φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

"Ο Γέροντας Πορφύριος έβλεπε πέρα από τον χωροχρόνο"



Μια μοναδική εξομολόγηση του μοναχού που είχε την ευλογία να βρίσκεται δίπλα στον Άγιο της εποχής μας, γέροντα Πορφύριο κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, φέρνει σήμερα στο φως η «κυριακάτικη δημοκρατία».
Ο αρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Αλευράς, μιλά για πρώτη φορά για τις συγκλονιστικές τελευταίες ημέρες του γέροντα που τον συγκλόνισαν και σημάδεψαν τη ζωή του.
Η γνωριμία του π. Γεωργίου με τον γέροντα Πορφύριο έγινε το 1985 όταν πήγε να τον επισκεφτεί στο Μοναστήρι στο Μήλεσι (όπου ζούσε τότε ο π. Πορφύριος) με σκοπό να τον ρωτήσει αν πρέπει να γίνει μοναχός.
«Γνώριζα ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο που είχε τη χάρη του Αγίου πνεύματος» λέει ο π. Γεώργιος και προσθέτει «άκουγα ότι ήταν χαρισματικός αλλά η αλήθεια είναι ότι ήξερα πολύ λίγα πράγματα. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι ήταν ένα οικείο μου πρόσωπο».
Στη συνέχεια όμως αυτής της πρώτης γνωριμίας συμβαίνει ένα αξιοθαύμαστο γεγονός που εξέπληξε τον π. Γεώργιο.
«Όταν του είπα τι δουλειά κάνω και ότι έχω ένα κτήμα με το οποίο θέλω να ασχοληθώ μου περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια την τοποθεσία που βρισκόταν, τι δέντρα έχει, που είναι το κάθε δέντρο ακόμα και μια μικρή αποθήκη που υπήρχε στο πίσω μέρος χωρίς φυσικά να το έχει επισκεφθεί ποτέ. Ένα γεροντάκι λοιπόν μια νύχτα του χειμώνα μέσα στο κελί του είδε όλη μου την περιουσία με κάθε λεπτομέρεια παρότι η όρασή των ματιών του ήταν εξαιρετικά αδύναμη».
Αυτό που συνέβη στον π. Γεώργιο είναι ένα από τα αμέτρητα περιστατικά που διηγούνται άνθρωποι που τον γνώρισαν. Το μεγάλο χάρισμά του γέροντα Πορφυρίου ήταν να βλέπει πέρα από τον χώρο και τον χρόνο.
Η συνάντηση συγκλόνισε τον π. Γεώργιο. «Μην γυρίσεις στα Τρίκαλα και τα διηγηθείς αυτά και έρχονται πούλμαν πιστών» ήταν η εντολή που του έδωσε ο γέροντας φεύγοντας. Στο δρόμο της επιστροφής από το Μοναστήρι είχε τόση μεγάλη χαρά που ήθελε να κατέβει από το αυτοκίνητο και να γυρίσει στην Αθήνα τρέχοντας. Ο ίδιος έμαθε μετά από χρόνια ότι εκείνη την ημέρα ο γέροντας είπε «αυτό το παιδί μέθυσε σήμερα με το Άγιο πνεύμα».
Μετά από 2 χρόνια ο γέροντας Πορφύριος κάλεσε τον π. Γεώργιο στο κελί του στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και του άνοιξε το δρόμο του μοναχισμού. Έμεινε ως δόκιμος για 4 χρόνια και έζησε από κοντά τις τελευταίες στιγμές του.
«Στην ηλικία του και με τα προβλήματα υγείας που είχε κανείς άλλες δε θα μπορούσε να αντέξει ούτε για λίγες μέρες στο Άγιον Όρος» λέει ο π. Γεώργιος.
«Ο γέροντας όμως παρακαλούσε τον Θεό να αφήσει την τελευταία του πνοή εκεί γνωρίζοντας ότι δεν θα είχε κατάλληλη ιατρική περίθαλψη. Έπασχε από καρκίνο, είχε προβλήματα καρδιάς, ήταν τυφλός αλλά δεν λύγιζε. Ήταν τόσο ευαίσθητη η υγεία του που ακόμα και το νερό που έπινε έπρεπε να είναι ειδικά επεξεργασμένο για να μην του προκαλεί μολύνσεις.
Στο κελί του δεν είχε ούτε ιατρικά μηχανήματα ούτε τα απαραίτητα φάρμακα και η πρόσβαση με το καράβι ήταν πολύ δύσκολη. Ακόμα και το φαγητό ήταν περιορισμένο.
Άντεξε όμως για δυο μήνες σ' αυτή την κατάσταση με τη χάρη του Θεού. Οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος θα θεωρούσε αυτοκτονία να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση σε ένα απομονωμένο κελί του Αγίου Όρους. Για τον γέροντα όμως ήταν επιλογή και ευλογία» αναφέρει ο π. Γεώργιος.
Εκείνους τους δυο τελευταίους μήνες της ζωής του (το 1991) τον διακονούσαν πέντε μοναχοί. Η πιο ωραία στιγμή ήταν όταν το βράδυ τους καλούσε για να τους μιλήσει. Εκεί τους προετοίμαζε για να αντιμετωπίσουν όλες τις δυσκολίες της ζωής.
Ο π. Γεώργιος είχε αναλάβει να ψαρεύει για να εξασφαλίζεται η τροφή. Πολλές φορές όμως δεν τα κατάφερνε και ο γέροντας έμενε χωρίς φαγητό.
«Ο γέροντας μπορούσε να σου πει ακόμα και σε ποια σημεία της θάλασσας υπήρχαν ψάρια και όχι μόνο. Μια μέρα μου είπε να πάω σε ένα συγκεκριμένο σημείο για να μαζέψω σαλιγκάρια. Εγώ απόρησα γιατί ήξερα ότι εκεί δεν υπήρχαν σαλιγκάρια αλλά τελικά ο γέροντας είχε δίκαιο. Πήγα εκεί που μου υπέδειξε και μάζεψα εκατοντάδες! Ο γέροντας όχι μόνο τα είχε δει αλλά επιστρέφοντας μου είπε ότι είχα γλιστρήσει στο δρόμο και ότι κάποια στιγμή βαρέθηκα να τα μαζεύω και έφυγα. Καταλαβαίνετε λοιπόν την έκπληξή μου. Ένιωθα ότι είχα δίπλα μου την προστασία αυτή της θείας παρουσίας» λέει ο π. Γεώργιος.
Τους τελευταίους δυο μήνες λίγοι γνώριζαν ότι ο γέροντας είχε επιστρέψει στα Καυσοκαλύβια γι' αυτό και οι επισκέπτες ήταν ελάχιστοι. Όσο περνούσαν οι μέρες ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος. Τις τελευταίες 10 μέρες δεν έτρωγε καθόλου. Ο π. Γεώργιος δεν ήθελε να το πιστέψει και ήλπιζε σε ένα θαύμα, όμως ο γέροντας φρόντισε να τον προετοιμάσει.
«Με κάλεσε την τελευταία μέρα στις 2 Δεκεμβρίου 1991, ζήτησε να είμαι μόνος μου και μου είπε "παιδί μου να ρίξεις τα κοφίνια αύριο στη θάλασσα και όσα ψάρια πιάσεις να τα στείλεις στο Μοναστήρι μου στο Μήλεσι".
Ουσιαστικά μου είπε ότι από την επόμενη μέρα δε θα χρειάζεται πλέον να φροντίζω για την τροφή του και αντιλήφθηκα ότι ο γέροντας φεύγει ...;» διηγείται με συγκίνηση ο π. Γεώργιος και συμπληρώνει: «Έπεσα τότε στο προσκέφαλό του, προσευχόμενος και σκεπτόμενος όλη την πορεία της ζωής του.
Ο γέροντας που γνώριζε τις σκέψεις μου συγκινήθηκε και τράβηξε τα χέρια του από πάνω μου για αποφορτιστεί. Δε μου ζήτησε όμως να φύγω. Ήθελε να μείνω δίπλα του γονατιστός και αυτό κράτησε ώρες. Ήξερα ότι ζούσα τις τελευταίες του στιγμές. Στις 9 το βράδυ ξεκίνησε η πρώτη καρδιακή κρίση που υποχώρησε για να επανέλθει αργότερα. Ο γέροντας υπέφερε αλλά ήταν γαλήνιος. Ακόμα και εκείνη την ώρα προσευχόταν με την αρχιερατική προσευχή του Ιησού και επαναλάμβανε τη φράση «ινα ώσιν εν». Αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια του.
Σήμερα μπορεί κάποιος να καταλάβει πολύ καλύτερα από τότε πόση ανάγκη έχει ο λαός του Θεού αυτή την αρχιερατική προσευχή του Ιησού.
Ο γέροντας είναι βέβαιο ότι ήθελε να προειδοποιήσει για τις δύσκολες μέρες που θα ερχότανε γι' αυτό και πάντα μας έλεγε "μέσα από τη συμφορά θα έρθει η ελπίδα και θα εμφανιστεί ένας σπουδαίος άνθρωπος του Θεού που θα συνεγείρει και θα ενώσει τον κόσμο στο καλό» καταλήγει ο π. Γεώργιος.
Έτσι ο γέροντας εκοιμήθη ταπεινά στο κελί του, όπως επιθυμούσε, μέσα στη γαλήνη του Θεού.
Κανείς δεν πληροφορήθηκε το θάνατό του . Είχε ζητήσει στην κηδεία του να μην υπάρχει κόσμος. Φρόντισε γι' αυτό ο Θεός και τις δυο επόμενες μέρες η σφοδρή κακοκαιρία δεν επέτρεψε σε κανέναν να πλησιάσει στα Καυσοκαλύβια.
Ετάφη στο προαύλιο, σε μια λωρίδα γης του περιβολιού της Παναγίας, καλογερικά, ήσυχα και ταπεινά.
«Ο γέροντας δεν ήθελε ούτε στη ζωή του ούτε μετά θάνατον να φανούν σημεία Aγιότητος και το ζητούσε αυτό από το Θεό στην προσευχή του, ωστόσο τα δυο του χέρια κατά την εκταφή του (τρια χρόνια μετά) ήταν άφθαρτα» λέει ο π. Γεώργιος και καταλήγει λέγοντας: «Όλοι όσοι ήμασταν κοντά του νιώθουμε συνεχώς την παρουσία του.
Εγώ όταν αντιμετώπισα ένα σοβαρό πρόβλημα και τον επικαλέστηκα είχα βοήθεια. Ήρθε στον ύπνο μου και με συμβούλευσε. « Ένα όνειρο ήταν» μπορεί να πουν κάποιοι, αλλά για μένα ήταν κάτι πολύ σπουδαιότερο και αληθινό».
Το 1986 ο γέροντας είχε αποκαλύψει στα πνευματικά του παιδιά ότι σκεφτόταν να δημιουργήσει κάτι σπουδαίο (ισάξιο με τις Πράξεις των Αποστόλων όπως έλεγε) για να βοηθήσει χιλιάδες ανθρώπους αλλά συναντούσε τεράστια εμπόδια.
Ο π. Γεώργιος πιστεύει σήμερα ότι ο γέροντας ήθελε να δημιουργήσει ένα Ίδρυμα συμπαράστασης σε όσους έχουν ανάγκη και είναι αποφασισμένος να το υλοποιήσει έστω και τώρα.
Ήδη κατασκεύασε μια μεγάλη εικόνα της Παναγίας που την αφιέρωσε στον γέροντα και την ονόμασε «ινα ωσιν εν» ενώ αντίγραφό της δόθηκε και στη Ρωσική Εκκλησία γιατί ο γέροντας είχε πάρει τη χάρη να γίνει μοναχός από έναν Ρώσο ασκητή.
Παράλληλα σε συνεργασία με τον Ιωάννη Κορνιλάκη και την μη κερδοσκοπική οργάνωση «Ελαία» προετοίμασε την έκδοση ενός μνημειώδους βιβλίου με τα ανέκδοτα χειρόγραφα του «Αγίου της πολιτικής» Ιωάννη Καποδίστρια.
Τα σχέδια του για το μέλλον αφορούν την επέκταση αυτού του έργου και σε άλλες δραστηριότητες για την διατήρηση της παρακαταθήκης του γέροντα Πορφυρίου.

Του Δημήτρη Ριζούλη

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Μην απογοητεύεσθε και μη νιώθετε στενοχώρια για τη ζωή σας.

Δεν πρέπει σε οποιεσδήποτε περιπτώσεις και περιστάσεις να χάνετε το θάρρος σας ή να απελπίζεσθε. Η απελπισία φονεύει την ενέργεια που χρειάζεται για να λάβουμε στην καρδιά μας το Άγιο Πνεύμα.Ο απελπισμένος χάνει την προσευχή και νεκρώνεται για τον πνευματικό αγώνα.
Να ξέρετε ότι τη στιγμή της αποθαρρύνσεως και της απελπισίας δεν σας αφήνει ο Κύριος, αλλά εσείς αφήνετε τον Κύριο. Οτιδήποτε θλιβερό κι αν σας συμβαίνει, καλέστε νοερά τον Κύριο Ιησού Χριστό που ζει μέσα στην καρδιά σας.

Εκείνος περιμένει την πρόσκλησή σας. Μην απογοητεύεσθε και μη νιώθετε στενοχώρια για τη ζωή σας. Η ζωή είναι ανυπόφορη μόνο για τους δυσσεβείς , αλλά όποιος πιστεύει στον Ιησού Χριστό και ελπίζει σ' Αυτόν, πρέπει να χαίρεται και να εκτιμά τη ζωή.
Η επίγεια ζωή μας είναι απαραίτητη σαν προετοιμασία για την αιώνια ζωή: για να δοξάσουμε εδώ τον Θεό, να ευεργετήσουμε τον πλησίον και να επιτύχουμε την Αιώνια Βασιλεία δια της στενής οδού που προστάσσει το Ευαγγέλιο.
Η ζωή δεν μας δόθηκε για επίγειες απολαύσεις. «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν», όχι οι γελώντες.
Η απελπισία, η νωθρότητα και η αμέλεια είναι οι τρεις γίγαντες με τους οποίους είναι δεμένο όλο το ανθρώπινο γένος.


  « ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ»  


Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον! Η προσευχή είναι ποίηση. Ολες οι προσευχές είναι ποιήματα.

«ΚΥΡΙΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ!»
«ΚΥΡΙΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ!»

Και ξαφνικά ανοίγει ένα παραθυράκι στο νου.
Έρχεται ένα φως. Τότε έχεις μια άλλη αίσθηση. Τότε το κατανοείς καλά.
Όχι ως προς το ετυμολογικό. Μα με μια κατάνυξη και συναίσθηση και θεία θαλπωρή. Και λες:
«Τί άλλο να λέω;». Παρά μόνο πάλιν και πολλάκις και συνεχώς: «Κύριε, ἐλέησον!».
Δίχως να βαριέσαι. Δίχως να κουράζεσαι. Αυτό τα λέει όλα. Δεν θέλει άλλα και πολλά.
Μόνο ποιητικά μπορεί κανείς μερικές φορές να εκφρασθεί. Η προσευχή είναι ποίηση.
Όλες οι προσευχές είναι ποιήματα.
Οι ποιητές νοιώθουν τους συνανθρώπους τους και τους παρηγορούν, όπως οι άγιοι.
Είναι μεγάλη ευλογία να συναντάς ένα ποιητή κι ένα άγιο. Οι άγιοι δεν θέλουν ν’ αφήσουν πίσω τους ίχνη.
Οι άνθρωποι μόνο αφήνουν πάνω τους τ’ αχνάρια της κακίας τους. Κύριε ελέησέ τους, δεν ξέρουν τί χάνουν και τί κάνουν.
Λυπάμαι όταν δεν μπορώ να προσευχηθώ.
Και τούτο προσευχή είναι, μού ’πε ένας διακριτικός Γέροντας. Όπως χαίρομαι όταν με τόση ικετευτική στάση μού ζητούν να προσεύχομαι στον Κύριο.
Πιστεύω πως για την ταπείνωσή τους θα τους ελεήσει ο Κύριος. Προτιμώ, έλεγε ένας άλλος Γέροντας, την προσευχή από τα κούφια λόγια, τις ψευτοευγένειες και τις θολές καλωσύνες. Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή κι ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.
Είναι η μεγαλύτερη ιεραποστολή κι ευεργεσία του κόσμου. Τα πολλά λόγια δεν αναπαύουν.
Η προσευχή για τους άλλους επηρεάζει θερμότερα. Η αγάπη είναι αβίαστη και πάντα μια θυσία.
Η αληθινή προσευχή δεν είναι ηδονική ανάπαυλα, μα ορθοστασία, περπάτημα στις μύτες σε τεντωμένο σχοινί.
Στην αληθινή προσευχή δεν δίνουμε το περίσσευμα του χρόνου, μα τις πιο καλές κι αποδοτικές ώρες μας, τις κύριες ώρες της ημέρας, της ζωής μας.
Κύριε, συγχώρεσέ με για όσα είπα κι έγραψα, που δεν τα ζούσα και τα πίστευα ακόμη, που απέφυγα να μιλήσω για τις ήττες και τις αποτυχίες μου κι ήθελα να μιλώ μόνο για νίκες. Δείλιαζα γιατί δεν είχα μετανοήσει.
«Κύριε, ἐλέησον!».

ΜΩΫΣΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1952–2014).

... και ενώ κοιμόμουν είδα στον ύπνο μου έναν Γέροντα ρασοφόρο να με προσκαλεί πάραυτα, να πάω στο Άγιον Όρος.



Το 1992 υπηρετούσα σε μια Μονάδα του Έβρου και διέμενα στο Διδυμότειχο. Την εποχή εκείνη η σύζυγός μου, Μαρία, ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί και διένυε τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της.


Το θετικό αποτέλεσμα ενός τεστ ελέγχου αντισωμάτων ερυθράς, μας αναστάτωσε. Μετά από μερικές ήμερες η επανάληψη του τεστ, σε άλλο μικροβιολογικό εργαστήριο, επιβεβαίωσε εκ νέου ότι η σύζυγός μου είχε νοσήσει από ερυθρά, ενώ εγκυμονούσε.
Να σημειωθεί ότι κατά την πρώτη εγκυμοσύνη, πριν από 3 χρόνια περίπου, το αποτέλεσμα του τεστ αντισωμάτων ερυθράς ήταν αρνητικό. Όπως ήταν επόμενο απευθύνθηκα σε ιατρούς γυναικολόγους, πού εμμέσως μας προέτρεπαν σε διακοπή κυήσεως, δεδομένου ότι ο ιός της ερυθράς προσβάλλει τα μάτια, τα αυτιά και τον εγκέφαλο του εμβρύου.
Οι στατιστικές συνηγορούσαν ότι υπήρχαν πιθανότητες στο 80% – 85% το παιδί πού θα γεννιόταν να είναι τυφλό, κωφάλαλο ή και με διανοητική στέρηση. Με όλα αυτά πού άκουγα είχα χάσει πραγματικά τον ύπνο μου, ενώ προσπαθούσα να μη μεταφέρω στη σύζυγό μου τις αγωνίες μου, για να μην επιβαρύνω την κατάστασή της.
Τον Αύγουστο του ’92 πήρα μετάθεση από τον Έβρο στη Μυτιλήνη (ιδιαίτερη πατρίδα μου). Η σύζυγός μου είχε φύγει 10 ημέρες περίπου νωρίτερα για να μπορέσω να μαζέψω την οικοσκευή μας.
Ήταν Παρασκευή προς Σάββατο και ενώ κοιμόμουν είδα στον ύπνο μου έναν Γέροντα ρασοφόρο να με προσκαλεί πάραυτα, να πάω στο Άγιον Όρος. Μέχρι τότε δεν είχα ποτέ επισκεφθεί, αλλά και ούτε γνώριζα το δρομολόγιο πού έπρεπε να ακολουθήσω για να φτάσω εκεί. Η απάντηση πού του έδωσα μέσα στον ύπνο μου ήταν: “Μα δεν ξέρω πώς να πάω», και μου απαντά: “Έλα, θα σε οδηγήσω εγώ». Τρόμαξα, ξύπνησα και νόμισα ότι τον έβλεπα μπροστά μου. Άναψα τα φώτα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Μονολόγησα, “δεν βαριέσαι, όνειρο είναι» και έκλεισα το φως για να συνεχίσω τον ύπνο μου. Πέρασε λίγη ώρα και είδα ξανά τον ίδιο Γέροντα να με προσκαλεί να πάω στο Άγιον Όρος. Ξαφνιάστηκα και φοβήθηκα. Άναψα αμέσως τα φώτα, αλλά δεν είδα τίποτα. Κάθισα στο κρεββάτι μου και κοίταξα το ρολόι μου πού έδειχνε περασμένες 02:00 η ώρα. Προβληματίστηκα και δεν ήξερα τινά κάνω. Να ξεκινήσω από το Διδυμότειχο να πάω στο Άγιον Όρος και ποιο δρομολόγιο να ακολουθήσω. Ξημέρωνε Σάββατο και έπρεπε να ενημερώσω το νέο Διοικητή, πού αναλάμβανε για τις υποχρεώσεις της Μονάδας. “Να ξεκινήσω νά φύγω κρυφά χωρίς να τον ενημερώσω και αν με αναζητήσουν τί θα πω;». Όλα αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό μου.
Τελικά πήρα την απόφαση. Ξεκίνησα περίπου στις 02:30 πιστεύοντας ότι όλα θα πάνε καλά αφού άλλωστε με προσκάλεσε ο Γέροντας.
Φθάνοντας στην Ασπροβάλτα κατευθύνθηκα αριστερά αφήνοντας την εθνική οδό Καβάλας – Θεσσαλονίκης και οδηγώντας βρέθηκα σε μία διασταύρωση με πινακίδες τοπωνυμίων και χωριών. Χωρίς πλέον να γνωρίζω την κατεύθυνση προς την οποία θα έπρεπε να κινηθώ, αναγκάστηκα να σταματήσω, ενώ ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο περνά ένα όχημα και του έκανα σήμα να σταματήσει για να το ρωτήσω προς ποιά κατεύθυνση να κινηθώ για να φτάσω στην Ουρανούπολη. Με μεγάλη μου χαρά πληροφορήθηκα ότι και αυτοί εκεί κατευθύνονταν και να τους ακολουθήσω. Πράγματι 15 λεπτά περίπου πριν αναχωρήσει το πλοίο για τη Δάφνη, φθάσαμε στην Ουρανούπολη.
Εκεί υπήρχε το αδιαχώρητο από το μεγάλο αριθμό των επισκεπτών πού πήγαινε στο Άγιον Όρος και συνεπώς μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση χώρου στάθμευσης. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πλησίον της αποβάθρας έφυγε ένα αυτοκίνητο και οι Θεσσαλονικείς για να με διευκολύνουν, επειδή δεν ήξερα την περιοχή με άφησαν να παρκάρω για να προλάβω γρήγορα να επιβιβαστώ στο πλοίο πού θα έφευγε.
Όταν ξεκίνησε το πλοίο τους αναζήτησα ανάμεσα στους επιβάτες για να τους ευχαριστήσω, αλλά δεν ήταν μέσα. Πιθανόν να μην πρόλαβαν να παρκάρουν έγκαιρα και να επιβιβασθούν. Ενώ καθόμουν μόνος χωρίς παρέα μέσα στο πλοίο, με πλησίασε κάποιος Παναγιώτης, από την Αττική (Μάνδρα ή Ελευσίνα) και με ρώτησε πού συγκεκριμένα θα πάω στο Άγιον Όρος και αν πάω για πρώτη φορά. Του απάντησα ότι πρώτη φορά πηγαίνω και δεν ξέρω πού να πάω. Αλλά του διηγήθηκα ότι, όταν υπηρετούσα στη Θεσσαλονίκη το ’87 είχα ακούσει από έναν φίλο μου στρατιωτικό δικαστή για κάποιον γέροντα Παΐσιο και ήθελα να τον δω. Ο Παναγιώτης τότε μου είπε, “είσαι τυχερός γιατί και εγώ σ΄ αυτόν θα πάω. Για να πάμε όμως εκεί πρέπει να βγούμε στη Δάφνη, να πάμε με λεωφορείο στις Καρυές και να μείνουμε στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, για να προλάβουμε πριν δύσει ο ήλιος να φτάσουμε με τα πόδια στο Κελλί του».
Όταν φτάσαμε με πολλούς άλλους προσκυνητές (αφού βγάλαμε διαμονητήρια), στην είσοδο της Ιεράς Μονής ο υπεύθυνος μοναχός δεν δέχτηκε να φιλοξενήσει κανέναν, διότι είχε πολλούς προσκυνητές και έπρεπε να είχαμε εξασφαλίσει τη διαμονή μας τηλεφωνικά από την προηγούμενη ημέρα. Τον πλησίασα και εγώ με τη σειρά μου και τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιο κρεββάτι για σήμερα και με έκπληξή μου απάντησε: “Ναι», ενώ σε όλους τους άλλους προσκυνητές τους έλεγε άλλη μέρα. Του είπα ότι δεν ήμουν μόνος μου, αλλά και πάλι μας δέχθηκε. Πράγματι, αφού τακτοποιηθήκαμε και αφήσαμε τα προσωπικά μας αντικείμενα στη Μονή, ξεκινήσαμε για το Κελλί του γέροντα Παϊσίου. Φθάνοντας στο Κελλί συναντήσαμε πάρα πολύ κόσμο, οι οποίοι κάθονταν και άκουγαν τις συμβουλές του Γέροντα.
Κάποιοι από τους επισκέπτες του έκαναν διάφορες επίκαιρες για την εποχή εκείνη ερωτήσεις, όπως: “Τί θα γίνει με το 666, αν θα αναγραφεί στις ταυτότητες μας, τι θα γίνει με το Κυπριακό, αν λυθεϊ κ.λπ».
Όταν ο γέροντας Παϊσιος τελείωσε τις συμβουλές του μας είπε να τον αφήσουμε να πάει στο Κελλί του να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Τότε πολλοί από τους επισκέπτες μπήκαμε σε μία γραμμή για να μπορέσουμε να τον πλησιάσουμε και να του πει καθένας το πρόβλημά του. Όλους όμως πού ήταν μπροστά στη σειρά, τους έλεγε ότι δεν έχει χρόνο.
Όταν έφτασε η δική μου σειρά του είπα: “Γέροντα και εγώ ήθελα να σας δω για λίγο» και μου απαντά: “Πήγαινε εκεί και κάτσε, είσαι κουρασμένος, από τον Έβρο ήρθες και περίμενε». Αφού τελείωσε με όλους ήρθε κοντά μου και μου είπε: “Είσαι Στρατιωτικός» και με ρώτησε αν γνωρίζω κάποιο συνάδελφο το όνομα του οποίου δεν θυμάμαι τώρα. Μετά του μίλησα για το πρόβλημα πού αντιμετώπιζα με την εγκυμοσύνη της συζύγου μου και αν θα έπρεπε να γίνει διακοπή της κυήσεως της (ήδη ήταν 6 μηνών). Μου απάντησε: “Δεν πιστεύω ότι ο Θεός θα σου δώσει εσένα να ανέβεις Γολγοθά, αλλά, και αν ακόμη αυτό είναι το θέλημά Του, θα σου δώσει τη δύναμη να το αντιμετωπίσεις. Εγώ όμως θα προσευχηθώ να μην ανέβεις τον Γολγοθά και να γεννήσει η γυναίκα σου ένα γερό παιδί. Πρόσεξε όμως μη δεχθείς η γυναίκα σου να γίνει πειραματόζωο. Γι΄ αυτό ρώτησε και έναν ιατρό στην Γερμανία ή στην Αμερική αλλά κυρίως στην Γερμανία τί κάνουν εκεί».
Μετά από τις συμβουλές του αυτές έφυγα και πήγα στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου για να διαμείνω, αλλά προβληματιζόμουν για το πού θα βρω γυναικολόγο γιατρό στη Γερμανία, σε ποιά γλώσσα θα του μιλήσω αφού δεν γνωρίζω γερμανικά για να επικοινωνήσω μαζί του και άλλα πολλά.
Την επόμενη ημέρα, Κυριακή πρωί, μετά τη Θεία Λειτουργία και την τράπεζα, ξεκίνησα να ξαναπάω στο Κελλί του μαζί με το φίλο μου τον Παναγιώτη.
Στο δρόμο συναντήσαμε λίγο πριν φθάσουμε στο Κελλί έναν κληρικό που επέστρεφε. Αφού χαιρετηθήκαμε μας λέει: “Μή συνεχίζετε, διότι από εκεί έρχομαι και δεν άνοιξε, μάλλον έχει φύγει». Εμείς όμως συνεχίσαμε και, όταν φτάσαμε χτυπήσαμε τρεις φορές το αυτοσχέδιο κουδούνι του και εμφανίστηκε στην είσοδο του Κελλιού του κάνοντας μας νεύμα να πλησιάσουμε. Πράγματι ανέφερα εκ νέου τους προβληματισμούς μου και ο γέροντας Παΐσιος μου επανέλαβε αυτά πού μου είχε πει το προηγούμενο απόγευμα. Αφού του ζήτησα κάποια ευλογία μου έδωσε δύο εικόνες μικρές ξυλόγλυπτες, οπού στη μία ήταν η Παναγία Βρεφοκρατούσα και στην άλλη ο Ιησούς Χριστός Εσταυρωμένος και τη μία να τη βάλω στο κρεββάτι του παιδιού πού θα γεννιόταν και την άλλη στης μητέρας. “Δεν έχω να σου δώσω, ευλογημένε κάτι παραπάνω, γιατί έχω γεράσει και δεν κάνω εργόχειρο». Αφού ασπάσθηκα τη χείρα του πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασα στο Διδυμότειχο. Επειδή ήμουν μόνος πήγα και περπάτησα στην πλατεία της κωμόπολης, όπου είναι και το τέμενος. Εκεί με βρίσκει ο ιδιοκτήτης ενός φούρνου, ο κ. Νίκος με τον όποιον είχαμε συνδεθεί και οικογενειακά, επειδή με βοήθησε, όταν πρωτοπήγα στο Διδυμότειχο στην εξεύρεση κατοικίας. Συμφωνήσαμε να πιούμε ένα ποτήρι κρασί, αφού πρώτα μιλήσει στο τηλέφωνο με το γυιό του στη Γερμανία, ο οποίος τελείωσε ιατρική και πήρε την ειδικότητα του γυναικολόγου και ο καθηγητής του τον προέτρεπε να σταδιοδρομήσει εκεί. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τα λόγια του π. Παϊσίου (“ρώτα γιατρό στη Γερμανία»). Τον παρακάλεσα, πριν κλείσει το τηλέφωνο να μιλήσω κι εγώ μαζί του.
Αφού ολοκλήρωσαν τη συνομιλία τους, με φώναξε και με σύστησε στον γυιό του. Πράγματι του είπα το πρόβλημα και όλα τα μικροβιολογικά δεδομένα πού είχα και ζήτησα την επιστημονική του άποψη. Μου απάντησε ότι είμαι τυχερός, διότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων αποδεικνύουν ότι ο συγκεκριμένος τύπος του ιού της ερυθράς, δεν είχε τη δύναμη να διαπεράσει το αμνιακό υγρό που περιβάλλει το έμβρυο μέσα στο σάκκο, ο οποίος λειτουργεί σαν προστατευτικό κέλυφος και κατά συνέπεια δεν είχε προσβληθεί το έμβρυο. Το πρόβλημα πού αντιμετωπίζαμε, ήταν ανακοίνωση σε επιστημονικό συνέδριο πού συμμετείχε πρόσφατα και ήταν 10 ετών μελετών της Πανεπιστημιακής Κλινικής, πού έκανε την ειδικότητά του. Η ανακούφιση από την αγωνία μου και η χαρά πού ένιωσα εκείνη την ώρα δεν μπορεί να περιγραφεί, ούτε να αποτυπωθεί με μερικές λέξεις πάνω σε ένα φύλλο χαρτιού.
Πράγματι ακολουθώντας τις συμβουλές του δεν άφησα τη γυναίκα μου να γίνει πειραματόζωο και το Νοέμβριο μήνα γεννήθηκε ένα υγιές παιδί.
Του Γεώργιου Καμπούρη
Ο Γέροντας Παΐσιος με έβγαλε από αδιέξοδο,
Περιοδικό “Ερώ», Έκδοση Κέντρου Ενότητος και Μελέτης-Προβολής των Αξιών μας
“Ενωμένη Ρωμιοσύνη»

Ἔχουμε ἀδιαλείπτως ἕναν πειρασμὸ μπροστά μας...






...διαρκῶς συμβαίνουν στὴν ζωὴ μας ἀπρόοπτα.
Ἔρχεσαι στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ βρὴς πνευματικὴ ζωή, καὶ συναντᾶς κακούς. Εἶναι ἀπρόοπτο.
Ζητὰς κελλὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ δὲν ἔχει ὑγρασία, τὸ ἀποκτᾶς, διαπιστώνεις ὅμως ὅτι ἡ θάλασσα σοῦ προκαλεῖ ἀλλεργία, ὁπότε δὲν μπορεῖς νὰ χαρῆς οὔτε τὴν ἡμέρα οὔτε τὴν νύχτα. Ἀμέσως θὰ σοῦ πῆ ὁ λογισμός, σήκω νὰ φύγης. Εἶναι ἀπρόοπτο.
Σὲ πλησιάζω μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος καὶ βλέπω ὅτι εἶσαι ἀνάποδος. Ἀπρόοπτο.

Παρουσιάζονται συνεχῶς ἀπρόοπτα ἐνώπιόν μας, διότι ἔχομε θέλημα καὶ ἐπιθυμίες.
Τὰ ἀπρόοπτα εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐπιθυμία μας, γι' αὐτὸ καὶ μᾶς φαίνονται ἀπρόοπτα, στὴν οὐσία ὅμως δὲν εἶναι.
Διότι ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν προσδοκᾶ τὰ πάντα καὶ λέγει πάντοτε «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου».

Θὰ ἔρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός; «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».

Ἐπειδὴ αὐτὰ κοστίζουν στὴν σαρκικότητά μας, γι' αὐτὸ ἐμεῖς τὰ βλέπομε ὡς ἀπρόοπτα.

Γιὰ νὰ μὴν ταράσσεσαι λοιπὸν κάθε φορᾶ καὶ στεναχωριέσαι, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιᾶς καὶ προβληματίζεσαι, νὰ τὰ περιμένης ὅλα, νὰ μπορῆς νὰ ὑπομένης ὅτι ἔρχεται.

Πάντα νὰ λές, καλῶς ἦλθες ἀρρώστια, καλῶς ἦλθες ἀποτυχία, καλῶς ἦλθες μαρτύριο.

Αὐτὸ φέρνει τὴν πραότητα, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καμία πνευματικὴ ζωή.



Γέροντας Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης




Εκδόσεις Συναξάρι
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας