Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νεκτάριος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Νεκτάριος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Άγιος Νεκτάριος: Τίποτα να μην σας απελπίζει!


Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε τέλειοι καὶ ἅγιοι. Νὰ ἀναδειχθοῦμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἂς προσέξουμε μήπως, γιὰ χάρη τῆς παρούσας ζωῆς, στερηθοῦμε τὴ μέλλουσα, μήπως, ἀπὸ τὶς βιοτικὲς φροντίδες καὶ μέριμνες, ἀμελήσουμε τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας.
Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχὴ ἀπὸ μόνες τους δὲν φέρνουν τοὺς ἐπιθυμητοὺς καρπούς, γιατί αὐτὲς δὲν εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ἀποτελοῦν τὰ μέσα γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ σκοπό.


Στολίστε τὶς λαμπάδες σας μὲ ἀρετές. Ἀγωνιστεῖτε ν' ἀποβάλετε τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Καθαρίστε τὴν καρδιά σας ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ διατηρῆστε τὴν ἁγνή, γιὰ νὰ ἔρθει καὶ νὰ κατοικήσει μέσα σας ὁ Κύριος, γιὰ νὰ σᾶς πλημμυρίσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὶς θεῖες δωρεές.

Παιδιά μου ἀγαπητά, ὅλη σας ἡ ἀσχολία καὶ ἡ φροντίδα σ' αὐτὰ νὰ εἶναι. Αὐτὰ ν' ἀποτελοῦν σκοπὸ καὶ πόθο σας ἀσταμάτητο. Γί' αὐτὰ νὰ προσεύχεστε στὸ Θεό. Νὰ ζητᾶτε καθημερινὰ τὸν Κύριο, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σας καὶ ὄχι ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὅταν Τὸν βρεῖτε, σταθεῖτε μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὅπως τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, γιατί ἡ καρδιά σας ἔγινε θρόνος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ βρεῖτε τὸν Κύριο, ταπεινωθεῖτε μέχρι τὸ χῶμα, γιατί ὁ Κύριος βδελύσσεται τοὺς ὑπερήφανους, ἐνῷ ἀγαπάει καὶ ἐπισκέπτεται τοὺς ταπεινοὺς στὴν καρδιά.
Ἂν ἀγωνίζεσαι τὸν ἀγώνα τὸν καλό, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἐνισχύσει. Στὸν ἀγώνα ἐντοπίζουμε τὶς ἀδυναμίες, τὶς ἐλλείψεις καὶ τὰ ἐλαττώματά μας. Εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς πνευματικῆς μας καταστάσεως. Ὅποιος δὲν ἀγωνίστηκε, δὲν γνώρισε τὸν ἑαυτό του.
Προσέχετε καὶ τὰ μικρὰ ἀκόμα παραπτώματα. Ἄν σᾶς συμβεῖ ἀπὸ ἀπροσεξία κάποια ἁμαρτία, μὴν ἀπελπιστεῖτε, ἀλλὰ σηκωθεῖτε γρήγορα καὶ προσπέστε στὸ Θεό, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς ἀνορθώσει.
Μέσα μας ἔχουμε ἀδυναμίες καὶ πάθη καὶ ἐλαττώματα βαθιὰ ριζωμένα, πολλὰ εἶναι καὶ κληρονομικά. Ὅλα αὐτὰ δὲν κόβονται μὲ μία σπασμωδικὴ κίνηση οὔτε μὲ τὴν ἀδημονία καὶ τὴ βαρειὰ θλίψη, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, μὲ καρτερία, μὲ φροντίδα καὶ προσοχή.
Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη κρύβει μέσα της ὑπερηφάνεια. Γί' αὐτὸ εἶναι βλαβερὴ καὶ ἐπικίνδυνη, καὶ πολλὲς φορὲς παροξύνεται ἀπὸ τὸ διάβολο, γιὰ ν' ἀνακόψει τὴν πορεία τοῦ ἀγωνιστῆ.
Ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν τελειότητα εἶναι μακρύς. Εὔχεστε στὸ Θεὸ νὰ σᾶς δυναμώνει. Νὰ ἀντιμετωπίζετε μὲ ὑπομονὴ τὶς πτώσεις σας καί, ἀφοῦ γρήγορα σηκωθεῖτε, νὰ τρέχετε καὶ νὰ μὴ στέκεστε, σὰν τὰ παιδιά, στὸν τόπο ποὺ πέσατε, κλαίγοντας καὶ θρηνώντας ἀπαρηγόρητα.
Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴν μπεῖτε σὲ πειρασμό. Μὴν ἀπελπίζεστε, ἂν πέφτετε συνέχεια σὲ παλιὲς ἁμαρτίες. Πολλὲς ἀπ' αὐτὲς εἶναι καὶ ἀπὸ τὴ φύση τους ἰσχυρὲς καὶ ἀπὸ τὴ συνήθεια. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ὅμως, καὶ μὲ τὴν ἐπιμέλεια νικιοῦνται. Τίποτα νὰ μὴ σᾶς ἀπελπίζει.


Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

Συνάντηση Αγίων σ' ένα Νοσοκομείο της Βιέννης. Θαύμα Αγίου Νεκταρίου


Μάϊος του 2003 και η Διακαινίσιμη περίοδος ήταν στο τέλος της. Με συντροφιά άλλους τρεις Χριστιανούς, ξεκινήσαμε πολύ πρωί- αξημέρωτα ακόμα- για ένα προσκύνημα, στην Ι. Μ. της Παναγίας της Γαυριώτισσας.
Η Παρέα μας, γνωστός Ηγούμενος Μεγάλης Αγιορείτικης Μονής, ένας Ιερομόναχος και ένας ακόμα λαϊκός.

Είχα καιρό την επιθυμία να κάνω εκείνο το προσκύνημα και να δώ από κοντά, τον ονομαστό επιστήθιο φίλο του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη, τον Άγιο Γέροντα π. Αμβρόσιο Λάζαρη.

Παρακλήθηκα, περασμένες 12 την προηγούμενη το βράδυ, να κάνω τον οδηγό της συνοδείας, γιατί «κάτι έτυχε στον προγραμματισμένο οδηγό» της παρέας…. Η χάρη της Παναγίας με κάλεσε να ζήσω τα γεγονότα που καταγράφω.

Ο ήλιος που ξεπρόβαλε, μας βρήκε να ανηφορίζουμε με το αυτοκίνητο τις στροφές του Παρνασσού. «Μάγεμα η φύση κι’ όνειρο»[1].

Οι λαμπερές πρωινές ακτίνες του, χρύσιζαν τις δροσοσταλίδες στα φύλλα των δέντρων και των λουλουδιών, δίνοντας τη θέα και την αίσθηση μικρών διαμαντιών, που σκορπίστηκαν απλόχερα.

Ο καθαρός βουνήσιος αέρας και η πρωινή δροσιά παράβγαιναν λές, για το ποιό θα μας πρωτοευχαριστήσει.

Μέσα σε μια Πασχαλιάτικη πρωτόγνωρη χαρά, ανάμεσα στα έλατα, στα πεύκα, τις καρυές, το θυμάρι και τις κουμαριές, το αυτοκίνητό μας, ήταν ο μόνος θόρυβος στη φύση.

Στην μοναξιά και ησυχία που τίποτα άλλο δε διέκοπτε, τριγύρω, εκτός απ’ τα πουλιά που τραγουδούσαν ή φτερούγιζαν αθόρυβα, φθάσαμε, περασμένες εξίμισυ το πρωί, στην είσοδο της Μονής. Στις επτά έπρεπε να αρχίσει η Θ. Λειτουργία.

Στην είσοδο της Μονής, της Παναγίας της Γαυριώτισσας, μας περίμενε μ’ ένα φτυάρι στα χέρια, τακτοποιώντας, έξω από το δρόμο φρεσκοφερμένη κοπριά, για τα φυτά και τα λουλούδια της Μονής, ο πνευματικός της Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης.

Με έκδηλη χαρά μικρού παιδιού χαιρέτησε τους ιερείς και περίμενε και μένα να σταθμεύσω το αυτοκίνητο σε ασφαλές σημείο.

Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και βρέθηκα μπροστά σε ένα γίγαντα ιερωμένο, με ένα πλατύ θεϊκό χαμόγελο και μια τεράστια αγκαλιά.

«Έλα Παναγιώτη λεβέντη και αργήσαμε. Μας περιμένει η Παναγία». Ασπάστηκα το χέρι του και σκέφθηκα ότι, κάποιος του είπε τ’ όνομά μου.

Μπήκαμε στον περίβολο κι’ από το διάδρομο ανάμεσα στις ολάνθιστες, περιποιημένες τριανταφυλλιές, πηγαίναμε προς το καθολικό της Ι. Μονής.

«Θα ψάλλουμε μαζί σήμερα κ. Εισαγγελέα. Πολύ χαρά έχω που ήρθατε» Απορώ εγώ πάλι, αλλά υποθέτω ότι, για την ιδιότητα μου, κάποιος θα του είπε κάτι, αλλά πότε; μεσα στη νύχτα; Πώς τα ξέρει όλα αυτά για μένα. Πρώτη φορά τον συναντώ…. Άλλο οδηγό περίμενε.

Μπήκαμε στο Ναό. Διάβασα τον εξάψαλμο έψαλε ο π. Αμβρόσιος, μαζί του και εγώ σε μια κατανυκτική ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Μοναδική εμπειρία Θ. λειτουργίας.

Ήμουνα δίπλα σε ένα άνθρωπο του Θεού, σ’ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας κι’ έζησα μοναδικές στιγμές. Η συνέχεια μου τόδειξε αδιαμφισβήτητα.

Γίγαντας στο σώμα, στην ψυχή και στην αγιότητα, ο Γέροντας, μας καλοδέχθηκε στο αρχονταρίκι της Μονής, μετά το «δι ευχών της ακολουθίας».

Η Γερόντισσα Παρθενία (αν θυμάμαι σωστά) και οι αδελφές, σέρβιραν καφέ, τσάϊ από τον Παρνασσό, μέλι, ψωμί, τυρί, παξιμάδια και πολύ αγάπη.

Οι συμβουλές του Γέροντα, με κοφτό λόγο, που δεν επέτρεπε αντίρρηση, προσωποποιημένες για τον καθένα μας, έκαναν τους ακροατές του να τον παρακολουθούν με αμείωτο ενδιαφέρον.

Η ώρα πέρασε και οι προσκυνητές αραίωσαν. Μείναμε η παρέα μας ο Γέροντας και δυο τρία πρόσωπα γνωστά του.

Ο Αγιορείτης ηγούμενος, αποσύρθηκε να εξομολογήσει κάποιους που είχε μαζί τους συνεννοηθεί.

Μέχρις ότου ετοιμασθεί η Τράπεζα μας κάλεσε στο απέρριτο κελί του, ύψιστη τιμή για ένα επισκέπτη, και γυρίζοντας σε μένα μου λέει: «Εισαγγελέα το βλέπεις αυτό, δείχνοντάς μου παράλληλα ένα ιδιόμορφο πέτρωμα, όσο ένα μανταρίνι σε μέγεθος, μέσα σ’ ένα μικρό γυάλινο βαζάκι, πάνω στο κομοδίνο. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και ο Γέροντας συνέχισε.

«Άκου που λές εισαγγελέα μου. Πρίν καιρό πέρασε, από δώ ένας Ελβετός γιατρός, φίλος του Δεσπότη της Λαμίας του Δαμασκηνού. Ήρθανε μαζί. Εγώ εκείνο τον καιρό υπέφερα, από κάτι πόνους στη μέση και ο Δεσπότης το ήξερε.

Λέει του γιατρού το πρόβλημα και εκείνος, αφού με εξέτασε, είπε ότι πρέπει να χειρουργηθώ άμεσα. Είναι πρόβλημα νεφρού αυτό και η εγχείρηση, θα φρόντιζε αυτός, να γίνει στη Βιέννη, στο καλλίτερο νοσοκομείο. Έκαμα υπακοή στο Δεσπότη και πήγα που λές, στην Ελβετία.

Μπήκα στο νοσοκομείο γίνανε οι εξετάσεις και προγραμματίστηκε η εγχείρηση. Όλοι συμφωνούσαν με τη διάγνωση κι’ έλεγαν ότι είναι σοβαρή εγχείριση…. Μου έλεγαν να μην ανησυχώ και τέτοια.

Εγώ πάλι, μια απορία την είχα, αλλά δεν ανησυχούσα, γιατί είχα ζήσει πολλά θαύματα… ό,τι θέλει ο Θεός. Από την ημέρα που με πήρε άγγελος από μία μπίντα[2] στον Πειραιά, να με πάει να γίνω καλόγερος, στο Άγιο Όρος κι’ όταν έφθασα εκεί, με περίμεναν στην είσοδο του Μοναστηριού οι Σαράντα Μάρτυρες, ολοζώντανοι δεξιά και αριστερά σα φρουρά, για να περάσω[3], μέχρι που με έστειλε ο Γέρων Πορφύριος, να φτιάξω το μοναστήρι Της, μετά τον παπα-Ανυπόμονο[4], και μέχρι τώρα που σου μιλάω, και τι θαύμα δεν είδα. Γι’ αυτό σου είπα δε φοβόμουνα.

«Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει» [5] δεν λέει;

Την παραμονή της εγχείρισης απόγευμα, κατέβηκα στον κήπο του νοσοκομείου να προσευχηθώ και να περπατήσω. Μεγάλο νοσοκομείο!.

Όπως περιπάταγα, βλέπω που λές, εισαγγελέα μου κι’ ένα άλλο παπά, πολύ- πολύ γνωστό, μέτριο ανάστημα να’ ρχεται προς το μέρος μου, από την αντίθετη μεριά, από άλλη πόρτα του νοσοκομείου. Έφθασε κοντά μου χαιρετηθήκαμε.

Τι κάνεις παπα-Αμβρόσιε, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!!! Πολύ καλά πάτερ μου, αλλά να σκέφτομαι τον κόσμο μας τα λάθη μας τις αμαρτίες μας, πονάω κιόλας, αλλά Δόξα τω Θεώ….

Πιάσαμε πολλή κουβέντα, που λές, αλλά ντρεπόμουνα να τον ρωτήσω τ’ όνομά του που δεν μπορούσα να το θυμηθώ με τίποτα. Μου ήταν όμως πολύ γνωστός, είπαμε για τον Αρχιεπίσκοπο, το Σεραφείμ, για Δεσποτάδες για πολλά….

Τον θαύμασα! Αλλά πώς τον ρωτάς «πώς σε λένε πάτερ;», μεγάλη ντροπή το’ νοιωθα κάτι τέτοιο….

Περπατήσαμε ώρα. Σουρούπωσε και έπρεπε να γυρίσω στο θάλαμο, να περάσουν οι νοσοκόμες, να ετοιμαστώ για την εγχείριση.

Καθώς το σκεφτόμουνα μου λέει: Άντε πάμε μέχρι το θάλαμο Αμβρόσιε και θα φύγω και γώ. Δεν μπορούσα να του φέρω αντίρρηση και παρακαλούσα τη χάρη Της να θυμηθώ το όνομά του….

Μπήκαμε κι’ έκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι. Κουβεντιάσαμε ακόμα λίγο και κάποια στιγμή, βάζει το χέρι του στα πλευρά μου και μου λέει: Εδώ θα εγχειρισθείς; Ναι αδερφέ μου του λέω….

Αμέσως ένοιωσα ένα πόνο, όπως με ακούμπησε και έντονη επιθυμία να πάω στην τουαλέτα. Πήγα και «Μέγας εί κύριε και θαυμαστά τα έργα σου»[6]

Με έντονους πόνους, σαν τους πόνους της γέννας λένε είναι τούτοι, έβγαλα αυτή την πέτρα που βλέπεις. Γύρισα εξαντλημένος στο κρεβάτι και λέω στον παπά που ήταν ακόμα εκεί. Πάτερ μου, μου είσαι τόσο γνωστός, μα τόσο γνωστός, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά σου.

Συγχώρα με!!! Αλλά πώς σε λένε και πώς βρέθηκες εδώ; Σηκώνεται και τι μου λέει: Μ’ αγαπάς τόσο πολύ κι’ εγώ σ’ αγαπώ και δεν με θυμάσαι Αμβρόσιε;

Άκου να δείς, εδώ βρέθηκα, γιατί πάω όπου θέλω, συκοφαντήθηκα και κατηγορήθηκα έτσι που τα λέγαμε στον κήπο όσο κανένας άλλος και η αμοιβή μου είναι να πηγαίνω όπου θέλω και όποτε θέλω για να βοηθάω τους ανθρώπους…… Είμαι ο Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ!!! κι’ επειδή σ’ αγαπώ, ήρθα και σε χειρούργησα.

Αυτό να το δείξεις αύριο στους γιατρούς, γιατί αυτοί δεν πιστεύουν, είναι ασταύρωτοι και αμύρωτοι. Όταν το δούν και σε εξετάσουν πες τους ότι σε χειρούργησα εγώ. Θα το καταλάβουν. Σ’ αφήνω τώρα και καλή αντάμωση καλή επιστροφή… και βγήκε από το θάλαμο….»

Αυτή που λές εισαγγελέα μου είναι η ιστορία αυτού του μανταρινιού που βλέπεις. Το’ χω εδώ για να μην ξεχάσω ποτέ τη συνάντηση….. Είπαμε κι’ άλλα πολλά, με τον Γέροντα Αμβρόσιο, αλλά γι’ αυτά ίσως κάποια άλλη φορά. Δεν είναι του παρόντος[7].

Σήμερα, στη μνήμη του Αγίου Νεκταρίου, Αγίου της άκρας υπομονής, που έπαθε από τον τότε άθεο εισαγγελέα Αττικοβοιωτίας, που τον επεσκέφθη στο Μοναστήρι του στην Αίγινα και τον έπιασε από το αγιασμένο του ράσο ταρακουνώντας τον, για να του πεί που έχει τα παιδιά που έκανε με τις καλόγριες (!!!), θυμήθηκα το θαύμα του Αγίου, στον γνωστό, διορατικό Γέροντα Αμβρόσιο. Το θυμήθηκα και το κατέγραψα, όπως μου το διηγήθηκε.

Ό, τι έγραψα το έγραψα ως ελάχιστο θυμίαμα στη χάρη του Αγίου του αιώνος. Ευελπιστώ ότι και ο Γέρων Αμβρόσιος θα συμφωνήσει με το είδος και την έκταση του θυμιάματος, από τα ουράνια σκηνώματα.

Έγραψα επίσης ό, τι έγραψα, γιατί ότι ο Άγιος Νεκτάριος κατεκρίθη και κατεδικάσθη αδίκως, τόσο από την κοσμική όσο και από την εκλησιαστική δικαιοσύνη της εποχής του, όσο κανείς άλλος.

Του οφείλουν και οι δύο αυτές και οι λειτουργοί τους, αιώνια συγνώμη. Το προσωπικό μου απολογητικό χρέος, αυτής της οφειλόμενης συγνώμης με οδήγησε στην καταγραφή της συζητήσεως μου, με τον Γέροντα Αμβρόσιο. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Ο εν εσχάτοις χρόνοις φανείς «αρετής φίλος γνήσιος» ας πρεσβεύει υπέρ της χειμαζομένης Ελλάδος μας «αναβλύζων ιάσεις παντοδαπάς» και ενεργών «πάσιν ιάματα».

Αθήνα 9-11-2016
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Νεκταρίου Πενταπόλεως του Θαυματουργού.



[1] «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Δ. Σολωμού

[2] Σιδερένια δέστρα που χρησιμοποιείται για το δέσιμο των παλαμαριών (σχοινιά) του καραβιού στην προβλήτα του λιμανιού.

[3] Εννοεί την Ι.Μ. Ξηροποτάμο, όπου στην μετώπη της εισόδου έχει την εικόνα των Αγίων Τεσσαράκοντα.

[4] Εννοώντας τον Γερμανό Δημάκο που είχε το ψευδώνυμο Ανυπόμονος κατά την περίοδο της Αντίστασης, κατοπινό ηγούμενο της Μονής Αγάθωνος, από το 1950.

[5] Ψαλμ. νδ' 23

[6] Εὐχή Μεγάλου Ἁγιασμοῦ

[7] Τα πρόσωπα που αποτελούσαν την μικρή εκείνη συντροφιά είναι ακόμα στη ζωή και γι’ αυτό δεν αναφέρω ονόματα.



πηγή

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Θαύμα στον πόλεμο του 1940! Άγιος Νεκτάριος 

 


Ένας Έλληνας στρατιώτης του Αλβανικού μετώπου στο έπος του 1940 καταθέτει την μαρτυρία του για τον άγνωστο σε εκείνον τότε, αλλά γνωστό σε εμάς Ιερέα και Άγιο ο οποίος με παρέμβαση του τόν έσωσε από
βέβαιο θάνατο:

«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις επέστρεψα από το αλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ακριβώς, έπεσε μια οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο πηγάδι. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται αστραπιαία ένας παπάς – πού βρέθηκε;
- και μου δίνει μια γερή σπρωξιά. Μ’ έριξε στο χώμα, αντίθετα από την οβίδα.
Γλίτωσα, κυριολεκτικά από θαύμα!...

Εκείνος, μόλις μ’ έσπρωξε, εξαφανίστηκε.
Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε που μού ’κοψε να τον αναζητήσω εκείνη τη στιγμή. 

Όταν γύρισα στον Πειραιά, άρχισα να ρωτώ γνωστούς παπάδες και να κοιτάζω φωτογραφίες Ιερωμένων, για να βρω τον παπά που μ’ έσωσε. Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μια
του Αγίου Νεκταρίου! 

Αυτός είναι! Φώναξα ανατριχιασμένος...

Γι’ αυτό έρχομαι στο Μοναστήρι του. Ήθελα κι εγώ, κάτι να προσφέρω στο Μοναστήρι του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι Μοναχές να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα
εγώ. Ήθελα να είναι καινούργια απ’ την αρχή. Γι’ αυτό πηγαίνω. Είναι η δεύτερη
φορά. 

Όταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι Μοναχές, δίχως να με γνωρίζουν: «Ήρθατε για τα κεραμίδια;» με ρώτησαν!... 

Τα έχασα! Δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν.
Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: «Ήρθε χτες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (σ.σ. ο Άγιος) και μας το είπε!…» 

Σημείωση: Ο Άγιος Νεκτάριος έχει Κοιμηθεί απότο 1920, δύο δεκαετίες δηλαδή και περισσότερο πριν συμβούν όλα τα γεγονότα που περιγράφονται παραπάνω...

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Άκουσα τα πατήματα του Αγίου Νεκταρίου…ήλθε κοντά μου και μου είπε: «Ηλία δεν βλέπω τον λόγο να χειρουργηθείς..»




Διηγείται ο Μοναχός Ιωσήφ ο Γρηγοριάτης (1915-2008)
Συνέβη τό ἑξῆς θαυμαστό: Ἦλθε κάποτε σπίτι μας γιά ἐπίσκεψη ὁ ἀδελφός μου π. Βαρλαάμ καί μοῦ εἶπε:
-Πᾶμε νά προσκυνήσουμε τόν Ἅγιο Νεκτάριο στήν Αἴγινα;
-Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Ἅγιος; Δέν τόν γνωρίζω ἐγώ.

Τότε δέν ἦταν πολύ γνωστός, διότι δέν εἶχε ἀναγνωρισθῆ ἐπισήμως ἀπό τό Πατριαρχεῖο. Ἦταν τό 1952. Ἐπήγαμε στό μοναστήρι του καί ἐθαυμάσαμε γιά τά θαύματα πού ἀκούσαμε νά γίνωνται. Τότε ζοῦσε καί ἡ τελευταία μαθήτρια τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ἡ μοναχή Νεκταρία.
Ἐγώ στίς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ 1965 ἔπεσα ἀπό ἀπροσεξία μου ἀπό τό ὕψος μιᾶς σκάλας καί κτύπησα στόν ἀριστερό βραχίονα. Ἐπῆγα στό νοσοκομεῖο γιά δύο ἡμέρες. Τότε παρακαλοῦσα τό ἅγιο Παντελεήμονα νά μέ βοηθήση. Κυριακή πρός Δευτέρα μοῦ εἶπε ὁ γιατρός καθηγητής ὅτι αὔριο Δευτέρα θά μέ χειρουργήση, διότι ἔχει σπάσει ὁ βραχίονας. Ἐκεῖνο τό βράδυ προσευχήθηκα καί αἰσθάνθηκα πολύ ἔντονη τήν χάρι τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ἔλεγα: «Ἅγιε Παντελεῆμον καί ἅγιε Νεκτάριε νά φωτίσετε τούς γιατρούς νά ἐπιτύχη ἡ χειρουργική ἐπέμβασις». Ἔτσι μέ εἶχε συμβουλεύσει μία πιστή νοσοκόμα.
Ἐκείνη τήν νύκτα, ὥρα 2-3 μετά τά μεσάνυκτα ἀκούω κάποιος νά κτυπᾶ τήν πόρτα τοῦ δωματίου μου: Τσόκ, τσόκ τσόκ. Ἐγώ ἐκοιμώμουν μαζί μέ ἕνα ἄλλον ἀσθενῆ. Εἴμασταν δύο στόν θάλαμο αὐτό. Ἄκουσα τά πατήματα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ὅμως δέν τόν ἔβλεπα μέ τά σωματικά μου μάτια. Ἦλθε κοντά μου καί μοῦ εἶπε: «Ἠλία, δέν βλέπω τόν λόγο πού θέλεις νά χειρουργηθῆς». Ἄνοιξα τά μάτια μου καί δέν εἶδα τίποτε. Οὔτε ὅτι ἄνοιξε ἡ πόρτα, οὔτε ὅτι ἦλθε δίπλα μου.
Τότε εἶπα μέ τό μαυλό μου: «Ἐγώ προσευχήθηκα στόν ἅγιο Παντελεήμονα πού ἦταν γιατρός καί ἀξιωματικός. Δέν ἦταν ρασοφορεμένος, ἐνῶ αὐτός πού εἶδα τώρα φοροῦσε ράσα καί σταυρό στό στῆθος, μέ σκοῦφο καί τά γένεια του γκρίζα. Ἄαα, σκέφθηκα μοιάζει μέ τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου πού ἔχω στό δωμάτιό μου καί τήν εἶχα πάρει ἀπό τό μοναστήρι του τό 1952″.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα μέ κατέβασαν νά χειρουργηθῶ, ἀλλά δέν μ᾿ ἔπιαναν οἱ ἐνέσεις γιά τήν νάρκωση. Ὅταν μ᾿ ἔδεσαν καί ὁ γιατρός φόρεσε τά γάντια του νά μέ χειρουργήσει, ἔστω καί ξύπνιον, ἐκείνη τήν στιγμή κατάλαβα ὅτι τό χέρι μου ἦταν καλά. Ὅτι τό θαῦμα ἐπιτελέσθηκε ἐπάνω στό χειρουργικό κρεββάτι, πρίν ξεκινήση ὁ γιατρός τήν ἐγχείρησι. Τότε ἐγώ εἶπα στόν γιατρό:

-Κύριε καθηγητά, περιμένετε λίγο. Πιστεύω στήν ἐπιστήμη σας, ἀλλά πιστεύω καί σέ μιά ἄλλη ἀνώτερη ἐπιστήμη, πού λέγεται Ἐκκλησία καί ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός καί οἱ Ἅγιοι καί κάνουν θαύματα. Ἐγώ ἀπό χθές τό βράδυ προσευχήθηκα στούς δύο Ἁγίους Παντελεήμονα καί Νεκτάριο καί μοῦ εἶπαν ὅτι δέν χρειάζεται νά χειρουργηθῶ. Σᾶς παρακαλῶ ἀφῆστε με νά πάω σπίτι μου. Καί, ὅταν βρῆτε χρόνο νά πᾶτε στήν Αἴγινα νά προσκυνήσετε τόν ἅγιο Νεκτάριο κάι νά ἰδῆτε ἐκεῖ πόσα θαύματα κάνει κάθε ἡμέρα. Καί, ὅταν πρόκειται νά χειρουργήσετε, νά τόν ἐπικαλεῖσθε στήν προσευχή σας γιά νά σᾶς βοηθεῖ.
Ὁ γιατρός ὅμως ἦταν ἄπιστος καί δέν ἔδωσε σημασία. Τότε ἕνας ἀπό τούς βοηθούς γιατρούς τοῦ μεγάλου καθηγητοῦ εἶπε:
-Κύριε καθηγητά, οὐδέποτε μᾶς ἔχει συμβῆ ἕνας τέτοιο πρᾶγμα. Νά ἔλθη ἀσθενής νά χειρουργηθῆ καί νά μᾶς φύγη ἀχειρούργητος. Ἕνας ἄλλος βοηθός του πού μέ κατέβαζε κάτω, μοῦ εἶπε:
-Πῶς τήν γλύτωσες καί ἔφυγες ἀχειρούργητος. Ἔπρεπε νά χειρουργηθῆς διότι τό χέρι σου στίς πλάκες ἔδειχνε ὅτι ἦταν σπασμένο. Τοῦ εἶπα:
-Ἔχετε τήν ἀπιστία τοῦ καθηγητοῦ σας; Νά πιστεύετε ὅτι γίνονται θαύματα. Τό θαῦμα ἔγινε στό χειρουργικό κρεββάτι, πρίν ὁ γιατρός ξεκινήσει τήν δουλειά του.
Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἦλθε ὁ γιατρός καθηγητής καί μοῦ εἶπε νά πάω νά βγάλω μία ἀκτινογραφία (πλάκα). Τοῦ εἶπα:
-Μέ θεράπευσε ὁ ἅγιος Νεκτάριος, δέν πονῶ καθόλου.
-Ὄχι, πονᾶς καί δέν τό μαρτυρεῖς. Πᾶμε γιά πλάκα νά ἰδῆς ὅτι τό χέρι σου εἶναι σπασμένο καί πρέπει νά χειρουργηθῆς.
-Πᾶμε νά βγάλουμε τήν πλάκα, ἀλλά ἐγώ δέν θέλω νά τήν ἰδῶ. Ἄν τήν ἰδῶ σημαίνει ὅτι δυσπιστῶ στό θαῦμα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.
Βγῆκαν οἱ πλάκες καί κάταγμα δέν ὑπῆρχε. Οἱ γιατροί ἀπόρησαν. Μόνον ἕνας, ὁ δεύτερος στήν σειρά εἶπε: «Ἔχεις κάποιον Ἅγιο καί τελικά ἀπέφυγες τήν ἐγχείρησι».
Μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες ἀνεχώρησα ἀπό τό νοσοκομεῖο γιά τό σπίτι μου ὑγιέστατος. Εὐχαριστῶ τόν Κύριο καί τούς Ἁγίους Του.
Ἀγαπῶ καί ἐπικαλοῦμαι ὅλους τούς Ἁγίους. Σέ πολλούς ἐξ αὐτῶν διαβάζω ἐδῶ στό κελλάκι μου τίς Παρακλήσεις τους: στόν ἅγιο Γεώργιο, στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, στόν ἅγιο Νεκτάριο, στούς Ἁγίους Ἀρχαγγέλους κλπ.

πηγή 

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Ο ταπεινός Αγιος της Αίγινας, ο Αγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός.







Γνωρίστε τον άγιο Νεκτάριο στα παιδιά σας



Ο άγιος Νεκτάριος ήταν Επίσκοπος (δεσπότης) Πενταπόλεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας

(Η ζωή του αγίου Νεκταρίου είναι γεμάτη θαυμαστά γεγονότα. Αναζητείστε την πλήρη βιογραφία του [μια ωραία λογοτεχνική παρουσίαση είναι το βιβλίο: Ο άγιος του αιώνα μας, του Σώτου Χοντροπούλου]. Τα θαύματά του πιάνουν βιβλία ολόκληρα. Εδώ μερικά ψίχουλα μόνο για δείγμα και κέντρισμα)

[1]
Κάποτε και ενώ ο Άγιος ήταν ακόμα Διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, ένας δεκαοκτάχρονος μαθητής του, ο Νικόλας, είχε αρρωστήσει βαριά με ανίατη για την εποχή εκείνη ασθένεια.
- Βλέπετε, Σεβασμιώτατε, έλεγε στον Άγιο ο μαθητής του, το σχέδιο του Θεού είναι να πεθάνω!
Το βράδυ ο Άγιος λειτούργησε, προσευχήθηκε, έκανε αγρυπνία, παρακάλεσε τον Θεό, την Παναγία...
Την άλλη μέρα το μεσημέρι στο τραπέζι ανακοίνωσε στους μαθητές της Σχολής:
- Ο Νικόλας θα γίνει καλά!
Το βράδυ η Παναγία είχε παρουσιαστεί στον ύπνο του Αγίου και του είχε αναγγείλει τη θεραπεία του παιδιού.
Πράγματι, από το βράδυ κιόλας της ίδιας ημέρας, παρόλο που οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες ζωής στο νεαρό μαθητή του Αγίου, αυτός άρχισε να γίνεται καλύτερα και σε λίγα χρόνια μάλιστα, έλαβε το αξίωμα της Ιερωσύνης από τα ίδια τα χέρια του Αγίου.

[2]
Ο Δεσπότης (ο άγιος Νεκτάριος) ήταν άγιος από ζωντανός. Ένα πρωί, ήρθε μια πλουσιότατη οικογένεια από τις Κυκλάδες. Οι γονιοί κι ένα κορίτσι. Τη μικρή την είχαν πάει στην Αγγλία. Την εξέτασαν οι γιατροί και είπαν ότι άμα γίνει δεκατριών χρονών θα πεθάνει. Το λοιπόν, ξαναπήγαν το παιδί στην Αγγλία, για δεύτερη φορά. Τίποτα. Ήρθαν και πάλι άπρακτοι στο νησί τους. Τότε η μάνα του παιδιού είδε στον ύπνο της το Δεσπότη τον Άγιο Νεκτάριο. Της είπε:
- Παντού το πήγατε το παιδί, παντού το γυρίσατε. Φέρτε το και στο σπίτι μου, στην Αίγινα. Με λένε Νεκτάριο. Μην το ταλαιπωρείτε. Αυτό είναι όπως το γέννησες, ολόκαλο!...
Γι αυτό ήρθαν στην Αίγινα. Τους πήγα στο μοναστήρι. Κάνανε λειτουργία και κοινωνήσανε από το Δεσπότη (δηλ. από τον άγιο Νεκτάριο) . Εκείνος το σταύρωσε και τους είπε ότι ο Θεός θα το κάνει καλά. Φύγανε οι άνθρωποι. Ύστερα από λίγο καιρό, νά σου κι ήρθανε πάλι. Το κορίτσι τους ήταν πεντάγερο. Με βρήκανε στην αγορά και σαλτάραν (ανέβηκαν) πάνω στην καρότσα να τους πάω στο μοναστήρι. Κάνανε πάλι λειτουργία. Κλαίγανε και γελούσανε μαζί, απ’ τη χαρά τους. Ο Δεσπότης το θεράπευσε το παιδί.

[3]
 (Από διήγηση αυτόπτη μάρτυρα)
Αμέτρητα θαύματα γίνονταν από τότε (όταν ζούσε). Δαιμονισμένοι λυτρώνονταν, άρρωστοι θεραπεύονταν, χίλια δυο. Τα μαθαίναμε όλοι οι Αιγινήτες και σταυροκοπιόμασταν. Πολλά, πολλά... Μόνο που τον έβλεπες, αισθανόσουνα πως ήταν θαυματουργός. Γαλήνια η μορφή του. Πράος, γλυκός. Άνθρωπος με πνεύμα Θεού.
...Τρέχω κάποτε στο κελί του Αγίου. Μόλις μπήκα στην τραπεζαρία του, βλέπω την εσωτερική πόρτα ανοιχτή. Αυτό που αντίκρυσα στη συνέχεια - όπως θα καταλάβετε με άφησε άναυδη. Με γέμισε θαυμασμό. Ο Άγιος δεν πατούσε στο πάτωμα! Στεκότανε στον αέρα, δύο σπιθαμές πάνω από το έδαφος! Τα χέρια του ήσαν υψωμένα προς το εικονοστάσιο του, στην Παναγία και προσευχόταν. Το πρόσωπό του είχε υποστεί μιαν αλλοίωση. Πρόσωπο Αγίου. Όταν είδα αυτό το θαύμα, συγκινήθηκα βαθύτατα...

[4]
...Όταν γύρισα το 1920 από τη Μικρασιατική οπισθοχώρηση, έμαθα πως λίγες ημέρες πριν, μια φτωχειά γυναίκα πήγε ξυπόλητη στο μοναστήρι. Μόλις την είδε ο Άγιος, έβγαλε τις παντόφλες του και τις έδωσε. Ύστερα από λίγο, πήγε μα άλλη φτωχειά που πείναγε. Λέει τότε ο Άγιος στις Γερόντισσες:
- Δώστε της να φάει.
- Δεν έχουμε τίποτα, Σεβασμιώτατε, εκτός από λιγοστό ψωμάκι.
- Να το δώσετε αμέσως, τους είπε ... κι έχει ο Θεός!...
Το άλλο πρωί, νά ’σου ένας πλούσιος με δύο γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, αλεύρι. Δωρεά στη μονή. Το ξέρω, γιατί βοήθησα στο ξεφόρτωμα. Θυμάμαι, γύρισε ο Άγιος εκείνη τη στιγμή και λέει με σημασία στην ηγουμένη:
-Γερόντισσα, έχει ο Θεός!... Κι έκανε το σταυρό του.

[5]
... Άλλη μια φορά, πήγανε χωρικοί από τον Κοντό και του είπαν ότι με την ανομβρία θα πάθουνε πολλές ζημιές. Ο Άγιος έκανε δέηση και άρχισε αμέσως δυνατή βροχή! Τα θυμάμαι πολύ καλά.
Τι ευλογία, γιαγιά, να ζήσει στο νησί σας ο Άγιος Νεκτάριος!...

[6]
(Διηγείται κάποιος στρατιώτης του 1940)
«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις επέστρεψα από το αλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ακριβώς, έπεσε μια οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο πηγάδι. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται αστραπιαία ένας παπάς - πού βρέθηκε; - και μου δίνει μια γερή σπρωξιά. Μ΄ έριξε στο χώμα, σε κατεύθυνση αντίθετη από την οβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικά από θαύμα.
Όταν γύρισα στο Πειραιά, άρχισα να ρωτώ γνωστούς παπάδες και να κοιτάζω φωτογραφίες ιερωμένων, για να βρω τον παπά που μ’ έσωσε. Εκείνος, μόλις μ’ έσπρωξε, εξαφανίστηκε. Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε που μου ’κοψε να τον αναζητήσω εκείνη τη στιγμή.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μια του αγίου Νεκταρίου.
- Αυτός είναι! φώναξα ανατριχιασμένος. Γι’ αυτό έρχομαι στο μοναστήρι. Ήθελα κι εγώ κάτι να προσφέρω στο μοναστήρι του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι μοναχές να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα εγώ. Θα τα κάνω καινούργια απ' την αρχή. Γι’ αυτό πηγαίνω. Είναι η δεύτερη φορά. Όταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι μοναχές, δίχως να με γνωρίζουν.
- Ήρθατε για τα κεραμίδια; με ρώτησαν!
Τα ’χασα. Δεν είχα πει τίποτα σε κανένα. Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: « Ήρθε χτες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (δηλ. ο άγιος Νεκτάριος) και μας το είπε!...
Αυτά μου διηγήθηκε το παλικάρι. Ανεβήκαμε όλοι μαζί στο μοναστήρι. Πήγα στον τάφο, γονάτισα κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Εκείνη τη στιγμή μια υπέροχη μυρωδιά γιασεμιού απλώθηκε. Άρχισα να ψάχνω μέσα στην αυλή την κρεβατίνα με το γιασεμί. Η Γερόντισσα Παρασκευή με ρώτησε τι ψάχνω. Όταν της εξήγησα, μου είπε:
- Δεν έχουμε γιασεμί στο μοναστήρι. Ούτε βασιλικό. Σε υποδέχτηκε ο Άγιος, παιδί μου!
Από τότε πίστεψα πιο δυνατά στη χάρη του.

[7]
 (Από τον καιρό της κατοχής)
…Άκου δω. Παντού γίνανε του κόσμου τα εγκλήματα. Κάψανε (οι Γερμανοί) τα Καλάβρυτα, κάψαν τα χωριά όλα. Εδώ, δεν ράγισε ούτε πέτρα. Δεν άνοιξε μύτη. Για τη χάρη του Αγίου. Μιλώ για την Κατοχή. Ο γερμανός διοικητής Αθηνών, έλεγε ότι άμα περνάγανε τ΄ αεροπλάνα τους και πήγαιναν στην Κρήτη, δεν βλέπανε την Αίγινα. Ούτε καταχνιά ήταν, ούτε τίποτα. Κι όμως! Αίγινα πουθενά. Τη σκέπαζε ο Άγιος. Από τον καιρό που ήρθε ο Άγιος στον τόπο μας, πάμε από το καλό στο καλύτερο…

[8]
     Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης τη μακαρία ψυχή του στα χέρια του ζώντος Θεού, τον οποίο αγάπησε από τη νεότητά του και τον εδόξασε σε όλη του τη ζωή, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευωδιαστό μύρον ανάβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο μοναστηράκι του, εψάλη με μεγάλο πλήθος κλήρου και λαού η εξόδιος ακολουθία και ετάφη.
Στο θάλαμο 2 του δεύτερου ορόφου, εκεί στο Αρεταίειο, όπου ο Άγιος Νεκτάριος άφησε την τελευταία του πνοή, καίει σήμερα διαρκώς ένα καντήλι μπρος στην πάνσεπτη εικόνα του.
Καθημερινά περνούν από κει πλήθος πιστών, κυρίως αρρώστων, οι οποίοι στέκονται για λίγο και νοερά αφήνουν τους στεναγμούς της καρδιάς τους, σαν μια θερμή ικεσία προς τον φιλάνθρωπο άγιο. Και κείνος φαίνεται να τους ακούει  Τους δίνει κουράγιο με το ιλαρό του βλέμμα και ενισχύει την πίστη τους. Τους θυμίζει ότι και ο ίδιος πόνεσε ψυχικά και σωματικά, αλλά ενισχυόταν πάντα από την αδιάκοπη επαφή του με τον Θεό.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημη αναγνώριση του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

[9]
Και μια ιστορία για τους γονείς, για να προσέχουμε να μη φωνάζουμε πολύ τα παιδιά μας, να μην τα βρίζουμε και ιδίως ποτέ να μην τα καταριούμαστε.
(Από το βιβλίο «Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ- ΟΣΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ» του Σώτου Χονδρόπουλου)
O υμνογράφος σε κάποιο από τα απολυτίκια της ακο­λουθίας έγραψε: «Δόξα τω εν εσχάτοις τοις καιροίς λαμπρώς σε αγιάσαντα».
Πραγματικά από το πρώτο εκείνο σημάδι της φανέλλας με τον παράλυτο στο Αρεταίειο o Θεός παραχώρησε στο λαό μια αδιάκοπη θαυματουργική παρουσία τού διαλεκτού Του κληρικού, του πάλαι ποτέ Πενταπόλεως (σημ. Αμέσως με την κοίμηση του αγίου Νεκταρίου, βγάζοντας τη φανέλλα του οι συνοδοί του για να τον ντύσουν για την εξόδιο ακολουθία, την ακούμπησαν απρόσεκτα στο διπλανό κρεβάτι, όπου ήταν ένας παράλυτος. Με το που ακούμπησε πάνω του η φανέλλα του Αγίου, ο άρρωστος σηκώθηκε αμέσως υγιής). Παραχώρησε έναν ευλογημένο και καλόβολο νεοφανή μεσίτη, έναν συμ­παραστάτη παρηγορητή, έναν θεραπευτή στις ανίατες αρ­ρώστιες.
Πολλοί από τους ορθόδοξους Έλληνες, που θανατοκρύωναν και πονούσαν με φρικτούς πόνους κι έπασχαν απελπισμένοι από ανίατες αρρώστιες, όπου κι αν βρίσκονταν, σε οποιαδήποτε ακροτοπιά της γης, σε ώρες «έσχατης απελπισίας», έβλεπαν ολοζώντανο ένα γέροντα καλόγερο με σκούφο να τους χαμογελά απαλά, να τους παρηγορεί και να τους βεβαιώνει ότι θα γίνονταν πάλι καλά, ότι o Θεός δεν θα τους εγκατέλειπε, παρά να ’χουν πίστη και υπομονή.
- Ποιος είσαι του λόγου σου, Παππούλη; αναρωτούσαν μέσα σε έκσταση.
- Είμαι o πρώην Πενταπόλεως, o Νεκτάριος της Αιγίνης, αποκρινόταν και χανόταν.
Δεν χρειάζεται ν' αναφέρουμε πρόσωπα και πράγματα και ειδικές «επιμέρους» περιπτώσεις.
Έχουν άλλωστε γραφτεί ολόκληρα βιβλία για τα σημεία και τα θαύματα, πολύ περισσότερο για την απελευθέρωση δαιμονισμένων. Έχουν γραφτεί και εξακολουθούν να γράφονται εφόσον συνεχίζον­ται οι καταπληκτικές τούτες ευεργεσίες.
Αξίζει όμως ν' αφηγηθούμε με κάποια συντομία εδώ την ιστορία μιας δαιμονισμένης κοπέλλας από τον Πειραιά, της Αικατερίνης Κράκαρη, που υπόφερε χρόνια και χρόνια από το φοβερό δαιμόνιο κι έγινε κατόπι καλόγρια στα 1917 και ονομάστηκε Παρθενία έξω από το μοναστήρι της Αίγινας, χωρίς τότε να γιατρευτεί. Αυτή επισκέφτηκε με τα ράσα τον άγιο γέροντα στα 1919, ένα χρόνο προτού κοιμηθεί, κι όταν της διάβασε την ευχή, ταράχτηκε η ψυχή του.
- Την βασανίζει ένα από τα πιο φοβερά δαιμόνια... πρόφεραν τότε τα χείλη του.
Σχεδόν πολλοί από τους επιζώντες παλιοί Πειραιώτες, σίγουρα θα θυμούνται τον επιστάτη στο Γυμνάσιο της πλατείας, τον Μάρκο Κράκαρη, που κατοικούσε δωρεάν σε κάτι επί τούτου εκεί καμαράκια. Είχε λοιπόν αυτός μια θυγατέρα σαν το κρύο νερό που την έλεγαν Κατερίνα. Από μικρή, όσοι την έβλεπαν, προφήτευαν ότι σαν μεγαλώσει θα κάψει καρδιές, θα γίνει μεγάλη και τρανή, γυναίκα άρχοντα, τέτοια ήταν η δύναμη της ομορφιάς της. Αλλά o πατέρας της o επιστάτης ήταν λιγάκι απρόσεκτος στη ζωή του, ήταν βλάστημος, βλαστημούσε και τα Θεία και σε μια ώρα οργής, που έστειλε στο δαίμονα την κόρη του, ευθύς αυτή άλλαξε όψη, μελάνιασε, μούγκρισε σα μοσχάρι, έπεσε χάμου και χτυπιόταν. Από τότε έγινε αιχμάλωτη ενός αμείλικτου και φοβερού δαιμόνιου.
- Τρία είμαστε, ομολόγησε αυτό το ίδιο το δαιμόνιο μια μέρα σ' ένα σεβάσμιο γέροντα εξομολόγο, που διάβαζε τους εξορκισμούς. Το ένα είναι μακριά στην Κίνα, το άλλο πιλατεύει τη Ρωσία και το τρίτο σου κουβεντιάζει...
Φόβος, τρόμος και καημός έπεσε στο φτωχόσπιτο τού Πειραιά. Τρεις χειροδύναμοι άνδρες και o πατέρας δεν κατάφερναν να φέρουν σε λογαριασμό αυτή τη δεκαεξάχρονη τότε κοπέλλα, όταν την έπιανε η μανία της καταστροφής. Χρειαζόταν να τη δένουν σφιχτά, να την επιτηρούν, να μη φεύγουν λεπτό από σιμά της.
Και προτού γίνει καλόγρια, όλο την έταζαν στο Θεό, όλο την έτρεχαν σε κατανυκτικές ολονυκτίες. Το γκρεμισμένο πια εκκλησάκι της παλιάς Στρατώνας, στο Μοναστηράκι της Αθήνας, o άγιος Ελισαίος, όπου λειτουργούσε ένας άλλος κληρικός του Θεού, o παπα-Νικόλας o Πλανάς (σήμερα επί­σημα αναγνωρισμένος Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας) κι έψελναν οι δυο ταπεινοί και συνάμα μεγάλοι κολλυβάδες, o Μωραϊτίδης κι o Παπαδιαμάντης, άπειρες φορές φιλοξενούσε την παρουσία της, άκουγε τις φοβερές βλα-στήμιες που τόξευε από το στόμα της το φοβερό τριμέτωπο δαιμόνιο. Άλλοτε γρύλιζε σα γουρούνι, άλλοτε γκάριζε σα γάιδαρος και μόνο στην ιερή ώρα της «μετουσιώσεως των Θείων Δώρων» λούφαζε και χανόταν.
Στις τόσες και τόσες τυραγνίες που κατά καιρούς υπόφερε η ίδια και οι δικοί της ήρθε και κάποιος Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο, επαγγελματίας κληρικός, που λειτουργούσε μηχανικά κι εκτελούσε δίχως πίστη, κατανόηση, δίχως συντριβή την φοβερή αναίμακτο Θυσία. Απομακρυσμένος από την Άγια χάρη, ζώντας μέσα στον παροδικό και πλάνο κόσμο και τη λάμψη του, νόμιζε πως η πίστη στο Χριστό Σωτήρα ήταν μια πίστη σε συμβολική θρησκεία σαν όλες τις ανθρώπινες θρησκείες. Κι έτσι ακολουθούσε την αποστολή του σαν υπάλληλος ενός οργανισμού. Όπου σαν βρέθηκε για υποθέσεις του στην Αθήνα κι άκουσε να λένε για την κοπέλλα του Πειραιά και για τις μαντείες που τόξευε κάπου-κάπου το δαιμόνιο, χαμογέλασε επιτιμητικά.
- Δεν κυκλοφορούν δαιμόνια σήμερα, δήλωσε. Η κοπέλλα φαίνεται πάσχει από σχιζοφρένεια.
Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι απομακρύνονται από το Θεό, αρνούνται και το διάβολο, δεν πιστεύουν εύκολα στην ύπαρξή του.
- Το και το, επέμεναν μερικοί γνωστοί και φίλοι του. Όπου ένα δειλινό κατέβηκε o καλός σου στον Πειραιά, κατέβηκε με τα φρεσκοσιδερωμένα του ράσα, ροδοκόκκινος, καταγεμάτος υγεία, πήρε αμάξι κι έφτασε καταμπροστά στο Γυμνάσιο της πλατείας.
Στο μεταξύ κι ώσπου να φθάσει ίσαμε την εξώθυρά τους, η δαιμονόπληκτη Κατερίνα, περιορισμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, πληροφορούσε με χλευαστική διάθεση την πορεία του, την από στιγμή σε στιγμή άφιξη του.
- Χμ, το πουλάκι μου, ανάκραζε κάθε τόσο. Έρχεται o Αλεξανδρινός ρασοφόρος. Τώρα βρίσκεται στην Ομόνοια... τώρα βγάζει εισιτήριο στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο... τώρα φτάνει κορδωμένος στην πρώτη θέση, στο Φάληρο... Να τον, το πουλάκι μου, σηκώθηκε, βγαίνει με τον κόσμο έξω στην πλατεία. Για ιδές τον, ψάχνει για αμάξι... Μωρέ γλέντι που έχω να κάνω!.. Θα σου τον συγυρίσω μια χαρά...
Οι δικοί της που γνώριζαν τη μαντική δύναμη του δαιμόνιου, κατάλαβαν ότι κάποιος επρόκειτο να τους επισκεφθεί.· Έφτασε λοιπόν, ζήτησε τον πατέρα της άρρωστης, είπε τ' όνομά του, τον τίτλο του, το σκοπό του. Τον δέχτηκαν ευθύς αμέσως. Σαν κληρικό σταυροφόρο, ευχαρίστως τον οδήγησαν εκεί που την είχαν περιορισμένη.
Η κοπέλλα στην αρχή βλοσυρή, με αινιγματικό ύφος, ύστερα πιο μαλακωμένη, τον έβλεπε και σώπαινε. Πιο έπειτα χασκογελούσε. Σε λίγο έπιασε να τον κοροϊδεύει.
- Παπαδάκο μου, τι όμορφος και τσαχπίνης που δείχνεις...
Την παρατηρούσε, την περιεργαζόταν «αφ' υψηλού», υπερβέβαιος για το αλάνθαστο της σκέψης του. Έ, βλέπεις, σήμερα η επιστήμη...
- Περίεργο, φαίνεται εντελώς καλά... ψιθύρισαν τα χείλη του. Φυσικά, όταν έρχεται η κρίσις...
Ξάφνου ζύγωσε κοντά του, άπλωσε το χέρι της με οικειότητα στο στήθος του κι έβγαλε από το κρυφό τσεπάκι το ρολόι του.
- Το νου σας, πάτερ, φώναξε η μητέρα της. Θα σάς το σπάσει...
- Μπα, πως θα το σπάσει.. Έτσι δα σπάζουν το ατσάλι;
Δεν πρόφτασε ν' αποτελειώσει τη φράση του κι ακούστηκε ένα «κρακ» και το ρολόι έγινε τέσσαρα κομμάτια. Σηκώθηκε τρομαγμένος. Μα στο μεταξύ τα χέρια της άρρωστης γυρόφερναν το λαιμό του, έσφιγγαν την αλυσίδα από κάποιον χρυσό σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του και τα χείλη της σα να πετούσαν φλόγες. Έλεγε φοβερά κι ανομολόγητα:
- Βρε παλιάνθρωπε, ρυπαρέ, σκουλήκι, εσύ δεν είσαι που δεν άφησες απείραχτη γυναίκα, απείραχτο κορίτσι στην Αλεξάνδρεια; Τολμάς να υποστηρίζεις ότι δεν υπάρχω; Θα αραδιάσω όλα τα ωραία που έπραξες σαν ρασοφόρος θεομπαίχτης... Δεν έκανες την τάδε ημερομηνία εκείνο, ...δεν σκάρωσες κάπου στο Κάφρ-Ζαγιάτ το άλλο...
O Αρχιμανδρίτης από την Αίγυπτο δεν άντεξε. Σωριάστηκε σύγκορμος χάμου. Έτρεξαν, φώναξαν, κάλεσαν βοήθεια και τον πήραν σηκωτό από την καμαρούλα, ενώ η άρρωστη συνέχισε να λέει, να λέει...
Και κάθε τόσο μούγκριζε σα θηρίο του δρυμού.
Στο μεταξύ μεσολάβησε η προχείρισή της σε μοναχή και η επίσκεψή της στα 1919 στην Αίγινα, ζώντος τού Αγίου. Το δαιμόνιο έδειχνε πως την είχε αφήσει, λούφαζε μέσα της κι αποκοιμόταν. Μα κει που ήταν έτοιμοι να χαρούν να πανηγυρίσουν, να σου και πάλι φανερωνόταν ύπουλο και δόλιο.
Τέλος κάποια μέρα, σε κάποια κατανυκτική ολονυκτία που την έφεραν με συνοδεία και παρακάλεσαν από τα φυλλοκάρδια τους να τους λυπηθεί o Θεός και να την ελευθερώσει η να την ξεσηκώσει, να την πάρει, να γλιτώσουν φτωχοί βιοπαλαιστές από τέτοια δοκιμασία, άνοιξε ξαφνικά το στόμα της και πέταξε κάτι το σημαδιακό αλλά δυσνόητο.
- Άδικα με κουκουλώνετε με ράσα και με κουβαλάτε στις εκκλησίες. Τίποτα δεν κάνετε. Είμαι πολύ δυνατός, κανείς δεν μπορεί απ' αυτούς να με βγάλει... Ένας μόνο μπορεί να με βγάλει ο νυχάς.
Κατάπληξη και σιγή απλώθηκε τριγύρω.
- Ποιος να ταν άραγε αυτός o νυχάς, ποιόν εννοούσε τάχα; αναρωτήθηκαν οι συγγενείς και φίλοι. Χμ, μυστήριο...
Τέλος, όταν κοιμήθηκε o γέροντας της Αίγινας και διαδόθηκαν τα θαύματα που έκανε ειδικά σε δαιμονισμένους, αποφάσισαν να ξαναπροβούν πάλι σε μια προσπάθεια και να τη φέρουν στον ιερό του τάφο. Την ξεσήκωσαν, την πήραν, την έσυραν στο βαπόρι, την τράβηξαν στο μοναστήρι με συνοδεία πέντε άνδρες συγγενείς και οκτώ γυναίκες.
Είδαν κι έπαθαν ώσαμε να την ανεβάσουν. Παρά τόσο να τους γκρεμοτσακίσει στις ανηφοριές, παρά κάτι να τους διαλύσει και να πέσει να σκοτωθεί.
- O νυχάς, ούρλιαζε, μόλις έφθασαν σιμά στον ιερό τάφο. O νυχάς... ου τρομάρα μου, ξεπερνάει τον Καψάλη της Κεφαλλονιάς (τον άγιο Γεράσιμο). Αυτός βλέπεις είναι και Δεσπότης...
Τέλος, την επαύριο, μετά την ακολουθία της θείας Λειτουργίας κι αφού την άλειψαν με λάδι σε σχήμα σταυρού από το ακοίμητο καντήλι του τάφου, έπεσε χάμου, σπάραξε, έβγαζε συνέχεια αφρούς από το στόμα και σχεδόν στράγγισε, έγινε κατακίτρινη, σαν νεκρή. Σε μισή ώρα όμως άνοιξε τα μάτια και ψιθύρισε:
- Αχ, πού βρίσκομαι; Θεέ μου, λευτερώθηκα!...
Όπως αποκαλύφθηκε πιο έπειτα, το δαιμόνιο αποκαλούσε τον άγιο Νεκτάριο, ιδρυτή της Μονής, νυχά, γιατί μια και δεν είχε λειώσει ακόμα το κορμί του, στα κεχριμπαρένια χέρια του, στα ισχνά κρινοδάχτυλά του, μεγάλωσαν κάπως τα νύχια του.
Ήταν άνοιξη, Απρίλης του 1926. Ζήτησε κι αφιερώθηκε στο μοναστήρι σαν καλόγρια κι αργότερα έγινε και μεγαλόσχημη. Η τακτική μελέτη που έκανε στα ιερά κείμενα και η βαθύτατη ευλάβειά της άφησε εποχή. Δούλεψε ώσαμε τα τελευταία της εκεί στο κοινόβιο (Σεπτέμβρης 1968) σαν γραμματέας και πρακτικογράφος. O στρωτός καλλιγραφικός της χαρακτήρας σώζεται μέχρι σήμερα στο βιβλίο Πρακτικών της Μονής.
[Στα δέκα χρόνια ξανάνοιξαν πάλι τον τάφο, ξανασήκωσαν από το φέρετρο το καπάκι και o νεκρός ήταν πάντα ανέπαφος. Ήρεμος, γαλήνιος, κοιμόταν λαφριά και σκορπούσε τριγύρω ευωδία! Μόνο στα είκοσι χρόνια από την κοίμηση του o Θεός επέτρεψε τη διάλυση του κορμιού, όπως έγινε και σε πολλούς άλλους όσιους και την «κατ' άνθρωπον» κατάλειψη των οστών (για να μοιραστούν δηλ. στους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο). Όμως η ευωδία ήταν διάχυτη ανάμεσα τους και απόμεινε για πάντα].
Άγιε Ιεράρχα του Χριστού Νεκτάριε, ολοζώντανε άγιε του καιρού μας, πρέσβευε υπέρ πάντων ημών.
Αντιγραφή-επιμέλεια-διασκευή: antiyli.gr@gmail.com
π.Δημήτριος Μπόκος