φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αίγινα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα αίγινα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Οι τελευταίες στιγμές του Αγίου στο Αρεταίειο. Αγιος Νεκτάριος - Ο Αγιος της υπομονής και της Αγάπης

AgiosNekt-(1).gif
Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό νοσοκομείο της Αθήνας, το Αρεταίειο, η γραμματεία έπαιρνε απ' έξω εντολή και έδινε μέσα εντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο για έναν γέροντα καλόγερο, από την Αίγινα. 
Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δυο καλόγρηες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μια από τις δυο καλόγρηες, έφυγε. 
Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση. 
"Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ' αντέξει στο μαχαίρι;" 
Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη. 
"Τι θ' απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;" συνέχισε ο άντρας. 
"Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ο καλός θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν' απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές."
"Ω αδελφή Ευφημία, σ' αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο..." 
Η καλόγρηα τον ανακύτταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι. 
Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος. 
Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι. 
Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιληά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται. 
Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχίσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα, τον καλούσε. 
"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος." 
" Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του. 
Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων. 
Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε. 
"Σεβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, πού είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο... 
Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! ... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του. 
"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;" 
Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε ! 
Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν. 
Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... δεσπότης! 
normal_agne.jpgΜια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία. 
Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείιων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά. 
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δυο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογίς - λογίς διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή. 
Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμι κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο. 
Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! 
Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφφες το μπαμπάκι, τόφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι τόκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος. 
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα. 
Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" στο πλωριό κατάρτι. 
Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά. 
Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το ιερό λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός ιερομόναχου που ευαρέστησε τον άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη. 
Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο κλήρος, όλοι oι ιερομόναχοι, όλες oι καλόγρηες από τα ντόπια μοναστήρια. 
Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν. 
"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφισες ορφανές και μόνες;" 
Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γυαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον τίμιο σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι. 
Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το μοναστήρι. 
Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε. 
Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι. 
Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το λείψανο - θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και τόφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος. 
Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γρηές και νιες και δροσερές παρθένες. Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί. 
"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια. 
Το μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογίς άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογυαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυκτίσουν, να κλάψουν. 
Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγρηες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της ηγουμένης, της οσίας Ξένης, της τυφλής. 
Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα - μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, τόνοιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε: 
"Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το μοναστήρι μας θα προκόψει δεν θα το αφίσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την προφητεία: Από δω, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι μεις οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο". 
Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια θεϊκή δύναμη και χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου. 
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία! 
Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε. 
"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει". 
Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια. 
" Σεβασμιώτατε", ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι. 
"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά. 
" Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε", ψιθύρισε. 
"Τι μυρίζει;" 
"Λιβάνι και αλόη." 
"Τότε μη φοβείσαι και διά το λείψανον." 
Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - μύρο. 
Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι,άκουσε την παράδοξη φωνή : "άφισε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού του. 
Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έρριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το ναό και παράπλευρα έξω.
(Από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου: Ο άγιος του αιώνα μας 
-Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία. Έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης.)

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

ΜΙΛΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ. π. Νεκτάριος Βιτάλης



AgiosNekt-(1).gif
O π. Νεκτάριος Βιτάλης, γνωστότατος στο Λαύριο για την δράση του και για την συμπαράστασή του στον φτωχό και ξεγραμμένο κόσμο της υποβαθμισμένης αυτής περιοχής, διηγείται το παρακάτω περιστατικό όπως του συνέβη, όταν ετοιμοθάνατος από καρκίνο, περίμενε απλώς την ώρα του θανάτου του...
Τα όσα παρουσιάζονται στην συνέχεια έχουν προβληθεί επανειλημμένως στα μέσα ενημέρωσης, είναι δε καταχωρημένα και στο βιβλίο «ΜΙΛΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ» - Αθήνα 1997, του γνωστού συγγραφέα κ. Μανώλη Μελινού.
Διηγείται ο π. Νεκτάριος Βιτάλης:
- Είχα προσβληθεί από σοβαρή μορφή καρκίνου. Το στήθος μου ήταν μια πληγή ανοικτή που έτρεχε αδιάκοπα αίμα και πύον. Από τους πόνους έσκιζα τις φανέλες μου. Κατάσταση τραγική, πήγαινα κατΏ ευθείαν στον θάνατο. Να φαντασθείτε, είχα ετοιμάσει ακόμη και τα σάβανά μου...
Στις 26 Μαρτίου 1980 το πρωί, συζητώντας στx γραφείο μου στο υπόγειο του Ναού, μαζί με την νεωκόρο Σοφία Μπούρδου και την αγιογράφο Ελένη Κιτράκη άνοιξε ξαφνικά η πόρτα και μπήκε ένα άγνωστο μου γεροντάκι.
Είχε τα γένια του κατάλευκα, κοντός και με ελαφριά φαλάκρα. Ίδιος ακριβώς όπως A Άγιος Νεκτάριος στις φωτογραφίες που βλέπουμε. Πήρε τρία κεριά χωρίς να ρίξει χρήματα κι άναψε μόνο τα δύο. Προσκύνησε όλες τις εικόνες του τέμπλου, προσπερνώντας την εικόνα του Αγίου Νεκταρίου χωρίς να την προσκυνήσει. Εμένα δεν μΏ έβλεπε στο σημείο που βρισκόμουνα.
Είχα φοβερούς πόνους όταν τράβηξα την κουρτίνα του γραφείου και προχώρησα προς το μέρος του. Μπροστά στην Ωραία Πύλη σταύρωσε τις παλάμες του και χωρίς να κοιτάξει πουθενά, ρώτησε:
- Ο γέροντας ειν εδω;
Η νεωκόρος ξέροντας την αρρώστια μου θέλησε να με «προστατεύσει»...
- Όχι, όχι...είναι με γρίπη στο σπίτι του...
- Δεν πειράζει. Εύχεσθε, και καλή Ανάσταση, είπε εκείνος και έφυγε.
Ήρθε ! νεωκόρος τρέχοντας και μου λέει"
- Πάτερ Νεκτάριε, ο γέροντας που μόλις έφυγε έμοιαζε ίδιος με τον Άγιο Νεκτάριο! Τα μάτια του πετούσαν φλόγες. Μου φαίνεται ότι ήταν ο Άγιος Νεκτάριος κι ήλθε να σας βοηθήσει...
Την ευχαρίστησα νομίζοντας ότι μου έλεγε αυτά για να με παρηγορήσει. Όμως κατά βάθος «κάτι» δεν πήγαινε καλά. Την έστειλα μαζί με την αγιογράφο να βρουν γρήγορα τον άγνωστο και να τον φέρουν πίσω.
Μπήκα στο Ιερό και προσκυνώντας τον Εσταυρωμένο κλαίγοντας, για μια ακόμη φορά παρακαλούσα τον Χριστό να με θεραπεύσει. Τα βήματά τους με διέκοψαν,
- Πάτερ, A Γέροντας ήρθε!
Πλησίασα να του φιλήσω το χέρι, αλλά με ταπείνωση δεν με άφησε. Έσκυψε και φίλησε αυτός το δικό μου! Τον ρώτησα"
- Πως λέγεσθε γέροντα;
- Αναστάσιος παιδί μου, είπε, λέγοντας το βαπτιστικό όνομα που είχε πριν γίνει μοναχός...
Του υπέδειξα να προσκυνήσει τα άγια λείψανα. Έβγαλε ένα ζευγάρι συρμάτινα γυαλάκια, μΏ ένα μόνο μπρατσάκι. Μόλις τα είδαμε, όλοι ανατριχιάσαμε!
Ήταν τα ίδια γυαλιά του Αγίου Νεκταρίου που είχαμε στην προθήκη με τα άγια λείψανα. Μου τα είχε δωρίσει ! παλιά
γερόντισσα του μοναστηριού του, στην Αίγινα, μοναχή Νεκταρία.
- Η πίστη είναι το παν !..., είπε ο άγνωστος, καθώς φορούσε τα γυαλιά του.
Άρχισε να ασπάζεται με ευλάβεια όλα τα άγια λείψανα καθώς τον ξεναγούσε η νεωκόρος. Στα λείψανα του Αγίου Νεκταρίου αδιαφόρησε, προσπερνώντας τα...
- Γέροντα, με συγχωρείτε του είπα. Και ο Άγιος Νεκτάριος θαυματουργός είναι. Γιατί δεν τον ασπάζεστε;
Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας. Τον ρώτησα"
- Που μένετε Γέροντα;
Μου έδειξε το ταβάνι, εκεί που κτίζαμε την καινούργια εκκλησία, λέγοντας,
- Το σπίτι μου δεν είναι ακόμη έτοιμο και στενοχωρούμαι. Η θέση μου δεν μου το επιτρέπει να μένω εδω κιΏ εκεί...
- Γέροντα, του εξομολογήθηκα, σας είπαν ψέματα ότι έχω γρίπη. Έχω καρκίνο! Θέλω όμως να γίνω καλά, να φτιάξω την Αγία Τράπεζα, να τελειώσω την Εκκλησία πρώτα και μετά ας πεθάνω...
- Μη στενοχωρείσαι, μου είπε. Εγώ τώρα αναχωρώ. Πηγαίνω στην Πάρο να προσκυνήσω τον Άγιο Αρσένιο και να επισκεφτώ και τον παπά-Φιλόθεο, πρόσθεσε, ξεκινώντας να φύγει. Προσπέρασε την μεγάλη εικόνα του χωρίς να δώσει σημασία...
Τον σταμάτησα και ακούμπησα τα χέρια μου στο πρόσωπό του.
- Γεροντάκο μου, γεροντάκο μου, του είπα, τοπροσωπάκι σου μοιάζει ίδιο με του αγίου Νεκταρίου που τιμάει αυτή εδω η Εκκλησία μας...
Τότε, κύλησαν δάκρυα από τα μάτια του... Με σταύρωσε, και με αγκάλιασε με τα χέρια του... Παίρνοντας θάρρος κι εγώ άνοιξα τα χέρια μου να τον αγκαλιάσω. Μόλις τα άπλωσα όμως, κι ενώ τον έβλεπα μπροστά μου, τα χέρια μου έκλεισαν στο κενό!...
Ανατρίχιασα και σταυροκοπήθηκα. Του λέω πάλι"
- Γέροντά μου, σε παρακαλώ, θέλω να ζήσω, νακάνω την πρώτη μου λειτουργία. Βοήθησέ με να ζήσω...

Εφυγε απο κοντά μου και αφου στάθηκε πέρα, στην εικόνα του μπροστά, μου έιπε:
- Ω, παιδί μου Νεκτάριε, μη στενοχωριέσαι. Δοκιμασία περαστικη ειναι και θα γίνεις καλά! Θα γίνει το θαύμα που ζητάς και θΏ ακουστεί σε όλο τον κόσμο. Μη φοβάσαι...
Αμέσως χάθηκε από μπροστά μας μέσα από την κλειστή πόρτα...
Έτρεξαν οι γυναίκες να τον προφθάσουν. Τον πρόλαβαν στην στάση του λεωφορείου. Μπήκε μέσα και από εκεί εξαφανίσθηκε, πριν ξεκινήσει το λεωφορείο!...
Αυτά αναφέρει ο π. Νεκτάριος Βιτάλης, ένα σεβαστό και κατά πάντα αξιόπιστο πρόσωπο, παρουσία μαρτύρων, που τελικά έγινε καλά, διαψεύδοντας γιατρούς, ακτινογραφίες και προβλέψεις θανάτου. Γιατί επάνω όλων βρίσκεται ο Χριστός, ο ζωντανός Θεός μας και οι μεσίτες Άγιοι του, συν την Παναγία Μητέρα του!
Γιατί «όπου Θεός βούλεται, νικαται φύσεως τάξις...»


Αγιος Νεκτάριος- Ο Αγιος της Αίγινας



ag. nektarios.jpg

Ο Ιωάννης Σαράντης ( Καββαδία 26 Νέο Φάληρο ) έπασχε από καρκίνο του παχέος εντέρου . Οι γιατροί, όπως ήταν φυσικό , του είπαν ότι έπρεπε να χειρουργηθεί αμέσως. Τι άλλο να κάνει σε αυτή την περίπτωση ... Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, δεν απελπίσθηκε. Έχοντας μεγάλη εμπιστοσύνη στον άγιο Νεκτάριο έκανε θερμή προσευχή ,ζητώντας του λύση στο δράμα. Ταχύς εις αντίληψιν ο θαυματουργός Άγιος παρουσιάστηκε το ίδιο κιόλας βράδυ στον ύπνο του και του είπε:

« Έχε πίστη ! Ο Θεός θα σε βοηθήσει. Φρόντισε να πας στο Προσκύνημα , στην Καμάριζα. Να εξομολογηθείς στον Γέροντα, να σε σταυρώσει και να σου δώσει λαδάκι από το καντήλι να πιεις. Ο Θεός που είναι μεγάλος θα σου δώσει την υγεία σου το μεσημέρι της προσεχούς Παρασκευής » ! Ο ασθενής ξύπνησε γεμάτος δέος , ελπίδα, πίστη, αγαλίαση. Την επομένη κιόλας, έτρεξε στο Ιερό Προσκύνημα του Αγίου Νεκταρίου, στην Καμάριζα Λαυρίου.

Ανέφερε στον Γέροντα τα καθέκαστα κι εξομολογήθηκε με συντριβή και κατάνυξη στο πετραχήλι του . Εκείνος τον σταύρωσε αναπέμποντας ευχές, τον στήριξε, τον ανακούφισε. Του έδωσε να πιει από τον καντηλάκι του αγίου Νεκταρίου. Έκανε ακριβώς ότι είπε ο Άγιος και το μεσημέρι της Παρασκευής ένιωσε ξαφνικά ένα φρικτό πόνο στην κοιλιακή χώρα και στη συνέχεια ο πόνος παραχώρησε τη θέση του σε ένα συναίσθημα ηρεμίας και χαράς.

Από εκείνη τη στιγμή - όπως έδειξαν οι εξετάσεις που έγιναν στη συνέχεια - θεραπεύθηκε ! Και πάλι στο προσκύνημα του Αγίου Νεκταρίου ,στην Καμάριζα, αυτή τη φορά όχι για ικεσία μα για να δοξολογήσει τον Θεό, ο Οποίος δια του αγίου Νεκταρίου τον θεράπευσε από καρκίνο. Καταφιλούσε τα χέρια του Γέροντα, ζητώντας του να μην πάψει να δέεται στον Αγιο για αυτόν και την οικογένειά του.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας