φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Γιατί ἡ λέξη πίστη ἔχει διπλῆ σημασία

 

“Καί ὅπως τό πλοῖο πού κλυδωνίζεται ἀπό τό φύσημα τῶν ἀνέμων καί καταποντίζεται ἀπό τά ἀγριεμένα κύματα ἡ ἄγκυρα πού ρίχνεται τό κρατάει ἀπό παντοῦ καί τό σταθεροποιεῖ στή μέση τοῦ πελάγους, ἔτσι ἀκριβῶς καί τό δικό μας νοῦ, ὅταν τόν κλυδωνίζουν οἱ λογισμοί πού ἐπιτίθενται ἀπ’ ἔξω, ἔρχεται ἡ πίστη καί μέ μεγαλύτερη ἀσφάλεια ἀπό τήν ἄγκυρα τόν σώζει ἀπό τό ναυάγιο καί σάν σέ γαλήνιο λιμάνι ὁδηγεῖ τό σκάφος μέ τή βεβαιότητα πού παρέχει στή συνείδηση. Καί αὐτό πάλι φανερώνοντας ὁ Παῦλος ἔλεγε “διά τοῦτο ἔδωκεν ἀποστόλους ὁ θεός πρός καταρτισμόν τῶν ἁγίων, μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ”
Βλέπεις τό κατόρθωμα τῆς πίστης, πού σάν κάποια ἄγκυρα ἀσφαλής ἔτσι διώχνει τήν τρικυμία, πράγμα πού ὁ ἴδιος πάλι λέγει γράφοντας στούς Ἑβραίους καί λέγοντας αὐτά ἀκριβῶς γιά τήν πίστη “αὐτή τήν ἔχουμε σάν ἄγκυρα ἀσφαλή καί σταθερή καί μᾶς ὁδηγεῖ στά ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος”... Γιατί ὅπως τό καταπέτασμα χώριζε τά ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τήν ἔξω σκηνή, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ οὐρανός, σάν καταπέτασμα παρεμβαλλόμενος ἀνάμεσα στήν κτίση, χωρίζει τά ἅγια τῶν ἁγίων ἀπό τήν ἔξω σκηνή, δηλαδή ἀπό τόν ὁρατό κόσμο, δηλαδή τά οὐράνια καί τά πάνω ἀπ’ ἀυτά, ὅπου εἰσῆλθε γιά χάρη μας πρίν ἀπό μᾶς ὁ Χριστός.
Αὐτό πού λέγει σημαίνει τό ἑξῆς, ἐκεῖ, λέγει, ὑψώνει τήν ψυχή μας ἡ πίστη, μήν ἀφήνοντας σέ κανένα ἀπό τά παρόντα δεινά νά τή ρίξει κάτω καί ἀνακουφίζοντας τούς πόνους μέ τήν ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀποβλέπει πρός τά μελλοντικά, πού περιμένει τήν ἐλπίδα ἀπό τούς οὐρανούς καί κατευθύνει ἐκεῖ τά μάτια τοῦ νοῦ του οὔτε αἰσθάνεται τόν πόνο τῶν δεινῶν τῆς παρούσης ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Παῦλος δέν αἰσθανόταν καί δίδασκε τήν αἰτίαν τῆς φιλοσοφίας αὐτῆς λέγοντας “γιατί ἡ προσωρινή ἐλαφριά θλίψη προετοιμάζει γιά μᾶς ὑπερβολικά μεγάλο πλοῦτο αἰώνιας δόξης”. Πῶς καί μέ ποιό τρόπο; “Ἐπειδή” μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς “δέν προσέχουμε αὐτά πού φαίνονται ἀλλά ἐκεῖνα πού δέ φαίνονται”. Γιατί, ὅπως τά μάτια τοῦ σώματος δέ βλέπουν τίποτε πνευματικό, ἔτσι τά μάτια τῆς πίστης δέ βλέπουν τίποτε τό ὑλικό.
Γιατί ἡ λέξη πίστη ἔχει διπλῆ σημασία. Πίστη δηλαδή λέγεται καί ἐκείνη σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἀπόστολοι ἔκαναν τότε τά θαύματα, γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός ἔλεγε “ἄν ἔχετε πίστη ἔστω καί σάν κόκκο συναπίου, θά πεῖτε σ’ αὐτό τό βουνό, πήγαινε ἀπό ἐδῶ ἐκεῖ, καί θά μεταβεῖ” ... Λέγεται λοιπόν πίστη ἐκείνη πού κάνει τά σημεῖα καί τά θαύματα, πίστη ὅμως λέγεται καί ἐκείνη πού μᾶς προετοιμάζει στό νά γνωρίσουμε τό Θεό, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ καθένας μας εἶναι πιστός, ὅπως ὅταν λέγει γράφοντας στούς Ρωμαίους “εὐχαριστῶ τῷ θεῷ μου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ καταγγέλλεται”. Καί στούς Θεσσαλονικεῖς πάλι γράφει “ἀφ’ ἡμῶν ἐξήχηται (διαδόθηκε) ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ, ἀλλά καί ἐν τῇ Ἀχαΐα, καί ἐν παντί τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρός τόν θεόν ἐξελήλυθε (ἔγινε γνωστή)”.
Ποιά πίστη ὑπαινίσσεται ἐδῶ; Εἶναι ὁλοφάνερο πώς ὑπαινίσσεται τήν πίστη τῆς γνώσης. Καί τό φανερώνουν αὐτό τά ἑπόμενα. “πιστεύουμε”, λέγει, “γι’ αὐτό καί κυρύσσουμε”. Τί πιστεύουμε; “Ὅτι ἐκεῖνος πού ἀνέστησε τόν Ἰησοῦ θά ἀναστήσει καί ἐμᾶς μέ τή δύναμή του”. Ἀλλά γιατί τήν ὀνομάζει πνεῦμα πίστης καί τήν κατατάσσει στήν τάξη τῶν χαρισμάτων; Γιατί, ἄν ἡ πίστη εἶναι χάρισμα καί κατόρθωμα τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος μόνο καί ὄχι δικό μας, οὔτε οἱ ἄπιστοι θά τιμωρηθοῦν οὔτε οἱ πιστοί θά ἐπαινεθοῦν.
Ἄν λοιπόν καί ἡ πίστη εἶναι τέτοιο πρᾶγμα καί ἐμεῖς δέν προσφέραμε τίποτε ἀλλά τά πάντα ἀνήκουν στή χάρη τοῦ Πνεύματος καί αὐτή τήν ἔσπειρε μέσα στίς ψυχές μας καί δέ θά λάβουμε κανένα μισθό γι’ αὐτά, πῶς λοιπόν ἔλεγε, “ὅποιος πιστεύει μέ τήν καρδιά του ὁδηγεῖται στή δικαίωση, καί ὅποιος ὁμολογεῖ μέ τό στόμα ὁδηγεῖται στή σωτηρία”; Γιατί ἡ πίστη εἶναι κατόρθωμα καί τῆς ἀρετῆς τοῦ πιστοῦ. Πῶς ὅμως ἀλλοῦ ὑπαινίσσεται πάλι τό ἴδιο λέγοντας “ὅποιος ὅμως δέν ἔχει ἔργα ἀλλά πιστεύει στό Θεό πού σώζει τόν ἀσεβῆ, λογαριάζεται ἡ πίστη του γιά δικαίωση”, ἄν τά πάντα ἀνήκουν στή χάρη τοῦ Πνεύματος; Καί πῶς ἀκόμη τόν πατριάρχη Ἀβραάμ τόν στόλισε γι’ αὐτή μέ ἄπειρα ἐγκωμιαστικά στεφάνια, γιατί παραβλέποντας ὅλα τά παρόντα πίσεψε, παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε λόγο νά ἐλπίζει;
Γιά ποιό λόγο τήν ὀνομάζει πνεῦμα πίστης; Γιατί θέλει νά δείξει ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς τό νά πιστέψουμε στήν ἀρχή καί τό νά ὑπακούσουμε ὅταν κληθοῦμε, καί ὅτι μετά τή θεμελίωση τῆς πίστης χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος, ὥστε νά μένει αὐτή διαρκῶς σταθερή καί ἀμετάβλητη. Γιατί οὔτε ὁ Θεός οὔτε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος ἔρχεται πρίν ἀπό τή δική μας προαίρεση, ἀλλά προσκαλεῖ καί περιμένει ὥστε ἀπό μόνοι μας καί μέ τή θέλησή μας νά προσέλθουμε· ἔπειτα, ὅταν προσέλθουμε, τότε μᾶς παρέχει ὅλη τή δική του συμμαχία. Ἐπειδή λοιπόν καί ὁ διάβολος μετά τήν προσέλευσή μας στήν πίστη ἐμφανίζεται ἀμέσως θέλοντας νά ξεριζώσει τήν καλή αὐτή ρίζα και ἐπειγόμενος νά σπείρει τά ζιζάνια καί νά καταστρέψει τά γνήσια καί καθαρά σπέρματα, τότε χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος, γιά νά προστατεύει ἀπό παντοῦ τό νέο φυτό τῆς πίστης μέ κάθε μέριμνα καί φροντίδα σάν ἕνας φιλόπονος γεωργός ἐγκατεστημένος στήν ψυχή μας. Γι’ αὐτό γράφοντας στούς Θεσσαλονικεῖς ἔλεγε “μή σβήνετε τό Πνεῦμα”, δηλώνοντας πώς ὅταν ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, θά εἴμαστε ἀκαταμάχητοι πιά γιά τόν κακό δαίμονα καί ὅλες του τίς πονηρίες. Γιατί ἄν “κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος παρά μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος”, πολύ περισσότερο δέ θά μπορέσει νά κρατήσει τήν πίστη του σταθερή καί ἀκλόνητη παρά μόνο μέ τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε νά ἀποσπάσουμε τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος καί νά τό πείσουμε νά μείνει κοντά μας; Μέ ἔργα ἀγαθά καί ἄριστο τρόπο ζωῆς. Γιατί ὅπως τό φῶς τοῦ λυχναρίου διατηρεῖται μέ λάδι καί ὅταν ξοδευθεῖ αὐτό σβήνει καί τό φῶς μαζί του καί τελειώνει, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος, ὅταν ἔχουμε νά παρουσιάσουμε ἔργα ἀγαθά καί ἡ ψυχή μας εἶναι γεμάτη ἀπό πολλή ἐλεημοσύνη, μένει ἡ φλόγα σάν νά διατηρεῖται ἀπό λάδι, ὅταν ὅμως αὐτή δέν ὑπάρχει, φεύγει καί ἀναχωρεῖ, πρᾶγμα πού ἔγινε καί στίς πέντες παρθένες... Γιατί τό παράπτωμά τους προῆλθε μόνο ἀπό ἀδιαφορία... Εἶναι καλό πρᾶγμα ἡ παρθενία καί ὑπερφυσικό τό κατόρθωμα. Ἀλλά τό καλό καί μεγάλο καί ὑπερφυσικό αὐτό πρᾶγμα ἄν δέν εἶναι ἑνωμένο μέ τή φιλανθρωπία, δέν θά μπορέσει νά φθάσει οὔτε στά πρόθυρα τοῦ νυμφώνα”.


ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Παναγία, η Ζωοδόχος Πηγή. Μπαλουκλί Κωνσταντινούπολη

 
mpaloykli3.jpg
  Ήταν  γύρω στα 450μχ,  όταν  ένας  βυζαντινός  στρατιώτης Λέοντας  στο  όνομα έκοβε  βόλτες  σ΄ ένα  δασάκι  στα  μέρη  της βασιλεύουσας όταν  ξάφνου  βλέπει  μπροστά  του  έναν  τυφλό  άνθρωπο  να  του  ζητάει  λίγο  νερό  για  να  σβήσει  τη  δίψα  του. Ο  Λέοντας  προθυμοποιήθηκε  να  του  βρει  και  να  του  φέρει  νερό. Έψαξε  λοιπόν στο  δάσος  για  να  βρει  νερό  αλλά  μάταια  και  έτσι επέστρεφε  λυπημένος.


       Τότε  όμως άκουσε  μια  γυναικεία  φωνή  να  του  λέει: «Ου  χρεών  σε Λέων αγωνιάν το  γαρ  ύδωρ  εγγύς»,  δηλαδή «Δεν  χρειάζεται  Λέων  να  αγωνιάς να  άγχεσαι να  στεναχωριέσαι το  νερό  είναι  δίπλα  σου». Και  πάλι  ακούει  τη  φωνή  την άγνωστη  να  τον   προστάζει: «Λέων  βασιλιά πάρε  απ΄ το  νερό  αυτό  και  δώσε  να  πιει  να  ξεδιψάσει  ο  τυφλός  άνθρωπος  και  κάτι  ακόμα άλειψε  μ΄ αυτό  τα  μάτια  του  και  αμέσως  θα  καταλάβεις  ποια  είμαι  εγώ  που  σου  μιλώ». 
baloykli55.JPG

        Έτσι  πράγματι  έπραξε  ο  Λέοντας  και  παρευθύς  ο  τυφλός  ανέβλεψε Αλλά  ταυτόχρονα  άνοιξαν  και  τα  μάτια  του  Λέοντα  ο  οποίος  τώρα, κατάλαβε  πως  εκείνη  η  φωνή  που  του  μιλούσε  ήταν  της  Παναγίας  που  έκανε  αυτό  το  θαύμα  και  του  μίλησε  και  πως  επίσης σ΄ Εκείνην  τη  Μεγαλόχαρη οφείλεται  και  το  μεγάλο  θαύμα  της  θεραπείας  του  τυφλού.
       Ακόμη θαύμα  αξιοθαύμαστο  ήταν  και  η  εύρεση  της  πηγής  του  σωτήριου  αυτού  νερού. Αλλά  θαύμα  ήταν  και  η    επαλήθευση  της  προσφώνησης  από  την Παναγία,  του  Λέοντα , ως  βασιλιά. Διότι  πράγματι  ο  Λέων,   το 486μ.Χ,  ανέβηκε  στον  θρόνο  της  Βυζαντινής  αυτοκρατορίας  ως  Λέων  ο  Α΄ ο  Θράξ,  ο  επονομαζόμενος  και  Μακέλλης(457-474),  και  τον οποίο  η  Αγία  Εκκλησία  μας  ως  Άγιο  τον τιμά  στις  20  του  Ιανουρίου. Αμέτρητα  τα  θαυμάσια  σου  Παναγία  μας.
        Ο  Λέων ως  αυτοκράτορας  πλέον θα  αναγείρει  επί  της  θαυματουργής  πηγής θαυμάσιο  Ναό  αφιερωμένο  στην  Παναγία  τη  Ζωοδόχου  Πηγή  για  να  θυμίζει  τις  δωρεές  της  Θεοτόκου  προς  εκείνον  αλλά  και  όλες  τις  μεγάλες  ευεργεσίες  της προς  το  γένος  των  ανθρώπων
      Στην  θαυματουργή  πηγή   αυτού  του  ιερού  Ναού,  βρήκε  τη  γιατρειά   και  ο  αυτοκράτορας  Ιουστινιανός  ο  Α΄,  ο  Λέοντας  ο  ΣΤ΄ ο  Σοφός,  η  γυναίκα  του,  Αγία  βασίλισσα  Θεοφανώ,  ο  Ρωμανός  Α΄ ο  Λεκαπηνός  και  η  γυναίκα  του,  ο Πατριάρχης  Στέφανος (886-912),  ο  Πατριάρχης  Ιεροσολύμων  Ιωάννης(964-966),  αλλά  και  πλήθος  ακόμη,  άρχοντες  και  απλοί  άνθρωποι  εκεί  γιατρεύτηκαν. Μέχρι  και  νεκρό  ανέστησε  το  αγιασμένο  νερό  της  Ζωοδόχου  Πηγής.
mpaloykli44.jpg
         Το  Ναό  της  Ζωοδόχου  Πηγής,  γκρέμισαν  οι  Τούρκοι  για  να  φτιάξουν   με  τα  υλικά  του  το  τέμενος  του   Σουλτάνου  Βαγιαζήτ. Οι  χριστιανοί  στη  θέση  αυτή  έχτισαν  ένα  παρεκκλήσι  και  αργότερα  ένα  πιο  μεγάλο  Ναό(1835). 
      Αυτού  του  ιερού  Ναού  της  Υπεραγίας  Θεοτόκου  της  Ζωοδόχου  Πηγής,  τα  εγκαίνια  εορτάζει  η  Εκκλησία  μας  την  Παρασκευή  της  Διακαινησίμου (Λαμπροβδομάδα).
     Ο  Ναός  αυτός  έμεινε  γνωστός  στην  ιστορία  ως  το  αγίασμα  του   «Μπαλουκλί». «Μπαλούκ»  στα  τουρκικά  σημαίνει  ψάρι  και  η  παράδοση  μας  λέει  πως  εκεί  δίπλα  στο  αγίασμα,  στις  23  Μαΐου  1453  ένας  καλόγερος  τηγάνιζε  ψάρια,  όταν  κάποιος  του  έφερε  την  είδηση  πως  πήραν  την  Πόλη  οι  Τούρκοι. Ο  καλόγερος  απάντησε  πως  μόνο  αν  τα  ψάρια  που  τηγάνιζε  έφευγαν  απ΄ το  τηγάνι  και  έπεφταν  μέσα  στο  αγίασμα  θα  πίστευε  ότι  έγινε  κάτι  τέτοιο. Και  πραγματικά  τα  ψάρια  ζωντάνεψαν  και  έπεσαν  μέσα  στην   πηγή  του  αγιάσματος. Μέχρι  σήμερα  δε,  μέσα στην  δεξαμενή  της  Ζωοδόχου  Πηγής  διατηρούνται επτά  ψάρια  και  μάλιστα  σαν  να  είναι μισοτηγανισμένα  απ΄ την  μια  πλευρά.
      Πέρα  όμως  από θρύλους  και  παραδόσεις,  η  Παναγία  μητέρα  του  Χριστού  και  μητέρα  πάντων  των  χριστιανών,  παραμένει  για  όλους  μας  η  Πηγή  της  Ζωής,  καθότι  Εκείνη  έφερε  τη  Ζωή,  το  Χριστό  στον  κόσμο,  ελπίδα  και  προστασία  μας,  «καταφυγή  τε  σκέπη  και  αγαλλίαμα». 
Τσαγκάρη  Παναγιώτη  Θεολόγου

mpaloykli.jpg
Απολυτίκιον  Ζωοδόχου  Πηγής
                                                         Ήχος  α΄
      Ο ναός  σου  Θεοτόκε  ανεδείχθη  παράδεισος,  ως  ποταμούς  αειζώους  αναβλύζων  ιάματα  ώ  προσερχόμενοι  πιστώς,  ως  Ζωοδόχου  εκ  Πηγής,  ρώσιν  αντλούμεν,  και  ζωήν  την  αιώνιον,  πρεσβεύεις  γαρ  συ  τω  εκ  σου  τεχθέντι,  Σωτήρι  Χριστώ,  σωθήναι  τας  ψυχάς  ημών.
Μεγαλυνάριον
      Ύδωρ το ζωήρυτον της Πηγής, μάννα το προχέον,  τον αθάνατον δροσισμόν το νέκταρ το Θείον την ξένην άμβροσίαν το μέλι το εκ πέτρας, πίστει τιμήσωμεν.

http://www.pigizois.net/enoria/zoodoxos_pigi.htm

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Ο Α Ρ Χ Ο Ν Τ Α Σ Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ






Ο   Α Ρ Χ Ο Ν Τ Α Σ   Τ Η Σ   Ζ Ω Η Σ


 


                                                                                                             π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν,
 …ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ιω. 10, 10· 11, 25)

Το νέο έκανε το γύρο του χωριού σαν αστραπή.
Ένας νέος άνθρωπος βρέθηκε τσακισμένος στο γκρεμό. Τον βρήκαν και τον περιμάζεψαν βοσκοί που ποίμαιναν τα πρόβατά τους στους αγρούς και τα λιβάδια. Τον έφεραν στο χωριό μισοπεθαμένο, αγνώριστο απ’ τους μώλωπες και τις πληγές.
Η μικρή κοινωνία συνταράχθηκε. Σηκώθηκαν όλοι στο πόδι. Συγκλονισμένοι ως τα κατάβαθά τους άρχισαν να καταφτάνουν απ’ όλες τις γειτονιές. Συντροφιές-συντροφιές οι άνθρωποι κρυφομιλούσαν ανήσυχοι μεταξύ τους.
Δεν επρόκειτο για συνηθισμένο περιστατικό.
Δεν ήταν μόνο ο βαρύς τραυματισμός του νέου ανθρώπου. Είχαν εδώ να κάνουν με μια μεγάλη παράβαση. Το μέρος όπου βρέθηκε ο πληγωμένος, ήταν χώρος απαγορευμένος γι’ αυτούς. Περιοχή όπου δεν ήταν επιτρεπτό να εισέλθουν. Ο νέος άνθρωπος είχε παραβιάσει το νόμο του Μεγάλου Άρχοντα του τόπου τους.
Μπροστά τους ένα μεγάλο βουνό υψωνόταν απότομο. Η χιονόλευκη κορφή του χανόταν στα σύννεφα. Κρυμμένη στο γνόφο της πανύψηλης κορφής απλωνόταν η ξακουστή πολιτεία του Μεγάλου Άρχοντα, με τα επιβλητικά κάστρα και το μεγαλόπρεπο παλάτι του. Μια χώρα λαμπερή, πανέμορφη, παραδεισένια. Όλα εκεί ήταν υπέροχα. Η ζωή σ’ αυτήν ήταν το μακρινό όνειρο του κάθε ανθρώπου.
Χάσμα μέγα όμως, φαράγγι δύσβατο οριοθετούσε το βουνό και το χώριζε απ’ την υπόλοιπη χώρα. Ο νόμος του Μεγάλου Άρχοντα απαγόρευε στους ανθρώπους να το διαβούν. Δεν ήταν στις τωρινές τους δυνατότητες αυτό. Είχαν όμως την υπόσχεσή του, πως θα ερχόταν καιρός που θα γεφυρωνόταν το χάσμα. Το απόκρημνο φαράγγι θα γέμιζε. Ο βαθύς γκρεμός θα γινόταν τόπος ευθύς με δρόμους ομαλούς. Το άβατο βουνό θα γινόταν προσβάσιμο στον καθένα.
Μέχρι να γίνει αυτό, θα ’πρεπε όλοι να περιμένουν. Να έρθει η κατάλληλη στιγμή. Το πλήρωμα του χρόνου. Ο νόμος του Μεγάλου Άρχοντα ήταν σαφής. Κάθε πρόωρη απόπειρα για άνοδο στην πολυπόθητη χώρα θα είχε μια και μόνο συνέπεια: το θάνατο. Τη μέρα που θα επιχειρούσαν κάτι τέτοιο θα πέθαιναν.

Μα ο νέος άνθρωπος δεν μπορούσε να περιμένει. Ένοιωθε τη ζωή να σφύζει μέσα του. Πίστευε στην αξιοσύνη και τη σβελτάδα του. Θεωρούσε πως ήταν ικανός να αντιμετωπίζει κινδύνους. Να περνάει κακοτοπιές όπου ελλοχεύει ο θάνατος.
Από την άλλη αμφέβαλλε και για τις προθέσεις του Μεγάλου Άρχοντα. Δεν μπορούσε να τον εμπιστευθεί απόλυτα. Αν δεν τους είπε όλη την αλήθεια;  Αν τους απέτρεψε από κάθε προσπάθεια να τον πλησιάσουν, μόνο και μόνο για να τους κρατάει μακριά του; Για να μην κινδυνεύει από αυτούς; Να μη γίνουν οι άνθρωποι ποτέ σαν αυτόν; Αν ήταν ψέμα πως θα τους έκανε κάποτε συμπολίτες και οικείους του στην ονειρεμένη πολιτεία του;
Μ’ έναν τρόπο και μόνο θα σιγουρευόταν: Να δοκιμάσει. Τώρα! Ποιος ο λόγος να περιμένει και ως πότε; Κι αν δεν ερχόταν ποτέ το πλήρωμα του χρόνου;
Η ανυπομονησία θέριεψε μέσα του τη μεγάλη απόφαση. Εμπιστεύτηκε απόλυτα τον εαυτό του. Θα δοκίμαζε με το δικό του τρόπο.
Έτσι αγνόησε το νόμο του Μεγάλου Άρχοντα. Έκανε τη μεγάλη απόπειρα. Προσπάθησε να διαβεί το μεγάλο φαράγγι, ν’ ανεβεί στο βουνό. Μα αντί να φτάσει στην κορφή του, βρέθηκε τσακισμένος στα βαθιά βάραθρά του. Βαθιά μετανοιωμένος για την αποκοτιά του, αλλά πολύ αργά. Μόνο ένα βήμα τον χώριζε πια από το θάνατο…

…Μια μικρή συνοδεία φάνηκε στην άκρη του δρόμου. Σταμάτησε μπροστά στον ετοιμοθάνατο άνθρωπο. Στη θέα της οι ανθρώπινες συντροφιές σταμάτησαν κάθε κουβέντα και παραμέρισαν με φόβο και σεβασμό. Αμίλητος ο αρχηγός της συνοδείας προχώρησε μπροστά. Το πέτρινο πρόσωπό του ήταν η εικόνα της αυστηρότητας. Φορούσε επίσημη στολή και κρατούσε μια τυλιγμένη περγαμηνή. Ήταν ο δικαστής. Το όργανο του νόμου. Κοίταξε ανέκφραστος τον καταπληγωμένο άνθρωπο, ξετύλιξε την περγαμηνή του και με ψυχρό άκαμπτο ύφος είπε:
- Ο άνθρωπος αυτός περιφρόνησε το νόμο του Μεγάλου Άρχοντα. Αμάρτησε με το χειρότερο τρόπο. Η παρακοή του είναι ύψιστη προσβολή απέναντι στον Άρχοντά μας. Ο νόμος απαιτεί να τιμωρηθεί με θάνατο. Μόνο έτσι θα ικανοποιηθεί η δικαιοσύνη, θα αποκατασταθεί η τιμή του Μεγάλου Άρχοντα και θα σβηστεί η προσβολή που έγινε στο πρόσωπό του.
Με σφιγμένη καρδιά υποδέχτηκαν όλοι την απόφασή του. Συμπαθούσαν το νέο άνθρωπο και λυπόντουσαν για το κατάντημά του. Μα τούς ήταν αδιανόητο να αμφισβητήσουν την κρίση του δικαστή. Ήταν ο εντολοδόχος του Μεγάλου Άρχοντα.
Ο δικαστής έδωσε εντολή στη συνοδεία του να αρχίσει το έργο της. Σήκωσαν αμέσως το νέο άνθρωπο από κάτω και τον έστησαν για εκτέλεση. Στεναγμοί ανατάραξαν με τη βάναυση μετακίνηση το πονεμένο στήθος του, μα τους αγνόησαν. Τέντωσαν το λαιμό του σ’ ένα χοντρό κούτσουρο. Ο δήμιος πλησίασε κραδαίνοντας τον φοβερό διπλό του πέλεκυ. Ζύγισε προσεκτικά την κίνησή του και, ενώ κρατούσαν όλοι την αναπνοή τους ασάλευτοι, ύψωσε το τσεκούρι για τον αποκεφαλισμό του ενόχου.

Μα τότε απ’ το πουθενά πρόβαλε μπροστά ένας άγνωστος. Κανένας δεν είχε αντιλη-φθεί πώς, πότε κι από πού έκαμε την εμφάνισή του.
-  Σταθείτε! φώναξε επιτακτικά. Στο όνομα του Μεγάλου Άρχοντα ζητώ να σταματήσει αμέσως η εκτέλεση αυτή.
-  Ποιος είσαι συ και πώς τολμάς να παρεμβαίνεις; ύψωσε τη φωνή του με οργισμένη έκπληξη ο δικαστής.
-  Ο νόμος του Μεγάλου Άρχοντα παρερμηνεύτηκε. Πουθενά δεν αναφέρει πως η θέλησή του είναι αυτή, είπε αντί για άλλη απάντηση ο άγνωστος.
-  Μα αυτό είναι ανήκουστο! Ο νόμος είναι σαφής και ξεκάθαρος! είπε ξανά ο δικαστής και τα μάτια του άστραψαν. Μια και μοναδική ποινή προβλέπεται για την παρακοή αυτή: Ο θάνατος.
-  Όντως! Έπεται στην παρακοή ο θάνατος. Μα όχι σαν ποινή που επιβάλλεται απ’ το Μεγάλο Άρχοντα για τη δική του ικανοποίηση. Ο θάνατος είναι μονάχα φυσική κατάληξη της πράξης του ανθρώπου. Γι’ αυτήν την αυτονόητη συνέπεια προειδοποιεί ο Άρχοντας.
Ενώ μιλούσε ο άγνωστος, το ανθρώπινο κοπάδι σάλεψε. Ένα μουρμουρητό επιδοκιμασίας άρχισε να ξεσηκώνεται δισταχτικά ανάμεσά τους. Εκείνος συνέχισε:
-  Στο νόμο του τονίζει καθαρά, πως δεν επιθυμεί ποτέ το θάνατο του φταίχτη, αλλά την αλλαγή, το γυρισμό του. Και θέλει όλοι οι παρήκοοι και παραβάτες του νόμου του να επιστρέψουν κοντά του. Να τον γνωρίσουν βαθιά, αληθινά. Να ζήσουν ειρηνικά και για πάντα μαζί του. Ούτε ένας τους να μη χαθεί. Γιατί είναι ο Άρχοντας της Ζωής, μακρόθυμος και πολυέλεος, γεμάτος ευσπλαχνία και αγάπη. Δεν έχει έχθρα μέσα του γι’ αυτούς. Εσύ, σαν νομικός δεν το γνωρίζεις αυτό; Στο νόμο που σου δόθηκε τί είναι γραμμένο; Πώς αναγινώσκεις;
Ο δικαστής άκουγε, χωρίς να δείχνει πως καταλαβαίνει κιόλας. Το μόνο που ήξερε καλά εκείνος, ήταν πως κάθε παράβαση είχε και την αντίστοιχη ποινή της. Στην άκαμπτη σκληρή λογική του δεν χώραγαν οι έννοιες της χάρης, της αγάπης.
-  Αλλοίμονο σε σας τους νομικούς! συνέχισε ζωηρά ο άγνωστος. Γνωρίζετε μονάχα να σωριάζετε φορτία δυσβάστακτα στους ώμους των ανθρώπων, δεν θέλετε όμως ούτε με το δαχτυλάκι σας να τα κινήσετε εσείς.
Μπρος στην ωμή αυτή επίθεση ο δικαστής δεν έμεινε αδρανής. Όλων τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω του μαντεύοντας την οργισμένη αντίδρασή του. Διακυβευόταν άμεσα το κύρος και η θέση του.
-  Στον τόπο αυτόν εγώ και μόνο είμαι ο επίσημος εκπρόσωπος του νόμου! είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση. Σύμφωνα με το νόμο μας λοιπόν ο άνθρωπος αυτός αμάρτησε. Κρίθηκε ένοχος θανάτου και οφείλει να πεθάνει. Συνέχισε το έργο σου, δήμιε! Σε προστάζω! Εγώ εκπροσωπώ την εξουσία!
-  Όχι πια! απάντησε απτόητος ο άγνωστος και βγάζοντας μιαν άλλη περγαμηνή, την ξετύλιξε μπροστά στο δικαστή. Γνωρίζεις τη σφραγίδα αυτή και την υπογραφή;
Εμβρόντητος ο δικαστής αναγνώρισε τη σφραγίδα και την υπογραφή του Μεγάλου Άρχοντα. Ο άγνωστος συνέχισε:
-  Είδε την ταλαιπωρία του νέου ανθρώπου ο Μεγάλος Άρχοντας και τον σπλαχνίστηκε. Γι’ αυτό και με στέλνει, όχι όμως σαν κριτή να τον καταδικάσω, μα σαν θεραπευτή να τον γιατρέψω, να τον σώσω. Ο νέος άνθρωπος είναι προορισμένος να ζήσει, όχι να πεθάνει. Θεραπεία κατεπείγουσα χρειάζεται και όχι καταδίκη. Αυτή είναι η θέληση και η εντολή του Μεγάλου Άρχοντα. Κι εγώ είμαι ο απεσταλμένος του για να την εκτελέσω. Διεκδικώ λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο από το θάνατο, για να του δώσω τη ζωή.
Και με τα λόγια αυτά ύψωσε την ανοιγμένη περγαμηνή μπροστά σε όλους. Κανένας δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Ο δικαστής και η συνοδεία του αποσβολωμένοι παραμέρισαν. Καιρός ήταν!

Ο άγνωστος πλησίασε αμέσως και σήκωσε προσεκτικά στα χέρια του τον ετοιμοθάνατο νέο άνθρωπο. Με αργά βήματα και απαλές κινήσεις προχώρησε και τον απέθεσε στην άμαξά του, που ήταν σταματημένη πιο πίσω. Τον τύλιξε με καθαρό άσπρο σεντόνι. Έπλυνε τις πληγές του, χύνοντας πάνω τους λάδι για ν’ απαλύνουν και κρασί για ν’ απολυμανθούν. Έφτασε και στη βαθειά, θανάσιμη πληγή, που έχαινε στο στέρνο του νέου ανθρώπου. Η πληγωμένη του καρδιά φαινόταν να στραγγίζει τις τελευταίες ρανίδες του αίματός της. Γεμάτος συμπόνια ο άγνωστος μονολόγησε:
-  Να, λοιπόν, το μέγα τραύμα, ο άνθρωπος! Μ’ ένα και μόνο τρόπο θεραπεύεται αυτό.
Άνοιξε τότε το μακρύ μανδύα του στο ύψος της πλευράς του. Φρεσκοανοιγμένη κοκκίνιζε πάνω στο γυμνό του σώμα νωπή μια πληγή. Στάθηκε πάνω από τον πληγωμένο και άφησε να στάξει το δικό του αίμα πάνω στην πληγή της καρδιάς που έσβηνε. Αυτήν την καρδιά αναζητούσε, γι’ αυτήν είχε τρυπήσει την πλευρά του.
Αμέσως ο άνθρωπος που χαροπάλευε άνοιξε τα μάτια του. Ζωντάνεψε. Στα νεκρωμένα μέλη του ακράτητη ξαναχύθηκε η αλκή. Το βλέμμα του ζωήρεψε. Τα τραύματά του έκλεισαν. Η καρδιά του ξαναβρήκε το γρήγορο ρυθμό της. Το νεανικό του σφρίγος ξαναγύρισε ορμητικό. Ο ετοιμοθάνατος αναγεννήθηκε. Ένοιωσε πάλι νέος άνθρωπος, καινούργιο δημιούργημα. Ανακάθισε γεμάτος έκπληξη και με θαυμασμό αντίκρυσε το σωτήρα του.
-  Κύριε, ούτε να ρωτήσω δεν τολμώ! ψέλλισε με δέος, κατασυγκινημένος. Οι γέροντές μας έλεγαν, πως ένας μόνο, ο Μεγάλος Άρχοντας, ο Εκλεκτός του Θεού, ο Άρχοντας της Ζωής, μπορεί να κάνει τέτοιο πράγμα, να ξαναδώσει σε νεκρό ζωή. Μήπως, Κύριε, είσαι τελικά ο Μεγάλος μας Άρχοντας;
-  Εσύ το είπες! απάντησε χαμογελαστός ο άγνωστος, ενώ τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε τρυφερά. Για σένα ήρθα, αγαπημένο μου παιδί. Κατέβηκα για να σε βρω. Να σου προσφέρω το αίμα μου για να ζήσεις. Μ’ αυτό και μόνο μπορούσες να σωθείς. Γιατί εγώ μονάχα είμαι η Ζωή. Κι αν θέλεις τώρα, να σε ανεβάσω μαζί μου στη βασιλεία μου, όπου δεν έχει πλέον πόνο, λύπη και στεναγμό, αλλά ζωή ατελεύτητη.
Ενόσω μιλούσε ο άγνωστος, συνέβαινε μια θαυμαστή μεταμόρφωση. Το πρόσωπό του άλλαξε όψη, λούστηκε στο φως, έγινε σαν τον ήλιο, ενώ μια βασιλική λαμπρότητα τον κύκλωσε αστραπιαία.
-  Η καρδιά μου σού ανήκει πλέον, Άρχοντά μου, είπε ο νέος άνθρωπος γονατίζοντας ευλαβικά μπροστά του. Εγώ αμάρτησα βαριά και νοιώθω ένοχος ενώπιόν σου! Μα εσύ, χωρίς να το αξίζω, μού ’δωσες ζωή και όχι θάνατο. Δεν γνώριζα την αληθινή σου εικόνα. Μου την είχαν δώσει διαφορετική. Φάνταζε τρομερή, παραλλαγμένη μέσα μου. Φοβόμουνα να δω το πρόσωπό σου. Τώρα για πρώτη φορά γνωρίζω αληθινά το άρρητο κάλλος της μορφής σου. Δεν θέλω πια να ζω χωρίς εσένα. Πάρε με μαζί σου για πάντα. Θα είμαι αφοσιωμένος δούλος σου.
-  Θα είσαι πάντοτε ο λατρευτός μου γιος και όχι δούλος μου, είπε ο Άρχοντας, ενώ τον σήκωνε από τη γη και τον αγκάλιαζε ξανά. Ο γιος μου που ήταν σχεδόν νεκρός και ανέζησε, για να ευφραίνεται μαζί μου παντοτινά.
Αμέσως τότε μια λαμπρή συνοδεία τους περιστοίχισε. Έντυσαν με χαρά το νέο άνθρωπο με μια ολόλευκη πριγκιπική στολή. Ο βασιλιάς ο ίδιος τού πέρασε στο χέρι ένα χρυσό δαχτυλίδι. Χρυσές άμαξες με φτερωτά άλογα φάνηκαν μπροστά τους. Τα φοβερά φαράγγια είχαν χαθεί. Μια μυστική είσοδος στην καρδιά του βουνού άνοιξε διάπλατα. Κι όλοι μαζί ανέβηκαν με αλαλαγμό χαράς και θριαμβευτική φωνή σάλπιγγας στην παραδεισένια πολιτεία, στην κορφή του βουνού.
Ο νέος άνθρωπος τιμήθηκε στο έπακρο. Έγινε οικείος και ομοτράπεζος του Άρχοντα της Ζωής. Πολιτογραφήθηκε στο βασίλειό του. Του δόθηκε το περισσόν που αναζητούσε.

                                                      Πάσχα 2014

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν: Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!


284842_195443667183582_100001538496307_531651_2695262_n.jpg

Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο που δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ' όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, εί­ναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πως και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;


Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθηταί; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλο­φορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψο­κινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιάν ανταπόδοση; Ποιάν αμοιβή;
Και στ' αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε τον λόγο μιας γυ­ναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδά­σκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ' τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα ανα­στάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγά­νια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύ­ναμη και την έλξη του Αναστάντος;
Αλλά γι' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρω­τήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους; Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθηταί, ώ ανόητοι; Επειδή η αλή­θεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;
Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλά­σουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυ­πνους κι άγριους φρουρούς;
Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιά­νονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαι­ναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάν­τροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ' την άγρυπνη προσοχή της κι απ' τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέ­τοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλ. την πρώτη νύ­χτα· γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.

panagios tafos ihsoy.jpgΚαι τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμέ­να με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέ­τρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδα­ληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρη­ση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυ­μνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυ­λίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θάφευγαν γρήγορα.
Γι' αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιω­άννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλά­ει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπατα­λήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.
Αλλά και τα οθόνια γιατί κοίτονται χωριστά και χωρι­στά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυ­λιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφθηκαν όλα αυτά και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα».
Υποστηρίζοντας ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν επικυ­ρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυ­τοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγί­δες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δει­λία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.
Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.
Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πί­στεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;
Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβο­λία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ήμερες εμφανιζόταν στους μαθητάς του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελ­φούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ' τα καρφιά και το τραύμα απ' τη λόγχη.
Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ' εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.
Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελλάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατώρθωναν κάτι τέτοιο;
Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνι­σθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ' την αμαρτία;

pasxalia22.jpgΚαι αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκω­θούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως εί­χαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατα­σκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέ­πτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδεί­ξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι από­στολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ' το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επι­κρατήσουν.
Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Κι όχι με δώδεκα ανθρώ­πους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των.
Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν απέβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρω­ποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπα­θώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλ­λους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ' τον ουρανό.
Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τί θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' αυτόν, μα θα τον θεω­ρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει «μετά τρεις ημέρες θ' αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρα­νών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυ­ριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερ­φυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ' αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπά­κουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα.
Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ' αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλον­τα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;
Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μι­σούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναν­τίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.

panagios tafos.jpgΏστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αν­τίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώ­να και μάγο. Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρα­τιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα· αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθηταί κι έλεγαν, «εμείς το κλέψα­με, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφα­νωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν' ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατώτερη απ' όλα αυτά τα γήινα αγαθά;
Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι από­στολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, επ' ουδενί λόγω θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατή­σουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.
Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς τον Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραινόταν σιγά-σιγά απ' τον φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανήγγειλε τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και τον σταυρό, πάγωσαν απ' τον φόβο τους κι έσβησαν τε­λείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να τον ακο­λουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με τον Χριστό φοβόταν τον θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητάς, μόνος δηλ., πώς θ' αποτολμούσε;2
Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ' αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλε­παν Αναστημένο, πως δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ' την απελπισία τους για την απάτη κι απ' τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.
Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ' τους άλ­λους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πεί­σουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;
Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ' εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι «σταυρώσαντες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της Αναστάσεως.
Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθηταί έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στο όνομα του; Πως πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βεβαίως έκαναν- είχαν Θεού δύ­ναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυ­ρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.
Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επεκράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγμα­τα.
Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβή­τητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επα­ναλάβω: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά τον θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά τον θάνατο του Χριστού γί­νονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρό­σταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικώτερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτι­νοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.

AgioFos.jpgΓι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέ­σως μετά τον σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πρά­ξεις» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ' εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδει­ξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον εί­δες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.
Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δεί­ξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ' τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.
Μεγίστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά τον θάνατο τόση δύ­ναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστι­γώσεις και κίνδυνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορ­θώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημέ­νου και ζωντανού.
Πρόσεξε παρακαλώ· Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από τον φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξα­φανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό και μέσ' στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την τρίτη ήμερα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέ­πειες.
Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.
Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι' Αυτόν πρό­σφερε θυσία τη ζωή του.
Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν τον θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χρι­στός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.
Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώ­πινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να κατα­πατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!
Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ο νε­κρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκα­νε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξε­χάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος· μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.

Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:



Χριστός ανέστη! Αληθώς Ανέστη!

«Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των  αιώνων.  Αμήν»



Αγιος ιωάννης ο χρυσόστομος


πηγή

  alopsis.gr/


Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Άγιο Φως! Το Μέγα θαύμα της Ανάστασης στην Ιερουσαλήμ

agio fos.gif

Το Μέγα Θαύμα της Ανάστασης επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου με την αφή του Αγίου Φωτός στον Πανάγιο Τάφο.
Πριν από την ιερή τελετή, οι Iσραηλινές αρχές ερευνούν σχολαστικά τον Πανάγιο Τάφο για να διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει κρυμμένος αναπτήρας, σπίρτα ή κάποιο άλλο μέσο που μπορεί να μεταδώσει φωτιά. Μόλις ο έλεγχος ολοκληρωθεί, οι μοναχοί του Πανάγιου Τάφου σφραγίζουν την πόρτα με μελισσοκέρι.
Στις 12 το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου ξεκινάει η ιερουργία. Ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, συνοδευόμενος από αρχιερείς, ιερείς και διακόνους, μπαίνει στον Ναό της Αναστάσεως και κάθεται στον πατριαρχικό θρόνο.
Ο πολιτικός διοικητής της Ιερουσαλήμ και ο αστυνομικός διευθυντής ελέγχουν τον Πατριάρχη, ο οποίος βγάζει τα αρχιερατικά άμφιά του και μένει με το στιχάριο. Αφού διαπιστωθεί ότι δεν έχει μαζί του κάποιο μέσο μετάδοσης φωτιάς, αποσφραγίζεται ο Πανάγιος Τάφος και ο Πατριάρχης εισέρχεται με τους σβηστούς πυρσούς - δυο δέσμες 33 κεριών, όσα και τα χρόνια του Χριστού.
Σε ολόκληρο τον Ιερό Ναό της Αναστάσεως δεν υπάρχει ούτε ένα κερί, ούτε ένα καντήλι αναμμένο. Οι πιστοί περιμένουν την αφή του Αγίου Φωτός. Ο Ορθόδοξος Πατριάρχης προσεύχεται μέσα στον Πανάγιο Τάφο.
«Δεύτε λάβετε Φως»
Όταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων βγει από το Κουβούκλιο, μεταδίδει το Άγιο Φως στους πιστούς, ενώ οι καμπάνες του Ναού της Αναστάσεως ηχούν χαρμόσυνα. Μέσα στο κλίμα του γενικότερου ενθουσιασμού, πολλοί βλέπουν να ανάβουν καντήλια, άλλοι πύρινες σφαίρες να στριφογυρίζουν μέσα στον Ναό της Αναστάσεως, ενώ κάποιοι «χαϊδεύουν» τη φλόγα που σύμφωνα με την παράδοση τα πρώτα δευτερόλεπτα «δεν καίει». Για άλλη μια χρονιά το Θαύμα της Αφής του Αγίου Φωτός έχει συντελεσθεί. Μια παράδοση που αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο του Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη.
Από τα Ιεροσόλυμα το Φως θα ταξιδέψει με ειδικές πτήσεις στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορθόδοξες χώρες, όπου θα το υποδεχθούν με «τιμές αρχηγού κράτους».

Πηγή
defencnet

Υ.Γ

Άλλοι θα πάρουν την φλόγα και θα την πάνε στα σπίτια τους, άλλοι θα ανάψουν με αυτή τη φλόγα τις καρδιές τους, άλλοι με αυτή τη φλόγα θα πυρπολήσουν τις αμαρτίες τους. Ένα είναι γεγονός, ότι η πίστη μας είναι η μοναδική αλήθεια, αδιαπραγμάτευτη αλήθεια, αλήθεια που δεν φωτίζει μόνο, αλλά αλήθεια που σώζει.

                                                                         ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας