Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ευχές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ευχές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

2020 ευχές για τον νέο χρόνο



Τι να ευχηθούμε φέτος;
Λες και όλα αυτά που ευχόμαστε γίνονται;
Όχι όλα.
Ίσως μερικά, μα και κανένα.
Τότε πάνε τζάμπα οι ευχές, μαζί με τα χρόνια πολλά, την υγεία, την χαρά…
Ναι;
Όχι, δεν το νομίζω.
Όμως αν προσπαθήσουμε  λιγάκι φέτος, θέλει κόπο, να μοιραστούμε το πρόβλημα που δεν το άγγιξαν οι ευχές να βρει την λύση,  με τον άνθρωπό μας, την οικογένειά μας, τον πνευματικό μας, τον Θεό;  Δεν θα είναι πιο καλά;
Κοίτα πόσοι θα σηκώνουν το πρόβλημα;  Δεν θα είμαστε μόνοι.
Και τότε το πρόβλημα, ο σταυρός μας, γίνεται…σταυρουδάκι.
Γιατί τελικά μοιραστήκαμε τον πόνο μας με τον άνθρωπο, αλλά κυρίως   με τον Θεό και έτσι…αντέξαμε, μα και αντέχουμε αλλά και θα αντέξουμε…
Δοκιμασμένο και διαχρονικό!
Οι Άγιοι μας το είπαν.
Εγώ το μεταφέρω.
Ως ταχυδρόμος…

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Ευχές 2017! Ποιος μας είπε ότι θα είμαστε μόνοι;



Όποια ηλικία και αν έχει ο καθένας μας, το νέο έτος ουσιαστικά σημαίνει ένα έτος  επιπλέον φορτωμένο στην πλάτη μας.
Τι κάναμε τα προηγούμενα χρόνια  που μας πέρασαν;
Τι θα κάνουμε το νέο έτος που θα'ρθει;
Θα μείνουμε οι ίδιοι;
Θα γίνουμε καλύτεροι;
Ότι και αν κάνουμε από εμάς εξαρτάται η πορεία της ζωής, δικός μας είναι ο δρόμος, εμείς θα τον ...βαδίσουμε.
Μόνοι;
Ας πάρουμε μια παρέα μαζί μας που δεν πρόκειται ποτέ να μας εγκαταλείψει.  
Στον πόνο μας, στον κόπο μας, στην αγωνία μας, στους φόβους μας ...θα είναι εκεί, κοντά μας, δίπλα μας.Δεν θα τον βλέπουν τα μάτια μας τα χωματένια, αλλά θα τον βλέπουν τα μάτια της ψυχής μας, θα  νοιώθουμε την ανάσα Του όταν  στην εκκλησία  κοινωνάμε.
Κανέναν μας  δεν   εγκατέλειψε ακόμη και όταν "μόνοι" γράφαμε τις μεγαλύτερες εξετάσεις στην ζωή μας,τότε που  δεν ξέραμε καν τα θέματα, τότε που ποτέ δεν τα είχαμε  διαβάσει.
Δεν ξέρω τι βαθμό πήραμε, αλλά ελπίζουμε να μην χάσουμε την τάξη ...
Έχουμε σ΄αυτό βοηθούς μας τους  Αγγέλους μας, τους Αγίους μας, μα πάνω απ΄όλα την Γλυκιά Του/μας  Μητέρα...την Παναγία μας. Αυτοί ειναι οι φίλοι μας, αυτοί είναι οι συγγενείς μας!
Ποιος μας είπε ότι θα είμαστε μόνοι;
Κοίτα πόσοι είναι βοηθοί στον δρόμο μας ...

x.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Έναν άνθρωπο που δεν κάνει λεπτή εργασία στον εαυτό του, ο σατανάς τον πολεμάει;


kapatos_P6181334.jpg

-Ο σατανάς δεν πάει σε έναν άχρηστο άνθρωπο, αλλά πάει σε έναν αγωνιστή, για να τον πειράξει και να τον αχρηστέψει. Δεν χάνει τον καιρό του να κάνει λεπτή εργασία σε κάποιον που δεν έχει κάνει λεπτή εργασία. Στέλνει σ' αυτόν που ράβει με σακοράφα, διάβολο με σακοράφα. Σ' αυτόν που κάνει λεπτό εργόχειρο, στέλνει διάβολο που κάνει λεπτό εργόχειρο. Σ' αυτόν που κάνει πολύ ψιλό κέντημα, στέλνει διάβολο για πολύ ψιλή εργασία. Σ' αυτούς που κάνουν χονδρή δουλειά στον εαυτό τους, στέλνει χονδρό διάβολο.

Στους αρχάριους στέλνει αρχάριο διάβολο. Οι άνθρωποι που έχουν λεπτή ψυχή, πολύ φιλότιμο και είναι ευαίσθητοι, χρειάζεται να προσέξουν, γιατί βάζει και ο διάβολος την ουρά του και τους κάνει πιο ευαίσθητους, και μπορεί να φθάσουν στην μελαγχολία ή ακόμη-Θεός φυλάξοι- και στην αυτοκτονία. Ο διάβολος, ενώ εμάς τους ανθρώπους μας βάζει να πηγαίνουμε κόντρα στον πλησίον μας και να μαλώνουμε, ο ίδιος ποτέ δεν πάει κόντρα.
Τον αμελή τον κάνει πιο αμελή. τον αναπαύει με τον λογισμό: «το κεφάλι σου πονάει, είσαι αδιάθετος. δεν πειράζει και αν δεν σηκωθείς για προσευχή». Τον ευλαβή τον κάνει πιο ευλαβή, για να τον ρίξει στην υπερηφάνεια, ή τον σπρώχνει να αγωνισθεί περισσότερο από τις δυνάμεις του, ώστε να αποκάμει και να αφήσει μετά όλα τα πνευματικά του όπλα και να παραδοθεί ο πρώην πολύ αγωνιστής. Τον σκληρόκαρδο τον κάνει πιο σκληρόκαρδο, τον ευαίσθητο, υπερευαίσθητο.

Και βλέπεις πόσοι άνθρωποι, άλλοι έχουν κάποια ευαισθησία και άλλοι γιατί έχουν κλονισθεί τα νεύρα τους, ταλαιπωρούνται με αϋπνίες και παίρνουν χάπια ή βασανίζονται και χαραμίζονται στα νοσοκομεία. Σπάνια να δεις άνθρωπο ισορροπημένο. Έγιναν μπαταρίες οι άνθρωποι. Οι περισσότεροι σαν να έχουν ηλεκτρισμό. Όσοι μάλιστα δεν εξομολογούνται, δέχονται επιδράσεις δαιμονικές. έχουν έναν δαιμονικό μαγνητισμό, γιατί ο διάβολος έχει εξουσία επάνω τους. Λίγοι άνθρωποι, είτε αγόρια είτε κοπέλες είτε ηλικιωμένοι είναι, έχουν ένα βλέμμα γαλήνιο. Δαιμονισμός! Ξέρεις τι θα πει δαιμονισμός; Να μην μπορείς να συνεννοηθείς με τον κόσμο.

Είπα σε κάποιους γιατρούς που συζητούσαν για την αναισθησία που κάνουν στις εγχειρήσεις: «Του πειρασμού η αναισθησία έχει άσχημες επιπτώσεις στον άνθρωπο, ενώ αυτή που κάνετε εσείς βοηθάει». Η αναισθησία του διαβόλου είναι σαν το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι στα πουλιά ή στα λαγουδάκια, για να παραλύσουν και να τα καταπιεί χωρίς να αντιδράσουν. Ο διάβολος, όταν θέλει να πολεμήσει έναν άνθρωπο, στέλνει πρώτα ένα διαβολάκι «αναισθησιολόγο», για να κάνει τον άνθρωπο πρώτα αναίσθητο, και μετά πηγαίνει ο ίδιος και τον πελεκάει, τον κάνει ό,τι θέλει ...;

grigoriou7.jpg
Αλλά προηγείται ο ... «αναισθησιολόγος». Μας βάζει ένεση αναισθησίας και ξεχνούμε. Να, βλέπεις, οι μοναχοί υποσχόμαστε «υβρισθήναι, χλευασθήναι κ.λπ.», και τελικά, ο πειρασμός μερικές φορές μας μπερδεύει και κάνουμε τα αντίθετα από αυτά που υποσχεθήκαμε. Αλλιώς ξεκινάμε κι αλλιώς καταλήγουμε. Για αλλού ξεκινήσαμε να πάμε και αλλού πηγαίνουμε. Δεν προσέχουμε. Δεν σας έχω πει παραδείγματα;

Παλαιότερα, στην Κόνιτσα δεν υπήρχε Τράπεζα. Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να πάνε στα Γιάννενα, όταν ήθελαν να πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινούσαν λοιπόν μερικοί από τα γύρω χωριά και πήγαιναν εβδομήντα δύο χιλιόμετρα με τα πόδια, να πάρουν δάνειο, για να αγοράσουν λ.χ. ένα άλογο. Τότε, αν κανείς είχε ένα άλογο, μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του. Έκανε ζευγάρι με το άλογο κάποιου άλλου και όργωνε. Μια φορά ξεκίνησε ένας να πάει στα Γιάννενα, να πάρει δάνειο, για να αγοράσει ένα άλογο, να οργώνει τα χωράφια του και να μην παιδεύεται να σκάβει με την τσάπα. Πήγε λοιπόν στην Τράπεζα, πήρε το δάνειο και μετά πέρασε και από τα εβραίικα μαγαζιά και χάζευε. Τον έβλεπε ο ένας Εβραίος, τον τραβούσε μέσα. «πέρνα μέσα, μπάρμπα, έχω καλό πράγμα!».

Έμπαινε εκείνος μέσα, άρχιζε ο Εβραίος να κατεβάζει τα τόπια από τα ράφια. Τα έπαιρνε, τα τίναζε. «Παρ' το, του έλεγε, είναι καλό, και για τα παιδιά σου θα σου το δώσω φθηνό». Έφευγε από τον έναν, προχωρούσε παραπέρα, χάζευε σε άλλον. «Έλα, μπάρμπα, μέσα, του έλεγε ο Εβραίος, θα σου δώσω το πιο φθηνό». Κατέβαζε τα τόπια, τα άνοιγε, τα άπλωνε. Ζαλίστηκε στο τέλος ο καημένος. Είχε και λίγο φιλότιμο, σου λέει «τώρα τα κατέβασε τα τόπια, τα άπλωσε ...;», και δήθεν «για τα παιδιά του πιο φθηνό», έδωσε τα χρήματα που είχε πάρει από την Τράπεζα και αγόρασε ένα τόπι πανί, αλλά και αυτό ήταν χωνεμένο! Μα και ένα τόπι πανί τι να το κάνει;
Και ένας πλούσιος δεν έπαιρνε ένα τόπι πανί. έπαιρνε όσο του χρειαζόταν. Τελικά γύρισε στο σπίτι με ένα τόπι σάπιο ύφασμα! «Που είναι το άλογο;», τον ρωτάν. «Έφερα ύφασμα για τα παιδιά!», λέει. Αλλά τι να το κάνουν τόσο ύφασμα; Χρεώθηκε εν τω μεταξύ στην Τράπεζα, και άλογο δεν πήρε παρά ένα τόπι πανί χωνεμένο. Άντε πάλι να πηγαίνει να σκάβει με την τσάπα στα χωράφια, να δυσκολεύεται, για να ξεχρεώσει το δάνειο!
Αν αγόραζε άλογο, θα επέστρεφε και καβάλα, θα ψώνιζε και λίγα πράγματα για το σπίτι του και δεν θα σκοτωνόταν να σκάβει με την τσάπα! Αλλά για να χαζεύει στα μαγαζιά τα εβραίικα, είδατε τι έπαθε; Έτσι κάνει και ο διάβολος. σαν τον πονηρό έμπορο σε τραβάει από 'δω, σε τραβάει από 'κει, σου βάζει τρικλοποδιές, και τελικά σε καταφέρνει να πας εκεί που θέλει εκείνος. Για αλλού ξεκινάς και αλλού καταλήγεις, αν δεν προσέξεις. Σε ξεγελάει και χάνεις τα καλύτερα χρόνια σου.


π. Παϊσιος

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

2015 ευχές, Καλή και ευλογημένη χρονιά





Ο κόσμος γύρω μας χωρίς πρότυπα και ελπίδα άγεται και φέρεται, λειτουργεί σαν κατατρεγμένος μέσα στην σύγχρονη παραφροσύνη. Κάποιες φορές να το πω; Αρέσκεται;
Πολλά συμβαίνουν ολόγυρά μας, κρίση οικονομική, κρίση ηθική, κρίση επικοινωνίας.
Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε στον χώρο της εργασίας μας, στις συναναστροφές μας, ακόμη και στο σπίτι μας και αυτό είναι το  πιο  οδυνηρό...πονάει.
Δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα. Άλλα εννοούμε και άλλα θέλουμε,
γίναμε δίψυχοι. Γιατί;
Αν και η κρίση μαστίζει όλους μας ή τουλάχιστον τους περισσότερους η αλληλεγγύη δεν έχει ανέβει στο κοντέρ της ζωής μας. Είναι χαμηλή, πολλές φορές υποτονική, άλλες φορές ...έρπει.
Κοιτάζουμε τον συνάνθρωπό μας  από το πίσω μέρος της κλειστής μας πόρτας, του δικού μας κόσμου...και δεν του ανοίγουμε.
Δεν ανοίγουμε στον αδελφό μας, δεν ανοίγουμε στον Χριστό μας.
Όμως η ζωή χωρίς Θεό ΔΕΝ αντέχεται, δεν έχει νόημα,αλήθεια. 


Χρόνια πολλά λοιπόν, χρόνια καλά και από τον Θεό ευλογημένα.



Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ



ΕΥΧΗ Α΄
χραντε, ἀμίαντε, ἄναρχε, ἀόρατε, ἀκατάληπτε, ἀνεξι-χνίαστε, ἀναλλοίωτε, ἀνυπέρ-βλητε, ἀμέτρητε, ἀνεξίκακε Κύριε ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον· ὁ ποιήσας τὸν οὐρανόν, καὶ τὴν γῆν, καὶ τὴν θάλασσαν, καὶ πάντα τὰ δημιουργηθέντα ἐν αὐτοῖς· ὁ πρὸ τοῦ αἰτεῖσθαι τοῖς πᾶσι τὰς αἰτήσεις παρέχων· Σοῦ δεόμεθα καὶ σὲ παρακαλοῦμεν, Δέσποτα φιλάνθρωπε, τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντος ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου καὶ ἐνδόξου Θεοτόκου· Ὅς, πρότερον μὲν λόγοις διδάσκων, ὕστερον δὲ καὶ ἔργοις ὑποδεικνύς, ἡνίκα τὸ σωτήριον ὑφίστατο πάθος, παρέσχεν ἡμῖν ὑπογραμμὸν τοῖς ταπεινοῖς καὶ ἁμαρτωλοῖς καὶ ἀναξίοις δούλοις σου, δεήσεις προσφέρειν ἐν αὐχένος καὶ γονάτων κλίσεσιν, ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.


κηλίδωτε, ἄφθαρτε, ἄναρχε, ἀό­ρα­τε, ἀ­πρόσι­τε, ἀ­νεξιχνίαστε, ἀ­ναλ­λοί­ω­τε, ἀ­νυπέρβλη­τε, ἀ­μέ­τρη­τε, ἀ­νε­ξί­κα­κε Κύ­ρι­ε· Ἐσύ ποὺ εἶσαι ὁ μόνος ἀθάνατος, τὸ ἀ­πλη­σί­α­στο φῶς, ποὺ ἔφτιαξες τὸν οὐ­ρα­νό, τὴ γῆ, τὴ θά­λασ­σα καὶ ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα μέ­σα τους, Ἐ­σὺ ποὺ πρίν ἀ-κόμα σοῦ ζη­τήσουμε ὁτιδήποτε, μᾶς τὸ δίνεις: σὲ παρακαλοῦμε καὶ σὲ ἱκετεύουμε, Δέ­σπο­τα φι­λάν­θρω­πε, Πα­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ· Αὐτὸς ποὺ γιὰ μᾶς τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ γιὰ τὴ δι­κή μας σω­τη­ρί­α κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τὸν οὐ­ρα­νό, ὅταν μὲ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔλαβε σάρ­κα ἀπὸ τὴν ἔνδοξη Ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μα­ρί­α. Αὐ­τός, λοι­πόν, τότε ποὺ βάδιζε πρὸς τὸ σωτήριο Πάθος, ἐ­μᾶς τοὺς τα­πει­νούς, τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ ἀνά­ξιους δού­λους σου, μᾶς δίδαξε πρῶ­τα μὲ λό­για καὶ ἔ­πει­τα μᾶς ὑπέδειξε μὲ ἔρ­γα πὼς, ὅταν θέλουμε νὰ σὲ παρακαλέσουμε γιὰ κάτι, πρέ­πει νὰ σκύ­βουμε τὸ κε­φά­λι καὶ νὰ  λυ­γί­ζουμε τὰ γό­να­τα, προκειμένου νὰ συγχωρήσεις σὲ μᾶς τὶς ἁμαρτίες μας καὶ στὸ λαό σου, ὅσα λαθεύει ἀπὸ ἄγνοια.
Αὐτὸς οὖν, πολυέλεε καὶ φιλάνθρωπε, ἐπάκουσον ἡμῶν, ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλεσώμεθά σε· ἐξαιρέτως δέ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ τῆς Πεντηκοστῆς, ἐν ᾗ, μετὰ τὸ ἀναληφθῆναι τὸν Κύ-ριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ καθεσθῆναι ἐν δεξιᾷ σοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, κατέπεμψε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπὶ τοὺς ἁγίους αὐτοῦ μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους· ὃ καὶ ἐκάθισεν ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες τῆς ἀκενώτου χάριτος αὐτοῦ, καὶ ἐλάλησαν ἑτέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖά σου, καὶ προεφήτευσαν.
Ἐσύ, λοι­πόν, πο­λυ­εύ­σπλα­χνε καὶ φι­λάν­θρω­πε, Θεὲ καὶ Πατέρα μας, ἄ­κουγέ μας, ὁποτεδήποτε σε ἐπι­κα­λούμαστε, μά, ἰδιαίτερα ἄκουσέ μας σήμερα, ποὺ ἑορτάζουμε τὴν μεγάλη αὐτὴν ἑορτὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, κα­τά τὴν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἀ­φοῦ ἀ­να­λή­φθηκε στοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κά­θισε στὰ δε­ξιά σου, ἔ­στει­λε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα στοὺς Ἁ­γί­ους Μα­θη­τὲς καὶ Ἀ­πο­στό­λους του κι Ἐκεῖνο, κά­θησε ἐπά­νω στὸν κα­θέ­να τους καὶ πλημ­μύ­ρι­σαν ὅ­λοι ἀ­πὸ τὴν ἀ­στείρευτη χά­ρη του καὶ διαλάλησαν τὰ με­γα­λεῖ­α σου σὲ ἄγνωστες μέχρι τότε σ’ ἐκείνους γλῶσ­σες καὶ προ­φή­τευ­σαν.
Νῦν οὖν δε­ο­μέ­νων ἐ­πά­κου­σον ἡ­μῶν, καὶ μνή­σθη­τι ἡ­μῶν τῶν τα­πει­νῶν καὶ κα­τα­κρί­των, καὶ ἐ­πί­στρε­ψον τὴν αἰχ­μα­λω­σί­αν τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν, τὴν οἰ­κεί­αν συμ­πά­θειαν ἔ­χων ὑ­πὲρ ἡ­μῶν πρε­σβεύ­ου­σαν. Δέ­ξαι ἡ­μᾶς προ­σπί­πτον­τάς σοι καὶ βο­ῶν­τας τό, Ἡ­μάρ­το­μεν.
Τώ­ρα, λοι­πόν, που σὲ παρακαλούμε ἄ­κου­σε τὶς δεήσεις μας, ἔ­χε μας στὸ νοῦ σου ἐ­μᾶς τοὺς τιποτένιους καὶ ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­τους καὶ ἐλευθέρωσε τὶς αἰχμάλωτες ψυ­χές μας, ἀ­φοῦ ἡ στορ­γή σου γί­νε­ται συ­νή­γο­ρός μας. Δέ­ξου μας, ποὺ πέ­φτου­με μπρο­στά σου καὶ ὁμολογοῦ­με: Ναί, ἁ­μαρ­τή­σα­με!
Ἐ­πὶ σὲ ἐ­περ­ρί­φη­μεν ἐκ μήτρας, ἀ­πὸ γα­στρὸς μη­τρὸς ἡ­μῶν. Θε­ὸς ἡ­μῶν σὺ εἶ· ἀλ­λ’ ὅ­τι ἐ­ξέ­λι­πον ἐν μα­ται­ό­τη­τι αἱ ἡ­μέ­ραι ἡ­μῶν, γε­γυ­μνώ­με­θα τῆς σῆς βο­η­θεί­ας, ἐ­στε­ρή­με­θα ἀ­πὸ πά­σης ἀ­πολο­γί­ας.
Σὲ σέ­να ἀ­νή­κου­με ἀ­πὸ τό­τε ποὺ γεννηθήκαμε, ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας ἐσὲνα ἔχουμε Θε­ό, ἀλ­λὰ ἐπειδὴ οἱ ἡ­μέ­ρες μας δαπανήθηκαν μά­ται­α μακρυά σου, μείναμε χωρὶς τὴ βο­ή­θειά σου καὶ στε­ρη­θή­κα­με ἀ­πὸ κά­θε ὑ­πε­ρά­σπι­ση.
Ἀλ­λὰ θαρ­ροῦν­τες τοῖς οἰκτιρμοῖς σου, κρά­ζο­μεν· Ἁμαρ­τί­ας νε­ό­τη­τος ἡ­μῶν καὶ ἀ­γνοί­ας μὴ μνη­σθῇς, καὶ ἐκ τῶν κρυ­φί­ων ἡ­μῶν κα­θά­ρι­σον ἡ­μᾶς. Μὴ ἀ­πορ­ρί­ψῃς ἡ­μᾶς εἰς και­ρὸν γή­ρως· ἐν τῷ ἐ­κλεί­πειν τὴν ἰ­σχὺν ἡ­μῶν, μὴ ἐγκαταλίπῃς ἡ­μᾶς· πρὶν ἡ­μᾶς εἰς τὴν γῆν ἀποστρέ­ψαι, ἀξίωσον πρὸς σὲ ἐ­πι­στρέ­ψαι, καὶ πρό­σχες ἡ­μῖν ἐν εὐ­με­νεί­ᾳ καὶ χά­ρι­τι.
Ὅμως, παίρ­νοντας θάρ­ρος ἀ­πὸ τὴν κα­λοσύ­νη σου, σοῦ φω­νά­ζο­υμε: ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ κά­να­με στὰ νιά­τα μας καὶ ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ δι­α­πρά­ξα­με ἀ­πὸ ἄ­γνοι­α μὴν τὶς θυμᾶσαι καὶ ἀ­π’ ὅ­σα κά­να­με στὰ κρυ­φά, κα­θά­ρι­σέ μας. Μὴ μᾶς πα­ρα­πε­τά­ξεις στὰ γε­ρά­μα­τα καὶ ὅταν ἀρχίσει νὰ σβήνει ἡ ζωή μας, μὴ μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις. Πρὶν ἐπανέλ-θουμε στὸ χῶμα, ἀ­ξί­ω­σε μας νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουμε σὲ σέ­να. Καὶ δέ­ξου μας μὲ ἐ­πι­εί­κεια καὶ χά­ρη.
Ἐ­πι­μέ­τρη­σον τὰς ἀ­νο­μί­ας ἡμῶν τοῖς οἰ­κτιρ­μοῖς σου· ἀντίθες τὴν ἄ­βυσ­σον τῶν οἰκτιρ­μῶν σου, τῷ πλή­θει τῶν πλημ­με­λη­μά­των ἡμῶν.
Ζύ­γι­σε τὶς ἁ­μαρτί­ες μας μὲ μέ­τρο τὴν εὐ­σπλα­χνί­α σου. Ἀ­πέ­ναν­τι στὸ πλῆ­θος τῶν πλημ­με­λη­μά­των μας βάλε τὴν ἄ­βυσ­σο τῆς εὐ­σπλα­χνί­ας σου.
Ἐ­πί­βλε­ψον ἐξ ὕ­ψους ἁ­γί­ου σου, Κύ­ρι­ε, ἐ­πὶ τὸν λα­όν σου τὸν πε­ρι­ε­στῶ­τα, καὶ ἀπεκδε-χό­με­νον τὸ πα­ρὰ σοῦ πλού­σιον ἔ­λε­ος.
Κύ­ρι­ε, ἀπὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου κοί­τα­ξε τὸ λα­ό σου, ποὺ γονατιστὸς τριγύ-ρω πε­ρι­μέ­νει ἀ­πό σέ­να τὸ πλού­σιο ἔ­λε­ός σου.
Ἐπί­σκε­ψαι ἡ­μᾶς ἐν τῇ χρηστό­τη­τί σου· ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς ἐκ τῆς κα­τα­δυνα­στεί­ας τοῦ δια­βό­λου· ἀ­σφά­λισαι τὴν ζωὴν ἡ­μῶν τοῖς ἁ­γί­οις καὶ ἱ­ε­ροῖς νό­μοις σου.
Ἐπισκέψου μας μὲ τὴν κα­λοσύ­νη σου, ἐλευ­θέ­ρω­σέ μας ἀ­πὸ τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ δι­α­βό­λου, ἀ­σφά­λι­σε τὴ ζω­ή μας μὲ τοὺς ἁ­γί­ους καὶ ἱ­ε­ροὺς νό­μους σου.
Ἀγ­γέ­λῳ πι­στῷ φύ­λα­κι παρακατά­θου τὸν λα­όν σου· πάν­τας ἡμᾶς συ­νά­γα­γε εἰς τὴν Βα­σι­λεί­αν σου· δὸς συγ­γνώ­μην τοῖς ἐλ­πίζου­σιν ἐ­πὶ σέ· ἄ­φες αὐ­τοῖς καὶ ἡ­μῖν τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα· καθάρισον ἡ­μᾶς τῇ ἐ­νερ­γεί­ᾳ τοῦ Ἁ­γί­ου σου Πνεύ­μα­τος· δι­ά­λυ­σον τὰς κα­θ’ ἡμῶν μη­χα­νὰς τοῦ ἐ­χθροῦ.
Βάλε τὸ λα­ό σου κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τῶν Ἀγ­γέ­λων σου. Συγ­κέν­τρω­σέ μας ὅ­λους στὴ Βα­σι­λεί­α σου. Συγχώρεσέ μας ὅλους ποὺ ἐλ­πί­ζουμε σὲ σέ­να. Τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸ λαό σου, ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας. Κα­θά­ρι­σέ μας μὲ τὴν ἐπε­νέρ­γεια τοῦ Ἁ­γί­ου σου Πνεύ­μα­τος καὶ δι­ά­λυ­σε τὶς ἐ­ναν­τί­ον μας μη­χα­νορ­ρα­φί­ες τοῦ ἐ­χθροῦ.
Εὐ­λο­γη­τὸς εἶ, Κύ­ρι­ε, Δέ­σπο­τα παν­το­κρά­τορ, ὁ φω­τί­σας τὴν ἡ­μέ­ραν τῷ φω­τὶ τῷ ἡ­λια­κῷ καὶ τὴν νύ­κτα φαι­δρύ­νας ταῖς αὐ­γαῖς τοῦ πυ­ρός· ὁ τὸ μῆ­κος τῆς ἡ­μέ­ρας δι­ελ­θεῖν ἡ­μᾶς κα­τα­ξι­ώ­σας, καὶ προ­σεγ­γί­σαι ταῖς ἀρ­χαῖς τῆς νυ­κτός, ἐ­πά­κου­σον τῆς δε­ή­σε­ως ἡ­μῶν καὶ παν­τὸς τοῦ λα­οῦ σου· καὶ πᾶ­σιν ἡ­μῖν συγ­χω­ρή­σας τὰ ἑ­κού­σια καὶ τὰ ἀ­κού­σια ἁ­μαρ­τήμα­τα, πρόσ­δε­ξαι τὰς ἑ­σπε­ρι­νὰς ἡ­μῶν ἱ­κε­σί­ας καὶ κα­τά­πεμ­ψον τὸ πλῆ­θος τοῦ ἐ­λέ­ους σου καὶ τῶν οἰ­κτιρ­μῶν σου ἐ­πὶ τὴν κλη­ρο­νομί­αν σου.
Εὐ­λο­γη­μέ­νος νὰ εἶ­σαι Κύ­ρι­ε, Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορα, ἐ­σὺ ποὺ φώ­τι­σες τὴν ἡ­μέ­ρα μὲ τὸ φῶς τὸ ἡ­λια­κὸ καὶ ποὺ ὀ­μόρ­φυ­νες τὴ νύ­χτα μὲ τίς πύ­ρι­νες ἀνταύγειες, ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξί­ω­σες νὰ πε­ρά­σου­με τὸ μῆ­κος τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ νὰ φτά­σου­με στὴν ἀρ­χὴ τῆς νύ­χτας, ἄ­κου­σε τὴ δέ­η­ση μας καὶ ὅ­λου τοῦ λα­οῦ σου καὶ συγ­χώ­ρε­σε σὲ ὅ­λους μας τὰ θε­λη­μέ­να καὶ ἀ­θέ­λη­τα ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Δέ­ξου τὶς πα­ρα­κλήσεις μας καὶ στεῖ­λε τὸ πλῆ­θος τῆς συμ­πό­νιας σου σὲ μᾶς τοὺς κλη­ρο­νό­μους σου.
Τεί­χι­σον ἡ­μᾶς ἁ­γί­οις Ἀγ­γέ­λοις σου· ὅ­πλι­σον ἡ­μᾶς ὅ­πλοις δι­και­ο­σύ­νης σου· πε­ρι­χα­ράκω­σον ἡ­μᾶς τῇ ἀ­λη­θεί­ᾳ σου· φρού­ρη­σον ἡ­μᾶς τῇ δυ­νά­μει σου· ρῦ­σαι ἡ­μᾶς ἐκ πά­σης πε­ρι­στάσε­ως, καὶ πά­σης ἐπι­βου­λῆς τοῦ ἀν­τι­κει­μέ­νου.
Προ­φύ­λα­ξέ μας μὲ τοὺς ἁ­γί­ους Ἀγ­γέ­λους σου, ὅ­πλι­σέ μας μὲ τὰ ὅ­πλα τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου, πε­ρι­χα­ρά­κω­σέ μας μὲ τὴν ἀ­λή­θειά σου, φρού­ρη­σέ μας μὲ τὴ δύ­να­μή σου, ἐ­λευ­θέ­ρω­σέ μας ἀ­πὸ κά­θε κακὴ πε­ρί­στα­ση καὶ ἀ­πὸ κά­θε ἐ­πί­θε­ση τοῦ ἐ­χθροῦ.
Πα­ρά­σχου δὲ ἡ­μῖν καὶ τὴν πα­ροῦσαν ἑ­σπέ­ραν, σὺν τῇ ἐ­περ­χο­μέ­νῃ νυ­κτί, τε­λεί­αν, ἁ­γί­αν, εἰ­ρη­νι­κήν, ἀ­να­μάρ­τη­τον, ἀ­σκαν­δά­λι­στον, ἀφάν­τα­στον, καὶ πά­σας τὰς ἡ­μέ­ρας τῆς ζω­ῆς ἡ­μῶν· πρε­σβείαις τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου, καὶ πάν­των τῶν Ἁ­γί­ων τῶν ἀ­π’ αἰ­ῶ­νός σοι εὐ­α­ρε­στη­σάν­των.
Χά­ρι­σέ μας, αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ ἡ νύ­χτα ποὺ ἔρ­χε­ται νὰ εἶ­ναι τέ­λεια, ἁγία, εἰ­ρη­νι­κή, ἀ­να­μάρ­τη­τη, ἀσκαν­δάλι­στη, ἀπονήρευτη καὶ τέτοιες νὰ εἶ­ναι ὅλες οἱ ἡ­μέ­ρες τῆς ζω­ῆς μας μὲ τὶς με­σι­τεί­ες τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου καὶ ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων ποὺ σὲ εὐ­α­ρέ­στη­σαν στοὺς αἰ­ῶ­νες.
                                                
                                                ΕΥΧΗ Β΄
Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν, ὁ τὴν σὴν εἰ­ρή­νην δε­δω­κὼς τοῖς ἀν­θρώ­ποις καὶ τὴν τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος δω­ρε­άν, ἔτι τῷ βί­ῳ καὶ ἡ­μῖν συμ­πα­ρών, εἰς κλη­ρονο­μί­αν ἀ­να­φαί­ρε­τον, τοῖς πι­στοῖς ἀεὶ πα­ρέ­χων, ἐμ­φα­νέ­στε­ρον δὲ ταύ­την τὴν χά­ριν τοῖς σοῖς Μαθηταῖς καὶ Ἀ­πο­στό­λοις σή­με­ρον κα­τα­πέμ­ψας, καὶ τὰ τού­των χεί­λη πυ­ρί­ναις στο­μώ­σας γλώσσαις, δι’­ ὧν πᾶν γέ­νος ἀν­θρώ­πων τὴν θε­ο­γνω­σί­αν, ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ εἰς ἀ­κο­ὴν ὠ­τί­ου δε­ξά­με­νοι, φω­τὶ τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐ­φω­τί­σθη­μεν, καὶ τῆς πλά­νης, ὡς ἐκ σκό­τους, ἀ­πηλλά­γη­μεν, καὶ τῇ τῶν αἰ­σθη­τῶν καὶ πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν δι­α­νο­μῇ, καὶ ὑ­περ­φυ­εῖ ἐ­νερ­γεί­ᾳ, τὴν εἰς σὲ πί­στιν ἐ­μα­θη­τεύ­θη­μεν, καὶ σὲ θε­ο­λο­γεῖν, σὺν τῷ Πα­τρὶ καὶ τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, ἐν μιᾷ Θε­ό­τη­τι, καὶ δυ­νά­μει, καὶ ἐ­ξου­σί­ᾳ κα­τηυ­γά­σθη­μεν.
Κύ­ρι­ε Ἰη­σοῦ Χρι­στὲ ὁ Θε­ός μας, ἐσὺ εἶσαι ποὺ μᾶς ἔ­δω­σες, τὴ δι­κή σου εἰ­ρή­νη καὶ τὴ δω­ρεὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἡ παρουσία σου στὸ βίο μας εἶναι ἀναφαίρετη κληρονομιὰ ποὺ προσφέρεις στοὺς πιστούς. Αὐ­τὴν τὴ χά­ρη ἐμ­φα­νέ­στε­ρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς, σὰν σή­με­ρα, τὴν ἔ­στει­λες μὲ τὴ μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν στοὺς Μα­θη­τὲς καὶ Ἀ­πο­στό­λους σου καὶ γέ­μι­σες τὰ χεί­λη τους. Ἔπειτα, ὅλοι ἐμεῖς, ἄνθρωποι ἀπὸ διαφορετικὰ ἔθνη, ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τους μὲ τὰ ἴδια τὰ ἀφτιά μας καὶ στὴ δική μας γλῶσσα ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἀπὸ τότε, φωτίσθηκε ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπαλλαχθήκαμε ἀπὸ τὸ νοητὸ σκοτάδι τῆς πλάνης στὴν ὁποία ζούσαμε. Ἀπὸ τότε, μάθαμε νὰ πιστεύουμε σὲ σένα καὶ νὰ κηρύττουμε τὸ ὄνομά σου, ἀπό τη στιγμή ποὺ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴ θεϊκὴ ἐνέργεια τῶν πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν καὶ γνωρίσα-με τὴ λάμψη τῆς θεότητος, τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἐξουσίας σου, μαζὶ μὲ τοῦ Πα­τέ­ρα καὶ τοῦ Ἁ­γίου Πνεύματος.
Σὺ οὖν τὸ ἀ­παύ­γα­σμα τοῦ Πατρός, ὁ τῆς οὐ­σί­ας καὶ τῆς φύ­σε­ως αὐ­τοῦ ἀ­πα­ράλ­λα­κτος καὶ ἀ­με­τακί­νη­τος χα­ρα­κτήρ, ἡ πη­γὴ τῆς σω­τη­ρί­ας καὶ τῆς χά­ρι­τος, διά­νοιξον κἀ­μοῦ τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ τὰ χεί­λη, καὶ δί­δα­ξόν με πῶς δεῖ, καὶ ὑπὲρ ὧν χρὴ προ­σεύ­χε­σθαι.
Ἐσύ, λοι­πόν, τὸ ἀ­παύ­γα­σμα τοῦ Πα­τέ­ρα, ποὺ εἶσαι ὁλόιδιος καὶ ἀ­πα­ράλ­λα­κτος μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ φύ­ση Του, ἡ πη­γὴ τῆς σωτηρίας καὶ τῆς χά­ρι­τος, ἄ­νοι­ξε τὰ ἁ­μαρ­τω­λά μου χεί­λη καὶ δί­δα­ξέ με, πῶς πρέ­πει νὰ προ­σεύ­χο­μαι καὶ γιὰ ποιὰ πράγματα.
Σὺ γὰρ εἶ ὁ γι­νώ­σκων τὸ πο­λὺ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μου πλῆ­θος, ἀλ­λ’ ἡ σὴ εὐ­σπλα­χνί­α νι­κή­σει τού­των τὸ ἄ­με­τρον· ἰ­δοὺ γὰρ φό­βῳ πα­ρίστα­μαί σοι, εἰς τὸ πέ­λα­γος τοῦ ἐλέ­ους σου τὴν ἀ­πό­γνω­σιν ἀ­πορρί­ψας τῆς ψυ­χῆς μου.
Ἐ­­σὺ εἶ­σαι ποὺ γνω­ρί­ζεις τὸ μεγάλο πλῆ­θος τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μου, ἀλ­λά ἡ κα­λοσύ­νη σου θὰ τὶς νι­κή­σει κι ἄς εἶ­ναι καὶ ἀ­μέ­τρη­τες. Γεμᾶτος φό­βο στέ­κο­μαι μπρο­στά σου ἔχοντας  ρί­ξει τὴν ἀ­πό­γνω­ση τῆς ψυ­χῆς μου μέ­σα στὸ πέ­λα­γος τοῦ ἐ­λέ­ους σου.
Κυ­βέρ­νη­σόν μου τὴν ζω­ήν, ὁ πᾶ­σαν ρή­μα­τι τὴν κτί­σιν ἀρ­ρή­τῳ σο­φί­ας δυ­νά­μει κυ­βερ­νῶν, ὁ εὔ­διος τῶν χει­μα­ζο­μέ­νων λι­μήν, καὶ γνώ­ρι­σόν μοι ὁ­δόν, ἐν ᾗ πο­ρεύ­σο­μαι.
Κυ­βέρ­νη­σε τὴ ζω­ή μου ἐ­σύ, ποὺ μὲ ἀ­νεί­πω­τη σο­φί­α καὶ δύ­να­μη κυ­βερ­νᾶς μὲ ἕ­να σου λό­γο τὴν κτί­ση. Ἐ­σύ, τὸ ἀ­πά­νε­μο λι­μά­νι στὴν τρικυ-μία τῆς ζωῆς, δί­δα­ξέ με ποι­ὸ δρό­μο νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω.
Πνεῦ­μα σο­φί­ας σου τοῖς ἐ­μοῖς πα­ρά­σχου δι­α­λο­γι­σμοῖς, Πνεῦ­μα συ­νέ­σε­ως τῇ ἀ­φρο­σύ­νῃ μου δωρού­με­νος· Πνεῦ­μα φό­βου σου τοῖς ἐ­μοῖς ἐ­πι­σκί­α­σον ἔρ­γοις· καὶ Πνεῦ­μα εὐ­θὲς ἐγ­καί­νι­σον ἐν τοῖς ἐγ­κά­τοις μου· καὶ Πνεύ­μα­τι ἡ­γεμο­νι­κῷ τὸ τῆς δι­α­νοί­ας μου στήρι­ξον ὀ­λι­σθη­ρόν· ἵ­να κα­θ’ ­ἑ­κάστην ἡ­μέ­ραν, τῷ Πνεύ­μα­τί σου τῷ ἀ­γα­θῷ, πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον ὁδη­γού­με­νος, κα­τα­ξι­ω­θῶ ποι­εῖν τὰς ἐν­το­λάς σου, καὶ τῆς σῆς ἀ­εὶ μνη­μο­νεύ­ειν ἐν­δό­ξου, καὶ ἐ­ρευνη­τι­κῆς τῶν πε­πραγ­μέ­νων ἡ­μῖν πα­ρου­σί­ας· καὶ μὴ πα­ρί­δῃς με τοῖς φθει­ρο­μέ­νοις τοῦ κό­σμου τούτου ἐναπατᾶ­σθαι τερ­πνοῖς, ἀλ­λὰ τῶν μελ­λόν­των ὀ­ρέ­γε­σθαι τῆς ἀ­πολαύ­σε­ως ἐ­νί­σχυ­σον θη­σαυ­ρῶν.
Δῶσε στὶς σκέ­ψεις μου τὸ Πνεῦ­μα τῆς δι­κῆς σου σο­φί­ας. Δώ­ρι­σε στὴν ἀπε­ρι­σκε­ψί­α μου Πνεῦμα συ­νέ­σε­ως. Σκέ­πα­σε τὰ ἔρ­γα μου μὲ Πνεῦ­μα φό­βου σὲ σέ­να. Ἀ­να­καί­νι­σε τὰ ἔγ­κα­τα τῆς ψυ­χῆς μου μὲ Πνεῦ­μα εὐ­θύτητος. Στή­ρι­ξε τὴν ὀ­λι­σθη­ρή μου σκέ­ψη μὲ Πνεῦ­μα θαρ­ρε­τό, ὥ­στε κά­θε μέ­ρα μὲ τὸ ἀ­γα­θό σου Πνεῦ­μα νὰ ὁ­δη­γοῦ­μαι στὸ συμ­φέ­ρον μου καὶ νὰ ἀ­ξι­ω­θῶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζω τὶς ἐν­το­λές σου καὶ νὰ θυ­μᾶ­μαι πάν­το­τε τὴν ἔν­δο­ξη πα­ρου­σί­α σου, ὁπότε καὶ θὰ ἐ­ρευ­νήσεις τὶς πράξεις μας. Καὶ μὴ με ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις καὶ ἐ­ξα­πα­τη­θῶ στὶς φθαρτὲς ἡδονὲς αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου· ἀλ­λὰ ἐ­νί­σχυ­σέ με, ὥστε νὰ ἐ­πι­θυ­μῶ νὰ ἀ­πο­λαύ­σω τοὺς μελ­λού­με­νους θη­σαυ­ρούς.
Σὺ γὰρ εἶ­πας, Δέ­σπο­τα, ὅ­τι ὅ­σα περ ἄν τις αἰ­τή­ση­ται ἐν τῷ ὀ­νόμα­τί σου, ἀ­κω­λύ­τως πα­ρὰ τοῦ σοῦ λαμ­βά­νει συ­να­ϊ­δί­ου Θε­οῦ καὶ Πα­τρός· διὸ κἀ­γὼ ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, ἐν τῇ ἐ­πι­φοι­τή­σει τοῦ ἁ­γί­ου σου Πνεύ­μα­τος, τὴν σὴν ἱ­κε­τεύ­ω ἀ­γα­θό­τη­τα· Ὅ­σα ηὐ­ξά­μην, ἀ­πόδος μοι εἰς σω­τη­ρί­αν.
 Ἐ­πει­δή, ἐ­σὺ εἶ­πες Δέ­σπο­τα, ὅτι ὅ­σα καὶ ἄν ζη­τή­σει κά­ποι­ος στὸ ὄ­νο­μά Σου, χω­ρίς δυ­σκο­λί­α θὰ τὰ λά­βει ἀ­πὸ τὸ Θεό Πατέρα, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο αἰώνιος μὲ Εσένα. Γι' αὐ­τό, καὶ ἐ­γὼ ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, κα­τὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα τῆς ἐ­πι­φοι­τή­σεως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὴν ἀ­γα­θότητά σου πα­ρα­κα­λῶ: Ὅ­σα μὲ προσευχή σοῦ ζήτησα, ἀπόδωσέ τα μου γιὰ νὰ σωθῶ.
Ναί, Κύ­ρι­ε, ὁ πά­σης εὐ­ερ­γε­σί­ας πλου­σι­ο­πά­ρο­χος δο­τὴρ ἀ­γα­θός· ὅ­τι σὺ εἶ ὁ δι­δοὺς ὑ­πε­ρεκ­πε­ρισσοῦ, ὧν αἰ­τού­με­θα.
Ναί, Κύ­ρι­ε, ἐ­σὺ ποὺ δί­νεις πλου­σι­ο­πά­ρο­χα κά­θε εὐ­ερ­γε­σί­α, ἐ­σὺ εἶ­σαι καὶ ποὺ δί­νεις πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ ­ὅσα σοῦ ζη­τᾶ­με.
Σὺ εἶ ὁ συμ­πα­θής, ὁ ἐ­λε­ή­μων, ὁ ἀ­να­μαρ­τή­τως γε­γο­νὼς τῆς σαρκὸς ἡ­μῶν κοι­νω­νός, καὶ τοῖς κάμ­πτου­σι πρὸς σὲ γό­νυ, ἐ­πι­καμπτό­με­νος φι­λευ­σπλά­χνως, ἱ­λα­σμός τε γε­νό­με­νος τῶν ἁ­μαρτι­ῶν ἡ­μῶν.
Ἐ­σὺ εἶ­σαι ποὺ πά­σχεις μα­ζί μας, ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἐ­λε­εῖς, ἐ­σὺ ποὺ πῆ­ρες τὴν σάρ­κα μας, χω­ρὶς ὅ­μως ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­σὺ εἶ­σαι ποὺ λυ­γί­ζεις φι­λεύ­σπλα­χνα τὴν καρ­διά σου σὲ ὅ­σους λυ­γί­ζουν σὲ σέ­να τὰ γό­να­τα, ἐ­σὺ ποὺ ἔ­γι­νες ἡ λύ­τρω­ση τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μας.
Δός δή, Κύ­ρι­ε, τῷ λα­ῶ σου τοὺς οἰ­κτιρ­μούς σου· ἐ­πά­κου­σον ἡ­μῶν ἐξ οὐ­ρα­νοῦ ἁ­γί­ου σου· ἁ­γί­α­σον αὐ­τοὺς τῇ δυ­νά­μει τῆς σω­τη­ρί­ου δε­ξιᾶς σου· σκέ­πα­σον αὐ­τοὺς ἐν τῇ σκέ­πῃ τῶν πτε­ρύ­γων σου· μὴ πα­ρί­δῃς τὰ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν σου.
Λυπήσου τὸν κόσμο σου, Κύ­ρι­ε. Ἄ­κου­σέ μας ἀ­πὸ τὸν ἅγιο οὐ­ρα­νό σου, ἁ­γί­α­σε τὸ λαό σου μὲ τὴ σω­τη­ρι­ώ­δη δύ­να­μή σου, σκέ­πα­σέ τους μὲ τὴ σκέ­πη τῶν πτε­ρύ­γων σου. Μὴν μᾶς παραβλέψεις· ἔρ­γα τῶν χε­ριῶν σου εἴμαστε.
Σοὶ μό­νῳ ἁ­μαρ­τά­νο­μεν, ἀλ­λὰ καὶ σοὶ μό­νῳ λα­τρεύ­ο­μεν· οὐκ οἴ­δαμεν προ­σκυ­νεῖν Θε­ῷ ἀλ­λο­τρί­ῳ, οὐ­δὲ δι­α­πε­τά­ζειν πρὸς ἕ­τε­ρον Θε­ὸν τὰς ἑ­αυ­τῶν, Δέ­σπο­τα, χεῖ­ρας.
Μόνο ἀ­πέ­ναν­τι σου ἁ­μαρ­τά­νου­με ἀλ­λὰ καὶ μό­νο ἐ­σέ­να λα­τρεύ­ο­υμε. Δέ­σπο­τα, ἄλ­λο Θεὸ δὲν ξέ­ρο­υμε νὰ προ­σκυ­νοῦ­με, οὔ­τε σὲ ἄλ­λο Θεὸ ὑψώ­νου­με τὰ χέ­ρια μας.
Ἄ­φες ἡ­μῖν τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα· καὶ προσ­δε­χό­με­νος ἡ­μῶν τὰς γο­νυπε­τεῖς δε­ή­σεις, ἔ­κτει­νον πᾶ­σιν ἡ­μῖν χεῖ­ρα βο­η­θεί­ας· πρόσ­δε­ξαι τὴν εὐ­χὴν πάν­των, ὡς θυ­μί­α­μα δε­κτόν, ἀ­να­λαμ­βα­νό­με­νον ἐ­νώπιον τῆς σῆς ὑ­πε­ρα­γά­θου βα­σιλεί­ας.
Ξέχνα τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας καὶ δέ­ξου τὶς γο­να­τι­στὲς δεήσεις μας, ἅπλω­σε σὲ ὅ­λους χέ­ρι βο­η­θεί­ας καὶ δέξου τὴν προ­σευ­χή μας αὐ­τή, σὰν κα­λο­δε­χού­με­νο θυ­μί­α­μα ποὺ ἀ­νε­βαί­νει μπρο­στὰ στὴν ὑ­πε­ρά­γα­θη Βα­σι­λεί­α σου.
Κύ­ρι­ε, Κύ­ρι­ε, ὁ ρυ­σά­με­νος ἡ­μᾶς ἀ­πὸ παν­τὸς βέ­λους πε­το­μέ­νου ἡ­μέ­ρας, ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς καὶ ἀ­πὸ παν­τὸς πράγ­μα­τος ἐν σκό­τει δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου.
Κύ­ρι­ε, ἐ­σύ, ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ποὺ πέρασε μᾶς γλί­τω­σες ἀ­πὸ κά­θε βέ­λος ποὺ πε­τοῦ­σε, ἐλευ­θέ­ρω­σέ μας καὶ ἀ­πό κά­θε κακὸ ποὺ κινεῖται στὸ σκο­τά­δι.
Πρόσ­δε­ξαι θυ­σί­αν ἑ­σπε­ρι­νήν, τὰς τῶν χει­ρῶν ἡ­μῶν ἐ­πάρ­σεις.
Δέ­ξου τὴν ἑσπερινὴ αὐ­τὴ προ­σφο­ρά μας καὶ τὴν ὕψωση τῶν χε­ριῶν μας.
Κα­τα­ξί­ω­σον δὲ ἡ­μᾶς, καὶ τὸ νυ­κτε­ρι­νὸν στά­διον ἀ­μέμ­πτως δι­ελ­θεῖν, ἀ­πει­ρά­στους κα­κῶν· καὶ λύ­τρω­σαι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ πά­σης τα­ρα­χῆς καὶ δει­λί­ας, τῆς ἐκ τοῦ δι­α­βό­λου ἡ­μῖν προ­σγι­νο­μέ­νης.
Ἀξί­ω­σέ μας, νὰ πε­ρά­σουμε τὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας χω­ρὶς ἀμαρτίες καὶ κακοὺς πει­ρα­σμούς. Λύ­τρω­σέ μας ἀ­πὸ κά­θε τα­ρα­χὴ καὶ δει­λί­α ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς προξενήσει ὁ δι­ά­βο­λος.
Χά­ρι­σαι ταῖς ψυ­χαῖς ἡ­μῶν κα­τάνυ­ξιν, καὶ τοῖς λο­γι­σμοῖς ἡ­μῶν μέ­ρι­μναν, τῆς ἐν τῇ φο­βε­ρᾷ καὶ δι­καί­ᾳ σου κρί­σει ἐ­ξε­τά­σε­ως.
Χά­ρι­σε στὶς ψυ­χές μας κα­τά­νυ­ξη καὶ στὶς σκέ­ψεις μας φρον­τί­δα γιὰ τὴ φο­βε­ρὴ καὶ δί­και­η ἐ­ξε­τα­στι­κὴ κρί­ση σου.
Κα­θή­λω­σον ἐκ τοῦ φό­βου σου τὰς σάρ­κας ἡ­μῶν, καὶ νέ­κρω­σον τὰ μέ­λη ἡ­μῶν τὰ ἐ­πὶ τῆς γῆς· ἵ­να, καὶ ἐν τῇ κα­θ’­ ὕ­πνον ἡ­συ­χί­ᾳ, ἐμ­φαι­δρυ­νώ­με­θα τῇ θε­ω­ρί­ᾳ τῶν κρι­μά­των σου.
Ἠρέ­μη­σε μὲ τὸ φό­βο σου τὶς σάρ­κες μας καὶ νέ­κρω­σε τὰ μέ­λη μας, ποὺ μᾶς κρα­τοῦν στὴν γῆ, ὥ­στε, στὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ ὕ­πνου νὰ ἀποκτή-σουμε τὴ λαμπρὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς κρί­σε­ώς σου.
Ἀ­πό­στη­σον δὲ ἀ­φ’ ἡ­μῶν πᾶ­σαν φαν­τα­σί­αν ἀ­πρε­πῆ, καὶ ἐ­πι­θυμί­αν βλα­βε­ράν.
Δι­ῶ­ξε ἀ­πὸ μᾶς κά­θε ἀ­πρε­πῆ φαν­τα­σί­ω­ση καὶ βλα­βε­ρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α.
Δι­α­νά­στη­σον δὲ ἡ­μᾶς ἐν τῷ και­ρῷ τῆς προ­σευ­χῆς ἐ­στη­ριγ­μένους ἐν τῇ πί­στει, καὶ προ­κό­πτοντας ἐν τοῖς πα­ραγ­γέλ­μα­σί σου.
Καὶ σή­κω­σέ μας, ὅ­ταν ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦ­με, στη­ριγ­μένους στὴν πί­στη καὶ μὲ προ­κο­πὴ στὰ παραγγέλματά σου.

                                           ΕΥΧΗ Γ΄
ἀ­ε­νά­ως βρύ­ου­σα ζω­τι­κὴ καὶ φω­τι­στι­κὴ πη­γή, ἡ συ­να­ΐ­διος τοῦ Πα­τρὸς δη­μι­ουρ­γι­κὴ δύ­να­μις, ὁ πᾶ­σαν τὴν οἰ­κο­νο­μί­αν, διὰ τὴν τῶν βρο­τῶν σω­τη­ρί­αν, ὑ­περ­κάλλως πλη­ρώ­σας, Χρι­στέ, ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν· ὁ θα­νά­του δε­σμοὺς ἀ­λύτους, καὶ κλεῖ­θρα ᾅ­δου δια­ρρήξας, πο­νη­ρῶν δὲ πνευ­μά­των πλή­θη κα­τα­πα­τή­σας· ὁ προ­σα­γαγὼν σε­αυ­τὸν ἄ­μω­μον ὑ­πὲρ ἡ­μῶν ἱ­ε­ρεῖ­ον, τὸ σῶ­μα δοὺς τὸ ἄ­χραντον εἰς θυ­σί­αν, τὸ πά­σης ἁ­μαρτί­ας ἄ­ψαυ­στόν τε καὶ ἄ­βα­τον, καὶ διὰ τῆς φρι­κτῆς ταύ­της, καὶ ἀ­νεκ­δι­η­γή­του ἱ­ε­ρουρ­γί­ας, ζω­ὴν ἡ­μῖν αἰ­ώ­νιον χα­ρι­σά­με­νος· ὁ εἰς ᾅ­δου κα­τα­βάς, καὶ μο­χλοὺς αἰ­ω­νί­ους συν­τρί­ψας, καὶ τοῖς κά­τω κα­θη­μέ­νοις ἄ­νο­δον ὑ­ποδεί­ξας· τὸν δὲ ἀρ­χέ­κα­κον καὶ βύ­θιον δρά­κον­τα, θε­ο­σό­φῳ δε­λε­ά­σμα­τι ἀγ­κι­στρεύ­σας, καὶ σει­ραῖς ζό­φου δε­σμεύ­σας ἐν ταρ­τά­ρῳ καὶ πυ­ρὶ ἀ­σβέ­στῳ καὶ σκό­τει ἐ­ξω­τέ­ρῳ, διὰ τῆς ἀ­πει­ροδυ­νά­μου σου κα­τα­σφα­λι­σά­με­νος ἰ­σχύ­ος· ἡ με­γα­λώ­νυ­μος σο­φία τοῦ Πα­τρός· ὁ τοῖς ἐ­πη­ρε­α­ζο­μένοις μέ­γας ἐ­πί­κου­ρος φα­νείς, καὶ φω­τί­σας τοὺς ἐν σκό­τει καὶ σκιᾷ θα­νά­του κα­θη­μέ­νους. Σύ, δό­ξης ἀ­ε­νά­ου, Κύ­ρι­ε, καὶ Πα­τρὸς ὑ­ψί­στου Υἱ­ὲ ἀ­γα­πη­τέ· ἀ­ΐ­διον φῶς, ἐξ ἀ­ϊ­δί­ου φω­τός· ἥ­λι­ε δι­και­ο­σύνης, ἐ­πά­κου­σον ἡ­μῶν δε­ο­μέ­νων σου, καὶ ἀ­νά­παυ­σον τὰς ψυ­χὰς τῶν δού­λων σου, τῶν προκε-κοιμη­μέ­νων πα­τέ­ρων καὶ ἀ­δελ­φῶν ἡ­μῶν, καὶ λοι­πῶν συγ­γε­νῶν κα­τὰ σάρ­κα, καὶ πάν­των τῶν οἰ­κεί­ων τῆς πί­στε­ως, πε­ρὶ ὧν καὶ τὴν μνή­μην ποι­ού­με­θα νῦν· ὅ­τι ἐν σοὶ πάν­των τὸ κρά­τος, καὶ ἐν τῇ χει­ρί σου κα­τέ­χεις πάν­τα τὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς.
Πη­γὴ ἀστείρευτη, ποὺ μᾶς φέρνεις ζωὴ καὶ φῶς, δύ­να­μη δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἴ­δια μὲ τοῦ Πα­τέ­ρα, Χρι­στὲ καὶ Θε­έ μας. Ἐ­σὺ ποὺ ὁλοκλήρωσες μὲ ὄ­μορ­φο καὶ σωτηριώδη τρόπο τὴν σω­τη­ρί­α μας. Ἐσὺ ποὺ ἔ­σπα­σες τὰ ἄ­λυ­τα δε­σμὰ τοῦ θα­νά­του καὶ τὶς κλει­δα­ριὲς τοῦ Ἅ­δη. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τα­πά­τη­σες τὰ πλή­θη τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των. Ἐσὺ ποὺ τὸν ἴ­διο σου τὸν ἑ­αυ­τὸ προσέ-φε­ρες γιὰ χά­ρη μας. Ἐ­σὺ ποὺ θυ­σίασες τὸ ἴδιο σου τὸ σῶμα, τὸ ἄ­χραν­το, τὸ ἄμωμο καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ κά­θε ἁ­μαρ­τί­α καὶ μὲ αὐ­τὴν τὴν φρι­κτὴ καὶ ἀ­νέκ­φρα­στη ἱ­ε­ρὴ πρά­ξη, μᾶς χά­ρι­σες αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τέ­βη­κες στὸν Ἅ­δη καὶ συ­νέ­τρι­ψες τοὺς αἰ­ω­νίους μο­χλούς του καὶ ἔ­δει­ξες τὴν ἄ­νο­δο σὲ ὅ­σους κα­τοι­κοῦ­σαν ἐ­κεῖ κά­τω. Ἐσὺ ποὺ ἀγ­κί­στρω­σες τὸν ἀρ­χι­κά­κι­στο σκοτεινό δρά­κον­τα μὲ δό­λω­μα θε­ϊ­κῆς σο­φί­ας, τὸν ἔδεσες μὲ βαριὲς ἀλυσίδες καὶ μὲ τὴν ἀ­π­ει­ρο­δύ­να­μη ἰ­σχύ σου τὸν ἔριξες στὰ τάρταρα τοῦ Ἅδη, στὸ ἄσβεστο πῦρ καὶ στὸ ἐξώτερο σκότος. Ἐ­σὺ, ἡ με­γα­λώ­νυ­μη σο­φί­α τοῦ Θεοῦ Πα­τέ­ρα, ὁ συμπαραστάτης κάθε ἀνθρώπου ποὺ περνάει πειρασμούς. Ἐσὺ ποὺ ρίχνεις τὸ φῶς σου ἀκόμα καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ζοῦν σὲ χώρα καὶ σκιὰ θα­νά­του. Ἐ­σὺ Κύ­ρι­ε τῆς αἰώνιας  δό­ξας. Ἐ­σὺ Υἱ­ὲ ἀ­γα­πη­τὲ τοῦ Ὑ­ψί­στου Πα­τέ­ρα, φῶς ἀπὸ ἀΐδιο φῶς, ἥ­λι­ε τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ἄ­κου­σέ μας ποὺ σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με καὶ ἀνά­παυ­σε τὶς ψυ­χὲς τῶν δού­λων σου, ὅλων ὅσοι μέ­χρι τώ­ρα κοι­μή­θη­καν, πα­τέ­ρων μας, ἀδελ­φῶν μας καὶ λοι­πῶν συγ­γε­νῶν μας κα­τὰ σάρ­κα καὶ ὅ­λων τῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας. Σοῦ τοὺς θυμίζουμε, Κύριε, ἐπει­δὴ Ἐσὺ ἔχεις ἐξουσία σὲ ὅλα καὶ στὰ χέ­ρια σου κρα­τᾶς τὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς.
Δέ­σπο­τα παν­το­κρά­τορ, Θε­ὲ Πα­τέ­ρων, καὶ Κύ­ρι­ε τοῦ ἐ­λέ­ους, γέ­νους θνη­τοῦ τε καὶ ἀ­θα­νά­του, καὶ πά­σης φύ­σε­ως ἀν­θρω­πί­νης δη­μι­ουρ­γέ, συ­νι­στα­μέ­νης τε καὶ πά­λιν λυ­ο­μέ­νης, ζω­ῆς τε καὶ τε­λευ­τῆς, τῆς ἐν­ταῦ­θα δι­α­γω­γῆς, καὶ τῆς ἐ­κεῖ­θεν με­τα­στά­σε­ως· ὁ χρό­νους με­τρῶν τοῖς ζῶ­σι, καὶ και­ροὺς θα­νά­του ἱ­στῶν, κα­τά­γων εἰς ᾅ­δου καὶ ἀ­νά­γων, δε­σμεύ­ων ἐν ἀ­σθε­νεί­ᾳ, καὶ ἀ­πο­λύ­ων ἐν δυ­να­στεί­ᾳ· ὁ τὰ πα­ρόν­τα χρησί- μως οἰ­κο­νο­μῶν, καὶ τὰ μέλ­λον­τα λυ­σι­τε­λῶς δι­οι­κῶν· ὁ τοὺς θα­νά­του κέν­τρῳ πλη­γέν­τας, ἀ­να­στά­σε­ως ἐλ­πί­σι ζω­ο­γο­νῶν. Αὐ­τὸς Δέ­σπο­τα τῶν ἁ­πάν­των, ὁ Θε­ός, ὁ Σω­τὴρ ἡ­μῶν, ἡ ἐλ­πὶς πάν­των τῶν πε­ρά­των τῆς γῆς, καὶ τῶν ἐν θα­λάσ­σῃ μα­κράν, ὁ καὶ ἐν ταύ­τῃ τῇ ἐ­σχά­τῃ, καὶ με­γά­λῃ καὶ σω­τη­ρί­ῳ ἡ­μέ­ρᾳ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, τὸ μυ­στή­ριον τῆς ἁ­γί­ας, καὶ ὁ­μο­ου­σί­ου, καὶ συ­να­ϊδί­ου, καὶ ἀ­δι­αι­ρέ­του, καὶ ἀ­συγχύ­του Τριά­δος ὑ­πο­δεί­ξας ἡ­μῖν, καὶ τὴν ἐ­πι­φοί­τη­σιν καὶ πα­ρου­σί­αν τοῦ ἁ­γί­ου καὶ ζω­οποι­οῦ σου Πνεύ­μα­τος, ἐν εἴ­δει πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν, ἐ­πὶ τοὺς ἁ­γί­ους σου Ἀ­πο­στό­λους ἐκ­χέ­ας, καὶ εὐ­αγ­γε­λι­στὰς αὐ­τοὺς θέ­μενος τῆς εὐ­σε­βοῦς ἡ­μῶν Πί­στε­ως, καὶ ὁ­μο­λο­γη­τὰς καὶ κή­ρυ­κας τῆς ἀ­λη­θοῦς ἀ­να­δεί­ξας Θε­ο­λο­γί­ας· ὁ καὶ ἐν αὐ­τῇ τῇ παν­τε­λεί­ῳ ἑ­ορ­τῇ καὶ σω­τη­ρι­ώ­δει, ἱ­λα­σμοὺς ἱ­κε­σί­ους, ὑ­πὲρ τῶν κα­τε­χο­μέ­νων ἐν ᾅ­δῃ, κα­τα­ξι­ώ­σας δέ­χε­σθαι, με­γά­λας τε πα­ρέ­χων ἡ­μῖν ἐλ­πί­δας, ἄ­νε­σιν τοῖς κα­τοι­χο­μένοις τῶν κα­τε­χόν­των αὐ­τοὺς ἀ­νια­ρῶν, καὶ πα­ρα­ψυ­χὴν πα­ρὰ σοῦ κα­τα­πέμ­πε­σθαι. Ἐ­πά­κου­σον ἡ­μῶν τῶν τα­πει­νῶν, καὶ οἰ­κτρῶν δε­ο­μέ­νων σου· καὶ ἀ­νά­παυ­σον τὰς ψυ­χὰς τῶν δού­λων σου τῶν προ­κε­κοι­μη­μέ­νων, ἐν τό­πῳ φω­τει­νῷ, ἐν τό­πῳ χλο­ε­ρῷ, ἐν τό­πῳ ἀ­να­ψύ­ξε­ως, ἔν­θα ἀ­πέ­δρα πᾶ­σα ὀ­δύ­νη, λύ­πη καὶ στε­ναγμός· καὶ κα­τά­τα­ξον τὰ πνεύ­μα­τα αὐ­τῶν ἐν σκη­ναῖς Δι­καί­ων, καὶ εἰ­ρή­νης καὶ ἀ­νέ­σε­ως ἀ­ξί­ω­σον αὐ­τούς· ὅ­τι οὐχ οἱ νε­κροὶ αἰ­νέ­σουσί σε, Κύ­ρι­ε, οὐ­δὲ οἱ ἐν ᾅδῃ ἐ­ξο­μολό­γη­σιν παρ­ρη­σι­ά­ζον­ται προσφέ­ρειν σοι, ἀλ­λ’­ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εὐ­λο­γοῦ­μέν σε, καὶ ἱ­κε­τεύ­ο­μεν, καὶ τὰς ἱ­λα­στη­ρί­ους εὐ­χὰς καὶ θυ­σί­ας προ­σά­γο­μέν σοι ὑ­πὲρ τῶν ψυ­χῶν αὐ­τῶν.
Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορα, Θεὲ τῶν Πα­τέ­ρων μας καὶ Κύ­ρι­ε τοῦ ἐ­λέ­ους, δη­μι­ουρ­γὲ τῶν θνη­τῶν καὶ τῶν ἀ­θα­νά­των ὄντων ἀλλὰ καὶ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως, ποὺ συ­ναρ­μο­λο­γεῖ­ται καὶ πά­λι δι­α­λύ­ε­ται. Κύ­ρι­ε τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ τέ­λους, τῆς ἐ­δῶ βιοτής μας καὶ τοῦ ἐ­κεῖ ἐρχομοῦ μας. Ἐ­σὺ ποὺ με­τρᾶς τὰ χρό­νια τῆς ζω­ῆς μας καὶ ὁ­ρί­ζεις τὸν και­ρὸ τοῦ θα­νά­του μας. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τε­βά­ζεις στὸν Ἅ­δη καὶ ἀ­νε­βά­ζεις ἀ­πὸ αὐ­τόν, ποὺ μᾶς εὐεργετείς μέ τὶς αρρώστιες καὶ μᾶς ἀπελευθερώνεις ἀπό αυτές. Ἐ­σὺ ποὺ τὰ πα­ρόν­τα χρή­σι­μα φρον­τί­ζεις καὶ τὰ μέλ­λον­τα ἀ­κρι­βο­δί­και­α δι­οι­κεῖς. Ἐ­σὺ ποὺ ὅ­σους χτυ­πή­θη­καν μὲ τὸ κεν­τρὶ τοῦ θα­νά­του πά­λι τοὺς ζω­ο­γο­νεῖς μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Ἐ­σὺ λοι­πόν, Δέ­σπο­τα τῶν πάν­των, ὁ Θε­ός μας, ὁ Σω­τῆ­ρας μας, ἡ ἐλ­πί­δα ὅ­λων ὅσοι βρίσκονται στὰ πέρα-τα τῆς γῆς καὶ ὅ­σοι βρί­σκον­ται στὶς μα­κρινὲς θά­λασ­σες. Ἐσὺ ποὺ κατὰ τὴν τε­λευ­ταί­α, με­γά­λη καὶ σω­τή­ρια ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς μᾶς ἔ­δει­ξες τὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἁ­γί­ας καὶ ὁ­μο­ού­σιας καὶ συ­να­ΐ­διας καὶ ἀ­δι­αί­ρε­της καὶ ἀ­σύγ­χυ­της Τριά­δος. Ἐσὺ ποὺ μὲ τὴ μορ­φὴ πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν μᾶς ἔδειξες τὴν ἐπι­φοί­τη­ση καὶ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου καὶ ζω­ο­ποι­οῦ σου Πνεύ­μα­τος, τὸ ὁποῖο ἁπλώθηκε ἐπάνω στοὺς ἁ­γί­ους σου Ἀ­πο­στό­λους καὶ ἔτσι τοὺς ἀ­νέ­δει­ξες δασκάλους τοῦ Εὐαγγελίου σου, ὁμολογητὲς καὶ κήρυκες τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας. Ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξι­ώ­νεις καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν τέ­λεια καὶ σω­τή­ρια ἑ­ορ­τὴ νὰ σὲ πα­ρα­κα­λοῦμε ἱκε­τευ­τι­κὰ γιὰ ὅ­σους κρα­τοῦν­ται στὸν Ἅ­δη. Ἐσὺ ποὺ μᾶς δί­νεις με­γά­λες ἐλ­πί­δες γιὰ τὴν ἀ­να­κού­φι­ση καὶ τὴ δι­ευ­κό­λυν­ση αὐ­τῶν ποὺ ζοῦν σὲ δυσκολία ἐ­κεῖ. Ἄ­κου­σέ μας, ποὺ σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με οἱ τα­πει­νοὶ καὶ ἄ­θλιοι. Τὶς ψυ­χὲς τῶν δού­λων σου ποὺ ἔ­χουν κοι­μη­θεῖ, ἀ­νά­παυ­σέ τες σὲ τό­πο φω­τει­νό, σὲ τό­πο χλο­ε­ρό, σὲ τό­πο ἀναψυχῆς, ἐκεῖ ὅ­που δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας πό­νος, καμ­ία λύ­πη, κα­νέ­νας στε­ναγ­μός. Κατάταξε τὰ πνεύ­μα­τά τους μα­ζὶ μὲ τοὺς δι­καί­ους καὶ κά­νε τους ἄξιους εἰ­ρή­νης καὶ ἀ­νέ­σε­ως, δι­ό­τι οἱ νε­κροὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ σὲ δο­ξο­λο­γή­σουν, Κύ­ρι­ε, οὔ­τε τολ­μοῦν νὰ ὁ­μο­λο­γή­σουν τὸ ὄνο­μά σου ὅ­σοι κα­τοι­κοῦν στὸν Ἅ­δη, ἀλ­λὰ ἐ­μεῖς οἱ ζων­τα­νοὶ σὲ εὐ­λο­γοῦ­με, σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με καὶ σοῦ προ­σφέ­ρου­με ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ προσευχὲς γιὰ τὶς ψυ­χὲς ἐ­κεί­νων.

Θε­ὸς ὁ μέ­γας καὶ αἰ­ώ­νιος, ὁ ἅ­γιος καὶ φι­λάν­θρω­πος, ὁ κα­ταξι­ώ­σας ἡ­μᾶς καὶ ἐν ταύ­τῃ τῇ ὥ­ρᾳ στῆ­ναι κατενώ­πιον τῆς ἀ­προ­σί­του σου δό­ξης, εἰς ὕ­μνον καὶ αἶ­νον τῶν θαυ­μα­σί­ων σου, ἱ­λά­σθη­τι ἡ­μῖν τοῖς ἀ­να­ξί­οις δού­λοις σου· καὶ πα­ρά­σχου χά­ριν τοῦ με­τὰ συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας ἀ­με­τεω­ρί­στως προ­σε­νεγ­κεῖν σοι τὴν τρι­σά­γιον δο­ξο­λο­γί­αν, καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν τῶν με­γά­λων δω­ρε­ῶν, ὧν ἐ­ποί­η­σας καὶ ποι­εῖς πάν­το­τε εἰς ἡ­μᾶς. Μνή­σθη­τι, Κύ­ρι­ε, τῆς ἀ­σθε­νεί­ας ἡ­μῶν, καὶ μὴ συ­να­πο­λέ­σῃς ἡ­μᾶς ταῖς ἀ­νο­μί­αις ἡ­μῶν, ἀλ­λὰ ποί­η­σον μέ­γα ἔ­λε­ος με­τὰ τῆς τα­πει­νώσε­ως ἡ­μῶν· ἵ­να, τὸ τῆς ἁμαρ­τί­ας σκό­τος δι­α­φυ­γόν­τες, ἐν ἡ­μέ­ρᾳ δι­και­ο­σύ­νης πε­ρι­πα­τή­σω­μεν· καὶ ἐν­δυ­σά­με­νοι τὰ ὅ­πλα τοῦ φω­τός, ἀ­νε­πι­βου­λεύ­τως δι­α­τε­λέ­σω­μεν ἀ­πὸ πά­σης ἐ­πη­ρεί­ας τοῦ πο­νηροῦ, καὶ με­τὰ παρ­ρη­σί­ας δο­ξά­σωμεν ἐ­πὶ πᾶ­σι, σὲ τὸν μό­νον ἀ­ληθι­νὸν καὶ φι­λάν­θρω­πον Θε­όν.
με­γά­λος, ὁ αἰ­ώ­νιος, ὁ ἅ­γιος καὶ φι­λάν­θρω­πος Θεός, Ἐσὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξι­ώ­νεις τούτη τὴν ὥ­ρα νὰ στε­κό­μα­στε μπρο­στὰ στὴν ἀ­πλη­σί­α­στη δό­ξα σου γιὰ νὰ ὑ­μνοῦ­με καὶ νὰ δο­ξά­ζουμε τὰ θαυ­μα­στά σου ἔργα, λυ­πή­σου μας τοὺς ἀ­νάξι­ους δού­λους σου καὶ δῶ­σε μας τὴ χά­ρη νὰ σοῦ προ­σφέ­ρουμε μὲ συντριβὴ καρδιᾶς, μὲ ταπείνωση ἀλλὰ καὶ βεβαιότητα τὸν τρι­σά­γιο ὕμνο μας καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α γιὰ τὶς με­γά­λες σου δω­ρε­ὲς ποὺ ἔ­κα­νες καὶ συνεχίζεις νὰ κά­νεις σὲ ἐμᾶς. Θυ­μή­σου Κύ­ρι­ε ὅτι εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι καὶ μὴ μᾶς ἐξαλείψεις μαζί μὲ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, ἀλ­λὰ δεῖ­ξε με­γά­λο ἔ­λε­ος στὴν τα­πεί­νω­σή μας, ὥ­στε ἀ­πο­φεύ­γοντας τὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας νὰ ζήσουμε τὴν ὑπόλοι-πη ζωή μας στὸ φῶς τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου καὶ προ­φυ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­θε ἐπιβουλὴ τοῦ πο­νη­ροῦ νὰ δο­ξά­ζου­με παν­τοῦ καὶ μὲ τόλ­μη ἐ­σέ­να, τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ καὶ φι­λάν­θρω­πο Θε­ό.
Σὸν γὰρ ὡς ἀ­λη­θῶς, καὶ μέ­γα ὄν­τως μυ­στή­ριον, Δέ­σπο­τα τῶν ἁπάν­των καὶ ποι­η­τά, ἥ τε πρόσκαι­ρος λύ­σις τῶν σῶν κτι­σμά­των καὶ ἡ με­τὰ ταῦ­τα συ­νά­φεια καὶ ἀ­νά­παυ­σις ἡ εἰς αἰ­ῶ­νας.
Δέ­σπο­τα καὶ δη­μι­ουρ­γὲ τῶν ὅλων, ἀ­λή­θεια, εἶ­ναι δι­κό σου τὸ με­γά­λο, πράγ­μα­τι, μυ­στή­ριο τῆς πρό­σκαι­ρης δι­α­λύ­σε­ως τῶν σωμάτων μας καὶ ἡ μετέπειτα συ­ναρ­μο­λό­γη­σή τους γιὰ τὴν ἀνάπαυσή μας στοὺς αἰῶνες.
Σοὶ χά­ριν ἐν πᾶ­σιν ὁ­μο­λο­γοῦ­μεν, ἐ­πὶ ταῖς εἰ­σό­δοις ἡ­μῶν ταῖς εἰς τὸν κό­σμον τοῦ­τον, καὶ ταῖς ἐ­ξό­δοις, αἳ τὰς ἐλ­πί­δας ἡ­μῶν τῆς ἀνα­στά­σε­ως, καὶ τῆς ἀ­κη­ρά­του ζω­ῆς, διὰ τῆς σῆς ἀ­ψευ­δοῦς ἐ­παγ­γε­λί­ας προ­μνη­στεύ­ον­ται· ἧς ἀ­πο­λαύ­σαι­μεν ἐν τῇ δευ­τέ­ρᾳ μελ­λού­σῃ πα­ρου­σί­ᾳ σου.
Πά­νω ἀ­π' ὅ­λα, σοῦ χρω­στᾶ­με χά­ρη γιὰ τὸν ἐρχομό μας σ' αὐ­τὸν τὸν κό­σμο καὶ γιὰ τὴν ἔ­ξο­δό μας ἀπ’αὐτόν, ση­μά­δια τῆς ἐλ­πί­δος μας στὴν ἀ­δι­ά­ψευ­στη ὑ­πό­σχε­σή σου γιὰ ἀ­νά­στα­ση καὶ ἀ­τε­λεί­ω­τη ζωή, τὴν ὁ­ποί­α θὰ ἀ­πο­λαύ­σουμε στὴν μελ­λού­με­νη Δεύτερη Πα­ρου­σί­α σου.
Σὺ γὰρ εἶ καὶ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως ἡ­μῶν ἀρ­χη­γός, καὶ τῶν βε­βι­ωμέ­νων ἀ­δέ­κα­στος, καὶ φι­λάν­θρωπος κρι­τής, καὶ τῆς μι­σθα­πο­δοσί­ας Δε­σπό­της καὶ Κύ­ριος· ὁ καὶ κοι­νω­νή­σας ἡ­μῖν πα­ρα­πλη­σί­ως σαρ­κὸς καὶ αἵ­μα­τος, διὰ συγ­κατά­βα­σιν ἄ­κραν, καὶ τῶν ἡ­με­τέρων ἀ­δι­α­βλή­των πα­θῶν, ἐν τῷ ἑ­κου­σί­ως εἰς πεῖ­ραν κα­τα­στῆ­ναι, προσ­λα­βό­με­νος σπλάγ­χνα οἰ­κτιρ­μῶν, καὶ ἐν ᾧ πέ­πον­θας πει­ρα­σθεὶς αὐ­τός, τοῖς πει­ρα­ζομέ­νοις ἡ­μῖν γε­νό­με­νος αὐ­τε­πάγγελ­τος βο­η­θός· διὸ καὶ συ­νή­γαγες ἡ­μᾶς εἰς τὴν σὴν ἀ­πά­θειαν.
Ἐσὺ εἶ­σαι ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀ­να­στά­σε­ώς μας καὶ τῶν ὅ­σων ἔ­χουμε ζή­σει ἀ­δέ­κα­στος καὶ φι­λάν­θρω­πος κρι­τής καὶ τῆς μι­σθα­πο­δο­σί­ας μας ὁ Δε­σπό­της καὶ Κύ­ριος. Συγ­κα­τα­βαί­νοντας πῆ­ρες πα­ρό­μοι­α μὲ μᾶς σάρ­κα καὶ αἷ­μα καὶ ἀπέ­κτη­σες θε­λη­μα­τι­κὰ τὴν πεί­ρα τῆς δικῆς μας ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως, ὥστε νὰ μᾶς κρίνεις μὲ εὐσπλαχνία καὶ συμπόνια. Καὶ ἐ­νῶ ἐ­σὺ ὁ ἴδιος ὑ­πέ­φε­ρες καὶ δοκιμαζόσουν, ἦρ­θες καὶ ἔ­γι­νες αὐ­τε­πάγ­γελ­τος βο­η­θὸς στὶς δι­κές μας δο­κι­μα­σί­ες καὶ ἔ­τσι μᾶς προσκάλεσες δίπλα σου,  προκειμένου νὰ φθάσουμε ἀνεπηρέαστοι στὴ δική σου ἀπάθεια.
Δέ­ξαι οὖν, Δέ­σπο­τα, δε­ή­σεις καὶ ἱ­κε­σί­ας ἡ­με­τέ­ρας, καὶ ἀ­νά­παυ­σον πάν­τας τοὺς πα­τέ­ρας ἑ­κά­στου, καὶ μη­τέ­ρας, καὶ ἀ­δελ­φούς, καὶ ἀ­δελ­φὰς καὶ τέ­κνα, καὶ εἴ τι ἄλ­λο ὁ­μο­γε­νὲς καὶ ὁ­μό­φυ­λον, καὶ πάσας τὰς προ­α­να­παυ­σα­μέ­νας ψυ­χὰς ἐ­π’­ἐλ­πί­δι ἀ­να­στά­σε­ως ζω­ῆς αἰ­ω­νί­ου· καὶ κα­τά­τα­ξον τὰ πνεύ­μα­τα αὐ­τῶν καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τα ἐν βί­βλῳ ζω­ῆς, ἐν κόλ­ποις Ἀ­βραάμ, Ἰ­σα­άκ καὶ Ἰ­α­κώβ, ἐν χώ­ρᾳ ζών­των, εἰς βα­σι­λεί­αν οὐ­ρα­νῶν, ἐν πα­ρα­δεί­σῳ τρυ­φῆς, διὰ τῶν φω­τει­νῶν Ἀγ­γέ­λων σου εἰ­σά­γων ἅ­παν­τας εἰς τὰς ἁ­γί­ας σου μο­νάς· συ­νέγει­ρων καὶ τὰ σώ­μα­τα ἡ­μῶν ἐν ἡ­μέ­ρᾳ, ᾗ ὥ­ρι­σας, κα­τὰ τὰς ἁ­γί­ας σου καὶ ἀ­ψευ­δεῖς ἐ­παγ­γελί­ας.
Δέ­ξου, λοι­πόν, Δέ­σπο­τα, τὶς προ­σευ­χὲς καὶ τὶς παρακλήσεις μας, ἀ­νά­παυ­σε τὸν πα­τέ­ρα τοῦ καθ’ ἑνὸς καὶ τὴ μη­τέ­ρα, τὰ ἀ­δέλ­φια καὶ τὶς ἀ­δελ­φὲς καὶ τὰ τέ­κνα καὶ κάθε ἄλλο συγγενῆ καὶ ὁμογενῆ μας καὶ ὅ­λες ἀνεξαιρέτως τὶς ψυ­χὲς ποὺ ἀναπαύθηκαν στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως. Καὶ κα­τά­τα­ξε τὰ πνεύ­μα­τα καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τά τους στὸ βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Ἰ­σα­άκ καὶ τοῦ Ἰ­α­κώβ, στὴ χώ­ρα τῶν ζών­των, στὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, στὸν Πα­ρά­δει­σο τῆς τρυφῆς. Ὅλους καθοδήγη­σέ μας μὲ τοὺς φω­τει­νούς Ἀγ­γέ­λους στοὺς τόπους τοὺς ἁγίους σου καὶ ὅταν ἔρθει ἡ ἡμέρα ποὺ καθόρισες, ἀνάστησε καὶ τὰ σώ­μα­τά μας σύμ­φω­να μὲ τὶς ἀ­δι­ά­ψευ­στες ὑ­πο­σχέ­σεις σου.

Οὐκ ἔ­στιν οὖν, Κύ­ρι­ε, τοῖς δούλοις σου θά­να­τος, ἐκ­δη­μούν­των ἡ­μῶν ἀ­πὸ τοῦ σώ­μα­τος, καὶ πρὸς σὲ τὸν Θε­ὸν ἐν­δη­μούν­των, ἀλ­λὰ με­τά­στα­σις, ἀ­πὸ τῶν λυ­πη­ρο­τέρων ἐ­πὶ τὰ χρη­στό­τε­ρα καὶ θυ­μηδέ­στε­ρα, καὶ ἀ­νά­παυ­σις καὶ χα­ρά. Εἰ δὲ καί τι ἡ­μάρ­το­μεν εἰς σέ, ἵ­λε­ως γε­νοῦ ἡ­μῖν τε καὶ αὐ­τοῖς· δι­ό­τι οὐ­δεὶς κα­θα­ρὸς ἀ­πὸ ῥύ­που ἐ­νώ­πιόν σου, οὐ­δ’ ἄν μί­α ἡ­μέ­ρα ᾖ ἡ ζω­ὴ αὐ­τοῦ, εἰ­μὴ μό­νος σύ, ὁ ἐ­πὶ γῆς φα­νεὶς ἀ­να­μάρ­τητος, ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, δι­’­οὗ πάν­τες ἐλ­πί­ζο­μεν ἐ­λέ­ους τυ­χεῖν, καὶ ἀ­φέ­σε­ως ἁ­μαρ­τι­ῶν.
Δὲν ὑ­πάρ­χει θά­να­τος γιὰ μᾶς τοὺς δού­λους σου, Κύριε. Δὲν εἶναι θάνατος γιὰ μᾶς, ὅταν ἀπο­χω­ρι­ζό­μα­στε ἀπὸ τὸ σῶ­μα μας καὶ ἐρ­χό­μα­στε κον­τὰ σὲ σέ­να τὸ Θε­ό. Με­τά­βα­ση εἶναι ἀ­πὸ τὰ πιὸ λυ­πη­ρὰ στὰ πιὸ κα­λά, στὰ πιὸ εὐ­χά­ρι­στα, στὴν ἀ­νά­παυ­ση καὶ στὴ χα­ρά. Ἐ­ὰν σὲ κά­τι ἁ­μαρ­τή­σα­με ἀπέναντί σου, νὰ μᾶς λυ­πη­θεῖς ὅλους, ἀ­φοῦ κα­νέ­νας δὲν εἶ­ναι κα­θα­ρὸς καὶ ἀ­κη­λί­δω­τος μπρο­στά σου, ἀκό­μα κι ἄν ζή­σει μό­νο μία ἡ­μέ­ρα. Μό­νο ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ μας, ὑ­πῆρ­ξες ἀ­να­μάρ­τη­τος πά­νω στὴ γῆ καὶ ἀ­πὸ σέ­να ὅ­λοι προσδοκούμε τὸ ἔ­λε­ος καὶ τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.

Διὰ τοῦ­το ἡ­μῖν τε καὶ αὐ­τοῖς, ὡς ἀ­γα­θὸς καὶ φι­λάν­θρω­πος Θε­ός, ἄ­νες, ἄ­φες, συγ­χώ­ρη­σον τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα ἡ­μῶν, τὰ ἑ­κού­σια καὶ τὰ ἀ­κού­σια, τὰ ἐν γνώ­σει καὶ ἐν ἀ­γνοί­ᾳ, τὰ πρό­δη­λα, τὰ λαν­θά­νον­τα, τὰ ἐν πρά­ξει, τὰ ἐν δι­α­νοί­ᾳ, τὰ ἐν λό­γῳ, τὰ ἐν πά­σαις ἡ­μῶν ταῖς ἀ­να­στρο­φαῖς, καὶ τοῖς κι­νή­μα­σι· καὶ τοῖς μὲν προ­λα­βοῦσιν ἐ­λευ­θε­ρί­αν καὶ ἄ­νε­σιν δώρη­σαι, ἡ­μᾶς δὲ τοὺς πε­ρι­ε­στῶ­τας εὐ­λό­γη­σον, τέ­λος ἀ­γα­θὸν καὶ εἰ­ρη­νι­κὸν πα­ρε­χό­με­νος ἡ­μῖν τε, καὶ παν­τὶ τῷ λα­ῷ σου, καὶ ἐ­λέ­ους σπλάγ­χνα καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας δι­α­νοί­γων ἡ­μῖν, ἐν τῇ φρι­κτῇ καὶ φο­βε­ρᾷ σου πα­ρου­σί­ᾳ· καὶ τῆς βα­σι­λεί­ας σου ἀ­ξί­ους ἡ­μᾶς ποί­η­σον.
Γι’ αὐ­τό, σὰν ἀ­γα­θὸς καὶ φι­λάν­θρω­πος Θε­ὸς ὅλων μας, παράβλεψε τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τά μας, ἄ­φη­σέ τα, συγ­χώ­ρη­σέ τα, τὰ θε­λη­μέ­να καὶ τὰ ἀ­θέ­λη­τα, τὰ συ­νει­δη­τὰ καὶ τὰ ἀ­συ­νεί­δη­τα, τὰ φα­νε­ρὰ καὶ τὰ κρυ­φά, ὅ­σα ἔ­γι­ναν πρά­ξεις κι ὅσα ἔ­μει­ναν σκέ­ψεις, ὅ­σα ἔ­γι­ναν μὲ λό­για κι ὅ­σα μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ τὶς κι­νή­σεις μας.  Καὶ ὅ­σους ἤρ­θαν ἐ­κεῖ νω­ρί­τε­ρα ἐλευθέρωσέ τους ἀπὸ κάθε κρῖμα καὶ δῶσε τους ἄ­νε­ση. Ἐ­μᾶς ποὺ στέκουμε γονατιστοὶ μπροστά σου εὐ­λό­γη­σέ μας καὶ δῶ­σε μας τέ­λος καλὸ καὶ εἰρη­νι­κό. Καὶ κατὰ τὴ φρικτὴ καὶ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Δεύτερης Παρουσίας σου δεῖ­ξε μας σπλά­χνα γε­μᾶ­τα ἔ­λε­ος καὶ φι­λαν­θρω­πί­α καὶ κάνε μας ἄ­ξιους τῆς Βα­σι­λεί­ας σου.
Θε­ὸς ὁ μέ­γας καὶ ὕ­ψι­στος, ὁ μό­νος ἔ­χων ἀ­θα­να­σί­αν, φῶς οἰ­κῶν ἀ­πρό­σι­τον, ὁ πᾶ­σαν τὴν κτί­σιν ἐν σο­φί­ᾳ δη­μι­ουρ­γή­σας, ὁ δι­α­χω­ρί­σας ἀ­νὰ μέ­σον τοῦ φωτός, καὶ ἀ­νὰ μέ­σον τοῦ σκό­τους, καὶ τὸν μὲν ἥ­λιον θέ­με­νος εἰς ἐ­ξουσί­αν τῆς ἡ­μέ­ρας, σε­λή­νην δὲ καὶ ἀ­στέ­ρας εἰς ἐ­ξου­σί­αν τῆς νυ­κτός· ὁ κα­τα­ξι­ώ­σας ἡ­μᾶς τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, καὶ ἐ­πὶ τῆς πα­ρούσης ἡμέρας προ­φθά­σαι τὸ πρόσω­πόν σου ἐν ἐ­ξο­μο­λο­γή­σει, καὶ τὴν ἑ­σπε­ρι­νήν σοι λα­τρεί­αν προ­σα­γα­γεῖν. Αὐ­τός, φι­λάν­θρωπε Κύ­ρι­ε, κα­τεύ­θυ­νον τὴν προ­σευ­χὴν ἡ­μῶν, ὡς θυ­μί­α­μα ἐ­νώ­πιόν σου, καὶ πρόσ­δε­ξαι αὐ­τὴν εἰς ὀ­σμὴν εὐ­ω­δί­ας.
Θε­ὸς ὁ με­γά­λος καὶ ὑ­ψη­λός, ὁ μό­νος ἀθά­να­τος, Ἐσὺ ποὺ κα­τοι­κεῖς στὸ ἀ­πλη­σί­α­στο φῶς, ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σες μὲ σο­φί­α ὅ­λη τὴν κτί­ση, ποὺ δι­α­χώ­ρι­σες τὸ φῶς ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι κι ἔ­βα­λες τὸν ἥ­λιο νὰ ἐ­ξου­σιά­ζει τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ τὴ σε­λή­νη μὲ τὰ ἀ­στέ­ρια νὰ ἐ­ξου­σιά­ζουν τὴ νύ­χτα, ἐ­σὺ ποὺ ἀ­ξί­ω­σες ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ φτά­σου­με σ’ αὐ­τὴν ἐ­δῶ τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ δοῦ­με τὸ πρό­σω­πό σου καὶ ἐξο­μο­λο­γη­τι­κὰ νὰ σοῦ στεί­λου­με αὐ­τὴν ἐδῶ τὴν ἑσπερινὴ λα­τρεί­α μας, Ἐσὺ, φι­λάν­θρω­πε Κύ­ρι­ε, ὁ­δή­γη­σε τὴν προ­σευ­χή μας σὰν θυ­μί­α­μα μπρο­στά σου καὶ δέ­ξου την σὰν εὐ­ω­δια­στὴ μοσχοβολιά.

Πα­ρά­σχου δὲ ἡ­μῖν τὴν πα­ροῦ­σαν ἑ­σπέ­ραν, καὶ τὴν ἐ­πι­οῦ­σαν νύ­κτα εἰ­ρη­νι­κήν· ἔν­δυ­σον ἡ­μᾶς ὅ­πλα φω­τός· ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ φό­βου νυ­κτε­ρι­νοῦ, καὶ ἀ­πὸ παν­τὸς πράγ­μα­τος ἐν σκό­τει δι­α­πο­ρευ­ομέ­νου· καὶ δώ­ρη­σαι ἡ­μῖν τὸν ὕ­πνον, ὃν εἰς ἀ­νά­παυ­σιν τῇ ἀ­σθε­νεί­ᾳ ἡ­μῶν ἐ­δω­ρή­σω, πά­σης δι­α­βο­λι­κῆς φαν­τα­σί­ας ἀ­πηλλαγ­μέ­νον.
Χάρισέ μας εἰρηνικὸ αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ τὴν ἐρ­χό­με­νη νύ­χτα, ντύ­σε μας μὲ ὅ­πλα φω­τει­νά, λύ­τρω­σέ μας ἀ­πὸ τὸ νυ­χτε­ρι­νὸ φό­βο καὶ ἀ­πὸ κά­θε τι ποὺ κινεῖται στὸ σκο­τά­δι καὶ δῶ­σε μας τὸν ὕ­πνο ποὺ μᾶς τὸν χά­ρι­σες γιὰ ἀ­νά­παυ­ση τῆς θνητῆς μας φύσης, ἀπαλλαγμένο ἀ­πὸ κά­θε δι­α­βο­λι­κή φαν­τα­σία.

Ναί, Δέ­σπο­τα τῶν ἁ­πάν­των, τῶν ἀ­γα­θῶν χο­ρη­γέ, ἵ­να, καὶ ἐν ταῖς κοί­ταις ἡ­μῶν κα­τα­νυ­γό­με­νοι, μνη­μο­νεύ­ω­μεν καὶ ἐν νυ­κτὶ τοῦ πα­να­γί­ου ὀ­νό­μα­τός σου· καὶ τῇ με­λέ­τῃ τῶν σῶν ἐν­το­λῶν κα­ταυγα­ζό­με­νοι ἐν ἀ­γαλ­λιά­σει ψυ­χῆς δι­α­νιστῶ­μεν, πρὸς δο­ξο­λο­γί­αν τῆς σῆς ἀ­γα­θό­τη­τος, δε­ή­σεις καὶ ἱ­κε­σί­ας τῇ σῇ εὐ­σπλα­χνί­ᾳ προσά-γον­τες, ὑ­πὲρ τῶν ἰ­δί­ων ἁ­μαρ­τι­ῶν, καὶ παν­τὸς τοῦ λα­οῦ σου, ὃν, ταῖς πρε­σβεί­αις τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου ἐν ἐ­λέ­ει ἐ­πί­σκε­ψαι.

 Πηγή



Ναί, Δέ­σπο­τα τῶν ὅ­λων, χο­ρη­γὲ κά­θε ἀ­γα­θοῦ, ὥ­στε καὶ στὰ κρεβ­ά­τια μας τὴ νύ­χτα νὰ μνη­μο­νεύ­ου­με μὲ κα­τά­νυ­ξη τὸ πα­νά­γιο ὄ­νο­μά σου καὶ τὴν αὐ­γὴ νὰ ἀ­νοί­γου­με τὰ μά­τια μας μὲ τὴν με­λέ­τη τῶν ἐν­το­λῶν σου. Ἔπειτα νὰ ση­κω­νό­μα­στε μὲ ψυ­χι­κὴ ἀγαλ­λί­α­ση γιὰ νὰ δο­ξο­λο­γή­σουμε τὴ δι­κή σου ἀγα­θό­τη­τα, προ­σκο­μί­ζον­τας στὴν εὐ­σπλα­χνί­α σου προ­σευ­χὲς καὶ ἱ­κε­σί­ες γιὰ τὶς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες καὶ γιὰ ὅ­λου τοῦ λα­οῦ σου, τὸν ὁ­ποῖ­ο μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου νὰ ἐπισκεφθεῖς μὲ ἔ­λε­ος, Κύ­ρι­ε.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Η προσευχή του Ιησού...Σωφρονίου Σαχάρωφ




Εις το παρόν κεφάλαιον θα αποπειραθώ να εκθέσω κατά το δυνατόν συντομώτερον τας πλέον ουσιώδεις απόψεις περί της προσευχής του Ιησού, της μεγάλης αυτής ασκήσεως της καρδίας, ως και την πλέον υγιαίνουσαν περί της ασκήσεως ταύτης διαδασκαλίαν την οποία συνήντησα εν Αγίω Όρει.

Επί πολλά έτη οι μοναχοί προφέρουν την προσευχήν αυτήν δια του στόματος, μη αναζητούντες τεχνητούς τρόπους ενώσεως του νου μετά της καρδίας. Η προσοχή αυτών συγκεντρούται εις την συμμόρφωσιν της καθ’ ημέραν ζωής αυτών προς τας εντολάς του Χριστού. Η αιωνόβιος πείρα της ασκήσεως ταύτης έδειξεν ότι ο νους ενούται μετά της καρδίας δια της  ενεργείας του Θεού, όταν ο μοναχός διέλθη την σταθεράν πείραν της υπακοής και της εγκρατείας, όταν ο νους αυτού, η καρδία και αυτό το σώμα του «παλαιού ανθρώπου» ελευθερωθούν επαρκώς εκ της εξουσίας της αμαρτίας.
 Εν τούτοις και κατά το παρελθόν και κατά τον παρόντα καιρόν οι Πατέρες ενίοτε επιτρέπουν να προσφεύγωμεν εις την τεχνητήν μέθοδον εισαγωγής του νου εις την καρδίαν. Προς τούτο ο μοναχός, δίδων κατάλληλον θέσιν εις το σώμα και κλίνων την κεφαλήν προς το στήθος, νοερώς προφέρει την προσευχήν εισπνέων ησύχως τον αέρα μετά των λέξεων: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, (Υιέ του Θεού)» και έπειτα εκπνέων τελειώνει την προσευχήν: «ελέησον με (τον αμαρτωλόν)». Κατά τον χρόνον της εισπνοής η προσευχή του νου κατ’ αρχάς  ακολουθεί την κίνησιν του εισπνεομένου αέρος και συγκεντρούται εις το άνω μέρος της καρδίας. Κατά την εργασίαν ταύτην επί τι χρονικόν διάστημα η προσοχή δύναται να διαφυλαχθή αδιάχυτος και ο νους να παραμείνη πλησίον της καρδίας, έτι δε και να εισέλθη εντός αυτής. Η πείρα θα δείξη ότι ο τρόπος ούτος θα δώση εις τον νουν την δυνατότητα να ίδη ουχί αυτήν την φυσικήν καρδίαν, αλλά εκείνο όπερ τελείται εν αυτή: Οποία αισθήματα εισδύουν εν αυτή· οποίαι νοεραί εικόνες προσεγγίζουν αυτήν εκ των έξω. Η τοιαύτη άσκησις θα οδηγήση τον μοναχόν να αισθάνηται την καρδίαν αυτού και να διαμένη εν αυτή δια της προσοχής του νοός μη προσφεύγων πλέον εις οιανδήποτε «ψυχοσωματικήν τεχνικήν».
  Η τεχνητή μέθοδος δύναται να βοηθήση τον αρχάριον να ανεύρη τον τόπον, όπου οφείλει να σταθή η προσοχή του νοός κατά την προσευχήν και εν γένει εν παντί καιρώ. Εν τούτοις η πραγματική προσευχή δεν επιτυγχάνεται δια του τρόπου αυτού. Αύτη έρχεται ουχί άλλως, ει μη δια της πίστεως και της μετανοίας, αίτινες είναι η μόνη βάσις δι’αυτήν. Ο κίνδυνος της ψυχοτεχνικής, ως κατέδειξεν η μακρά πείρα, έγκειται εις το ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, οίτινες αποδίδουν καθ’υπερβολήν μεγάλην σημασίαν εις την μέθοδον καθ’εαυτήν. Προς αποφυγήν της επιβλαβούς παραμορφώσεως της πνευματικής ζωής του προσευχομένου συνιστάται από παλιών χρόνων εις τους αρχαρίους ασκητάς άλλος τρόπος, κατά πολύ βραδύτερος, αλλ’ ασυγκρίτως ορθότερος και ωφελιμώτερος και δη: να συγκεντρούται η προσοχή εις το Όνομα του Ιησού Χριστού και εις τους λόγους της ευχής. Όταν η συντριβή δια τας αμαρτίας φθάση εις ωρισμένον βαθμόν, τότε ο νους φυσικώ τω τρόπω ενούται μετά της καρδίας.

Ο πλήρης τύπος της προσευχής είναι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εις τους αρχαρίους ακριβώς αυτός ο τύπος προτείνεται. Εις το πρώτον μέρος της προσευχής ομολογούμεν τον Χριστόν-Θεόν, τον σαρκωθέντα δια την ημών σωτηρίαν. Εις το δεύτερον μέρος εν μετανοία αναγνωρίζομεν την πτώσιν ημών, την αμαρτωλότητα και την λύτρωσιν ημών. Ο συνδυασμός της δογματικής ομολογίας με τα της μετανοίας απεργάζεται την προσευχήν πληρεστέραν κατά το θετικόν αυτής περιεχόμενον. Είναι δυνατόν να καθορίσωμεν στάδια τινα εν τη αναπτύξει της προσευχής ταύτης:

Πρώτον, είναι η προφορική. Λέγομεν την προσευχήν δια των χειλέων, ενώ προσπαθούμεν να  συγκεκντρώσωμεν την προσοχήν ημών εις το Όνομα και τας λέξεις.
Δεύτερον, νοερά. Δεν κινούμεν πλέον τα χείλη, αλλά προφέρομεν το όνομα του Ιησού Χριστού και το λοιπόν περιεχόμενον της προσευχής νοερώς.
Τρίτον, νοερά-καρδιακή. Ο νους και η καρδία ενούνται κατά την ενέργεια αυτών· η προσοχή περικλείεται εντός της καρδίας και εκεί προφέρεται η ευχή.
Τέταρτον, αυτενεργουμένη. Η προσευχή στερεούται εν τη καρδία, και άνευ ιδιαιτέρας προσπαθείας της θελήσεως προφέρεται αφ’ εαυτής εντός της καρδίας, ελκύουσα προς τα εκεί την προσοχήν του νοός.
Πέμπτον, χαρισματική. Η προσευχή ενεργεί ως  τρυφερά φλοξ εντός ημών, ως έμπνευσις Άνωθεν, γλυκαίνουσα την καρδίαν δια της αισθήσεως της αγάπης του Θεού και αρπάζουσα τον νου εις πνευματικάς θεωρίας. Ενίοτε συνοδεύεται μετά της οράσεως του Φωτός.
Η βαθμιαία ανάβασις εν τη προσευχή είναι η πλέον αξιόπιστος. Εις τον εισερχόμενον εις το στάδιον του αγώνος δια την προσευχήν επιμόνως προτείνεται να αρχίζη δια της προφορικής προσευχής, εώς ότου αύτη αφομοιωθή υπό του σώματος, της γλώσσης, της καρδίας και της διανοίας αυτού. Η διάρκεια της περιόδου ταύτης διαφέρει εις έκαστον. Όσον βαθυτέρα είναι η μετάνοια, τοσούτον συντομωτέρα η οδός.
Η άσκησις της νοεράς προσευχής δύναται προς καιρόν να συνδέηται μετά της ψυχοσωματικής μεθόδου, τουτέστι να φέρη χαρακτήρα ρυθμικής ή αρρύθμου προφοράς της ευχής δια του νοερού μέσου της εισπνοής κατά το πρώτον μέρος και της εκπνοής κατά το δεύτερον, καθώς περιεγράφη ανωτέρω. Η τοιαύτη εργασία δύναται να είναι ωφέλιμος, εάν έχωμεν πάντοτε κατά νουν ότι εκάστη επίκλησις του Ονόματος του Χριστού πρέπει να συνδέηται αδιαστάτως μετ’Αυτού, του Προσώπου του Χριστού-Θεού. Αλλέως η προσευχή μετατρέπεται εις τεχνητόν γύμνασμα και καταλήφει εις αμαρτίαν εναντίον της εντολής: «Ου λήψει το Όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω»(Εξ. 20,7 και Δευτ. 5,11).
Όταν η προσοχή του νοός στερεούται εν τη καρδία, τότε είναι δυνατός ο πλήρης έλεγχος των τελουμένων εντός της καρδίας, η δε πάλη προς τα πάθη διεξάγεται μετά συνέσεως. Ο ευχόμενος βλέπει τους εχθρούς προσεγγίζοντας εκ των έξω και δύναται να εκδιώξη αυτούς δια της δυνάμεως του Ονόματος του Χριστού. Δια της ασκήσεως ταύτης η καρδία λεπτύνεται και γίνεται διορατική: Διαισθάνεται την κατάστασιν του προσώπου εκείνου, περί του οποίου προσφέρεται δέησις. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τελείται η μετάβασις εκ της νοεράς προσευχής εις την νοεράν-καρδιακήν, μετά την οποίαν δίδεται η αυτενεργούμενη προσευχή.
Αγωνιζόμεθα να παρασταθώμεν ενώπιον του Θεού εν τη ενότητι και ολότητι της υπάρξεως ημών. Η εν φόβω Θεού επίκλησις του Ονόματος του Σωτήρος συνδεομένη μετά της ακαταπαύστου προσπαθείας τηρήσεως των εντολών , οδηγεί βαθμηδόν εις την μακαρίαν ενότητα όλων των δυνάμεων ημών, των πρότερον εξησθενημένων εκ της Πτώσεως. Κατά τον θαυμαστόν, αλλά δύσκολον και οδυνηρόν αυτόν αγώνα ουδέποτε πρέπει να βιαζώμεθα. Είναι σημαντικόν να αποβάλωμεν τον λογισμόν, όστις εισηγείται εις ημάς την επιτυχίαν του μεγίστου εις τον βραχύτερον δυνατόν χρόνον. 
Ο Θεός  δεν βιάζεται την θέλησιν ημών, αλλ’ ούτε εις Αυτόν είναι δυνατόν να επιβάλωμεν δια της βίας να πράξη ο,τιδήποτε. Τα επιτυγχανόμενα δια της βίας της θελήσεως μέσω της ψυχοσωματικής μεθόδου δεν διατηρούνται επί μακρόν, και το κυριώτερον, δεν οδηγούν εις την ένωσιν του πνέυματος ημών μετά του Πνεύματος του Ζώντος Θεού.
Εν ταις συνθήκαις του συγχρόνου κόσμου η προσευχή απαιτεί υπέράθρωπον ανδρείαν, διότι εις αυτήν ανθίσταται το σύνολον των κοσμικών ενεργειών. Διαμονή εν απερισπάστω προσευχή  σημαίνει νίκην εφ’ όλων των επιπέδων της φυσικής υπάρξεως. Η οδός αύτη είναι μακρά και ακανθώδης, αλλ’ έρχεται στιγμή κατά την οποίαν ακτίς του Θείου Φωτός διαπερά το πυκνόν σκότος και δημιουργεί ενώπιον ημών ρωγμήν, δια μέσου της οποίας βλέπομεν την Πηγήν του Φωτός τούτου. Τότε η προσευχή του Ιησού λαμβάνει κοσμικάς και υπερκοσμίους διαστάσεις.
«Γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν· η γαρ σωματική γυμνασία προς ολίγον εστίν ωφέλιμος, η δε ευσεβεία προς πάντα ωφέλιμος εστίν, επαγγελίαν έχουσα ζωής της νυν και της μελλούσης. Πιστός ο λόγος και πάσης αποδοχής άξιος· εις τούτο γαρ και κοπιώμεν… ότι ηλπίκαμενεπί Θεώ ζώντι, Ος εστί Σωτήρ πάντων ανθρώπων… Παράγγελλε ταύτα και δίδασκε» ( Α’ Τιμ. 4,7-11). Η τήρησις της διδαχής ταύτης του Αποστόλου αποτελεί την πιστοτέραν οδόν προς τον Αναζητούμενον. Είναι αδύνατον να διανοηθώμεν ότι δια τεχνητών μέσων αποκτάται η θέωσις. Πιστεύομεν ότι ο Θεός ήλθεν εις την γην, απεκάλυψε το μυστήριον της αμαρτίας και έδωκεν εις ημάς την χάριν της μετανοίας, ημείς δε προσευχόμεθα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», επ’ ελπίδι της συγχωρήσεως και της καταλλαγής εν τω Ονόματι Αυτού. Τους λόγους «ελέησόν με τον αμαρτωλόν» δεν εγκαταλείπομεν καθ’ όλην την ζωήν ημών. Η τελεία νίκη επί της αμαρτίας είναι δυνατή ουχί άλλως, ει μη δια της ανοικήσεως εν ημίν του Ιδίου του Θεού. Τούτο αποτελεί την θέωσιν ημών, ένεκα της οποίας καθίσταται δυνατή η άμεσος θεωρία του Θεού «καθώς εστί». 
Το πλήρωμα της χριστιανικής τελιότητος είναι ακατόρθωτον εν τοις ορίοις της γης. Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο Μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός Εκείνος εξηγήσατο» (Ιωαν. 1,18). Ο ίδιος δε διαβεβαιοί ημάς ότι εν τω μέλλοντι αιώνι θα συντελεσθή η θέωσις ημών, διότι «οψόμεθα Αυτόν καθώς εστί» (Α’ Ιωαν. 3,2). «Πας ο έχων την ελπίδα ταύτην… αγνίζει εαυτόν, καθώς Εκείνος αγνός εστί… πας ο εν Αυτώ μένων ουχ αμαρτάνει· πας ο αμαρτάνων ουχ  εώρακεν Αυτόν ουδέ έγνωκεν Αυτόν» (Α’ Ιωαν. 3,3 και 6). Είναι ωφέλιμον να διαποτισθώμεν υπό του περιεχομένου αυτής της Επιστολής, ίνα η επίκλησης του Ονόματος του Ιησού γένηται ενεργός, σωτήριος, ίνα «μεταβώμεν» εκ του θανάτου εις την ζωήν» (πρβλ. Α’ Ιωαν. 3,14) και λάβωμεν «δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. 24,49).
Εν εκ των πλέον θαυμασίων βιβλίων των ασκητών Πατέρων είναι η «Κλίμαξ» του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου. Αναγινώσκεται υπό των αρχαρίων μοναχών, αλλά χρησιμεύει και ως αυθεντικόν κριτήριον δια τους τελείους. (Είναι ίσως περιττόν να είπωμεν ότι η τελειότης επί της γης ουδέποτε είναι πλήρης). Παρόμοιόν τι δυνάμεθα να διαπίστώσωμεν και εις ό,τι αφορά εις την προσευχήν του Ιησού. Δι’ αυτής προσεύχονται κατά την διάρκειαν πάσης εργασίας απλοί και ευσεβείς άνθρωποι· δι’ αυτής αντικαθίστανται αι εκκλησιαστικαί ακολουθίαι· αυτήν «νοερώς»προφέρουν οι μοναχοί , ευρισκόμενοι εν τω ναώ κατά τον χρόνον των ακολουθιών· αύτη συνιστά ωσαύτως το κατ’ εξοχήν έργον των μοναχών εν τοις κελλίοις και των ερημιτών-ησυχαστών.
Η εργασία της προσευχής ταύτης συνδέεται στενώτατα μετά της θεολογίας του Θείου Ονόματος. Έχει αύτη βαθείας δογματικάς ρίζας, ως και όλη η ασκητική ζωή των ορθοδόξων: Συμβολίζει αρμονικώς μετά της δογματικής συνειδήσεως. Η προσευχή εις τινας των μορφών αυτής γίνεται αληθώς πυρ καταναλίσκον τα πάθη (βλ. Εβρ. 12,29). Εν αυτή περικλείεται Θεία δύναμις, ήτις ανιστά τους νεκρωθέντας εκ της αμαρτίας. Είναι φως, όπερ λαμπρύνει τον νουν και μεταδίδει εις αυτόν την ικανότητα της διακρίσεως δυνάμεων αίτινες ενεργούν «εν τω κόσμω»· παρέχει ωσαύτως την δυνατότητα της θεωρίας των τελουμένων εντός του νου και της καρδίας ημών: «Δικνουμένη (αύτη) άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτική ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (πρβλ. Εβρ. 4,12).
Η ευλαβής άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί τον άνθρωπον εις συνάντησιν μετά πολλών εναντιουμένων ενεργειών κεκρυμένων εν τη ατμοσφαίρα. Προσφερομένη εν τη καταστάσει βαθείας μετανοίας διεισδύει εις τον χώρον, όστις κείται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Εις τας πλέον εντατικάς εκδηλώσεις αυτής απαιτεί αύτη ή μεγάλην πείραν ή καθοδήγητήν. Είναι απαραίτητος εις όλους ανεξειρέτως τους ασκούντας αυτήν η νημτική περίσκεψις, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή εις παν επερχόμενον επ’ αυτούς. Τότε γίνεται αύτη δύναμις, ήτις συνάπτει το πνεύμα ημών προς το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθησιν της ζώσης παρουσίας της αιωνιότητος εντός ημών, έχουσα ήδη οδηγήσει ημάς δια μέσου αβύσσων σκότους εν ημίν κεκρυμένων.
Η προσευχή αύτη είναι μέγα δώρον του ουρανού προς τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα.
Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (ίνα μη είπω η άσκησις) εν τη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτόν να παραβάλω ταύτην προς την φυσικήν ζωήν του κόσμου ημών και να φέρω παραδείγματα  εκ των γνωστών εις ημάς γεγονότων της συγχρόνου επικαιρότητος. Οι αθληταί, προετοιμαζόμενοι δια τους προκειμένους εις αυτούς αγώνας, επαναλαμβάνουν επί μακρόν τας αυτάς ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά την στιγμήν της διεξαγωγής αυτών ταχέως και μετά βεβαιότητος, και τρόπον τινά μηχανικώς, πάσας τας κινήσεις, τας οποίας ήδη καλώς αφωμοίωσαν. Εκ του αριθμού των ασκήσεων εξαρτάται και η ποιότητς της αποδόσεως. Ιδού, θα διηγηθώ εισέτι γεγονός, όπερ συνέβη εις κύκλον γνωστών εις εμέ προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω επί του προκειμένου εκείνα, άτινα ήκουσα εξ ενός εκ των πλησιεστέρων ανθρώπων προς τα πρόσωπα εις τα οποία αναφέρονται.
Εις ευρωπαικήν τινα πόλιν δύο αδελφοί ενυμφεύθησαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέας. Η μία εξ αυτών ήτο ιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρος. Η άλλη ήτο ωραιοτέρα, δραστήριος, ευγενής αλλ’ ουχί καθ’ υπερβολήν ευφυής. Ότε επλησίαζεν ο καιρός του τοκετού δι’ αμφοτέρας, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρίαν ακολουθούσαι την προς τινός εμφανισθείσαν μέθοδον του «ανωδύνου τοκετού». Η πρώτη, η ιατρός, ταχέως κατενόησεν όλον τον μηχανισμόν της πράξεως ταύτης και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθωρισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τας ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατενόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφήρμοζε τα γνώσεις αυτής. Η άλλη δεν εγνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε διετίθετο να ασχοληθή μετά της θεωρητικής πλευράς της μεθόδου ταύτης, αλλά παρεδόθη απλώς μετά ζήλου εις την επανάληψιν του προδιαγεγραμμένου συμπλέγματος κινήσεων του σώματος. Αφομοιώσασα δε ταύτας επαρκώς, ότε έφθασεν η στιγμή, απήλθε δια το προκείμενον εγχείρημα. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμήν του τοκετού εκ των πρώτων ήδη ωδινών δεν ενεθυμήθη τας θεωρίας και έτεκε μετά μεγάλης δυσκολίας, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)· η δε άλλη έτεκεν άνευ πόνων και σχεδόν άνευ δυσκολίας.
Ούτω θα συμβή και εις ημάς. Ο σύγχρονος και πεπαιδευμένος άνθρωπος είναι εις θέσιν να εννοήση τον «μηχανισμόν» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθή δύο ή τρεις  εβδομάδας μετά τινός ζήλου, να αναγνώση ολίγα βιβλία, και ιδού, ο ίδιος δύναται ήδη εις τα γεγραμμένα βιβλία να προσθέση και το ίδιον αυτού. Κατά την ώραν όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασις ημών υποβάλληται εις βιαίαν διάσπασιν, όταν ο νους θολούται και η καρδία αισθάνηται ισχυρούς πόνους ή εξασθένησιν, τότε πάσαι αι θεωρητικαί ημών γνώσεις εκλείπουν και η προσευχή δύναται να απολεσθή.
Είναι αναγκαίον να προσευχώμεθα επί έτη. Να αναγινώσκωμεν ολίγον, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπον άπτεται της προσευχής και συνεργεί, κατά το περιεχόμενον αυτού, εις την ενίσχυσιν της έλξεως προς προσευχήν μετανοίας δια της εσωτερικής φυλακής του νοός. Εκ της μακροχρονίου επαναλήψεως η προσευχή γίνεται φύσις της υπάρξεως ημών, φυσική αντίδρασις εις παν φαινόμενον εν τη   πνευματική σφαίρα, είτε τούτο είναι φως, είτε σκότος, είτε εμφάνισις αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – εν ενί λόγω, εν παντί καιρώ και πάση περιστάσει.
Μετά τοιαύτης προσευχής η γέννησις ημών δια την ουράνιον ζωήν δύναται όντως να αποβή ανώδυνος.
Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, ήτις αποκαλύπτει εις ημάς τα έσχατα βάθη του ανάρχου Όντος, είναι σύντομος, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξιν εις πλάτος. Η δια του Χριστού φανερωθείσα τελειότης είναι αέφικτος εν τοις ορίοις της γης· το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους διέρχεται ο ασκών την προσευχήν ταύτην, είναι απερίγραπτον. Η άσκησις της προσευχής ταύτης οδηγεί κατά παράδοξον τρόπον το πνεύμα του ανθρώπου εις συνάντησιν μετά των κεκρυμμένων εν τω «Κόσμω» δυνάμεων. Η δια του Ονόματος του Ιησού προσευχή προκαλεί εναντίον αυτής επίθεσιν εκ μέρους των κοσμικών δυνάμεων, κάλλιον δ’ ειπείν, την πάλην μετά «των κοσμοκρατόρων του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ.  6,12). Αύτη, ανυψούσα τον άνθρωπων εις σφαίρας κειμένας πέραν των ορίων της γηίνης σοφίας, εις τα υψίστας μορφάς αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».
Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσίαν αυτής υπέρκειται παντός εξωτερικού σχήματος, εν τη πράξει όμως οι πιστοί ένεκα της ανικανότητος αυτών να σταθούν εν αυτή «καυαρώ νοΐ» επί μακρόν χρόνον, χρησιμοποιούν το κομποσχοίνιον χάριν πειθαρχίας. Εν τω Αγίω Όρει του Άθω το πλέον διαδεδομένον κομβοσχοίνιον φέρει εκατό κόμβους διηρημένους εις τέσσερα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών καθ’ ημέραν και νύκτα ορίζεται αναλόγως της δυνάμεως εκάστου και των πραγματικών συνθηκών της ζωής αυτού.

Του μακαριστού Γέροντος και κτήτορος της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Essex
Σωφρονίου Σαχάρωφ από το βιβλίο “ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΉΣ”, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Essex

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

2013 ευχές. Καλή και ευλογημένη χρονιά γεμάτη μετάνοια!

 xmas2.gif
Πέρσι εδώ στο blog ευχηθήκαμε η Νέα Χρονιά  να μας φέρει...ελπίδα.
Φέτος θα θέλαμε να ευχηθούμε για τη Νέα χρονιά υπομονή και κυρίως μετάνοια.
Υπομονή πρώτα, προκειμένου να υπομείνουμε τον εαυτό μας που άλλαξε, τον εαυτό μας που μεταμορφώθηκε σε ένα άλλο άνθρωπο, απελπισμένο, εξαγριωμένο, αποπροσανατολισμενο, εξαθλιωμένο ...
Τα γεγονότα μας άλλαξαν, δεν μπορούμε να ανεχτούμε τον συνάνθρωπο μαςλλα λέει ο ένας, διαφορετικά καταλαβαίνει ο άλλος, οι κυβερνήτες μας κυβερνούν λες και βρίσκονται σε άλλο τόπο, σε άλλο χρόνο, σε άλλη συχνότητα.
Αλλά και μετάνοια γιατί σαν σε μια άλλη Νινευή αισθανόμαστε την απελπισία και την απειλή να κρέμεται πάνω από τα  κεφάλια μας και τα κεφάλια των παιδιών μας, όμως για την μετάνοια,  μας τονίζει  ο Άγιος Ιωαννης ο Χρυσόστομος ότι:
<< Παλιά εξαφάνισες τους ανθρώπους με κατακλυσμό δικαίως. γιατί, ενώ δίδασκε ο Νώε, δεν τον άκουαν. τους προανήγγειλες την καταστροφή, και δεν απέφυγαν την αμαρτία. Τους Σοδομίτες δικαιολογημένα τους έκαψες, γιατί δεν θέλησαν να δεχθούν τις συμβουλές του Λωτ. Οι Αιγύπτιοι σωστά καταποντίστηκαν μαζί με τον Φαραώ, γιατί, ενώ τους δίδασκε ο Μωυσής, δεν πείσθηκαν, αν και είχαν δε­χθεί πολλές πληγές και είχαν αποκτήσει πείρα της δυνάμεώς Σου.
Αλλάξαμε εμείς, συμφιλιώσου Εσύ. Πάψε την οργή Σου, όπως εμείς σταματήσαμε την πλάνη. Πάψε Συ την τιμωρία, όπως εμείς την κακία. Μας διαπαιδαγώγησες αρκετά με το φόβο, δώσε μας λοιπόν καιρό να αποδείξουμε την αγάπη μας σε Σένα.

Ας ειναι η ευχή μας και η προσευχή μας το:δώσε μας λοιπόν καιρό να αποδείξουμε την αγάπη μας σε Σένα.


Καλή και ευλογημένη χρονιά, γεμάτη μετάνοια.