φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Θεέ μου, μη μου δίνεις ο,τι σου ζητώ



 Το χρήμα, η δόξα κι η περήφανη γνώση
μπήκαν ευπρόσδεκτοι στο σπίτι του.
Γρήγορα όμως έγιναν αφέντες και δεσμοφύλακες μαζί.
Οι επιθυμίες του άνθισαν και καμάρωνε 
τα άνθη τους, όμως δεν χάρηκε ποτέ  καρπούς,
γιατί τα άνθη...κάηκαν απ'τον λίβα του θαυμασμού του.
Μετά οι δεσμοφύλακες σκότωσαν λίγο-λίγο
την ψυχή του και στην κηδεία της 
χαμογελούσαν ειρωνικά.
Πίσω τους κι αυτός,
χωρίς να αναγνωρίζει τους δολοφόνους της ψυχής του, 
χωρίς να νοιώθει την ευθύνη του.
Θεέ μου, μη μου δώσεις θησαυρούς
που δεν μπορώ να διαχειριστώ.
Μη μου δώσεις χαρές,
που θα κάψουν την γαλήνη μου.
Μη μου δίνεις ό,τι σου ζητώ,
γιατί θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα.
Δώσε μου μόνο την επιθυμία,
νάσαι Εσύ η ανάγκη μου.
 Δέσποινα Χίντζογλου-Αμασλίδου
πηγή



 

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Κανείς δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του.



 
Ο Σταρετς Ζαχαρίας διηγήθηκε ενα περιστατικό που συνέβη σε κάποιον νέο, τελείως άπειρο από ψεύδος και πονηριά και που διακρινόταν από την παιδική του ηλικία για την αγάπη του προς την αλήθεια.

 Εδώ φαίνεται η ψυχή ενός καθαρού και τίμιου, αλλά αγράμματου ανθρώπου με πίστη μικρού παιδιού, ακλόνητη και απλή, που είχε καρδιά και θέληση καθαρή και που αγωνιζόταν για τον Θεό, μια ψυχή που τον έκανε πράγματι λίγο μόνο παρακάτω από τους αγγέλους. Όντως είχε γίνει σοφός, ικανός να βλέπει και τα ουράνια και τα επίγεια.

Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην Ρωσία, στα απόμερα βάθη της χώρας, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μιλίων από το πιο κοντινό χωριό. Εκεί ζούσε ένας χωριάτης, ορφανός, τελείως αγράμματος, εργατικός όμως. Πάντοτε εργαζόταν και δεν πέρασε ούτε στιγμή με οκνηρία. Η ψυχή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο.
Σε κάθε υπόθεση πάντοτε υπήκουε στην συνείδησή του. Η συνείδησή του ήταν ευθεία, όχι όμως ασθενής, μα πραγματικά ευθεία, ευαίσθητη και αυστηρή.
Με τον απλό τρόπο του δεν την κατεπάτησε ποτέ με την παρακοή και έτσι πάντοτε άκουγε την φωνή της. Εάν ένας άνθρωπος παρακούει την συνείδησή του μια φορά, δυο φορές ή και περισσότερο, τότε δεν την ακούει πια.

Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τηρούσε τις νηστείες και τρεφόταν με το ελάχιστο. Ήταν πάντοτε χαρούμενος και γεμάτο ενθουσιασμό για τη ζωή. Δεν κατέκρινε κανένα ποτέ, θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από κάθε άλλον.
Μια ημέρα, άκουσε από ένα προσκυνητή πως για να σωθεί κανείς πρέπει να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει τον Χριστό.
Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ σαν μεγάλος στην εκκλησία, αφού ήταν πολύ μακριά από το χωριουδάκι που ζούσε. Είχε βαπτισθεί σαν μωρό, μα δεν το θυμόταν καθόλου.

«Πρέπει να αναλάβεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό». Αυτά τα λόγια ο απλοϊκός μας άνθρωπος τα εννοούσε στην κυριολεξία.

Παρήγγειλε ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό και αποφάσισε να τον πάρει και να ακολουθήσει τον Χριστό. Η καθαρή ψυχή του ποθούσε τον Θεό, η καρδιά του διψούσε την σωτηρία, αλλά πώς να Τον ακολουθεί; Και πού; Σε ποιό δρόμο; Πού ήταν ο Χριστός; Να ο σταυρός, αλλά πού να τον πάει;

Ο απλοϊκός άνθρωπος άφησε όλα τα λίγα υπάρχοντά του και τη δουλειά του, σήκωσε τον σταυρό του πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε. 
Βάδιζε, βάδιζε για πάρα πολλή ώρα και επιτέλους, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, συνάντησε ένα ανδρικό μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα.

- «Ποιός είσαι εσύ;», ρώτησε με απορία ο πορτάρης και «πού πας με τον σταυρό σου;»

- «Να εδώ είμαι, βαστάζοντας τον σταυρό μου, αλλά δεν ξέρω πώς να φτάσω στον Χριστό, δεν θα μου δείξεις τον δρόμο;»

- «Πω, πω, βρήκαμε έναν παλαβό. Θα πάω να τα πω στον ηγούμενο».

Πήγε ο μοναχός και τα είπε στον ηγούμενο, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και διέταξε να του φέρουν τον απλοϊκό.

- «Μα δεν έρχεται, επιμένει να μη αφήσει τον σταυρό του και έτσι δεν μπορεί να μπει στο κελλί σας με τον σταυρό, είναι πολύ μεγάλος».

Ο ηγούμενος, λοιπόν, πήγε ο ίδιος στον απλοϊκό. Κουβέντιασε μαζί του και είδε ότι είναι ένας άνθρωπος του Θεού.

- «Λοιπόν εάν θέλεις θα σε βοηθήσουμε να φτάσεις στον Χριστό. Κι εμείς σ' Αυτόν πηγαίνουμε».

- «Τότε που είναι οι σταυροί σας;», απόρησε ο ξένος, «ξέρετε, ότι ο Κύριος δεν θα σας δεχθεί χωρίς ένα σταυρό».

- «Είναι μέσα μας. Εμείς τους βαστάμε μέσα μας», είπε ο ηγούμενος.
 
- «Μα πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε με έκπληξη ο ξένος.

- «Εσύ ο ίδιος θα δεις πως. Αλλά προς το παρόν θα σου δώσω την ευχή μου να μείνεις εδώ και θα έχεις ένα διακόνημα, να καθαρίζεις μέσα στην εκκλησία. Πάρε τον σταυρό σου και φέρε τον κάτω εκεί, στην εκκλησία».

Ο απλοϊκός άνθρωπος μπήκε μέσα στην εκκλησία με πολύ φόβο και άρχισε να καθαρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε. Εκεί ψηλά επάνω του, επάνω από το Ιερό, είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ξύλινος σταυρό και επάνω του εικονιζόταν, σε φυσικό μέγεθος, ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ο απλοϊκός μας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα.
Τον κοίταζε και τον ξανακοίταζε. Καρφιά ήταν βαλμένα μέσα στα χέρια και στα πόδια, απ' όπου ανέβλυζε αίμα. Στο στήθος του, επίσης, ήταν αίμα και τραύμα.
Και το κεφάλι του ήταν λουσμένο στο αίμα, το δε πρόσωπό του πρησμένο και χτυπημένο. Ποιός ήταν; Ποιός ήταν αυτός; «Άνθρωπε, ποιός είσαι; Και εσύ βάσταξες τον σταυρό σου και δεν χωρίσθηκες από αυτόν; Αλλά πώς γίνεται να είσαι κρεμασμένος στον σταυρό σου;»

Αίμα έσταξε στην καρδιά του απλοϊκού. Ένοιωσε τόση αγάπη και οίκτο γι' αυτόν που έπασχε, που του φαινόταν πως θα έδιδε και την ζωή του, εάν μονάχα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον πάσχοντα και να τον βοηθήσει.

- «Αλλά πώς μπορείς να κρέμεσαι εκεί συνέχεια χωρίς τροφή; Έλα κάτω, κατέβα από τον σταυρό σου και θα σου δώσω εγώ να φας».

Γονατιστός, ο απλοϊκός άνθρωπος ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε....Προσευχήθηκε χωρίς να σταματήσει. «Κατέβα, έλα σε μένα. Δίδαξόν με πώς και πού να βαστώ τον σταυρό μου, μήπως πρέπει κι εγώ να σταυρωθώ επάνω του;».

Έτσι προσευχόταν στον Εσταυρωμένο για μερικές ημέρες και νύχτες, με όλη του την καρδιά. Και έπεσε κάτω μπροστά Του και έγινε μούσκεμα από τα δικά του τα δάκρυα. Και ο Εσταυρωμένος ακούοντας τις προσευχές, υψωμένες προς Αυτόν από τα βάθη μιας καρδιάς, κατέβηκε από τον σταυρό και δίδαξε τον απλοϊκό πώς να βαστά τον σταυρό του για να έλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το σταυρό του.

Ο Κύριος απεκάλυψε στον απλοϊκό το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, το μυστήριο της αγάπης της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. «Εγώ είμαι ο Υιός του Ουρανίου Πατρός και έχω λυτρώσει το ανθρώπινο γένος με τον Σταυρό μου. Κανείς δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του.
Κανείς δεν θα δεχθεί την Χάριν του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του χωρίς τον σταυρό του Γολγοθά και να πλέξεις γύρω του, σαν τριαντάφυλλα, τα έργα της αγάπης».

Ο απλοϊκός τα άκουγε όλα και δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του και ο Κύριος του απεκάλυψε πώς εντός ολίγων ημερών θα αναχωρήσει για την Βασιλεία των Ουρανών. Ο απλοϊκός μετά χαράς άρχισε να ετοιμάζεται για τον θάνατο, προσευχόμενος ακαταπαύστως και ευχαριστώντας τον Θεό για όλα.
Επίσης απεκάλυψε στον ηγούμενο την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος έχυσε λίγα δάκρυα και τον παρεκάλεσε να πει μερικές προσευχές στον Κύριο και γι' αυτόν. Με όλη του την καθαρή καρδιά ο απλοϊκός άρχισε να μεσιτεύει προς τον Σωτήρα για τον ηγούμενο.

- «Πάρε και αυτόν στην Βασιλεία των Ουρανών, απόλυσέ τον από την πρόσκαιρη τούτη ζωή».

- «Αλλά, γιατί πρέπει να πάρω και αυτόν; Δεν είναι ακόμα έτοιμος».

- «Ω! Πάρε τον, χάριν της αγάπης που μου έδειξε, όταν μου έδωσε διπλή μερίδα ψωμί και που το μισό έφερα σε Σένα. Κάμε αγάπη σ' αυτόν, χάριν της αγάπης που έκαμε σε μένα. Πάρε τον στην Βασιλεία των Ουρανών. Ω Κύριε, Θεέ μας, είσαι ο Σωτήρ μας, που σταυρώθηκες για χάρη μας, επάκουσον της προσευχής μου. Μη τον στερήσεις της ανεκφράστου Σου Χάριτος και χαράς».

Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του απλοϊκού και του απεκάλυψε την ώρα του θανάτου του ηγουμένου και ο απλοϊκός του είπε την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος άρχισε να ετοιμάζεται για την μετάθεσή του στην αιωνιότητα.

Στην ορισμένη ημέρα και ώρα, ο απλοϊκός εξεδήμησε προς τον Κύριο και μετά από δυο εβδομάδες, στην ορισμένη ημέρα και ώρα, εκοιμήθη και ο ηγούμενος.

Από το βιβλίο «Ο Στάρετς Ζαχαρίας»

πηγή 
 

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Ο Aγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.




Ο Aγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς,
Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Εάν ο όσιος Αντώνιος υπήρξε κορυφή οσιότητος, ερημητισμού και ασκητικότητος, ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, είναι η κορωνίδα των προσωπικοτήτων που ασκήθηκαν στη μοναστική πολιτεία της Σκήτεως Βεροίας.
Γεννήθηκε το 1296 στην αγιοτόκο Κωνσταντινούπολη σε μια οικογένεια αξιοζήλευτη. Σπάνιο πράγμα η αγιότης. Μα και να βρεθεί ολόκληρη οικογένεια αγία, ακόμη πιό σπάνιο! Ο πατέρας Κωνσταντίνος Παλαμάς ήταν αξιωματούχος της Αυτοκρατορικής Αυλής και βαθιά εντρυφούμενος την καρδιακή προσευχή, βυθιζόταν στην επανάληψη της ευχής, ακόμη και κατά τις συνεδριάσεις με τον Αυτοκράτορα. Συνέβη όμως και ο Θεός τον κάλεσε νωρίς αφήνοντας τη σύζυγό του Καλή, τους γιούς του Γρηγόριο, Θεοδόσιο και Μακάριο και τις θυγατέρες του Επίχαρη και Θεοδότη, απροστάτευτους.

Μετά από τις σπουδές του ο Γρηγόριος, που δέν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες, διότι έγιναν υπό την επίβλεψη του αυτοκράτορα, μαζί με τους δύο αδελφούς του έφυγε για το Αγιον Όρος. Εκεί ο Αγιος έγινε ασκητής στην περιοχή του Βατοπεδίου κι αργότερα στη Μεγίστη Λαύρα κοινοβίασε μέσα στη Μονή. Μετά έξι χρόνια πάλι αγάπησε την ησυχία και ξαναγύρισε σε ασκηταριά για δύο χρόνια. Δέν ησύχασε όμως κι εκεί, γιατί πάλι βρέθηκαν πειρατές που του τάραζαν συνεχώς τη γαλήνη. Το 1325 πήρε απόφαση να φύγει για τα Ιεροσόλυμα, και για το λόγο αυτό έφθασε στη Θεσσαλονίκη και μαζί τον συνόδευσαν μια δωδεκάδα μαθητών. Είχε πια προκόψει στην αρετή κι ήταν γνωστός. Την επιβράβευση έφερε κι η πρόταση για χειροτονία που του κάμανε, κι εκείνος ταπεινά, γνωρίζοντας πως ήταν θέλημα του Υψίστου, την αποδέχτηκε και σύντομα χειροτονήθηκε παπάς.

Εμενε τώρα να βρεί τόπο ήρεμο και ήσυχο για να χαίρεται τις πνευματικές του αναβάσεις. Κι έφθασε στη Σκήτη, για να διαπιστώσει αυτό που πολλοί έλεγαν στη Θεσσαλονίκη, πως δηλαδή ήταν φροντιστήριο ψυχών, ο χώρος, και πολλούς ανάπαυε η κοιλάδα. Ήταν το 1326 πού έκτισε ένα παράπηγμα κοντά στο ποτάμι του Αλιάκμονα. Εκεί βέβαια, άν ήθελε συναντιόταν με τους άλλους μοναχούς, γιατί δέν ήταν μακρυά. Μα εκείνος έκανε το πάν για να βρεθεί μόνος και να σκύψει το πρόσωπο στο στήθος, να χαλαρώσει τις αισθήσεις του σαρκίου και να αρχίσει την ρυθμική βύθιση στην ευχή «Κύριε, Ιησού, Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Και μέσα από την επανάληψη αυτή, άρχιζαν να φεγγοβολούν τα πάντα τριγύρω και το σκοτεινό και υγρό της σπηλιάς γινόταν καταδεκτικό και θερμό. Ποιός θα διέκοπτε την γαλήνη της επαφής με τα Θεία για να μιλήσει αργολογίες και κουταμάρες!

Το αρχικό σπήλαιο με τα παραπήγματα τα κατέστρεψαν ο εκσυγχρονισμός όταν κατασκευάστηκε απρόσεκτα η παραποτάμια οδός. Μαζί και μια πηγή ιαματική με θερμό νερό που το λέγανε «χλιο νερό» κι είχε αναβλύσει με την προσευχή του Αγίου. Ένα άλλο σπήλαιο που αποδίδεται τώρα στον Αγιο κοντά στη Μονή Προδρόμου, δηλώνει τον πόνο για τον χαμό του πρώτου.

Με προσοχή ο Αγιος, το Σαββατόβραδο έβγαινε από το ασκηταριό του, και πήγαινε με το κεφάλι σκυφτό, στα Μοναστήρια. Εκεί λειτουργούνταν ή λειτουργούσε και έπαιρνε μέρος στην Κυριακάτικη τράπεζα. Μετά συνομιλούσε, με φόβο Θεού, χωρίς πολλά-πολλά λόγια και το απόγευμα ξαναγύριζε να κρυφτεί στα ίδια.

Κάποια Κυριακή ξανοίχτηκε στη συζήτηση με ένα ενάρετο παπούλη, τον γέροντα Ιώβ, που΄χε χρόνια στην άσκηση. Ο Αγιος τότε μόλις ξεπερνούσε τα τριάντα του, βέβαια δέν ήταν μικρός καθώς τότε ωρίμαζαν ταχύτερα, αλλά ούτε και ήταν κανένας πολιός γέρων. Ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διατείνονταν πως η προσευχητική εργασία και μάλιστα η συνεχής επανάληψη της ευχής, είναι πράγμα κατορθωτό σε όλους. Ακόμη κι οι λαϊκοί όταν εργάζονται κι όταν ταξιδεύουν και σε κάθε στιγμή της ζωής τους, μπορούν να λέγουν συνεχώς αυτή την απλή προσευχή, και να αξιωθούν της καθάρσεως και των πνευματικών καταστάσεων, όπως οι μοναχοί. Ο γέροντας Ιώβ πάλι αντέλεγε πως η πολυμεριμνησία και τα άγχη της καθημερινής ζωής δεν επιτρέπουν στον νού να συγκεντρώνεται για να τελέσει θερμή και ακατάπαυστη προσευχή. Ήρθε η ώρα να χωρίσουν και κανείς δεν έκανε πίσω στον λογισμό του. Κατευθύνθηκαν κι οι δυό στα ασκηταριά τους, ο καθένας προσευχόμενος να φωτίσει τον άλλο. Σαν κλείστηκε στο ασκηταριό του ο Ιώβ και κατανύχτηκε και γονάτισε και προσευχήθηκε, του φανερώθηκε Αγγελος του Θεού και κάπως τον επέπληξε: «Γιατί Ιώβ δυσπιστείς στα λόγια του Γρηγορίου; Η προσευχή είναι εντολή εις πάντας παραδεδομένη, ανεξαρτήτως του τόπου και της καταστάσεως που ζούν. Αυτό δέν περιγράφουν κι οι πατέρες, λέγοντας, καλύτερα να προσεύχεσαι παρά να αναπνέεις;». Ο γέροντας Ιώβ γνώρισε πως το όραμα ήταν αληθινό κι από Θεού, και παρά την ηλικία του και το περασμένο της ώρας έτρεξε στο ασκηταριό του Αγίου Γρηγορίου για να βάλει μετάνοια και να ζητήσει συγγνώμη.
Εκείνο το διάστημα κοιμήθηκε η μητέρα του Αγίου, ως μοναχή, στην Κωνσταντινούπολη. Κι οι αδελφές του, ήδη μοναχές κι αυτές, ζήτησαν να τις συμπαρασταθεί. Εκείνος έκανε τον κόπο να πάει στην βασιλεύουσα και να τις συνοδεύσει πάλι, μαζί του, στη Βέροια. Εκεί σε μοναστήρι, που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, τις άφησε να ασκούνται σε ενάρετη συνοδεία μοναζουσών.
Η Βέροια τιμήθηκε από την παραμονή εκεί των εναρέτων μοναζουσών, της Επίχαρης και της Θεοδότης. Περισσότερο κοσμήθηκε από την κοίμηση της πρώτης και δέχθηκε στα φιλόξενα χώματά της το σκήνος της. Η Επίχαρις είχε προαισθανθεί το τέλος της και συναντήθηκε με τον Αγιο αδελφό της. Του προφήτευσε μάλιστα πως γρήγορα θα εγκατέλειπε αυτό τον τόπο, για να επιστρέψει, αυτός, στο Αγιον Όρος.

Μετά παρέλευση λίγων ετών, πέντε (κατά τον μαθητή του Αγίου Φιλόθεο Κόκκινο) ή δέκα (κατά τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Κατακουζινό χρονογράφο της Βέροιας), άρχισαν οι επιδρομές των Σέρβων. Αυτοί δέν είχαν εκχριστιανιστεί ακόμη και ζούσαν με άγρια και πολεμοχαρή ένστικτα. Οι νέοι μοναχοί ήταν καλή λεία, γιατί θα τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα, κι έτσι κατέφθασαν και σχεδόν κατέλαβαν την Σκήτη. Στη Βέροια μπήκαν το 1347. Μέχρι τότε όμως, ο Αγιος συναισθανόταν τον κίνδυνο, και γι' αυτό μάζεψε τους μαθητές του κι έφυγε άρον-άρον για την Θεσσαλονίκη, κι από κεί για το Αγιον Όρος.

Ο Αγιος Γρηγόριος έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εκκλησιαστική ιστορία της Ορθοδοξίας. Κι αυτό, γιατί κάποιος Βαρλαάμ, Καλαβρός στην καταγωγή προερχόμενος από τους καθολικούς και στην ιδέα φιλόσοφος, ήρθε από τη Δύση και προσπάθησε να επηρεάσει τις θεολογικές τάσεις της Ανατολής. Πολλούς κατατρόπωσε στις συζητήσεις, κι ήταν τόσο λογικοφανής, που κανείς δε τολμούσε να τον αντικρούσει, μάλλον δε, αποκτούσε συνεχώς οπαδούς. Στη δύσκολη αυτή στιγμή, που απειλούνταν με νόθευση τα δόγματα της Εκκλησίας, που γελοιοποιούνταν η νοερά προσευχή και οι πνευματικές καταστάσεις που είχαν σχέση μ'αυτήν, ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προσέτρεξε και αναχαίτισε τον αιρετικό Καλαβρό. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου έμειναν γνωστά με την ονομασία «Ησυχαστικές έριδες», γιατί το επίμαχο ζήτημα ήταν άν πρέπει να μονώνεται κανείς και να πιέζει τον εαυτό του στην τέλεση της ευχής ή να κάθεται στις αίθουσες διδασκαλίας και να φιλοσοφεί. Πολλά από τα συγγράμματα του Αγίου είχαν αποδέκτες και τους μοναχούς της Σκήτης της Βέροιας.

Όταν έχασε το παιχνίδι ο Βαρλαάμ έφυγε πίσω στην Ιταλία, αλλά άλλοι συνεχιστές του δημιούργησαν προβλήματα με πρώτο τον Ακίνδυνο. Και σε αυτές όμως τις προστριβές και συνοδικώς ο Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι θεολογικές και ορθές απόψεις του επικράτησαν. Ο δε Αγιος, καταξιώθηκε να γίνει αρχιερέας και μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης. Αφού μετά από περιπέτειες και ομηρεία στην Μικρά Ασία από τους Τούρκους, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, εκεί λίγα χρόνια μόλις μετά, το 1359 άφησε την τελευταία του πνοή.

Τις τελευταίες του στιγμές κοίταξε πρός τα πάνω και φώναξε «Στα επουράνια, στα επουράνια...», δεικνύων την οδό που θα πορεύονταν λίγες στιγμές αργότερα. Κι εκεί «στα επουράνια» έλαβε τις πρέπουσες τιμές για τους αγώνες του και τους άμετρους κόπους του.

Το τίμιο σώμα του, μετά από την εκταφή, υπήρξε άφθαρτο, δηλαδή δέν σάπισε, αλλά ευωδίαζε και θαυματουργούσε. Στούς λατίνους όμως, τους υποτελείς του Πάπα, ήταν χονδρό αγκάθι η ενθύμιση του Αγίου και μάλιστα ολόσωμου. Γι αυτό πολλες φορές τον συκοφαντούσαν λέγοντας, πως για τα αμαρτήματά του έμεινε «άλυωτος», δέν δέχθηκε από απέχθεια η γή να τον διαλύσει «στα εξ ων συνετέθη»! Τον 19ο αιώνα ο ναός του Αγίου καταστράφηκε από φωτιά και το τίμιο σκήνωμά του κάηκε αφήνοντας μόνον τα οστά ανέπαφα!
Τόσο γινάτι κράτησαν οι καθολικοί που όταν τυπώνονταν οι εκκλησιαστικές μας ακολουθίες στην Βενετία -κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας- ο Δόγης έδινε την άδειά του για την έκδοση, μόνον εφόσον δέν υπήρχε σχετική αναφορά στον Αγιο. Έτσι για αρκετά χρόνια που κυκλοφορούσαν τα έντυπα από την Βενετία, η γιορτή του είχε σχεδόν ξεχαστεί. Περί τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα, επανήλθε η μνήμη των ενδόξων αγώνων του και έλαβε την πρέπουσα θέση στον χώρο των Ορθόδοξων ναών. Εορτάζεται η μνήμη της κοίμησής του στις 14 Νοεμβρίου, αλλά και την 2η εβδρομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οπότε τιμούμε τους αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας.
(από το βιβλίο «Ξενάγηση στη Μονή Προδρόμου)
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας