Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νοσοκομείο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα νοσοκομείο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

Συνάντηση Αγίων σ' ένα Νοσοκομείο της Βιέννης. Θαύμα Αγίου Νεκταρίου


Μάϊος του 2003 και η Διακαινίσιμη περίοδος ήταν στο τέλος της. Με συντροφιά άλλους τρεις Χριστιανούς, ξεκινήσαμε πολύ πρωί- αξημέρωτα ακόμα- για ένα προσκύνημα, στην Ι. Μ. της Παναγίας της Γαυριώτισσας.
Η Παρέα μας, γνωστός Ηγούμενος Μεγάλης Αγιορείτικης Μονής, ένας Ιερομόναχος και ένας ακόμα λαϊκός.

Είχα καιρό την επιθυμία να κάνω εκείνο το προσκύνημα και να δώ από κοντά, τον ονομαστό επιστήθιο φίλο του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη, τον Άγιο Γέροντα π. Αμβρόσιο Λάζαρη.

Παρακλήθηκα, περασμένες 12 την προηγούμενη το βράδυ, να κάνω τον οδηγό της συνοδείας, γιατί «κάτι έτυχε στον προγραμματισμένο οδηγό» της παρέας…. Η χάρη της Παναγίας με κάλεσε να ζήσω τα γεγονότα που καταγράφω.

Ο ήλιος που ξεπρόβαλε, μας βρήκε να ανηφορίζουμε με το αυτοκίνητο τις στροφές του Παρνασσού. «Μάγεμα η φύση κι’ όνειρο»[1].

Οι λαμπερές πρωινές ακτίνες του, χρύσιζαν τις δροσοσταλίδες στα φύλλα των δέντρων και των λουλουδιών, δίνοντας τη θέα και την αίσθηση μικρών διαμαντιών, που σκορπίστηκαν απλόχερα.

Ο καθαρός βουνήσιος αέρας και η πρωινή δροσιά παράβγαιναν λές, για το ποιό θα μας πρωτοευχαριστήσει.

Μέσα σε μια Πασχαλιάτικη πρωτόγνωρη χαρά, ανάμεσα στα έλατα, στα πεύκα, τις καρυές, το θυμάρι και τις κουμαριές, το αυτοκίνητό μας, ήταν ο μόνος θόρυβος στη φύση.

Στην μοναξιά και ησυχία που τίποτα άλλο δε διέκοπτε, τριγύρω, εκτός απ’ τα πουλιά που τραγουδούσαν ή φτερούγιζαν αθόρυβα, φθάσαμε, περασμένες εξίμισυ το πρωί, στην είσοδο της Μονής. Στις επτά έπρεπε να αρχίσει η Θ. Λειτουργία.

Στην είσοδο της Μονής, της Παναγίας της Γαυριώτισσας, μας περίμενε μ’ ένα φτυάρι στα χέρια, τακτοποιώντας, έξω από το δρόμο φρεσκοφερμένη κοπριά, για τα φυτά και τα λουλούδια της Μονής, ο πνευματικός της Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης.

Με έκδηλη χαρά μικρού παιδιού χαιρέτησε τους ιερείς και περίμενε και μένα να σταθμεύσω το αυτοκίνητο σε ασφαλές σημείο.

Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και βρέθηκα μπροστά σε ένα γίγαντα ιερωμένο, με ένα πλατύ θεϊκό χαμόγελο και μια τεράστια αγκαλιά.

«Έλα Παναγιώτη λεβέντη και αργήσαμε. Μας περιμένει η Παναγία». Ασπάστηκα το χέρι του και σκέφθηκα ότι, κάποιος του είπε τ’ όνομά μου.

Μπήκαμε στον περίβολο κι’ από το διάδρομο ανάμεσα στις ολάνθιστες, περιποιημένες τριανταφυλλιές, πηγαίναμε προς το καθολικό της Ι. Μονής.

«Θα ψάλλουμε μαζί σήμερα κ. Εισαγγελέα. Πολύ χαρά έχω που ήρθατε» Απορώ εγώ πάλι, αλλά υποθέτω ότι, για την ιδιότητα μου, κάποιος θα του είπε κάτι, αλλά πότε; μεσα στη νύχτα; Πώς τα ξέρει όλα αυτά για μένα. Πρώτη φορά τον συναντώ…. Άλλο οδηγό περίμενε.

Μπήκαμε στο Ναό. Διάβασα τον εξάψαλμο έψαλε ο π. Αμβρόσιος, μαζί του και εγώ σε μια κατανυκτική ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Μοναδική εμπειρία Θ. λειτουργίας.

Ήμουνα δίπλα σε ένα άνθρωπο του Θεού, σ’ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας κι’ έζησα μοναδικές στιγμές. Η συνέχεια μου τόδειξε αδιαμφισβήτητα.

Γίγαντας στο σώμα, στην ψυχή και στην αγιότητα, ο Γέροντας, μας καλοδέχθηκε στο αρχονταρίκι της Μονής, μετά το «δι ευχών της ακολουθίας».

Η Γερόντισσα Παρθενία (αν θυμάμαι σωστά) και οι αδελφές, σέρβιραν καφέ, τσάϊ από τον Παρνασσό, μέλι, ψωμί, τυρί, παξιμάδια και πολύ αγάπη.

Οι συμβουλές του Γέροντα, με κοφτό λόγο, που δεν επέτρεπε αντίρρηση, προσωποποιημένες για τον καθένα μας, έκαναν τους ακροατές του να τον παρακολουθούν με αμείωτο ενδιαφέρον.

Η ώρα πέρασε και οι προσκυνητές αραίωσαν. Μείναμε η παρέα μας ο Γέροντας και δυο τρία πρόσωπα γνωστά του.

Ο Αγιορείτης ηγούμενος, αποσύρθηκε να εξομολογήσει κάποιους που είχε μαζί τους συνεννοηθεί.

Μέχρις ότου ετοιμασθεί η Τράπεζα μας κάλεσε στο απέρριτο κελί του, ύψιστη τιμή για ένα επισκέπτη, και γυρίζοντας σε μένα μου λέει: «Εισαγγελέα το βλέπεις αυτό, δείχνοντάς μου παράλληλα ένα ιδιόμορφο πέτρωμα, όσο ένα μανταρίνι σε μέγεθος, μέσα σ’ ένα μικρό γυάλινο βαζάκι, πάνω στο κομοδίνο. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και ο Γέροντας συνέχισε.

«Άκου που λές εισαγγελέα μου. Πρίν καιρό πέρασε, από δώ ένας Ελβετός γιατρός, φίλος του Δεσπότη της Λαμίας του Δαμασκηνού. Ήρθανε μαζί. Εγώ εκείνο τον καιρό υπέφερα, από κάτι πόνους στη μέση και ο Δεσπότης το ήξερε.

Λέει του γιατρού το πρόβλημα και εκείνος, αφού με εξέτασε, είπε ότι πρέπει να χειρουργηθώ άμεσα. Είναι πρόβλημα νεφρού αυτό και η εγχείρηση, θα φρόντιζε αυτός, να γίνει στη Βιέννη, στο καλλίτερο νοσοκομείο. Έκαμα υπακοή στο Δεσπότη και πήγα που λές, στην Ελβετία.

Μπήκα στο νοσοκομείο γίνανε οι εξετάσεις και προγραμματίστηκε η εγχείρηση. Όλοι συμφωνούσαν με τη διάγνωση κι’ έλεγαν ότι είναι σοβαρή εγχείριση…. Μου έλεγαν να μην ανησυχώ και τέτοια.

Εγώ πάλι, μια απορία την είχα, αλλά δεν ανησυχούσα, γιατί είχα ζήσει πολλά θαύματα… ό,τι θέλει ο Θεός. Από την ημέρα που με πήρε άγγελος από μία μπίντα[2] στον Πειραιά, να με πάει να γίνω καλόγερος, στο Άγιο Όρος κι’ όταν έφθασα εκεί, με περίμεναν στην είσοδο του Μοναστηριού οι Σαράντα Μάρτυρες, ολοζώντανοι δεξιά και αριστερά σα φρουρά, για να περάσω[3], μέχρι που με έστειλε ο Γέρων Πορφύριος, να φτιάξω το μοναστήρι Της, μετά τον παπα-Ανυπόμονο[4], και μέχρι τώρα που σου μιλάω, και τι θαύμα δεν είδα. Γι’ αυτό σου είπα δε φοβόμουνα.

«Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει» [5] δεν λέει;

Την παραμονή της εγχείρισης απόγευμα, κατέβηκα στον κήπο του νοσοκομείου να προσευχηθώ και να περπατήσω. Μεγάλο νοσοκομείο!.

Όπως περιπάταγα, βλέπω που λές, εισαγγελέα μου κι’ ένα άλλο παπά, πολύ- πολύ γνωστό, μέτριο ανάστημα να’ ρχεται προς το μέρος μου, από την αντίθετη μεριά, από άλλη πόρτα του νοσοκομείου. Έφθασε κοντά μου χαιρετηθήκαμε.

Τι κάνεις παπα-Αμβρόσιε, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!!! Πολύ καλά πάτερ μου, αλλά να σκέφτομαι τον κόσμο μας τα λάθη μας τις αμαρτίες μας, πονάω κιόλας, αλλά Δόξα τω Θεώ….

Πιάσαμε πολλή κουβέντα, που λές, αλλά ντρεπόμουνα να τον ρωτήσω τ’ όνομά του που δεν μπορούσα να το θυμηθώ με τίποτα. Μου ήταν όμως πολύ γνωστός, είπαμε για τον Αρχιεπίσκοπο, το Σεραφείμ, για Δεσποτάδες για πολλά….

Τον θαύμασα! Αλλά πώς τον ρωτάς «πώς σε λένε πάτερ;», μεγάλη ντροπή το’ νοιωθα κάτι τέτοιο….

Περπατήσαμε ώρα. Σουρούπωσε και έπρεπε να γυρίσω στο θάλαμο, να περάσουν οι νοσοκόμες, να ετοιμαστώ για την εγχείριση.

Καθώς το σκεφτόμουνα μου λέει: Άντε πάμε μέχρι το θάλαμο Αμβρόσιε και θα φύγω και γώ. Δεν μπορούσα να του φέρω αντίρρηση και παρακαλούσα τη χάρη Της να θυμηθώ το όνομά του….

Μπήκαμε κι’ έκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι. Κουβεντιάσαμε ακόμα λίγο και κάποια στιγμή, βάζει το χέρι του στα πλευρά μου και μου λέει: Εδώ θα εγχειρισθείς; Ναι αδερφέ μου του λέω….

Αμέσως ένοιωσα ένα πόνο, όπως με ακούμπησε και έντονη επιθυμία να πάω στην τουαλέτα. Πήγα και «Μέγας εί κύριε και θαυμαστά τα έργα σου»[6]

Με έντονους πόνους, σαν τους πόνους της γέννας λένε είναι τούτοι, έβγαλα αυτή την πέτρα που βλέπεις. Γύρισα εξαντλημένος στο κρεβάτι και λέω στον παπά που ήταν ακόμα εκεί. Πάτερ μου, μου είσαι τόσο γνωστός, μα τόσο γνωστός, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά σου.

Συγχώρα με!!! Αλλά πώς σε λένε και πώς βρέθηκες εδώ; Σηκώνεται και τι μου λέει: Μ’ αγαπάς τόσο πολύ κι’ εγώ σ’ αγαπώ και δεν με θυμάσαι Αμβρόσιε;

Άκου να δείς, εδώ βρέθηκα, γιατί πάω όπου θέλω, συκοφαντήθηκα και κατηγορήθηκα έτσι που τα λέγαμε στον κήπο όσο κανένας άλλος και η αμοιβή μου είναι να πηγαίνω όπου θέλω και όποτε θέλω για να βοηθάω τους ανθρώπους…… Είμαι ο Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ!!! κι’ επειδή σ’ αγαπώ, ήρθα και σε χειρούργησα.

Αυτό να το δείξεις αύριο στους γιατρούς, γιατί αυτοί δεν πιστεύουν, είναι ασταύρωτοι και αμύρωτοι. Όταν το δούν και σε εξετάσουν πες τους ότι σε χειρούργησα εγώ. Θα το καταλάβουν. Σ’ αφήνω τώρα και καλή αντάμωση καλή επιστροφή… και βγήκε από το θάλαμο….»

Αυτή που λές εισαγγελέα μου είναι η ιστορία αυτού του μανταρινιού που βλέπεις. Το’ χω εδώ για να μην ξεχάσω ποτέ τη συνάντηση….. Είπαμε κι’ άλλα πολλά, με τον Γέροντα Αμβρόσιο, αλλά γι’ αυτά ίσως κάποια άλλη φορά. Δεν είναι του παρόντος[7].

Σήμερα, στη μνήμη του Αγίου Νεκταρίου, Αγίου της άκρας υπομονής, που έπαθε από τον τότε άθεο εισαγγελέα Αττικοβοιωτίας, που τον επεσκέφθη στο Μοναστήρι του στην Αίγινα και τον έπιασε από το αγιασμένο του ράσο ταρακουνώντας τον, για να του πεί που έχει τα παιδιά που έκανε με τις καλόγριες (!!!), θυμήθηκα το θαύμα του Αγίου, στον γνωστό, διορατικό Γέροντα Αμβρόσιο. Το θυμήθηκα και το κατέγραψα, όπως μου το διηγήθηκε.

Ό, τι έγραψα το έγραψα ως ελάχιστο θυμίαμα στη χάρη του Αγίου του αιώνος. Ευελπιστώ ότι και ο Γέρων Αμβρόσιος θα συμφωνήσει με το είδος και την έκταση του θυμιάματος, από τα ουράνια σκηνώματα.

Έγραψα επίσης ό, τι έγραψα, γιατί ότι ο Άγιος Νεκτάριος κατεκρίθη και κατεδικάσθη αδίκως, τόσο από την κοσμική όσο και από την εκλησιαστική δικαιοσύνη της εποχής του, όσο κανείς άλλος.

Του οφείλουν και οι δύο αυτές και οι λειτουργοί τους, αιώνια συγνώμη. Το προσωπικό μου απολογητικό χρέος, αυτής της οφειλόμενης συγνώμης με οδήγησε στην καταγραφή της συζητήσεως μου, με τον Γέροντα Αμβρόσιο. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Ο εν εσχάτοις χρόνοις φανείς «αρετής φίλος γνήσιος» ας πρεσβεύει υπέρ της χειμαζομένης Ελλάδος μας «αναβλύζων ιάσεις παντοδαπάς» και ενεργών «πάσιν ιάματα».

Αθήνα 9-11-2016
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Νεκταρίου Πενταπόλεως του Θαυματουργού.



[1] «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Δ. Σολωμού

[2] Σιδερένια δέστρα που χρησιμοποιείται για το δέσιμο των παλαμαριών (σχοινιά) του καραβιού στην προβλήτα του λιμανιού.

[3] Εννοεί την Ι.Μ. Ξηροποτάμο, όπου στην μετώπη της εισόδου έχει την εικόνα των Αγίων Τεσσαράκοντα.

[4] Εννοώντας τον Γερμανό Δημάκο που είχε το ψευδώνυμο Ανυπόμονος κατά την περίοδο της Αντίστασης, κατοπινό ηγούμενο της Μονής Αγάθωνος, από το 1950.

[5] Ψαλμ. νδ' 23

[6] Εὐχή Μεγάλου Ἁγιασμοῦ

[7] Τα πρόσωπα που αποτελούσαν την μικρή εκείνη συντροφιά είναι ακόμα στη ζωή και γι’ αυτό δεν αναφέρω ονόματα.



πηγή

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Ο άθεος - άπιστος καρκινοπαθής






Η παρακάτω ιστορία συνέβη εδώ και αρκετά χρόνια. Την ιστορία αυτή μού τη διηγήθηκε ο καλός μου φίλος πατήρ Δημήτριος εφημέριος του ναού του Αγίου Βασιλείου στο Πειραιά στην οδό Σαχτούρη. Παραθέτω την ιστορία αυτή όπως μου τη διηγήθηκε όπως την έζησε ο ίδιος:


Ένα πρωί μετά τη θεία Λειτουργία πήγα στο Γραφείο του Ναού. Εκεί ήρθε να με δει ένας κύριος περίπου 50 ετών. Δεν τον ήξερα. Ούτε και τον είχα ξαναδεί στην εκκλησία. Μού μίλησε για ένα άνθρωπο 42 ετών που νοσηλευόταν σε Πειραϊκό Νοσοκομείο. Είχε τη παλιό αρρώστια!
Ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση και έφθασε ως τον εγκέφαλο του. Οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει.
Τα φάρμακα τα έπαιρνε με τη «χούφτα» μα δεν του έδιναν την υγεία.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν στενός συγγενής του αρρώστου. Μου ζήτησε να πάω να κοινωνήσω τον άρρωστο.
Πράγματι! Πήγα στο Νοσοκομείο κρατώντας ευλαβικά την Άγια Κοινωνία.
Όταν πήγα στο θάλαμο που νοσηλευόταν ο ασθενής πράγματι βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Όπως με ενημέρωσε άλλο στενό συγγενικό του πρόσωπο ο καρκίνος με ραγδαίες μεταστάσεις είχε προσβάλει και τον εγκέφαλο. Δεν είχε πια ζωή. Οι μέρες του ήταν μετρημένες.
Ήταν μόνος στο θάλαμο. Το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο. Σε μια στιγμή συνήλθε από το κώμα. Άνοιξε τα μάτια του.
Με είδε και άρχισε να μου μιλάει με κάποια δυσκολία. Μου είπε λοιπόν τα ακόλουθα: Οι δικοί μου με έφεραν εδώ στο θεραπευτήριο πριν από 35 μέρες. Δίπλα μου νοσηλευόταν ένας άλλος ασθενής που ήταν περίπου 80 ετών. Αυτός ο άρρωστος είχε προσβληθεί από καρκίνο των οστών. Ο καημένος είχε και αυτός φοβερούς πόνους. Παρά τους πόνους του αναφωνούσε συνεχώς: «Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι ο Θεός!». Κατόπιν έλεγε διάφορες προσευχές. Εγώ ήμουν άθεος.
Πρώτη μου φορά τις άκουγα. Εγώ ποτέ μου δεν είχα πατήσει το πόδι μου στην εκκλησία. Έβλεπα με έκπληξη ότι ο διπλανός μου άρρωστος μετά τις προσευχές του ηρεμούσε… Τον έπιανε για δύο-τρείς ώρες ένας γλυκός ύπνος. Μα πάλι ξυπνούσε και μούγκριζε από τους αφόρητους πόνους. Τότε ξανάρχιζε πάλι να προσεύχεται: Δόξα σοι ο Θεός!!!… Εγώ που υπέφερα φρικτά από τους πόνους μούγκριζα ενώ αυτός ο γέρος παρά τους πόνους του δοξολογούσε το Θεό. Εγώ από τα νεύρα μου και τους πόνους μου βλασφημούσα το Χριστό και τη Παναγία. Αντίθετα ο γέρος παρά τους πόνους του ευχαριστούσε το Θεό για το καρκίνο που του έδωσε. Τον άκουγα μέσα στους πόνους μου και αγανακτούσα. Αυτός ο γέρος σχεδόν κάθε μέρα ζητούσε να κοινωνήσει. Εγώ ο άθλιος τον έβριζα. Σκάσε του έλεγα. Σκάσε επιτέλους! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός που εσύ τον δοξολογείς μας βασανίζει τόσο σκληρά με την επάρατη αυτή αρρώστια; Ποιος Θεός; Δεν υπάρχει Θεός! Ο γέρος με άκουγε και ήρεμα μου απαντούσε: Υπάρχει παιδί μου. Υπάρχει Θεός και είναι στοργικός πατέρας. Με τους πόνους της αρρώστιας που μας έδωσε μας καθαρίζει από τις πολλές αμαρτίες…
Όμως οι απαντήσεις του γέρου με εκνεύριζαν ακόμα περισσότερο. Άρχιζα και πάλι και βλασφημούσα Θεούς και δαίμονες. Άρχιζα τις φωνές και έλεγα: Δεν υπάρχει Θεός. Δεν πιστεύω σε τίποτα. Ούτε στο Θεό, ούτε στη Βασιλεία του Θεού στον άλλο κόσμο! Τότε ο γέρος με ήρεμο τρόπο μου απάντησε:
Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται η ψυχή από το σώμα του χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός. Αλλά το έλεος Του θα με σώσει. Περίμενε να δεις και θα πιστέψεις!
Τον έβλεπα συνεχώς να δοξολογεί το Θεό και τη Παναγία. Έλεγε μια προσευχή που επαναλάμβανε το Χαίρε για τη Παναγία. (Χαιρετισμοί). Έψελνε «Θεοτόκε Παρθένε»… και «Άξιον Εστίν ως αληθώς». Σε μια στιγμή σταμάτησε Τον άκουσα να λέει: Καλώς τον Άγγελο μου Σε ευχαριστώ που ήρθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις τη ψυχή μου! Εγώ έκπληκτος άνοιξα τα μάτια μου να δω τους επισκέπτες του γέρου. Ο γέρος έκαμε το σταυρό του. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και άφησε τη τελευταία του πνοή!
Ξαφνικά ο θάλαμος του νοσοκομείου πλημμύρισε από ένα δυνατό φως! Σα να μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι! Εγώ ο άπιστος. Ο Άθεος. Ο Υλιστής είδα με τα μάτια του αυτό το ΘΑΥΜΑ. Μια ωραιότατη μυρουδιά απλώθηκε!
Έμεινα «κόκκαλο». Ο γέρος είχε δίκιο. Κάλεσα τους γονείς μου και τους είπα όλα όσα είδα και έζησα! Τους μάλωσα που ποτέ τους δεν μου μίλησαν για την ύπαρξη του Θεού. Κάλεσα τους φίλους και συγγενείς δίπλα μου. Παρακάλεσα να μου μιλήσουν για τα θέματα αυτά που ως τότε δεν είχα διδαχθεί από κανένα.
Πάτερ μου πίστεψα ότι πράγματι υπάρχει Θεός. Γι’ αυτό θέλω να με εξομολογήσεις και να με κοινωνήσεις!
Πράγματι αυτή η διήγηση με συγκλόνισε!

 του Αντώνη Τενέδιου
Σκαλοχώρι
 πηγή





Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Οι τελευταίες στιγμές του Αγίου στο Αρεταίειο. Αγιος Νεκτάριος - Ο Αγιος της υπομονής και της Αγάπης

AgiosNekt-(1).gif
Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό νοσοκομείο της Αθήνας, το Αρεταίειο, η γραμματεία έπαιρνε απ' έξω εντολή και έδινε μέσα εντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο για έναν γέροντα καλόγερο, από την Αίγινα. 
Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δυο καλόγρηες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μια από τις δυο καλόγρηες, έφυγε. 
Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση. 
"Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ' αντέξει στο μαχαίρι;" 
Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη. 
"Τι θ' απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;" συνέχισε ο άντρας. 
"Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ο καλός θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν' απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές."
"Ω αδελφή Ευφημία, σ' αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο..." 
Η καλόγρηα τον ανακύτταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι. 
Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος. 
Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι. 
Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιληά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται. 
Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχίσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα, τον καλούσε. 
"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος." 
" Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του. 
Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων. 
Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε. 
"Σεβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πού είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο... 
Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! ... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του. 
"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;" 
Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε ! 
Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν. 
Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... δεσπότης! 
normal_agne.jpgΜια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία. 
Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείιων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά. 
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δυο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογίς - λογίς διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή. 
Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμι κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο. 
Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! 
Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφφες το μπαμπάκι, τόφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι τόκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος. 
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα. 
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" στο πλωριό κατάρτι. 
Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά. 
Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το ιερό λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός ιερομόναχου που ευαρέστησε τον άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη. 
Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο κλήρος, όλοι oι ιερομόναχοι, όλες oι καλόγρηες από τα ντόπια μοναστήρια. 
Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν. 
"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφισες ορφανές και μόνες;" 
Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γυαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον τίμιο σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι. 
Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το μοναστήρι. 
Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε. 
Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι. 
Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το λείψανο - θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και τόφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος. 
Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γρηές και νιες και δροσερές παρθένες. Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί. 
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια. 
Το μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογίς άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογυαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυκτίσουν, να κλάψουν. 
Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγρηες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της ηγουμένης, της οσίας Ξένης, της τυφλής. 
Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα - μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, τόνοιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε: 
"Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το μοναστήρι μας θα προκόψει δεν θα το αφίσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την προφητεία: Από δω, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι μεις οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο". 
Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια θεϊκή δύναμη και χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου. 
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία! 
Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε. 
"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει". 
Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια. 
" Σεβασμιώτατε", ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι. 
"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά. 
" Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε", ψιθύρισε. 
"Τι μυρίζει;" 
"Λιβάνι και αλόη." 
"Τότε μη φοβείσαι και διά το λείψανον." 
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - μύρο. 
Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι,άκουσε την παράδοξη φωνή : "άφισε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού του. 
Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έρριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το ναό και παράπλευρα έξω.
(Από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου: Ο άγιος του αιώνα μας 
-Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία. Έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης.)