Όταν ήρθε η νύχτα και αύξησε τον φόβο, έδιωξε τον ύπνο τους και έκανε την υμνωδία πιο έντονη. Η ημέρα πάλι δείχνοντας τον ουρανό μελαγχολικό και καθώς χτυπιόταν με ακατάπαυστες αστραπές και βροντές, προκαλούσε σ' όλους μεγάλο τρόμο και τους παρακινούσε σε μεγάλη κραυγή.
Η γη που σειόταν προκαλούσε μεγάλη ταραχή στις ψυχές τους. Όλα τα νήπια από φόβο έτρεχαν στους κόλπους των μητέρων τους και κλαίοντας στις αγκαλιές τους δημιουργούσαν απερίγραπτο θρήνο και οδυρμό σ' όσους τα έβλεπαν. Αγέλες βοδιών και προβάτων και ζώα που είχαν στερηθεί από κάθε βοσκή και νερό, βγάζοντας διάφορες φωνές έκαναν ακόμα και τις σκληρές σαν διαμάντια ψυχές να κλαίνε. Ενώ λοιπόν από παντού η απειλή και ο φόβος τους συντάραζαν, δεν εννοούσαν να αποβάλουν την καλή ελπίδα.
Γιατί λέει, «ποιος ξέρει αν δεν μετανοήσει ο Θεός και απομακρύνει το θυμό και την οργή Του, και δεν καταστραφούμε»; (Ιωνά 3, 9).
Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου