δεν είναι αληθινή. Δεν είναι καν μετάνοια.

Πολλοί προσέρχονται στην εξομολόγηση με ενθουσιασμό, κάτω από το βάρος ψυχολογικών ή άλλων προβλημάτων. Εξομολογούνται με δάκρυα και υποσχέσεις, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα ξαναγυρίσουν στην αμαρτία, ότι αποφάσισαν να αλλάξουν ζωή κλπ. Κάτι τέτοιο μπορεί να μην έχει σχέση με τη μετάνοια και πρέπει να μας βάλει σε υποψίες. Γιατί η μετάνοια δεν είναι πυροτέχνημα. Χρειάζεται χρόνο, κόπο, άσκηση, αγώνα κάτω από την χάρη του Θεού. Και πραγματώνεται με υπομονή και μυστικά στην ψυχή του ανθρώπου. «Ως αν άνθρωπος βάλη τον σπόρον επί της γης και καθεύδη και εγείρεται νύκτα και ημέρα, και ο σπόρος βλαστάνει και μηκύνηται ως ουκ οίδεν αυτός, αυτόματη γαρ η γη καρποφορεί». Δηλαδή, «σαν τον άνθρωπο που σπέρνει τον σπόρο στη γη, κοιμάται τη νύκτα και ξυπνάει την ημέρα, κι ο σπόρος βλασταίνει κι αυξάνει με τρόπο που ο ίδιος δεν ξέρει. Η γη καρποφορεί από μόνη της». (Μαρκ. Δ. 26-28).

Τέλος, η μετάνοια είναι έργο της θείας χάρης. Ο άνθρωπος ζώντας στο σκοτάδι της αμαρτίας και αγνοώντας την ωραιότητα της θείας ζωής, δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ της ανθρώπινης ζωής και της θεανθρώπινης ζωής. Μόνον όταν η θεία χάρη ρίξει στην καρδιά του τον σπόρο της θείας αγάπης, μπορεί να δει την πνευματική του ερήμωση. Το φως του ήλιου, όταν εισέρχεται μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, αποκαλύπτει τα πάντα. Έτσι, όταν η χάρη του Θεού φωτίσει τις ψυχές μας, τότε βλέπουμε την εσωτερική ερήμωση, τα πάθη, τις αμαρτίες μας. Γι' αυτό και οι άγιοί μας, τόσο έντονα ζητούσαν από τον Θεό: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον». Γιατί αυτή η αληθινή μετάνοια είναι ο ασφαλής δρόμος που οδηγεί στη βασιλεία του Θεού.

Σεβασμ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Να πονάεις γι΄ αυτόν που αγαπάεις. Αγιος Πορφύριος




Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ΄ άπειρο, μες στ΄ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή.

Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. Ν΄ αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις γι΄ αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο. Όλη νύκτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον αγαπημένο. Κάνει θυσίες, δεν λογαριάζεις τίποτα, ούτε απειλές, ούτε δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς τον Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο.

Και όταν λέμε αγάπη, δεν είναι οι αρετές που θ΄ αποκτήσουμε αλλά η αγαπώσα καρδία προς τον Χριστό και τους άλλους. Το καθετί εκεί να το στρέφουμε. Βλέπουμε μια μητέρα να έχει το παιδάκι της αγκαλιά, να το φιλάει και να λαχταράει η ψυχούλα της; Βλέπουμε να λάμπει το πρόσωπό της, που κρατάει τ΄ αγγελούδι της; Όλ΄ αυτά ο άνθρωπος του Θεού τα βλέπει, του κάνουν εντύπωση και με δίψα λέει: «Να είχα κι εγώ αυτή τη λαχτάρα στον Θεό μου, στον Χριστό μου, στην Παναγίτσα μου, στους αγίους μας!». Να, έτσι πρέπει ν΄ αγαπήσομε τον Χριστό, τον Θεό. Το επιθυμείς, το θέλεις και το αποκτάς με τη χάρη του Θεού.

Εμείς, όμως, έχομε φλόγα για τον Χριστό; Τρέχουμε, όταν είμαστε κατάκοποι, να ξεκουρασθούμε στην προσευχή, στον Αγαπημένο ή το κάνουμε αγγάρια και λέμε: «Ω, τώρα έχω να κάνω και προσευχή και κανόνα...»; Τι λείπει και νιώθουμε έτσι; Λείπει ο θείος έρως. Δεν έχει αξία να γίνεται μια τέτοια προσευχή. Ίσως μάλιστα κάνει και κακό.

Αν στραπατσαρισθεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός «χοντρές» ψυχές δεν θέλει κοντά Του. Η ψυχή πρέπει να συνέλθει πάλι, για να γίνει άξια του Χριστού, να μετανοήσει «έως εβδομηκοντάκις επτά».

Η μετάνοια η αληθινή θα φέρει τον αγιασμό. Όχι να λέεις, «πάνε τα χρόνια μου χαμένα, δεν είμαι άξιος» κ.λ.π., αλλά μπορείς να λέεις, «θυμάμαι κι εγώ τις μέρες τις αργές, που δεν ζούσα κοντά στον Θεό...».
Και στη δική μου ζωή κάπου θα υπάρχουν άδειες μέρες. Ήμουν δώδεκα χρονών, που έφυγα για το Άγιον Όρος. Δεν ήταν αυτά χρόνια; Μπορεί βέβαια να ήμουν μικρό παιδί, αλλά έζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεού"τόσα πολλά χρόνια!...

Ακούστε τι λέει ο Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στο βιβλίο του «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν»:

«Πάσα γαρ εργασία σωματική τε και πνευματική, μη έχουσα πόνον ή κόπον, ουδέποτε καρποφορεί τω ταύτην μετερχομένω, ότι βιαστή εστίν η Βασιλεία των ουρανών και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, βίαν ειπών την του σώματος εν πάσιν έπιπονον άσκησιν».

Όταν αγαπάεις τον Χριστόν, κάνεις κόπο, αλλά ευλογημένο κόπο. Υποφέρεις, αλλά με χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αυτά είναι πόθος, θείος πόθος. Και πόνος και πόθος και έρωτας και λαχτάρα και αγαλλίαση και χαρά και αγάπη. Οι μετάνοιες, η αγρυπνία, η νηστεία είναι κόπος, που γίνεται για τον Αγαπημένο.

Κόπος, για να ζεις τον Χριστό. Αλλ΄ αυτός ο κόπος δεν γίνεται αναγκαστικά, δεν αγανακτείς. Ότι κάνεις αγγάρια, δημιουργεί μεγάλο κακό και στο είναι σου και στην εργασία σου. Το σφίξιμο, το σπρώξιμο φέρνει αντίδραση.
Ο κόπος για τον Χριστό, ο πόθος ο αληθινός είναι Χριστού αγάπη, είναι θυσία, είναι ανάλυσις. Αυτό ένιωθε και ο Δαβίδ: «Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου». Ποθεί με λαχτάρα και λιώνει η ψυχή μου απ΄ την αγάπη του Θεού. Αυτό του Δαβίδ ταιριάζει με το στίχο του Βερίτη που μ΄ αρέσει:

«Συντροφιά με τον Χριστό λαχτάρησα να ζήσω, ως να φθάσει κι η στερνή στιγμή να ξεψυχήσω».

Χρειάζεται προσοχή και προσπάθεια, για να κατανοεί κανείς αυτά που μελετάει και να τα ενστερνίζεται. Αυτός είναι ο κόπος που θα κάνει ο άνθρωπος. Στην κατάνυξη, στη ζέση, στα δάκρυα θα μπει μετά χωρίς να κοπιάσει.

Αυτά ακολουθούν, είναι δώρα Θεού. Ο έρωτας θέλει προσπάθεια; Με την κατανόηση, των τροπαρίων και κανόνων και των Γραφών έλκεσαι ευφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στην αλήθεια ευφραινόμενος. «Έδωκας ευφροσύνην εις την καρδίαν μου», όπως λέγει ο Δαβίδ. Έτσι αυθόρμητα μπαίνεις στην κατάνυξη, αναίμακτα. Καταλάβατε;

Εγώ ο καημένος επιθυμώ ν΄ ακούω τα λόγια των Πατέρων, των ασκητών, τα λόγια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σ΄ αυτά θέλω να εντρυφώ. Αυτά καλλιεργούν το θείο έρωτα. Τα επιθυμώ και προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ.

Αρρώστησα και «το μεν πνεύμα πρόθυμος, η δε σαρξ ασθενής». Δεν μπορώ να κάνω μετάνοιες. Τίποτα. Επιθυμώ, έχω ζήλο και έρωτα να είμαι στο Άγιον Όρος και να κάνω μετάνοιες, να προσεύχομαι, να λειτουργώ και να είμαι μ΄ έναν ακόμα ασκητή. Είναι καλύτερο να είναι δύο.
Το είπε και ο ίδιος ο Χριστός: «Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών».


Αγιος Πορφύριος

Παρὰ ταῦτα δὲν μπορῶ παρὰ νὰ ἐλπίζω στὴ σωτηρία μου… ἐλπίζοντας στὴν ἀγάπη Σου.





Σὺ τὰ ξέρεις ὅλα – τί νὰ τὰ λέω;

Ἡ καρδιά μου συντρίβεται καὶ ἡ ψυχή μου βουλιάζει μέσα στὴν ἀπορία, γιατὶ ἂν καὶ τόσα ἁμαρτήματα ἔκανα, οὔτε ἕνα μικρὸ ἔργο μετάνοιας δὲν παρουσίασα… Γιὰ αὐτὸ εἶναι ταραγμένη ἡ ψυχή μου, γεμάτη ὀδύνη καὶ κατήφεια...

Παρὰ ταῦτα δὲν μπορῶ παρὰ νὰ ἐλπίζω στὴ σωτηρία μου… ἐλπίζοντας στὴν ἀγάπη Σου.

Ἐλέησέ με, Θεέ μου, μὲ τὸ μέγα ἔλεός σου, γιατὶ σὲ Σένα πιστεύω… 

Συγχώρησέ με τὸν ἀχρεῖο καὶ ταπεινό. Ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ δούλου σου … 
Σὰν ἄνθρωπος ἁμάρτησα. Ὡς Θεὸς συγχώρεσέ με… γιὰ τὴν πολλή σου ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀνέκφραστη εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς πανενδόξου, πανυμνήτου, ὑπερευλογημένης καὶ κεχαριτωμένης, ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας… Ἀμήν.

Ἁγ.Ἰωάννης Χρυσόστομος

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Το στόμα σου δόθηκε όχι για να δαγκώνεις,αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου.


1170947_10201672511595095_1695861610_n.jpg



Ξέχασε, λοιπόν, τις ξένες αμαρτίες, για να ξεχάσει και ο Κύριος τις δικές σου. Γιατί αν πεις, "Τιμώρησε τον εχθρό μου", έκλεισες το στόμα σου. Έχασε πια η γλώσσα σου το δικαίωμα να μιλάει στο Θεό.
Πρώτα-πρώτα επειδή εξαρχής Τον παρόργισες, κι υστέρα επειδή ζητάς πράγματα που είναι αντίθετα στον ίδιο το χαρακτήρα της προσευχής. Αφού, δηλαδή, προσέρχεσαι για να ζητήσεις συγχώρηση αμαρτημάτων, πώς μιλάς για τιμωρία; Το αντίθετο έπρεπε να κάνεις, να παρακαλάς για τους άλλους, ώστε στη συνέχεια να παρακαλέσεις με παρρησία και για τον εαυτό σου.
Αν προσευχηθείς για τους συνανθρώπους σου, τα πέτυχες όλα, έστω κι αν δεν πεις το παραμικρό για τις δικές σου αμαρτίες. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζοφερό από μια ψυχή που μνησικακεί και μισεί. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ακάθαρτο από μια γλώσσα που κακολογεί και καταριέται. Ανθρωπος είσαι, μη γίνεσαι θηρίο. Το στόμα σου δόθηκε όχι για να δαγκώνεις, αλλά για να παρηγορείς με τα λόγια σου.
Ο Θεός σε πρόσταξε να συγχωρείς, κι εσύ Τον παρακαλάς να καταργήσει τη δική Του εντολή; Δεν σκέφτεσαι ότι ευχαριστιέται και γελάει ο διάβολος, όταν ακούει μια τέτοια προσευχή; Δεν συλλογίζεσαι ότι, από το άλλο μέρος, λυπάται ο Θεός, ο Πλάστης σου, ο Ευεργέτης σου, ο Σωτήρας σου; "Μα αδικήθηκα", λες, "και είμαι πικραμένος". Τότε, λοιπόν, προσευχήσου εναντίον του διαβόλου, που μας αδικεί περισσότερο από κάθε άλλον. Γιατί αυτός δημιουργεί και τους εχθρούς και τις έχθρες, αυτός είναι ο μεγάλος και μοναδικός εχθρός σου, με τον οποίο δεν είναι δυνατό να συμφιλιωθείς ποτέ.
Ο συνάνθρωπος, απεναντίας, όσα κι αν σου κάνει, είναι αδελφός σου. Γι' αυτό οφείλεις να προσεύχεσαι για το καλό του, για την ευτυχία του, για τη μετάνοια και τη σωτηρία του. Ας φροντίσουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, να ζούμε και να ενεργούμε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, για να είναι καρποφόρα η προσευχή μας και να πετύχουμε τη βασιλεία των ουρανών.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Πες με το νου σου «Ελέησέ με, Θεέ μου», και ολοκληρώθηκε η προσευχή σου.

DSC00012.jpg

«Και πώς είναι δυνατό, λέγει, άνθρωπος κοσμικός, που είναι προσηλωμένος στο δικαστήριο, κάθε τρεις ώρες της ημέρας να προσεύχεται και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατό και πολύ εύκολο. Γιατί, κι αν δεν είναι εύκολο να πας στην Εκκλησία, καθώς στέκεσαι εκεί μπροστά στις πόρτες κι είσαι προσηλωμένος στο δικαστήριο, είναι δυνατό να προσευχηθείς. Γιατί δε χρειάζεται τόσο φωνή, όσο σκέψη, ούτε έκταση των χεριών, όσο τεντωμένη ψυχή, ούτε κάποια στάση, αλλά πίστη.
Γιατί κι αύτη η Άννα δεν εισακούστηκε επειδή έβγαλε δυνατή και μεγάλη φωνή, αλλ' επειδή φώναξε δυνατά μέσα στην καρδιά της. Γιατί «η φωνή της δεν ακουόταν» (Α' Βασ. /, 13), λέγει, αλλά την άκουγε ο Θεός.

Το ίδιο έκαναν πολλές φορές και πολλοί άλλοι, και ενώ ο άρχοντας μέσα φώναζε, απειλούσε, έκανε χειρονομίες, μαινόταν, αυτοί, στεκόμενοι μπροστά στις κλειστές πόρτες και λέγοντας λίγα λόγια προσευχής με το νου τους, όταν μπήκαν μέσα τον μετέβαλαν και τον καταπράυναν και τον έκαναν ήμερο, από άγριος που ήταν. Και δεν εμποδίστηκαν καθόλου, ούτε από τον τόπο, ούτε από την ώρα, ούτε από τη σιωπή για την προσευχή αυτή.

Αυτό λοιπόν κάνε κι εσύ! Στέναξε βαθειά, φέρε στη μνήμη σου τις αμαρτίες σου, στρέψε το βλέμμα σου στον ουρανό, πες με το νου σου «'Ελέησέ με, Θεέ μου», και ολοκληρώθηκε η προσευχή σου.

Γιατί αυτός που είπε «ελέησέ με», έδειξε εξομολόγηση και μετάνιωσε για τα αμαρτήματά του.

Γιατί το να ζητούν έλεος ταιριάζει σ' αυτούς που αμάρτησαν. Αυτός που είπε «ελέησέ με», πήρε συγχώρηση των σφαλμάτων του.

Γιατί αυτός που ελεήθηκε δεν κολάζεται. Αυτός που είπε «ελέησέ με», κέρδισε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Γιατί αυτόν που θα ελεήσει ο Θεός, δεν απαλλάσσεται μόνο απ' τη κόλαση, αλλά γίνεται άξιος και των μελλοντικών αγαθών.

Ας μην προφασιζόμαστε λοιπόν λέγοντας, ότι δεν υπάρχει κοντά μας οίκος προσευχής. Γιατί εμάς τους ίδιους έκανε ναούς η χάρη του Πνεύματος του Θεού, εάν βέβαια είμαστε άγρυπνοι, ώστε να έχουμε από παντού μεγάλη ευκολία.

Η λατρεία μας δεν είναι τέτοια, όπως ήταν παλαιότερα των Ιουδαίων, που είχε πολύ το υλικό στοιχείο και απαιτούσε πολλή απασχόληση. Εκεί ο προσευχόμενος έπρεπε να ανεβεί στο ιερό, να αγοράσει τρυγόνια, να χρησιμοποιήσει ξύλα και φωτιά, να πάρει μαζί του μαχαίρι και το θύμα, γιατί εσύ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα.

PIC0177.jpgΌπου λοιπόν κι αν βρίσκεσαι, μπορείς να στήσεις το βωμό, δείχνοντας μόνο νηφάλια πρόθεση, και σε τίποτα δεν σε εμποδίζει ο τόπος, ούτε σε εμποδίζει η ώρα, αλλά και χωρίς να γονατίσεις, χωρίς να χτυπήσεις το στήθος σου και χωρίς να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, μόνο εάν δείξεις θερμή διάνοια, ολοκλήρωσες το άπαν της προσευχής.
Είναι δυνατό ακόμα και γυναίκα, που κρατάει ρόκα και υφαίνει, να στρέψει το βλέμμα νοερά στον ουρανό και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό.

Μπορεί και άνθρωπος που πηγαίνει στην αγορά και βαδίζει μόνος του να κάνει μακρές προσευχές.

Κι άλλος, που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα, μπορεί να αφιερώσει τη ψυχή του στο Δεσπότη.

Είναι δυνατό και ο δούλος και αυτός που ψωνίζει, και αυτός που ανεβαίνει και αυτός που κατεβαίνει, και αυτός που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορούν να έρθουν στην εκκλησία, να κάνουν προσευχή μακρά και ζωηρή.

Ο Θεός δεν ντρέπεται τον τόπο. Ένα πράγμα μόνο ζητά, θερμή διάνοια και ψυχή γεμάτη σωφροσύνη.

Και για να δεις ότι δεν χρειάζονται σχήματα και τόποι και ώρες γενικά, αλλά γενναίο και διεγερμένο φρόνημα, ο Παύλος, ενώ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στη φυλακή και δεν στεκόταν όρθιος (γιατί δεν τον άφηνε το ξύλο στο οποίο ήταν δεμένα τα πόδια του), επειδή, όντας ξαπλωμένος, προσευχήθηκε με προθυμία, ταρακούνησε τη φυλακή και τράνταξε τα θεμέλιά της και έδεσε τον αρχιφύλακα και τον οδήγησε ύστερα από αυτά στην ιερή μυσταγωγία (Πράξ. 17,25-34).

Και ο Εζεκίας επίσης χωρίς να στέκεται όρθιος, ούτε να είναι γονατισμένος, αλλά ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, εξαιτίας της αρρώστιας, γύρισε τον εαυτό του προς τον τοίχο, και με το να επικαλεστεί θερμά και με σώφρονα ψυχή το Θεό, και την απόφαση που είχε ανακοινωθεί ανακάλεσε και πολλή συμπάθεια κέρδισε και ξαναβρήκε όπως πριν την υγεία του.

Κι αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς να συμβαίνει όχι μόνο σε άγιους και μεγάλους άνδρες, αλλά και σε κακούς.

Γιατί και ο ληστής δεν στάθηκε σε ευκτήριο οίκο, ούτε γονάτισε, αλλά τεντωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Άλλος μέσα σε βούρκο και σε λάκκο (Ιερ.45,6),

άλλος μέσα σε λάκκο και ανάμεσα σε θηρία (Δαν. 6,22),

άλλος μέσα στην ίδια την κοιλιά του κήτους(Ίωνα,2,2-Ι0),

αφού παρακάλεσαν το Θεό, όλα όσα τους απειλούσαν τα διέλυσαν και πέτυχαν την εύνοια του Θεού.

Και βέβαια λέγοντας αυτά σας προτρέπω να πηγαίνετε συνεχώς στις Εκκλησίες, και στο σπίτι να προσεύχεστε με πολλή ησυχία, κι όταν έχετε ελεύθερη ώρα να γονατίζετε και να ανυψώνετε τα χέρια, κι όταν έχετε ελεύθερη ώρα να γονατίζετε και να ανυψώνετε τα χέρια.

Εάν όμως είτε εξαιτίας της ώρας, είτε εξαιτίας του τόπου μείναμε ανάμεσα σε πολλούς άλλους, να μην παραλείπετε εξαιτίας αυτού τις συνηθισμένες προσευχές, αλλά να προσεύχεσθε μ' αυτόν τον τρόπο, που είπα στην αγάπη σας, και να παρακαλείτε το Θεό, με τη βεβαιότητα ότι δεν θα έχετε τίποτα λιγότερο με αυτή την προσευχή.

Αυτά σας τα είπα όχι για να με θαυμάσετε και να χειροκροτήσετε, αλλά για να τα εφαρμόσετε έμπρακτα και να αφιερώνετε τις ώρες της νύχτας και της ημέρας και της εργασίας στις προσευχές και τις δεήσεις».



(Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, Δ΄ομιλία «Περί Άννης»)

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Παράδειγμα και πρότυπο μετανοίας...Οσία Μαρία η Αιγυπτία!

OsiaMariaEgiptia03.jpg


    Εγεννήθηκε στην Αίγυπτο το 345μ.Χ., πολύ δε νωρίς άνθησε και ακτινοβόλησε θαυμασία η φυσική της ωραιότης. Αλλ' η ανατροφή της δεν υπήρξε ικανή να διορθώση και να χαλιναγωγήση την εκτάκτως θερμήν και φλογεράν κράσιν της.
Μάταια οι γονείς της την συμβούλευσαν, και ανωφελώς οι ιερείς την ενουθέτησαν. Άκουεν αλλά για να παρακούη.
    Κατά τους βιογράφους της, από δωδεκαετούς ηλικίας, την είχε κατακυριευμένην η μανία της ηδονής. Αδιάφορη προς τους καλλωπισμούς, μη δίνωντας καμμίαν προσοχήν εις τα χρήματα και τις παρόμοιες επιδείξεις, στις οποίες αρέσκονται οι πολυθέλγητροι και περιζήτητοι από τον διεφθαρμένο πλουσιόκοσμο συνεργάτες, αυτή ήθελε μόνον να ευχαριστή τα καίοντα σαρκικά πάθη της. Γι' αυτό αντί να την κυνηγούν, κυνηγούσε.
    Επί 17 ολόκληρα έτη διέρρευσε μ' αυτό τον τρόπο η ζωή της, χωρίς φόβον Θεού, χωρίς ντροπήν ανθρώπων. Αλλ' η θεία πρόνοια και στοργή δεν απεσύρθη απ';αυτήν.
    Παρ' όλον το μέγεθος της ενοχής της υπήρχε κάποια γι'; αυτήν ελαφρυντικότητα  αυτή ακριβώς η υπερβολή της σαρκικής μανίας της, η οποία φαίνόταν ότι την παρέσυρεν ασυνειδήτως και την έσπρωχνεν ακατασχέτως προς την αμαρτίαν. Εις τρόπον ώστε απέβαινε μάλλον όχι εργάτις της αναισχυντίας της τόσης, αλλά θύμα αυτής και έρμαιον του βδελυρού εκείνου και εξευτελιστικού πάθους, το οποίον την κατετυράννει ως μυστηριώδης και ακαταμάχητος νόσος του φυσικού και ηθικού οργανισμού της.
    Ποίος ήθελε την απαλλάξει ;
Περί το έτος 375, τριακοντούτις πλέον περίπου, αλλά με ακμαίαν ακόμη την καλλονήν και ακεραίους τους αμαρτωλούς της οίστρους, απεφάσισε να μεταβή εις Ιεροσόλυμα κατά Σεπτέμβριον μήνα, ότε εορτάζεται η ύψωσις του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού.
    Τι έκαμε την Αιγυπτίαν να παρακολουθήση τους δι'εκεί προσκυνητάς ;
Κατά τινα των βιογράφων της, περιπατούσα προς την θάλασσαν, όπου ειλκύοντο οι ζητούντες αναψυχήν κατά την θερμήν εκείνην-εν Αιγύπτω μάλιστα- εποχήν, είδε πολύν όχλον Λιβύων και Αιγυπτίων, οι οποίοι εσπευδαν προς την παραλίαν. Ηρώτησε λοιπόν εκ περιεργείας και της είπαν ότι τα σμήνη εκείνα ητοιμάζοντο δια τα Ιεροσόλυμα, όπου μετ'; ολίγας ημέρας θα εωρτάζετο η ύψωσις του τιμίου Σταυρού. Η πληροφορία αυτή ήρκεσε να διεγείρη εις την ψυχήν της Μαρίας τον πόθον του να συνακολουθήση.
    Ωφείλετο τούτο εις φωνήν ευσεβείας, η οποία ανεδόθη από τα σύσκια βάθη της ψυχής της εν στιγμή σαρκικού κόρου και εκκρούσεως πνευματικού τινος σπινυήρος  Ή προήρχετο από την πλάνητα ακαταστασίαν της διεφθαρμένης γυναικός, η οποία επόθησεν απλώς να ίδη νέους τόπους και να συνάψη νέας γνωριμίας ;
Οι βιογράφοι της αποκλίνουν μάλλον προς την δευτέραν γνώμην. Αλλ'; εγώ νομίζω ότι εις την καρδίαν της εταίρας εκείνης είχεν ήδη αρχίσει μυστηριωδώς η σωτήριος μεταβολή. Διότι μάταια οι φιλόσαρκοι ζητούν να σβύσουν τους φλογερούς της ψυχής πόθους εις την απόλαυσιν ισχυρών, αλλά ματαίων και ευτελών ηδονών. Και τότε, εάν η ψυχή δεν εσάπισε αρχίζει να ακούη και τας εξ ουρανού φωνάς, που πρίν έσβυναν μέσα εις τας αενάους και θορυβώδεις ανακινήσεις του σαρκικού βορβόρου.
    Η Μαρία η Αιγυπτία εισήρχετο ήδη εις τοιαύτην περίοδον. Ήτο το παγιδευμένον πτηνόν, το οποίον ήρχιζε ν';ανακινή προς την απαλλαγήν τας πτέρυγάς του, η ψυχή η όζουσα, εντός της οποίας ανέτελλεν ο πόθος νέας ζωής, καθαράς και ευώδους. Εντός των οδών και των καταγωγίων της Αλεξανδρείας είχε λησμονήσει και Ιεροσόλυμα και Σταυρόν και τον Λυτρωτήν, τον χύσαντα το αίμα του υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων. Τι είχεν όμως κερδήσει; Η υπερβολή της αμαρτίας της την είχε περιβάλει και με υπερβολήν αίσχους.
Τον εξευτελισμόν αυτόν τον αντελαμβάνετο ήδη. Η ηθική όρασις, με την οποίαν ο Δημιουργός οπλίζει τας ψυχάς, δεν είχεν υποστή τελείαν την καταστροφήν εντός της. Βαρύς καταρράκτης, πρωίμως παγιωθείς, την έκαμε τυφλήν. Αλλά τώρα η νόσος ήρχισε να διαλύεται, και η Αιγυπτία αθυμούσε, βλέπουσα, έστω και παροδικώς και αμυδρώς προς το παρόν, τη αθλίαν ποιότητά της.
    Αυτή ήτο η ψυχολογική της κατάστασις, όταν, παρά την θάλασσαν της Αλεξανδρείας, είδε τους δια τα Ιεροσόλυμα προσκυνητάς και ήκουσεν ότι όλοι εκείνοι οι συρρέοντες δι' απόπλουν άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, εκινούντο από τον πόθον του να παρασταθούν εις την πανήγυριν της υψώσεως του τιμίου Σταυρού. Η Αιγυπτία, εις το άκουσμα τούτο, ανεμνήσθη. Ανεμνήσθη την πολύ μικράν ηλικίαν της, όταν εζούσε πλησίον των γονέων της εις την κωμόπολίν των την ήσυχον, την οποίαν προ τόσου καιρού είχεν αυτή εγκαταλείψει. Τότε, παιδίσκη ακόμη αδίαφθορος, επήγαινεν εις την εκκλησίαν και είχεν ακούσει περί της ευρέσεως του τιμίου Σταυρού, χάριν του οποίου μία ένδοξος μητέρα του κραταιοτέρου αυτοκράτορος, έκαμε το ταξείδιον εις Ιεροσόλυμα, εθεώρησε δε την ανακάλυψίν του ως το ευτυχέστερον της ζωής της γεγονός. Η ανάμνησις εκείνη, ασθενώς εις την ψυχήν της επανακάμψασα, επέμενεν ουχ ήττον. Και η ευσπλαγχνία του Θεού παρενέβη αμέσως. Η Αιγυπτία, υπό μυστικήν ώθησιν, απεφάσισε την εις Ιεροσόλυμα μετάβασιν, χωρίς και αυτή να γνωρίζη ποίαν επιρροήν έμελλε να εξασκήση τούτο δια παντός εις την ζωήν της την έπειτα.
    Εισελθούσα εις εν από τα πλοία, τα έτοιμα δια το ιερόν εκείνο ταξίδιον, άφηνε μετ'; ολίγον την πόλιν της Αλεξανδρείας, μάρτυρα του ελεεινού της βίου, της εσχάτης καταπτώσεως και καταισχύνης της. Και ευτυχώς δεν έμελλε να την επανιδή πλέον ποτέ.
    Φθάσασα εις Ιεροσόλυμα, δεν είχε αποθέσει ακόμη τον παλαιόν άνθρωπον, τα ένστικτα της σαρκικότητος διετήρουν ακόμη το κράτος των επί της ψυχής και των πράξεών της. Η πάλη όμως είχεν εισδύσει εντός της. Εάν η αμαρτία την παρέσυρεν, αλλά δεν την έτερπε πλέον και δεν την ηυχαρίστει ως πριν. Ωλίσθαινε, παρεσύρετο, κατέπιπτεν, αλλά και υπέφερεν. Εν αυτή ετελείτο ο ηθικοσαρκικός εκείνος αγών, ο οποίος διαδραματίζεται εντός του ταλαιπώρου ανθρώπου, του μη γνωρίσαντος ακόμη τον Λυτρωτήν Ιησούν, και το οποίον τόσον δυνατά εχρωμάτισεν ο απόστολος Παύλος. Η Αιγυπτία έκαμνε το κακόν, και όμως ετύπτετο απ' αυτό. Ενώ δε πάλιν την ετυράνει, η δύναμις της παλαιάς συνηθείας και της μακράς εξοικειώσεως την έρριπτεν εις τα ολεθρίας και μιαράς αγκάλας του.
    Εν τοιαύτη καταστάσει της αξιοθρηνήτου γυναικός ανέτειλεν η ημέρα της 13ης Σεπτεμβρίου. Από βαθέως όρθρου των προσκυνητών τα πλήθη συνέρρεον εις την εκκλησίαν. Μαρία η Αιγυπτία, ασυνείθιστος εις εκκλησιαστικάς συνάξεις, έφθασεν αργότερα και ηναγκάσθη δια τούτο να μείνη εις τα προαύλια του ναού. Ότε όμως ήλθεν η ώρα της υψώσεως, οι έξω ιστάμενοι με σφοδράς και ακατασχέτους ωθήσεις εισώρμων εις τα εντός. Αλλά, πράγμα παράδοξον! Η Αιγυπτία αμαρτωλή έως μεν την θύραν εφέρετο μαζί με τους άλλους, πέραν όμως αυτής εστάθη αδύνατον να προχωρήση. Παρ'; όλην την ορμήν των κατόπιν ερχομένων, παρ'; όλας τας ιδικάς της προσπαθείας, έμενεν εκεί κρατουμένη από μυστηριώδη δύναμιν, η οποία δεν την άφηνε να εισέλθη. Ως να ήτο στήλη άσειστος και αμετακίνητος, τα κύματα του πλήθους ηδυνάτουν να την ωθήσουν προς τα πρόσω, αυτή δε η ιδία, μετά επανειλημμένας ματαίας αποπείρας, είδεν ότι μυστική αλλά εμφανής εκ της ενεργείας της χειρ, ανωτέρα των ανθρωπίνων δυνάμεων, την συνεκράτει και την παρημπόδιζεν από την είσοδον.
    Δια να βεβαιωθή καλώς έκαμε και στροφήν εις τα οπίσω. Η ελευθερία των κινήσεων της ήτο πλήρης. Από τον ναόν ηδύνατο να εξέλθη και μόνον το να εισέλθη της ήτο απηγορευμένον.
    Έμεινε λοιπόν εις την θύραν, και από την θέσιν εκείνην είδε μετ'; ολίγων να υψώνεται το τίμιον ξύλον, επί του οποίου είχε τελεσθή το μαρτύριον και η θυσία του Ιησού. Εις την θέσιν του η ψυχή της εσείσθη. Όλη των ιερωμένων και του λαού η συγκίνησης ως να διεχύθη και κατεπότισε και κατεπλημμύρισε την δυστυχή καρδίαν της, την ασυνείθιστον εις τοιαύτα άγια ρεύματα. Και ενώ εξηκολούθει να βλέπει τον ανυψωμένον σταυρόν, κάτωθι του οποίου επί του Γολγοθά εμπεπηγμένου είχον ακουσθή οι σπαρακτικοί στόνοι της Παρθένου, καυστική αλλά και σωτηρία κατάνυξις κατεκέντα την Αιγυπτίαν αμαρτωλήν και μεταστροφή ηθική ετελείτο εις τα εσώτατα της ψυχής της. 
     Εις τοιαύτην ηθικήν μεταβολήν άφησε την θύραν και απεσύρθη εις μίαν γωνίαν της αυτλής του ναού. Εκεί χείμαρρος δακρύων εξέρρευσεν ελευθέρως από τους οφθαλμούς της, κλαυθμοί αντήχησαν και στεναγμοί διάπυροι από τα βάθη της καρδίας της ανεδόθησαν. Και αποταθείσα προς την Παναγίαν Θεοτόκον, της οποίας η εικών ήτο τοποθετημένη υπεράνω του τόπου, εις τον οποίον ίστατο : «Παρθένε Δέσποινα, είπε, Συ η οποία εγγένησες τον ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον, ειξεύρω ότι δεν είναι ευπρεπές ουδέ δίκαιον, ώστε εγώ, η τόσον ρυπαρά, η τόσον πανάσωτος, να ατενίζω την εικόνα Σου της αειπαρθένου, Σου της αγνής, Σου της με σώμα και ψυχήν καθαράν και αμόλυντον. Καλώς ειξεύρω ότι δίκαιον είναι η ακάθαρτος εγώ να είμαι μισητή και βδελυκτή ενώπιον της ιδικής Σου καθαρότητος. Πλην, επειδή, καθώς ήκουσα, δια τούτο έχει γίνει άνθρωπος ο Θεός, τον οποίον ε΄γεννησες, δια να καλέση τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, βοήθησόν εμέ την ταλαίπωρον, η οποία, μόνη και έρημος εις τον κόσμον τούτον από κάθε αληθινήν συμπάθειαν, δεν έχω κανένα να με συντρέξη. Κάμε ώστε να συγχωρηθή και εις εμέ η εις την εκκλησίαν είσοδος. Μη με στερήσης εις το να προσκυνήσω μετά των άλλων χριστιανών το τίμιον αυτό ξύλον, επί του οποίου κατά σάρκα καθηλώθεις ο Θεός, τον οποίον εγέννησες, το ίδιον του αίμα έδωκεν υπέρ εμού εις λύτρωσιν από των αμαρτιών μου. Κάμε, ω Δέσποινα, ώστε να ανοιγή και εις εμέ η θύρα της θείας του Σταυρού προσκυνήσεως, και εις τον εκ Σου γεννηθέντα δίδω Σε εγγυητήν αξιόχρεων, ότιδεν θα ατιμάσω πλέον το σώμα μου τούτο δι'; οιανδήποτε αισχρότητος αλλ'; εάν αξιωθώ να προσκυνήσω τον Σταυρόν του Υιού Σου, αποτάσσομαι ευθύς από τον κόσμον και από όλα τα εν τω κόσμω, και αμέσως είμαι έτοιμος να υπάγω όπου Συ ως εγγυήτρια της σωτηρίας μου θα μου υποδείξης και με καθοδηγήσης».
    Τους λόγους τούτους η Μαρία η Αιγυπτία είχεν είπη με τόσην θερμότητα πίστεως, ώστε μυστική και οιονεί επίσημος τις πληροφορία εξήγγειλεν εις αυτήν, ότι η εγκάρδιος της δέησης εισηκούσθη και ότι η θύρα του ναού δεν είχε πλεόν δι' αυτήν δεσμούς και εμπόδια. Και πράγματι. Σπεύσασα ανεμίχθη και πάλιν με τα πλήθη των συνωθουμένων δια να εισέλθουν και την φοράν αυτήν ο πόθος της εξεπληρώθη. Εισήλθεν εις τον ναόν! κλονουμένη όμως από την σφοδράν συγκίνησιν και φρίσσουσα εν τη συναισθήσει της ενοχής της και του ανεξαντλήτου πελάγους της ευσπλαγχνίας. Αφού δε επροσκύνησε τον Τίμιον Σταυρόν με κατάνυξιν ανέκφραστον, εξήλθεν από τον ναόν και μεταβάσα προς την εικόνα της Θεομ΄τορος, αυτήν εκείνην, ενώπιον της οποίας προ ολίγου απηύθεινε την εισακουσθείσαν δέησιν, εγονάτισε και είπε : «Συ μεν, ω φιλάγαθε Δέσποινα, ευηρεστήθης να επιδείξης και δι'; εμέ όλην σου την φιλανθρωπίαν. Συ δεν εβδελύχθης εμού της αναξίας την δέησιν, χάρις εις την μεσιτείαν Σου είδα δόξαν, από την οποίαν δίκαια αποκλειόμεθα οι της ασώτου ζωής. Δόξα εις τον Θεόν, όστις,με τας ιδικάς σου φιλοστόργους πρεσβείας, δέχεται των αμαρτωλών την ματάνοιαν. Διότι εγώ, η υποδουλωθείσα εις την αμαρτίαν, τι ηδυνάμην να διανοηθώ μόνη και να είπω υπέρ της σωτηρίας μου ; Καιρός λοιπόν είναι, Δέσποινα, να εκτελέσω ό,τι υπέρ εμού ηγγυήθης. Τώρα όπου εγκρίνεις οδήγησέ με? το θέλημά σου είναι δι'; εμέ προσταγή? τώρα ικετεύω να μου γίνης της σωτηρίας διδάσκαλος, χειραγωγούσα με προς την οδόν, που φέρει εις την μετάνοιαν».
    Η Μαρία η Αιγυπτία απήυθυνε την δέησιν αυτήν με όλην την θερμότητα ψυχής συντετριμμένης και ταπεινωμένης, αμέσως δε της εδόθη η απόδειξις, ότι η επίκλησις της δεν αντήχησε μάταια. Ακόμη δεν είχε τελειώσει την φλογεράν και συγκινητικήν ικεσίαν της, και ήκουσε φωνήν, ο οποία, αν και εφαίνετο ότι ήρχετο από μακράν, ήτο όμως πολύ καθαρά και απέπνεε μητρικωτάτην συμπάθειαν. Τι δε έλεγεν η φωνή αύτη : «Εάν τον Ιορδάνην περάσης, καλήν θα εύρης ανάπαυσιν».
    Εις την μυστηριώδη, αλλά και σαφή αυτήν παράκλησιν η Αιγυπτία κατελήφθη από αγίαν φρικίασιν. Ούτω λοιπόν ! Αυτή η απόβλητος του βορβόρου η γυνή, η κατασπιλώσασα και μολύνασα ολόκληρον τον εαυτό της, δεν απεδιώκετο και δεν απεβάλλετο, αλλ'; εύρισκε σπλάγχνα συμπαθητικά και πρόθυμα. 
Πλήρης τότε συκγινήσεως και δακρύων έκραξε : «Δέσποινα, Δέσποινα, μη εγκαταλίπης με». Συγχρόνως δε εξήλθεν από την αυλή του ναού και εβάδιζε ταχέως.
    Κατά την οδηγίαν της φωνής, την οποία ήκουσεν, απεφάσισε να διευθυνθή πέραν του Ιορδάνου. Ηγνόει όμως εντελώς την οδόν. Τί λοιπόν να πράξη ; Αρτοποιός, από τον οποίον ηγόρασε τρεις άρτους, της έδειξε την πύλην της πόλεως. Από αποστάσεως εις απόστασιν ερωτώσα, έφθασε τέλος περί την δύσιν του ηλίου εις τον ναόν Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος έκειτο πλησίον του Ιορδάνου. Εισήλθε. Και εις το ημίφως της ώρας εκείνης, μόνη εντός της εκκλησίας εν μέσω τόσων ιερών αντικειμένων, τα οποία διήγειρον και διεθέρμαινον την ευσέβειαν, κατεκυριεύθη από κατάνυξιν. Γονατίσασα, προσηυχήθη θερμά, και διάβροχος εκ των φλογερών δακρύων, εξέχυσε προς τον Θεόν την ψυχήν της όλην, εθρήνησε δια τον πριν αμαρτωλόν βίον της και εδεήθη όπως η θεία χάρις, λούουσα αυτήν από του ρύπου της, την κρατήση του λοιπού επί του δρόμου της μετανοίας και της αρετής. Όταν εξήλθε, ευρέθη προς την όχθη του Ιορδάνου. Τα ύδατα εκείνα τα οποία περιέλουσάν ποτε το σώμα του Λυτρωτού, διεφαίνοντο εις τον ρουν των μετέχοντα μυστηριώδους τινός φύσεως. Κύψασα κατέβρεξε το πρόσωπον και τας χείρας της, και ησθάνθη ότι άρρητος δρόσος εισήλθε και κατεπότισε την ψυχήν της.
     Εζήτησε ακολούθως πνευματικόν περίφημον δια την σύνεσιν, την πείραν και την χριστιανικήν του αγαθότητα. Ο σεβάσμιος εκείνος γέρων, εις την ειλικρινή της Αιγυπτίας εξομολόγησιν, είδεν όλην την συντριβήν της καρδίας της και της μετανοίας της την θέρμην, διέκρινε δε ότι η προς το Θεόν γνώμη της ήτο πλέον οριστική και αμετάτρεπτος. Και ως γνήσιος λειτουργός Εκείνου, όστις έδωκεν εις εν θέρμόν δάκρυ την θαυμασίαν δύναμιν να εξαλείφη τας μάλλον υπερμεγέθεις και χρονίους κηλίδας αμαρτιών, αφούτην παρηγόρησε και την ενίσχυσεν εις την νέαν οδόν της, της επέτρεψε να κοινωνήση των Αχράντων μυστηρίων.
    Την νύκτα εκείνην διήλθεν η μετανοούσα γυνή εν υπαίθρω, προσευχομένη υπό τα άστρα και καθιστώσα θερμοτέραν πάντοτε την φωνήν των δεήσεων της. Το πρωί εκοινώνησε μετά φόβου και τρόμου και ησθάνθη εν τη ψυχή της την φαιδράν αυγήν νέας ζωής ελευθέρας από τας ακάνθας και τα δεσμά του κόσμου. Η δε φωνή, ότι ώφειλενα διέλθη τον Ιορδάνην, την έφερε και πάλιν παρά την όχθην του ποταμού.
    Εκεί μια λέμβος εσάλευεν επί των υδάτων ο λεμβούχος, αγαθός άνθρωπος, την μετέφερεν αντικρύ. Εκείνη δε επροχώρησε τότε προς τα βαθύτατα της ερήμου του Ιορδάνου, όπου απεφάσισε να διανύση το υπόλοιπον της ζωής της. Κατά την αυτόθι διατριβήν της την συνήντησέ ποτε φάσμα πλέον του άλλοτε κάλλους και της νεότητος, ανήρ ευσεβέστατος, ο αββάς Ζωσιμάς, όστις και διηγήθη έπειτα την συγκινητικήν ιστορίαν της.
Η ερημική διαμονή Μαρίας της Αιγυπτίας δεν διέρρευσεν άνευ πνευματικών ενοχλήσεων και θυελλωδών πειρασμών. Η θέλησις και ο πόυος της ήσαν εξ ολοκλήρου προς την ευσέβειαν, αλλάτο παρελθόν με τας μακράς και βαρείας συνηθείας του δεν άφινε τόσον έυκολα ενταλώς την θέσιν του. Πολλάκις, εν μέσω της προσευχής της και της αγίας ανυψώσεως της ψυχής της, ο δαίμων της απωλείας την περιέβαλλε πανταχόθεν μα τας σαγήνας του και εζήτει να την παρασύρη εις το καταστρεπτικόν βάραθρόν του. Αι πολυτελείς τράπεζαι, εις τας οποίας παρεκάθητο άλλοτε, οι γλυκείς οίνοι, τους οποίους κατά κόρον ερρόφα, άσματα και χοροί και λοιπαί παρόμοιοι σκηναί της κοσμικής μέθης και εξάψεως, αναπαρίσταντο εις την φαντασίαν της και διέφλεγαν τη καρδίαν της με λυσσώδη προσπάθειαν να επανακτήσουν το επ'; αυτής κράτος των. Η σφοδρότης της εφόδου εγίνετο ενίοτε ανωτέρα των δυνάμεων της ταλαιπώρου αμαρτωλής. Και τότε την καταλάμβανε φόβος ως τον άνθρωπον, ο οποίος, μόλις κατορθώσας να ανασυρθή από απύθμενον βάραθρον γεμάτον σκορπίους και φίδια, απειλείτε να επαναπέση και πάλιν εις αυτό. Και τότε ανεκραύγαζε και εδάκρυζε και καθικεύτευε και το στήθος της έτυπτε και τον Λυτρωτήν επεκαλείτο και προς την παναγίαν Μητέρα του εδέετο, όπως την βοηθήση να μείνει πιστή εις την υπόσχεσιν του να σταθή έξω της πνοής της αμαρτίας. Και πίπτουσα προς το έδαφος, έμενεν εκεί επαναλαμβάνουσα τας ικεσίας και τας δεήσεις της, η θύελλα παρήρχετο και διέλαμπε το γλυκύ φως της ψυχικής γαλήνης και ασφαλείας.
    Η πάλη αυτή διήρκεσε δέκα επτά ολόκληρα έτη. Τόσα δηλαδή όσα υπήρξαν και τα έτη του αμαρτωλού της βίου. Τοιουτοτρόπως η δοκιμασία της έλαβε τέλος. Η αθλήτρια απεδείχθη αξία στεφάνου. Η άλλοτε ασθενής και χρησιμεύουσα εις καταπάτημα του Πονηρού, υπό την βοήθειαν τώρα και την χειραγψγίαν του Πνεύματος του αγίου, ησκήθη και ενισχύθη και τον κατεπάλαισε και κατέστη απρόσιτος εις τας επιθέσεις του, συντρίψασα δια του Ιησού Χριστού την επ'; αυτής άλλοτε πανίσχυρον δύναμίν του.
    Έκτοτε λογισμοί της πόθοι της, θελήματά της, όλαι τέλος πάντων αι δυνάμεις της, νοητικαί, ηθικαί, σωματικαί, κεκαθαρμέναι πλέον και ηγιασμέναι, εδόθησαν αποκλειστικώς εις την νέαν κατά Χριστόν ζωήν. Έγεινεν όλη φως και αγιασμός και πτήσις ουράνιος και διηνεκής και ολόψυχος προσήλωσις προς την ζωήν του Ευαγγελίου, προς τας εντολάς του και τας επαγγελίας του.
    Υπέρ τα τριάκοντα ακόμη έτη διήλθεν η Αιγυπτίαν, εις την έρημον με την νέαν αυτήν της ζωής φάσιν, εντελώς αποχωρισθείσα από το θλιβερόν της νεότητος παρελθόν, κατασκευάσασα εντός της την νέαν πνευματικήν και ηθικήν κτίσιν, την οποίαν ο Χριστός δίδει, εις όσους τον πιστεύσουν και τον καταστήσουν βασιλέα της καρδίας και του βίου των.
    Όταν ο αββάς Ζωσιμάς συνήντησε Μαρίαν την Αιγυπτίαν, είχε αύτη τεσσαράκοντα επτά ετών διαμονήν εις την έρημον. Έκπληκτος ο γέρων εκείνος ήκουσε την διήγησίν της και εδόξασε τον Θεόν, όστις γνωρίζει να κατορθώνη τα τοιαύτα θαυμάσια. Ότε δε ο Ζωσιμάς έμελλα να απέλθη, η οσία γυνή της ερήμου τον παρεκάλεσε θερμώς να μη ειπή εις κανένα τίποτε, έως ότου ο Θεός την ελευθερώση από την γην. Τον καθικέτευε δε όπως κατά την μεγάλην εβδομάδα του επομένου έτους, και ωρισμένως κατά την αγίαν εσπέραν του Δείπνου του μυστικού, λάβη από το Μοναστήριον του το ζωοποιόν Σώμα και Αίμα του Χριστού και το φέρη προς αυτήν δια να κοινωνήση. Και ώρισεν ότι θέλει τον περιμένει προς τα κατοικούμενα μέρη του Ιορδάνου.
    Ο αββάς Ζωσιμάς επέστρεψεν εις το μοναστήριόν του, χωρίς να ειπή τίποτε παρί της Αιγυπτίας. Όταν δε αι ημέραι των νηστειών ήλθον και έφθασεν η εσπέρα του Δείπνου του μυστικού, θέσας εις εν μικρόν ποτήριον το άχραντον Σώμα και το τίμιον Αίμα του Σωτήρος Χριστού, προς την νύκτα πλέον, μετέβη παρά την όχθην του Ιορδάνου και προσηλώσας τους οφθαλμούς του προς το αντίπεραν μέρος, περιέμενε της Αιγυπτίας την εμφάνισιν. Ήτο δε πλήρης οδύνης και θλίψεως, διότι δεν υπήρχε πλοιάριον, όπως αυτός διέλθη προς το πέραν ή εκείνη δυνηθή να φθάση προς αυτόν. Αλλ'; η ταραχή του κατηυνάσθη, όταν η οσία εκείνη εφάνη εις το αντίκρυ μέρος του ποταμού. Το βλέμμα του αββά ιλαρύνθη, αλλά μόνον προς στιγμήν. Ματαίως περιέφερε τους οφθαλμούς του άνω και κάτω του ποταμού? τα ύδατα ήσαν έρημα. Κανέν πλοιάριον, καμμία λέμβος. Ο αββάς τότε εστέναξε και σηκώσας τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν επεκαλείτο τον Θεόν, όπως δώση διέξοδον εις την αμηχανίαν εκείνην.
     Εξαίφνης, υπό το λαμπρόν φως της πανσελήνου, είδε την Αιγυπτίαν οιονεί να σφραγίζη τον ποταμόν με το σημείον του τιμίου σταυρού και ευθύς κατόπιν να προχωρή η ιδία δια του ποταμού, βαδίζουσα ελευθέρως επί της επιφανείας των υδάτων.
    Ο αββάς έμεινεν έκπληκτος. Ότε δε η οσία ήλθε πλησίον του, ηθέλησε να κάμη μετάνοιαν εμπρός της. Αλλ'; εκείνη τον ημπόδισε. «Συ, του είπε, θα κάμης εις εμέ μετάνοιαν, εν ω ιερεύς είσαι και θεία μυστήρια βαστάζεις ; » Ο αββάς εκρατήθη, προσέφερε δε την θείαν κοινωνίαν εις Αιγυπτίαν. Και εκείνη τότε στενάξασα και δακρύσασα είπε : «Νυν απολύεις την δούλη σου Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου.»
    Έπειτα λέγει προς τον Γέροντα : «Συγχώρησέν μου, αββά, να σου καθυποβάλω ακόμη ένα τελευταίον μου πόθον. Τώρα μεν πήγαινε εις το μοναστήριόν σου βοηθούμενος και φυλαττόμενος από την χάριν του Θεού. Το δε ερχόμενον έτος έλα πάλιν εις τον ερημικόνεκείνον χείμαρον, όπου με συνήντησες πέρυσι. Έλα, χωρίς άλλο εν ονόματι του Κυρίου μας, και θα με ιδής καθώς θέλει ο Κύριος.» Ακολούθως είπε πάλιν προς τον αββάν : «Να εύχεσαι υπέρ εμού και να μνημονεύης εμέ την ταλαίπωρον και αθλίαν.»
    Ο γέρων Ζωσιμάς δεν έβλεπε πότε να παρέλθη η προσδιορισθείσα του έτους προθεσμία. Ότε δε αύτη διέρρευσεν, επέρασε τον Ιορδάνην, εισήλθεν εις την έρημον και ανεζήτει την οσίαν ανά τον τόπο του χειμάρρου. Αλλά μολονότι επί πολύ ανεζήτησε, δεν είδε να φανή πουθενά καμμία μορφή. Τότε εστέναξε πικρώς και ανατείνας τους οφθαλμούς εδεήθη και έλεγε : «δείξον μοι, Δέσποτα, τον θησαυρόν, δείξον μοι, δέομαι, τον εν σώματι άγγελον, του οποίου ο κόσμος δεν είναι επάξιος.» Επροχώρησε κατόπιν, ζητών τώρα να ανεύρη κατά γης την οσίαν, ίσως ανεπαύετό που, αλλά θέαμα λυπηρόν προσέβαλε τους οφθαλμούς του. Προς το ανατολικόν μέρος του χειμάρρου σώμά τι εφάνη κατακείμενον. Ο Ζωσιμάς έσπευσε με παλμούς ανησύχους. Φευ ! ήτο η Αιγυπτία, αλλά νεκρά πλέον.
    Ο Ζωσιμάς εδάκρυσε και εδόθη εις κλαυθμούς. Ησπάσθη το μακάριον λείψανον, προσηυχήθη γονατίσας παρ'αυτό, εδεήθη υπέρ της ψυχής της μεταστάσης, καθικέτευσεν ώστε εκείνη να μεσιτεύση υπέρ αυτού του ευρισκομένου ακόμη επί του πολυμόχθου σταδίου της γης. Και κατόπιν έθεψεν της Αιγυπτίας το σώμα μη φέρον κανέν άλλο εντάφιον, παρά μόνο το παμπάλαιον φόρεμά της με ένα σταυρόν επί του στήθους. Ήτο δε τότε το έτος 421 μετά Χριστόν.
    Τοιούτος υπήρξεν ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Γυνή της αμαρτίας και του βορβόρου, απελούσθη δια των δακρύων της μετανοίας και ηγιάσθη δια της πίστεως και του αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτός από την υπερβολήν της ατιμίας την έφερεν εις υπερβολήν δόξης και τιμής. Και η οσία Μαρία μένει δια των αιώνων περιφανές και αθάνατον παράδειγμα της δυνάμεως της μετανοίας, και του ότι η γυνή, πτώμα ηθικόν μακράν του Χριστού, δι αυτού καθαίρεται και λαμπρύνεται και καθίστατο η πρών άσωτος αγνοτέρα από την χιόνα των ορέν και παρθενικωτέρα από τα κρίνα των αγρών.

Η Οσία εορτάζεται από την εκκλησία μας την 1η Απριλίου.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

O Θεός δεν πρόκειται να αφήσει τέτοια ελεημοσύνη δίχως μετάνοια


lonelyness.jpg





«Θέλω να σας μιλήσω πάτερ για κάτι σοβαρό».
Η κοπέλα στεκόταν στην είσοδο του ιερατικού γραφείου, περιμένοντας την άδεια για να προχωρήσει. Δεν είχε παρουσιαστικό «θρησκευόμενου» ανθρώπου. Φορούσε κολλητό παντελόνι και ήταν βαμμένη έντονα.
Ο ηλικιωμένος ιερέας την κοίταξε με καλοσύνη. «Παρακαλώ. Ό,τι θέλετε!».
Η κοπέλα προχώρησε και κάθισε μπροστά στο γραφείο του ιερέα.
«Θέλω τη συμβουλή σας», είπε κοφτά και με αποφασιστικότητα. «Η μητέρα μου είναι στα τελευταία της. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωή της δουλεύοντας τη νύχτα σε άσχημα μέρη ... Ξέρω ... Ίσως να σας σκανδαλίζω λίγο ...». Δίστασε κοιτάζοντας τον ιερέα εξεταστικά αλλά με ειλικρίνεια στα μάτια της.
«Παρακαλώ, συνεχίστε».
«Η μητέρα μου με τα χρήματα που κέρδιζε κατάφερε να μεγαλώσει εμένα και τον αδερφό μου χωρίς να χρειαστεί να μας δώσει σε ξένα χέρια. Πατέρα δε γνωρίσαμε ...
Αλλά δε μεγάλωσε μονάχα εμάς. Τα μισά της χρήματα και παραπάνω τα έδινε πάντα σε ελεημοσύνες. Πολλά παιδιά μεγάλωσαν χάρη σ' αυτή. Κάποια μάλιστα σπούδασαν κιόλας χάρη στη μητέρα μου. Σε όλη της τη ζωή, η ελεημοσύνη ήταν πρώτιστο καθήκον ... Τώρα πεθαίνει. Με δυσκολία επικοινωνεί. Θα ήθελα να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει αλλά δεν ξέρω πώς να της το πω ... Καταλαβαίνετε ... δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία ... Δεν ήταν τελείως αδιάφορη αλλά ... καταλαβαίνετε ...».
Ο ιερέας είχε το βλέμμα χαμηλωμένο και άκουγε με κατανόηση.
«Μη στενοχωριέστε», της είπε. «Κάνατε αυτό που έπρεπε. Τώρα θα κάνουμε και οι δυο προσευχή για τη μητέρα σας. Κι ο Θεός θα δείξει τον τρόπο. Πάντως όπως και να 'χει, να θυμάστε ότι ο Θεός δεν πρόκειται να αφήσει τέτοια ελεημοσύνη δίχως μετάνοια ...».
Πέρασαν μέρες. Ο Ιερέας δεν είχε κανένα νέο από εκείνη την κοπέλα. Κι έξαφνα ένα πρωί είδε την αναγγελία θανάτου της μητέρας κολλημένη σε μια κολώνα, Πήρε απόφαση και πήγε στην κηδεία.
Στο τέλος της ακολουθίας τον πλησίασε η κοπέλα. Τον χαιρέτησε ευγενικά και τον ευχαρίστησε που ήρθε να τους συλλυπηθεί. Ήταν πολύ καταβεβλημένη.
«Στενοχωριέμαι πολύ για την ψυχή της μητέρας μου, πάτερ», του είπε.
«Να μη στενοχωριέστε. Σας είπα: αφού η μητέρα σας έδειξε στη ζωή της τέτοια ελεημοσύνη, ο Θεός αποκλείεται να την άφησε χωρίς μετάνοια και συγχώρηση. Αυτό μονάχα μπορώ να σας πω εγώ. Τα υπόλοιπα τα ξέρει μονάχα Εκείνος ...».
Τους πλησίασε ένας νεαρός.
«Πάτερ, να σας γνωρίσω τον αδερφό μου». Ακολούθησαν συστάσεις. «Ο πάτερ από δω είναι στην αγία Φωτεινή ... ξέρεις ... λίγο πιο πάνω από το σπίτι της μαμάς ...», είπε στον αδερφό. «Πάντως, πάτερ, δε σας το κρύβω πως λυπάμαι που έφυγε έτσι», ξαναστράφηκε στον ιερέα. «Ίσως έπρεπε να ήμαστε πιο επίμονοι. Δεν ξέρω ... καταλαβαίνω τι μου λέτε αλλά δεν έχω τόση πίστη για να παρηγορηθώ από αυτό ...».
«Τι συνέβη;», παρενέβη ο αδερφός.
«Να, είχα πάει πριν αρκετές μέρες στον πάτερ να του ζητήσω να έρθει να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τη μαμά αλλά διστάσαμε κάπως ... δεν ξέραμε πώς θα το πάρει εκείνη ... και να που τώρα δεν προλάβαμε ...».
Ο αδερφός έδειξε να ξαφνιάζεται. Χαμογέλασε και είπε:
«Μη στενοχωριέσαι, προλάβαμε ... Προχθές τo βράδυ που έλειπες, η μαμά σαν να ξύπνησε αίφνης από το λήθαργό της, γύρισε προς το μέρος μου και -λες και δεν ήταν άρρωστη- μου είπε: «Πήγαινε γρήγορα στον άγιο Δημήτριο και φέρε εδώ τον παπά» ... Αρχικώς απόρησα. Δεν ήθελα να της χαλάσω το χατήρι αλλά δεν περίμενα και να βρω κανέναν εκείνη την ώρα στην Εκκλησία ... Εντούτοις ο παπάς ήταν εκεί. Του εξήγησα και ήρθε χωρίς καθυστέρηση ... Πού να φανταστώ ότι εσύ είχες έρθει σε επικοινωνία με τον ιερέα της αγίας Φωτεινής ... Συγγνώμη που δε σου είπα τίποτα αλλά με την κηδεία και τις μέριμνες το παρέλειψα ... ή μάλλον για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα πώς θα το πάρεις κιόλας ... Δε μου είχες πει ότι θα πας σε παπά ... Πάντως κοινώνησε ...».

Ο ιερέας χαμογέλασε. Τους χαιρέτησε ευγενικά και αποχώρησε. «Δεν αφήνει ο Θεός την ελεημοσύνη ασυνόδευτη από μετάνοια», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του με συγκίνηση ...
Απόσπασμα από το Μικρό Γεροντικό Πόλεων «Όσο μπορείς», του Βασίλη Αργυριάδη

πηγή



Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Αν δεν συγχωρήσεις, δεν θα συγχωρηθείς. Το ξέρεις.

xeria proseyxhs.jpg
Πριν υψώσουμε, λοιπόν, ικετευτικά τα χέρια μας στον ουρανό, ας βάλουμε αρχή μετάνοιας. Αλλωστε, επειδή με τα χέρια εκτελούμε πολλές πονηρές πράξεις, γι' αυτό ακριβώς έχει καθιερωθεί να τα υψώνουμε, όταν προσευχόμαστε, ώστε η υπηρεσία που προσφέρουν για την προσευχή, να τα εμποδίζει από την κακία και να τ' απομακρύνει από την αμαρτία.
Έτσι θα θυμάσαι, δηλαδή, όταν πρόκειται ν' αρπάξεις κάτι ή να χτυπήσεις κάποιον, ότι αυτά τα χέρια θα τα υψώσεις στο Θεό ως συνηγόρους σου και ότι μ' αυτά θα Του προσφέρεις την πνευματική θυσία της προσευχής. Γι' αυτό μην τα μολύνεις, μην τα ντροπιάζεις, μην τα κάνεις ανάξια εμφανίσεως στο Θεό, με την τέλεση οποιασδήποτε ανομίας. Καθάριζέ τα με την ελεημοσύνη, με τη φιλανθρωπία, με την καλοσύνη, κι έτσι καθαρά ύψωνέ τα σε προσευχή.
Αν δεν προσεύχεσαι ποτέ με χέρια λασπωμένα, πολύ περισσότερο μην το κάνεις με χέρια λερωμένα από την αμαρτία. Γιατί κακό δεν είναι το να υψώνεις χέρια άπλυτα προς τον Κύριο· το να υψώνεις, όμως, χέρια καταμολυσμένα από αναρίθμητα αμαρτήματα, αυτό είναι φοβερό και προκαλεί την οργή του Θεού. Αλλά μόνο έτσι παροργίζουμε τον Πατέρα μας;
Με πόσους τρόπους, αλήθεια, αμαρτάνουμε, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της λατρείας! Αναπολόγητοι θα είμαστε, αν ο Θεός λογαριάσει τους αισχρούς λογισμούς που έχουμε στο νου μας, τις πονηρές επιθυμίες που έχουμε στην καρδιά μας, τις κατακρίσεις που ξεστομίζουμε καθημερινά για τον πλησίον μας, τα ψεύδη και τις συκοφαντίες, τις πανουργίες και τις δολοπλοκίες, τις κακότητες και τις αδικίες μας. Λύπη μας προξενεί η προκοπή των άλλων, ακόμα και των φίλων μας.
Ευχαρίστηση δοκιμάζουμε, όταν ο συνάνθρωπός μας υποφέρει, θεωρώντας τη συμφορά εκείνου ως παρηγοριά για τη δική μας δυστυχία. Ασύνετα ζητάμε από το Θεό πράγματα φθαρτά κι ανώφελα, πράγματα που Εκείνος πρόσταξε να τα περιφρονούμε. Αθεόφοβα καταριόμαστε τους αδελφούς μας, ενώ έχουμε εντολή να δίνουμε ευχές και στους εχθρούς μας.
Τί κάνεις, άνθρωπε μου; Ζητάς από το Θεό να σε σπλαχνιστεί, κι εσύ καταριέσαι τον άλλο; Μη γελιέσαι. Αν δεν συγχωρήσεις, δεν θα συγχωρηθείς. Το ξέρεις. Και όμως, όχι μόνο δεν συγχωρείς, αλλά παρακαλάς και το Θεό να μη συγχωρήσει! Αν, όμως, δεν συγχωρείται εκείνος που δεν συγχωρεί, πώς θα συγχωρηθεί εκείνος, που και τον Κύριο παρακαλάει να μη συγχωρήσει; Αν είναι κακό να έχεις εχθρούς, σκέψου πόσο χειρότερο είναι να τους κατηγορείς και να τους καταριέσαι. Εσύ πρέπει να δώσεις λόγο για το ότι έχεις εχθρούς, και κατηγορείς εκείνους; Πώς θα σου δώσει άφεση ο Θεός, όταν Του ζητάς να βλάψει άλλους, την ώρα που Τον παρακαλάς για τα δικά σου αμαρτήματα κι έχεις ανάγκη από μεγάλο έλεος;
Όταν μάλιστα, προσεύχεσαι για τον εαυτό σου, γυρίζεις τη ματιά σου δεξιά κι αριστερά, χασμουριέσαι και φέρνεις στο νου σου χίλιους δυο λογισμούς. Όταν, όμως, προσεύχεσαι εναντίον των εχθρών σου, το κάνεις με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση και διαύγεια σκέψεως. Γνωρίζει, βλέπεις, ο διάβολος πως, όταν ζητάμε το κακό των άλλων, στρέφουμε το ξίφος εναντίον μας, γι' αυτό τότε δεν διασπά την προσοχή μας και δεν τραβάει το νου μας εδώ κι εκεί.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

...τότε ο άνθρωπος είναι ικανός για όλα!


czsdfddd.jpg
Και πράγματι. Όταν στην καρδιά ενός ανθρώπου ριζώσει ο λογισμός, ότι δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει παράδεισος, τότε ο άνθρωπος είναι ικανός για όλα!
Γι'αυτό και ο κύριος αγώνας μας πρέπει να είναι, να αχριστέψουμε το όπλο αυτό του διαβόλου.
   Πως όμως θα το αχρηστέψουμε;
   Άς δούμε, τι μας λέξει ο άγιος Θεοφάνης ο έγκλειστος:
   Η έλλειψη πίστης στον Θεόν προέρχεται από τον εχθρό μας. Αυτό χτίζει έναν τοίχο ανάμεσα σε μας και στον Θεό. Με σκοπό να μας χωρίσει για πάντα από τον Θεό !
   Αυτόν τον τοίχο τον γκρεμίζει η μετάνοια και η εξομολόγηση. Ο διάβολος αυτό το ξέρει. Και για αυτό αγωνίζεται με όλες τους τις δυνάμεις, να μη μας αφήσει να στραφούμε με πίστη στον Χριστό.
   Πως;
  • ΄Άλλοτε σπέρνει μέσα στην ψυχή μας αμφιβολίες.
  • Άλλοτε μας κάνει να σκεπτόμαστε, ότι εμάς δεν θα μας συγχωρήσει ο Χριστός!
   Οι χειρότερες παγίδες του διαβόλου είναι η αμφιβολία και η απελπισία. Αν λοιπόν θέλετε να σωθείτε, φυλαχθείτε από αυτές, όσο πιο πολύ μπορείτε!
   Μη πιστεύετε ποτέ σε τέτοιους λογισμούς!....Και αν ο διάβολος δεν σας παραδίδει το όπλο του αυτό, αρπάχτε το με τη βία!...Διώχτε και καταφρονήστε τους λογισμούς αυτούς.
   Μην ξεχνάτε ποτέ ότι:
   Ο Κύριος θέλει την σωτηρία όλων μας. Και συνεπώς και την δική σας. Μας προσκαλεί κοντά του όλους μας. Και το ενδιαφέρον σας για τη σωτηρία σας αυτό δείχνει: ότι ο Χριστός σας φωνάζει: "Δεύτε προς με....καγώ αναπαύσω υμάς". Μη νομίζετε, ότι το ενδιαφέρον σας αυτό προέρχεται από σας τους ίδιους; Όχι ο Κύριος το έσπειρε αυτό στην ψυχή σας. Και αφού Αυτός το έσπειρε, δεν επιτρέπεται να αμφιβάλλουμε, ότι θα μας χαρίσει αυτό, στο οποίο ο ίδιος μας καλεί.
   Πλησιάστε λοιπόν με θάρρος. Και μην αφήνετε τον εχθρό, να σπέρνη στην ψυχή σας ζιζάνια αμφιβολίας και απιστίας. Ούτε να σας λέει, ότι δεν πρόκειται να σωθείτε.
   Μην τον πιστεύετε. Τον πλάνο. Τον ψεύτη.
   Μην ξεχνάτε, ότι "ο Θεός θέλει πάντας σωθήναι". Και έχει άνα πόθο. Να ελεεί. Να ελεεί. Να ελλεί.



Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Αν έχεις αμαρτίες, να μην απελπιστείς

72562_1310185453538_1797672678_636314_6783358_n.jpg

«Αν έχεις αμαρτίες, να μην απελπιστείς, αυτά δεν παύω να σας τα λέω συνεχώς, και αν κάθε μέρα αμαρτάνεις, να μετανοείς καθημερινά. Γιατί η μετάνοια είναι το φάρμακο κατά των αμαρτημάτων είναι η προς τον Θεόν παρρησία, είναι όπλο κατά του διαβόλου, είναι η μάχαιρα πού του κόβει το κεφάλι, είναι η ελπίδα της σωτηρίας, είναι η αναίρεση της απογνώσεως.
Η μετάνοια μάς ανοίγει τον ουρανό και μάς εισάγει στον Παράδεισο. Γι' αυτό (σου λέω), είσαι αμαρτωλός; μην απελπίζεσαι. Ίσως βέβαια αναλογιστείς. Μα τόσα έχω ακούσει στην Εκκλησία και δεν τα ετήρησα. Πώς να εισέλθω και πάλι και πώς και πάλι να ακούσω; Μα γι' αυτό ακριβώς πρέπει να εισέλθεις επειδή, όσα άκουσες δεν τα ετήρησες. Να τα ξανακούσεις, λοιπόν, και να τα τηρήσεις.
Εάν ο ιατρός σου βάλει φάρμακο στην πληγή σου και παρά ταύτα δεν καθαρίσει, την επομένη ημέρα δεν θα σου ξαναβάλει πάλι; Μη ντρέπεσαι, λοιπόν, να ξαναέλθεις στην Εκκλησία. Να ντρέπεσαι όταν πράττεις την αμαρτία. Η αμαρτία είναι το τραύμα και η μετάνοια το φάρμακο. Αν, λοιπόν, έχεις παλιώσει σήμερα από την αμαρτία, να ανακαινίσεις τον εαυτό σου με τη μετάνοια. Και είναι δυνατό, μπορεί να πει κανείς να σωθώ, αφού μετανοήσω; Και βέβαια είναι. Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; Και βέβαια. Από που γίνεται αυτό φανερό; Από τη φιλανθρωπία του Κυρίου σου... Γιατί η φιλανθρωπία του Θεού δεν έχει μέτρο. Και ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με λόγια η πατρική Του αγαθότητα. Σκέψου μια σπίθα πού έπεσε μέσα στη θάλασσα, μήπως μπορεί να σταθεί εκεί ή να φανεί;
Όση σχέση έχει, λοιπόν, μια σπίθα με το πέλαγος, τόση σχέση έχει η αμαρτία σου σε σύγκριση με τη φιλανθρωπία του Θεού. Και καλύτερα, θα έλεγα, όχι τόση, άλλα πιο πολλή. Γιατί το πέλαγος, ακόμη και αν είναι απέραντο, έχει όριο, μέτρο και σύνορα. Η φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απεριόριστη. Γι' αυτό σου επαναλαμβάνω. Είσαι αμαρτωλός; Μην απελπίζεσαι» 

Αγιος Ιωάννης ο χρυσόστομος

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Μεταστράφηκαν και δεν αντιστράφηκαν, μεταβλήθηκαν και δεν καταστράφηκαν

keraynoijpg.jpg
Φώναζαν λοιπόν μέσα από τα κατάβαθα της καρδιάς τους οι Νινευίτες στον Θεό. «Βασιλιά, Κύριε της ζωής και του θανάτου, εμείς βέβαια είμαστε άξιοι της αποφάσεως με την οποία μας απείλησες και οφείλουμε κάθε καταδίκη επειδή αγνοήσαμε εσένα τον αληθινό Θεό και ζήσαμε ζωή διεφθαρμένη. Συ όμως, χρησιμοποιώντας το πέλαγος της ευσπλαχνίας Σου, παύσε την εναντίον μας τιμωρία. νίκησε το ενδιάμεσο δίκαιο με την αγαθότητά Σου, και τη δική μας αγνωμοσύνη με την φιλανθρωπία Σου, εάν βέβαια μας επέβαλες την ποινή ξαφνικά, θα είχαν λόγο οι τιμωρίες Σου, και θα μας σκότωνες, αφού ήμασταν ξένοι και διεφθαρμένοι. Όμως τώρα, που εξαιτίας της καλωσύνης Σου, μας έδωσες προθεσμία, αν μας θανατώνεις , ενώ μετανοήσαμε, δεν θα θανατώσιες ξένους, αλλά δικούς Σου.
Όταν ασεβούσαμε μας φύλαξες, και μας θανατώνεις τώρα που γίναμε πιστοί; Ενόσω ήμασταν πονηροί μας διέσωσες, και μας θανατώνεις τώρα που κάνουμε αγαθοεργίες; Όσο η πόλη ήταν αφοσιωμένη στα είδωλα τη μεγάλωσες και την έκανες βασίλισσα, και την καταστρέφεις τώρα, που έγινε δική σου; Χωρίς να σε γνωρίζουμε, με σένα κυριέψαμε την οικουμένη, και τώρα που σε προσκυνάμε, θα χάσουμε και την ίδια τη ζωή μας; Ευσπλαχνίσου, Βασιλιά, το όνομά Σου, και μη, επιμένοντας να καταδικάσεις τους Νινευίτες, κάνεις να αποφεύγει κανείς την ευσέβεια ως ανώφελη. μη κλείσεις στους ανθρώπους την πόρτα της ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, δικάζοντας εμάς δικαίως. Εάν, έχοντας νομοθέτη και δασκάλους, φθάσαμε σε πολλή κακία, να μας θανατώσεις οπωσδήποτε, να μη μας δώσεις συγχώρηση, αν και σε παρακαλούμε, τιμώρησέ μας με ποινή σκληρότερη από αυτήν με την οποία μας απείλησες. εάν όμως χωρίς να διδαχθούμε, χωρίς να παιδαγωγηθούμε, ζούμε μέσα στη διαφθορά και την ασέβεια, μη καταδικάσεις την άγνοιά μας, βασιλιά, με τόσο μεγάλο αφανισμό.
       Παλιά εξαφάνισες τους ανθρώπους με κατακλυσμό δικαίως. γιατί, ενώ δίδασκε ο Νώε, δεν τον άκουαν. τους προανήγγειλες την καταστροφή, και δεν απέφυγαν την αμαρτία. Τους Σοδομίτες δικαιολογημένα τους έκαψες, γιατί δεν θέλησαν να δεχθούν τις συμβουλές του Λωτ.

Οι Αιγύπτιοι σωστά καταποντίστηκαν μαζί με τον Φαραώ, γιατί, ενώ τους δίδασκε ο Μωυσής, δεν πείσθηκαν, αν και είχαν δε­χθεί πολλές πληγές και είχαν αποκτήσει πείρα της δυνάμεώς Σου. Ή μήπως τολμήσαμε να αντιμιλήσουμε σε κανέναν;
Ένα μόνο προφήτη μας έστειλες τώρα και ούτε και αυτόν να μας διδάξει, αλλά να μας φέρει κακά μηνύματα, και αφού πιστέψαμε και δείξαμε μέσα σ' αυτήν μεγάλη μεταβολή. Αν και μας κηρύχθηκε η καταστροφή μας, δεν χάσαμε την εμπιστοσύνη μας στη φιλανθρωπία Σου. Ενώ ο Προφήτης κήρυξε την καταστροφή, εμείς στηρίξαμε τις ελπίδες μας στο έλεός Σου. Μη διαψεύσεις, αγαθέ, τις ελπίδες μας! Μη σταματήσεις γλώσσες που θέλουν να ανυμνούν την αγαθότητά Σου! Μη θανατώσιεις άνδρες που είναι πρόθυμοι να κηρύξουν την επιείκειά Σου! Μη μας εμποδίσεις να γίνουμε σ' όλους τους δικούς μας δάσκαλοι της ευσεβείας! Μη παραμείνεις αμετακίνητος όμοια με εκείνους που δεν παρέμειναν ποτέ στα ίδια. Αλλάξαμε εμείς, συμφιλιώσου Εσύ. Πάψε την οργή Σου, όπως εμείς σταματήσαμε την πλάνη. Πάψε Συ την τιμωρία, όπως εμείς την κακία. Μας διαπαιδαγώγησες αρκετά με το φόβο, δώσε μας λοιπόν καιρό να αποδείξουμε την αγάπη μας σε Σένα.
       Λυπήσου τα ζώα που από την πείνα μουγκρίζουν. λυπήσου τα αναμάρτητα παιδιά που πνίγονται στο κλάμα. Λυπήσου τα τρυφερά νήπια που από την νηστεία πεθαίνουν. Μη καταστρέψεις τους αναίτιους μαζί με τους υπαίτιους. Σπλαχνίσου τις μητέρες που εξαιτίας της οργής Σου, δεν προσφέρουν γάλα στα πολυαγαπημένα τους. αρνήθηκαν οι γονείς την ευσπλαχνία σ' εκείνα, για να προκαλέσουν τη δική Σου ευσπλαχνία. Όλοι οι άνθρωποι ανέχονται τις ίδιες με εμάς κακίες.
εάν δεν δεχθείς εμάς που μετανοούμε, θα κόψεις όλου του κόσμου τις ελπίδες».
       Τέτοια λόγια από την αρχή, όπως είναι φυσικό, χρησιμοποιούν οι Νινευίτες. ήταν όμως και τα έργα τους εφάμιλλα προς τα λόγια τους, νηστεία, σάκκος, εκτεταμένη προσευχή, δάκρυα, αποφυγή της κακίας. Φώναξαν, λέει, στο Θεό παρατεταμένα, και επέστρεψε ο καθένας από τον κακό δρόμο του και από την αδικία που είχε διαπράξει. Άρχισαν να εφαρμόζουν την συνετή ζωή σε υπερβολικό βαθμό και έκαναν την κορωνίδα της αρετής θεμέλιο της αρετής τους. γιατί, ο καθένας έκανε όποιο έργο ήταν το πιο καλό και προσφιλές στο Θεό.

Είδαν να κηρύσσεται πόλεμος ουράνιος εναντίον τους και οχύρωσαν τους σάκκους σαν θαυμάσια πανοπλία. Αντέταξαν από κάτω προσευχές και δεήσεις εναντίον των κεραυνών του ουρανού. Απέναντι στον πάταγο των βροντών έστησαν τον ήχο της υμνωδίας. Η νηστεία έγινε γι' αυτούς αισθητός πύργος. Με τους κρουνούς των δακρύων τους έσβησαν τη φάλαγγα των αμαρτημάτων τους. Έκαναν φίλους τους εχθρούς, για να συμφιλιώσουν τον Θεό με τους εαυτούς τους. Συγχώρησαν αυτοί την οργή τους εναντίον εκείνων που τους είχαν λυπήσει, για να σταματήσουν την εναντίον τους οργή του Δεσπότη. Έσχισαν το γραμμάτιο των επίγειων χρεών, για να επιτύχουν τη συγχώρηση των πταισμάτων τους από τον ουρανό. Έδωσαν στους δούλους ελευθερία, για να απαλλαγούν οι ίδιοι από την τιμωρία. Έδωσαν τα κτήματά τους σ' αυτούς που είχαν ανάγκη, για να εξασφαλίσουν την κυριότητα της περιουσίας τους. Απέρριψαν την απόλαυση, και επιζητούσαν την εγκράτεια. Απέφυγαν την ακολασία, και ασπάσθηκαν την σωφροσύνη. Μίσησαν τα μεγάλα αξιώματα, και πήραν όλοι ταπεινή και πένθιμη εμφάνιση. Σταμάτησαν τα ψώνια και τα συμβόλαια και όλα τα έργα, και λάτρευαν το Θεό.
Οι κακούργοι, χωρίς να τους υποχρεώνει κανένας, ομολογούσαν τις ληστείες τους. Οι δικαστές δεν καταδίκαζαν αυτούς που ομολογούσαν. Σαν πεθαμένοι ομολογούσαν όλοι τη ζωή τους. Ο πλούτος σκορπιζόταν αφύλακτος και δεν εμφανιζόταν κλέφτης από πουθενά. Δινόταν χρυσάφι στους φτωχούς, και την απόκτησή του ο καθένας την απέφευγε ως ζημία. Ένα πράγμα μόνο ενδιέφερε όλους, η σωτηρία. Ένας δρόμος υπήρχε για πλουσίους και φτωχούς, ο κόπος για τη ζωή. Κάθε τι που δεν οδηγούσε σ' αυτήν, το απομάκρυναν σαν ανώφελο και κακό.
Η σωτηρία ήταν αβέβαιη και έσπευσαν να την ομολογήσουν. Δεν μπορούσαν να ελπίζουν στο αποτέλεσμα της μετάνοιας και για να ζήσουν οπωσδήποτε φρόντιζαν κάθε πράξη τους. Πόσο φιλόσοφοι βάρβαροι! Πόσο σοφοί απαίδευτοι! Έμαθαν χωρίς να διδαχθούν αυτά που έπρεπε, άλλαξαν τρόπο ζωής χωρίς νομοθέτη, σωφρονίσθηκαν χωρίς δασκάλους, από την εσχάτη κακία, έφτασαν σε ουράνια πολιτεία. Αυτή είναι η αλλοίωση που επιφέρει η δύναμη του Υψίστου. Έρριξε μία βροχή απειλής, και οι Νινευίτες παρουσίασαν μυρίων αγαθών καρποφορία. Μεταμορφώθηκαν με τη ΜΕΤΑΝΟΙΑ. οι αμαρτωλοί που ήταν, έγιναν δίκαιοι, αγαπητοί στους Αγγέλους, ποθητοί στο Θεό. Στήριξαν την πόλη τους που κουνιόταν, την ανόρθωσαν ενώ έπεφτε, την στήριξαν ενώ δονούταν. Μεταστράφηκαν και δεν αντιστράφηκαν. μεταβλήθηκαν και δεν καταστράφηκαν. Γιατί λέει, «είδε ο Θεός τα έργα τους, ότι δηλαδή επέστρεψαν από τους πονηρούς δρόμους τους, και μετανόησε ο Θεός για όσα είχε πει ότι θα τους καταστρέψει εξ αιτίας της κακίας τους» (Ιωνά 3, 10). Τί παράδοξα πράγματα! Επανέλαβε τη δίκη ο Δικαστής, ακύρωσε την καταδικαστική απόφαση, και έβγαλε άλλη αθωωτική. Μετανόησαν οι Νινευίτες και μετανόησε και ο Θεός. Η μετάνοια έσχισε το διάταγμα του αφανισμού. Έσχισαν εκείνοι την κακία, έ­σχισε και ο Θεός την απόφαση. Ω παντοδύναμη μετάνοια!! Στη γη τελείται, και αντιστρέφει τα ουράνια!
       Έτσι και εμείς, αγαπητοί μου φίλοι, ας μετανοήσουμε. έτσι ας νηστέψουμε. ας συνδυάσουμε τις καλές πράξεις με τη νηστεία. ας απέχουμε από τις πονηρές πράξεις. ας φοβηθούμε την απειλή της γέεννας. ας αποκτήσουμε τη σωτηρία από το Θεό με την ΜΕΤΑΝΟΙΑ. Εις στον άναρχο Πατέρα, ανήκει η δόξα, η εξουσία, η δύναμη, η τιμή και ευχαριστία και προσκύνηση, τώρα και πάντοτε και στους αιώνας των αιώνων. ΑΜΗΝ.


Αγιος Ιωαννης ο Χρυσόστομος

rock.jpg
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας