Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μετάνοια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μετάνοια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν! Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

 


Είναι όντως συγκλονιστικό αυτό που αναφέρει ο Άγ. Ιω. Χρυσόστομος:

«Μου αναπτέρωσες πολύ το κουράγιο και μ’ έκανες να σκιρτώ από χαρά γιατί, αφού μου ανήγγειλες τα δυσάρεστα, πρόσθεσες τη φράση, που πρέπει να λέμε σε όλα όσα συμβαίνουν:

«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» (δηλ. Δόξα στον Θεό για όλα)

Αυτή η φράση είναι θανατηφόρο πλήγμα για τον διάβολο!

Είναι πολύ μεγάλη γι’ αυτόν που την λέει σε κάθε κίνδυνο, προϋπόθεση ασφάλειας κι ευχαρίστησης.

Γιατί μόλις την απαγγείλει κανείς, αμέσως διασκορπίζεται το σύννεφο της λύπης.

Μην παύσεις να την λες και να ασκείς και τους άλλους σ’ αυτό.

Έτσι και η φουρτούνα που μας βρήκε, κι αν ακόμη γίνει μεγαλύτερη, θα μεταβληθεί σε γαλήνη.

Έτσι κι όσοι δοκιμάζονται θα πάρουν μεγαλύτερη αμοιβή παράλληλα προς την απαλλαγή τους απ’ τα δεινά.

Αυτή η φράση ανέδειξε τον Ιώβ νικητή, αυτή η φράση έτρεψε σε φυγή τον διάβολο, κι αφού τον γέμισε από ντροπή τον έκανε να αναχωρήσει, αυτή είναι εξάλειψη κάθε ταραχής …»

[Απ’ την 193 Επιστολή του]

Σημειώνεται ότι με την φράση αυτή ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος άφησε την τελευταία του αναπνοή!

πηγή

fotodotes

 

****************

Ο 4ος μ. Χ. αιώνας χαρακτηρίζεται ως ο «χρυσός αιώνας της Θεολογίας», χάρις στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έζησαν και έδρασαν την συγκεκριμένη εκείνη χρονική περίοδο.

Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Πατέρες της Εκκλησίας μας και στους μεγάλους άνδρες της ιστορίας.

Μάλιστα ανήκει στη χορεία των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο το Θεολόγο.

Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354, κατ’ άλλους το 347. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σεκούνδος. Ήταν στρατηγός και ειδωλολάτρης, τον οποίο μετέστρεψε στον Χριστιανισμό η σύζυγός του και μητέρα του Ιωάννη, η υπέροχη Ανθούσα.

Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, αφήνοντας μόνους, την 20χρονη Ανθούσα με τον μικρό Ιωάννη. Εκείνη ανάλαβε να τον μεγαλώσει με παιδεία και φόβο Θεού και να του δώσει χριστιανική
ανατροφή.

Ως ευκατάστατη, φρόντισε να τον σπουδάσει στα καλλίτερα σχολεία της Αντιόχειας. Αφού ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή του, προσκολλήθηκε στον ονομαστό ειδωλολάτρη Λιβάνιο ώστε να συμπληρώσει τις σπουδές του στην ρητορική και στη φιλοσοφία.

Η επίδοσή του ήταν τέτοια ώστε ο Λιβάνιος τον προόριζε για διάδοχό του στη Σχολή! Αλλά όταν διαπίστωσε ότι ήταν Χριστιανός και προόριζε τον εαυτό του για τη διακονία της Εκκλησίας, είπε με πικρία: «δυστυχώς τον Ιωάννη τον κέρδισε η Εκκλησία»!

Αμέσως μετά σπούδασε Θεολογία στην ονομαστή Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Άσκησε για λίγο χρόνο το επάγγελμα του ρήτορα, στο οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία.

Όμως πολύ γρήγορα και μετά το θάνατο της μητέρας του, εγκατέλειψε την κοσμική δόξα, το προσοδοφόρο επάγγελμα και τις ιαχές του πλήθους και αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας.

Το 372 βαπτίστηκε και αποφάσισε να γίνει μοναχός. Αποσύρθηκε στην έρημο για κάθαρση, προσευχή και πνευματική προετοιμασία για την κατοπινή πορεία της ζωής του. Έμεινε εκεί πέντε χρόνια, ασκούμενος και μελετώντας τις άγιες Γραφές.

Όμως από την αυστηρή άσκηση κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του. Το πρόβλημα αυτό της υγείας του θα τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή και θα τον ταλαιπωρεί. Γι’ αυτό γύρισε στην Αντιόχεια.

Το 381χειροτονήθηκε διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Μελέτιο και το 385 πρεσβύτερος από τον διάδοχό του Φλαβιανό. Για δεκατρία ολόκληρα χρόνια εργάστηκε δραστήρια και
αναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα, διδασκάλου και κοινωνικού εργάτη.

Εκφωνούσε πύρινους λόγους και η ευγλωττία του σαγήνευε τα πλήθη, τα οποία συνέρρεαν να τον ακούσουν.

Χιλιάδες ειδωλολάτρες πίστευαν και εντάσσονταν στην Εκκλησία. Αξιόλογη υπήρξε επίσης και η κοινωνική του προσφορά. Πλήθος αναξιοπαθούντων έβρισκαν κοντά του πνευματική και υλική στήριξη.

Η φήμη του Ιωάννη έφτασε παντού, μέχρι και την Βασιλεύουσα. Στις 15 Δεκεμβρίου του 397 κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο (395-408) για να βοηθήσει
στην ανόρθωση της Εκκλησίας.

Εκεί, το 398 αναγκάστηκε, παρά τη θέλησή του, να χειροτονηθεί επίσκοπος και να αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.

Ως αρχιεπίσκοπος της πρωτόρθονης Εκκλησίας, επιδόθηκε με πρωτοφανή ζήλο για την ανόρθωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων.

Απομάκρυνε τους διεφθαρμένους και ανάξιους ιερωμένους και προώθησε τους άξιους. Καθαίρεσε 13 τουλάχιστον επισκόπους για «σιμωνία» και ηθικά παραπτώματα.

Από τις πρώτες μέρες οργάνωσε ένα καταπληκτικό δίκτυο ανακούφισης των χιλιάδων φτωχών και κατατρεγμένων της Κωνσταντινουπόλεως. Σίτιζε καθημερινά περισσότερους από 7.000 απόρους.

Δημιούργησε επίσης ιδρύματα, νοσοκομεία και άσυλα για τα ορφανά, τις χήρες, τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς και ανάπηρους, όπου παρέχονταν δωρεάν διακονία σε όλους.

Ταυτόχρονα οργάνωσε ακόμα μια γιγαντιαία ιεραποστολική αποστολή με μοναχούς ιεραποστόλους στην Περσία, την Κελτική, την Φοινίκη, τη Σκυθία και την Γοτθία, μεταστρέφοντας χιλιάδες ειδωλολατρών και ιδρύοντας Εκκλησίες στις χώρες αυτές.

Μιλούσε αδιάκοπα και με τη γνωστή ρητορική του δεινότητα σαγήνευε τα πλήθη, ελέγχοντας την αμαρτία και τη διαφθορά.
Ανέλαβε, επίσης έναν τιτάνιο αγώνα κατά της διαφθοράς και της ακολασίας που είχε επικρατήσει στην πλούσια πρωτεύουσα του κράτους.

Ο έλεγχός του έφτασε μέχρι τα ανάκτορα και ιδιαίτερα στηλίτευσε την διεφθαρμένη αυτοκράτειρα Ευδοξία και τον επίσης διεφθαρμένο αυλικό Ευτρόπιο.

Ήρθε σε ρήξη με τους ισχυρούς του χρήματος, της κρατικής εξουσίας και επίσης με τους διεφθαρμένους επισκόπους και κληρικούς.

Το αποτέλεσμα των ελέγχων του ήταν να πέσει σε δυσμένεια και να υποστεί φοβερές διώξεις. Η αδίστακτη αυτοκράτειρα, πέτυχε με τη βοήθεια του επίσης διεφθαρμένου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου και τη συμμετοχή 36 επισκόπων, να συγκαλέσει το 403 την εν Δρυ
ψευδοσύνοδο, να καθαιρέσει τον Χρυσόστομο και να τον εξορίσει στην Βηθυνία.

Μετά όμως από σφοδρή αντίδραση και στάση του πιστού λαού, η Ευδοξία αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει από την εξορία και να αποκαταστήσει στο θρόνο του. Αλλά ο μεγάλος ελεγκτής δεν έπαψε και πάλι να στηλιτεύει τη διεφθαρμένη εξουσία.

Το 404 τον εξόρισε και πάλι στην Κουκουσό της Καππαδοκίας και από εκεί πιο μακριά, στα Κόμανα του Πόντου, στα σύνορα με την Αρμενία, όπου κοιμήθηκε αποκαμωμένος από τις ταλαιπωρίες και τις σωματικές του παθήσεις στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.

Το 438 αποκομίσθηκε το λείψανό του με τιμές στην Κωνσταντινούπολη, όπου σύσσωμος ο λαός της Βασιλεύουσας φώναζε: «Ιωάννη γύρισες στο θρόνο σου»!

Το συγγραφικό θεολογικό έργο που κληροδότησε στην Εκκλησία είναι τεράστιο. Υπήρξε απαράμιλλος ερμηνευτής των Γραφών, πραγματική αυθεντία για τους κατοπινούς θεολόγους. Έγραψε πλήθος επιστολών.

Μας διασώθηκαν επίσης πληθώρα ομιλιών του, τις οποίες κατέγραφαν σύγχρονοι ταχυγράφοι, και τις οποίες διακρίνει η ρητορική δεινότητα του μεγάλου άνδρα, η σαφήνεια και η απλότητα.

Για τούτο και η Εκκλησία μας του προσέδωσε τον τίτλο Χρυσόστομος, διότι υπήρξε πραγματικά ο μεγαλύτερος ρήτορας, το γλυκόλαλο αηδόνι της Εκκλησίας, όπως παρατηρεί σύγχρονος στοχαστής.

Τέλος συνέθεσε και την Θεία Λειτουργία, η οποία επικράτησε να τελείται στις Εκκλησίες μας ως σήμερα.

Ο Ιερός Χρυσόστομος είναι (πρέπει να είναι) το διαχρονικό σύμβολο του ασυμβίβαστου ανθρώπου με το κακό, όπου αυτό βρίσκεται, είτε στην Εκκλησία, είτε στην κοσμική εξουσία, είτε στην κοινωνία.

Είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος, με την προσωπική του κάθαρση, κατανόησε ότι έχουμε χρέος ως Χριστιανοί να πολεμάμε το κακό, με όποιο προσωπικό κόστος.

Ο μεγάλος αυτός άνδρας θα πρέπει να αποτελεί το πρότυπο του συνεπούς αγωνιστή και για μας σήμερα, κληρικούς και λαϊκούς, να αγωνιζόμαστε, στα μέτρα των δυνατοτήτων μας, για την εκβολή του κακού από τον κόσμο του Θεού, αδιαφορώντας, όπως εκείνος, για
τις όποιες συνέπειες.

Η Μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 27 Ιανουαρίου. Τιμάται επίσης και στις 30 Ιανουαρίου, μαζί με τους άλλους δύο

Ιεράρχες, οι οποίοι, ομού, τιμώνται ως προστάτες της παιδείας, της επιστήμης και του πολιτισμού.

Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου

πηγή

 romfea

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Παράδειγμα μετανοίας…Οσία Μαρία η Αιγυπτία!

 

 

Εγεννήθηκε στην Αίγυπτο το 345μ.Χ., πολύ δε νωρίς άνθησε και ακτινοβόλησε θαυμασία η φυσική της ωραιότης. Αλλ’ η ανατροφή της δεν υπήρξε ικανή να διορθώση και να χαλιναγωγήση την εκτάκτως θερμήν και φλογεράν κράσιν της.

Μάταια οι γονείς της την συμβούλευσαν, και ανωφελώς οι ιερείς την ενουθέτησαν. Άκουεν αλλά για να παρακούη.

    Κατά τους βιογράφους της, από δωδεκαετούς ηλικίας, την είχε κατακυριευμένην η μανία της ηδονής. Αδιάφορη προς τους καλλωπισμούς, μη δίνωντας καμμίαν προσοχήν εις τα χρήματα και τις παρόμοιες επιδείξεις, στις οποίες αρέσκονται οι πολυθέλγητροι και περιζήτητοι από τον διεφθαρμένο πλουσιόκοσμο συνεργάτες, αυτή ήθελε μόνον να ευχαριστή τα καίοντα σαρκικά πάθη της. Γι’ αυτό αντί να την κυνηγούν, κυνηγούσε.

    Επί 17 ολόκληρα έτη διέρρευσε μ’ αυτό τον τρόπο η ζωή της, χωρίς φόβον Θεού, χωρίς ντροπήν ανθρώπων. Αλλ’ η θεία πρόνοια και στοργή δεν απεσύρθη απ’;αυτήν.

    Παρ’ όλον το μέγεθος της ενοχής της υπήρχε κάποια γι’; αυτήν ελαφρυντικότητα  αυτή ακριβώς η υπερβολή της σαρκικής μανίας της, η οποία φαίνόταν ότι την παρέσυρεν ασυνειδήτως και την έσπρωχνεν ακατασχέτως προς την αμαρτίαν. Εις τρόπον ώστε απέβαινε μάλλον όχι εργάτις της αναισχυντίας της τόσης, αλλά θύμα αυτής και έρμαιον του βδελυρού εκείνου και εξευτελιστικού πάθους, το οποίον την κατετυράννει ως μυστηριώδης και ακαταμάχητος νόσος του φυσικού και ηθικού οργανισμού της.

    Ποίος ήθελε την απαλλάξει ;

Περί το έτος 375, τριακοντούτις πλέον περίπου, αλλά με ακμαίαν ακόμη την καλλονήν και ακεραίους τους αμαρτωλούς της οίστρους, απεφάσισε να μεταβή εις Ιεροσόλυμα κατά Σεπτέμβριον μήνα, ότε εορτάζεται η ύψωσις του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού.

    Τι έκαμε την Αιγυπτίαν να παρακολουθήση τους δι’εκεί προσκυνητάς ;

Κατά τινα των βιογράφων της, περιπατούσα προς την θάλασσαν, όπου ειλκύοντο οι ζητούντες αναψυχήν κατά την θερμήν εκείνην-εν Αιγύπτω μάλιστα- εποχήν, είδε πολύν όχλον Λιβύων και Αιγυπτίων, οι οποίοι εσπευδαν προς την παραλίαν. Ηρώτησε λοιπόν εκ περιεργείας και της είπαν ότι τα σμήνη εκείνα ητοιμάζοντο δια τα Ιεροσόλυμα, όπου μετ’; ολίγας ημέρας θα εωρτάζετο η ύψωσις του τιμίου Σταυρού. Η πληροφορία αυτή ήρκεσε να διεγείρη εις την ψυχήν της Μαρίας τον πόθον του να συνακολουθήση.

    Ωφείλετο τούτο εις φωνήν ευσεβείας, η οποία ανεδόθη από τα σύσκια βάθη της ψυχής της εν στιγμή σαρκικού κόρου και εκκρούσεως πνευματικού τινος σπινυήρος  Ή προήρχετο από την πλάνητα ακαταστασίαν της διεφθαρμένης γυναικός, η οποία επόθησεν απλώς να ίδη νέους τόπους και να συνάψη νέας γνωριμίας ;

Οι βιογράφοι της αποκλίνουν μάλλον προς την δευτέραν γνώμην. Αλλ’; εγώ νομίζω ότι εις την καρδίαν της εταίρας εκείνης είχεν ήδη αρχίσει μυστηριωδώς η σωτήριος μεταβολή. Διότι μάταια οι φιλόσαρκοι ζητούν να σβύσουν τους φλογερούς της ψυχής πόθους εις την απόλαυσιν ισχυρών, αλλά ματαίων και ευτελών ηδονών. Και τότε, εάν η ψυχή δεν εσάπισε αρχίζει να ακούη και τας εξ ουρανού φωνάς, που πρίν έσβυναν μέσα εις τας αενάους και θορυβώδεις ανακινήσεις του σαρκικού βορβόρου.

    Η Μαρία η Αιγυπτία εισήρχετο ήδη εις τοιαύτην περίοδον. Ήτο το παγιδευμένον πτηνόν, το οποίον ήρχιζε ν’;ανακινή προς την απαλλαγήν τας πτέρυγάς του, η ψυχή η όζουσα, εντός της οποίας ανέτελλεν ο πόθος νέας ζωής, καθαράς και ευώδους. Εντός των οδών και των καταγωγίων της Αλεξανδρείας είχε λησμονήσει και Ιεροσόλυμα και Σταυρόν και τον Λυτρωτήν, τον χύσαντα το αίμα του υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων. Τι είχεν όμως κερδήσει; Η υπερβολή της αμαρτίας της την είχε περιβάλει και με υπερβολήν αίσχους.

Τον εξευτελισμόν αυτόν τον αντελαμβάνετο ήδη. Η ηθική όρασις, με την οποίαν ο Δημιουργός οπλίζει τας ψυχάς, δεν είχεν υποστή τελείαν την καταστροφήν εντός της. Βαρύς καταρράκτης, πρωίμως παγιωθείς, την έκαμε τυφλήν. Αλλά τώρα η νόσος ήρχισε να διαλύεται, και η Αιγυπτία αθυμούσε, βλέπουσα, έστω και παροδικώς και αμυδρώς προς το παρόν, τη αθλίαν ποιότητά της.

Αυτή ήτο η ψυχολογική της κατάστασις, όταν, παρά την θάλασσαν της Αλεξανδρείας, είδε τους δια τα Ιεροσόλυμα προσκυνητάς και ήκουσεν ότι όλοι εκείνοι οι συρρέοντες δι’ απόπλουν άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, εκινούντο από τον πόθον του να παρασταθούν εις την πανήγυριν της υψώσεως του τιμίου Σταυρού. Η Αιγυπτία, εις το άκουσμα τούτο, ανεμνήσθη. Ανεμνήσθη την πολύ μικράν ηλικίαν της, όταν εζούσε πλησίον των γονέων της εις την κωμόπολίν των την ήσυχον, την οποίαν προ τόσου καιρού είχεν αυτή εγκαταλείψει. Τότε, παιδίσκη ακόμη αδίαφθορος, επήγαινεν εις την εκκλησίαν και είχεν ακούσει περί της ευρέσεως του τιμίου Σταυρού, χάριν του οποίου μία ένδοξος μητέρα του κραταιοτέρου αυτοκράτορος, έκαμε το ταξείδιον εις Ιεροσόλυμα, εθεώρησε δε την ανακάλυψίν του ως το ευτυχέστερον της ζωής της γεγονός. Η ανάμνησις εκείνη, ασθενώς εις την ψυχήν της επανακάμψασα, επέμενεν ουχ ήττον. Και η ευσπλαγχνία του Θεού παρενέβη αμέσως. Η Αιγυπτία, υπό μυστικήν ώθησιν, απεφάσισε την εις Ιεροσόλυμα μετάβασιν, χωρίς και αυτή να γνωρίζη ποίαν επιρροήν έμελλε να εξασκήση τούτο δια παντός εις την ζωήν της την έπειτα.

    Εισελθούσα εις εν από τα πλοία, τα έτοιμα δια το ιερόν εκείνο ταξίδιον, άφηνε μετ’; ολίγον την πόλιν της Αλεξανδρείας, μάρτυρα του ελεεινού της βίου, της εσχάτης καταπτώσεως και καταισχύνης της. Και ευτυχώς δεν έμελλε να την επανιδή πλέον ποτέ.

    Φθάσασα εις Ιεροσόλυμα, δεν είχε αποθέσει ακόμη τον παλαιόν άνθρωπον, τα ένστικτα της σαρκικότητος διετήρουν ακόμη το κράτος των επί της ψυχής και των πράξεών της. Η πάλη όμως είχεν εισδύσει εντός της. Εάν η αμαρτία την παρέσυρεν, αλλά δεν την έτερπε πλέον και δεν την ηυχαρίστει ως πριν. Ωλίσθαινε, παρεσύρετο, κατέπιπτεν, αλλά και υπέφερεν. Εν αυτή ετελείτο ο ηθικοσαρκικός εκείνος αγών, ο οποίος διαδραματίζεται εντός του ταλαιπώρου ανθρώπου, του μη γνωρίσαντος ακόμη τον Λυτρωτήν Ιησούν, και το οποίον τόσον δυνατά εχρωμάτισεν ο απόστολος Παύλος. Η Αιγυπτία έκαμνε το κακόν, και όμως ετύπτετο απ’ αυτό. Ενώ δε πάλιν την ετυράνει, η δύναμις της παλαιάς συνηθείας και της μακράς εξοικειώσεως την έρριπτεν εις τα ολεθρίας και μιαράς αγκάλας του.

    Εν τοιαύτη καταστάσει της αξιοθρηνήτου γυναικός ανέτειλεν η ημέρα της 13ης Σεπτεμβρίου. Από βαθέως όρθρου των προσκυνητών τα πλήθη συνέρρεον εις την εκκλησίαν. Μαρία η Αιγυπτία, ασυνείθιστος εις εκκλησιαστικάς συνάξεις, έφθασεν αργότερα και ηναγκάσθη δια τούτο να μείνη εις τα προαύλια του ναού. Ότε όμως ήλθεν η ώρα της υψώσεως, οι έξω ιστάμενοι με σφοδράς και ακατασχέτους ωθήσεις εισώρμων εις τα εντός. Αλλά, πράγμα παράδοξον! Η Αιγυπτία αμαρτωλή έως μεν την θύραν εφέρετο μαζί με τους άλλους, πέραν όμως αυτής εστάθη αδύνατον να προχωρήση. Παρ’; όλην την ορμήν των κατόπιν ερχομένων, παρ’; όλας τας ιδικάς της προσπαθείας, έμενεν εκεί κρατουμένη από μυστηριώδη δύναμιν, η οποία δεν την άφηνε να εισέλθη. Ως να ήτο στήλη άσειστος και αμετακίνητος, τα κύματα του πλήθους ηδυνάτουν να την ωθήσουν προς τα πρόσω, αυτή δε η ιδία, μετά επανειλημμένας ματαίας αποπείρας, είδεν ότι μυστική αλλά εμφανής εκ της ενεργείας της χειρ, ανωτέρα των ανθρωπίνων δυνάμεων, την συνεκράτει και την παρημπόδιζεν από την είσοδον.

    Δια να βεβαιωθή καλώς έκαμε και στροφήν εις τα οπίσω. Η ελευθερία των κινήσεων της ήτο πλήρης. Από τον ναόν ηδύνατο να εξέλθη και μόνον το να εισέλθη της ήτο απηγορευμένον.

    Έμεινε λοιπόν εις την θύραν, και από την θέσιν εκείνην είδε μετ’; ολίγων να υψώνεται το τίμιον ξύλον, επί του οποίου είχε τελεσθή το μαρτύριον και η θυσία του Ιησού. Εις την θέσιν του η ψυχή της εσείσθη. Όλη των ιερωμένων και του λαού η συγκίνησης ως να διεχύθη και κατεπότισε και κατεπλημμύρισε την δυστυχή καρδίαν της, την ασυνείθιστον εις τοιαύτα άγια ρεύματα. Και ενώ εξηκολούθει να βλέπει τον ανυψωμένον σταυρόν, κάτωθι του οποίου επί του Γολγοθά εμπεπηγμένου είχον ακουσθή οι σπαρακτικοί στόνοι της Παρθένου, καυστική αλλά και σωτηρία κατάνυξις κατεκέντα την Αιγυπτίαν αμαρτωλήν και μεταστροφή ηθική ετελείτο εις τα εσώτατα της ψυχής της. 

     Εις τοιαύτην ηθικήν μεταβολήν άφησε την θύραν και απεσύρθη εις μίαν γωνίαν της αυτλής του ναού. Εκεί χείμαρρος δακρύων εξέρρευσεν ελευθέρως από τους οφθαλμούς της, κλαυθμοί αντήχησαν και στεναγμοί διάπυροι από τα βάθη της καρδίας της ανεδόθησαν. Και αποταθείσα προς την Παναγίαν Θεοτόκον, της οποίας η εικών ήτο τοποθετημένη υπεράνω του τόπου, εις τον οποίον ίστατο : «Παρθένε Δέσποινα, είπε, Συ η οποία εγγένησες τον ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον, ειξεύρω ότι δεν είναι ευπρεπές ουδέ δίκαιον, ώστε εγώ, η τόσον ρυπαρά, η τόσον πανάσωτος, να ατενίζω την εικόνα Σου της αειπαρθένου, Σου της αγνής, Σου της με σώμα και ψυχήν καθαράν και αμόλυντον. Καλώς ειξεύρω ότι δίκαιον είναι η ακάθαρτος εγώ να είμαι μισητή και βδελυκτή ενώπιον της ιδικής Σου καθαρότητος. Πλην, επειδή, καθώς ήκουσα, δια τούτο έχει γίνει άνθρωπος ο Θεός, τον οποίον ε΄γεννησες, δια να καλέση τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, βοήθησόν εμέ την ταλαίπωρον, η οποία, μόνη και έρημος εις τον κόσμον τούτον από κάθε αληθινήν συμπάθειαν, δεν έχω κανένα να με συντρέξη. Κάμε ώστε να συγχωρηθή και εις εμέ η εις την εκκλησίαν είσοδος. Μη με στερήσης εις το να προσκυνήσω μετά των άλλων χριστιανών το τίμιον αυτό ξύλον, επί του οποίου κατά σάρκα καθηλώθεις ο Θεός, τον οποίον εγέννησες, το ίδιον του αίμα έδωκεν υπέρ εμού εις λύτρωσιν από των αμαρτιών μου. Κάμε, ω Δέσποινα, ώστε να ανοιγή και εις εμέ η θύρα της θείας του Σταυρού προσκυνήσεως, και εις τον εκ Σου γεννηθέντα δίδω Σε εγγυητήν αξιόχρεων, ότιδεν θα ατιμάσω πλέον το σώμα μου τούτο δι’; οιανδήποτε αισχρότητος αλλ’; εάν αξιωθώ να προσκυνήσω τον Σταυρόν του Υιού Σου, αποτάσσομαι ευθύς από τον κόσμον και από όλα τα εν τω κόσμω, και αμέσως είμαι έτοιμος να υπάγω όπου Συ ως εγγυήτρια της σωτηρίας μου θα μου υποδείξης και με καθοδηγήσης».

    Τους λόγους τούτους η Μαρία η Αιγυπτία είχεν είπη με τόσην θερμότητα πίστεως, ώστε μυστική και οιονεί επίσημος τις πληροφορία εξήγγειλεν εις αυτήν, ότι η εγκάρδιος της δέησης εισηκούσθη και ότι η θύρα του ναού δεν είχε πλεόν δι’ αυτήν δεσμούς και εμπόδια. Και πράγματι. Σπεύσασα ανεμίχθη και πάλιν με τα πλήθη των συνωθουμένων δια να εισέλθουν και την φοράν αυτήν ο πόθος της εξεπληρώθη. Εισήλθεν εις τον ναόν! κλονουμένη όμως από την σφοδράν συγκίνησιν και φρίσσουσα εν τη συναισθήσει της ενοχής της και του ανεξαντλήτου πελάγους της ευσπλαγχνίας. Αφού δε επροσκύνησε τον Τίμιον Σταυρόν με κατάνυξιν ανέκφραστον, εξήλθεν από τον ναόν και μεταβάσα προς την εικόνα της Θεομ΄τορος, αυτήν εκείνην, ενώπιον της οποίας προ ολίγου απηύθεινε την εισακουσθείσαν δέησιν, εγονάτισε και είπε : «Συ μεν, ω φιλάγαθε Δέσποινα, ευηρεστήθης να επιδείξης και δι’; εμέ όλην σου την φιλανθρωπίαν. Συ δεν εβδελύχθης εμού της αναξίας την δέησιν, χάρις εις την μεσιτείαν Σου είδα δόξαν, από την οποίαν δίκαια αποκλειόμεθα οι της ασώτου ζωής. Δόξα εις τον Θεόν, όστις,με τας ιδικάς σου φιλοστόργους πρεσβείας, δέχεται των αμαρτωλών την ματάνοιαν. Διότι εγώ, η υποδουλωθείσα εις την αμαρτίαν, τι ηδυνάμην να διανοηθώ μόνη και να είπω υπέρ της σωτηρίας μου ; Καιρός λοιπόν είναι, Δέσποινα, να εκτελέσω ό,τι υπέρ εμού ηγγυήθης. Τώρα όπου εγκρίνεις οδήγησέ με? το θέλημά σου είναι δι’; εμέ προσταγή? τώρα ικετεύω να μου γίνης της σωτηρίας διδάσκαλος, χειραγωγούσα με προς την οδόν, που φέρει εις την μετάνοιαν».

    Η Μαρία η Αιγυπτία απήυθυνε την δέησιν αυτήν με όλην την θερμότητα ψυχής συντετριμμένης και ταπεινωμένης, αμέσως δε της εδόθη η απόδειξις, ότι η επίκλησις της δεν αντήχησε μάταια. Ακόμη δεν είχε τελειώσει την φλογεράν και συγκινητικήν ικεσίαν της, και ήκουσε φωνήν, ο οποία, αν και εφαίνετο ότι ήρχετο από μακράν, ήτο όμως πολύ καθαρά και απέπνεε μητρικωτάτην συμπάθειαν. Τι δε έλεγεν η φωνή αύτη : «Εάν τον Ιορδάνην περάσης, καλήν θα εύρης ανάπαυσιν».

    Εις την μυστηριώδη, αλλά και σαφή αυτήν παράκλησιν η Αιγυπτία κατελήφθη από αγίαν φρικίασιν. Ούτω λοιπόν ! Αυτή η απόβλητος του βορβόρου η γυνή, η κατασπιλώσασα και μολύνασα ολόκληρον τον εαυτό της, δεν απεδιώκετο και δεν απεβάλλετο, αλλ’; εύρισκε σπλάγχνα συμπαθητικά και πρόθυμα. 

Πλήρης τότε συκγινήσεως και δακρύων έκραξε : «Δέσποινα, Δέσποινα, μη εγκαταλίπης με». Συγχρόνως δε εξήλθεν από την αυλή του ναού και εβάδιζε ταχέως.

    Κατά την οδηγίαν της φωνής, την οποία ήκουσεν, απεφάσισε να διευθυνθή πέραν του Ιορδάνου. Ηγνόει όμως εντελώς την οδόν. Τί λοιπόν να πράξη ; Αρτοποιός, από τον οποίον ηγόρασε τρεις άρτους, της έδειξε την πύλην της πόλεως. Από αποστάσεως εις απόστασιν ερωτώσα, έφθασε τέλος περί την δύσιν του ηλίου εις τον ναόν Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος έκειτο πλησίον του Ιορδάνου. Εισήλθε. Και εις το ημίφως της ώρας εκείνης, μόνη εντός της εκκλησίας εν μέσω τόσων ιερών αντικειμένων, τα οποία διήγειρον και διεθέρμαινον την ευσέβειαν, κατεκυριεύθη από κατάνυξιν. Γονατίσασα, προσηυχήθη θερμά, και διάβροχος εκ των φλογερών δακρύων, εξέχυσε προς τον Θεόν την ψυχήν της όλην, εθρήνησε δια τον πριν αμαρτωλόν βίον της και εδεήθη όπως η θεία χάρις, λούουσα αυτήν από του ρύπου της, την κρατήση του λοιπού επί του δρόμου της μετανοίας και της αρετής. Όταν εξήλθε, ευρέθη προς την όχθη του Ιορδάνου. Τα ύδατα εκείνα τα οποία περιέλουσάν ποτε το σώμα του Λυτρωτού, διεφαίνοντο εις τον ρουν των μετέχοντα μυστηριώδους τινός φύσεως. Κύψασα κατέβρεξε το πρόσωπον και τας χείρας της, και ησθάνθη ότι άρρητος δρόσος εισήλθε και κατεπότισε την ψυχήν της.

     Εζήτησε ακολούθως πνευματικόν περίφημον δια την σύνεσιν, την πείραν και την χριστιανικήν του αγαθότητα. Ο σεβάσμιος εκείνος γέρων, εις την ειλικρινή της Αιγυπτίας εξομολόγησιν, είδεν όλην την συντριβήν της καρδίας της και της μετανοίας της την θέρμην, διέκρινε δε ότι η προς το Θεόν γνώμη της ήτο πλέον οριστική και αμετάτρεπτος. Και ως γνήσιος λειτουργός Εκείνου, όστις έδωκεν εις εν θέρμόν δάκρυ την θαυμασίαν δύναμιν να εξαλείφη τας μάλλον υπερμεγέθεις και χρονίους κηλίδας αμαρτιών, αφούτην παρηγόρησε και την ενίσχυσεν εις την νέαν οδόν της, της επέτρεψε να κοινωνήση των Αχράντων μυστηρίων.

    Την νύκτα εκείνην διήλθεν η μετανοούσα γυνή εν υπαίθρω, προσευχομένη υπό τα άστρα και καθιστώσα θερμοτέραν πάντοτε την φωνήν των δεήσεων της. Το πρωί εκοινώνησε μετά φόβου και τρόμου και ησθάνθη εν τη ψυχή της την φαιδράν αυγήν νέας ζωής ελευθέρας από τας ακάνθας και τα δεσμά του κόσμου. Η δε φωνή, ότι ώφειλενα διέλθη τον Ιορδάνην, την έφερε και πάλιν παρά την όχθην του ποταμού.

    Εκεί μια λέμβος εσάλευεν επί των υδάτων ο λεμβούχος, αγαθός άνθρωπος, την μετέφερεν αντικρύ. Εκείνη δε επροχώρησε τότε προς τα βαθύτατα της ερήμου του Ιορδάνου, όπου απεφάσισε να διανύση το υπόλοιπον της ζωής της. Κατά την αυτόθι διατριβήν της την συνήντησέ ποτε φάσμα πλέον του άλλοτε κάλλους και της νεότητος, ανήρ ευσεβέστατος, ο αββάς Ζωσιμάς, όστις και διηγήθη έπειτα την συγκινητικήν ιστορίαν της.

Η ερημική διαμονή Μαρίας της Αιγυπτίας δεν διέρρευσεν άνευ πνευματικών ενοχλήσεων και θυελλωδών πειρασμών. Η θέλησις και ο πόυος της ήσαν εξ ολοκλήρου προς την ευσέβειαν, αλλάτο παρελθόν με τας μακράς και βαρείας συνηθείας του δεν άφινε τόσον έυκολα ενταλώς την θέσιν του. Πολλάκις, εν μέσω της προσευχής της και της αγίας ανυψώσεως της ψυχής της, ο δαίμων της απωλείας την περιέβαλλε πανταχόθεν μα τας σαγήνας του και εζήτει να την παρασύρη εις το καταστρεπτικόν βάραθρόν του. Αι πολυτελείς τράπεζαι, εις τας οποίας παρεκάθητο άλλοτε, οι γλυκείς οίνοι, τους οποίους κατά κόρον ερρόφα, άσματα και χοροί και λοιπαί παρόμοιοι σκηναί της κοσμικής μέθης και εξάψεως, αναπαρίσταντο εις την φαντασίαν της και διέφλεγαν τη καρδίαν της με λυσσώδη προσπάθειαν να επανακτήσουν το επ’; αυτής κράτος των. Η σφοδρότης της εφόδου εγίνετο ενίοτε ανωτέρα των δυνάμεων της ταλαιπώρου αμαρτωλής. Και τότε την καταλάμβανε φόβος ως τον άνθρωπον, ο οποίος, μόλις κατορθώσας να ανασυρθή από απύθμενον βάραθρον γεμάτον σκορπίους και φίδια, απειλείτε να επαναπέση και πάλιν εις αυτό. Και τότε ανεκραύγαζε και εδάκρυζε και καθικεύτευε και το στήθος της έτυπτε και τον Λυτρωτήν επεκαλείτο και προς την παναγίαν Μητέρα του εδέετο, όπως την βοηθήση να μείνει πιστή εις την υπόσχεσιν του να σταθή έξω της πνοής της αμαρτίας. Και πίπτουσα προς το έδαφος, έμενεν εκεί επαναλαμβάνουσα τας ικεσίας και τας δεήσεις της, η θύελλα παρήρχετο και διέλαμπε το γλυκύ φως της ψυχικής γαλήνης και ασφαλείας.

    Η πάλη αυτή διήρκεσε δέκα επτά ολόκληρα έτη. Τόσα δηλαδή όσα υπήρξαν και τα έτη του αμαρτωλού της βίου. Τοιουτοτρόπως η δοκιμασία της έλαβε τέλος. Η αθλήτρια απεδείχθη αξία στεφάνου. Η άλλοτε ασθενής και χρησιμεύουσα εις καταπάτημα του Πονηρού, υπό την βοήθειαν τώρα και την χειραγψγίαν του Πνεύματος του αγίου, ησκήθη και ενισχύθη και τον κατεπάλαισε και κατέστη απρόσιτος εις τας επιθέσεις του, συντρίψασα δια του Ιησού Χριστού την επ’; αυτής άλλοτε πανίσχυρον δύναμίν του.

    Έκτοτε λογισμοί της πόθοι της, θελήματά της, όλαι τέλος πάντων αι δυνάμεις της, νοητικαί, ηθικαί, σωματικαί, κεκαθαρμέναι πλέον και ηγιασμέναι, εδόθησαν αποκλειστικώς εις την νέαν κατά Χριστόν ζωήν. Έγεινεν όλη φως και αγιασμός και πτήσις ουράνιος και διηνεκής και ολόψυχος προσήλωσις προς την ζωήν του Ευαγγελίου, προς τας εντολάς του και τας επαγγελίας του.

    Υπέρ τα τριάκοντα ακόμη έτη διήλθεν η Αιγυπτίαν, εις την έρημον με την νέαν αυτήν της ζωής φάσιν, εντελώς αποχωρισθείσα από το θλιβερόν της νεότητος παρελθόν, κατασκευάσασα εντός της την νέαν πνευματικήν και ηθικήν κτίσιν, την οποίαν ο Χριστός δίδει, εις όσους τον πιστεύσουν και τον καταστήσουν βασιλέα της καρδίας και του βίου των.

    Όταν ο αββάς Ζωσιμάς συνήντησε Μαρίαν την Αιγυπτίαν, είχε αύτη τεσσαράκοντα επτά ετών διαμονήν εις την έρημον. Έκπληκτος ο γέρων εκείνος ήκουσε την διήγησίν της και εδόξασε τον Θεόν, όστις γνωρίζει να κατορθώνη τα τοιαύτα θαυμάσια. Ότε δε ο Ζωσιμάς έμελλα να απέλθη, η οσία γυνή της ερήμου τον παρεκάλεσε θερμώς να μη ειπή εις κανένα τίποτε, έως ότου ο Θεός την ελευθερώση από την γην. Τον καθικέτευε δε όπως κατά την μεγάλην εβδομάδα του επομένου έτους, και ωρισμένως κατά την αγίαν εσπέραν του Δείπνου του μυστικού, λάβη από το Μοναστήριον του το ζωοποιόν Σώμα και Αίμα του Χριστού και το φέρη προς αυτήν δια να κοινωνήση. Και ώρισεν ότι θέλει τον περιμένει προς τα κατοικούμενα μέρη του Ιορδάνου.

    Ο αββάς Ζωσιμάς επέστρεψεν εις το μοναστήριόν του, χωρίς να ειπή τίποτε παρί της Αιγυπτίας. Όταν δε αι ημέραι των νηστειών ήλθον και έφθασεν η εσπέρα του Δείπνου του μυστικού, θέσας εις εν μικρόν ποτήριον το άχραντον Σώμα και το τίμιον Αίμα του Σωτήρος Χριστού, προς την νύκτα πλέον, μετέβη παρά την όχθην του Ιορδάνου και προσηλώσας τους οφθαλμούς του προς το αντίπεραν μέρος, περιέμενε της Αιγυπτίας την εμφάνισιν. Ήτο δε πλήρης οδύνης και θλίψεως, διότι δεν υπήρχε πλοιάριον, όπως αυτός διέλθη προς το πέραν ή εκείνη δυνηθή να φθάση προς αυτόν. Αλλ’; η ταραχή του κατηυνάσθη, όταν η οσία εκείνη εφάνη εις το αντίκρυ μέρος του ποταμού. Το βλέμμα του αββά ιλαρύνθη, αλλά μόνον προς στιγμήν. Ματαίως περιέφερε τους οφθαλμούς του άνω και κάτω του ποταμού? τα ύδατα ήσαν έρημα. Κανέν πλοιάριον, καμμία λέμβος. Ο αββάς τότε εστέναξε και σηκώσας τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν επεκαλείτο τον Θεόν, όπως δώση διέξοδον εις την αμηχανίαν εκείνην.

     Εξαίφνης, υπό το λαμπρόν φως της πανσελήνου, είδε την Αιγυπτίαν οιονεί να σφραγίζη τον ποταμόν με το σημείον του τιμίου σταυρού και ευθύς κατόπιν να προχωρή η ιδία δια του ποταμού, βαδίζουσα ελευθέρως επί της επιφανείας των υδάτων.

    Ο αββάς έμεινεν έκπληκτος. Ότε δε η οσία ήλθε πλησίον του, ηθέλησε να κάμη μετάνοιαν εμπρός της. Αλλ’; εκείνη τον ημπόδισε. «Συ, του είπε, θα κάμης εις εμέ μετάνοιαν, εν ω ιερεύς είσαι και θεία μυστήρια βαστάζεις ; » Ο αββάς εκρατήθη, προσέφερε δε την θείαν κοινωνίαν εις Αιγυπτίαν. Και εκείνη τότε στενάξασα και δακρύσασα είπε : «Νυν απολύεις την δούλη σου Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου.»

Έπειτα λέγει προς τον Γέροντα : «Συγχώρησέν μου, αββά, να σου καθυποβάλω ακόμη ένα τελευταίον μου πόθον. Τώρα μεν πήγαινε εις το μοναστήριόν σου βοηθούμενος και φυλαττόμενος από την χάριν του Θεού. Το δε ερχόμενον έτος έλα πάλιν εις τον ερημικόνεκείνον χείμαρον, όπου με συνήντησες πέρυσι. Έλα, χωρίς άλλο εν ονόματι του Κυρίου μας, και θα με ιδής καθώς θέλει ο Κύριος.» Ακολούθως είπε πάλιν προς τον αββάν : «Να εύχεσαι υπέρ εμού και να μνημονεύης εμέ την ταλαίπωρον και αθλίαν.»

    Ο γέρων Ζωσιμάς δεν έβλεπε πότε να παρέλθη η προσδιορισθείσα του έτους προθεσμία. Ότε δε αύτη διέρρευσεν, επέρασε τον Ιορδάνην, εισήλθεν εις την έρημον και ανεζήτει την οσίαν ανά τον τόπο του χειμάρρου. Αλλά μολονότι επί πολύ ανεζήτησε, δεν είδε να φανή πουθενά καμμία μορφή. Τότε εστέναξε πικρώς και ανατείνας τους οφθαλμούς εδεήθη και έλεγε : «δείξον μοι, Δέσποτα, τον θησαυρόν, δείξον μοι, δέομαι, τον εν σώματι άγγελον, του οποίου ο κόσμος δεν είναι επάξιος.» Επροχώρησε κατόπιν, ζητών τώρα να ανεύρη κατά γης την οσίαν, ίσως ανεπαύετό που, αλλά θέαμα λυπηρόν προσέβαλε τους οφθαλμούς του. Προς το ανατολικόν μέρος του χειμάρρου σώμά τι εφάνη κατακείμενον. Ο Ζωσιμάς έσπευσε με παλμούς ανησύχους. Φευ ! ήτο η Αιγυπτία, αλλά νεκρά πλέον.

    Ο Ζωσιμάς εδάκρυσε και εδόθη εις κλαυθμούς. Ησπάσθη το μακάριον λείψανον, προσηυχήθη γονατίσας παρ’αυτό, εδεήθη υπέρ της ψυχής της μεταστάσης, καθικέτευσεν ώστε εκείνη να μεσιτεύση υπέρ αυτού του ευρισκομένου ακόμη επί του πολυμόχθου σταδίου της γης. Και κατόπιν έθεψεν της Αιγυπτίας το σώμα μη φέρον κανέν άλλο εντάφιον, παρά μόνο το παμπάλαιον φόρεμά της με ένα σταυρόν επί του στήθους. Ήτο δε τότε το έτος 421 μετά Χριστόν.

    Τοιούτος υπήρξεν ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Γυνή της αμαρτίας και του βορβόρου, απελούσθη δια των δακρύων της μετανοίας και ηγιάσθη δια της πίστεως και του αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτός από την υπερβολήν της ατιμίας την έφερεν εις υπερβολήν δόξης και τιμής. Και η οσία Μαρία μένει δια των αιώνων περιφανές και αθάνατον παράδειγμα της δυνάμεως της μετανοίας, και του ότι η γυνή, πτώμα ηθικόν μακράν του Χριστού, δι αυτού καθαίρεται και λαμπρύνεται και καθίστατο η πρών άσωτος αγνοτέρα από την χιόνα των ορέν και παρθενικωτέρα από τα κρίνα των αγρών.

Η Οσία εορτάζεται από την εκκλησία μας την 1η Απριλίου.

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία;



«Αν έχεις αμαρτίες, να μην απελπιστείς, αυτά δεν παύω να σας τα λέω συνεχώς, και αν κάθε μέρα αμαρτάνεις, να μετανοείς καθημερινά. Γιατί η μετάνοια είναι το φάρμακο κατά των αμαρτημάτων είναι η προς τον Θεόν παρρησία, είναι όπλο κατά του διαβόλου, είναι η μάχαιρα πού του κόβει το κεφάλι, είναι η ελπίδα της σωτηρίας, είναι η αναίρεση της απογνώσεως. 
Η μετάνοια μάς ανοίγει τον ουρανό και μάς εισάγει στον Παράδεισο. Γι' αυτό (σου λέω), είσαι αμαρτωλός; μην απελπίζεσαι. Ίσως βέβαια αναλογιστείς. 
-Μα τόσα έχω ακούσει στην Εκκλησία και δεν τα ετήρησα. Πώς να εισέλθω και πάλι και πώς και πάλι να ακούσω; 
-Μα γι' αυτό ακριβώς πρέπει να εισέλθεις επειδή, όσα άκουσες δεν τα ετήρησες. Να τα ξανακούσεις, λοιπόν, και να τα τηρήσεις. Εάν ο ιατρός σου βάλει φάρμακο στην πληγή σου και παρά ταύτα δεν καθαρίσει, την επομένη ημέρα δεν θα σου ξαναβάλει πάλι; Μη ντρέπεσαι, λοιπόν, να ξαναέλθεις στην Εκκλησία. Να ντρέπεσαι όταν πράττεις την αμαρτία. Η αμαρτία είναι το τραύμα και η μετάνοια το φάρμακο. 
Αν, λοιπόν, έχεις παλιώσει σήμερα από την αμαρτία, να ανακαινίσεις τον εαυτό σου με τη μετάνοια. Και είναι δυνατό, μπορεί να πει κανείς να σωθώ, αφού μετανοήσω; Και βέβαια είναι. -Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; 
-Και βέβαια. Από που γίνεται αυτό φανερό; Από τη φιλανθρωπία του Κυρίου σου... Γιατί η φιλανθρωπία του Θεού δεν έχει μέτρο. Και ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με λόγια η πατρική Του αγαθότητα. Σκέψου μια σπίθα πού έπεσε μέσα στη θάλασσα, μήπως μπορεί να σταθεί εκεί ή να φανεί; Όση σχέση έχει, λοιπόν, μια σπίθα με το πέλαγος, τόση σχέση έχει η αμαρτία σου σε σύγκριση με τη φιλανθρωπία του Θεού. Και καλύτερα, θα έλεγα, όχι τόση, άλλα πιο πολλή. Γιατί το πέλαγος, ακόμη και αν είναι απέραντο, έχει όριο, μέτρο και σύνορα. Η φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απεριόριστη. Γι' αυτό σου επαναλαμβάνω. Είσαι αμαρτωλός; Μην απελπίζεσαι» (περικοπή από την 8η ομιλία για τη μετάνοια.
PG 49, 337-338).

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος 

Επιμέλεια και ερμηνεία κειμένου, 
Γεωργία Κουνάβη, Θεολόγος, επιμελήτρια της Ελληνικής Πατρολογίας


Τετάρτη 15 Ιουλίου 2015

Η μετάνοια της Ζαμφίρας της τσιγγάνας


Εδώ και επτά χρόνια είμαι ιερέας στο παρεκκλήσι των φυλακών Προύνκου στο Κίσιβο (σ.σ.Δημοκρατία της Μολδαβίας). Επειδή παράλληλα υπηρετώ και στην ενορία μου κάνω εκεί ακολουθίες τις Τετάρτες και τις Παρασκευές. Με βοηθούν κάποιοι κρατούμενοι ως εθελοντές.Ένα από τα καθήκοντά τους είναι να προετοιμάσουν τους κρατουμένους που θα συμμετάσχουν στην Ακολουθία της επομένης ημέρας δινοντάς τους να διαβάσουν είτε το Ωρολόγιο είτε κάποιο από τα βιβλία που έχουμε στην μικρή μας βιβλιοθήκη.

Θέλω όμως να σας διηγηθώ κάτι που συνέβη το φθινόπωρο του 2008.

Οι φυλακές Προύνκου.είναι οι μοναδικές φυλακές-νοσοκομείο στο οποίο βρίσκονται και άντρες και γυναίκες. Σε ένα κελί του χειρουργικού τμήματος βρισκόνταν και η Ζαμφίρα η τσιγγάνα. Όταν ένας από τους εθελοντές πήγε στο κελί για να ρωτήσει ποιός θα συμμετείχε στην ακολουθία της επομένης ημέρας η Ζαμφίρα του είπε: «Εγώ θα έρθω αλλά δεν έχω ανάγκη τα βιβλία σου». Η Ζαμφίρα ήταν περίπου 36 ετών, όμορφή και απ'όσα είχα καταλάβει ''ελαφρών ηθών''.Ήταν στην φυλακή από τα δεκαέξι της χρόνια επειδή είχε σκοτώσει το παιδί της αλλά και γιά άλλα σοβαρά παραπτώματα.

Την επομένη λοιπόν η Ζαμφίρα ήρθε στην ακολουθία στο παρεκκλήσι. Την ημέρα εκείνη διαβάσαμε τον Ικετήριο κανόνα προς τον Ιησού Χριστό,την Παράκληση της Παναγίας και τον κανόνα της Θείας Μεταλήψεως. Η Ζαμφίρα όμως στο πίσω μέρος του ναού απαντούσε σε κάθε προσευχή κοροιδευτικά και έκανε άσχημες χειρονομίες. Φυσικά ενοχλούσε και εμένα αλλά και τους άλλους κρατουμένους οι οποίοι ήταν περίπου 35, άνδρες και γυναίκες. Κανείς δεν τολμούσε να της κάνει παρατήρηση επειδή είχε ένα κάποιο ''κύρος''στον υπόκοσμο. Παρότι ήταν 36 ετών ήταν ψηλά στην ιεραρχία κάτι που όλοι οι κρατούμενοι σέβονταν απολύτως.Έδωσε ολόκληρη παράσταση και κάποιους τους διασκέδαζε με τα αστεία της. Την άφησα ήσυχη,μόνο την ρώτησα:

«Πώς σε λένε»; «Ζαμφίρα»μου απάντησε.Της είπα να ησυχάσει. «Καλά»μου απάντησε αυτή,συνέχισε όμως τα ίδια.

Μετά την ακολουθία τους εξομολόγησα όλους. Σε μια γυναίκα - η οποία ζούσε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα - είπα: «Δε μπορώ να σε κοινωνήσω τώρα. Θα κάνεις τον κανόνα που θα σου δώσω και θα έρθεις σε δύο εβδομάδες να κοινωνήσεις». Μόνο η Ζαμφίρα δεν εξομολογήθηκε.

Τότε την ρώτησα: «Εσυ θα εξομολογηθείς;

-Όχι δεν θα εξομολογηθώ, γιατί αν θα εξομολογηθώ θα σου πέσουν οι τρίχες από την μύτη.(σ.σ.αργκώ των φυλακισμένων).

-Τότε γιατί ήρθες στην εκκλησία αφού ούτε εξομολογείσαι, ούτε προσεύχεσαι, ούτε ακούς την ακολουθία.Ήρθες για βόλτα;

-Όχι ήρθα για να δω πόσο όμορφος είσαι.

Σε όλα απαντούσε πολύ απότομα. Τότε είπα : «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου»

Μετά από δύο εβδομάδες έστειλα έναν εθελοντή στην γυναικα στην οποία είχα βάλει κανόνα και η οποία έμενε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα, για να της θυμίσει ότι θα κοινωνήσει και να ετοιμαστεί. Πάει ο εθελοντής στο κελί και της λεει «Ο ιερέας είπε πως επειδή αύριο θα κοινωνήσετε να ετοιμαστείτε και να διαβάσετε την προσευχή προ της Θείας Μεταλήψεως» Της έδωσε ένα Ωρολόγιο και αμέσως πετάχτηκε η Ζαμφίρα,

-«Θέλω και εγώ να πάω αύριο στην εκκλησία.

-«Όχι δεν θα πας επειδή δεν κάθεσαι ήσυχη» της είπε ο εθελοντής.

-«Σε παρακαλώ, θέλω να πάω» επέμενε η Ζαμφίρα. «Δώσε μου ένα βιβλίο να διαβάσω».

Της έδωσε το Ψαλτήρι. Δεν ξέρω τι διάβασε και πόσο διάβασε αλλά την επόμενη ημέρα ήρθε και με βρήκε μια συγκρατούμενή της και μου είπε:

«Πάτερ η Ζαμφίρα δεν είναι καλά στο μυαλό της»

-«Δηλαδή,τι θέλεις να πεις»; ρώτησα εγώ.

-«Όλη νύχτα έκλαιγε. Διάβαζε και έκλαιγε. Δεν ξέρω τι διάβασε αλλά έκλαιγε πάρα πολύ.

Αφού τους εξομολόγησα όλους πήγα στην Ζαμφίρα.Ήταν γονατισμένη σε μια γωνία.Φαινόνταν κλαμμένη. Δεν έλεγε τίποτα.

-«Θέλεις να εξομολογηθείς;

-«Ναι πάτερ θα εξομολογηθώ, αλλά δεν θα εξομολογηθώ όπως όλοι οι άλλοι.

-«Πες μου πώς θέλεις».

-«Θέλω να εξομολογηθώ με δυνατή φωνή,μπροστά σε όλους.»

Και όπως στεκόμουν εγώ με το πρόσωπο προς την εικόνα του Χριστού, γύρισε προς τους άλλους κρατουμένους και άρχισε να εξομολογείται δημόσια!

Η εξομολόγηση κράτησε 45 λεπτά. Σε κάθε αμαρτία έκλαιγε, έκανε μια μετάνοια και έλεγε: «Παρακαλώ συγχωρέστε με». Αφού τελείωσε σκέφτηκα. ''Να την κοινωνήσω''; Σύμφωνα με τους κανόνες του Αγίου Βασιλείου έπρεπε να μην της επιτρέψω να κοινωνήσει για τριακόσια χρόνια με τόσο βαριές αμαρτίες που είχε κάνει.

Αυτό που κατάφερα να μάθω ήταν πως η γιαγιά της την είχε βαπτίσει όταν ήταν μικρή αλλά ποτέ δεν είχε κοινωνήσει. Συνεπώς θα ήταν η πρώτη φορά.

Δεν είχε φάει τίποτα εκείνο το πρωινό. Σκεφτόμουν τι θα έκανε ο Χριστός μετά από μια τέτοια εξομολόγηση προσευχόμενος ως εξής: «Κύριε εαν την κοινωνώ αναξίως παίρνω εγώ επάνω μου αυτήν την αμαρτία». Την κοινώνησα.Μετά την Θεία Κοινωνία έλαμπε από χαρά και έψελνε ''Αλληλούια''. Βρισκόνταν σε μια τέτοια κατάσταση χαράς που σπάνια συναντάς και σε χριστιανούς που ζουν ελευθεροί στον κόσμο.

Το βράδυ μου τηλεφώνησε ένας φύλακας: «Πάτερ,η Ζαμφίρα πέθανε»μου λέει»!

Στις 9 το βράδυ έφτασα στην φυλακή και ρώτησα μια φυλακισμένη που είχε κοινωνήσει μαζί της,τι συνέβη και μου είπε:

«Πάτερ, ήταν πολύ χαρούμενη που κοινώνησε. Από το πρωί προσευχόνταν στο Θεό, μου μιλούσε για το Θεό, για την μετάνοια, για την πίστη και την αγάπη και έκλαιγε για τις αμαρτίες της. Κατά της οκτώ το βράδυ μου λέει: «Δεν αισθάνομαι καλά,κάτι έχω».

Πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε,έβαλε τα πιο καλά της ρούχα και είπε: «Εγώ θα πεθάνω τώρα, δώστε μου ένα κερί» (σ.σ.Σε άλλες ορθόδοξες χώρες όταν κάποιος ξεψυχάει πάντα κρατούν δίπλα του ένα αναμμένο κερί). Της έφεραν το κερί, γύρισε το κεφάλι της προς τον τοίχο και πέθανε!

Την επομένη ημέρα οι γιατροί έκαναν συμβούλιο.Έπρεπε να χειρουργηθεί για κοίλη αλλά δεν έβρισκαν μια αιτία για τον ξαφνικό θάνατό της. Εγώ πιστεύω πως ο Θεός περιμένει τον καθένα να επιστρέψει κοντά Του και όταν αυτό γίνει και είναι καθαρός τότε ο Θεός κρίνει εαν θα τον πάρει δίπλα Του

Ιερέας Βιορέλ Κοζοκάρου-Κίσιβο

Απόδοση στα ελληνικά π. Γεώργιος Κονισπολιάτης 

Από το περιοδικό ''Familia Ortodoxa''τεύχος 39 Απρίλιος 2012

πηγή
namarizathema
agiosioannisprodromos

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Η απειλή και ο φόβος τους συντάραζαν, δεν εννοούσαν να αποβάλουν την καλή ελπίδα


Με παρηγοριτικά λόγια καλούσε ο βασιλιάς το λαό σε μετάνοια, ενώ οι Νινευίτες εκτελούσαν πρόθυμα αυτά που διατάσσονταν. γιατί λέει, «φόρεσαν σάκκους οι άνθρωποι και τα κτήνη και φώναζαν παρατεταμένα στο Θεό». Δεν ήταν τα λόγια τους συνηθισμένα και ο λογισμός τους μετέωρος. δεν μιλούσε η γλώσσα τους, ενώ η σκέψη τους ρέμβαζε. δεν προφερόταν η φωνή τους, ενώ ο νους τους περιφερόταν, αλλά και τα δύο παρακαλούσαν τον Θεό.
Όταν ήρθε η νύχτα και αύξησε τον φόβο, έδιωξε τον ύπνο τους και έκανε την υμνωδία πιο έντονη. Η ημέρα πάλι δείχνοντας τον ουρανό μελαγχολικό και καθώς χτυπιόταν με ακατάπαυστες αστραπές και βροντές, προκαλούσε σ' όλους μεγάλο τρόμο και τους παρακινούσε σε μεγάλη κραυγή.
Η γη που σειόταν προκαλούσε μεγάλη ταραχή στις ψυχές τους. Όλα τα νήπια από φόβο έτρεχαν στους κόλπους των μητέρων τους και κλαίοντας στις αγκαλιές τους δημιουργούσαν απερίγραπτο θρήνο και οδυρμό σ' όσους τα έβλεπαν. Αγέλες βοδιών και προβάτων και ζώα που είχαν στερηθεί από κάθε βοσκή και νερό, βγάζοντας διάφορες φωνές έκαναν ακόμα και τις σκληρές σαν διαμάντια ψυχές να κλαίνε. Ενώ λοιπόν από παντού η απειλή και ο φόβος τους συντάραζαν, δεν εννοούσαν να αποβάλουν την καλή ελπίδα.
Γιατί λέει, «ποιος ξέρει αν δεν μετανοήσει ο Θεός και απομακρύνει το θυμό και την οργή Του, και δεν καταστραφούμε»; (Ιωνά 3, 9).


Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Αμαρτία και μετάνοια! Τά έκ προθέσεως σφάλματα


Νά προσέξουμε πολύ τά έκ προθέσεως σφάλματα, γιατί αυτό πού θά εξετάση ό Θεός είναι ή πρόθεση μας. Τά σφάλματα πού κάνουμε από απροσεξία είναι ελαφρότερα. Μερικές αμαρτίες είναι αμαρτίες, αλλά έχουν καί ελαφρυντικά.
Ύστερα, όταν σφάλουμε χωρίς νά τό θέλουμε, ό Θεός οικονομάει έτσι τά πράγματα, ώστε νά χρησιμοποιηθή τό σφάλμα μας γιά καλό. Δηλαδή, όχι ότι έπρεπε νά σφάλουμε, γιά νά γίνη αυτό τό καλό, άλλα αφού σφάλαμε χωρίς νά τό Θέλουμε, ό Θεός αξιοποιεί τό σφάλμα μας και βγαίνει καλό. Όταν όμως κάνουμε ένα σφάλμα εν γνώσει μας και έπειτα μετανοιώσουμε, νά ευχηθούμε νά μη γίνη κακό άπό τις συνέπειες του σφάλματος μας.


- Γέροντα, εκείνος ό μοναχός πού αναφέρει ό Ευεργετινός ότι δέκα χρόνια έπεφτε σε κάποια αμαρτία κάθε μέρα, άλλα και κάθε μέρα μετανοούσε, πώς σώθηκε;


- Εκείνος ήταν κατά κάποιον τρόπο κυριευμένος, αιχμαλωτισμένος από την αμαρτία. Δεν είχε κακή διάθεση, άλλα δέν είχε βοηθηθή, σπρώχτηκε στό κακό, γι' αυτό δικαιούτο τήν θεία βοήθεια. Πάλευε, πονούσε, είχε μετάνοια ειλικρινή, και ό Θεός τελικά τόν έσωσε. Βλέπεις, ένας μπορεί νά έχη καλή διάθεση‡ αν όμως δέν βοηθηθή από μικρός και παρασυρθή στό κακό, είναι δύσκολο μετά νά σηκωθή.
Κάνει μιά προσπάθεια, πάλι πέφτει, πάλι σηκώνεται‡ παλεύει δηλαδή. Ό Θεός αυτόν τόν άνθρωπο δέν θά τόν αφήση, γιατί ό καημένος κάνει τήν μικρή του προσπάθεια, ζητάει καί τήν θεία βοήθεια και δέν αμαρτάνει έν ψυχρώ.
Κάποιος λ.χ. ξεκινάει νά πάη κάπου, χωρίς νά έχη σκοπό νά αμαρτήση, άλλα πηγαίνοντας του συμβαίνει ένας πειρασμός καί πέφτει σέ κάποια αμαρτία. Μετανοεί, κάνει μιά προσπάθεια, του στήνουν πάλι μιά παγίδα καί, ενώ δέν έχει διάθεση νά κάνη κάτι κακό, ό καημένος ξαναπέφτει καί πάλι μετανοεί. Αυτός έχει ελαφρυντικά, γιατί δέν θέλει νά κάνη τό κακό, άλλα παρασύρεται στό κακό καί ύστερα μετανοεί.

Όποιος όμως λέει: «γιά νά πετύχω εκείνο, πρέπει νά κάνω αυτήν τήν αδικία‡ γιά νά πετύχω τό άλλο, πρέπει νά κάνω εκείνη τήν πονηριά» κ.λπ., αυτός αμαρτάνει εσκεμμένως καί έν γνώσει του. Καταστρώνει δηλαδή τό αμαρτωλό του σχέδιο και βάζει πρόγραμμα μέ τον διάβολο τί αμαρτία θά κάνη. Αυτό είναι πολύ κακό, επειδή είναι προμελετημένο.


Δέν είναι ότι πέφτει σέ πειρασμό, άλλα ξεκινάει να κάνη κάτι μαζί μέ τον πειρασμό. Ένας τέτοιος άνθρωπος δέν πρόκειται ποτέ νά βοηθηθή, γιατί δέν δικαιούται την θεία βοήθεια, και τελικά πεθαίνει αμετανόητος. Άλλα και όσοι λένε ότι θά μετανοιώσουν, όταν γεράσουν, πώς είναι σίγουροι ότι θά προλάβουν νά μετανοιώσουν και δέν θά πάνε από αιφνίδιο θάνατο;
Έλεγε κάποιος εργολάβος: «όταν γεράσω, θά πάω στά Ιεροσόλυμα, θά βαπτισθώ στον Ιορδάνη ποταμό, οπότε θά εξαλειφθούν όλες οι αμαρτίες μου», και συνέχιζε νά ζή αμαρτωλά.
Τελικά, όταν πλέον δέν είχε άλλο κουράγιο, ίσα-ίσα πού μόλις περπατούσε, αποφάσισε νά πάη. Λέει σέ έναν μάστορα του: «Μάστορα, αποφάσισα νά πάω στά Ιεροσόλυμα, γιά νά βαπτισθώ στον Ιορδάνη ποταμό». «Ά, αφεντικό, τού λέει εκείνος, άν είσαι καθαρός, θά πάς‡ αν δέν είσαι καθαρός, στον δρόμο θά μείνης!».

Λές και προφήτευσε! Μόλις πήγε στην Αθήνα νά βγάλη τά χαρτιά του, πέθανε! Τού πήραν όλα τά χρήματα οί άλλοι, τον πήγαν σέ ένα γραφείο κηδειών και από εκεί τον έστειλαν μέ το φέρετρο πίσω στον τόπο του.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ 

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ-ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ




Αυτό κάνει ο ουράνιος Πατέρας, όταν ο άνθρωπος ο αμαρτωλός επιστρέψει κοντά Του. Τον καθαρίζει, τον πλένει, του δίνει την πρώτη στολή του βαπτίσματος, του δίνει την υιοθεσία και τον αξιώνει της Βασιλείας Του. Όλα δωρεάν. Όταν επέστρεψε ο άσωτος, δεν του ζήτησε λογαριασμό ούτε τον επέπληξε ούτε του ζήτησε ευθύνες. Αρκεί που επέστρεψε αυτό Του έφθανε του Πατέρα.

Έτσι και εδώ κάθε αμαρτωλός που θα επιστρέψει, κανένας λόγος από τον Ουράνιο Πατέρα. Μόνο να  πεί ήμαρτον, να αφήσει τα αμαρτήματά του με ταπείνωση, να καταλάβει τα λάθη του και από κει και πέρα τα πάντα είναι λυμένα.

Και όμως ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν το κάνει αυτό. Δεν επιστρέφει, δεν ταπεινώνεται. Κρατά τον εγωισμό του. Τι σπουδαίο είναι να φθάσει μέχρι το εξομολογητήριο! Δύο βήματα είναι. Από κει και πέρα όλα τελειώνουν.
Και όμως τον κρατά μακρυά ο εγωισμός. Και όταν θα φθάσει στην ώρα του θανάτου και δει την πραγματικότητα, θα μετανοήσει, θα μεταμεληθεί, αλλά θα είναι αργά. Γι' αυτό ο Θεός τιμωρεί τον άνθρωπο που δεν θέλει να ταπεινώσει λίγο τη σκέψη του.
Για τον Εωσφόρο, αυτό το μεγάλο τάγμα, αυτό που ήταν στην πρώτη θέση των αγγελικών ταγμάτων, ποια ήταν η αιτία της καταστροφής; Ποιά η αιτία της κατάρρευσης, της μετατροπής από αγγέλους σε δαίμονες;

Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός. Από κει έγινε το ολίσθημα, τόσο των αγγέλων, όσο και των προπατόρων μας. Και των προπατόρων μας η πτώση έγινε από υπερηφάνεια κι' εγωισμό. Διότι ο Θεός προτού ανακοινώσει την καταδικαστική απόφαση, πλησίασε τον άνθρωπο, τον Αδάμ και του είπε: «Αδάμ, γιατί το έκαμες αυτό;»
Ο Αδάμ δεν ζήτησε συγγνώμη, δεν είπε: Ήμαρτον Θεέ μου, έσφαλα. Εάν το έκανε αυτό, δεν θα εκδιώκετο από τον Παράδεισο και ούτε εμείς θα είχαμε υποστεί όλη αυτή την εξορία και την ταλαιπωρία την σημερινή. Με το να μη πει ήμαρτον, έγινε όλος αυτός ο συρφετός των κακών. Έτσι και τώρα ο άνθρωπος δεν λέει ήμαρτον, και μένει στα κακά του. Μόλις όμως το πει, ο Θεός απλώνει την αγκαλιά της συγγνώμης και τον παίρνει μέσα.

Γέρων Εφραίμ, Προηγούμενος Ι.Μονής Φιλόθεου

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

Η εξομολόγηση είναι θεοπαράδοτη εντολή

  drf_CRW_4376.jpg
Η εξομολόγηση είναι θεοπαράδοτη εντολή και αποτελεί ένα των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Η εξομολόγηση δεν είναι μία τυπική, από συνήθεια «για το καλό» και λόγω των επικείμενων εορτών, βεβιασμένη και πρόχειρη πράξη από ένα και μόνο καθήκον ή υποχρέωση και προς ψυχολογική εκτόνωση. Η εξομολόγηση θα πρέπει νάναι συνδυασμένη πάντοτε με τη μετάνοια. Μας έλεγε Αγιορείτης Γέροντας: Πολλοί εξομολογούνται, λίγοι μετανοούν! (Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)

Η μετάνοια είναι μία ελεύθερη, καλλιεργημένη, εσωτερική διεργασία επιμελημένη, συντριβής και λύπης, για την απομάκρυνση από τον Θεό διά της αμαρτίας. Η μετάνοια η αληθινή δεν συνδυάζεται με την αφόρητη θλίψη, την υπερβολική στενοχώρια και τις αδυσώπητες ενοχές. Τότε δεν είναι μάλλον ειλικρινής μετάνοια, αλλά κρυφός εγωισμός, στραπατσάρισμα του «εγώ», θυμός με τον εαυτό μας, που εκδικείται γιατί εκτίθεται και ντροπιάζεται και δεν ανέχεται κάτι τέτοιο. Μετάνοια σημαίνει αλλαγή νου, νοοτροπίας, μεταβολισμός, εγκεντρισμός χρηστοήθειας, μίσος της αμαρτίας. Μετάνοια ακόμη σημαίνει αγάπη της αρετής, καλοκαγαθία, επιθυμία, προθυμία και διάθεση σφοδρή επανασυνδέσεως με τον Χριστό διά της Χάριτος του πανσθενουργού Αγίου Πνεύματος. Η μετάνοια ξεκινά από τα βάθη της καρδιάς, ολοκληρώνεται όμως απαραίτητα στο μυστήριο της θείας και ιεράς εξομολογήσεως.

Ο εξομολογούμενος εξομολογείται ειλικρινά και ταπεινά ενώπιον του εξομολόγου, ως εν προσώπω του Χριστού. Κανένας επιστήμονας, ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, θεολόγος δεν μπορεί ν' αντικαταστήσει τον εξομολόγο. Καμία εικόνα, έστω και η πιο θαυματουργή, δεν μπορεί να δώσει αυτό που δίνει το πετραχήλι του εξομολόγου, την άφεση των αμαρτιών. Ο εξομολόγος αναλαμβάνει τον εξομολογούμενο, τον υιοθετεί και τον αναγεννά πνευματικά, γι' αυτό και ονομάζεται πνευματικός πατέρας. Η πνευματική πατρότητα κανονικά είναι ισόβια, ιερή και δυνατή, δυνατότερη και συγγενικού δεσμού. Ο πνευματικός τοκετός είναι οδυνηρός. Ο εξομολόγος με φόβο Θεού «ως λόγον αποδώσων», γνώση, ταπείνωση και αγάπη παρακολουθεί τον αγώνα του εξομολογούμενου και τον χειραγωγεί διακριτικά στην ανοδική πορεία της εν Χριστώ ζωής.

Ο εξομολόγος ιερεύς έχει ειδική ευλογία από τον επίσκοπο για το εξομολογητικό του έργο. Κανονικά όμως το χάρισμα του «δεσμείν και λύειν» αμαρτίες το λαμβάνει με τη χειροτονία του εις πρεσβύτερο. Καθίσταται διάδοχος των αγίων αποστόλων. Έτσι σημασία κύρια και μεγάλη έχει η εγκυρότητα και η κανονικότητα της αποστολικής διαδοχής διά των επισκόπων. Το μυστήριο της εξομολογήσεως όπως και όλα τ' άγια μυστήρια της Εκκλησίας μας τελεσιουργούνται και χαριτώνουν τους πιστούς όχι κατά την αξία, ικανότητα, επιστημοσύνη, λογιοσύνη, ευφράδεια, δραστηριότητα και τέχνη του ιερέως, ακόμη και την αρετή και αγιότητά του, αλλά τη διά της κανονικότητος της ιερωσύνης και του Τελεταρχικού Παναγίου Πνεύματος. Οι τυχόν αμαρτίες του ιερέως δεν εμποδίζουν τη θεία Χάρη των μυστηρίων. Αλλοίμονο αν αμφιβάλλουμε αν κατά την αναξιότητα του ιερέως το ψωμί και το κρασί έγινε σώμα και αίμα Χριστού κατά τη θεία Λειτουργία. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο ιερεύς δεν θα πρέπει μόνιμα ν' αγωνίζεται για την καθαρότητά του. Έτσι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εξομολόγοι. Όλοι οι εξομολόγοι την ίδια άφεση δίνουν. Έχουμε όμως το δικαίωμα επιλογής του εξομολόγου. Μπορούμε να προστρέξουμε σε αυτόν που αληθινά μας αναπαύει. Δεν είναι σοβαρή όμως η συνεχής αλλαγή εξομολόγου. Δεν φανερώνει κάτι τέτοιο πνευματική ωριμότητα. Ούτε όμως και οι εξομολόγοι θα πρέπει να στενοχωρούνται παράφορα και να δημιουργούν μάλιστα και προβλήματα όταν αναχωρήσει κάποιο πνευματικό τους τέκνο. Ίσως τούτο σημαίνει πως ήταν νοσηρά συνδεδεμένοι μαζί του, συναισθηματικά, προσωποπαγώς, δεμένοι με το πρόσωπό του και όχι με τον Χριστό και την Εκκλησία, και θεωρούν την αναχώρηση προσβολή, μείωση, ότι δεν υπάρχει καλύτερος ή μία αίσθηση ότι οι άλλοι μας ανήκουν αποκλειστικά και μπορούμε να τους εξουσιάζουμε και να τους φερόμαστε μάλιστα εξαναγκαστικά ως καταπιεσμένους και ανελεύθερους υποτακτικούς. Είπαμε βέβαια πως ο εξομολόγος είναι πνευματικός πατέρας και ο πνευματικός τοκετός ενέχει οδύνη. Έτσι είναι φυσικό να λυπάται για την αναχώρηση του υιού του. Προτιμότερο όμως είναι να εύχεται για την πνευματική του πρόοδο και τη σύνδεσή του με την Εκκλησία, έστω και παρά την αποσύνδεσή του από τον ίδιο. Να εύχεται και όχι να απεύχεται.

Το έργο του εξομολόγου δεν είναι μόνο η απλή ακρόαση των αμαρτιών του εξομολογούμενου και η ανάγνωση στο τέλος της συγχωρητικής ευχής. Ούτε πάλι περιορίζεται μόνο στην ώρα της εξομολογήσεως. Ο εξομολόγος σαν καλός πατέρας φροντίζει συνεχώς το τέκνο του, το ακούει και το παρακολουθεί προσεκτικά, το νουθετεί κατάλληλα, το κατευθύνει ευαγγελικά, τονίζει τα τάλαντά του, δεν του θέτει υπερβολικά βάρη, το κανονίζει μέτρια όταν πρέπει, το οικονομεί όταν απογοητεύεται, βαρύνεται, δυσανασχετεί, αποκάμνει, το θεραπεύει ανάλογα, δεν το αποθαρρύνει ποτέ, συνεχίζοντας τον αγώνα παθοκτονίας και αρετοσυγκομιδής, μορφώνοντας στην ψυχή του την αθάνατη Χριστό.

Η αναπτυσσόμενη αυτή πατρική και υιική σχέση εξομολόγου και εξομολογούμενου δημιουργεί μία άνεση, εμπιστοσύνη, σεβασμό, ιερότητα και ανάταση. Ο εξομολογούμενος ανοίγει την καρδιά του στον εξομολόγο και του εκθέτει τα πιο κρύφια, τα πιο δόλια, τα πιο ακάθαρτα, όλα τα μυστικά του, πράξεις απόκρυφες και επιθυμίες βλαβερές, ακόμη και αυτά που δεν θέλει να ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό και δεν λέει στον πιο στενό συγγενή του και τον καλύτερο φίλο του. Έτσι ο εξομολόγος θα πρέπει απόλυτα να σεβασθεί αυτή την απεριόριστη εμπιστοσύνη του εξομολογούμενου. Η εμπιστοσύνη αυτή επαυξάνεται οπωσδήποτε και από το γεγονός ότι ο εξομολόγος είναι αυστηρά δεσμευμένος, μέχρι θανάτου μάλιστα, από τους θείους και Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας με το απόρρητο της εξομολογήσεως.

c-portail.jpgΣτην ορθόδοξη εξομολογητική δεν υπάρχουν βέβαια γενικές συνταγές, γιατί η πνευματική καθοδήγηση της κάθε μοναδικής ψυχής γίνεται εξατομικευμένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ανεπανάληπτος, με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, άλλο χαρακτήρα, διάφορες δυνάμεις και δυνατότητες, όρια, εφέσεις, αντοχές, γνώσεις, ανάγκες και διαθέσεις. Ο εξομολόγος με τη Χάρη του Θεού και τη θεία φώτιση θα πρέπει να διακρίνει όλ' αυτά, ώστε ν' αποφασίσει τί καλύτερα θα πρέπει να χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τον εξομολογούμενο. Άλλοτε χρειάζεται η επιείκεια και άλλοτε η αυστηρότητα. Δεν είναι για όλους πάντοτε τα ίδια. Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει νάναι πάντα αυστηρός, έτσι μόνο για να λέγεται αυστηρός και να εκτιμάται. Ούτε υπερβολικά επιεικής, για να προτιμάται και να λέγεται πνευματικός πατέρας πολλών. Χρειάζεται φόβος Θεού, διάκριση, τιμιότητα, ειλικρίνεια, ταπείνωση, μελέτη, γνώση και προσευχή.

Η «οικονομία» δεν απαιτείται από τον εξομολογούμενο. Ούτε είναι ορθό να γίνει κανόνας από τον εξομολόγο. Η «οικονομία» θα πρέπει να παραμείνει εξαίρεση. Η «οικονομία» επίσης θα πρέπει να είναι πάντα προς καιρόν (Αρχιμ. Γεώργιος Γρηγοριάτης). Όταν εκλείψουν οι λόγοι που την επιβάλλουν ασφαλώς δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται. Για την ίδια αμαρτία μπορούμε να έχουμε πολλούς διαφορετικούς τρόπους προς αντιμετώπισή της.

Ο κανόνας δεν είναι πάντοτε απαραίτητος. Ο κανόνας δεν είναι τιμωρία. Είναι παιδαγωγία. Ο κανόνας δεν τίθεται προς ικανοποίηση του προσβληθέντος Θεού και εξιλέωση του αμαρτωλού ενώπιον της Θείας δικαιοσύνης. Αυτή είναι μια καθαρά αιρετική διδασκαλία. Ο κανόνας συνήθως τίθεται στην ανώριμη μετάνοια, προς συναίσθηση και συνειδητοποίηση του μεγέθους της αμαρτίας. Η αμαρτία κατά την ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι τόσο παράβαση του νόμου, όσο έλλειψη αγάπης στο Θεό. Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις, έλεγε ο ιερός Αυγουστίνος.

Ο κανόνας τίθεται προς ολοκλήρωση της μετάνοιας του εξομολογούμενου, γι' αυτό, καθώς ορθά λέγει ο π. Αθανάσιος Μετεωρίτης, όπως ο εξομολόγος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί τις αμαρτίες του εξομολογούμενου, έτσι κι ο εξομολογούμενος δεν επιτρέπεται να κοινοποιεί στους άλλους τον κανόνα που του έθεσε ιδιαίτερα ο εξομολόγος, που είναι συνισταμένη πολλών παραμέτρων.

Ο εξομολόγος λειτουργεί ως χορηγός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Κατά την ώρα του μυστηρίου δεν λειτουργεί ως ψυχολόγος και επιστήμονας. Λειτουργεί ως ιερεύς, ως έμπειρος ιατρός, ως φιλόστοργος πατέρας. Ακούγοντας τ' αμαρτήματα του εξομολογούμενου προσεύχεται να τον φωτίσει ο Θεός. να δώσει το καλύτερο φάρμακο προς θεραπεία, να σφυγμομετρήσει τον βαθμό και την ποιότητα της μετανοίας του. Ο εξομολόγος δεν στέκεται απέναντι στον εξομολογούμενο με περιέργεια, καχυποψία, ζήλεια, υπερβολική αυστηρότητα, εξουσιαστικότητα και αλαζονεία, αλλά ούτε και αδιάφορα, επιπόλαια, απρόσεκτα και κουρασμένα. Η ταπείνωση, η αγάπη και η προσοχή του εξομολόγου θα βοηθήσει πολύ τον εξομολογούμενο. Ούτε ο εξομολόγος θα πρέπει να κάνει πολλές, περιττές και αδιάκριτες ερωτήσεις. Ιδιαίτερα θα πρέπει να διακόπτει τις λεπτομερείς περιγραφές διαφόρων αμαρτημάτων και ιδιαίτερα σαρκικών, ακόμη και τις αναφορές ονομάτων, ώστε ν' ασφαλίζεται περισσότερο. Ο εξομολογούμενος πάλι δεν θα πρέπει να φοβάται, να δειλιάζει και να ντρέπεται, αλλά να σέβεται, να εμπιστεύεται, να τιμά και να ευλαβείται τον εξομολόγο. Αυτό το κλίμα πάντως της ιερότητος, αλληλοσεβασμού και εμπιστοσύνης κυρίως θα το καλλιεργήσει, εμπνεύσει και δημιουργήσει ο εξομολόγος.

Η αγία μητέρα μας Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το σώμα του Αναστημένου Χριστού, είναι ένα απέραντο θεραπευτήριο, αποθεραπείας των ασθενών αμαρτωλών πιστών, από τα τραύματα, τις πληγές και τις ασθένειες της αμαρτίας, των παθογόνων δαιμόνων και των ιοβόλων δαιμονικών παγίδων και επηρειών των δαιμονοκίνητων παθών.

Η Εκκλησία μας δεν είναι παράρτημα του υπουργείου κοινωνικής προνοίας, ούτε συναγωνίζεται να ξεπεράσει τους διάφορους συλλόγους κοινωνικής ευποιΐας, δίχως διόλου ν' αρνείται το σπουδαίο και αγαθό αυτό έργο και να μη το επιτελεί πλούσια, επαινετά και θαυμάσια, αλλά κυρίως είναι η χορηγός νοήματος της ζωής, λυτρώσεως και σωτηρίας των πιστών «υπέρ ων Χριστός απέθανεν» διά της συμμετοχής τους στα μυστήρια της Εκκλησίας. Το πετραχήλι του Ιερέως είναι πλάνη, όπως έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, που λειαίνει και ισιάζει τους ανθρώπους, είναι θεραπευτικό νυστέρι παθοκτονίας και όχι μιστρί εργασιομανίας ή σύμβολο εξουσίας. Είναι υπηρετική ποδιά διακονίας των ανθρώπων προς θεραπεία και σωτηρία.

13554_1095863855632_1797672678_195967_2980581_n.jpgΟ Θεός χρησιμοποιεί τον ιερέα για τη συγχώρηση του πλάσματός του. Το λέγει χαρακτηριστικά η ευχή: «Ο Θεός συγχωρήσαι σοι δι' εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ αυτού Βήματι. περί δε των εξαγορευθέντων εγκλημάτων μηδεμίαν φροντίδα έχων, πορεύου εις ειρήνην». Ανεξομολόγητες αμαρτίες θα βαραίνουν τον άνθρωπο και στον μέλλοντα αιώνα. Εξομολογημένες αμαρτίες δεν εξομολογούνται. Είναι σαν να μη πιστεύει κανείς στην χάρη του μυστηρίου. Ο Θεός τα γνωρίζει, αλλά θα πρέπει προς άφεση, ταπείνωση και ίαση να εξαγορευθούν. Η ενίοτε επιτίμηση αμαρτιών δεν αναιρεί την αγάπη της Εκκλησίας, αλλά αποτελεί παιδαγωγική επίσκεψη προς καλύτερη συναίσθηση των πταισμάτων.

Κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «η εξομολόγησις είναι μία θεληματική διά στόματος φανέρωσις των πονηρών έργων και λόγων και λογισμών, κατανυκτική, κατηγορητική, ευθεία, χωρίς εντροπήν, αποφασιστική, προς νόμιμον πνευματικόν γινομένη». Ο θεοφόρος όσιος ευσύνοπτα, μεστά και σημαντικά αναφέρει πως η εξομολόγηση πρέπει να γίνεται θεληματικά, ελεύθερα, αβίαστα, ανεξανάγκαστα, δίχως ο εξομολόγος ν' άγχεται να εκμαιεύσει την ομολογία του εξομολογούμενου. Με κατάνυξη, συναίσθηση δηλαδή της λύπης που προκάλεσε ειλικρινά με την αμαρτία στον Θεό. Όχι συναισθηματικά, υποκριτικά, λιπόψυχα δάκρυα. Κατάνυξη γνήσια που σημαίνει συντριβή, μεταμέλεια, μίσος της αμαρτίας, αγάπη της αρετής, επίγνωση ευγνωμοσύνης στον Δωρεοδότη Θεό. Κατηγορητική σημαίνει υπεύθυνη εξομολόγηση, δίχως δικαιολογίες, υπεκφυγές, στρεψοδικίες, ανευθυνότητες και μεταθέσεις, με ειλικρινή αυτομεμψία και γνήσια αυτοεξουθένωση, που φέρει τη χαρμολύπη και το χαροποιό πένθος της Εκκλησίας. Ευθεία σημαίνει εξομολόγηση με κάθε ειλικρίνεια, ευθύτητα και ακρίβεια, ανδρεία και θάρρος, αυστηρότητα και γενναιότητα. Συμβαίνει ακόμη και την ώρα αυτή ο άνθρωπος να μη παραδέχεται την ήττα του, την πτώση και την αδυναμία του και με ωραιολογίες και μακρυλογίες να μεταθέτει τα ποσοστά ευθύνης του, με περιστροφές και μισόλογα, κατηγορώντας και τους άλλους, προκειμένου να φυλάξει ακόμη και τώρα ατσαλάκωτο το εγώ του. Χωρίς εντροπή εξομολόγηση σημαίνει παρουσίαση του πραγματικού οικτρού εαυτού μας. Η ντροπή είναι καλή προ της αμαρτίας και όχι μετά και μπροστά στον εξομολόγο. Η προ του εξομολόγου ντροπή λέγουν θα μας ελευθερώσει από τη ντροπή στην έσχατη κρίση, αφού ό,τι συγχωρήσει ο εξομολόγος δεν θα ξανακριθεί. Αποφασιστική εξομολόγηση σημαίνει να είναι καθαρή, συγκεκριμένη, ειλικρινής και με την απόφαση να μη επαναλάβει τα εξομολογηθέντα αμαρτήματα ο πιστός. Ακόμη η εξομολόγηση θα πρέπει να είναι συνεχής, ώστε τα φιλεπίστροφα, κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, πάθη να μη ισχυροποιούνται, αλλά αντίθετα σύντομα να θεραπεύονται. Έτσι δεν λησμονούνται οι αμαρτίες, υπάρχει τακτικός έλεγχος, αυτοπαρατήρηση, αυτοέλεγχος, αυτογνωσία και αυτομεμψία, δεν εγκαταλείπει η Θεία Χάρη και οι δαιμονικές παγίδες συντρίβονται ευκολότερα και η μνήμη του θανάτου δεν είναι φοβερή και τρομακτική.

Συμβαίνει συχνά-πυκνά και τ' ομολογούμε με πολύ πόνο και περισσή αγάπη το κήρυγμα να μην είναι τόσο ορθόδοξο. Δηλαδή να εξαντλείται σ' ένα ακόμη σχολιασμό της φθηνής επικαιρότητος και να μετατρέπεται κατά κάποιο τρόπο ο ιερός άμβωνας σε τηλεοπτικό «παράθυρο», όπου λέμε και εμείς τη γνώμη μας για τα τρέχοντα και συμβαίνοντα. Όμως τ' ορθόδοξο κήρυγμα κυρίως είναι εκκλησιολογικό, χριστολογικό, σωτηριολογικό, αγιολογικό και ψυχωφελές. Το κήρυγμα της μετανοίας από των Προφητών, του Τιμίου Προδρόμου, του Σωτήρος Χριστού και πάντων των αγίων παραμένει λίαν επίκαιρο και αναγκαίο. Βασική προϋπόθεση της μετοχής στ' άγια μυστήρια και της ανοδικής πνευματικής πορείας είναι η καθαρότητα της καρδιάς. Καθαρότητα από την ποικίλη αμαρτία, το πνεύμα της απληστίας και της ευδαιμονίας της σύγχρονης υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, το πνεύμα της αντίθεης υπερηφάνειας ενός κόσμου ναρκισσευόμενου, ατομικιστικού, αταπείνωτου, αφιλάνθρωπου, υπερφίαλου και παράδοξου, το δαιμονικό πνεύμα των πονηρών λογισμών, των φαντασιών και φαντασιώσεων, των καχυποψιών και ζηλοφθονιών, των ακάθαρ­των και σκοτεινών.

Κατάντησε δυσεύρετο κόσμημα η καθαρότητα της καρδιάς, στις αδελφικές σχέσεις, τις συζυγίες, τις συναδελφικές υποχρεώσεις, τις φιλίες, τις συζητήσεις, τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις ιερατικές κλήσεις. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ξέπεσαν σε ρυπογόνες εστίες. Λησμονήθηκε η νηπτική εγρήγορση, η ασκητική νηφαλιότητα, η παραδοσιακή ολιγάρκεια, απλότητα και λεβεντιά. Έτσι μολύνεται το λογιστικό της ψυχής, διεγείρεται στην απληστία το επιθυμητικό και αμβλύνεται σοβαρά το βουλητικό, ώστε αδύναμος ο άνθρωπος να παρασύρεται στο κακό δίχως φραγμό και όρια.

Επικρατεί η αυτοδικαίωση, η δικαιολόγηση των παθών, η ωραιοποίηση της αμαρτίας, η κατοχύρωσή της διά νέων ψυχολογικών ερεισμάτων. Θεωρείται μείωση, αδυναμία και λάθος η παραδοχή του λάθους, η ανάληψη της ευθύνης και η ταπεινή αποδοχή του σφάλματος. Η συνεχής δικαιολόγηση του εαυτού μας και η επιμελημένη μετάθεση ευθυνών δημιουργούν ένα άνθρωπο συγχυσμένο, διχασμένο, ταραγμένο, ταλαιπωρημένο, δυστυχισμένο και εγωπαθή, εμπαιζόμενο από τον δαίμονα, αιχμαλωτιζόμενο από αυτόν στ' άφωτα δίχτυα του.

Κυριαρχεί ένας ανόητος ορθολογισμός, ο οποίος επιλέγει ευαγγελικές αρετές και συνοδικούς κανόνες, κατά την αρέσκεια, προτίμηση και ευκολία, σε σοβαρά θέματα νηστειών, εγκράτειας, τεκνογονίας, ήθους, σεμνότητος, αιδούς, τιμιότητος και ακριβείας.

15438_1092068960762_1797672678_189368_7337753_n.jpg


Κατόπιν όλων τούτων, τα οποία δεν νομίζω ότι υπερβάλλουμε, θεωρούμε ότι οι εξομολόγοι δεν έχουν εύκολο έργο. Δεν αρκεί πλέον η χειραγωγία στη μετάνοια και η καλλιέργεια της ταπεινώσεως, αλλά χρειάζεται το ποίμνιο κατήχηση, επαναευαγγελισμό, κα­τάρτιση, μεταβολισμό πνευματικό προς απόκτηση ισχυρών αντισωμάτων. Απαραίτητη η αντίσταση, αντίδραση και αντιμετώπιση του σφοδρού ρεύματος της αποϊεροποιήσεως, της εκκοσμικεύσεως, του αποηρωισμού, του ευδαιμονισμού, του πλουτισμού και κορεσμού. Ιδιαιτέρως προσοχής, διδαχής και αγάπης έχουν ανάγκη οι νέοι, που η αγωγή δεν τους βοηθά να συνειδητοποιήσουν το νόημα και το σκοπό της ζωής, το κενό, το άκοσμο, το άνομο, το άφωτο της αμαρτίας.

Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί ακόμη και για τους χριστιανούς μας η αγχώδης συχνά αναζήτηση μιας ά­κοπης, άμοχθης και άλυπης ζωής. Αναζητούμε Κυρηναίους. Δεν αποδεχόμεθα την άρση του προσωπικού μας σταυρού. Δεν γνωρίζουμε το βάθος και το εύρος του σταυρού. Προσκυνούμε τον σταυρό στην εκκλησία, κάνουμε τον σταυρό μας, αλλά δεν ασπαζόμαστε τον προσωπικό μας σταυρό. Τελικά θέλουμε ένα ασταύρωτο Χριστιανισμό. Δεν υπάρχει όμως Πάσχα δίχως Μεγάλη Παρασκευή.

Τιμάμε τους μάρτυρες και τους οσίους, αλλά δεν θέλουμε εμείς καμιά κακοπάθεια, καμιά καθυστέρηση, καμιά δυσκολία. Δυσκολευόμαστε στη νηστεία, δυσανασχετούμε στην ασθένεια, δεν ανεχόμαστε πικρό λόγο, ακόμη και όταν φταίμε, οπότε πώς να υπομένουμε αδικία, συκοφαντία, κατατρεγμό και εξορία, όπως οι άγιοί μας; Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο πως το σύγχρονο κοσμικό πνεύμα της ευκολίας, της ανέσεως και του υπερκαταναλωτισμού έχει επηρεάσει ισχυρά το μέτρο της πνευματικής ζωής. Θέλουμε γενικά ένα αντιασκητικό Χριστιανισμό. Η Ορθοδοξία όμως βάση έχει το ασκητικό Ευαγγέλιο.

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι η νοσηρή και υπερβολική εμπιστοσύνη του ανθρώπου στη λογική, τη διάνοια, τη γνώση και την κρίση του. Πρόκειται για τον παχυλό και κουραστικό εν τέλει ορθολογισμό. Η νηπτική ορθόδοξη θεολογία μας δι­δάσκει το νου να τον έχουμε εργαλείο και να τον κατεβάσουμε στην καρδιά. Η Εκκλησία μας δεν καλλιεργεί και παράγει διανοούμενους. Για μας ο ορθολογισμός δεν είναι φιλοσοφική νοοτροπία, αλλά μία καθαρά αμαρτητική βιοθεωρία, μία μορφή αθεΐας, αφού αντιβαίνει στην εντολή της πίστεως, της ελπίδος, της αγάπης και της εμπιστοσύνης στον Θεό. Ο ορθολογιστής κρίνει τα πάντα με την κρισάρα του μυαλού, μόνο με τον πεπερασμένο νου του, κέντρο είναι ο εαυτός του και το κυρίαρχο εγώ του και δεν εμπιστεύεται τη θεία Πρόνοια, τη θεία Χάρη και θεία Βοήθεια στη ζωή του.

Θεωρώντας συχνά τον εαυτό του αλάνθαστο ο ορθολογιστής δεν επιτρέπει στον Θεό να επέμβει στη ζωή του και να τον κρίνει. Έτσι δεν θεωρεί ότι έχει ανάγκη εξομολογήσεως. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος όμως λέγει πως το να νομίζει κάποιος πως δεν έπεσε σε αμαρτήματα, αυτό είναι η πιο μεγάλη πτώση και πλάνη και το πιο μεγάλο αμάρτημα. Παρασυρμένοι ορισμένοι νεώτεροι θεολόγοι μιλούν γι' αστοχία και όχι για αμαρτία, θέλοντας ν' αμβλύνουν τη φυσική διαμαρτυρία της συνειδήσεως. Η αυτάρκεια ορισμένων εκκλησιαζομένων και νηστευόντων χριστιανών κρύβει ενίοτε ένα λανθάνοντα φαρισαϊσμό, ότι δεν είναι όπως οι λοιποί των ανθρώπων και ως εκ τούτου δεν χρήζουν εξομολογήσεως.

Κατά τους αγίους πατέρες της Εκκλησίας μας το μεγαλύτερο κακό είναι η υπερηφάνεια, η μητέρα όλων των παθών κατά τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος. Πρόκειται για πολύτεκνη μητέρα με πρώτες θυγατέρες την κενοδοξία και την αυτοδικαίωση. Η υπερηφάνεια είναι μία μορφή άρνησης Θεού, είναι εφεύρεση των πονηρών δαιμόνων, αποτέλεσμα πολλών κολακειών και επαίνων, που επιφέρει την εξουδένωση και εξουθένωση των ανθρώπων, τη θεομίσητη κατάκριση, τον θυμό, την οργή, την υποκρισία, την ασπλαχνία, τη μισανθρωπία, τη βλασφημία. Η υπερηφάνεια είναι ένα πάθος φοβερό, δύσκολο, δυνατό και δυσθεράπευτο. Η υπερηφάνεια επίσης είναι πολυδύναμη και πολυπρόσωπη. Εκδηλώνεται ως ματαιοδοξία, μεγαλαυχία, οίηση, αλαζονεία, υπεροψία, φυσίωση, τύφωση, καύχηση, ιταμότητα, έπαρση, μεγαλομανία, φιλοδοξία, φιλαυτία, φιλαρέσκεια, φιλοχρηματία, φιλοσαρκία, φιλαρχία, φιλοκατηγορία και φιλονικία. Ακόμη ως αυταρέσκεια, προσωποληψία, αυθάδεια, αναίδεια, παρρησία, αναλγησία, αντιλογία, ισχυρογνωμοσύνη, ανυπακοή, ειρωνεία, πείσμα, περιφρόνηση, προσβολή, τελειομανία και υπερευαισθησία. Η υπερηφάνεια τελικά οδηγεί στην αμετανοησία.

Όργανο της υπερηφάνειας συχνά γίνεται η γλώσσα. Με την αργολογία, τη φλυαρία, την πολυλογία, το κουτσομπολιό, τη μωρολογία, τη ματαιολογία, την ανειλικρίνεια, την αδιακρισία, τη διγλωσσία, τη διπλωματία, την ευτραπελία, την προσποίηση και τον εμπαιγμό.

Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα προέρχονται πολλά άλλα πάθη. Αφού αναφέραμε τα της υπερηφάνειας, ερχόμαστε στη φιλαργυρία, που γεννά τη φιλοχρηματία, την πλεονεξία, την απληστία, την τσιγγουνιά, την ανελεημοσύνη, τη σκληροκαρδία, την απάτη, την τοκογλυφία, την αδικία, τη δολιότητα, τη σιμω­νία, τη δωροληψία, τον τζόγο. Η πορνεία έχει μύριες εκφάνσεις όπως ο φθόνος με τις ύπουλες και πονηρές κακίες του, η αχόρταγη γαστριμαργία, ο θυμός και η ύποπτη ακηδία και αμέλεια.

Ιδιαιτέρως προσοχής χρήζουν πολλά ανορθόδοξα στοιχεία στην οικογενειακή ζωή και φρονούμε πως θα πρέπει να θεαθούν προσεκτικά από εξομολόγους και εξομολογουμένους. Η αποφυγή της τεκνογονίας, η ειδωλοποίηση των τέκνων, θεωρούμενα προέκταση του εγώ των γονέων, υπερπροστατευόμενα, παρακολουθούμενα συνεχώς και εξουσιαζόμενα βάναυσα. Ο γάμος είναι στίβος ταπεινώσεως, αλληλοπεριχωρήσεως και αλληλοσεβασμού και όχι παράλληλη όδευση δύο εγωισμών, παρά την ισόβια σύζευξη και συνύπαρξη. Χορεύει ο δαίμονας όταν δεν υπάρχει συγχώρεση στις ανθρώπινες αδυναμίες και τα καθημερινά σφάλματα. Οι γονείς θα βοηθήσουν σημαντικά τα παιδιά τους όχι με την πλούσια ευγένεια έξω από το σπίτι αλλά με το ειρηνικό, νηφάλιο και αγαπητικό παράδειγμα καθημερινά μέσα στο σπίτι τους. Η συμμετοχή των παιδιών μαζί με τους γονείς τους στο μυστήριο της εξομολογήσεως θα τους ενδυναμώσει με τη θεία Χάρη και θα τους στερεώσει στη βιωματική εμπειρία με τον Χριστό. Ζητώντας οι σύζυγοι ειλικρινά συγγνώμην διδάσκουν τα παιδιά τους την ταπείνωση, που καίει τις δαιμονικές πλεκτάνες. Σ' ένα σπιτικό που ανθεί η αγάπη, η ομόνοια, η κατανόηση, η ταπείνωση και ειρήνη υπάρχει πλούσια η ευλογία του Θεού και γίνεται κάστρο απόρθητο στην κακία του κόσμου. Η με τη συγχωρητικότητα αγωγή των παιδιών δημιουργεί μία υγιά οικογενειακή εστία που τα εμπνέει και τα ενισχύει για το μέλλον τους.

Ένα άλλο μεγάλο θέμα, που αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για τη μετάνοια και την εξομολόγηση είναι η αυτοδικαίωση, που μαστίζει και πολλούς ανθρώπους της Εκκλησίας. Βάση της έχει, όπως είπαμε, τη δαιμονική υπερηφάνεια. Κλασικό παράδειγμα ο Φαρισαίος της παραβολής του Ευαγγελίου.

22-Garoufalis 25 Martiou.jpgΟ αυτοδικαιούμενος άνθρωπος έχει φαινομενικά καλά, για τα οποία υπεραίρεται και θέλει να τιμάται και επαινείται. Χαίρεται να τον κολακεύουν, να εξουθενώνει και ταπεινώνει τους άλλους. Αυτοεκτιμάται υπερβολικά, αυτοδικαιώνεται παράφορα και θεωρεί τον Θεό αναγκαστικά υποχρεωμένο να τον ανταμείψει. Πρόκειται τελικά για ταλαίπωρο άνθρωπο, όπου ταλαιπωρούμενος ταλαιπωρεί και τους άλλους. Διακατέχεται από νευρικότητα, ταραχή, απαιτητικότητα, που τον αυτοφυλακίζει και δεν τον αφήνει ν' ανοίξει τη θύρα του θείου ελέους, διά της μετανοίας.

Γέννημα της υπερηφάνειας είναι και η κατάκριση, που δυστυχώς αποτελεί συνήθεια και πολλών χριστιανών, που ασχολούνται περισσότερο με τους άλλους παρά με τον εαυτό τους. Φαινόμενο της εποχής μας και της κοινωνίας που ωθεί τον κόσμο στη συνεχή ετεροπαρατήρηση και όχι την αυτοπαρατήρηση. Οι μύριες ασχολίες και δραστηριότητες του σύγχρονου ανθρώπου δεν τον θέλουν να μείνει ποτέ μόνο προς μελέτη, περίσκεψη, προσευχή, αυτογνωσία, αυτομεμψία, αυτοέλεγχο και μνήμη θανάτου. Τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημερώσεως ασταμάτητα ασχολούνται σκανδαλοθηρικά, επίμονα και μακρόσυρτα με τα πάθη, τις αμαρτίες, τα παραπτώματα των άλλων. Όλ' αυτά προκαλούν, εντυπωσιάζουν και αν δεν σκανδαλίζουν πάντως φορτώνουν την ψυχή και το νου με τα βρωμερά και άσχημα και μάλιστα καθησυχάζουν, αφού εμείς είμαστε καλύτεροι. Έτσι ο άνθρωπος συνηθίζει στη μετριότητα, χλιαρότητα και εφημερότητα της φθηνής καθημερινότητος, μη συγκρινόμενος με τους αγίους και τους ήρωες.

Έτσι η κατάκριση κυριαρχεί στις μέρες μας, θεωρώντας ο άνθρωπος ότι ενεργεί δίκαιη κάθαρση, σπιλώνοντας άλλους και μολύνοντας τον εαυτό του, δημιουργώντας κακίες, μίση, έχθρες, μνησικακίες, ζηλοφθονίες και ψυχρότητες. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μάλιστα αναφέρει πως εκείνος που περιεργάζεται συνεχώς τις αμαρτίες των άλλων ή κρίνει τον αδελφό του από υποψία και μόνο, αυτός δεν έκανε ακόμη αρχή μετανοίας, ούτε άρχισε την έρευνα για να γνωρίσει τις αμαρτίες του.

Λέγονται πολλά και διάφορα. ένα τελικά είναι το καίριο, σημαντικό και εξέχον. η σωτηρία μας, για την οποία δεν πολυνοιαζόμαστε παντοτεινά. Η σωτηρία δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο με ειλικρινή μετάνοια και καθαρή εξομολόγηση. Η μετάνοια δεν ανοίγει μόνο τον ουράνιο παράδεισο, αλλά και τον επίγειο με την πρόγευση, έστω εν μέρει, της ανεκλάλητης χαράς της ατελεύτητης βασιλείας των ουρανών και της υπέροχης ειρήνης από τώρα. Οι εξομολογημένοι άνθρωποι μπορούν νάναι οι αληθινά γνήσια χαρούμενοι, οι ειρηνικοί και ειρηνοφόροι, οι κήρυκες της μετανοίας, της αναστάσεως, της μεταμορφώσεως, της ελευθερίας, της χάριτος, της ευλογίας του Θεού στις ψυχές τους και τη ζωή τους. Η πλούσια χάρη του Θεού κάνει τον λύκο πρόβατο, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Καμιά αμαρτία δεν υπερβαίνει την αγάπη του Θεού. Κανείς αμαρτωλός αν θέλει δεν αδυνατεί ν' αγιάσει. Μας το αποδεικνύουν οι πολλοί μετανοημένοι άγιοι του Συναξαριστή.

Ο εξομολόγος εξομολογεί και συγχωρεί τους εξομολογούμενους με τ' άγιο πετραχήλι του. Δεν μπορεί όμως να αυτοεξομολογηθεί και να θέσει ο ίδιος το πετραχήλι του στο κεφάλι του για να συγχωρηθεί. Πρέπει απαραίτητα να σκύψει σε άλλο οπωσδήποτε πετραχήλι. Έτσι λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έτσι τα έθεσε η πανσοφία και η φιλευσπλαγχνία του Θεού.

Δεν μπορεί να εξομολογούμε και να μη εξομολογούμεθα. Να διδάσκουμε και να μη πράττουμε. Να μιλάμε για μετάνοια και να μη μετανοούμε οι ίδιοι. Να μιλάμε για εξομολόγηση και να μη εξομολογούμεθα τακτικά. Ουδείς αυτοκαθαίρεται και ουδείς αυτοσυγχωρείται ποτέ. Οι ασύμβουλοι, οι ανυπάκουοι, οι ανεξομολόγητοι αποτελούν σοβαρό πρόβλημα της Εκκλησίας μας.

Αδελφοί μου αγαπητοί, το πετραχήλι του πνευματικού δύναται να γίνει θαυματουργό νυστέρι αφαιρέσεως κακοήθων όγκων, ν' αναστήσει νεκρούς, ν' ανανεώσει και μεταμορφώσει τον άκοσμο κόσμο, να χαροποιήσει γη και ουρανό. Η Εκκλησία μας εμπιστεύ­θηκε το μέγα λειτούργημα, το ιερό υπούργημα, στους ιερείς μας και όχι στους αγγέλους, για να τους πλησιάζουμε άνετα και άφοβα ως ομοιοπαθείς και ομόσαρκους.

Όλα τα παραπάνω, ειλικρινά και διόλου ταπεινόσχημα, ειπώθηκαν από ένα συναμαρτωλό, που δεν θέλησε να κάνει τον δάσκαλο, αλλά τον συναγωνιζόμενο συμμαθητή σας. Θέλησε από αγάπη να σας θυμίσει με απλά και άτεχνα λόγια τη ζώσα παράδοση της αγίας μητέρας μας Εκκλησίας επί του πάντοτε επίκαιρου θέματος της θεοΰφαντης και θεομακάριστης μετάνοιας και της θεοπαράδοτης και θεαγάπητης ιεράς Εξομολογήσεως.

«ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ» ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ». ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ