φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Μή μοῦ ζητᾶς νά σ΄ ἀγαπῶ, ἡ ἀγάπη δέν ζητιέται...






                                 Ὁ Γέροντας μοῦ ἀπαγγέλει:

                               "Μή μοῦ ζητᾶς νά σ΄ ἀγαπῶ,
                                   ἡ ἀγάπη δέν ζητιέται.
                          Μέσα στά φύλλα τῆς καρδιᾶς
                                μονάχη της γεννιέται".

Νά μοῦ πεῖς τώρα, πῶς γεννιέται. Ἔλα, πές μου.

- Δέν ξέρω, Γέροντα.

- Εἶναι ἕνα λογάκι· ἄμα στό πῶ, θά τό καταλάβεις ἀμέσως.

"Μ΄ ἀγαπᾶς; Ἄχ, δέν μ΄ἀγαπᾶς. Νά, τό βλέπω, δέν μέ κοιτᾶς".

Αὐτά εἶναι πολύ ταπεινά πράγματα. Ἡ λέξη "σ΄ ἀγαπῶ" εἶναι ταπεινό πρᾶγμα νά τήν λές. Δέν λέγεται. Κερδίζεται σιωπηλά μέ τήν προσωπικότητα πού φτιάνεις. Φτιάνεσαι κι ὁ ἄλλος τρελαίνεται μαζί σου. Καλλιεργεῖσαι καί κοιτᾶς νά τό κρύψεις κιόλας. Ἀλλά ὁ ἄλλος τό νιώθει καί ἑλκύεται.

Ἃμα ἀγαπᾶς καί δέ ζητᾶς τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, ὃλοι θά ἔρχονται κοντά σου. Εἶναι μυστικό. Μυστικά θά τούς ἀγαπᾶς καί ἐκεῖνοι θά τό καταλαβαίνουν καί θά σοῦ στέλνουν κι ἀπό μακριά ἀκόμη τά καλά τους αἰσθήματα. Κατάλαβες;

- Τί νά καταλάβω; Πῶς ὄρη μετακινοῦνται;

- Αὐτό πού ἐσύ λες φυσιολογικό, εἶναι ἀφύσικο. Φυσιολογικό εἶναι τοῦτο πού σοῦ λέω ἐγώ:

Ν΄ ἀγαπᾶς ἀνιδιοτελῶς!


Μαθητεύοντας στον Άγιο  Πορφύριο.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Μ’ ἔμαθε νά προσεύχωμαι κατανυκτικά καί μέ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, πού κατοικοῦσε στό Πέραμα Πειραιῶς. Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης




Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης ἀνέφερε: «Μ’ ἔμαθε νά προσεύχωμαι κατανυκτικά καί μέ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, πού κατοικοῦσε στό Πέραμα Πειραιῶς καί τήν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικά ὄχι μέ τ’ ὄνομά της, ἀλλά μέ τό παρατσούκλι “ἡ Αὐγουλοῦ”, γιατί πούλαγε φρέσκα αὐγά, νά ἐξοικονομήση τόν “ἄρτον τόν ἐπιούσιον”.
Ὡς περιοδεύων πέρασα μιά μέρα ἀπ’ τό φτωχικό της σπίτι, γιά νά εἰσπράξω μιά συνδρομή γιά τό περιοδικό ΖΩΗ. Ἡ ἴδια ἀπουσίαζε καί βρισκόταν ἐκεῖ τό παιδί της, πού διήρχετο τήν ἐφηβεία. Ἔκαιγε τό καντήλι στό εἰκονοστάσι κι ἔκανα στό παιδί τήν πρότασι ἄν ἤθελε μέχρι νά ᾽λθη ἡ μητέρα του νά προσευχηθοῦμε λιγάκι. Κάπως ἀδιάφορα κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του καί εἶπε ἄς προσευχηθοῦμε. Ὅταν τελειώσαμε τήν προσευχή, μοῦ λέει κάπως χαριτολογώντας: Α, ἐσύ δέν ξέρεις νά προσευχηθῆς! Ἐγώ κατεπλάγην ἀπ’ τήν τολμηρή αὐτή παρατήρησι καί τόν ρώτησα νά μοῦ ἐξηγήση, πῶς κατά τή γνώμη του πρέπει νά προσεύχεται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἐγώ, κύριε, μοῦ λέει δέν ξέρω Θεολογία, ἀλλά βλέπω τό παράδειγμα τῆς μητέρας μου, πού ὅταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχῶς “Κύριε Ἐλέησον”, πέφτει συνεχῶς σέ μετάνοιες, κτυπάει τό στῆθος της καί τρέχουν ποτάμι τά δάκρυά της!

Μετά ἀπ’ αὐτή τήν ἀφήγησι, μεγάλωσε ἡ ἐπιθυμία μου νά γνωρίσω αὐτή τήν ὑπέροχη γυναῖκα καί νά διδαχθῶ κάτι ἀπ’ τή χαρισματική προσευχή της.

Ἐκείνη τή μέρα δέν ἦλθε κι ἀποχώρησα. Μιά ἄλλη μέρα πέρασα νά τή συναντήσω καί βρέθηκα μπροστά σέ μιά συγκλονιστική σκηνή προσευχομένου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας της, ὅπως ἔμαθα, ἦταν ἕνας μέθυσος κι ἀχαΐρευτος, πού τῆς ἔπαιρνε ὅ,τι οἰκονομοῦσε ἀπ’ τά αὐγά καί μπεκρόπινε. Ἐκείνη τή μέρα κατά τήν ὁποία πῆγα, ἀπ’ τό μεθύσι του τήν εἶχε ξυλοκοπήσει, τῆς εἶχε πάρει τά χρήματα καί τῆς εἶχε πετάξει τήν Καινή Διαθήκη μέσα στό πηγάδι!

Ἐγώ δέ, τή βρῆκα γονατιστή στό πηγάδι νά προσεύχεται καί νά λέη: Χριστέ μου καί Παναγία μου Μεγαλόχαρη, τό βιβλίο μέ τά ἱερά γράμματα, τό ὁποῖο ἔρριξε ὁ ἄνδρας μου στό πηγάδι δέν τό ἔκανε ἀπό ἀσέβεια, ἀλλά ἦταν μεθυσμένος. Κάνε Παναγία μου τά ἱερά αὐτά Γράμματα, πού θά λειώσουν καί θά γίνουν ἕνα μέ τό νερό, νά τά πιῆ ὁ ἄνδρας μου, νά μετανοήση, νά ἐξομολογηθῆ καί νά σωθῆ, νά μήν πάη στήν κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατί ὁ κόσμος μέ ἔχει γιά καλή, ἐνῶ ἐγώ ἡ τρισάθλια ἔχω πολλά ἀθεράπευτα πάθη κι ἁμαρτίες!

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Η αγάπη μέσω της αρρώστιας





Ένας φοιτητής κάθονταν στην καφετέρια της πανεπιστημιούπολης και μελετούσε όταν πρόσεξε δύο ηλικιωμένους άνδρες…
να πλησιάζουν και να κάθονται σε ένα κοντινό του τραπέζι. Τότε ο ένας από τους ηλικιωμένους άρχισε να μιλά για τη σύζυγό του.

Όταν τελείωσε την φράση του, ρώτησε τον άλλο άντρα να του μιλήσει για την δική του γυναίκα. Διαβάστε τη απάντηση του όπως ακριβώς την μετέφερε ο φοιτητής…

Ήμουν 21 χρονών όταν την γνώρισα. Μόλις την είδα να μπαίνει στην αίθουσα το κατάλαβα. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω ποια είναι. Σκέφτηκα «αυτή είναι η γυναίκα μου» ! Τα υπόλοιπα όλα είναι ιστορία.

Αυτή η γυναίκα ήταν το κάτι άλλο. Κάθε μέρα, έλειπα για 12 ώρες στη δουλειά και όταν γυρνούσα στο σπίτι υπήρχε πάντα φαγητό στο τραπέζι να με περιμένει. Όταν τα παιδιά έπεφταν για ύπνο, ήμασταν τόσο κουρασμένοι που πηγαίναμε κατευθείαν στο κρεβάτι και κρατιόμασταν αγκαλιασμένοι σφιχτά για λίγη ώρα, πριν κοιμηθούμε.

Ήταν από τις λίγες στιγμές της ημέρας που την ένιωθα τόσο κοντά μου, έστω και για τόσο λίγο. Αυτά τα λίγα λεπτά μου έδιναν τη δύναμη να συνεχίσω να δουλεύω για να εξασφαλίσω ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά μου. Της έλεγα ότι όσο ήταν αυτή εκεί να τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, θα ήμουν για πάντα μια χαρά. Ήταν η βασίλισσα της ζωής μου.

Ήταν αυτή που με βοήθησε να γίνω ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Ευγενικός με τους ανθρώπους και καλός πατέρας. Μπορείς να ρωτήσεις τα παιδιά μου για αυτό.

Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πως να το κάνουν αυτό. Κάποιοι άνθρωποι ξέρουν πως να σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.

Ήρθε κάποια μέρα όμως που αρρώστησε. Στην αρχή δεν ανησύχησα, άλλωστε όλοι κάποτε αρρωσταίνουμε. Αλλά οι γιατροί φαίνονταν να πιστεύουν ότι δεν ήταν κάτι απλό. Έμοιαζαν να ανησυχούν και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια είχαν δίκιο.

Όταν μας είπαν τα άσχημα νέα, η γυναίκα μου με ρώτησε αν θα ήθελα να παντρευτώ κάποια άλλη όταν πεθάνει. Ανησυχούσε. Δεν ήθελε να μείνω μόνος μου και να στεναχωριέμαι. Αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να με φανταστώ με άλλη. Μου φαίνονταν απίστευτο. Όταν της το είπα, γύρισε, με κοίταξε και μου είπε: «Αφού σε ξέρω καλά. Είσαι το είδος του ανθρώπου που χρειάζεται μια γυναίκα στο πλευρό του. Δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι χαρούμενος μόνος σου».

Το αρνήθηκα, ξανά και ξανά και ξανά…



Μετά από ένα χρόνο που πάλευε με τη αρρώστια της, όλα είχαν αλλάξει στο σπίτι. Δεν υπήρχε πια φαγητό στο τραπέζι όταν γυρνούσα σπίτι από τη δουλειά. Η γυναίκα μου περνούσε τη μέρα της στο κρεβάτι και με περίμενε να επιστρέψω το βράδυ για να την σηκώσω και να την μεταφέρω στο τραπέζι.

Κάθονταν στην καρέκλα και με κοίταζε με εκείνα τα μεγάλα πράσινα μάτια της την ώρα που μαγείρευα κάτι για να φάμε. Μου έδινε οδηγίες χαμογελαστή και με μάλωνε αν έκανα κάτι λάθος, αν έριχνα περισσότερο αλάτι από όσο έπρεπε.

Ήταν οι πιο όμορφες στιγμές της ημέρας μου! Απλά ήμασταν ευτυχισμένοι που μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλο.

Στις πολύ άσχημες ημέρες της, δεν μπορούσε να φάει μόνη της και έπρεπε να την ταΐσω. Δεν το ήθελε, έκλαιγε και ζητούσε συγνώμη.

Την μάλωνα. Αφού το ήξερε, ότι και να γίνει θα είμαι πάντα εκεί δίπλα της. Ήταν ο άνθρωπος μου και ήμουν ο άνθρωπος της. Μέχρι το τέλος.
Τα πράγματα σιγά σιγά όμως χειροτέρεψαν. Έφτασε η μέρα που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μόνη της ενώ έπρεπε να παίρνει τα φάρμακα της κάθε 4 ώρες.

Σταμάτησα από την δουλειά για να μπορώ να είμαι συνέχεια δίπλα της και να την φροντίζω. Όταν την τάιζα, την έβαζα να ξαπλώσει στο κρεβάτι, έπεφτα και εγώ δίπλα της και την έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Όπως παλιά. Τότε, αυτή ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας μου.

Υπήρξε μια μακρά σιωπή που κανείς από όλους όσους άκουγαν κρυφά τη διήγηση του άντρα, δεν τόλμησε να διακόψει. Ο ηλικιωμένος με κάποιο τρόπο βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει…
Αλλά πόσα μπορεί να αντέξει το ανθρώπινο σώμα.

Χρειάστηκαν δυο ολόκληρα χρόνια για να μπορέσει η αρρώστια να λυγίσει την γυναίκα μου. Αλλά τελικά τα κατάφερε.

Το είχα δει να έρχεται. Το ίδιο και εκείνη. Ξέραμε και οι δυο μας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να επανέλθει αλλά και πάλι. Ήταν σαν τη μια μέρα να την σφίγγω δυνατά στην αγκαλιά μου και την επόμενη να έχει φύγει.

Στην αρχή με σκότωσε αλλά σε λίγο καιρό κατάλαβα ότι είναι καλύτερα εκεί που βρίσκεται τώρα. Δεν χρειάζεται πια να παίρνει αυτά τα τρομακτικά φάρμακα και δεν χρειάζεται πια να τρώει τα άθλια φαγητά μου.

Εκείνη είναι καλύτερα. Εγώ όμως δεν ξέρω τι να κάνω χωρίς αυτή. Για παράδειγμα δεν ξέρω τι να κάνω τα πράγματα της, τα ρούχα της. Δεν μπορώ να τα πετάξω. Δεν θέλω να το κάνω. Όλα τα ρούχα της είναι ακόμα στην ντουλάπα και παντού υπάρχουν οι φωτογραφίες της. Η πλευρά της στο κρεβάτι είναι ακριβώς όπως την άφησε. Θέλω να πιστεύω ότι είναι ακόμα εδώ. Οι κόρες μου μου λένε να πουλήσω το σπίτι και να πάω σε ένα άλλο, αλλά πέρασα τη ζωή μου σε αυτό το σπίτι μαζί της. Είναι ακόμα το σπίτι μας, τουλάχιστον όσο ζω ακόμη σε αυτό.
Επικράτησε για μερικά λεπτά και πάλι σιωπή.

Ο φοιτητής δεν είχε ακούσει ποτέ κάποιον άνθρωπο να μιλάει για κάποιον άλλον με τόσο απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό. Ήταν φανερό ότι πραγματικά αγαπούσε και λάτρευε τη γυναίκα του και αυτό δεν επρόκειτο να αλλάξει τόσο εύκολα.

Ο άλλος ηλικιωμένος έσπασε τη σιωπή: «Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο πρέπει να σου ήταν να την φροντίζεις όλη μέρα. Να δίνεις τα πάντα για αυτή».
Ο φοιτητής ορκίστηκε ότι ήταν η πρώτη φορά που είδε τον ηλικιωμένο με την τραγική ιστορία να χαμογελάει πλατιά:
«Καθόλου δύσκολο. Ήταν προνόμιο μου να μπορώ να μπορώ να την φροντίσω για όσο το έκανα. Ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου και θα το έκανα ξανά και ξανά αν χρειαζόταν. Ήταν και θα είναι για πάντα η βασίλισσα μου. Απλά μου λείπει τόσο η αγκαλιά της…



πηγή 

 aggeliki31.blogspot.gr




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας