Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φώτης κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φώτης κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Η Κιβωτός της Ορθοδοξίας! Φώτης Κόντογλου

035589c.jpg
Η Κωνσταντινούπολη ήτανε η κιβωτός της Ορθοδο­ξίας, δηλαδή της αληθινής πίστης του Χριστού κ' οι στρατιώτες που την φυλάγανε ήτανε «θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου». Πολλοί βασιλιάδες της θεολογούσανε και συνθέτανε ύμνους και τροπάρια, και κάμποσοι απ' αυτούς καλογερέψανε, και πεθάνανε εν μετανοία στα μοναστήρια.
Το ίδιο κάνανε και πολλοί στρατηγοί, και πλήθος αμέτρητο στρατιώτες γινόντανε καλόγεροι κι' ασκητάδες, και κρεμάζανε το σπαθί και το κοντάρι τους στο κελλί τους σαν άρματα αγιασμένα που διαφεντέψανε την πίστη του Χριστού.
Αληθινά, ο Χριστός δεν θέλει να πιάσουνε άρματα στα χέρια τους όσοι σηκώσανε τον σταυρό και τον ακολουθήσανε. Μα ο άνθρωπος είναι α­δύνατος, κ' οι περιστάσεις της ζωής τον κάνουνε να συνταιριάζει μ' αυτές τα λόγια του Χριστού. Οι περισσότε­ροι απ' εκείνους τους πολεμιστές δεν ήτανε αιμοβόροι, κι' ούτε θέλανε να σκοτώσουν είτε ν' αρπάξουνε τα πράγματα των άλλων, αλλά πολεμούσανε για να μην μπούνε στο βασίλειό τους οι αλλόθρησκοι και καταλύσουνε την αληθινή πίστη.
Το παράδοξο είναι πως οι βυ­ζαντινοί θεωρούσανε πιο επικίνδυνους για την θρησκεία τους τους φράγκους που ήτανε Χριστιανοί, παρά τους τούρκους που ήτανε αλλόθρησκοι.
Οι φράγκοι είχανε ρημάξει την Πόλη κι' ολόκληρο το βασίλειο στον και­ρό των Σταυροφόρων, κ' ύστερα οι Καταλάνοι το φάγα­νε σαν την ακρίδα, έχοντας για σημαία τον σταυρό. Ό­ποιος θέλει να δει τί αντίχριστοι ήτανε αυτοί οι τυχο­διώκτες, οι Καταλάνοι, ας διαβάσει την ιστορία που έ­γραψε ένας Μουντάνερ, που ήτανε ο γραμματισμένος τους και θα ανατριχιάσει από τις παληανθρωπιές που κάνανε οι πατριώτες του για να πνίξουνε την Ορθοδο­ξία που τους είχε δώσει τη θρησκεία την οποία λέγανε πως είχανε, σκοτώνοντας και ληστεύοντας τους γραι­κούς που τους λέγανε αιρετικούς, αυτοί οι αληθινοί μα­θητές του Χριστού.
Όλοι οι υπήκοοι του Πάπα ερχόντανε στην Ανατολή ντυμένοι με προβατοπροβιά, ενώ ήτα­νε από μέσα λύκοι. Η υποκρισία και το κρυφοδάγκωμα ήτανε το μεγαλύτερο όπλο τους. Πονηροί, δίβουλοι, φα­νατικοί.
Ενώ οι τούρκοι κ' οι άλλοι μωχαμετάνοι, μπο­ρεί νάχανε τη σκληρότητα που έχουνε οι άνθρωποι του πολέμου, μα είχανε και καλωσύνη, πολλά γενναία αι­σθήματα, αγάπη στη δικαιοσύνη, φόβο Θεού, επειδή ή­ταν πιο απλοί και ζούσανε πιο φυσική ζωή.
Για τούτο οι Πολίτες λέγανε: «Καλύτερα να δούμε στην Πόλη σαρίκι τούρκικο, παρά παπική μίτρα». επίσκοπος Εφέσου, στάθηκε ο Μάρκος ο Ευγενικός,πύργος της Ορθοδοξίας καταπάνω στην πανουργία της Ρώμης, καθώς κι' ο μαθη­τής του Γεννάδιος ο Σχολάριος, ο πρώτος πατριάρχης ύστερ' από την Άλωση, Έλληνας ορθοδοξότατος και σοφώτατος, που αξιώθηκε, όπως πρόβλεψε, να πάρει από τον σουλτάν Μωάμεθ τη θρησκευτική διοίκηση των Χριστιανών και να γίνει γενάρχης του έθνους των γραι­κών.
Αυτοί οι μακάριοι κι' άλλοι όμοιοί τους εσώσανε την φυλή μας, όπως αποδείχθηκε από όσα ακολουθήσα­νε έως σήμερα. Οι τούρκοι πήρανε την επικράτεια, μα η θρησκεία μας, και μαζί της κ' η φυλή μας, φυλάχθηκε και δεν χάθηκε. Ενώ αν παίρνανε την Πόλη οι φράγκοι, σύντομα θα σβύνανε και τα δυο, κι' η πίστη μας κ' η φυ­λή μας. Και για να φανεί αυτό καλά, θα αναφέρω λίγα λόγια του σοφού Κοραή που λέγει: «Δια την δεισιδαιμονίαν ταύτην μας ονειδίζουν (οι Δυτικοί), και εις αυτήν α­ποδίδουν το πείσμα του κοινού λαού να μην ενωθεί με τους Παπιστάς, και την σταθεράν αυτού αντίστασιν εις τους επιθυμούντας να τον ενώσωσιν αυτοκράτορας...
Εις την δεισιδαμονίαν όμως ταύτην (αν εγέννησε ποτέ τι καλόν η δεισιδαιμονία) χρεωστούμεν οι σημερινοί Γραικοί την ύπαρξίν μας, χωρίς το ευτυχέστατον τούτο πείσμα των προ ημών, και η δεισιδαιμονία ήθελεν αυξηθή επί πλέον, και τα πολυπληθή τάγματα των Δυτικών μοναχών έμελλον να καταβρωμίσωσι το έδαφος της ταλαιπώ­ρου Ελλάδος, και τα Νερωνικά της Ιεράς Εξετάσεως κρι­τήρια να φλογίζωσι τους Έλληνας, ως κατέφλεξαν πολλάς μυριάδας Δυτικών, και η Ανατολική Εκκλησία να υποταχθή ως εις κεφαλήν τον Πάπαν». Ας τα προσέξουνε καλά αυτά τα λόγια πολλοί από τους δικούς μας δυτικολάτρες, και μάλιστα θεολόγοι, καθηγηταί και κληρικοί...
hagia_sofia.jpg Μετά το πάρσιμο της Πόλης, μ' όλο που ο τούρκος μας διοίκησε φρόνιμα, και με το φέρσιμό του, ακόμα και με τη θεοσέβειά του, μας έκανε να φυλάξουμε καλύτερα και με περισσότερο ζήλο την πίστη μας, δεν έπαψαν οι γραικοί να ονειρεύονται την ανάσταση του γένους και την πολιτική ελευθερία τους, προ πάντων στα μέρη που κυβερνούσανε σκληροί πασάδες.
Πολλοί αρματωλοί ζούσανε στα βουνά σαν θηρία, με τ' άρματα στα χέρια μέρα νύχτα, θρεμμένοι με τις ιστορίες του Παλαιολόγου και της Αγιάς Σοφιάς, έχοντας για φυλαχτό την Πανα­γία, τον Άγιο Γιώργη και τον Άγιο Δημήτρη, μην παρατώντας την προσευχή, πιστεύοντας πως ο Χριστός ή­τανε μαζί τους, και στοχαζόμενοι πως βρισκότανε κοντά η μέρα της βασιλείας του Χριστού με την Ανάσταση του Ελληνικού γένους που εστερέωσε τη θρησκεία του.
Αυτοί οι καπιτανέοι δεν ήτανε για τον λαό μοναχά πολεμισταί της πατρίδας τους, μα και υπερασπισταί της πίστης μας, οι ίδιοι που πολεμήσανε στην Πόλη «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Ο αγωνιστής του Εικοσιένα Κασομούλης λέγει πως «η καταγωγή των είναι αρχαιότατη και κατεβαίνει από την εποχή της Βασιλείας» δηλαδή του Βυζαντίου. «Τα λείψανα ταύτα του στρατού, λέγει, ή με άλλους λόγους οι Αρματωλοί παρά των εντοπίων Ελλήνων καλούμενοι και χαϊδούτ (κλέπται) παρά των Οθωμανών, εχαίροντο κάποια προνόμια ανεξαρτησίας κληρονόμοι του ανεξαρτήτου πνεύματος των προκατόχων των». Αυτοί ήτανε η ελπίδα του έθνους.

Φώτης Κόντογλου


Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Φώτης Κόντογλου - Τὸ βαθὺ μυστήριο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς τὸ διαφυλάξουμε




Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸ ἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε. Γιατί, στὰ ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς μας, κι ἐπίμονος ἀντίμαχος, πού, σώνει καὶ καλά, θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ δεσποτάδες ποὺ εἶπα πὼς τοὺς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας μὲ τοὺς Λατίνους, λένε πὼς τὸ κάνουνε ἀπὸ «ἀγάπη». Μὰ αὐτὸ εἶναι χονδροειδέστατη δικαιολογία καὶ καλὰ θὰ κάνουνε νὰ παρατήσουνε αὐτὰ τὰ ροσόλια τῆς «ἀγάπης», ποὺ τὴν κάνανε ρεζίλι. Ὁ διάβολος, ἅμα θελήσει νὰ κάνει τὸ πιὸ πονηρὸ παιγνίδι του, μιλᾶ, ὁ ἀλιτήριος γιὰ ἀγάπη. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ λέγει κι αὐτὸς κάλπικα, γιὰ νὰ ξεγελάσει. Τώρα, στὰ καλὰ καθούμενα, τοὺς ρασοφόρους μας στὴν Πόλη, τοὺς ἔπιασε παροξυσμὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς Ἰταλιάνους, ποὺ στέκουνται, ὅπως πάντα, κρύοι καὶ περήφανοι καὶ δὲν γυρίζουνε νὰ τοὺς δοῦνε αὐτοὺς τοὺς «ἐν Χριστῷ ἀδελφούς», ποὺ ὅσα τοὺς κάνανε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Σταυροφόρων ἴσαμε τώρα, δὲν τοὺς τἄκανε μήτε Τοῦρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωχαμετάνος. Ἴσως καὶ οἱ δικοί μας νὰ κάνουν ἀπὸ παρεξηγημένη καλωσύνη.
Ὅπως εἶπα, οἱ περισσότεροι δικοί μας δὲν δώσανε καμμιὰ σημασία σ᾿ αὐτὲς τὶς φιλοπαπικὲς κινήσεις, ποὺ εἶναι θάνατος γιὰ τὸ γένος μας καὶ ποὺ τὶς κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάμεις ποὺ πολεμᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ μὲ τὰ λεπτά τους ἀγοράζουνε ὅλους, δὲν δώσανε λοιπὸν καμμιὰ σημασία, γιατὶ τὰ θεωροῦνε τιποτένια πράγματα, ἂν δὲν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασμένοι, ἄξια μοναχὰ γιὰ κάποιους στενοκέφαλους παλιοημερολογίτες καὶ φανατικοὺς ἀποπετρωμένους χριστιανούς. Τώρα τὰ μυαλὰ γινήκανε φαρδειά, καὶ καταγίνονται μὲ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ προβλήματα! «Θὰ καθόμαστε νὰ κυττάζουμε τώρα παπάδες κι Ὀρθοδοξίες»; Μὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς μέλει κι ἂν ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο κάθε ἑλληνικὸ πράγμα. Καὶ θὰ ἐξαφανισθεῖ ὄχι τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἀμερικανισμὸ ποὺ πάθαμε, ὅσο ἂν γίνουμε στὴ θρησκεία παπικοί. Γιατὶ γι᾿ αὐτοῦ πᾶμε. Παπικὴ Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἐξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας. Νὰ γιατὶ εἶπα πὼς εἶναι πολὺ σπουδαῖο ζήτημα αὐτὲς οἱ ἐρωτοτροπίες ποὺ ἀρχίσανε κάποιοι κληρικοὶ δικοί μας μὲ τοὺς παπικούς, κι ἡ αἰτία εἶναι τὸ ὅτι δὲν νοιώσανε τί εἶναι Ὀρθοδοξία ὁλότελα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δεσποτάδες.
Τὸ κακὸ εἶναι πὼς ὁ λαὸς δὲν πῆρε, καλὰ-καλά, εἴδηση γιὰ τὴ συνωμοσία. Ποιὸς νὰ τὸν πληροφορήσει, ἀφοῦ οἱ γραμματισμένοι τὰ θεωροῦνε αὐτὰ τὰ πράγματα ἀνάξια γιὰ τὴ μοντέρνα σοφία τους, καὶ τρέχουν σημαιοφόροι σὲ κάθε νεωτερισμό;
Ἀπὸ τότε ποὺ ἀρχίσανε οἱ λυκοφιλίες ἀνάμεσα στοὺς δικούς μας καὶ στοὺς παπικοὺς (καὶ σημείωσε πὼς οἱ δικοί μας φαγωθήκανε πρῶτοι νὰ πιάσουνε σχέση μὲ τοὺς Λατίνους σὰν νὰ πήρανε ἀπὸ κάπου διαταγή, κι ὁλοένα μιλᾶνε γιὰ «τὸν διάλογον» μαζί τους, δίχως νὰ ξέρουνε καλὰ-καλὰ τί λένε), ἀπὸ τότε λοιπόν, ἀκοῦμε, κάθε τόσο, κάτι πράγματα θεατρικά, ἄνοστα, ἀνόητα, δίχως καμμιὰ σοβαρότητα, ὅπως εἶναι ἡ λεγόμενη «Διάσκεψις τῆς Ρόδου», τὰ νέα παρεκκλήσια τοῦ Βατικανοῦ, κ.τ.λ. Στὴ Ρόδο πήγανε οἱ δικοί μας μὲ σκοπὸ νὰ πουλήσουν τὴν Ὀρθοδοξία, γιατὶ γι᾿ αὐτοὺς εἶναι καθυστερημένη μορφὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ, δηλαδὴ ἕνας βλάχικος χριστιανισμός, καὶ ν᾿ ἀρχίσουν τὸν «διάλογον», ποὺ νὰ τὸν πάρει ἡ εὐχὴ αὐτὸν τὸν «διάλογον». Καὶ τί κάνανε; Τίποτα! Λόγια πολλὰ καὶ χαμένα, ποὺ νὰ ντρέπεται κι ὁ τελευταῖος Ἕλληνας Ὀρθόδοξος.
Προχθὲς πάλι μάθαμε πὼς ὁ Πάπας ἐγκαινίασε ἕνα νέο περεκκλήσιο στὸ Βατικανὸ καὶ ἔβαλε γιὰ εἰκόνες (μὴ χειρότερα!) τὶς φωτογραφίες τοῦ Πάπα καὶ τοῦ Ἀθηναγόρα, «ὁ ὁποῖος ἵσταται ὄπισθεν τοῦ Ποντίφηκος»! Φαντασθεῖτε παρεκκλήσιο μὲ φωτογραφίες (τί ἀκαλαίσθητα πράγματα!). Ὁ Πάπας λοιπὸν θὰ προσεύχεται μπροστὰ στὶς δικές του φωτογραφίες! Δηλαδὴ τρελλάθηκαν οἱ ἄνθρωποι! Αὐτὰ δὲν τὰ κάνανε μήτε οἱ ἀραπάδες τῆς Ἀφρικῆς. Συλλογίζομαι πόση σοβαρότητα ἔχουν οἱ Μουσουλμάνοι στὴ θρησκεία τους, καὶ ποὺ καταντήσανε τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ αὐτοὶ οἱ ἀθεόφοβοι Ἰταλιάνοι, ποὺ προσκυνᾶνε ἀγάλματα τῆς Παναγιᾶς μὲ κοκκινάδια, μὲ σκουλαρίκια καὶ μὲ δαχτυλίδια. Κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ποὺ φυλάξαμε τὸ βαθὺ μυστήριο τῆς εὐσέβειας, τώρα, στὰ καλὰ καθούμενα, πᾶμε νὰ γίνουμε ἕνα μ᾿ αὐτοὺς ποὺ γελοιοποιήσανε τὸν Χριστὸ ὅσο κανένας ἄθεος.
Ἀλλά, ἀπὸ ποῦ νὰ πιάσει κανένας καὶ ποῦ νὰ τελειώσει; Ὅσοι ἤτανε ἕως τώρα ἀδιάφοροι γιὰ τὴ θρησκεία καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, καὶ ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς τὶς περιπαίζανε μάλιστα, ὅλοι αὐτοὶ γινήκανε ἔξαφνα παπόφιλοι, καὶ μασᾶνε σὰν μαστίχι τὴν ψεύτικη λέξη «ἀγάπη». Μεγαλύτερο ρεζιλίκι δὲν ἔγινε. Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι ποὺ εἴμαστε κολλημένοι ἀπὸ νεότητος στὴν Ἐκκλησία μας, εἴμαστε στενοκέφαλοι, μοχθηροί, γυμνοὶ ἀπὸ ἀγάπη κι ἀπὸ ἀληθινὴ εὐσέβεια. Ἡ μόδα εἶναι τώρα νὰ φαίνεσαι ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔνοιωσε τὰ «αἰτήματά» της. [Στο σημεῖο αὐτὸ μπορεῖ νὰ παρεμβάλλεται τὸ παρακάτω κείμενο «Κατὰ Ἑνωτικῶν»].
Πίστη ἀσάλευτη στὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐμεῖς οἱ προκομμένοι τὴν πήραμε κληρονομιὰ καὶ τὴν πουλᾶμε «ἀντὶ πινακίου φακῆς» καὶ ἀσπασμοῦ τῆς παντόφλας τοῦ Πάπα! Μὰ σὲ τέτοιο σημεῖο ἐκφυλισθήκαμε; Αἰτία εἶναι ἡ ἔμφυτη ματαιοδοξία μας, ποὺ μᾶς κάνει νὰ θέλουμε νὰ φαινόμαστε ἔξυπνοι, συγχρονισμένοι, προοδευτικοί, κι ὄχι καθυστερημένοι. Μὲ τὴ συναίσθηση τῆς κατωτερότητας ποὺ ἀποχτήσαμε, φοβόμαστε σὰν τὸν διάβολο μήπως μᾶς ποῦνε «παλιὰ μυαλά, παλιοημερολογίτες, καθυστερημένους». Καὶ τρέχουμε νὰ πᾶμε πρῶτοι σε κάθε κίνηση ποὺ περνᾶ γιὰ «μοντέρνα», θέλεις μίμηση τῆς «ἀφηρημένης ζωγραφικῆς», θέλεις ἀκαταλαβίστικες «λογοτεχνίες» (καημένη λογοτεχνία, ποὺ κατάντησες!), θὲς φιλοπαπισμός, θὲς ἀμερικανισμός, στὰ πάντα, στὰ ντυσίματά μας (πρὸ πάντων της νεολαίας), στὸν τρόπο ποὺ μιλᾶμε καὶ σκεπτόμαστε, ἀκόμα καὶ στὶς χειρονομίες. Δηλαδή, καταντήσαμε μαϊμοῦδες τοῦ ἀνθρωπίνου γένους «ἐν ὀνόματι τῆς προόδου καὶ τῆς θαυμάσιας ἐποχῆς μας».

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι...άπιστοι

ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ  

     Αθεΐα! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινόν άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει(και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος),γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι' ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι' ας είναι γελοίος, επίσημος κι' ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι' ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι' ας είναι κουφιοκέφαλος.
    
    
Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνεια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια μέσα στον άνθρωπο, που δεν μπορεί να την καταλάβει. Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζουνται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας.
Γι' αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρεκάλεσε τον Χριστό να το γιατρέψει. Και Κείνος του είπε: «Αν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά σε κείνον που πιστεύει». Και τότε ο πατέρας του παιδιού έκραξε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τη απιστία», δηλαδή «έχω πόθο να πιστέψω, κι' εσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».
mones5.jpg
Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νοιώσανε πως έχουνε γι' αυτό καμμιά ευθύνη, κανένα φταίξιμο.
Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει: «Ελάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλείστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας, αναλύσετέ με μέ τη χημεία σας, κομματιάστε με μέ το μαχαίρι της ανατομίας σας, ζυγίστε με, μετρείστε με, ικανοποιήσετε τις άπιστες αισθήσεις σας, χορτάσετε τ' αχόρταγο λογικό σας!».
    
    
Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιον αγέρα της περηφάνειας κι' από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νοιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνουνται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα.
kastro_church_i.jpg
Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί, κι' αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι' αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε.
Κι' από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνεση για κείνους που είναι σε θέση να νοιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τα' ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποια «υπέρ αίσθησιν».
Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικόν κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι' αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζουνται για να τα πιάσει; 
     Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νοιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νοιώσει ο άπιστος: Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που την προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες τούτου του κόσμου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τ' άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού.

      Γιατί, ποιος άνθρωπος γνωρίζει το μέσα του ανθρώπου, παρά μονάχα το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μονάχα το Πνεύμα του Θεού. Κι' εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου ( δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός.
34_%D0%F1%EF%F3%EA%F5%ED%E7%F4%DC%F1%E9.jpg
Κι' αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικόν τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος που έχει την σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται».
     Η απιστία υπήρχε πάντα. Μα σήμερα, με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει τη μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που φανέρωσε, είναι καταφρονεμένος, σαν στενόμυαλος κι' ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα.
Λογαριάζεται για ¨βλαμμένος» από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα, κατά το ρητό που λέγει: «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν». Για τούτο, χρειάζεται να έχει θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πως έχει πίστη στον Θεό.
     Ενώ εκείνον που καυχιέται πως δεν πιστεύει σε τίποτα, α') Τον έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό, μάλιστα όσο περισσότερο άπιστος λέγει πως είναι, τόσο περισσότερη είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός που φανερώνει ο έξυπνος και σοβαρός κόσμος στο πρόσωπό του.
Ο τέτοιος άνθρωπος είναι συνοφρυωμένος, με λίγα και βαρειά λόγια, αράθυμος κι' απότομος, « θετικός άνθρωπος», « γερό μυαλό». β') Όλα του έρχουνται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στενοχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες: Εδώ κάτω, λέγει, είναι η Κόλαση κι' ο Παράδεισος. Η ζωή είναι για να την απολαβαίνουνε οι έξυπνοι. Οι κοιμισμένοι κι' οι αφιονισμένοι ας πεθάνουνε».
     Εξ άλλου, δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι' όλα σου έρχονται βολικά. Ο διάβολος είπε στον Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, και θα γίνουνε οι πέτρες ψωμιά, «οι λίθοι άρτοι».
     Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : « Να κάθεσαι, άνθρωπος με τετρακόσα μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γρηές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια, με θυμιατά, με δισκοπότηρα, με παπάδες και με καλόγρηες! Και σε ποια εποχή; Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος;».
thiv56_0021.jpg

     Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα, επειδή δεν κυνηγάνε ίσκιους, αλλά έχουνε μυαλό γερό, και επιτυχαίνουνε σε ότι καταπιαστούνε.
     Ναι! Επιτυχαίνουνε, γιατί, μ' έναν λόγο, η απιστία είναι « η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά « εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι « η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά « εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν». « Πολλοί εισιν οι εισερχόμενοι διά της πλατείας πύλης» κατά τον λόγο του Κυρίου, « και ολίγοι εισιν οι ευρίσκοντες την στενήν πύλην».
     Όλοι οι άπιστοι λένε πως αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με τη βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι' αυτό σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους: « Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθήσεται αυτή».
     Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η υπερηφάνεια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.
     Πριν καιρό έγραψα με συντομία πέντε- έξη άρθρα για τα θαύματα που γίνουνται σ' ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο « Φρικτά μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι' αγράμματοι άνθρωποι, «τα μωρά του κόσμου και τα εξουθενημένα». Οι έξυπνοι όμως κι' οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ' αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.
     Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνουνται πυκνότερα και τρομαχτικώτερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα, κι απ' αυτά κάνω ένα βιβλίο που θα είναι σαν πυρωμένο σίδερο για τις άπιστες γλώσσες (Πρόκειται για το βιβλίο «Σημείον μέγα» που εξέδωσε ο « Αστήρ»).
Αυτόν τον καιρόν γίνουνται ανασκαφές, για να βρεθεί η αρχαία εκκλησία με τα λείψανα εκείνων που φανερώνονται ολοζώντανοι μπροστά στους απλούς ανθρώπους, στον ύπνο και στον ξύπνο τους, καθώς κι εικόνες και τα' άλλα κειμήλια. Θα είχανε βρεθεί όλα, και θα ξεσκεπαζότανε γρήγορα ολότελα αυτός ο φοβερός κρατήρας, που θα σάρωνε τους άπιστους με την αγιασμένη λάβα του, αν υπήρχανε περισσότερα μέσα στα χέρια των φτωχών ανθρώπων που σκάβουνε με μια πίστη που είναι σαν φωτιά.
     Μα, όπως και να είναι, με τη χάρη του Θεού « την τ' ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν», θα βγάλουνε σε καλό τέλος το βλογημένο αυτό έργο, και θα θριαμβέψει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή: « Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος!».
Εκ του περιοδικού "Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία"
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη


Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Η Παναγία, η ελπίδα των απελπισμένων. Φώτης Κόντογλου

photo1d6181ebf93baf6472kr8.jpg
Η Παναγία είναι η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των πικραμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων, η μάνα των ορφανεμένων.
Η θρησκεία του Χριστού είναι πονεμένη θρησκεία, ο ίδιος ο Χριστός καρφώθηκε απάνω στο ξύλο: κ' η μητέρα του η Παναγία πέρασε κάθε λύπη σε τούτον τον κόσμο.
Γι' αυτό καταφεύγουμε σε Κεiνη που την είπανε οι πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη του κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγορούσα»,«Οξεία αντίληψη»,«Ελεούσα», «Οδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» και χίλια άλλα ονόματα, που δεν βγήκανε έτσι απλά από τα στόματα, αλλά από τις καρδιές που πιστεύανε και που πονούσανε.
Μονάχα στην Ελλάδα προσκυνιέται η Παναγία με τον πρεπούμενο τρόπο ήγουν με δάκρυα με πόνο και με ταπεινή αγάπη. Γιατί η Ελλάδα είναι τόπος πονεμένος,χαροκαμένος, βασανισμένος από κάθε λογής βάσανο.
Κι' από τούτη την αιτία το έθνος μας στα σκληρά τα χρόνια βρίσκει παρηγοριά και στήριγμα στα αγιασμένα μυστήρια της ορθόδοξης θρησκείας μας, και παραπάνω από όλα στο Σταυρωμένο το Χριστό και στη χαροκαμένη μητέρα του, που πέρασε την καρδιά της σπαθί δίκοπο.
Σε άλλες χώρες τραγουδάνε την Παναγία με τραγούδια κοσμικά, σαν νάναι καμιά φιληνάδα τους, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μα με συστολή, με αγάπη μα και με σέβας,σαν μητέρα μας μα και σαν μητέρα του Θεού μας.
Ανοίγουμε την καρδιά μας να τη δει τι έχει μέσα και να μας συμπονέσει. Η Παναγία είναι η πικραμένη χαρά της Ορθοδοξίας, «το χαροποιόν πένθος», «η χαρμολύπη» μας, «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο χρυσοπλοκώτατος πύργος και η δωδεκάτειχος πόλις».

Φώτης Κόντογλου




Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Τίς έστι πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος. Φώτης Κόντογλου

 17159_1113246570189_1797672678_232856_6979610_n.jpg
Ο άνθρωπος ειναι σε όλα αχόρταγος, θέλει ν' απολάψει πολλά, χωρίς να μπορεί να τα προφτάξει όλα.
Και βασανίζεται. 
Οποιος όμως φτάξει σε μια κατάσταση που να ευχαριστιέται με τα λίγα, και να μη θέλει πολλά, έστω κι αν μπορεί να τ' αποχτήσει, εκείνος λοιπόν είναι οευτυχισμένος.
Δεν το κάνει απο οικονομία, είτε γιατι  έχει την ιδέα πως τα πολλά τον βλάφτουνε στην ψυχή  ή  στο σώμα.
Αλλά γιατί στα λίγα και στα απλά βρίσκει πιο αγνή ικανοποίηση. Και περισσότερο απόλα, επειδή με τα απλά και με τα λίγα δεν χάνει τον εαυτό του. «Τίς έστι πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος».

Φώτης Κόντογλου - Μυστικά άνθη

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Η Παναγία είναι η ελπίδα των απελπισμένων. Φώτης Κόντογλου

photo1d6181ebf93baf6472kr8.jpg
Η Παναγία είναι η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των πικραμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων, η μάνα των ορφανεμένων.
Η θρησκεία του Χριστού είναι πονεμένη θρησκεία, ο ίδιος ο Χριστός καρφώθηκε απάνω στο ξύλο: κ' η μητέρα του η Παναγία πέρασε κάθε λύπη σε τούτον τον κόσμο.
Γι' αυτό καταφεύγουμε σε Κεiνη που την είπανε οι πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη του κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγορούσα»,«Οξεία αντίληψη»,«Ελεούσα», «Οδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» και χίλια άλλα ονόματα, που δεν βγήκανε έτσι απλά από τα στόματα, αλλά από τις καρδιές που πιστεύανε και που πονούσανε.
Μονάχα στην Ελλάδα προσκυνιέται η Παναγία με τον πρεπούμενο τρόπο ήγουν με δάκρυα με πόνο και με ταπεινή αγάπη. Γιατί η Ελλάδα είναι τόπος πονεμένος,χαροκαμένος, βασανισμένος από κάθε λογής βάσανο.
Κι' από τούτη την αιτία το έθνος μας στα σκληρά τα χρόνια βρίσκει παρηγοριά και στήριγμα στα αγιασμένα μυστήρια της ορθόδοξης θρησκείας μας, και παραπάνω από όλα στο Σταυρωμένο το Χριστό και στη χαροκαμένη μητέρα του, που πέρασε την καρδιά της σπαθί δίκοπο.
Σε άλλες χώρες τραγουδάνε την Παναγία με τραγούδια κοσμικά, σαν νάναι καμιά φιληνάδα τους, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μα με συστολή, με αγάπη μα και με σέβας,σαν μητέρα μας μα και σαν μητέρα του Θεού μας.
Ανοίγουμε την καρδιά μας να τη δει τι έχει μέσα και να μας συμπονέσει. Η Παναγία είναι η πικραμένη χαρά της Ορθοδοξίας, «το χαροποιόν πένθος», «η χαρμολύπη» μας, «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο χρυσοπλοκώτατος πύργος και η δωδεκάτειχος πόλις».

Φώτης Κόντογλου




Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

«Επί σοι Χαίρει, Κεχαριτωμένη. Πάσα η κτίσις»Φώτης Κόντογλου

grande3.jpg

Φώτης Κόντογλου
«Επί σοι Χαίρει, Κεχαριτωμένη. Πάσα η κτίσις»
(Η Κοίμησις της Θεοτόκου)

«Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων. χείλη δε πιστών τη Θεοτόκω ασιγήτως φωνήν του αγγέλου αναμέλποντα, εν αγαλλιάσει βοάτω: Όντως ανωτέρα πάντων υπάρχεις, Παρθένε αγνή». «Εσένα που είσαι ζωντανή κιβωτός του Θεού, ας μη σε αγγίζει ολότελα χέρι άπιστο, αλλά χείλια πιστά ας ψάλλουνε δίχως να σωπάσουνε τη φωνή του αγγέλου (ο υμνωδός θέλει να πει τη φωνή του αρχαγγέλου Γαβριήλ, που είπε «ευλογημένη συ εν γυναιξί») κι ας κράζουνε: «Αληθινά, είσαι ανώτερη απ' όλα Παρθένε αγνή».
Αλλοίμονο! Αμύητοι, άπιστοι, ακατάνυχτοι, είμαστε οι πιο πολλοί σήμερα, τώρα που έπρεπε να προσπέσουμε με δάκρυα καυτερά στην Παναγία και να πούμε μαζί με το Θεόδωρο Δούκα το Λάσκαρη, που σύνθεσε με συντριμένη καρδιά τον παρακλητικό κανόνα: «Εκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε». «Σαν τα μελίσσια που τριγυρίζουνε γύρω στην κερήθρα, έτσι κ' εμένα με ζώσανε οι ζαλάδες της ζωής και πέσανε απάνω στην καρδιά μου και την κατατρυπάνε με τις φαρμακερές σαγίτες τους.
Άμποτε, Παναγiα μου, να σε βρω βοηθό, να με γλύτώσεις από τα βάσανα». Μα ποιος από μας γυρεύει βοήθεια από την Παναγία, από τον Χριστό κι' από τους αγίους; Γυρεύουμε βoήθεια από το κάθε τι, παρεκτώς από το Θεό. Αλλά τι βοήθεια μπορούνε να δώσουνε στον άνθρωπο τα είδωλα τα λεγόμενα «επιστήμη» και «τέχνη»;
Ο άγιος Ισαάκ ο αναχωρητής λέγει: «Σ' όλους τους δρόμους που πορεύονται oι άνθρωποι σε τούτον τον κόσμο δεv βρίσκουνε σε κανένα την ειρήνη, ως που vα σιμώσουμε στην ελπίδα του Θεού. Mα αλλοίμονοΙ οι πιο πολλοί άvθρωποι είναι «οι μη έχοντες ελπίδα» όπως λέγει ο Παύλος. Όποιος δεν έχει την πίστη μέσα στην καρδιά του, τι ελπίδα μπορεί νάχει; Όπου ν' ακουμπήσει όλα είναι σάπια.
Γι' αυτό κι' ο υμνογράφος που είπαμε, λέγει στην Παναγία: «Απορήσας εκ πάντων, οδυνηρώς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμή προστασία, και την βοήθειαν δός μοι τω δούλω σου τω ταπεινώ και αθλίω». «Όλα, λ.έγει τα δοκίμασα, μα κανένα πράγμα δε μπόρεσε vα με ξαλαφρώσει. Για τούτο φωνάζω Εσένα με θρήνο πικρόν, και λέγω: Πρόφταξε και δόσε τη βοήθεια σου σε μένα τον ταπεινό κι' άθλιο δούλο σου».
Η Παναγία είναι η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των πικραμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων, η μάνα των ορφανεμένων. Η θρησκεία του Χριστού είναι πονεμένη θρησκεία, ο ίδιος ο Χριστός καρφώθηκε απάνω στο ξύλο: κ' η μητέρα του η Παναγία πέρασε κάθε λύπη σε τούτον τον κόσμο.
Γι' αυτό καταφεύγουμε σε Κεiνη που την είπανε οι πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη του κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγορούσα»,«Οξεία αντίληψη»,«Ελεούσα», «Οδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» και χίλια άλλα ονόματα, που δεν βγήκανε έτσι απλά από τα στόματα, αλλά από τις καρδιές που πιστεύανε και που πονούσανε. Μονάχα στην Ελλάδα προσκυνιέται η Παναγία με τον πρεπούμενο τρόπο ήγουν με δάκρυα με πόνο και με ταπεινή αγάπη.
Γιατί η Ελλάδα είναι τόπος πονεμένος,χαροκαμένος, βασανισμένος από κάθε λογής βάσανο. Κι' από τούτη την αιτία το έθνος μας στασκληρά τα χρόνια βρίσκει παρηγοριά και στήριγμα στα αγιασμένα μυστήρια της ορθόδοξης θρησκείας μας, και παραπάνω από όλα στο Σταυρωμένο το Χριστό και στη χαροκαμένη μητέρα του, που πέρασε την καρδιά της σπαθί δίκοπο. Σε άλλες χώρες τραγουδάνε την Παναγία με τραγούδια κοσμικά, σαν νάναι καμιά φιληνάδα τους, μα εμείς την υμνολογούμε με κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μα με συστολή, με αγάπη μα και με σέβας,σαν μητέρα μας μα και σαν μητέρα του Θεού μας. Ανοίγουμε την καρδιά μας να τη δει τι έχει μέσα και να μας συμπονέσει.
stelaras_0%20%28109%29.jpg
Η Παναγία είναι η πικραμένη χαρά της Ορθοδοξίας, «το χαροποιόν πένθος», «η χαρμολύπη» μας, «ο ποταμός ο γλυκερός του ελέους», «ο χρυσοπλοκώτατος πύργος και η δωδεκάτειχος πόλις». Η υμνωδία της εκκλησίας μας είναι ένας παράδεισος, ένα μυστικό περιβόλι που μοσκοβολά από λογής λογής μυρίπνοα άνθη, και τα πιο μυρουδικά, τα πιο εξαίσια, είναι αφιερωμένα στην Παναγία.
Όλος ο κόσμος θλίβεται μαζί της και μαζί της χαίρεται με μια χαρά πνευματική:«Επί Σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις, αγγέλων το σύστημα και ανθρώπων το γένος, ηγιασμένε ναέ και παράδεισελογικέ, παρθενικόν καύχημα, εξ ης Θεός εσαρκώθη και παιδίον γέγονεν ο προ αιώνων υπάρχων Θεός ημών». Απορείς τι να πρωτοδιαλέξεις απ' αυτή την υμνολογία της Θεοτόκου!
Θαρρείς πως ο αγέρας, τα βουνά, oι θάλασσες της Ελλάδας, τα χωριά oι πολιτείες, γεμίσαvε ευωδία πνευματική απ' αυτό «το χρυσούν θυμιατήριον», απ' αυτή «την μανναδόχον στάμνον που έχει μέσα «μύρον το ακένωτον».
Οι γυναίκες μας είναι στολισμένες με τόνομά της, τα βουνά μας, οι κάμποι, τα νησιά, τ' ακροθαλάσσια είναι αγιασμένα από τα ξωκκλήσια της, τα καράβια μας έχουν γραμμένο απάνω στη μάσκα και στην πρύμη το γλυκύτατο τόνομά της. Αληθινά στην Ελλάδα μας «επί Σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτισις», «Για Σένα, χαίρεται όλη η πλάση. Σήμερα που κοιμήθηκες, θαρείς πως η χαρά γίνηκε πιο μεγάλη, η θλίψη άλλαξε σε αγαλλίαση, η ελπίδα ζωήρεψε αντί να αποσκιάσει και πλημμύρησε τις καρδιές μας.
Σήμερα τ'αγέρι φυσά γλυκύτερα στα κουρασμένα πρόσωπά μας, τα δέντρα σαν να γενήκανε πιο χλωρά, τ' αυγουστιάτικο κύμα σαν να αρμενίζει πιο δροσερό μέσα στο πέλαγο και αφρίζει φουσκωμένο από χαρά μεγάλη, το κάθε τι πανήγυρίζει κι' αγάλλεται..
Ω! Τι θάνατος λοιπόν είναι αυτός, που γέμισε την οικουμένη και τις καρδές μας με τη χαρα της αθανασίας! Και καλώτατα ψέλνει ο υμνωδός σήμερα: «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Αληθινά λέγει και σ'ένα άλλο τροπάρι: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μήτερ της ζωής...».
Αλλά το ξαναλέγω. Τι να πει κανένας πρώτα και τι ύστερα, από τα τόσα πνευματικά υμνολογήματα που προσφέρανε οι ορθόδοξες καρδιές στην Παναγία, στο «Ρόδον το αμάραντον», που μοσκοβόλησε και άγιασε την καταβασανισμένη την Ελλάδα!
Την υμνολογήσανε με τα λόγια, με την ψαλμωδία, με τη ζωγραφική, με το σκαλισμένο ξύλο, με τ' ασήμι, με το μάλαμα, με το κηρομάστιχο, με κάθε τίμιο κι' αγιασμέvο πράγμα που μπορεί να χρησιμέψει στον άνθρωπο για vα μπορέσει vα δείξει την αγάπη του, το σέβας του, τη χαρά του, την πίκρα του, κι' ότιι άλλο αγνό αίσθημα έχει μέσα σταφύλλα της καρδιάς του. Το να πιάσει κανένας να τα ιστορήσει καταλεπτώς, θα ήτανε σαν νάθελε vα μετρήσει τον άμμο της θάλασσας; Για τούτο ανθολογάμε λιγοστά λουλούδια από της υμνωδίας το αγιόκλημα «εις οσμήν ευωδίας πνευματικής»
Πρώτα απ' όλα ας μεταγράψουμε λίγα λόγια από τις Καταβασίες του Ακαθίστου ύμνου «Ανοίξω το στόμα μου», που είναι το βυζαντινώτατο, όλη η Κωνσταντιούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθείτε καλά εκείνη την εξαίσια γ' ωδή που λέγει: «Τους σους υμνολόγους Θεοτόκε, ως ζώσα και άφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον και εν τη θεία δόξη σου στεφάνων δόξης αξίωσον».
Ουράνια απηχήματα!:«Τους υμνολόγους σου, Θεοτόκε, που συγκροτήσανε έναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, Εσύ που είσαι ζωντανή ως άφθονη πηγή. Kαι με τη θεία δόξα σου, αξίωσέ τους να φοσέσουνε της δόξας τα στέφανα», Αμή η θ'. ωδή που λέγει: «Άπας γηγενής σκιρτάτω τω πνεύματι λαμπαδουχούμενος· πανηγυριζέτω δε αΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τα ιερά θαυμάσια της θεομήτορος, και βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, αγνή, αειπάρθενε.»
Αμή εκείvα τα πανηγυρικά αυτόμελα που ψέλνουνε στον εσπερινό της Κοιμήσεως, με μέλος θριαμβευτικό και με πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιος χριστιανός Πίνδαρος τα σύνθεσε, Πίνδαρος αγιασμένος! «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται, και κλίμαξ προς oυραvόv ο τάφος γίνεται! Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το άγιον τέμενος.
Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμω διά Σου το μέγα έλεος.» Ποταμός μέγας και βουερός αναβρύζει και μας δροσίζει, και πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές και διψασμένες! Κύτταξε πάθος και μεράκι που ξελοχίζει από καιγόμενη καρδιά!
Ο υμνωδός, αντί να κλάψει για την Παναγία που είναι μπροστά του ξαπλωμένη απάνω στην κλίνη της, τυλιγμένη με το μαφόρι της με κλεισμένα τα μάτια της που δίνανε παρηγοριά στην ανθρωπότητα, με σταυρωμένα τα άχραντα χέρια της, που βαστάξανε τον Χριστό και τον αναθρέψανε, πεθαμένη σαν τον κάθε άνθρωπο, αντίς λέγω να κλάψει, αφού πρώτα απορεί πώς η πηγή της ζωής κείτεται στο μνήμα, μονομιάς κράζει με δάκρυα στα μάτια, πλην δάκρυα χαράς: «Ευφραίνου Γεθσημανή, που έχεις θησαυρισμένο το άγιο σκήνωμα της Θεοτόκου.» Κ' ύστερα στρέφει στους χριστιανούς που είναι μέσα στην εκκλησία και τους λέγει με τον ίδιο πνευματικό οίστρο.
Ier.jpg
«Ας κράξουμε όλοι μαζί στην Παναγία, έχοντας για πρωτοψάλτη τον αρχάγγελο Γαβριήλ, που τη χαιρέτισε με τα ίδια λόγια κατά τη χαρoύμενη, μέρα του Ευαγγελισμού κι' ας πούμε: «Κεχαριτωμένη, χαίρε, μαζί σου είναι ο Κύριος, που δωρίζει στον κόσμο με εσένα, το μέγα έλεος». Θάνατος δεν υπάρχει εδώ πέρα που είναι η μητέρα της Ζωής;
Κι' ούτε μοιρολόγια και ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά ανεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα αγιασμένη που έχει απιθωμένον απάνω της τον άρτο της ζωής και το κρασί της αθανασ!ας, και π!νουνε οι χριστιανοί και μεθάνε ένα μεθύσι άγιο, αγνό, άμωμο και δεν βρίσκονται πια μπροστά σένα λείψανο που το κηδεύουνε, αλλά βρίσκονται στη Ναζαρέτ, στό σπίτι το χαρούμενο και το μοσκοβολημένο από την παρθενική ευωδία της Παναγίας, τότε που ήτανε δεκάξη χρονών, κατά κείνη την ημέρα πώγινε ο Ευαγγελισμός, και κράζουνε γηθόσυνα οι λιγόζωοι οι άνθρωποι σα νάναι αθάνατοι, μαζί με τον αρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος!» Η Κοίμησις γίνεται Ευαγγελισμός, η θλίψη μεταλλάζεται σε χαρά!
Ναι, Δεν υπάρχει αληθινή χαρά, παρά μονάχα στο Χριστό κι' αυτή η χαρά είναι ένα αμάραντο λουλούδι, πώχει τη ρίζα του στον πόνο. Οι άλλες οι χαρές είναι χαρές ψεύτικες, χωρίς ρίζα. «Η γυνή όταν τίκτη, λύπην έχει, ότι ήλθεν η ώρα αυτής. Όταν δε γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως, διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον. Kαι υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε· πάλιν δε όψομαι υμάς, και χαρήσεται υμών η καρδία και την χαράν υμών oυδείς αίρει αφ' υμών».
Τα μάτια μου είναι θολωμένα από τα δάκρυα τωρα που γράφω αυτά τα λόγια του Χριστού μας. Αυτά τα λίγα λόγια τα φύλαξε η ανθρωπότητα στην καρδιά της και μ' αυτά κλαίγει και μ' αυτά χαίρεται. Αυτά τα λόγια γενήκανε θεμέλιο της Ορθοδοξίας, και μεταλλαχτήκανε σε λογής λογής αγιασμένα αισθήματα και βγήκανε από τις καιόμενες καρδιές των αγίων ανθρώτων και ευωδιάσανε τον κόσμο.
Από τον έναν γινήκανε ύμνοι,από τον άλλον εικονίσματα, σε άλλον γινήκανε προσευχή, σε άλλον ψαλμός, σε άλλον εκκλησιά με κουμπέδες και με αγιατράπεζα, σε άλλον θυσία του μάταιου κόσμου και βουβή κατάνυξη. Αυτά τα λόγια του Χριστού σταθήκανε πηγή και έμπνευση και για το θρηνητικό αηδόνι της έρημος, θέλω να πω για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, σε όσα έγραψε για το «Χαροποιόν πένθος»: «Όποιος κλαίγει, λέγει αυτος ο άγιος, και πικραίνεται για τον Θεό, εκείνος αξιώνεται να δει στην ψυχή του την oυράνια και θεία παρηγοριά.
Κι' αυτή η ουράνια παρηγοριά είναι κάποια ανακούφιση και θεϊκή αλάφρωση, που παρηγορά την πονεμένη και πικραμένη ψυχή, οπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε από τον Θεό με τις αμαρτίες της. Και τούτη η χαριτωμένη βοήθεια αλλάζει τα πονεμένα δάκρυα της ψυχής, που είναι καταφαρμακωμένη, σε κάποια παρηγοριά θαυμαστή. Όποιος πορεύεται μ' αυτή τη λύπη του Θεού, αυτός ακατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι' αγάλλεται η ψυχή του.
Τούτο το άγιο και θεάρεστο κλάψιμο είναι μια λύπη αλησμόνητη της ψυχής, μια όρεξη πσνεμένης καρδιάς, που γυρεύει με μεγάλη θέρμη τον Θεό οπού τον επιθυμά πάντα της. Κράτα λοιπόν καλά τη χαριτωμένη και την ήμερη και την άγια λύπη, που κάνει την ψυχή σου vα θλiβεται αντάμα και να χαίρεται.
Εγώ, λογιάζοντας καλά την ενέργεια τούτη της άγιας κατάνυξης, ξεσταίνουμαι και θαυμάζω, πώς ετούτο που λέγεται κλάψιμο και λύπη, και που φαίνεται πολύ πικρό κι' αβάσταχτο, έχει μέσα του πλεγμένη και σμιγμένη τη χαρά, και την ευφροσύνη, όπως είναι σμιγμένο το κερί με το μέλι στην μελόπητα.
Και σέρνει εκείνους που την αξιωθήκανε με πόθο μεγάλον και με πολλήν αγάπη, και φοβούνται να μην την χάσουνε, και την φυλάγουνε περισσότερο απ' όσο φυλάγουνε οι άλλοι άνθρωποι τ' ακριβά πετράδια και τ' ασημοχρύσαφα. Είναι μια ήμερη χαρά κ' ένα θεϊκό χάρισμα. με το οποίοστολίζει ο Θεός τους φίλους του, και κάνει να έχουνε μιαν αληθιvή χαρά και όρεξη για τον Θεό, πούναι συντροφιασμένη με κάποια θεραπευτική λύπη οπού δεν έχει μέσα της καμιά σαρκική αγάπη, παρά μονάχα μια παρηγοριά αγγελική και ουράνια.
Με την οποία παρηγορά ο Θεός κρυφά εκείνους που συντρίβουνε με πόνο και με ταπείνωση την καρδιά τους.» Άμποτε να την αξιωθούμε κ' εμείς, με τη χάρη της Παναγίας που γιορτάζουμε σήμερα. Αμήν.

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Η Ορθοδοξία και οι θησαυροί της.Φώτης Κόντογλου

11464_1136438939539_1484328068_311756_3319109_n.jpg

... Εάν ο άνθρωπος απελπισθεί από κάθε άλλη βοή­θεια και δέσει σφιχτά την ελπίδα του στον Θεό μοναχά, και ταπεινωθεί και δεν λογαριάζει για τίποτα τον εαυτό του, τότε θα νοιώσει να τον σκεπάζει η θεϊκή ευσπλα­χνία και να του δίνει κάποια δύναμη ώστε να μην υπάρ­χει τίποτα πια για να τον φοβερίζει, κι' ούτε καμμιά ανά­γκη για να τον κάνει να τη συλλογισθεί.
Όλα του φαί­νονται σαν να μην υπάρχουνε, κι' αυτός ελαφρός σαν πνοή γεμάτη δύναμη, χαρά, ελπίδα και αγάπη (γιατί η α­ληθινή αγάπη βγαίνει από την πίστη κι' από την ελπί­δα), πετά υψηλά, γλυτωμένος από το βάρος της σαρκός κι' από τις μάταιες φροντίδες τις σαρκικής διάνοιας, ή­γουν τη φιλοδοξία, τον μωρό ζήλο να ερευνήσει το μυ­στήριο του κόσμου, κι' όλες τις άλλες μικρολογίες με τις οποίες είναι δεμένη η ζωή μας.

Αυτή είναι μια κατά­σταση αλλόκοτη κι' απίστευτη, είναι η είσοδος εις την βασιλείαν του Θεού, που λέγει ο Κύριος, και που δεν λέ­γεται με λόγια, γιατί, δεν είναι ένας σαρκικός ενθουσια­σμός της διάνοιας, αλλά μια λύτρωση που γίνεται με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, γι' αυτό και δεν υπάρχουνε και λόγια σε τούτον τον κόσμο με τα οποία να ειπωθεί. Γι' αυτό ο Κύριος, λέγοντας «βασιλεία του Θεού» ή «βασιλεία των ουρανών», δεν εξήγησε ποτέ τί είναι αυτή η «βασιλεία», αλλά μας δίδαξε μοναχά με τί τρόπο θα την αξιωθούμε.
Για να γεννηθεί ο άνθρωπος ο πνευματικός και για να βγει στο φως από το σκοτάδι, είναι ανάγκη να βασα­νισθεί, όπως γίνεται με τη γέννα του σαρκικού ανθρώ­που. Γι' αυτό λέγει ο Χριστός: «Στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν». Και στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζει κανένας πως ο Παύλος και ο Βαρνά­βας επήγαν στο Ικόνιον και στην Αντιόχεια «επιστηρίζοντες τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες εμμένειν τη πίστει και ότι δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού».

Το πνευματικό νήπιο πρέ­πει να κλάψει σαν το σαρκικό, για να βρει γάλα για να θραφεί. Ο άνθρωπος που δεν ελπίζει σε καμμιά βοήθεια εκτός από τον Θεό, και σε καμμιά ζωή εκτός από αυτόν, και σε καμμιά άλλη χαρά εκτός από αυτόν, και σε καμ­μιά δικαιοσύνη εκτός από αυτόν, και κρεμιέται με δά­κρυα μονάχα σ' Εκείνον, έχοντας «μονογενή ελπίδα», αυτός βρίσκει έλεος και αναπαύεται από «τα της ματαιότητος και πολυμόχθου σαρκός». Γι' αυτόν «η αγάπη η εν Χριστώ ισχυροτέρα εστί της ενταύθα ζωής», κατά τον ά­γιο Ισαάκ. Και δεν θέλει να χωρισθεί από τον Θεό, και προτιμά τον θάνατο από τούτον τον χωρισμό, γιατί νοιώ­θει καλά πως σωστά λέγει ο άγιος Κύριλλος ότι «θάνα­τος αληθής είναι ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεόν και όχι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα».
Σ' αυτή τη μακάρια κατάσταση βρίσκονται οι άγιοι, όχι λίγες ώρες της ζωής τους, αλλά παντοτεινά. Και για τούτο νοιώθουνε πως από τούτον τον κόσμο απογευθήκανε σαν ένα αρραβώνα τη μακαριότητα της αιωνίου ζω­ής. Και αγαπούνε κάθε άνθρωπο και κάθε πλάσμα, επειδή η τέλεια αγάπη προέρχεται από τη χαρά της πίστεως κι' από τη βεβαιότητα κι' από τη στερεή ελπίδα που έ­χουνε μέσα στην ψυχή τους.21872_103602942998265_100000456797041_95014_3581520_n.jpg

Οι άλλοι άνθρωποι, οι α­μαρτωλοί, μπορεί να ελεηθούνε και να αξιωθούνε για λί­γο αυτή την απελευθέρωση από τη δουλεία της φθοράς, ν' απογευθούνε λίγο από τον ουράνιον άρτον. Μα ύστε­ρα πάλι, σαν αδύνατοι άνθρωποι που είναι, από αμέλεια ξαναπέφτουνε στις μέριμνες του βίου, και χάνουνε εκεί­νη την ευωδία του μυστικού κόσμου στον οποίον ζήσανε εκείνον τον σύντομον καιρό.
Και ποθούνε θερμά να ξα­ναμπούνε πάλι στην ουράνια εκείνη πολιτεία, και την αναθυμιούνται με δάκρυα, κι' ολοένα ελπίζουνε να την ξαναδούνε. Κι' απορούνε πώς την χάσανε και πώς καταντήσανε πάλι δούλοι της σαρκός, και θρηνούνε σαν τους πρωτόπλαστους που καθήσανε έξω από τον Παρά­δεισο, μη μπορώντας να ξαναμπούνε μέσα.
Ξέρω πως πολλοί, διαβάζοντας αυτά που γράφω, θα πούνε πως η ζωή μας σήμερα δεν σηκώνει τέτοια καλο­γερίστικα πράγματα. Μα δεν έχουνε δίκιο. Οι σημερινοί άνθρωποι, όπως έγραψα κι' άλλη φορά, δεν είναι όλοι ευχαριστημένοι από τη ζωή που ζούνε, ας έχουνε κάθε λογής υλικές αναπαύσεις και ασχολίες. Ίσια-ίσια σήμε­ρα η ανθρώπινη ψυχή βρίσκεται σε παραζάλη και σε α­γωνία, γιατί είδε καλά πως, ενώ ήλπιζε να πιάσει την ευ­τυχία με την επιστήμη και με την υλική και διανοητική δραστηριότητα, δεν επέτυχε αυτό που ήλπιζε.
Υπάρχουνε λοιπόν πολλοί άνθρωποι που διψάνε για αληθινή τροφή της ψυχής, και γι' αυτούς γράφω. Κ' ε­κτός από την Ελλάδα, μια τέτοια δίψα κατατρώγει εκα­τομμύρια κόσμο, κατά τα λόγια του Προφήτη που λέγει: «Να, έρχονται ημέρες, λέγει Κύριος, και θα στείλω επά­νω στη γη όχι πείνα για ψωμί, ούτε δίψα για νερό, αλλά πείνα του ν' ακούσετε λόγον Κυρίου»...
Η Ορθοδοξία είναι η πηγή απ' όπου τρέχουνε να ξεδιψάσουνε άνθρωποι που δεν ευρήκανε την αλήθεια ούτε στον Καθολικισμό, ούτε στον Προτεσταντισμό, ού­τε σε καμμιά άλλη από τις μυριάδες αιρέσεις που υπάρ­χουνε σήμερα.

Έτσι αποδείχνεται πως η Ορθοδοξία εί­ναι η πρώτη κι' ανάλλακτη Εκκλησία, που δεν παρα­μορφώθηκε από κοσμικούς νεωτερισμούς, η κιβωτός που κλείνει μέσα της την αληθινή αποκάλυψη της χριστιανι­κής αλήθειας. Κ' η αυστηρή παράδοσή της είναι το μέ­σον που διατηρήθηκε αυτή η αλήθεια, όχι σαν αφηρημέ­νη έννοια, αλλά σαν ζωντανή πραγματικότητα. Στον πρόλογο της «Φιλοκαλίας», που τυπώθηκε στα Εγγλέζι­κα ο Ρώσσος Νίκων γράφει ανάμεσα στα άλλα: «Οι βά­σεις της Ορθοδοξίας είναι η Αγία Γραφή και οι Παραδόσεις, άλλες προφορικές κι' άλλες γραμμένες στα έργα των Πατέρων».
Αλλού γράφει: «Επειδή στις ημέρες μας δεν έχουμε πνευματικούς οδηγούς, γίνεται απαραίτητη η συνεχής μελέτη των ιερών αυτών έργων, ώστε ν' ακο­λουθήσει κανένας ακίνδυνα αυτόν τον θαυμάσιον δρόμο που ανοίγει η τέχνη των τεχνών, η επιστήμη των επι­στημών της πνευματικής τελειοποιήσεως. Για να επιτύ­χουμε σε τούτο, είναι ανάγκη να έχουμε γνήσια ταπείνω­ση, ειλικρίνεια, εγκαρτέρηση και αγνότητα».
Και όμως, εμείς οι Έλληνες, που έχουμε αυτόν τον θησαυρό της Ορθοδοξίας, θέλουμε να θραφούμε θρη­σκευτικά με λογής-λογής ξένα άχερα. Ο πατήρ Νίκων, σε κάποιον δικό μας που πήγε στ' Άγιον Όρος, είπε: «Πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ ευτυχισμένον που είσαι ορθόδοξος. Γιατί πολυτιμότερο πράγμα από την Ορθοδοξία δεν υπάρχει στον κόσμο».

Φώτης Κόντογλου