Εγεννήθηκε
στην Αίγυπτο το 345μ.Χ., πολύ δε νωρίς άνθησε και ακτινοβόλησε θαυμασία
η φυσική της ωραιότης. Αλλ’ η ανατροφή της δεν υπήρξε ικανή να διορθώση
και να χαλιναγωγήση την εκτάκτως θερμήν και φλογεράν κράσιν της.
Μάταια οι γονείς της την συμβούλευσαν, και ανωφελώς οι ιερείς την ενουθέτησαν. Άκουεν αλλά για να παρακούη.
Κατά τους βιογράφους της, από δωδεκαετούς ηλικίας, την είχε
κατακυριευμένην η μανία της ηδονής. Αδιάφορη προς τους καλλωπισμούς, μη
δίνωντας καμμίαν προσοχήν εις τα χρήματα και τις παρόμοιες επιδείξεις,
στις οποίες αρέσκονται οι πολυθέλγητροι και περιζήτητοι από τον
διεφθαρμένο πλουσιόκοσμο συνεργάτες, αυτή ήθελε μόνον να ευχαριστή τα
καίοντα σαρκικά πάθη της. Γι’ αυτό αντί να την κυνηγούν, κυνηγούσε.
Επί 17 ολόκληρα έτη διέρρευσε μ’ αυτό τον τρόπο η ζωή της, χωρίς φόβον
Θεού, χωρίς ντροπήν ανθρώπων. Αλλ’ η θεία πρόνοια και στοργή δεν
απεσύρθη απ’;αυτήν.
Παρ’ όλον το μέγεθος της ενοχής της υπήρχε κάποια γι’; αυτήν
ελαφρυντικότητα αυτή ακριβώς η υπερβολή της σαρκικής μανίας της, η
οποία φαίνόταν ότι την παρέσυρεν ασυνειδήτως και την έσπρωχνεν
ακατασχέτως προς την αμαρτίαν. Εις τρόπον ώστε απέβαινε μάλλον όχι
εργάτις της αναισχυντίας της τόσης, αλλά θύμα αυτής και έρμαιον του
βδελυρού εκείνου και εξευτελιστικού πάθους, το οποίον την κατετυράννει
ως μυστηριώδης και ακαταμάχητος νόσος του φυσικού και ηθικού οργανισμού
της.
Ποίος ήθελε την απαλλάξει ;
Περί
το έτος 375, τριακοντούτις πλέον περίπου, αλλά με ακμαίαν ακόμη την
καλλονήν και ακεραίους τους αμαρτωλούς της οίστρους, απεφάσισε να μεταβή
εις Ιεροσόλυμα κατά Σεπτέμβριον μήνα, ότε εορτάζεται η ύψωσις του
τιμίου και ζωοποιού Σταυρού.
Τι έκαμε την Αιγυπτίαν να παρακολουθήση τους δι’εκεί προσκυνητάς ;
Κατά
τινα των βιογράφων της, περιπατούσα προς την θάλασσαν, όπου ειλκύοντο
οι ζητούντες αναψυχήν κατά την θερμήν εκείνην-εν Αιγύπτω μάλιστα-
εποχήν, είδε πολύν όχλον Λιβύων και Αιγυπτίων, οι οποίοι εσπευδαν προς
την παραλίαν. Ηρώτησε λοιπόν εκ περιεργείας και της είπαν ότι τα σμήνη
εκείνα ητοιμάζοντο δια τα Ιεροσόλυμα, όπου μετ’; ολίγας ημέρας θα
εωρτάζετο η ύψωσις του τιμίου Σταυρού. Η πληροφορία αυτή ήρκεσε να
διεγείρη εις την ψυχήν της Μαρίας τον πόθον του να συνακολουθήση.
Ωφείλετο τούτο εις
φωνήν ευσεβείας, η οποία ανεδόθη από τα σύσκια βάθη της ψυχής της εν
στιγμή σαρκικού κόρου και εκκρούσεως πνευματικού τινος σπινυήρος Ή
προήρχετο από την πλάνητα ακαταστασίαν της διεφθαρμένης γυναικός, η
οποία επόθησεν απλώς να ίδη νέους τόπους και να συνάψη νέας γνωριμίας ;
Οι βιογράφοι της αποκλίνουν μάλλον προς την δευτέραν γνώμην. Αλλ’;
εγώ νομίζω ότι εις την καρδίαν της εταίρας εκείνης είχεν ήδη αρχίσει
μυστηριωδώς η σωτήριος μεταβολή. Διότι μάταια οι φιλόσαρκοι ζητούν να
σβύσουν τους φλογερούς της ψυχής πόθους εις την απόλαυσιν ισχυρών, αλλά
ματαίων και ευτελών ηδονών. Και τότε, εάν η ψυχή δεν εσάπισε αρχίζει να
ακούη και τας εξ ουρανού φωνάς, που πρίν έσβυναν μέσα εις τας αενάους
και θορυβώδεις ανακινήσεις του σαρκικού βορβόρου.
Η Μαρία η Αιγυπτία εισήρχετο ήδη εις τοιαύτην περίοδον. Ήτο το
παγιδευμένον πτηνόν, το οποίον ήρχιζε ν’;ανακινή προς την απαλλαγήν τας
πτέρυγάς του, η ψυχή η όζουσα, εντός της οποίας ανέτελλεν ο πόθος νέας
ζωής, καθαράς και ευώδους. Εντός των οδών και των καταγωγίων της
Αλεξανδρείας είχε λησμονήσει και Ιεροσόλυμα και Σταυρόν και τον
Λυτρωτήν, τον χύσαντα το αίμα του υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων. Τι
είχεν όμως κερδήσει; Η υπερβολή της αμαρτίας της την είχε περιβάλει και
με υπερβολήν αίσχους.
Τον εξευτελισμόν αυτόν τον αντελαμβάνετο ήδη. Η ηθική όρασις, με την
οποίαν ο Δημιουργός οπλίζει τας ψυχάς, δεν είχεν υποστή τελείαν την
καταστροφήν εντός της. Βαρύς καταρράκτης, πρωίμως παγιωθείς, την έκαμε
τυφλήν. Αλλά τώρα η νόσος ήρχισε να διαλύεται, και η Αιγυπτία αθυμούσε,
βλέπουσα, έστω και παροδικώς και αμυδρώς προς το παρόν, τη αθλίαν
ποιότητά της.
Αυτή ήτο η ψυχολογική της κατάστασις, όταν, παρά την θάλασσαν της
Αλεξανδρείας, είδε τους δια τα Ιεροσόλυμα προσκυνητάς και ήκουσεν ότι
όλοι εκείνοι οι συρρέοντες δι’ απόπλουν άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και
παιδιά, εκινούντο από τον πόθον του να παρασταθούν εις την πανήγυριν της
υψώσεως του τιμίου Σταυρού. Η Αιγυπτία, εις το άκουσμα τούτο,
ανεμνήσθη. Ανεμνήσθη την πολύ μικράν ηλικίαν της, όταν εζούσε πλησίον
των γονέων της εις την κωμόπολίν των την ήσυχον, την οποίαν προ τόσου
καιρού είχεν αυτή εγκαταλείψει. Τότε, παιδίσκη ακόμη αδίαφθορος,
επήγαινεν εις την εκκλησίαν και είχεν ακούσει περί της ευρέσεως του
τιμίου Σταυρού, χάριν του οποίου μία ένδοξος μητέρα του κραταιοτέρου
αυτοκράτορος, έκαμε το ταξείδιον εις Ιεροσόλυμα, εθεώρησε δε την
ανακάλυψίν του ως το ευτυχέστερον της ζωής της γεγονός. Η ανάμνησις
εκείνη, ασθενώς εις την ψυχήν της επανακάμψασα, επέμενεν ουχ ήττον. Και η
ευσπλαγχνία του Θεού παρενέβη αμέσως. Η Αιγυπτία, υπό μυστικήν ώθησιν,
απεφάσισε την εις Ιεροσόλυμα μετάβασιν, χωρίς και αυτή να γνωρίζη ποίαν
επιρροήν έμελλε να εξασκήση τούτο δια παντός εις την ζωήν της την
έπειτα.
Εισελθούσα εις εν από τα πλοία, τα έτοιμα δια το ιερόν εκείνο ταξίδιον,
άφηνε μετ’; ολίγον την πόλιν της Αλεξανδρείας, μάρτυρα του ελεεινού της
βίου, της εσχάτης καταπτώσεως και καταισχύνης της. Και ευτυχώς δεν
έμελλε να την επανιδή πλέον ποτέ.
Φθάσασα εις Ιεροσόλυμα, δεν είχε αποθέσει ακόμη τον παλαιόν άνθρωπον,
τα ένστικτα της σαρκικότητος διετήρουν ακόμη το κράτος των επί της ψυχής
και των πράξεών της. Η πάλη όμως είχεν εισδύσει εντός της. Εάν η
αμαρτία την παρέσυρεν, αλλά δεν την έτερπε πλέον και δεν την ηυχαρίστει
ως πριν. Ωλίσθαινε, παρεσύρετο, κατέπιπτεν, αλλά και υπέφερεν. Εν αυτή
ετελείτο ο ηθικοσαρκικός εκείνος αγών, ο οποίος διαδραματίζεται εντός
του ταλαιπώρου ανθρώπου, του μη γνωρίσαντος ακόμη τον Λυτρωτήν Ιησούν,
και το οποίον τόσον δυνατά εχρωμάτισεν ο απόστολος Παύλος. Η Αιγυπτία
έκαμνε το κακόν, και όμως ετύπτετο απ’ αυτό. Ενώ δε πάλιν την ετυράνει, η
δύναμις της παλαιάς συνηθείας και της μακράς εξοικειώσεως την έρριπτεν
εις τα ολεθρίας και μιαράς αγκάλας του.
Εν τοιαύτη καταστάσει της αξιοθρηνήτου γυναικός ανέτειλεν η ημέρα της
13ης Σεπτεμβρίου. Από βαθέως όρθρου των προσκυνητών τα πλήθη συνέρρεον
εις την εκκλησίαν. Μαρία η Αιγυπτία, ασυνείθιστος εις εκκλησιαστικάς
συνάξεις, έφθασεν αργότερα και ηναγκάσθη δια τούτο να μείνη εις τα
προαύλια του ναού. Ότε όμως ήλθεν η ώρα της υψώσεως, οι έξω ιστάμενοι με
σφοδράς και ακατασχέτους ωθήσεις εισώρμων εις τα εντός. Αλλά, πράγμα
παράδοξον! Η Αιγυπτία αμαρτωλή έως μεν την θύραν εφέρετο μαζί με τους
άλλους, πέραν όμως αυτής εστάθη αδύνατον να προχωρήση. Παρ’; όλην την
ορμήν των κατόπιν ερχομένων, παρ’; όλας τας ιδικάς της προσπαθείας,
έμενεν εκεί κρατουμένη από μυστηριώδη δύναμιν, η οποία δεν την άφηνε να
εισέλθη. Ως να ήτο στήλη άσειστος και αμετακίνητος, τα κύματα του
πλήθους ηδυνάτουν να την ωθήσουν προς τα πρόσω, αυτή δε η ιδία, μετά
επανειλημμένας ματαίας αποπείρας, είδεν ότι
μυστική αλλά εμφανής εκ της ενεργείας της χειρ, ανωτέρα των ανθρωπίνων
δυνάμεων, την συνεκράτει και την παρημπόδιζεν από την είσοδον.
Δια να βεβαιωθή καλώς έκαμε και στροφήν εις τα οπίσω. Η ελευθερία των
κινήσεων της ήτο πλήρης. Από τον ναόν ηδύνατο να εξέλθη και μόνον το να
εισέλθη της ήτο απηγορευμένον.
Έμεινε λοιπόν εις την θύραν, και από την θέσιν εκείνην είδε μετ’;
ολίγων να υψώνεται το τίμιον ξύλον, επί του οποίου είχε τελεσθή το
μαρτύριον και η θυσία του Ιησού. Εις την θέσιν του η ψυχή της εσείσθη.
Όλη των ιερωμένων και του λαού η συγκίνησης ως να διεχύθη και κατεπότισε
και κατεπλημμύρισε την δυστυχή καρδίαν της, την ασυνείθιστον εις
τοιαύτα άγια ρεύματα. Και ενώ εξηκολούθει να βλέπει τον ανυψωμένον
σταυρόν, κάτωθι του οποίου επί του Γολγοθά εμπεπηγμένου είχον ακουσθή οι
σπαρακτικοί στόνοι της Παρθένου, καυστική αλλά και σωτηρία κατάνυξις
κατεκέντα την Αιγυπτίαν αμαρτωλήν και μεταστροφή ηθική ετελείτο εις τα
εσώτατα της ψυχής της.
Εις τοιαύτην ηθικήν μεταβολήν άφησε την θύραν και απεσύρθη εις μίαν
γωνίαν της αυτλής του ναού. Εκεί χείμαρρος δακρύων εξέρρευσεν ελευθέρως
από τους οφθαλμούς της, κλαυθμοί αντήχησαν και στεναγμοί διάπυροι από τα
βάθη της καρδίας της ανεδόθησαν. Και αποταθείσα προς την Παναγίαν
Θεοτόκον, της οποίας η εικών ήτο τοποθετημένη υπεράνω του τόπου, εις τον
οποίον ίστατο : «Παρθένε Δέσποινα, είπε,
Συ η οποία εγγένησες τον ενανθρωπήσαντα Θεόν Λόγον, ειξεύρω ότι δεν
είναι ευπρεπές ουδέ δίκαιον, ώστε εγώ, η τόσον ρυπαρά, η τόσον
πανάσωτος, να ατενίζω την εικόνα Σου της αειπαρθένου, Σου της αγνής, Σου
της με σώμα και ψυχήν καθαράν και αμόλυντον. Καλώς ειξεύρω ότι δίκαιον
είναι η ακάθαρτος εγώ να είμαι μισητή και βδελυκτή ενώπιον της ιδικής
Σου καθαρότητος. Πλην, επειδή, καθώς ήκουσα, δια τούτο έχει γίνει
άνθρωπος ο Θεός, τον οποίον ε΄γεννησες, δια να καλέση τους αμαρτωλούς
εις μετάνοιαν, βοήθησόν εμέ την ταλαίπωρον, η οποία, μόνη και έρημος εις
τον κόσμον τούτον από κάθε αληθινήν συμπάθειαν, δεν έχω κανένα να με
συντρέξη. Κάμε ώστε να συγχωρηθή και εις εμέ η εις την εκκλησίαν
είσοδος. Μη με στερήσης εις το να προσκυνήσω μετά των άλλων χριστιανών
το τίμιον αυτό ξύλον, επί του οποίου κατά σάρκα καθηλώθεις ο Θεός, τον
οποίον εγέννησες, το ίδιον του αίμα έδωκεν υπέρ εμού εις λύτρωσιν από
των αμαρτιών μου. Κάμε, ω Δέσποινα, ώστε να ανοιγή και εις εμέ η θύρα
της θείας του Σταυρού προσκυνήσεως, και εις τον εκ Σου γεννηθέντα δίδω
Σε εγγυητήν αξιόχρεων, ότιδεν θα ατιμάσω πλέον το σώμα μου τούτο δι’;
οιανδήποτε αισχρότητος αλλ’; εάν αξιωθώ να προσκυνήσω τον Σταυρόν του
Υιού Σου, αποτάσσομαι ευθύς από τον κόσμον και από όλα τα εν τω κόσμω,
και αμέσως είμαι έτοιμος να υπάγω όπου Συ ως εγγυήτρια της σωτηρίας μου
θα μου υποδείξης και με καθοδηγήσης».
Τους λόγους τούτους η Μαρία η Αιγυπτία είχεν είπη με τόσην θερμότητα
πίστεως, ώστε μυστική και οιονεί επίσημος τις πληροφορία εξήγγειλεν εις
αυτήν, ότι η εγκάρδιος της δέησης εισηκούσθη και ότι η θύρα του ναού δεν
είχε πλεόν δι’ αυτήν δεσμούς και εμπόδια. Και πράγματι. Σπεύσασα
ανεμίχθη και πάλιν με τα πλήθη των συνωθουμένων δια να εισέλθουν και την
φοράν αυτήν ο πόθος της εξεπληρώθη. Εισήλθεν εις τον ναόν! κλονουμένη
όμως από την σφοδράν συγκίνησιν και φρίσσουσα εν τη συναισθήσει της
ενοχής της και του ανεξαντλήτου πελάγους της ευσπλαγχνίας. Αφού δε
επροσκύνησε τον Τίμιον Σταυρόν με κατάνυξιν ανέκφραστον, εξήλθεν από τον
ναόν και μεταβάσα προς την εικόνα της Θεομ΄τορος, αυτήν εκείνην,
ενώπιον της οποίας προ ολίγου απηύθεινε την εισακουσθείσαν δέησιν,
εγονάτισε και είπε : «Συ μεν, ω φιλάγαθε
Δέσποινα, ευηρεστήθης να επιδείξης και δι’; εμέ όλην σου την
φιλανθρωπίαν. Συ δεν εβδελύχθης εμού της αναξίας την δέησιν, χάρις εις
την μεσιτείαν Σου είδα δόξαν, από την οποίαν δίκαια αποκλειόμεθα οι της
ασώτου ζωής. Δόξα εις τον Θεόν, όστις,με τας ιδικάς σου φιλοστόργους
πρεσβείας, δέχεται των αμαρτωλών την ματάνοιαν. Διότι εγώ, η
υποδουλωθείσα εις την αμαρτίαν, τι ηδυνάμην να διανοηθώ μόνη και να είπω
υπέρ της σωτηρίας μου ; Καιρός λοιπόν είναι, Δέσποινα, να εκτελέσω ό,τι
υπέρ εμού ηγγυήθης. Τώρα όπου εγκρίνεις οδήγησέ με? το θέλημά σου είναι
δι’; εμέ προσταγή? τώρα ικετεύω να μου γίνης της σωτηρίας διδάσκαλος,
χειραγωγούσα με προς την οδόν, που φέρει εις την μετάνοιαν».
Η Μαρία η Αιγυπτία απήυθυνε την δέησιν αυτήν με όλην την θερμότητα
ψυχής συντετριμμένης και ταπεινωμένης, αμέσως δε της εδόθη η απόδειξις,
ότι η επίκλησις της δεν αντήχησε μάταια. Ακόμη δεν είχε τελειώσει την
φλογεράν και συγκινητικήν ικεσίαν της, και ήκουσε φωνήν, ο οποία, αν και
εφαίνετο ότι ήρχετο από μακράν, ήτο όμως πολύ καθαρά και απέπνεε
μητρικωτάτην συμπάθειαν. Τι δε έλεγεν η φωνή αύτη : «Εάν τον Ιορδάνην
περάσης, καλήν θα εύρης ανάπαυσιν».
Εις την μυστηριώδη, αλλά και σαφή αυτήν παράκλησιν η Αιγυπτία κατελήφθη
από αγίαν φρικίασιν. Ούτω λοιπόν ! Αυτή η απόβλητος του βορβόρου η
γυνή, η κατασπιλώσασα και μολύνασα ολόκληρον τον εαυτό της, δεν
απεδιώκετο και δεν απεβάλλετο, αλλ’; εύρισκε σπλάγχνα συμπαθητικά και
πρόθυμα.
Πλήρης
τότε συκγινήσεως και δακρύων έκραξε : «Δέσποινα, Δέσποινα, μη
εγκαταλίπης με». Συγχρόνως δε εξήλθεν από την αυλή του ναού και εβάδιζε
ταχέως.
Κατά την οδηγίαν της φωνής, την οποία ήκουσεν, απεφάσισε να διευθυνθή
πέραν του Ιορδάνου. Ηγνόει όμως εντελώς την οδόν. Τί λοιπόν να πράξη ;
Αρτοποιός, από τον οποίον ηγόρασε τρεις άρτους, της έδειξε την πύλην της
πόλεως. Από αποστάσεως εις απόστασιν ερωτώσα, έφθασε τέλος περί την
δύσιν του ηλίου εις τον ναόν Ιωάννου του Βαπτιστού, ο οποίος έκειτο
πλησίον του Ιορδάνου. Εισήλθε. Και εις το ημίφως της ώρας εκείνης, μόνη
εντός της εκκλησίας εν μέσω τόσων ιερών αντικειμένων, τα οποία διήγειρον
και διεθέρμαινον την ευσέβειαν, κατεκυριεύθη από κατάνυξιν. Γονατίσασα,
προσηυχήθη θερμά, και διάβροχος εκ των φλογερών δακρύων, εξέχυσε προς
τον Θεόν την ψυχήν της όλην, εθρήνησε δια τον πριν αμαρτωλόν βίον της
και εδεήθη όπως η θεία χάρις, λούουσα αυτήν από του ρύπου της, την
κρατήση του λοιπού επί του δρόμου της μετανοίας και της αρετής. Όταν
εξήλθε, ευρέθη προς την όχθη του Ιορδάνου. Τα ύδατα εκείνα τα οποία
περιέλουσάν ποτε το σώμα του Λυτρωτού, διεφαίνοντο εις τον ρουν των
μετέχοντα μυστηριώδους τινός φύσεως. Κύψασα κατέβρεξε το πρόσωπον και
τας χείρας της, και ησθάνθη ότι άρρητος δρόσος εισήλθε και κατεπότισε
την ψυχήν της.
Εζήτησε ακολούθως πνευματικόν περίφημον δια την σύνεσιν, την πείραν και
την χριστιανικήν του αγαθότητα. Ο σεβάσμιος εκείνος γέρων, εις την
ειλικρινή της Αιγυπτίας εξομολόγησιν, είδεν όλην την συντριβήν της
καρδίας της και της μετανοίας της την θέρμην, διέκρινε δε ότι η προς το
Θεόν γνώμη της ήτο πλέον οριστική και αμετάτρεπτος. Και ως γνήσιος
λειτουργός Εκείνου, όστις έδωκεν εις εν θέρμόν δάκρυ την θαυμασίαν
δύναμιν να εξαλείφη τας μάλλον υπερμεγέθεις και χρονίους κηλίδας
αμαρτιών, αφούτην παρηγόρησε και την ενίσχυσεν εις την νέαν οδόν της,
της επέτρεψε να κοινωνήση των Αχράντων μυστηρίων.
Την νύκτα εκείνην διήλθεν η μετανοούσα γυνή εν υπαίθρω, προσευχομένη
υπό τα άστρα και καθιστώσα θερμοτέραν πάντοτε την φωνήν των δεήσεων της.
Το πρωί εκοινώνησε μετά φόβου και τρόμου και ησθάνθη εν τη ψυχή της την
φαιδράν αυγήν νέας ζωής ελευθέρας από τας ακάνθας και τα δεσμά του
κόσμου. Η δε φωνή, ότι ώφειλενα διέλθη τον Ιορδάνην, την έφερε και πάλιν
παρά την όχθην του ποταμού.
Εκεί μια λέμβος εσάλευεν επί των υδάτων ο λεμβούχος, αγαθός άνθρωπος,
την μετέφερεν αντικρύ. Εκείνη δε επροχώρησε τότε προς τα βαθύτατα της
ερήμου του Ιορδάνου, όπου απεφάσισε να διανύση το υπόλοιπον της ζωής
της. Κατά την αυτόθι διατριβήν της την συνήντησέ ποτε φάσμα πλέον του
άλλοτε κάλλους και της νεότητος, ανήρ ευσεβέστατος, ο αββάς Ζωσιμάς,
όστις και διηγήθη έπειτα την συγκινητικήν ιστορίαν της.
Η
ερημική διαμονή Μαρίας της Αιγυπτίας δεν διέρρευσεν άνευ πνευματικών
ενοχλήσεων και θυελλωδών πειρασμών. Η θέλησις και ο πόυος της ήσαν εξ
ολοκλήρου προς την ευσέβειαν, αλλάτο παρελθόν με τας μακράς και βαρείας
συνηθείας του δεν άφινε τόσον έυκολα ενταλώς την θέσιν του. Πολλάκις, εν
μέσω της προσευχής της και της αγίας ανυψώσεως της ψυχής της, ο δαίμων
της απωλείας την περιέβαλλε πανταχόθεν μα τας σαγήνας του και εζήτει να
την παρασύρη εις το καταστρεπτικόν βάραθρόν του. Αι πολυτελείς τράπεζαι,
εις τας οποίας παρεκάθητο άλλοτε, οι γλυκείς οίνοι, τους οποίους κατά
κόρον ερρόφα, άσματα και χοροί και λοιπαί παρόμοιοι σκηναί της κοσμικής
μέθης και εξάψεως, αναπαρίσταντο εις την φαντασίαν της και διέφλεγαν τη
καρδίαν της με λυσσώδη προσπάθειαν να επανακτήσουν το επ’; αυτής κράτος
των. Η σφοδρότης της εφόδου εγίνετο ενίοτε ανωτέρα των δυνάμεων της
ταλαιπώρου αμαρτωλής. Και τότε την καταλάμβανε φόβος ως τον άνθρωπον, ο
οποίος, μόλις κατορθώσας να ανασυρθή από απύθμενον βάραθρον γεμάτον
σκορπίους και φίδια, απειλείτε να επαναπέση και πάλιν εις αυτό. Και τότε
ανεκραύγαζε και εδάκρυζε και καθικεύτευε και το στήθος της έτυπτε και
τον Λυτρωτήν επεκαλείτο και προς την παναγίαν Μητέρα του εδέετο, όπως
την βοηθήση να μείνει πιστή εις την υπόσχεσιν του να σταθή έξω της πνοής
της αμαρτίας. Και πίπτουσα προς το έδαφος, έμενεν εκεί επαναλαμβάνουσα
τας ικεσίας και τας δεήσεις της, η θύελλα παρήρχετο και διέλαμπε το
γλυκύ φως της ψυχικής γαλήνης και ασφαλείας.
Η πάλη αυτή διήρκεσε δέκα επτά ολόκληρα έτη. Τόσα δηλαδή όσα υπήρξαν
και τα έτη του αμαρτωλού της βίου. Τοιουτοτρόπως η δοκιμασία της έλαβε
τέλος. Η αθλήτρια απεδείχθη αξία στεφάνου. Η άλλοτε ασθενής και
χρησιμεύουσα εις καταπάτημα του Πονηρού, υπό την βοήθειαν τώρα και την
χειραγψγίαν του Πνεύματος του αγίου, ησκήθη και ενισχύθη και τον
κατεπάλαισε και κατέστη απρόσιτος εις τας επιθέσεις του, συντρίψασα δια
του Ιησού Χριστού την επ’; αυτής άλλοτε πανίσχυρον δύναμίν του.
Έκτοτε λογισμοί της πόθοι της, θελήματά της, όλαι τέλος πάντων αι
δυνάμεις της, νοητικαί, ηθικαί, σωματικαί, κεκαθαρμέναι πλέον και
ηγιασμέναι, εδόθησαν αποκλειστικώς εις την νέαν κατά Χριστόν ζωήν.
Έγεινεν όλη φως και αγιασμός και πτήσις ουράνιος και διηνεκής και
ολόψυχος προσήλωσις προς την ζωήν του Ευαγγελίου, προς τας εντολάς του
και τας επαγγελίας του.
Υπέρ τα τριάκοντα ακόμη έτη διήλθεν η Αιγυπτίαν, εις την έρημον με την
νέαν αυτήν της ζωής φάσιν, εντελώς αποχωρισθείσα από το θλιβερόν της
νεότητος παρελθόν, κατασκευάσασα εντός της την νέαν πνευματικήν και
ηθικήν κτίσιν, την οποίαν ο Χριστός δίδει, εις όσους τον πιστεύσουν και
τον καταστήσουν βασιλέα της καρδίας και του βίου των.
Όταν ο αββάς Ζωσιμάς συνήντησε Μαρίαν την Αιγυπτίαν, είχε αύτη
τεσσαράκοντα επτά ετών διαμονήν εις την έρημον. Έκπληκτος ο γέρων
εκείνος ήκουσε την διήγησίν της και εδόξασε τον Θεόν, όστις γνωρίζει να
κατορθώνη τα τοιαύτα θαυμάσια. Ότε δε ο Ζωσιμάς έμελλα να απέλθη, η οσία
γυνή της ερήμου τον παρεκάλεσε θερμώς να μη ειπή εις κανένα τίποτε, έως
ότου ο Θεός την ελευθερώση από την γην. Τον καθικέτευε δε όπως κατά την
μεγάλην εβδομάδα του επομένου έτους, και ωρισμένως κατά την αγίαν
εσπέραν του Δείπνου του μυστικού, λάβη από το Μοναστήριον του το
ζωοποιόν Σώμα και Αίμα του Χριστού και το φέρη προς αυτήν δια να
κοινωνήση. Και ώρισεν ότι θέλει τον περιμένει προς τα κατοικούμενα μέρη
του Ιορδάνου.
Ο αββάς Ζωσιμάς επέστρεψεν εις το μοναστήριόν του, χωρίς να ειπή τίποτε
παρί της Αιγυπτίας. Όταν δε αι ημέραι των νηστειών ήλθον και έφθασεν η
εσπέρα του Δείπνου του μυστικού, θέσας εις εν μικρόν ποτήριον το
άχραντον Σώμα και το τίμιον Αίμα του Σωτήρος Χριστού, προς την νύκτα
πλέον, μετέβη παρά την όχθην του Ιορδάνου και προσηλώσας τους οφθαλμούς
του προς το αντίπεραν μέρος, περιέμενε της Αιγυπτίας την εμφάνισιν. Ήτο
δε πλήρης οδύνης και θλίψεως, διότι δεν υπήρχε πλοιάριον, όπως αυτός
διέλθη προς το πέραν ή εκείνη δυνηθή να φθάση προς αυτόν. Αλλ’; η ταραχή
του κατηυνάσθη, όταν η οσία εκείνη εφάνη εις το αντίκρυ μέρος του
ποταμού. Το βλέμμα του αββά ιλαρύνθη, αλλά μόνον προς στιγμήν. Ματαίως
περιέφερε τους οφθαλμούς του άνω και κάτω του ποταμού? τα ύδατα ήσαν
έρημα. Κανέν πλοιάριον, καμμία λέμβος. Ο αββάς τότε εστέναξε και σηκώσας
τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν επεκαλείτο τον Θεόν, όπως δώση
διέξοδον εις την αμηχανίαν εκείνην.
Εξαίφνης, υπό το λαμπρόν φως της πανσελήνου, είδε την Αιγυπτίαν οιονεί να σφραγίζη τον ποταμόν με το σημείον του τιμίου σταυρού και ευθύς κατόπιν να προχωρή η ιδία δια του ποταμού, βαδίζουσα ελευθέρως επί της επιφανείας των υδάτων.
Ο αββάς έμεινεν έκπληκτος. Ότε δε η οσία ήλθε πλησίον του, ηθέλησε να
κάμη μετάνοιαν εμπρός της. Αλλ’; εκείνη τον ημπόδισε. «Συ, του είπε, θα
κάμης εις εμέ μετάνοιαν, εν ω ιερεύς είσαι και θεία μυστήρια βαστάζεις ;
» Ο αββάς εκρατήθη, προσέφερε δε την θείαν κοινωνίαν εις Αιγυπτίαν. Και
εκείνη τότε στενάξασα και δακρύσασα είπε : «Νυν απολύεις την δούλη σου
Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το
σωτήριόν σου.»
Έπειτα λέγει προς τον Γέροντα : «Συγχώρησέν μου, αββά, να σου
καθυποβάλω ακόμη ένα τελευταίον μου πόθον. Τώρα μεν πήγαινε εις το
μοναστήριόν σου βοηθούμενος και φυλαττόμενος από την χάριν του Θεού. Το
δε ερχόμενον έτος έλα πάλιν εις τον ερημικόνεκείνον χείμαρον, όπου με
συνήντησες πέρυσι. Έλα, χωρίς άλλο εν ονόματι του Κυρίου μας, και θα με
ιδής καθώς θέλει ο Κύριος.» Ακολούθως είπε πάλιν προς τον αββάν : «Να
εύχεσαι υπέρ εμού και να μνημονεύης εμέ την ταλαίπωρον και αθλίαν.»
Ο γέρων Ζωσιμάς δεν έβλεπε πότε να παρέλθη η προσδιορισθείσα του έτους
προθεσμία. Ότε δε αύτη διέρρευσεν, επέρασε τον Ιορδάνην, εισήλθεν εις
την έρημον και ανεζήτει την οσίαν ανά τον τόπο του χειμάρρου. Αλλά
μολονότι επί πολύ ανεζήτησε, δεν είδε να φανή πουθενά καμμία μορφή. Τότε
εστέναξε πικρώς και ανατείνας τους οφθαλμούς εδεήθη και έλεγε : «δείξον
μοι, Δέσποτα, τον θησαυρόν, δείξον μοι, δέομαι, τον εν σώματι άγγελον,
του οποίου ο κόσμος δεν είναι επάξιος.» Επροχώρησε κατόπιν, ζητών τώρα
να ανεύρη κατά γης την οσίαν, ίσως ανεπαύετό που, αλλά θέαμα λυπηρόν
προσέβαλε τους οφθαλμούς του. Προς το ανατολικόν μέρος του χειμάρρου
σώμά τι εφάνη κατακείμενον. Ο Ζωσιμάς έσπευσε με παλμούς ανησύχους. Φευ !
ήτο η Αιγυπτία, αλλά νεκρά πλέον.
Ο Ζωσιμάς εδάκρυσε και εδόθη εις κλαυθμούς. Ησπάσθη το μακάριον
λείψανον, προσηυχήθη γονατίσας παρ’αυτό, εδεήθη υπέρ της ψυχής της
μεταστάσης, καθικέτευσεν ώστε εκείνη να μεσιτεύση υπέρ αυτού του
ευρισκομένου ακόμη επί του πολυμόχθου σταδίου της γης. Και κατόπιν
έθεψεν της Αιγυπτίας το σώμα μη φέρον κανέν άλλο εντάφιον, παρά μόνο το
παμπάλαιον φόρεμά της με ένα σταυρόν επί του στήθους. Ήτο δε τότε το
έτος 421 μετά Χριστόν.
Τοιούτος υπήρξεν ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Γυνή της
αμαρτίας και του βορβόρου, απελούσθη δια των δακρύων της μετανοίας και
ηγιάσθη δια της πίστεως και του αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Αυτός από την υπερβολήν της ατιμίας την έφερεν εις υπερβολήν δόξης και
τιμής. Και η οσία Μαρία μένει δια των αιώνων περιφανές και αθάνατον
παράδειγμα της δυνάμεως της μετανοίας, και του ότι η γυνή, πτώμα ηθικόν
μακράν του Χριστού, δι αυτού καθαίρεται και λαμπρύνεται και καθίστατο η
πρών άσωτος αγνοτέρα από την χιόνα των ορέν και παρθενικωτέρα από τα
κρίνα των αγρών.
Η Οσία εορτάζεται από την εκκλησία μας την 1η Απριλίου.