Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα άθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΟΙ ΕΞΗΝΤΑ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΡΚΟΥΤΣΚ

 
«Πάς όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολο­γήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς».

(Ματθ. ι' 32

 
Κατα τα έτη 1930, 1931 και 1932 ταξίδεψα σ' ο­λόκληρη την Σιβηρία με μία επιστημονική απο­στολή*. Τό 1933 τα τα­ξίδια μας οδήγησαν στο Ιρκούτσκ, στο Νίζνιε-Ουντίνσκ και μετά στο Μπαλαγκάνσκ.
Η πόλι Κατσούγκ βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Λένα, 140 μίλια από το Ιρκούτσκ. Από την Κατσούγκ υπήρχε δρόμος για το Νίζνιε-Ουντινσκ και το Μπαλαγ­κάνσκ, που περνούσε εξ ολοκλήρου μέσα α­πό την τάϊγκα**. Δεν υπήρχαν κάτοικοι· μόνο κρατούμενοι, που δούλευαν στην κα­τασκευή κάποιου έργου.
Στους καταυλι­σμούς γύρω από την Κατσούγκ κυριαρχούσε τότε ανήκουστη βαναυσότητα. Χωρίς κανέ­ναν απολύτως λόγο πυροβολούσαν, χτυ­πούσαν και μαστίγωναν τους ανθρώπους. Οι συνθήκες διαβιώσεως ήταν φρικτές. Εξήντα έως ογδόντα άνθρωποι στοιβιάζοταν σ' ένα κοιτώνα, με δύο σειρές σανίδες για κρεββάτια.
Σε περίπτωσι που κάποιος από τους κρατουμένους δεν ολοκλήρωνε την ημερήσια εργασία που του ανετίθετο, οι φύ­λακες του καταυλισμού είχαν το δικαίωμα να του κάνουν ο,τι ήθελαν. Άφηναν τους κρατουμένους για τιμωρία μία εβδομάδα στο ύπαιθρο. Οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και το κρύο.

Ταξιδέψαμε από το Ιρκούτσκ ως το Νίζνιε-Ούντινσκ με το ατμόπλοιο Μπου-ριάτ. Από το Νίζνιε-Ουντίνσκ προχωρή­σαμε με άμαξες κατά μήκος του δρόμου της Κατσούγκ, ακολουθώντας για περισσότερο από εβδομήντα μίλια την δεξιά όχθη του ποταμού Άγκερ προς την κατεύθυνση του Κατσούγκ. Την περίοδο εκείνη δούλευα ως υδρομετρικός παρατηρητής.

Από τις 8 ως τις 22 Ιουλίου 1933 η ε­πιστημονική μας ομάδα σταμάτησε για μερικές μέρες κοντα σ' ένα στρατόπεδο συγ­κεντρώσεως. Στην περιοχή εκείνη το έδαφος ήταν καταλληλότερο για την γεωργία και υπήρχαν ήδη σχέδια για ένα κρατικό συλ­λογικό αγρόκτημα (κολλεκτίβα) εκεί.
Ο καιρός είχε γίνει αρκετά ευχάριστος. Μετά το δείπνο, καθήσαμε μέχρι αργά το βράδυ κοντά στή φωτιά. Κάθε τόσο ακούγαμε κάποιες κραυγές, που αντηχούσαν στην τάϊγκα. Δεν ξέραμε ακόμη τι είδους κραυγές ήταν αυτές. Ήταν μία ξάστερη και ήσυχη νύχτα. Ο καθαρός αέρας της Σιβηρίας ανέδιδε το γλυκό άρωμα των λου­λουδιών της τάϊγκα μέσα στην κοιλάδα. Όσο ζω δεν θα ξεχάσω εκείνη την κοιλάδα· θα την θυμάμαι παντοτεινά!
Ο γλυκός πρωινός μας ύπνος διακόπηκε από ένα πένθιμο ανθρώπινο βογγητό. Σηκωθήκαμε γρήγορα. Ο επικεφαλής της ομάδος μας, ντόπιος από το Ιρκούτσκ, πήρε γρήγορα ένα ζευγάρι κυάλια και οι άλλοι στήσαμε δυο τοπογραφικά όργανα και ασχολού­μασταν με την εργασία μας, όταν παρατη­ρήσαμε ένα πλήθος να έρχεται προς την κατεύθυνσί μας. Εξ αιτίας των θάμνων ήταν δύσκολο να καταλάβουμε τι συνέβαινε.

Ήταν εξήντα κρατούμενοι και όσο πλησίαζαν μπορούσαμε καθαρώτερα να δούμε πως ήταν όλοι εξαντλημένοι από την πείνα και την πολλή δουλειά. Τί βλέπαμε; Όλοι κρατούσαν ένα σχοινί στους ώμους τους. Τρα­βούσαν ένα έλκηθρο (ένα έλκηθρο Ιούλιο μήνα!) Πάνω στο έλκηθρο υπήρχε ένα βαρέλι με ανθρώπινα περιτ­τώματα!

Οι φρουροί που τους συνό­δευαν προφανώς δεν γνώριζαν ότι υπήρχε μία επιστημονική αποστολή στην περιοχή του στρατοπέδου συγκεντρώσεως. Ακούσαμε ακριβώς τις λέξεις της διαταγής των φρουρών: «Ξα­πλώστε κάτω και μη κινείσθε». Ένας φρουρός έτρεξε πίσω στο στρατόπεδο- προ­φανώς μας θεώρησαν υπόπτους. Κάποιος από την ομάδα μας εκτίμησε κάπως γρή­γορα την κατάσταση των κρατουμένων και είπε: «Παρατείναμε την ζωή τους για λίγα ακόμη λεπτά».
pic18897.gif
Κατ' αρχάς δεν καταλάβαμε αυτά του τα λόγια. Σε 15 όμως με 20 λεπτά είχαμε περικυκλωθεί από μία διμοιρία φρουρών του στρατοπέδου, που μας πλη­σίασαν κρατώντας τουφέκια έτοιμα για μά­χη, σαν να επρόκειτο να επιτεθούν με τις ξιφολόγχες. Ο επι κεφαλής της διμοιρίας και ο πολιτικός κομισάριος μας πλησίασαν και ζήτησαν τα χαρτιά μας. Όταν τα εξέ­τασαν μας εξήγησαν πώς αυτοί οι εξήντα άνδρες είχαν καταδικαστεί να εκτελεστούν, ως στοιχείο αλλότριο προς τη σοβιετική εξουσία.

Ένα χαντάκι είχε ήδη ετοιμασθεί για τους εξήντα. Ο πολιτικός κομισάριος μας ζήτησε να μπούμε στις σκηνές μας, πράγμα που κάναμε. Οι εξήντα μάρτυρες ήταν Ιε­ρείς. Στο ήσυχο πρωινό του Ιουλίου οι αδύ­ναμες φωνές πολλών Ιερέων ακουγόταν ξε­κάθαρα. Ένας απ' τους δημίους ρωτούσε έναν-έναν τους Ιερείς, που τώρα στεκόταν κοντά στο χαντάκι: «Είναι η τελευταία σου πνοή· πες μας, υπάρχει θεός η όχι;» Η απάντηση των αγίων μαρτύ­ρων ήταν σταθερή και σίγουρη: «Ναι, υ­πάρχει θεός!»
Ακούστηκε ο πρώτος πυρο­βολισμός. Καθό­μασταν στις σκη­νές και η καρ­διά μας πήγαι­νε να σπάσει... Ένας δεύτερος πυροβολισμός αντήχησε, ένας τρίτος και μετά περισσότεροι. Οι Ιερείς οδηγούντο ο ένας μετα τον άλλο μπροστα στο χαντάκι- οι δήμιοι, στο χείλος του χαντα­κιού, ρωτούσαν κάθε Ιερέα: «Υπάρχει θεός;» Η απάντηση ήταν η ίδια: «Ναι, υπάρχει θεός!»

Είμαστε αυτόπτες μάρτυρες, είδαμε με τα μάτια μας και ακούσαμε με τα αυτιά μας πώς τόσοι άνθρωποι μπροστά στόν θά­νατο ομολόγησαν την πίστι τους στον Θεό.

Ίσως περάσουν ακόμη χρόνια, δεκα­ετίες. Όμως αυτός ο τάφος πάνω στον δρόμο Κατσούγκ - Νίζνιε-Οϋντίνσκ πρέπει να βρεθεί. Κανείς Ορθόδοξος Χριστιανός, πουθενά, δεν πρέπει να ξεχάσει αυτούς τους αγίους μάρτυρες, που έδωσαν την ζωή τους για την πίστη τους.

Πηγή: Αγιορείτικη Μαρτυρία

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Ο άθεος - άπιστος καρκινοπαθής






Η παρακάτω ιστορία συνέβη εδώ και αρκετά χρόνια. Την ιστορία αυτή μού τη διηγήθηκε ο καλός μου φίλος πατήρ Δημήτριος εφημέριος του ναού του Αγίου Βασιλείου στο Πειραιά στην οδό Σαχτούρη. Παραθέτω την ιστορία αυτή όπως μου τη διηγήθηκε όπως την έζησε ο ίδιος:


Ένα πρωί μετά τη θεία Λειτουργία πήγα στο Γραφείο του Ναού. Εκεί ήρθε να με δει ένας κύριος περίπου 50 ετών. Δεν τον ήξερα. Ούτε και τον είχα ξαναδεί στην εκκλησία. Μού μίλησε για ένα άνθρωπο 42 ετών που νοσηλευόταν σε Πειραϊκό Νοσοκομείο. Είχε τη παλιό αρρώστια!
Ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση και έφθασε ως τον εγκέφαλο του. Οι γιατροί τον είχαν ξεγράψει.
Τα φάρμακα τα έπαιρνε με τη «χούφτα» μα δεν του έδιναν την υγεία.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν στενός συγγενής του αρρώστου. Μου ζήτησε να πάω να κοινωνήσω τον άρρωστο.
Πράγματι! Πήγα στο Νοσοκομείο κρατώντας ευλαβικά την Άγια Κοινωνία.
Όταν πήγα στο θάλαμο που νοσηλευόταν ο ασθενής πράγματι βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Όπως με ενημέρωσε άλλο στενό συγγενικό του πρόσωπο ο καρκίνος με ραγδαίες μεταστάσεις είχε προσβάλει και τον εγκέφαλο. Δεν είχε πια ζωή. Οι μέρες του ήταν μετρημένες.
Ήταν μόνος στο θάλαμο. Το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο. Σε μια στιγμή συνήλθε από το κώμα. Άνοιξε τα μάτια του.
Με είδε και άρχισε να μου μιλάει με κάποια δυσκολία. Μου είπε λοιπόν τα ακόλουθα: Οι δικοί μου με έφεραν εδώ στο θεραπευτήριο πριν από 35 μέρες. Δίπλα μου νοσηλευόταν ένας άλλος ασθενής που ήταν περίπου 80 ετών. Αυτός ο άρρωστος είχε προσβληθεί από καρκίνο των οστών. Ο καημένος είχε και αυτός φοβερούς πόνους. Παρά τους πόνους του αναφωνούσε συνεχώς: «Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι ο Θεός!». Κατόπιν έλεγε διάφορες προσευχές. Εγώ ήμουν άθεος.
Πρώτη μου φορά τις άκουγα. Εγώ ποτέ μου δεν είχα πατήσει το πόδι μου στην εκκλησία. Έβλεπα με έκπληξη ότι ο διπλανός μου άρρωστος μετά τις προσευχές του ηρεμούσε… Τον έπιανε για δύο-τρείς ώρες ένας γλυκός ύπνος. Μα πάλι ξυπνούσε και μούγκριζε από τους αφόρητους πόνους. Τότε ξανάρχιζε πάλι να προσεύχεται: Δόξα σοι ο Θεός!!!… Εγώ που υπέφερα φρικτά από τους πόνους μούγκριζα ενώ αυτός ο γέρος παρά τους πόνους του δοξολογούσε το Θεό. Εγώ από τα νεύρα μου και τους πόνους μου βλασφημούσα το Χριστό και τη Παναγία. Αντίθετα ο γέρος παρά τους πόνους του ευχαριστούσε το Θεό για το καρκίνο που του έδωσε. Τον άκουγα μέσα στους πόνους μου και αγανακτούσα. Αυτός ο γέρος σχεδόν κάθε μέρα ζητούσε να κοινωνήσει. Εγώ ο άθλιος τον έβριζα. Σκάσε του έλεγα. Σκάσε επιτέλους! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός που εσύ τον δοξολογείς μας βασανίζει τόσο σκληρά με την επάρατη αυτή αρρώστια; Ποιος Θεός; Δεν υπάρχει Θεός! Ο γέρος με άκουγε και ήρεμα μου απαντούσε: Υπάρχει παιδί μου. Υπάρχει Θεός και είναι στοργικός πατέρας. Με τους πόνους της αρρώστιας που μας έδωσε μας καθαρίζει από τις πολλές αμαρτίες…
Όμως οι απαντήσεις του γέρου με εκνεύριζαν ακόμα περισσότερο. Άρχιζα και πάλι και βλασφημούσα Θεούς και δαίμονες. Άρχιζα τις φωνές και έλεγα: Δεν υπάρχει Θεός. Δεν πιστεύω σε τίποτα. Ούτε στο Θεό, ούτε στη Βασιλεία του Θεού στον άλλο κόσμο! Τότε ο γέρος με ήρεμο τρόπο μου απάντησε:
Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται η ψυχή από το σώμα του χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός. Αλλά το έλεος Του θα με σώσει. Περίμενε να δεις και θα πιστέψεις!
Τον έβλεπα συνεχώς να δοξολογεί το Θεό και τη Παναγία. Έλεγε μια προσευχή που επαναλάμβανε το Χαίρε για τη Παναγία. (Χαιρετισμοί). Έψελνε «Θεοτόκε Παρθένε»… και «Άξιον Εστίν ως αληθώς». Σε μια στιγμή σταμάτησε Τον άκουσα να λέει: Καλώς τον Άγγελο μου Σε ευχαριστώ που ήρθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις τη ψυχή μου! Εγώ έκπληκτος άνοιξα τα μάτια μου να δω τους επισκέπτες του γέρου. Ο γέρος έκαμε το σταυρό του. Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και άφησε τη τελευταία του πνοή!
Ξαφνικά ο θάλαμος του νοσοκομείου πλημμύρισε από ένα δυνατό φως! Σα να μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι! Εγώ ο άπιστος. Ο Άθεος. Ο Υλιστής είδα με τα μάτια του αυτό το ΘΑΥΜΑ. Μια ωραιότατη μυρουδιά απλώθηκε!
Έμεινα «κόκκαλο». Ο γέρος είχε δίκιο. Κάλεσα τους γονείς μου και τους είπα όλα όσα είδα και έζησα! Τους μάλωσα που ποτέ τους δεν μου μίλησαν για την ύπαρξη του Θεού. Κάλεσα τους φίλους και συγγενείς δίπλα μου. Παρακάλεσα να μου μιλήσουν για τα θέματα αυτά που ως τότε δεν είχα διδαχθεί από κανένα.
Πάτερ μου πίστεψα ότι πράγματι υπάρχει Θεός. Γι’ αυτό θέλω να με εξομολογήσεις και να με κοινωνήσεις!
Πράγματι αυτή η διήγηση με συγκλόνισε!

 του Αντώνη Τενέδιου
Σκαλοχώρι
 πηγή





Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι...άπιστοι

ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ  

     Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει(και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος),γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι' ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι' ας είναι γελοίος, επίσημος κι' ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι' ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι' ας είναι κουφιοκέφαλος.
    
    
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει. Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας.
Γι' αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι' εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».
mones5.jpg
Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι' αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο.
Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ' αχόρταγο λογικό σας!».
    
    
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι' από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα.
kastro_church_i.jpg
Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι' αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι' αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε.
Κι' από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα' ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν».
Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι' αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει; 
     Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ' άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.

      Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι' εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου ( δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός.
34_%D0%F1%EF%F3%EA%F5%ED%E7%F4%DC%F1%E9.jpg
Κι' αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».
     Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι' ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα.
Λογαριάζεται για ¨βλαμμένος» από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
     Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, α') Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του.
Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι' απότομος, « θετικός άνθρωπος», « γερό μυαλό». β') Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι' ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι' οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».
     Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι' όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».
     Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : « Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».
thiv56_0021.jpg

     Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.
     Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ' έναν λόγο, η απιστία είναι « η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά « εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι « η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά « εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». « Πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».
     Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι' αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: « Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».
     Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
     Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο « Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι' αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι' οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ' αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.
     Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ' αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»).
Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα' άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.
     Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού « την τ' ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: « Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».
Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη