Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιο Πνεύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιο Πνεύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Πως θα μπορέσουμε να αποσπάσουμε τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος...



Agio_Pneuma_876.jpg

Πως όμως θα μπορέσουμε να αποσπάσουμε τη βοήθεια του Πνεύματος και να το πείσουμε να μείνει κοντά μας;
Με έργα αγαθά και άριστο τρόπο ζωής. Γιατί όπως το φως του λυχναρίου διατηρείται με λάδι και όταν ξοδευθεί αυτό σβήνει και το φως μαζί του και τελειώνει, έτσι ακριβώς και η χάρη του Πνεύματος, όταν έχουμε να παρουσιάσουμε έργα αγαθά και η ψυχή μας είναι γεμάτη από πολλή ελεημοσύνη, μένει η φλόγα σαν να διατηρείται από λάδι, όταν όμως αυτή δεν υπάρχει, φεύγει και αναχωρεί, πράγμα που έγινε και στις πέντες παρθένες... Γιατί το παράπτωμά τους προήλθε μόνο από αδιαφορία...
Είναι καλό πράγμα η παρθενία και υπερφυσικό το κατόρθωμα. Αλλά το καλό και μεγάλο και υπερφυσικό αυτό πράγμα αν δεν είναι ενωμένο με τη φιλανθρωπία, δεν θα μπορέσει να φθάσει ούτε στα πρόθυρα του νυμφώνα".

  Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρηθεί στους ανθρώπους , όποιος όμως βλασφημήσει κατά του Αγίου Πνεύματος , δεν θα συγχωρηθεί ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε στον μέλλοντα».


Καθώς και αυτός οπού λέει ότι δεν μπορεί κάποιος στην παρούσα γενιά να γίνει μέτοχος του Αγίου Πνεύματος, αλλά και αυτός που δυσφημεί τις ενέργειες του Πνεύματος και τις αποδίδει στο αντίθετο πνεύμα, εισάγει νέα αίρεση στην Εκκλησία του Θεού.

Αγαπητοί μου αδελφοί το ιερότατο απόφθεγμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού λέει, ότι « Κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρηθεί στους ανθρώπους , όποιος όμως βλασφημήσει κατά του Αγίου Πνεύματος , δεν θα συγχωρηθεί ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε στον μέλλοντα».
Ας εξετάσουμε λοιπόν ποια είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Βλασφημία λοιπόν κατά του Αγίου Πνεύματος είναι το να αποδίδουμε τις ενέργειές του στον αντίθετο Πνεύμα, καθώς αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος.
Πώς όμως το κάνει κάποιος αυτό? Όταν ή ενώ γίνονται θαύματα δια του Αγίου Πνεύματος, ή ενώ βλέπει κάποιο άλλο θείο χάρισμα σε έναν από τους αδελφούς του -εννοώ δηλαδή , κατάνυξη, δάκρυα, ταπείνωση, θεία γνώση, λόφο της άνωθεν σοφίας ή κάποιο άλλο που χαρίζεται από το Άγιο Πνεύμα σε όσους αγαπούν τον Θεό- ισχυρίζεται ότι αυτό προέρχεται από απάτη του διαβόλου .
Αλλά και όποιος λέει ότι ότι πλανώνται από τους δαίμονες όσοι οδηγούνται από το θείο Πνεύμα ως υιοί του Θεού, και πράττουν τις εντολές του πατέρα τους και Θεού, και αυτός βλασφημεί το Άγιο Πνεύμα που ενεργεί σε αυτούς, όπως ακριβώς δηλαδή έπραξαν κάποτε και οι Ιουδαίοι στον Υιό του Θεού.
Εκείνοι έβλεπαν δαίμονες να διώχνονται από τον Χριστό, και βλασφημούσαν κατά του Αγίου Πνεύματος κι έλεγαν οι αναιδείς με αναίδεια: «Δια του Βεελζεβούλ του άρχοντα των δαιμονίων , βγάζει τα δαιμόνια».

Αλλά μερικοί ενώ τα ακούνε αυτά, δεν τα ακούνε, και ενώ τα βλέπουν, και όλα τα έργα που αναφέρει η θεία Γραφή ότι γίνονται από το Άγιο Πνεύμα και από θεία ενέργεια- σαν να έχασαν τα λογικά τους και απέρριψαν όλη τη θεία Γραφή από την ψυχή τους και απέβαλαν τη γνώση της διανοίας τους που προέρχεται από αυτή- δεν φρίττουν να λένε ότι γίνονται από μέθη και δαιμονική ενέργεια.

Όπως λοιπόν οι άπιστοι και τελείως αμύητοι στα θεία μυστήρια, κι αν ακόμη ακούσουν περί θείας έλλαμψης , κι αν περί φωτισμού της ψυχής και του νου, κι αν περί θεωρίας και απαθείας, κι αν περί ταπείνωσης και δακρύων που ρέουν με την ενέργεια και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, αμέσως, σαν να μην μπορούν να αντέξουν την υπερβολική αίγλη και δύναμη των λόγων , επειδή μάλλον σκοτίζονται, παρά φωτίζονται τα μάτια της καρδιάς, αποφαίνονται με θράσος ότι αυτά προέρχονται από την πλάνη των δαιμόνων. Και δεν φρίττουν ούτε με την κρίση του Θεού, ούτε για την βλάβη που προκαλούν σε όσους την ακούν , αλλά οι θρασείς σε όλους με αναίδεια διακηρύσσουν ότι τίποτε τέτοιο δεν γίνεται από τον Θεό σε κανέναν από τους πιστούς.
Αυτό είναι ασέβεια μάλλον παρά αίρεση.
Αίρεση είναι μεν το να παρεκκλίνει ένας σε κάποιο από τα υπάρχοντα δόγματά μας σχετικά με την ορθή πίστη μας, το να λέει όμως ότι στα τελευταία χρόνια δεν υπάρχουν αυτοί που αγαπούν τον Θεό, ούτε αξιώνονται να λάβουν το Άγιο Πνεύμα και να βαπτιστούν `από αυτό ως υιοί του Θεού, ώστε να γίνουν θεοί με γνώση και εμπειρία και θεωρία, ανατρέπει ολόκληρη την οικονομία του Θεού και σωτήρα μας Ιησού Χριστού, και αρνείται φανερά την ανακαίνιση και ανάκληση της φθαρμένης; Και θανατωμένης εικόνας, που πλάστηκε για να μείνει άφθαρτη και να κληθεί στην αθανασία.

Και όπως δεν είναι ποτέ δυνατόν να σωθεί εκείνος που δεν βαπτίσθηκε δι΄ύδατος και Πνεύματος, έτσι ούτε αυτός που μετά το βάπτισμα αμάρτησε, αν δεν βαπτισθεί άνωθεν και δεν αναγεννηθεί, καθώς ο Κύριος βεβαιώνοντας αυτό, είπε στον Νικόδημο: « Εάν δεν γεννηθεί κανείς άνωθεν, δεν θα εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών» και προς τους αποστόλους πάλι: « ο Ιωάννης βάπτισε με νερό εσείς όμως θα βαπτισθείτε με το Άγιο Πνεύμα».
Αυτός λοιπόν που αγνοεί και το βάπτισμα που έλαβε σε νηπιακή ηλικία μέσα στο νερό, και δεν γνωρίζει καν ότι βαπτίσθηκε, αλλά δέχθηκε με το βάπτισμα με την πίστη μόνο και το αποδυνάμωσε με μύριες αμαρτίες, και αρνείται το δεύτερο- εννοώ αυτό που δίνεται άνωθεν από το Πνεύμα με την φιλανθρωπία του Θεού σε όσους το ζητούν με μετάνοια-, με ποιόν άλλον τρόπο θα μπορέσει ποτέ να σωθεί? Με κανέναν.

Για αυτό σας λέγω, και δεν θα πάψω να λέγω: «Όσοι μολύνατε το πρώτο βάπτισμα με την παράβαση των εντολών του Θεού, να μιμηθείτε την μετάνοια του Δαυίδ και των άλλων αγίων, και με κάθε προσπάθεια με ποικίλα έργα και λόγια να επιδείξετε άξια μετάνοια, ώστε να προσελκύσετε πάνω σας την χάρη του Πνεύματος». Διότι αυτό το Πνεύμα, αφού κατέλθει πάνω σας, θα γίνει για σας κολυμπήθρα φωτόμορφη, και αφού αγκαλιάσει όλους σας με ανείπωτο τρόπο, θα σας αναγεννήσει και θα σας καταστήσει, από φθαρτούς, άφθαρτους και από θνητούς αθάνατους, και από παιδιά ανθρώπων υιούς του Θεού και θεούς δια της υιοθεσίας και της χάριτος- αν βέβαια και θέλετε να αναδειχθείτε συγγενείς και συγκληρονόμοι των αγίων, και να εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών μαζί με όλους αυτούς.

Όσα θαυμάσια του Θεού είδα, και γνώρισα έμπρακτα και με την πείρα, τα διακηρύσσω ως ευρισκόμενος ενώπιον του Θεού και φωνάζω με δυνατή φωνή: «Τρέξτε όλοι πριν κλειστεί για σας με το θάνατο η θύρα της μετανοίας. Τρέξτε για να προλάβετε πριν από το θάνατο. Βιαστείτε, για να λάβετε. Κτυπήστε ώστε, πριν πεθάνετε, να σας ανοίξει ο Δεσπότης τις πύλες του Παραδείσου και να σας εμφανιστεί.

Βιαστείτε να αποκτήσετε μέσα σας συνειδητά τη βασιλεία των ουρανών, η οποία είναι το Άγιο Πνεύμα, και να μη φύγετε από δω χωρίς αυτήν, και μάλιστα, όσοι φαντάζεστε ότι την έχετε μέσα σας χωρίς να το γνωρίζετε, ενώ δεν έχετε τίποτα εξαιτίας της υπερηφάνειας σας».
Πώς λοιπόν, πες μου σε παρακαλώ, μπορεί να δει τον Πατέρα του Χριστού αυτός που δεν απέκτησε νου Χριστού? Διότι λέει: « Εμείς έχουμε νου Χριστού, και με τούτο ξέρουμε ότι ο χριστός είναι μέσα μας, από το Πνεύμα το οποίο μας έδωσε. Διότι δεν λάβαμε πνεύμα δουλείας που φέρει πάλι την κατάσταση του φόβου, αλλά πνεύμα υιοθεσίας, δια του οποίου φωνάζουμε αββά, Πατέρα», και «ο Θεός που είπε να λάμψει φως από το σκοτάδι, αυτός έλαμψε μέσα μας».

Και πάλι «Αν ζητάτε απόδειξη για τον Χριστό ο οποίος μιλά δι' εμού» διότι όπως η γυναίκα δεν χρειάζεται να πληροφορηθεί από άλλον ότι συνέλαβε στην κοιλιά της, αλλά αυτή η ίδια μέσα της αντιλαμβάνεται από το σταμάτημα των αιμάτων, από τα σκιρτήματα του βρέφους εντός της και από την ανορεξία για πολλές τροφές, ότι έχει συλλάβει, έτσι και η ψυχή, όταν ο Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος κατοικήσει μέσα της, δεν χρειάζεται να το πληροφορηθεί από άλλον.
Η ίδια βλέπει ευθύς να σταματούν τα ακάθαρτα αίματα των συνηθισμένων της παθών και να κόβεται η όρεξη για πολλές τροφές και να μισεί υπερβολικά κάθε ηδονή. Τότε και αυτή που έγινε πνευματοφόρος, μαζί με τον προφήτη λέει στον Θεό: «Για τον φόβο σου Κύριε, συνελάβαμε και νιώσαμε τους πόνους του τοκετού και γεννήσαμε πνεύμα σωτηρίας σου πάνω στη γη.» Αυτός όμως που δεν βλέπει μέσα του τον Χριστό να λαλεί, δια μέσου ποιού ή πως θα πει «Αββά ο Πατήρ»? Και αυτός που δεν απέκτησε ενσυνείδητα μέσα του την βασιλεία των ουρανών, πως θα εισέλθει σε αυτήν μετά τον θάνατο?

Αυτός που δεν βλέπει να μένει μέσα του δια του Πνεύματος ο Υιός μαζί με τον Πατέρα, πως είναι δυνατόν στον μέλλοντα αιώνα να βρεθεί μαζί τους, καθώς ο Κύριος είπε: «Πατέρα , θέλω όπου είμαι εγώ, να είναι μαζί μου και εκείνοι που μου έδωσες», και πάλι « Δεν παρακαλώ μόνο για αυτούς αλλά και για εκείνους που θα πιστέψουν με το κήρυγμά τους σε μένα, για να είναι όλοι ένα, καθώς εσύ Πατέρα είσαι ενωμένος με εμένα κι εγώ με σένα, να είναι ενωμένοι και εκείνοι με εμάς. Κι εγώ τους έδωσα τη δόξα που μου έδωσες, για να είναι ένα μεταξύ τους , όπως είμαστε εμείς ένα. Εγώ ενωμένος μαζί τους και εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε να αποτελούν μια τέλεια ενότητα, κι έτσι ο κόσμος να καταλαβαίνει ότι με έστειλες εσύ και τους αγάπησες όπως αγάπησες εμένα.»
Απαντήστε μου , παρακαλώ στην ερώτηση: «Τι λοιπόν, ο Πατήρ αγαπά τον Υιό χωρίς να τον γνωρίζει και να τον βλέπει?» Ασφαλώς θα απαντούσατε «Όχι». Γιατί αν παραδεχθούμε αυτό και δογματίσουμε ότι ο πατέρας και ο υιός δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, η πίστη μας εξαφανίζεται και χάνεται. Και αν εκείνοι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι κι εμείς δεν τους γνωρίζουμε καθόλου.
Αν συμβαίνει αυτό, τότε είμαστε άθεοι μη έχοντας γνώση. Εάν όμως- καθώς εκείνος λέει- «γνωρίζει ο Πατέρας τον υιό και ο Υιός γνωρίζει τον Πατέρα» και ως Θεός συνυπάρχει με τον Θεό και Πατέρα, και ο Πατέρας ομοίως συνυπάρχει με τον Υιό, όπως όταν λέει: « Όπως εσύ Πατέρα είσαι ενωμένος με εμένα και εγώ με εσένα, έτσι και αυτοί να μείνουν ενωμένοι μαζί μου και εγώ μαζί τους» δηλώνει ότι στη μεταξύ τους ένωση είναι καθ΄ όλα ίσοι.
Με την διαφορά ότι η μεν ένωση του Υιού με τον πατέρα είναι φυσική και συνάναρχη, ενώ η δική μας ένωση με τον Υιό γίνεται δια της υιοθεσίας και της χάριτος, όμως όλοι είμαστε ενωμένοι με τον Θεό και αχώριστοι επί το αυτό, καθώς ο ίδιος πάλι λέει: « Εγώ ενωμένος μαζί τους και εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε να αποτελούν μια τέλεια ενότητα» διατί? « για να γνωρίζει ο κόσμος ότι συ με έστειλες και ότι τους αγάπησα καθώς εσύ αγάπησες εμένα» και ο Παύλος λέει:

«Τώρα δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά ο Χριστός είναι τα πάντα και εις πάντας».
Αυτά λοιπόν να τα ακούσετε όσοι νομίζετε ότι είστε πνευματικοί, και να πιστεύετε σε εκείνον που τα λέει, και εμένα που σας μιλώ με τα λόγια της χάριτος και τις δωρεές τις οποίες λαμβάνουν από τον Θεό όσοι με πίστη θερμή προστρέχουν σε αυτόν και πράττουν τις εντολές του, να με απαλλάξετε από κάθε κατηγορία. «Εάν όμως», λέει, « δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος στους σημερινούς καιρούς, τι απαντάς?»

Γιατί δεν υπάρχει, πες μου? «Διότι,»λέει «και να θέλει κάποιος δεν μπορεί να γίνει τέτοιος στους σημερινούς καιρούς, αλλά και εκείνος που δεν θέλει , δεν μπορεί να γίνει». Εάν λοιπόν ισχυρίζεται ότι και αν θέλει δεν μπορεί, τότε που θα αποδώσουμε το «Όσοι όμως τον δέχτηκαν, τους έδωσε την εξουσία να γίνουν υιοί του Θεού» και το «Εγώ είπα, είσαστε θεοί και υιοί του Υψίστου όλοι σας» και το « Να γίνεσθε άγιοι, διότι εγώ είμαι άγιος»?
Εάν όμως αυτός που δεν θέλει δεν γίνεται, βλέπε ότι συ καταδίκασες τον εαυτό σου, με το να μην θέλεις και να μην έχεις την προαίρεση να γίνεις. Γιατί αν θέλεις, μπορείς να γίνεις.

Κι αν εσύ δεν συγκαταλέγεσαι στους αγίους, όμως υπάρχουν πάρα πολλοί, Θεού θέλοντος, τους οποίους εσύ δεν γνωρίζεις. Γιατί αν στην εποχή του Ηλία ο Θεός είχε επτά χιλιάδες που δεν προσκύνησαν τον Βάαλ, πολύ περισσότερο τώρα, που σκόρπισε πλουσιοπάροχα πάνω μας το Άγιο Πνεύμα του. Αν κάποιος δεν πετάξει από πάνω του , όλα όσα τον εμποδίζουν να εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών και δεν προσέλθει γυμνός και δεν ζητήσει να λάβει, η αιτία έγκειται σε αυτόν που δεν θέλει κι όχι στον Θεό.
Διότι όπως ακριβώς η φωτιά με σφοδρότητα και φυσιολογικά πλησιάζει τα ξύλα και τα ανάβει, με τον ίδιο τρόπο και η χάρις του παναγίου και προσκυνητού Πνεύματος, ζητεί να αγγίξει τις ψυχές μας για να φωτίσει όσους βρίσκονται στον κόσμο και, δια μέσου των φωτιζόμενων, να κατευθύνει τα βήματα των πολλών, ώστε προχωρώντας και αυτοί καλά να πλησιάσουν στη φωτιά, και ένας ένας ή όλοι μαζί, εάν είναι δυνατόν, να ανάψουν μαζί και να λάμψουν ως θεοί ανάμεσά μας, για να ευλογείται και πληθύνεται το σπέρμα του Θεού του Ιακώβ και πάντα να υπάρχει ο θεοειδής άνθρωπος που θα λάμπει ως φως επάνω στη γη.

Γι΄ αυτό λοιπόν, όπως βλέπετε, φωνάζω προς εσάς, χρησιμοποιώντας τα προφητικά λόγια: «Προσέλθετε προς αυτόν και φωτισθείτε και τα πρόσωπα των συνειδήσεων σας, δεν θα καταισχυνθούν».
Γιατί αφού παραδώσατε τους εαυτούς σας στην ραθυμία και στην αμέλεια και στις επιθυμίες και ηδονές της σάρκας, ισχυρίζεστε ότι σας είναι αδύνατον να καθορισθείτε με την μετάνοια και να προσεγγίσετε τον Θεό? Και όχι μόνον αυτό, αλλά και ότι τάχα δεν είναι δυνατόν να λάβετε τη χάρη του Πνεύματος του, και με αυτή να αναγεννηθείτε και να υιοθετηθείτε και να ομοιωθείτε με αυτόν? Δεν είναι αυτό αδύνατον, δεν είναι!

Ήταν βέβαια αδύνατον, πριν από την παρουσία του πάνω στη γη από τότε όμως που ευδόκησε να γίνει άνθρωπος και να εξομοιωθεί μαζί μας κατά πάντα εκτός της αμαρτίας ο δεσπότης των όλων Θεός τα έκανε αυτά δυνατά και εύκολα για μας, δίνοντας μας την εξουσία να γίνουμε παιδιά Θεού και συγκληρονόμοι του.

Ι. Ν. Εισοδίων Θεοτόκου Ημεροβιγλίου Θήρας

Το Αγιο Πνεύμα, Παράκλητος!


Πολλά ονόματα έχουν δοθεί στο Άγιο Πνεύμα. Ένα από αυτά, που δείχνει και το έργο που επιτελεί στην Εκκλησία, αλλά και στην ζωή των ανθρώπων, είναι και το όνομα «Παράκλητος»
.Με αυτήν την λέξη ο Ίδιος ο Χριστός χαρακτήρισε το Άγιον Πνεύμα, όταν έλεγε προς του Μαθητάς Του λίγο προ του Πάθους: «εγώ ερωτήσω τον πατέρα και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ' υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας» (Ιω. ιδ', 16-17).
Και λίγο πιο κάτω το Άγιον Πνεύμα χαρακτηρίζεται από τον Χριστό, Παράκλητος, που θα διδάξει τους Μαθητάς και θα τους υπενθυμίσει όλα όσα τους είπε ο Ίδιος κατά την διάρκεια της ζωής Του. «Ο δε παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ο πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. ιδ' 25).
Έχοντας την βεβαιότητα ότι το Άγιον Πνεύμα είναι Παράκλητος, προσευχόμαστε σε Αυτό: «Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το πνεύμα της αληθείας». Ο όρος παράκλητος ερμηνεύεται παρηγορητής. Έτσι, το Άγιον Πνεύμα παρηγορεί τον άνθρωπο που αγωνίζεται εναντίον της αμαρτίας, προσπαθώντας να τηρήσει τις εντολές του Χριστού στην ζωή του. Ο αγώνας αυτός είναι σκληρός, γιατί η μάχη είναι εναντίον των πονηρών πνευμάτων. Γι' αυτό, το Άγιον Πνεύμα είναι παράκλητος, παρηγορητής.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι το Άγιον Πνεύμα ονομάζεται παράκλητος από το «παρακαλείν» τους ανθρώπους, «τουτέστι παραμυθήσαι». Επειδή δε το «παρακαλείν» τους ανθρώπους είναι ίδιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Θεού, γι' αυτό και με τον όρο αυτό το Άγιον Πνεύμα χαρακτηρίζεται Θεός. Εκείνο που έχει σημασία στις χριστολογικές μελέτες που κάνουμε εδώ είναι ότι το Άγιον Πνεύμα χαρακτηρίζεται από τον Χριστό Παράκλητος, αλλά ταυτόχρονα λέγεται ότι είναι ο «άλλος Παράκλητος».
Είναι ο άλλος Παράκλητος, γιατί και ο Χριστός είναι Παράκλητος που παρηγορεί τους ανθρώπους. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, στην καθολική του επιστολή συνιστά στους Χριστιανούς να μην αμαρτάνουν.
Στη συνέχεια όμως λέγει ότι και αν αμαρτήσουν δεν πρέπει να απογοητευθούν, γιατί «παράκλητον έχομεν προς τον πατέρα, Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (Α' Ιω. β', 1-2). Έτσι, ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα είναι οι δύο Παράκλητοι στον κόσμο. Βέβαια, και ο Θεός Πατήρ είναι ο παρακαλών τους ανθρώπους, αφού η παράκληση, η παρηγορία, είναι κοινή ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
Η φράση «άλλος Παράκλητος» δηλώνει ότι ο Χριστός και το Άγιον Πνεύμα είναι διαφορετικές υποστάσεις, αλλά έχουν κοινή φύση, ουσία και ενέργεια. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ερμηνεύοντας την φράση «άλλον Παράκλητον», λέγει ότι αυτό συνιστά και χαρακτηρίζει την «συνδεσποτεία» και το ομοούσιο των δύο υποστάσεων.
Το ότι ο Χριστός λέγει ότι θα αποστείλει «άλλον Παράκλητον», δηλοί ότι και Αυτός είναι Παρακλητος. «Το γαρ άλλος οίος εγώ καθίσταται». Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να δούμε την ισοτιμία του Χριστού και του Αγίου Πνεύαματος. Από το βιβλίο «Οι Δεσποτικές Εορτές» Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου
enoriaka.gr


Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

ΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ



ΕΥΧΗ Α΄
χραντε, ἀμίαντε, ἄναρχε, ἀόρατε, ἀκατάληπτε, ἀνεξι-χνίαστε, ἀναλλοίωτε, ἀνυπέρ-βλητε, ἀμέτρητε, ἀνεξίκακε Κύριε ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον· ὁ ποιήσας τὸν οὐρανόν, καὶ τὴν γῆν, καὶ τὴν θάλασσαν, καὶ πάντα τὰ δημιουργηθέντα ἐν αὐτοῖς· ὁ πρὸ τοῦ αἰτεῖσθαι τοῖς πᾶσι τὰς αἰτήσεις παρέχων· Σοῦ δεόμεθα καὶ σὲ παρακαλοῦμεν, Δέσποτα φιλάνθρωπε, τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντος ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου καὶ ἐνδόξου Θεοτόκου· Ὅς, πρότερον μὲν λόγοις διδάσκων, ὕστερον δὲ καὶ ἔργοις ὑποδεικνύς, ἡνίκα τὸ σωτήριον ὑφίστατο πάθος, παρέσχεν ἡμῖν ὑπογραμμὸν τοῖς ταπεινοῖς καὶ ἁμαρτωλοῖς καὶ ἀναξίοις δούλοις σου, δεήσεις προσφέρειν ἐν αὐχένος καὶ γονάτων κλίσεσιν, ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.


κηλίδωτε, ἄφθαρτε, ἄναρχε, ἀό­ρα­τε, ἀ­πρόσι­τε, ἀ­νεξιχνίαστε, ἀ­ναλ­λοί­ω­τε, ἀ­νυπέρβλη­τε, ἀ­μέ­τρη­τε, ἀ­νε­ξί­κα­κε Κύ­ρι­ε· Ἐσύ ποὺ εἶσαι ὁ μόνος ἀθάνατος, τὸ ἀ­πλη­σί­α­στο φῶς, ποὺ ἔφτιαξες τὸν οὐ­ρα­νό, τὴ γῆ, τὴ θά­λασ­σα καὶ ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα μέ­σα τους, Ἐ­σὺ ποὺ πρίν ἀ-κόμα σοῦ ζη­τήσουμε ὁτιδήποτε, μᾶς τὸ δίνεις: σὲ παρακαλοῦμε καὶ σὲ ἱκετεύουμε, Δέ­σπο­τα φι­λάν­θρω­πε, Πα­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ· Αὐτὸς ποὺ γιὰ μᾶς τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ γιὰ τὴ δι­κή μας σω­τη­ρί­α κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τὸν οὐ­ρα­νό, ὅταν μὲ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔλαβε σάρ­κα ἀπὸ τὴν ἔνδοξη Ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μα­ρί­α. Αὐ­τός, λοι­πόν, τότε ποὺ βάδιζε πρὸς τὸ σωτήριο Πάθος, ἐ­μᾶς τοὺς τα­πει­νούς, τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ ἀνά­ξιους δού­λους σου, μᾶς δίδαξε πρῶ­τα μὲ λό­για καὶ ἔ­πει­τα μᾶς ὑπέδειξε μὲ ἔρ­γα πὼς, ὅταν θέλουμε νὰ σὲ παρακαλέσουμε γιὰ κάτι, πρέ­πει νὰ σκύ­βουμε τὸ κε­φά­λι καὶ νὰ  λυ­γί­ζουμε τὰ γό­να­τα, προκειμένου νὰ συγχωρήσεις σὲ μᾶς τὶς ἁμαρτίες μας καὶ στὸ λαό σου, ὅσα λαθεύει ἀπὸ ἄγνοια.
Αὐτὸς οὖν, πολυέλεε καὶ φιλάνθρωπε, ἐπάκουσον ἡμῶν, ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλεσώμεθά σε· ἐξαιρέτως δέ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ τῆς Πεντηκοστῆς, ἐν ᾗ, μετὰ τὸ ἀναληφθῆναι τὸν Κύ-ριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ καθεσθῆναι ἐν δεξιᾷ σοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, κατέπεμψε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπὶ τοὺς ἁγίους αὐτοῦ μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους· ὃ καὶ ἐκάθισεν ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες τῆς ἀκενώτου χάριτος αὐτοῦ, καὶ ἐλάλησαν ἑτέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖά σου, καὶ προεφήτευσαν.
Ἐσύ, λοι­πόν, πο­λυ­εύ­σπλα­χνε καὶ φι­λάν­θρω­πε, Θεὲ καὶ Πατέρα μας, ἄ­κουγέ μας, ὁποτεδήποτε σε ἐπι­κα­λούμαστε, μά, ἰδιαίτερα ἄκουσέ μας σήμερα, ποὺ ἑορτάζουμε τὴν μεγάλη αὐτὴν ἑορτὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, κα­τά τὴν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἀ­φοῦ ἀ­να­λή­φθηκε στοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κά­θισε στὰ δε­ξιά σου, ἔ­στει­λε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα στοὺς Ἁ­γί­ους Μα­θη­τὲς καὶ Ἀ­πο­στό­λους του κι Ἐκεῖνο, κά­θησε ἐπά­νω στὸν κα­θέ­να τους καὶ πλημ­μύ­ρι­σαν ὅ­λοι ἀ­πὸ τὴν ἀ­στείρευτη χά­ρη του καὶ διαλάλησαν τὰ με­γα­λεῖ­α σου σὲ ἄγνωστες μέχρι τότε σ’ ἐκείνους γλῶσ­σες καὶ προ­φή­τευ­σαν.
Νῦν οὖν δε­ο­μέ­νων ἐ­πά­κου­σον ἡ­μῶν, καὶ μνή­σθη­τι ἡ­μῶν τῶν τα­πει­νῶν καὶ κα­τα­κρί­των, καὶ ἐ­πί­στρε­ψον τὴν αἰχ­μα­λω­σί­αν τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν, τὴν οἰ­κεί­αν συμ­πά­θειαν ἔ­χων ὑ­πὲρ ἡ­μῶν πρε­σβεύ­ου­σαν. Δέ­ξαι ἡ­μᾶς προ­σπί­πτον­τάς σοι καὶ βο­ῶν­τας τό, Ἡ­μάρ­το­μεν.
Τώ­ρα, λοι­πόν, που σὲ παρακαλούμε ἄ­κου­σε τὶς δεήσεις μας, ἔ­χε μας στὸ νοῦ σου ἐ­μᾶς τοὺς τιποτένιους καὶ ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­τους καὶ ἐλευθέρωσε τὶς αἰχμάλωτες ψυ­χές μας, ἀ­φοῦ ἡ στορ­γή σου γί­νε­ται συ­νή­γο­ρός μας. Δέ­ξου μας, ποὺ πέ­φτου­με μπρο­στά σου καὶ ὁμολογοῦ­με: Ναί, ἁ­μαρ­τή­σα­με!
Ἐ­πὶ σὲ ἐ­περ­ρί­φη­μεν ἐκ μήτρας, ἀ­πὸ γα­στρὸς μη­τρὸς ἡ­μῶν. Θε­ὸς ἡ­μῶν σὺ εἶ· ἀλ­λ’ ὅ­τι ἐ­ξέ­λι­πον ἐν μα­ται­ό­τη­τι αἱ ἡ­μέ­ραι ἡ­μῶν, γε­γυ­μνώ­με­θα τῆς σῆς βο­η­θεί­ας, ἐ­στε­ρή­με­θα ἀ­πὸ πά­σης ἀ­πολο­γί­ας.
Σὲ σέ­να ἀ­νή­κου­με ἀ­πὸ τό­τε ποὺ γεννηθήκαμε, ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας ἐσὲνα ἔχουμε Θε­ό, ἀλ­λὰ ἐπειδὴ οἱ ἡ­μέ­ρες μας δαπανήθηκαν μά­ται­α μακρυά σου, μείναμε χωρὶς τὴ βο­ή­θειά σου καὶ στε­ρη­θή­κα­με ἀ­πὸ κά­θε ὑ­πε­ρά­σπι­ση.
Ἀλ­λὰ θαρ­ροῦν­τες τοῖς οἰκτιρμοῖς σου, κρά­ζο­μεν· Ἁμαρ­τί­ας νε­ό­τη­τος ἡ­μῶν καὶ ἀ­γνοί­ας μὴ μνη­σθῇς, καὶ ἐκ τῶν κρυ­φί­ων ἡ­μῶν κα­θά­ρι­σον ἡ­μᾶς. Μὴ ἀ­πορ­ρί­ψῃς ἡ­μᾶς εἰς και­ρὸν γή­ρως· ἐν τῷ ἐ­κλεί­πειν τὴν ἰ­σχὺν ἡ­μῶν, μὴ ἐγκαταλίπῃς ἡ­μᾶς· πρὶν ἡ­μᾶς εἰς τὴν γῆν ἀποστρέ­ψαι, ἀξίωσον πρὸς σὲ ἐ­πι­στρέ­ψαι, καὶ πρό­σχες ἡ­μῖν ἐν εὐ­με­νεί­ᾳ καὶ χά­ρι­τι.
Ὅμως, παίρ­νοντας θάρ­ρος ἀ­πὸ τὴν κα­λοσύ­νη σου, σοῦ φω­νά­ζο­υμε: ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ κά­να­με στὰ νιά­τα μας καὶ ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ δι­α­πρά­ξα­με ἀ­πὸ ἄ­γνοι­α μὴν τὶς θυμᾶσαι καὶ ἀ­π’ ὅ­σα κά­να­με στὰ κρυ­φά, κα­θά­ρι­σέ μας. Μὴ μᾶς πα­ρα­πε­τά­ξεις στὰ γε­ρά­μα­τα καὶ ὅταν ἀρχίσει νὰ σβήνει ἡ ζωή μας, μὴ μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις. Πρὶν ἐπανέλ-θουμε στὸ χῶμα, ἀ­ξί­ω­σε μας νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουμε σὲ σέ­να. Καὶ δέ­ξου μας μὲ ἐ­πι­εί­κεια καὶ χά­ρη.
Ἐ­πι­μέ­τρη­σον τὰς ἀ­νο­μί­ας ἡμῶν τοῖς οἰ­κτιρ­μοῖς σου· ἀντίθες τὴν ἄ­βυσ­σον τῶν οἰκτιρ­μῶν σου, τῷ πλή­θει τῶν πλημ­με­λη­μά­των ἡμῶν.
Ζύ­γι­σε τὶς ἁ­μαρτί­ες μας μὲ μέ­τρο τὴν εὐ­σπλα­χνί­α σου. Ἀ­πέ­ναν­τι στὸ πλῆ­θος τῶν πλημ­με­λη­μά­των μας βάλε τὴν ἄ­βυσ­σο τῆς εὐ­σπλα­χνί­ας σου.
Ἐ­πί­βλε­ψον ἐξ ὕ­ψους ἁ­γί­ου σου, Κύ­ρι­ε, ἐ­πὶ τὸν λα­όν σου τὸν πε­ρι­ε­στῶ­τα, καὶ ἀπεκδε-χό­με­νον τὸ πα­ρὰ σοῦ πλού­σιον ἔ­λε­ος.
Κύ­ρι­ε, ἀπὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου κοί­τα­ξε τὸ λα­ό σου, ποὺ γονατιστὸς τριγύ-ρω πε­ρι­μέ­νει ἀ­πό σέ­να τὸ πλού­σιο ἔ­λε­ός σου.
Ἐπί­σκε­ψαι ἡ­μᾶς ἐν τῇ χρηστό­τη­τί σου· ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς ἐκ τῆς κα­τα­δυνα­στεί­ας τοῦ δια­βό­λου· ἀ­σφά­λισαι τὴν ζωὴν ἡ­μῶν τοῖς ἁ­γί­οις καὶ ἱ­ε­ροῖς νό­μοις σου.
Ἐπισκέψου μας μὲ τὴν κα­λοσύ­νη σου, ἐλευ­θέ­ρω­σέ μας ἀ­πὸ τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ δι­α­βό­λου, ἀ­σφά­λι­σε τὴ ζω­ή μας μὲ τοὺς ἁ­γί­ους καὶ ἱ­ε­ροὺς νό­μους σου.
Ἀγ­γέ­λῳ πι­στῷ φύ­λα­κι παρακατά­θου τὸν λα­όν σου· πάν­τας ἡμᾶς συ­νά­γα­γε εἰς τὴν Βα­σι­λεί­αν σου· δὸς συγ­γνώ­μην τοῖς ἐλ­πίζου­σιν ἐ­πὶ σέ· ἄ­φες αὐ­τοῖς καὶ ἡ­μῖν τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα· καθάρισον ἡ­μᾶς τῇ ἐ­νερ­γεί­ᾳ τοῦ Ἁ­γί­ου σου Πνεύ­μα­τος· δι­ά­λυ­σον τὰς κα­θ’ ἡμῶν μη­χα­νὰς τοῦ ἐ­χθροῦ.
Βάλε τὸ λα­ό σου κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τῶν Ἀγ­γέ­λων σου. Συγ­κέν­τρω­σέ μας ὅ­λους στὴ Βα­σι­λεί­α σου. Συγχώρεσέ μας ὅλους ποὺ ἐλ­πί­ζουμε σὲ σέ­να. Τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸ λαό σου, ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας. Κα­θά­ρι­σέ μας μὲ τὴν ἐπε­νέρ­γεια τοῦ Ἁ­γί­ου σου Πνεύ­μα­τος καὶ δι­ά­λυ­σε τὶς ἐ­ναν­τί­ον μας μη­χα­νορ­ρα­φί­ες τοῦ ἐ­χθροῦ.
Εὐ­λο­γη­τὸς εἶ, Κύ­ρι­ε, Δέ­σπο­τα παν­το­κρά­τορ, ὁ φω­τί­σας τὴν ἡ­μέ­ραν τῷ φω­τὶ τῷ ἡ­λια­κῷ καὶ τὴν νύ­κτα φαι­δρύ­νας ταῖς αὐ­γαῖς τοῦ πυ­ρός· ὁ τὸ μῆ­κος τῆς ἡ­μέ­ρας δι­ελ­θεῖν ἡ­μᾶς κα­τα­ξι­ώ­σας, καὶ προ­σεγ­γί­σαι ταῖς ἀρ­χαῖς τῆς νυ­κτός, ἐ­πά­κου­σον τῆς δε­ή­σε­ως ἡ­μῶν καὶ παν­τὸς τοῦ λα­οῦ σου· καὶ πᾶ­σιν ἡ­μῖν συγ­χω­ρή­σας τὰ ἑ­κού­σια καὶ τὰ ἀ­κού­σια ἁ­μαρ­τήμα­τα, πρόσ­δε­ξαι τὰς ἑ­σπε­ρι­νὰς ἡ­μῶν ἱ­κε­σί­ας καὶ κα­τά­πεμ­ψον τὸ πλῆ­θος τοῦ ἐ­λέ­ους σου καὶ τῶν οἰ­κτιρ­μῶν σου ἐ­πὶ τὴν κλη­ρο­νομί­αν σου.
Εὐ­λο­γη­μέ­νος νὰ εἶ­σαι Κύ­ρι­ε, Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορα, ἐ­σὺ ποὺ φώ­τι­σες τὴν ἡ­μέ­ρα μὲ τὸ φῶς τὸ ἡ­λια­κὸ καὶ ποὺ ὀ­μόρ­φυ­νες τὴ νύ­χτα μὲ τίς πύ­ρι­νες ἀνταύγειες, ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξί­ω­σες νὰ πε­ρά­σου­με τὸ μῆ­κος τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ νὰ φτά­σου­με στὴν ἀρ­χὴ τῆς νύ­χτας, ἄ­κου­σε τὴ δέ­η­ση μας καὶ ὅ­λου τοῦ λα­οῦ σου καὶ συγ­χώ­ρε­σε σὲ ὅ­λους μας τὰ θε­λη­μέ­να καὶ ἀ­θέ­λη­τα ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Δέ­ξου τὶς πα­ρα­κλήσεις μας καὶ στεῖ­λε τὸ πλῆ­θος τῆς συμ­πό­νιας σου σὲ μᾶς τοὺς κλη­ρο­νό­μους σου.
Τεί­χι­σον ἡ­μᾶς ἁ­γί­οις Ἀγ­γέ­λοις σου· ὅ­πλι­σον ἡ­μᾶς ὅ­πλοις δι­και­ο­σύ­νης σου· πε­ρι­χα­ράκω­σον ἡ­μᾶς τῇ ἀ­λη­θεί­ᾳ σου· φρού­ρη­σον ἡ­μᾶς τῇ δυ­νά­μει σου· ρῦ­σαι ἡ­μᾶς ἐκ πά­σης πε­ρι­στάσε­ως, καὶ πά­σης ἐπι­βου­λῆς τοῦ ἀν­τι­κει­μέ­νου.
Προ­φύ­λα­ξέ μας μὲ τοὺς ἁ­γί­ους Ἀγ­γέ­λους σου, ὅ­πλι­σέ μας μὲ τὰ ὅ­πλα τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου, πε­ρι­χα­ρά­κω­σέ μας μὲ τὴν ἀ­λή­θειά σου, φρού­ρη­σέ μας μὲ τὴ δύ­να­μή σου, ἐ­λευ­θέ­ρω­σέ μας ἀ­πὸ κά­θε κακὴ πε­ρί­στα­ση καὶ ἀ­πὸ κά­θε ἐ­πί­θε­ση τοῦ ἐ­χθροῦ.
Πα­ρά­σχου δὲ ἡ­μῖν καὶ τὴν πα­ροῦσαν ἑ­σπέ­ραν, σὺν τῇ ἐ­περ­χο­μέ­νῃ νυ­κτί, τε­λεί­αν, ἁ­γί­αν, εἰ­ρη­νι­κήν, ἀ­να­μάρ­τη­τον, ἀ­σκαν­δά­λι­στον, ἀφάν­τα­στον, καὶ πά­σας τὰς ἡ­μέ­ρας τῆς ζω­ῆς ἡ­μῶν· πρε­σβείαις τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου, καὶ πάν­των τῶν Ἁ­γί­ων τῶν ἀ­π’ αἰ­ῶ­νός σοι εὐ­α­ρε­στη­σάν­των.
Χά­ρι­σέ μας, αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ ἡ νύ­χτα ποὺ ἔρ­χε­ται νὰ εἶ­ναι τέ­λεια, ἁγία, εἰ­ρη­νι­κή, ἀ­να­μάρ­τη­τη, ἀσκαν­δάλι­στη, ἀπονήρευτη καὶ τέτοιες νὰ εἶ­ναι ὅλες οἱ ἡ­μέ­ρες τῆς ζω­ῆς μας μὲ τὶς με­σι­τεί­ες τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου καὶ ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων ποὺ σὲ εὐ­α­ρέ­στη­σαν στοὺς αἰ­ῶ­νες.
                                                
                                                ΕΥΧΗ Β΄
Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν, ὁ τὴν σὴν εἰ­ρή­νην δε­δω­κὼς τοῖς ἀν­θρώ­ποις καὶ τὴν τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος δω­ρε­άν, ἔτι τῷ βί­ῳ καὶ ἡ­μῖν συμ­πα­ρών, εἰς κλη­ρονο­μί­αν ἀ­να­φαί­ρε­τον, τοῖς πι­στοῖς ἀεὶ πα­ρέ­χων, ἐμ­φα­νέ­στε­ρον δὲ ταύ­την τὴν χά­ριν τοῖς σοῖς Μαθηταῖς καὶ Ἀ­πο­στό­λοις σή­με­ρον κα­τα­πέμ­ψας, καὶ τὰ τού­των χεί­λη πυ­ρί­ναις στο­μώ­σας γλώσσαις, δι’­ ὧν πᾶν γέ­νος ἀν­θρώ­πων τὴν θε­ο­γνω­σί­αν, ἰ­δί­ᾳ δι­α­λέ­κτῳ εἰς ἀ­κο­ὴν ὠ­τί­ου δε­ξά­με­νοι, φω­τὶ τοῦ Πνεύ­μα­τος ἐ­φω­τί­σθη­μεν, καὶ τῆς πλά­νης, ὡς ἐκ σκό­τους, ἀ­πηλλά­γη­μεν, καὶ τῇ τῶν αἰ­σθη­τῶν καὶ πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν δι­α­νο­μῇ, καὶ ὑ­περ­φυ­εῖ ἐ­νερ­γεί­ᾳ, τὴν εἰς σὲ πί­στιν ἐ­μα­θη­τεύ­θη­μεν, καὶ σὲ θε­ο­λο­γεῖν, σὺν τῷ Πα­τρὶ καὶ τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, ἐν μιᾷ Θε­ό­τη­τι, καὶ δυ­νά­μει, καὶ ἐ­ξου­σί­ᾳ κα­τηυ­γά­σθη­μεν.
Κύ­ρι­ε Ἰη­σοῦ Χρι­στὲ ὁ Θε­ός μας, ἐσὺ εἶσαι ποὺ μᾶς ἔ­δω­σες, τὴ δι­κή σου εἰ­ρή­νη καὶ τὴ δω­ρεὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἡ παρουσία σου στὸ βίο μας εἶναι ἀναφαίρετη κληρονομιὰ ποὺ προσφέρεις στοὺς πιστούς. Αὐ­τὴν τὴ χά­ρη ἐμ­φα­νέ­στε­ρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς, σὰν σή­με­ρα, τὴν ἔ­στει­λες μὲ τὴ μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν στοὺς Μα­θη­τὲς καὶ Ἀ­πο­στό­λους σου καὶ γέ­μι­σες τὰ χεί­λη τους. Ἔπειτα, ὅλοι ἐμεῖς, ἄνθρωποι ἀπὸ διαφορετικὰ ἔθνη, ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τους μὲ τὰ ἴδια τὰ ἀφτιά μας καὶ στὴ δική μας γλῶσσα ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἀπὸ τότε, φωτίσθηκε ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπαλλαχθήκαμε ἀπὸ τὸ νοητὸ σκοτάδι τῆς πλάνης στὴν ὁποία ζούσαμε. Ἀπὸ τότε, μάθαμε νὰ πιστεύουμε σὲ σένα καὶ νὰ κηρύττουμε τὸ ὄνομά σου, ἀπό τη στιγμή ποὺ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴ θεϊκὴ ἐνέργεια τῶν πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν καὶ γνωρίσα-με τὴ λάμψη τῆς θεότητος, τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἐξουσίας σου, μαζὶ μὲ τοῦ Πα­τέ­ρα καὶ τοῦ Ἁ­γίου Πνεύματος.
Σὺ οὖν τὸ ἀ­παύ­γα­σμα τοῦ Πατρός, ὁ τῆς οὐ­σί­ας καὶ τῆς φύ­σε­ως αὐ­τοῦ ἀ­πα­ράλ­λα­κτος καὶ ἀ­με­τακί­νη­τος χα­ρα­κτήρ, ἡ πη­γὴ τῆς σω­τη­ρί­ας καὶ τῆς χά­ρι­τος, διά­νοιξον κἀ­μοῦ τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ τὰ χεί­λη, καὶ δί­δα­ξόν με πῶς δεῖ, καὶ ὑπὲρ ὧν χρὴ προ­σεύ­χε­σθαι.
Ἐσύ, λοι­πόν, τὸ ἀ­παύ­γα­σμα τοῦ Πα­τέ­ρα, ποὺ εἶσαι ὁλόιδιος καὶ ἀ­πα­ράλ­λα­κτος μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴ φύ­ση Του, ἡ πη­γὴ τῆς σωτηρίας καὶ τῆς χά­ρι­τος, ἄ­νοι­ξε τὰ ἁ­μαρ­τω­λά μου χεί­λη καὶ δί­δα­ξέ με, πῶς πρέ­πει νὰ προ­σεύ­χο­μαι καὶ γιὰ ποιὰ πράγματα.
Σὺ γὰρ εἶ ὁ γι­νώ­σκων τὸ πο­λὺ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μου πλῆ­θος, ἀλ­λ’ ἡ σὴ εὐ­σπλα­χνί­α νι­κή­σει τού­των τὸ ἄ­με­τρον· ἰ­δοὺ γὰρ φό­βῳ πα­ρίστα­μαί σοι, εἰς τὸ πέ­λα­γος τοῦ ἐλέ­ους σου τὴν ἀ­πό­γνω­σιν ἀ­πορρί­ψας τῆς ψυ­χῆς μου.
Ἐ­­σὺ εἶ­σαι ποὺ γνω­ρί­ζεις τὸ μεγάλο πλῆ­θος τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μου, ἀλ­λά ἡ κα­λοσύ­νη σου θὰ τὶς νι­κή­σει κι ἄς εἶ­ναι καὶ ἀ­μέ­τρη­τες. Γεμᾶτος φό­βο στέ­κο­μαι μπρο­στά σου ἔχοντας  ρί­ξει τὴν ἀ­πό­γνω­ση τῆς ψυ­χῆς μου μέ­σα στὸ πέ­λα­γος τοῦ ἐ­λέ­ους σου.
Κυ­βέρ­νη­σόν μου τὴν ζω­ήν, ὁ πᾶ­σαν ρή­μα­τι τὴν κτί­σιν ἀρ­ρή­τῳ σο­φί­ας δυ­νά­μει κυ­βερ­νῶν, ὁ εὔ­διος τῶν χει­μα­ζο­μέ­νων λι­μήν, καὶ γνώ­ρι­σόν μοι ὁ­δόν, ἐν ᾗ πο­ρεύ­σο­μαι.
Κυ­βέρ­νη­σε τὴ ζω­ή μου ἐ­σύ, ποὺ μὲ ἀ­νεί­πω­τη σο­φί­α καὶ δύ­να­μη κυ­βερ­νᾶς μὲ ἕ­να σου λό­γο τὴν κτί­ση. Ἐ­σύ, τὸ ἀ­πά­νε­μο λι­μά­νι στὴν τρικυ-μία τῆς ζωῆς, δί­δα­ξέ με ποι­ὸ δρό­μο νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω.
Πνεῦ­μα σο­φί­ας σου τοῖς ἐ­μοῖς πα­ρά­σχου δι­α­λο­γι­σμοῖς, Πνεῦ­μα συ­νέ­σε­ως τῇ ἀ­φρο­σύ­νῃ μου δωρού­με­νος· Πνεῦ­μα φό­βου σου τοῖς ἐ­μοῖς ἐ­πι­σκί­α­σον ἔρ­γοις· καὶ Πνεῦ­μα εὐ­θὲς ἐγ­καί­νι­σον ἐν τοῖς ἐγ­κά­τοις μου· καὶ Πνεύ­μα­τι ἡ­γεμο­νι­κῷ τὸ τῆς δι­α­νοί­ας μου στήρι­ξον ὀ­λι­σθη­ρόν· ἵ­να κα­θ’ ­ἑ­κάστην ἡ­μέ­ραν, τῷ Πνεύ­μα­τί σου τῷ ἀ­γα­θῷ, πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον ὁδη­γού­με­νος, κα­τα­ξι­ω­θῶ ποι­εῖν τὰς ἐν­το­λάς σου, καὶ τῆς σῆς ἀ­εὶ μνη­μο­νεύ­ειν ἐν­δό­ξου, καὶ ἐ­ρευνη­τι­κῆς τῶν πε­πραγ­μέ­νων ἡ­μῖν πα­ρου­σί­ας· καὶ μὴ πα­ρί­δῃς με τοῖς φθει­ρο­μέ­νοις τοῦ κό­σμου τούτου ἐναπατᾶ­σθαι τερ­πνοῖς, ἀλ­λὰ τῶν μελ­λόν­των ὀ­ρέ­γε­σθαι τῆς ἀ­πολαύ­σε­ως ἐ­νί­σχυ­σον θη­σαυ­ρῶν.
Δῶσε στὶς σκέ­ψεις μου τὸ Πνεῦ­μα τῆς δι­κῆς σου σο­φί­ας. Δώ­ρι­σε στὴν ἀπε­ρι­σκε­ψί­α μου Πνεῦμα συ­νέ­σε­ως. Σκέ­πα­σε τὰ ἔρ­γα μου μὲ Πνεῦ­μα φό­βου σὲ σέ­να. Ἀ­να­καί­νι­σε τὰ ἔγ­κα­τα τῆς ψυ­χῆς μου μὲ Πνεῦ­μα εὐ­θύτητος. Στή­ρι­ξε τὴν ὀ­λι­σθη­ρή μου σκέ­ψη μὲ Πνεῦ­μα θαρ­ρε­τό, ὥ­στε κά­θε μέ­ρα μὲ τὸ ἀ­γα­θό σου Πνεῦ­μα νὰ ὁ­δη­γοῦ­μαι στὸ συμ­φέ­ρον μου καὶ νὰ ἀ­ξι­ω­θῶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζω τὶς ἐν­το­λές σου καὶ νὰ θυ­μᾶ­μαι πάν­το­τε τὴν ἔν­δο­ξη πα­ρου­σί­α σου, ὁπότε καὶ θὰ ἐ­ρευ­νήσεις τὶς πράξεις μας. Καὶ μὴ με ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις καὶ ἐ­ξα­πα­τη­θῶ στὶς φθαρτὲς ἡδονὲς αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου· ἀλ­λὰ ἐ­νί­σχυ­σέ με, ὥστε νὰ ἐ­πι­θυ­μῶ νὰ ἀ­πο­λαύ­σω τοὺς μελ­λού­με­νους θη­σαυ­ρούς.
Σὺ γὰρ εἶ­πας, Δέ­σπο­τα, ὅ­τι ὅ­σα περ ἄν τις αἰ­τή­ση­ται ἐν τῷ ὀ­νόμα­τί σου, ἀ­κω­λύ­τως πα­ρὰ τοῦ σοῦ λαμ­βά­νει συ­να­ϊ­δί­ου Θε­οῦ καὶ Πα­τρός· διὸ κἀ­γὼ ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, ἐν τῇ ἐ­πι­φοι­τή­σει τοῦ ἁ­γί­ου σου Πνεύ­μα­τος, τὴν σὴν ἱ­κε­τεύ­ω ἀ­γα­θό­τη­τα· Ὅ­σα ηὐ­ξά­μην, ἀ­πόδος μοι εἰς σω­τη­ρί­αν.
 Ἐ­πει­δή, ἐ­σὺ εἶ­πες Δέ­σπο­τα, ὅτι ὅ­σα καὶ ἄν ζη­τή­σει κά­ποι­ος στὸ ὄ­νο­μά Σου, χω­ρίς δυ­σκο­λί­α θὰ τὰ λά­βει ἀ­πὸ τὸ Θεό Πατέρα, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο αἰώνιος μὲ Εσένα. Γι' αὐ­τό, καὶ ἐ­γὼ ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, κα­τὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα τῆς ἐ­πι­φοι­τή­σεως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὴν ἀ­γα­θότητά σου πα­ρα­κα­λῶ: Ὅ­σα μὲ προσευχή σοῦ ζήτησα, ἀπόδωσέ τα μου γιὰ νὰ σωθῶ.
Ναί, Κύ­ρι­ε, ὁ πά­σης εὐ­ερ­γε­σί­ας πλου­σι­ο­πά­ρο­χος δο­τὴρ ἀ­γα­θός· ὅ­τι σὺ εἶ ὁ δι­δοὺς ὑ­πε­ρεκ­πε­ρισσοῦ, ὧν αἰ­τού­με­θα.
Ναί, Κύ­ρι­ε, ἐ­σὺ ποὺ δί­νεις πλου­σι­ο­πά­ρο­χα κά­θε εὐ­ερ­γε­σί­α, ἐ­σὺ εἶ­σαι καὶ ποὺ δί­νεις πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ ­ὅσα σοῦ ζη­τᾶ­με.
Σὺ εἶ ὁ συμ­πα­θής, ὁ ἐ­λε­ή­μων, ὁ ἀ­να­μαρ­τή­τως γε­γο­νὼς τῆς σαρκὸς ἡ­μῶν κοι­νω­νός, καὶ τοῖς κάμ­πτου­σι πρὸς σὲ γό­νυ, ἐ­πι­καμπτό­με­νος φι­λευ­σπλά­χνως, ἱ­λα­σμός τε γε­νό­με­νος τῶν ἁ­μαρτι­ῶν ἡ­μῶν.
Ἐ­σὺ εἶ­σαι ποὺ πά­σχεις μα­ζί μας, ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἐ­λε­εῖς, ἐ­σὺ ποὺ πῆ­ρες τὴν σάρ­κα μας, χω­ρὶς ὅ­μως ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­σὺ εἶ­σαι ποὺ λυ­γί­ζεις φι­λεύ­σπλα­χνα τὴν καρ­διά σου σὲ ὅ­σους λυ­γί­ζουν σὲ σέ­να τὰ γό­να­τα, ἐ­σὺ ποὺ ἔ­γι­νες ἡ λύ­τρω­ση τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μας.
Δός δή, Κύ­ρι­ε, τῷ λα­ῶ σου τοὺς οἰ­κτιρ­μούς σου· ἐ­πά­κου­σον ἡ­μῶν ἐξ οὐ­ρα­νοῦ ἁ­γί­ου σου· ἁ­γί­α­σον αὐ­τοὺς τῇ δυ­νά­μει τῆς σω­τη­ρί­ου δε­ξιᾶς σου· σκέ­πα­σον αὐ­τοὺς ἐν τῇ σκέ­πῃ τῶν πτε­ρύ­γων σου· μὴ πα­ρί­δῃς τὰ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν σου.
Λυπήσου τὸν κόσμο σου, Κύ­ρι­ε. Ἄ­κου­σέ μας ἀ­πὸ τὸν ἅγιο οὐ­ρα­νό σου, ἁ­γί­α­σε τὸ λαό σου μὲ τὴ σω­τη­ρι­ώ­δη δύ­να­μή σου, σκέ­πα­σέ τους μὲ τὴ σκέ­πη τῶν πτε­ρύ­γων σου. Μὴν μᾶς παραβλέψεις· ἔρ­γα τῶν χε­ριῶν σου εἴμαστε.
Σοὶ μό­νῳ ἁ­μαρ­τά­νο­μεν, ἀλ­λὰ καὶ σοὶ μό­νῳ λα­τρεύ­ο­μεν· οὐκ οἴ­δαμεν προ­σκυ­νεῖν Θε­ῷ ἀλ­λο­τρί­ῳ, οὐ­δὲ δι­α­πε­τά­ζειν πρὸς ἕ­τε­ρον Θε­ὸν τὰς ἑ­αυ­τῶν, Δέ­σπο­τα, χεῖ­ρας.
Μόνο ἀ­πέ­ναν­τι σου ἁ­μαρ­τά­νου­με ἀλ­λὰ καὶ μό­νο ἐ­σέ­να λα­τρεύ­ο­υμε. Δέ­σπο­τα, ἄλ­λο Θεὸ δὲν ξέ­ρο­υμε νὰ προ­σκυ­νοῦ­με, οὔ­τε σὲ ἄλ­λο Θεὸ ὑψώ­νου­με τὰ χέ­ρια μας.
Ἄ­φες ἡ­μῖν τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα· καὶ προσ­δε­χό­με­νος ἡ­μῶν τὰς γο­νυπε­τεῖς δε­ή­σεις, ἔ­κτει­νον πᾶ­σιν ἡ­μῖν χεῖ­ρα βο­η­θεί­ας· πρόσ­δε­ξαι τὴν εὐ­χὴν πάν­των, ὡς θυ­μί­α­μα δε­κτόν, ἀ­να­λαμ­βα­νό­με­νον ἐ­νώπιον τῆς σῆς ὑ­πε­ρα­γά­θου βα­σιλεί­ας.
Ξέχνα τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας καὶ δέ­ξου τὶς γο­να­τι­στὲς δεήσεις μας, ἅπλω­σε σὲ ὅ­λους χέ­ρι βο­η­θεί­ας καὶ δέξου τὴν προ­σευ­χή μας αὐ­τή, σὰν κα­λο­δε­χού­με­νο θυ­μί­α­μα ποὺ ἀ­νε­βαί­νει μπρο­στὰ στὴν ὑ­πε­ρά­γα­θη Βα­σι­λεί­α σου.
Κύ­ρι­ε, Κύ­ρι­ε, ὁ ρυ­σά­με­νος ἡ­μᾶς ἀ­πὸ παν­τὸς βέ­λους πε­το­μέ­νου ἡ­μέ­ρας, ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς καὶ ἀ­πὸ παν­τὸς πράγ­μα­τος ἐν σκό­τει δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου.
Κύ­ρι­ε, ἐ­σύ, ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ποὺ πέρασε μᾶς γλί­τω­σες ἀ­πὸ κά­θε βέ­λος ποὺ πε­τοῦ­σε, ἐλευ­θέ­ρω­σέ μας καὶ ἀ­πό κά­θε κακὸ ποὺ κινεῖται στὸ σκο­τά­δι.
Πρόσ­δε­ξαι θυ­σί­αν ἑ­σπε­ρι­νήν, τὰς τῶν χει­ρῶν ἡ­μῶν ἐ­πάρ­σεις.
Δέ­ξου τὴν ἑσπερινὴ αὐ­τὴ προ­σφο­ρά μας καὶ τὴν ὕψωση τῶν χε­ριῶν μας.
Κα­τα­ξί­ω­σον δὲ ἡ­μᾶς, καὶ τὸ νυ­κτε­ρι­νὸν στά­διον ἀ­μέμ­πτως δι­ελ­θεῖν, ἀ­πει­ρά­στους κα­κῶν· καὶ λύ­τρω­σαι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ πά­σης τα­ρα­χῆς καὶ δει­λί­ας, τῆς ἐκ τοῦ δι­α­βό­λου ἡ­μῖν προ­σγι­νο­μέ­νης.
Ἀξί­ω­σέ μας, νὰ πε­ρά­σουμε τὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας χω­ρὶς ἀμαρτίες καὶ κακοὺς πει­ρα­σμούς. Λύ­τρω­σέ μας ἀ­πὸ κά­θε τα­ρα­χὴ καὶ δει­λί­α ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς προξενήσει ὁ δι­ά­βο­λος.
Χά­ρι­σαι ταῖς ψυ­χαῖς ἡ­μῶν κα­τάνυ­ξιν, καὶ τοῖς λο­γι­σμοῖς ἡ­μῶν μέ­ρι­μναν, τῆς ἐν τῇ φο­βε­ρᾷ καὶ δι­καί­ᾳ σου κρί­σει ἐ­ξε­τά­σε­ως.
Χά­ρι­σε στὶς ψυ­χές μας κα­τά­νυ­ξη καὶ στὶς σκέ­ψεις μας φρον­τί­δα γιὰ τὴ φο­βε­ρὴ καὶ δί­και­η ἐ­ξε­τα­στι­κὴ κρί­ση σου.
Κα­θή­λω­σον ἐκ τοῦ φό­βου σου τὰς σάρ­κας ἡ­μῶν, καὶ νέ­κρω­σον τὰ μέ­λη ἡ­μῶν τὰ ἐ­πὶ τῆς γῆς· ἵ­να, καὶ ἐν τῇ κα­θ’­ ὕ­πνον ἡ­συ­χί­ᾳ, ἐμ­φαι­δρυ­νώ­με­θα τῇ θε­ω­ρί­ᾳ τῶν κρι­μά­των σου.
Ἠρέ­μη­σε μὲ τὸ φό­βο σου τὶς σάρ­κες μας καὶ νέ­κρω­σε τὰ μέ­λη μας, ποὺ μᾶς κρα­τοῦν στὴν γῆ, ὥ­στε, στὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ ὕ­πνου νὰ ἀποκτή-σουμε τὴ λαμπρὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς κρί­σε­ώς σου.
Ἀ­πό­στη­σον δὲ ἀ­φ’ ἡ­μῶν πᾶ­σαν φαν­τα­σί­αν ἀ­πρε­πῆ, καὶ ἐ­πι­θυμί­αν βλα­βε­ράν.
Δι­ῶ­ξε ἀ­πὸ μᾶς κά­θε ἀ­πρε­πῆ φαν­τα­σί­ω­ση καὶ βλα­βε­ρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α.
Δι­α­νά­στη­σον δὲ ἡ­μᾶς ἐν τῷ και­ρῷ τῆς προ­σευ­χῆς ἐ­στη­ριγ­μένους ἐν τῇ πί­στει, καὶ προ­κό­πτοντας ἐν τοῖς πα­ραγ­γέλ­μα­σί σου.
Καὶ σή­κω­σέ μας, ὅ­ταν ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦ­με, στη­ριγ­μένους στὴν πί­στη καὶ μὲ προ­κο­πὴ στὰ παραγγέλματά σου.

                                           ΕΥΧΗ Γ΄
ἀ­ε­νά­ως βρύ­ου­σα ζω­τι­κὴ καὶ φω­τι­στι­κὴ πη­γή, ἡ συ­να­ΐ­διος τοῦ Πα­τρὸς δη­μι­ουρ­γι­κὴ δύ­να­μις, ὁ πᾶ­σαν τὴν οἰ­κο­νο­μί­αν, διὰ τὴν τῶν βρο­τῶν σω­τη­ρί­αν, ὑ­περ­κάλλως πλη­ρώ­σας, Χρι­στέ, ὁ Θε­ὸς ἡ­μῶν· ὁ θα­νά­του δε­σμοὺς ἀ­λύτους, καὶ κλεῖ­θρα ᾅ­δου δια­ρρήξας, πο­νη­ρῶν δὲ πνευ­μά­των πλή­θη κα­τα­πα­τή­σας· ὁ προ­σα­γαγὼν σε­αυ­τὸν ἄ­μω­μον ὑ­πὲρ ἡ­μῶν ἱ­ε­ρεῖ­ον, τὸ σῶ­μα δοὺς τὸ ἄ­χραντον εἰς θυ­σί­αν, τὸ πά­σης ἁ­μαρτί­ας ἄ­ψαυ­στόν τε καὶ ἄ­βα­τον, καὶ διὰ τῆς φρι­κτῆς ταύ­της, καὶ ἀ­νεκ­δι­η­γή­του ἱ­ε­ρουρ­γί­ας, ζω­ὴν ἡ­μῖν αἰ­ώ­νιον χα­ρι­σά­με­νος· ὁ εἰς ᾅ­δου κα­τα­βάς, καὶ μο­χλοὺς αἰ­ω­νί­ους συν­τρί­ψας, καὶ τοῖς κά­τω κα­θη­μέ­νοις ἄ­νο­δον ὑ­ποδεί­ξας· τὸν δὲ ἀρ­χέ­κα­κον καὶ βύ­θιον δρά­κον­τα, θε­ο­σό­φῳ δε­λε­ά­σμα­τι ἀγ­κι­στρεύ­σας, καὶ σει­ραῖς ζό­φου δε­σμεύ­σας ἐν ταρ­τά­ρῳ καὶ πυ­ρὶ ἀ­σβέ­στῳ καὶ σκό­τει ἐ­ξω­τέ­ρῳ, διὰ τῆς ἀ­πει­ροδυ­νά­μου σου κα­τα­σφα­λι­σά­με­νος ἰ­σχύ­ος· ἡ με­γα­λώ­νυ­μος σο­φία τοῦ Πα­τρός· ὁ τοῖς ἐ­πη­ρε­α­ζο­μένοις μέ­γας ἐ­πί­κου­ρος φα­νείς, καὶ φω­τί­σας τοὺς ἐν σκό­τει καὶ σκιᾷ θα­νά­του κα­θη­μέ­νους. Σύ, δό­ξης ἀ­ε­νά­ου, Κύ­ρι­ε, καὶ Πα­τρὸς ὑ­ψί­στου Υἱ­ὲ ἀ­γα­πη­τέ· ἀ­ΐ­διον φῶς, ἐξ ἀ­ϊ­δί­ου φω­τός· ἥ­λι­ε δι­και­ο­σύνης, ἐ­πά­κου­σον ἡ­μῶν δε­ο­μέ­νων σου, καὶ ἀ­νά­παυ­σον τὰς ψυ­χὰς τῶν δού­λων σου, τῶν προκε-κοιμη­μέ­νων πα­τέ­ρων καὶ ἀ­δελ­φῶν ἡ­μῶν, καὶ λοι­πῶν συγ­γε­νῶν κα­τὰ σάρ­κα, καὶ πάν­των τῶν οἰ­κεί­ων τῆς πί­στε­ως, πε­ρὶ ὧν καὶ τὴν μνή­μην ποι­ού­με­θα νῦν· ὅ­τι ἐν σοὶ πάν­των τὸ κρά­τος, καὶ ἐν τῇ χει­ρί σου κα­τέ­χεις πάν­τα τὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς.
Πη­γὴ ἀστείρευτη, ποὺ μᾶς φέρνεις ζωὴ καὶ φῶς, δύ­να­μη δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἴ­δια μὲ τοῦ Πα­τέ­ρα, Χρι­στὲ καὶ Θε­έ μας. Ἐ­σὺ ποὺ ὁλοκλήρωσες μὲ ὄ­μορ­φο καὶ σωτηριώδη τρόπο τὴν σω­τη­ρί­α μας. Ἐσὺ ποὺ ἔ­σπα­σες τὰ ἄ­λυ­τα δε­σμὰ τοῦ θα­νά­του καὶ τὶς κλει­δα­ριὲς τοῦ Ἅ­δη. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τα­πά­τη­σες τὰ πλή­θη τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των. Ἐσὺ ποὺ τὸν ἴ­διο σου τὸν ἑ­αυ­τὸ προσέ-φε­ρες γιὰ χά­ρη μας. Ἐ­σὺ ποὺ θυ­σίασες τὸ ἴδιο σου τὸ σῶμα, τὸ ἄ­χραν­το, τὸ ἄμωμο καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ κά­θε ἁ­μαρ­τί­α καὶ μὲ αὐ­τὴν τὴν φρι­κτὴ καὶ ἀ­νέκ­φρα­στη ἱ­ε­ρὴ πρά­ξη, μᾶς χά­ρι­σες αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τέ­βη­κες στὸν Ἅ­δη καὶ συ­νέ­τρι­ψες τοὺς αἰ­ω­νίους μο­χλούς του καὶ ἔ­δει­ξες τὴν ἄ­νο­δο σὲ ὅ­σους κα­τοι­κοῦ­σαν ἐ­κεῖ κά­τω. Ἐσὺ ποὺ ἀγ­κί­στρω­σες τὸν ἀρ­χι­κά­κι­στο σκοτεινό δρά­κον­τα μὲ δό­λω­μα θε­ϊ­κῆς σο­φί­ας, τὸν ἔδεσες μὲ βαριὲς ἀλυσίδες καὶ μὲ τὴν ἀ­π­ει­ρο­δύ­να­μη ἰ­σχύ σου τὸν ἔριξες στὰ τάρταρα τοῦ Ἅδη, στὸ ἄσβεστο πῦρ καὶ στὸ ἐξώτερο σκότος. Ἐ­σὺ, ἡ με­γα­λώ­νυ­μη σο­φί­α τοῦ Θεοῦ Πα­τέ­ρα, ὁ συμπαραστάτης κάθε ἀνθρώπου ποὺ περνάει πειρασμούς. Ἐσὺ ποὺ ρίχνεις τὸ φῶς σου ἀκόμα καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ ζοῦν σὲ χώρα καὶ σκιὰ θα­νά­του. Ἐ­σὺ Κύ­ρι­ε τῆς αἰώνιας  δό­ξας. Ἐ­σὺ Υἱ­ὲ ἀ­γα­πη­τὲ τοῦ Ὑ­ψί­στου Πα­τέ­ρα, φῶς ἀπὸ ἀΐδιο φῶς, ἥ­λι­ε τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ἄ­κου­σέ μας ποὺ σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με καὶ ἀνά­παυ­σε τὶς ψυ­χὲς τῶν δού­λων σου, ὅλων ὅσοι μέ­χρι τώ­ρα κοι­μή­θη­καν, πα­τέ­ρων μας, ἀδελ­φῶν μας καὶ λοι­πῶν συγ­γε­νῶν μας κα­τὰ σάρ­κα καὶ ὅ­λων τῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας. Σοῦ τοὺς θυμίζουμε, Κύριε, ἐπει­δὴ Ἐσὺ ἔχεις ἐξουσία σὲ ὅλα καὶ στὰ χέ­ρια σου κρα­τᾶς τὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς.
Δέ­σπο­τα παν­το­κρά­τορ, Θε­ὲ Πα­τέ­ρων, καὶ Κύ­ρι­ε τοῦ ἐ­λέ­ους, γέ­νους θνη­τοῦ τε καὶ ἀ­θα­νά­του, καὶ πά­σης φύ­σε­ως ἀν­θρω­πί­νης δη­μι­ουρ­γέ, συ­νι­στα­μέ­νης τε καὶ πά­λιν λυ­ο­μέ­νης, ζω­ῆς τε καὶ τε­λευ­τῆς, τῆς ἐν­ταῦ­θα δι­α­γω­γῆς, καὶ τῆς ἐ­κεῖ­θεν με­τα­στά­σε­ως· ὁ χρό­νους με­τρῶν τοῖς ζῶ­σι, καὶ και­ροὺς θα­νά­του ἱ­στῶν, κα­τά­γων εἰς ᾅ­δου καὶ ἀ­νά­γων, δε­σμεύ­ων ἐν ἀ­σθε­νεί­ᾳ, καὶ ἀ­πο­λύ­ων ἐν δυ­να­στεί­ᾳ· ὁ τὰ πα­ρόν­τα χρησί- μως οἰ­κο­νο­μῶν, καὶ τὰ μέλ­λον­τα λυ­σι­τε­λῶς δι­οι­κῶν· ὁ τοὺς θα­νά­του κέν­τρῳ πλη­γέν­τας, ἀ­να­στά­σε­ως ἐλ­πί­σι ζω­ο­γο­νῶν. Αὐ­τὸς Δέ­σπο­τα τῶν ἁ­πάν­των, ὁ Θε­ός, ὁ Σω­τὴρ ἡ­μῶν, ἡ ἐλ­πὶς πάν­των τῶν πε­ρά­των τῆς γῆς, καὶ τῶν ἐν θα­λάσ­σῃ μα­κράν, ὁ καὶ ἐν ταύ­τῃ τῇ ἐ­σχά­τῃ, καὶ με­γά­λῃ καὶ σω­τη­ρί­ῳ ἡ­μέ­ρᾳ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, τὸ μυ­στή­ριον τῆς ἁ­γί­ας, καὶ ὁ­μο­ου­σί­ου, καὶ συ­να­ϊδί­ου, καὶ ἀ­δι­αι­ρέ­του, καὶ ἀ­συγχύ­του Τριά­δος ὑ­πο­δεί­ξας ἡ­μῖν, καὶ τὴν ἐ­πι­φοί­τη­σιν καὶ πα­ρου­σί­αν τοῦ ἁ­γί­ου καὶ ζω­οποι­οῦ σου Πνεύ­μα­τος, ἐν εἴ­δει πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν, ἐ­πὶ τοὺς ἁ­γί­ους σου Ἀ­πο­στό­λους ἐκ­χέ­ας, καὶ εὐ­αγ­γε­λι­στὰς αὐ­τοὺς θέ­μενος τῆς εὐ­σε­βοῦς ἡ­μῶν Πί­στε­ως, καὶ ὁ­μο­λο­γη­τὰς καὶ κή­ρυ­κας τῆς ἀ­λη­θοῦς ἀ­να­δεί­ξας Θε­ο­λο­γί­ας· ὁ καὶ ἐν αὐ­τῇ τῇ παν­τε­λεί­ῳ ἑ­ορ­τῇ καὶ σω­τη­ρι­ώ­δει, ἱ­λα­σμοὺς ἱ­κε­σί­ους, ὑ­πὲρ τῶν κα­τε­χο­μέ­νων ἐν ᾅ­δῃ, κα­τα­ξι­ώ­σας δέ­χε­σθαι, με­γά­λας τε πα­ρέ­χων ἡ­μῖν ἐλ­πί­δας, ἄ­νε­σιν τοῖς κα­τοι­χο­μένοις τῶν κα­τε­χόν­των αὐ­τοὺς ἀ­νια­ρῶν, καὶ πα­ρα­ψυ­χὴν πα­ρὰ σοῦ κα­τα­πέμ­πε­σθαι. Ἐ­πά­κου­σον ἡ­μῶν τῶν τα­πει­νῶν, καὶ οἰ­κτρῶν δε­ο­μέ­νων σου· καὶ ἀ­νά­παυ­σον τὰς ψυ­χὰς τῶν δού­λων σου τῶν προ­κε­κοι­μη­μέ­νων, ἐν τό­πῳ φω­τει­νῷ, ἐν τό­πῳ χλο­ε­ρῷ, ἐν τό­πῳ ἀ­να­ψύ­ξε­ως, ἔν­θα ἀ­πέ­δρα πᾶ­σα ὀ­δύ­νη, λύ­πη καὶ στε­ναγμός· καὶ κα­τά­τα­ξον τὰ πνεύ­μα­τα αὐ­τῶν ἐν σκη­ναῖς Δι­καί­ων, καὶ εἰ­ρή­νης καὶ ἀ­νέ­σε­ως ἀ­ξί­ω­σον αὐ­τούς· ὅ­τι οὐχ οἱ νε­κροὶ αἰ­νέ­σουσί σε, Κύ­ρι­ε, οὐ­δὲ οἱ ἐν ᾅδῃ ἐ­ξο­μολό­γη­σιν παρ­ρη­σι­ά­ζον­ται προσφέ­ρειν σοι, ἀλ­λ’­ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εὐ­λο­γοῦ­μέν σε, καὶ ἱ­κε­τεύ­ο­μεν, καὶ τὰς ἱ­λα­στη­ρί­ους εὐ­χὰς καὶ θυ­σί­ας προ­σά­γο­μέν σοι ὑ­πὲρ τῶν ψυ­χῶν αὐ­τῶν.
Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορα, Θεὲ τῶν Πα­τέ­ρων μας καὶ Κύ­ρι­ε τοῦ ἐ­λέ­ους, δη­μι­ουρ­γὲ τῶν θνη­τῶν καὶ τῶν ἀ­θα­νά­των ὄντων ἀλλὰ καὶ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως, ποὺ συ­ναρ­μο­λο­γεῖ­ται καὶ πά­λι δι­α­λύ­ε­ται. Κύ­ρι­ε τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ τέ­λους, τῆς ἐ­δῶ βιοτής μας καὶ τοῦ ἐ­κεῖ ἐρχομοῦ μας. Ἐ­σὺ ποὺ με­τρᾶς τὰ χρό­νια τῆς ζω­ῆς μας καὶ ὁ­ρί­ζεις τὸν και­ρὸ τοῦ θα­νά­του μας. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τε­βά­ζεις στὸν Ἅ­δη καὶ ἀ­νε­βά­ζεις ἀ­πὸ αὐ­τόν, ποὺ μᾶς εὐεργετείς μέ τὶς αρρώστιες καὶ μᾶς ἀπελευθερώνεις ἀπό αυτές. Ἐ­σὺ ποὺ τὰ πα­ρόν­τα χρή­σι­μα φρον­τί­ζεις καὶ τὰ μέλ­λον­τα ἀ­κρι­βο­δί­και­α δι­οι­κεῖς. Ἐ­σὺ ποὺ ὅ­σους χτυ­πή­θη­καν μὲ τὸ κεν­τρὶ τοῦ θα­νά­του πά­λι τοὺς ζω­ο­γο­νεῖς μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Ἐ­σὺ λοι­πόν, Δέ­σπο­τα τῶν πάν­των, ὁ Θε­ός μας, ὁ Σω­τῆ­ρας μας, ἡ ἐλ­πί­δα ὅ­λων ὅσοι βρίσκονται στὰ πέρα-τα τῆς γῆς καὶ ὅ­σοι βρί­σκον­ται στὶς μα­κρινὲς θά­λασ­σες. Ἐσὺ ποὺ κατὰ τὴν τε­λευ­ταί­α, με­γά­λη καὶ σω­τή­ρια ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς μᾶς ἔ­δει­ξες τὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἁ­γί­ας καὶ ὁ­μο­ού­σιας καὶ συ­να­ΐ­διας καὶ ἀ­δι­αί­ρε­της καὶ ἀ­σύγ­χυ­της Τριά­δος. Ἐσὺ ποὺ μὲ τὴ μορ­φὴ πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν μᾶς ἔδειξες τὴν ἐπι­φοί­τη­ση καὶ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου καὶ ζω­ο­ποι­οῦ σου Πνεύ­μα­τος, τὸ ὁποῖο ἁπλώθηκε ἐπάνω στοὺς ἁ­γί­ους σου Ἀ­πο­στό­λους καὶ ἔτσι τοὺς ἀ­νέ­δει­ξες δασκάλους τοῦ Εὐαγγελίου σου, ὁμολογητὲς καὶ κήρυκες τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας. Ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξι­ώ­νεις καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν τέ­λεια καὶ σω­τή­ρια ἑ­ορ­τὴ νὰ σὲ πα­ρα­κα­λοῦμε ἱκε­τευ­τι­κὰ γιὰ ὅ­σους κρα­τοῦν­ται στὸν Ἅ­δη. Ἐσὺ ποὺ μᾶς δί­νεις με­γά­λες ἐλ­πί­δες γιὰ τὴν ἀ­να­κού­φι­ση καὶ τὴ δι­ευ­κό­λυν­ση αὐ­τῶν ποὺ ζοῦν σὲ δυσκολία ἐ­κεῖ. Ἄ­κου­σέ μας, ποὺ σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με οἱ τα­πει­νοὶ καὶ ἄ­θλιοι. Τὶς ψυ­χὲς τῶν δού­λων σου ποὺ ἔ­χουν κοι­μη­θεῖ, ἀ­νά­παυ­σέ τες σὲ τό­πο φω­τει­νό, σὲ τό­πο χλο­ε­ρό, σὲ τό­πο ἀναψυχῆς, ἐκεῖ ὅ­που δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας πό­νος, καμ­ία λύ­πη, κα­νέ­νας στε­ναγ­μός. Κατάταξε τὰ πνεύ­μα­τά τους μα­ζὶ μὲ τοὺς δι­καί­ους καὶ κά­νε τους ἄξιους εἰ­ρή­νης καὶ ἀ­νέ­σε­ως, δι­ό­τι οἱ νε­κροὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ σὲ δο­ξο­λο­γή­σουν, Κύ­ρι­ε, οὔ­τε τολ­μοῦν νὰ ὁ­μο­λο­γή­σουν τὸ ὄνο­μά σου ὅ­σοι κα­τοι­κοῦν στὸν Ἅ­δη, ἀλ­λὰ ἐ­μεῖς οἱ ζων­τα­νοὶ σὲ εὐ­λο­γοῦ­με, σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με καὶ σοῦ προ­σφέ­ρου­με ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ προσευχὲς γιὰ τὶς ψυ­χὲς ἐ­κεί­νων.

Θε­ὸς ὁ μέ­γας καὶ αἰ­ώ­νιος, ὁ ἅ­γιος καὶ φι­λάν­θρω­πος, ὁ κα­ταξι­ώ­σας ἡ­μᾶς καὶ ἐν ταύ­τῃ τῇ ὥ­ρᾳ στῆ­ναι κατενώ­πιον τῆς ἀ­προ­σί­του σου δό­ξης, εἰς ὕ­μνον καὶ αἶ­νον τῶν θαυ­μα­σί­ων σου, ἱ­λά­σθη­τι ἡ­μῖν τοῖς ἀ­να­ξί­οις δού­λοις σου· καὶ πα­ρά­σχου χά­ριν τοῦ με­τὰ συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας ἀ­με­τεω­ρί­στως προ­σε­νεγ­κεῖν σοι τὴν τρι­σά­γιον δο­ξο­λο­γί­αν, καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν τῶν με­γά­λων δω­ρε­ῶν, ὧν ἐ­ποί­η­σας καὶ ποι­εῖς πάν­το­τε εἰς ἡ­μᾶς. Μνή­σθη­τι, Κύ­ρι­ε, τῆς ἀ­σθε­νεί­ας ἡ­μῶν, καὶ μὴ συ­να­πο­λέ­σῃς ἡ­μᾶς ταῖς ἀ­νο­μί­αις ἡ­μῶν, ἀλ­λὰ ποί­η­σον μέ­γα ἔ­λε­ος με­τὰ τῆς τα­πει­νώσε­ως ἡ­μῶν· ἵ­να, τὸ τῆς ἁμαρ­τί­ας σκό­τος δι­α­φυ­γόν­τες, ἐν ἡ­μέ­ρᾳ δι­και­ο­σύ­νης πε­ρι­πα­τή­σω­μεν· καὶ ἐν­δυ­σά­με­νοι τὰ ὅ­πλα τοῦ φω­τός, ἀ­νε­πι­βου­λεύ­τως δι­α­τε­λέ­σω­μεν ἀ­πὸ πά­σης ἐ­πη­ρεί­ας τοῦ πο­νηροῦ, καὶ με­τὰ παρ­ρη­σί­ας δο­ξά­σωμεν ἐ­πὶ πᾶ­σι, σὲ τὸν μό­νον ἀ­ληθι­νὸν καὶ φι­λάν­θρω­πον Θε­όν.
με­γά­λος, ὁ αἰ­ώ­νιος, ὁ ἅ­γιος καὶ φι­λάν­θρω­πος Θεός, Ἐσὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξι­ώ­νεις τούτη τὴν ὥ­ρα νὰ στε­κό­μα­στε μπρο­στὰ στὴν ἀ­πλη­σί­α­στη δό­ξα σου γιὰ νὰ ὑ­μνοῦ­με καὶ νὰ δο­ξά­ζουμε τὰ θαυ­μα­στά σου ἔργα, λυ­πή­σου μας τοὺς ἀ­νάξι­ους δού­λους σου καὶ δῶ­σε μας τὴ χά­ρη νὰ σοῦ προ­σφέ­ρουμε μὲ συντριβὴ καρδιᾶς, μὲ ταπείνωση ἀλλὰ καὶ βεβαιότητα τὸν τρι­σά­γιο ὕμνο μας καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α γιὰ τὶς με­γά­λες σου δω­ρε­ὲς ποὺ ἔ­κα­νες καὶ συνεχίζεις νὰ κά­νεις σὲ ἐμᾶς. Θυ­μή­σου Κύ­ρι­ε ὅτι εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι καὶ μὴ μᾶς ἐξαλείψεις μαζί μὲ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, ἀλ­λὰ δεῖ­ξε με­γά­λο ἔ­λε­ος στὴν τα­πεί­νω­σή μας, ὥ­στε ἀ­πο­φεύ­γοντας τὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας νὰ ζήσουμε τὴν ὑπόλοι-πη ζωή μας στὸ φῶς τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου καὶ προ­φυ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­θε ἐπιβουλὴ τοῦ πο­νη­ροῦ νὰ δο­ξά­ζου­με παν­τοῦ καὶ μὲ τόλ­μη ἐ­σέ­να, τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ καὶ φι­λάν­θρω­πο Θε­ό.
Σὸν γὰρ ὡς ἀ­λη­θῶς, καὶ μέ­γα ὄν­τως μυ­στή­ριον, Δέ­σπο­τα τῶν ἁπάν­των καὶ ποι­η­τά, ἥ τε πρόσκαι­ρος λύ­σις τῶν σῶν κτι­σμά­των καὶ ἡ με­τὰ ταῦ­τα συ­νά­φεια καὶ ἀ­νά­παυ­σις ἡ εἰς αἰ­ῶ­νας.
Δέ­σπο­τα καὶ δη­μι­ουρ­γὲ τῶν ὅλων, ἀ­λή­θεια, εἶ­ναι δι­κό σου τὸ με­γά­λο, πράγ­μα­τι, μυ­στή­ριο τῆς πρό­σκαι­ρης δι­α­λύ­σε­ως τῶν σωμάτων μας καὶ ἡ μετέπειτα συ­ναρ­μο­λό­γη­σή τους γιὰ τὴν ἀνάπαυσή μας στοὺς αἰῶνες.
Σοὶ χά­ριν ἐν πᾶ­σιν ὁ­μο­λο­γοῦ­μεν, ἐ­πὶ ταῖς εἰ­σό­δοις ἡ­μῶν ταῖς εἰς τὸν κό­σμον τοῦ­τον, καὶ ταῖς ἐ­ξό­δοις, αἳ τὰς ἐλ­πί­δας ἡ­μῶν τῆς ἀνα­στά­σε­ως, καὶ τῆς ἀ­κη­ρά­του ζω­ῆς, διὰ τῆς σῆς ἀ­ψευ­δοῦς ἐ­παγ­γε­λί­ας προ­μνη­στεύ­ον­ται· ἧς ἀ­πο­λαύ­σαι­μεν ἐν τῇ δευ­τέ­ρᾳ μελ­λού­σῃ πα­ρου­σί­ᾳ σου.
Πά­νω ἀ­π' ὅ­λα, σοῦ χρω­στᾶ­με χά­ρη γιὰ τὸν ἐρχομό μας σ' αὐ­τὸν τὸν κό­σμο καὶ γιὰ τὴν ἔ­ξο­δό μας ἀπ’αὐτόν, ση­μά­δια τῆς ἐλ­πί­δος μας στὴν ἀ­δι­ά­ψευ­στη ὑ­πό­σχε­σή σου γιὰ ἀ­νά­στα­ση καὶ ἀ­τε­λεί­ω­τη ζωή, τὴν ὁ­ποί­α θὰ ἀ­πο­λαύ­σουμε στὴν μελ­λού­με­νη Δεύτερη Πα­ρου­σί­α σου.
Σὺ γὰρ εἶ καὶ τῆς ἀ­να­στά­σε­ως ἡ­μῶν ἀρ­χη­γός, καὶ τῶν βε­βι­ωμέ­νων ἀ­δέ­κα­στος, καὶ φι­λάν­θρωπος κρι­τής, καὶ τῆς μι­σθα­πο­δοσί­ας Δε­σπό­της καὶ Κύ­ριος· ὁ καὶ κοι­νω­νή­σας ἡ­μῖν πα­ρα­πλη­σί­ως σαρ­κὸς καὶ αἵ­μα­τος, διὰ συγ­κατά­βα­σιν ἄ­κραν, καὶ τῶν ἡ­με­τέρων ἀ­δι­α­βλή­των πα­θῶν, ἐν τῷ ἑ­κου­σί­ως εἰς πεῖ­ραν κα­τα­στῆ­ναι, προσ­λα­βό­με­νος σπλάγ­χνα οἰ­κτιρ­μῶν, καὶ ἐν ᾧ πέ­πον­θας πει­ρα­σθεὶς αὐ­τός, τοῖς πει­ρα­ζομέ­νοις ἡ­μῖν γε­νό­με­νος αὐ­τε­πάγγελ­τος βο­η­θός· διὸ καὶ συ­νή­γαγες ἡ­μᾶς εἰς τὴν σὴν ἀ­πά­θειαν.
Ἐσὺ εἶ­σαι ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀ­να­στά­σε­ώς μας καὶ τῶν ὅ­σων ἔ­χουμε ζή­σει ἀ­δέ­κα­στος καὶ φι­λάν­θρω­πος κρι­τής καὶ τῆς μι­σθα­πο­δο­σί­ας μας ὁ Δε­σπό­της καὶ Κύ­ριος. Συγ­κα­τα­βαί­νοντας πῆ­ρες πα­ρό­μοι­α μὲ μᾶς σάρ­κα καὶ αἷ­μα καὶ ἀπέ­κτη­σες θε­λη­μα­τι­κὰ τὴν πεί­ρα τῆς δικῆς μας ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως, ὥστε νὰ μᾶς κρίνεις μὲ εὐσπλαχνία καὶ συμπόνια. Καὶ ἐ­νῶ ἐ­σὺ ὁ ἴδιος ὑ­πέ­φε­ρες καὶ δοκιμαζόσουν, ἦρ­θες καὶ ἔ­γι­νες αὐ­τε­πάγ­γελ­τος βο­η­θὸς στὶς δι­κές μας δο­κι­μα­σί­ες καὶ ἔ­τσι μᾶς προσκάλεσες δίπλα σου,  προκειμένου νὰ φθάσουμε ἀνεπηρέαστοι στὴ δική σου ἀπάθεια.
Δέ­ξαι οὖν, Δέ­σπο­τα, δε­ή­σεις καὶ ἱ­κε­σί­ας ἡ­με­τέ­ρας, καὶ ἀ­νά­παυ­σον πάν­τας τοὺς πα­τέ­ρας ἑ­κά­στου, καὶ μη­τέ­ρας, καὶ ἀ­δελ­φούς, καὶ ἀ­δελ­φὰς καὶ τέ­κνα, καὶ εἴ τι ἄλ­λο ὁ­μο­γε­νὲς καὶ ὁ­μό­φυ­λον, καὶ πάσας τὰς προ­α­να­παυ­σα­μέ­νας ψυ­χὰς ἐ­π’­ἐλ­πί­δι ἀ­να­στά­σε­ως ζω­ῆς αἰ­ω­νί­ου· καὶ κα­τά­τα­ξον τὰ πνεύ­μα­τα αὐ­τῶν καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τα ἐν βί­βλῳ ζω­ῆς, ἐν κόλ­ποις Ἀ­βραάμ, Ἰ­σα­άκ καὶ Ἰ­α­κώβ, ἐν χώ­ρᾳ ζών­των, εἰς βα­σι­λεί­αν οὐ­ρα­νῶν, ἐν πα­ρα­δεί­σῳ τρυ­φῆς, διὰ τῶν φω­τει­νῶν Ἀγ­γέ­λων σου εἰ­σά­γων ἅ­παν­τας εἰς τὰς ἁ­γί­ας σου μο­νάς· συ­νέγει­ρων καὶ τὰ σώ­μα­τα ἡ­μῶν ἐν ἡ­μέ­ρᾳ, ᾗ ὥ­ρι­σας, κα­τὰ τὰς ἁ­γί­ας σου καὶ ἀ­ψευ­δεῖς ἐ­παγ­γελί­ας.
Δέ­ξου, λοι­πόν, Δέ­σπο­τα, τὶς προ­σευ­χὲς καὶ τὶς παρακλήσεις μας, ἀ­νά­παυ­σε τὸν πα­τέ­ρα τοῦ καθ’ ἑνὸς καὶ τὴ μη­τέ­ρα, τὰ ἀ­δέλ­φια καὶ τὶς ἀ­δελ­φὲς καὶ τὰ τέ­κνα καὶ κάθε ἄλλο συγγενῆ καὶ ὁμογενῆ μας καὶ ὅ­λες ἀνεξαιρέτως τὶς ψυ­χὲς ποὺ ἀναπαύθηκαν στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως. Καὶ κα­τά­τα­ξε τὰ πνεύ­μα­τα καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τά τους στὸ βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Ἰ­σα­άκ καὶ τοῦ Ἰ­α­κώβ, στὴ χώ­ρα τῶν ζών­των, στὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, στὸν Πα­ρά­δει­σο τῆς τρυφῆς. Ὅλους καθοδήγη­σέ μας μὲ τοὺς φω­τει­νούς Ἀγ­γέ­λους στοὺς τόπους τοὺς ἁγίους σου καὶ ὅταν ἔρθει ἡ ἡμέρα ποὺ καθόρισες, ἀνάστησε καὶ τὰ σώ­μα­τά μας σύμ­φω­να μὲ τὶς ἀ­δι­ά­ψευ­στες ὑ­πο­σχέ­σεις σου.

Οὐκ ἔ­στιν οὖν, Κύ­ρι­ε, τοῖς δούλοις σου θά­να­τος, ἐκ­δη­μούν­των ἡ­μῶν ἀ­πὸ τοῦ σώ­μα­τος, καὶ πρὸς σὲ τὸν Θε­ὸν ἐν­δη­μούν­των, ἀλ­λὰ με­τά­στα­σις, ἀ­πὸ τῶν λυ­πη­ρο­τέρων ἐ­πὶ τὰ χρη­στό­τε­ρα καὶ θυ­μηδέ­στε­ρα, καὶ ἀ­νά­παυ­σις καὶ χα­ρά. Εἰ δὲ καί τι ἡ­μάρ­το­μεν εἰς σέ, ἵ­λε­ως γε­νοῦ ἡ­μῖν τε καὶ αὐ­τοῖς· δι­ό­τι οὐ­δεὶς κα­θα­ρὸς ἀ­πὸ ῥύ­που ἐ­νώ­πιόν σου, οὐ­δ’ ἄν μί­α ἡ­μέ­ρα ᾖ ἡ ζω­ὴ αὐ­τοῦ, εἰ­μὴ μό­νος σύ, ὁ ἐ­πὶ γῆς φα­νεὶς ἀ­να­μάρ­τητος, ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, δι­’­οὗ πάν­τες ἐλ­πί­ζο­μεν ἐ­λέ­ους τυ­χεῖν, καὶ ἀ­φέ­σε­ως ἁ­μαρ­τι­ῶν.
Δὲν ὑ­πάρ­χει θά­να­τος γιὰ μᾶς τοὺς δού­λους σου, Κύριε. Δὲν εἶναι θάνατος γιὰ μᾶς, ὅταν ἀπο­χω­ρι­ζό­μα­στε ἀπὸ τὸ σῶ­μα μας καὶ ἐρ­χό­μα­στε κον­τὰ σὲ σέ­να τὸ Θε­ό. Με­τά­βα­ση εἶναι ἀ­πὸ τὰ πιὸ λυ­πη­ρὰ στὰ πιὸ κα­λά, στὰ πιὸ εὐ­χά­ρι­στα, στὴν ἀ­νά­παυ­ση καὶ στὴ χα­ρά. Ἐ­ὰν σὲ κά­τι ἁ­μαρ­τή­σα­με ἀπέναντί σου, νὰ μᾶς λυ­πη­θεῖς ὅλους, ἀ­φοῦ κα­νέ­νας δὲν εἶ­ναι κα­θα­ρὸς καὶ ἀ­κη­λί­δω­τος μπρο­στά σου, ἀκό­μα κι ἄν ζή­σει μό­νο μία ἡ­μέ­ρα. Μό­νο ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ μας, ὑ­πῆρ­ξες ἀ­να­μάρ­τη­τος πά­νω στὴ γῆ καὶ ἀ­πὸ σέ­να ὅ­λοι προσδοκούμε τὸ ἔ­λε­ος καὶ τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.

Διὰ τοῦ­το ἡ­μῖν τε καὶ αὐ­τοῖς, ὡς ἀ­γα­θὸς καὶ φι­λάν­θρω­πος Θε­ός, ἄ­νες, ἄ­φες, συγ­χώ­ρη­σον τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα ἡ­μῶν, τὰ ἑ­κού­σια καὶ τὰ ἀ­κού­σια, τὰ ἐν γνώ­σει καὶ ἐν ἀ­γνοί­ᾳ, τὰ πρό­δη­λα, τὰ λαν­θά­νον­τα, τὰ ἐν πρά­ξει, τὰ ἐν δι­α­νοί­ᾳ, τὰ ἐν λό­γῳ, τὰ ἐν πά­σαις ἡ­μῶν ταῖς ἀ­να­στρο­φαῖς, καὶ τοῖς κι­νή­μα­σι· καὶ τοῖς μὲν προ­λα­βοῦσιν ἐ­λευ­θε­ρί­αν καὶ ἄ­νε­σιν δώρη­σαι, ἡ­μᾶς δὲ τοὺς πε­ρι­ε­στῶ­τας εὐ­λό­γη­σον, τέ­λος ἀ­γα­θὸν καὶ εἰ­ρη­νι­κὸν πα­ρε­χό­με­νος ἡ­μῖν τε, καὶ παν­τὶ τῷ λα­ῷ σου, καὶ ἐ­λέ­ους σπλάγ­χνα καὶ φι­λαν­θρω­πί­ας δι­α­νοί­γων ἡ­μῖν, ἐν τῇ φρι­κτῇ καὶ φο­βε­ρᾷ σου πα­ρου­σί­ᾳ· καὶ τῆς βα­σι­λεί­ας σου ἀ­ξί­ους ἡ­μᾶς ποί­η­σον.
Γι’ αὐ­τό, σὰν ἀ­γα­θὸς καὶ φι­λάν­θρω­πος Θε­ὸς ὅλων μας, παράβλεψε τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τά μας, ἄ­φη­σέ τα, συγ­χώ­ρη­σέ τα, τὰ θε­λη­μέ­να καὶ τὰ ἀ­θέ­λη­τα, τὰ συ­νει­δη­τὰ καὶ τὰ ἀ­συ­νεί­δη­τα, τὰ φα­νε­ρὰ καὶ τὰ κρυ­φά, ὅ­σα ἔ­γι­ναν πρά­ξεις κι ὅσα ἔ­μει­ναν σκέ­ψεις, ὅ­σα ἔ­γι­ναν μὲ λό­για κι ὅ­σα μὲ τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ τὶς κι­νή­σεις μας.  Καὶ ὅ­σους ἤρ­θαν ἐ­κεῖ νω­ρί­τε­ρα ἐλευθέρωσέ τους ἀπὸ κάθε κρῖμα καὶ δῶσε τους ἄ­νε­ση. Ἐ­μᾶς ποὺ στέκουμε γονατιστοὶ μπροστά σου εὐ­λό­γη­σέ μας καὶ δῶ­σε μας τέ­λος καλὸ καὶ εἰρη­νι­κό. Καὶ κατὰ τὴ φρικτὴ καὶ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Δεύτερης Παρουσίας σου δεῖ­ξε μας σπλά­χνα γε­μᾶ­τα ἔ­λε­ος καὶ φι­λαν­θρω­πί­α καὶ κάνε μας ἄ­ξιους τῆς Βα­σι­λεί­ας σου.
Θε­ὸς ὁ μέ­γας καὶ ὕ­ψι­στος, ὁ μό­νος ἔ­χων ἀ­θα­να­σί­αν, φῶς οἰ­κῶν ἀ­πρό­σι­τον, ὁ πᾶ­σαν τὴν κτί­σιν ἐν σο­φί­ᾳ δη­μι­ουρ­γή­σας, ὁ δι­α­χω­ρί­σας ἀ­νὰ μέ­σον τοῦ φωτός, καὶ ἀ­νὰ μέ­σον τοῦ σκό­τους, καὶ τὸν μὲν ἥ­λιον θέ­με­νος εἰς ἐ­ξουσί­αν τῆς ἡ­μέ­ρας, σε­λή­νην δὲ καὶ ἀ­στέ­ρας εἰς ἐ­ξου­σί­αν τῆς νυ­κτός· ὁ κα­τα­ξι­ώ­σας ἡ­μᾶς τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, καὶ ἐ­πὶ τῆς πα­ρούσης ἡμέρας προ­φθά­σαι τὸ πρόσω­πόν σου ἐν ἐ­ξο­μο­λο­γή­σει, καὶ τὴν ἑ­σπε­ρι­νήν σοι λα­τρεί­αν προ­σα­γα­γεῖν. Αὐ­τός, φι­λάν­θρωπε Κύ­ρι­ε, κα­τεύ­θυ­νον τὴν προ­σευ­χὴν ἡ­μῶν, ὡς θυ­μί­α­μα ἐ­νώ­πιόν σου, καὶ πρόσ­δε­ξαι αὐ­τὴν εἰς ὀ­σμὴν εὐ­ω­δί­ας.
Θε­ὸς ὁ με­γά­λος καὶ ὑ­ψη­λός, ὁ μό­νος ἀθά­να­τος, Ἐσὺ ποὺ κα­τοι­κεῖς στὸ ἀ­πλη­σί­α­στο φῶς, ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σες μὲ σο­φί­α ὅ­λη τὴν κτί­ση, ποὺ δι­α­χώ­ρι­σες τὸ φῶς ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι κι ἔ­βα­λες τὸν ἥ­λιο νὰ ἐ­ξου­σιά­ζει τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ τὴ σε­λή­νη μὲ τὰ ἀ­στέ­ρια νὰ ἐ­ξου­σιά­ζουν τὴ νύ­χτα, ἐ­σὺ ποὺ ἀ­ξί­ω­σες ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ φτά­σου­με σ’ αὐ­τὴν ἐ­δῶ τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ δοῦ­με τὸ πρό­σω­πό σου καὶ ἐξο­μο­λο­γη­τι­κὰ νὰ σοῦ στεί­λου­με αὐ­τὴν ἐδῶ τὴν ἑσπερινὴ λα­τρεί­α μας, Ἐσὺ, φι­λάν­θρω­πε Κύ­ρι­ε, ὁ­δή­γη­σε τὴν προ­σευ­χή μας σὰν θυ­μί­α­μα μπρο­στά σου καὶ δέ­ξου την σὰν εὐ­ω­δια­στὴ μοσχοβολιά.

Πα­ρά­σχου δὲ ἡ­μῖν τὴν πα­ροῦ­σαν ἑ­σπέ­ραν, καὶ τὴν ἐ­πι­οῦ­σαν νύ­κτα εἰ­ρη­νι­κήν· ἔν­δυ­σον ἡ­μᾶς ὅ­πλα φω­τός· ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ φό­βου νυ­κτε­ρι­νοῦ, καὶ ἀ­πὸ παν­τὸς πράγ­μα­τος ἐν σκό­τει δι­α­πο­ρευ­ομέ­νου· καὶ δώ­ρη­σαι ἡ­μῖν τὸν ὕ­πνον, ὃν εἰς ἀ­νά­παυ­σιν τῇ ἀ­σθε­νεί­ᾳ ἡ­μῶν ἐ­δω­ρή­σω, πά­σης δι­α­βο­λι­κῆς φαν­τα­σί­ας ἀ­πηλλαγ­μέ­νον.
Χάρισέ μας εἰρηνικὸ αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ τὴν ἐρ­χό­με­νη νύ­χτα, ντύ­σε μας μὲ ὅ­πλα φω­τει­νά, λύ­τρω­σέ μας ἀ­πὸ τὸ νυ­χτε­ρι­νὸ φό­βο καὶ ἀ­πὸ κά­θε τι ποὺ κινεῖται στὸ σκο­τά­δι καὶ δῶ­σε μας τὸν ὕ­πνο ποὺ μᾶς τὸν χά­ρι­σες γιὰ ἀ­νά­παυ­ση τῆς θνητῆς μας φύσης, ἀπαλλαγμένο ἀ­πὸ κά­θε δι­α­βο­λι­κή φαν­τα­σία.

Ναί, Δέ­σπο­τα τῶν ἁ­πάν­των, τῶν ἀ­γα­θῶν χο­ρη­γέ, ἵ­να, καὶ ἐν ταῖς κοί­ταις ἡ­μῶν κα­τα­νυ­γό­με­νοι, μνη­μο­νεύ­ω­μεν καὶ ἐν νυ­κτὶ τοῦ πα­να­γί­ου ὀ­νό­μα­τός σου· καὶ τῇ με­λέ­τῃ τῶν σῶν ἐν­το­λῶν κα­ταυγα­ζό­με­νοι ἐν ἀ­γαλ­λιά­σει ψυ­χῆς δι­α­νιστῶ­μεν, πρὸς δο­ξο­λο­γί­αν τῆς σῆς ἀ­γα­θό­τη­τος, δε­ή­σεις καὶ ἱ­κε­σί­ας τῇ σῇ εὐ­σπλα­χνί­ᾳ προσά-γον­τες, ὑ­πὲρ τῶν ἰ­δί­ων ἁ­μαρ­τι­ῶν, καὶ παν­τὸς τοῦ λα­οῦ σου, ὃν, ταῖς πρε­σβεί­αις τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου ἐν ἐ­λέ­ει ἐ­πί­σκε­ψαι.

 Πηγή



Ναί, Δέ­σπο­τα τῶν ὅ­λων, χο­ρη­γὲ κά­θε ἀ­γα­θοῦ, ὥ­στε καὶ στὰ κρεβ­ά­τια μας τὴ νύ­χτα νὰ μνη­μο­νεύ­ου­με μὲ κα­τά­νυ­ξη τὸ πα­νά­γιο ὄ­νο­μά σου καὶ τὴν αὐ­γὴ νὰ ἀ­νοί­γου­με τὰ μά­τια μας μὲ τὴν με­λέ­τη τῶν ἐν­το­λῶν σου. Ἔπειτα νὰ ση­κω­νό­μα­στε μὲ ψυ­χι­κὴ ἀγαλ­λί­α­ση γιὰ νὰ δο­ξο­λο­γή­σουμε τὴ δι­κή σου ἀγα­θό­τη­τα, προ­σκο­μί­ζον­τας στὴν εὐ­σπλα­χνί­α σου προ­σευ­χὲς καὶ ἱ­κε­σί­ες γιὰ τὶς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες καὶ γιὰ ὅ­λου τοῦ λα­οῦ σου, τὸν ὁ­ποῖ­ο μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου νὰ ἐπισκεφθεῖς μὲ ἔ­λε­ος, Κύ­ρι­ε.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Πεντηκοστή, η παρουσία του Αγίου Πνεύματος συγκροτεί το θεσμό της Εκκλησίας



Ονομάζεται Πεντηκοστή η σημερινή εορτή, γιατί είναι πενήντα ημέρες μετά το Πάσχα. Ο ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει ωραία στις Πράξεις των Αποστόλων το ιστορικό γεγονός που συνέβη στα Ιεροσόλυμα. 

Όλοι οι πιστοί με μια καρδιά ήταν συναγμένοι στον ίδιο τόπο.
Και ξαφνικά, δίχως κανείς να το περιμένει, ήλθε βοή από τον ουρανό, σαν ήχος σφοδρού ανέμου, που κινείται με κάθε ορμή, και γέμισε όλο το σπίτι που κάθονταν οι απόστολοι. Και είδαν με τα ίδια τους τα μάτια να διαμοιράζονται πύρινες φλόγινες γλώσσες πάνω από το κεφάλι του καθενός και γέμισε το είναι τους με το Άγιο Πνεύμα και φωτίστηκαν και ενισχύθηκαν και άρχισαν να μιλούν οι πριν αγράμματοι ουράνια λόγια και εμπνευσμένες διδαχές... 
Από τότε μένει στην Εκκλησία ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το οποίο ιδιαίτερα εορτάζεται αύριο Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα από τον Πατέρα. Ο θαυμαστός, υπέρλογος και υπερφυσικός ερχομός του σημείωσε τη γέννηση της Εκκλησίας μας. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος συγκροτεί το θεσμό της Εκκλησίας, κυβερνά και καθοδηγεί το πλοίο της, ανάμεσα από τους μύριους υφαλοσκοπέλους της ιστορίας, παρά τα ανθρώπινα λάθη των εκπροσώπων της, και το οδηγεί στον εύδιο λιμένα της σωτηρίας.

Ο σκοπός της ζωής κατά την ορθόδοξη θεολογία είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, η χαρίτωση δηλαδή και τελείωση του ανθρώπου. Το θαύμα του φωτισμού πολλών, μετά το κήρυγμα των αποστόλων την ημέρα της Πεντηκοστής, επαναλαμβάνεται στα βάθη της ψυχής όσων επιθυμούν να αισθανθούν τους κραδασμούς της νέας βιαίας πνοής του Παράκλητου, της βαπτίσεώς του στα νάματα της προσωπικής τους Πεντηκοστής και της υιοθεσίας τους υπό του πανσθενουργού Παναγίου Πνεύματος. Το φως του Πνεύματος ανακαινίζει, αναπλάθει, ανανεώνει, αναμορφώνει.

Η Εκκλησία φωταγωγεί, ποιεί τα τέκνα της φωτόμορφα. Η Εκκλησία πορεύεται για τη φωταγωγία του κόσμου. Ο κόσμος όμως αγάπησε πιο πολύ το σκοτάδι. Φοβήθηκε φαίνεται αποκαλυπτικό και καθαρτικό φως. Πλούτος μοναδικός της Εκκλησίας είναι αυτό το πλούσιο και ακένωτο ζωοπάροχο φως. Μπορεί ο καθένας να κάνει, αν το θελήσει, έμπρακτα υπερώο Πεντηκοστής την καρδιά του. Για την καλή αλλοίωση όμως χρειάζεται καθαρότητα. Συνεπαρμένοι, παρασυρμένοι, πλανεμένοι και απατημένοι πολλοί σήμερα από αλλότρια πνεύματα και φώτα λησμόνησαν, άφησαν, αγνόησαν το υπερουράνιο, αληθινό φως και το Πνεύμα το άγιο, με τη γλωσσοπυρσόμορφη χάρη.

Εύκολα μιλάμε για τον κόσμο, για τους άλλους, τους πολλούς. Πόσοι όμως από εμάς, τους ανθρώπους της Εκκλησίας, διατηρούμε ενεργά τα αγιοπνευματικά χαρίσματα της αταλάντευτης πίστης, της μόνιμης πραότητας, της απαραίτητης εγκράτειας, της θυσιαστικής αγάπης; Μήπως στοιχεία αδιαφάνειας, υποκρισίας, αδιαφορίας και ασυνέπειας διέπουν το βίο μας; Εμπνέουμε το σφοδρό έρωτα της αγιότητας, τη χάρη της σεμνότητας και την ωραιότητα της ταπείνωσης;

Παρουσιάζουμε εμείς την ευπρεπεστάτη αλλοίωση της Πεντηκοστής ή μασκοφορούμε και τη ζητάμε μόνο από τους άλλους;
Παράκλητος σημαίνει παραμυθία, παρηγοριά. Υπέρ ποτέ άλλοτε έχουμε όλοι ανάγκη από την "πανσωστική αιτία" του Αγίου Πνεύματος, για να παρηγορηθούμε πραγματικά. Στη σύγχρονη βαβυλώνια αιχμαλωσία υπό πνευμάτων πονηρών και ακαθάρτων, όπου έκαναν τον άνθρωπο αγχώδη, ταραγμένο, φοβισμένο, καχύποπτο και σαλεμένο έχουμε ανάγκη όλοι θερμής δέησης: Ελθέ, και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών.

Αμήν.

Του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη


Σάββατο 24 Μαΐου 2014

Μη λυπείτε το άγιον Πνεύμα, με το οποίον εσφραγίσθητε

  
normal_grigoriou%20%286%29.jpg
  «Και μη λυπείτε», λέγει, «το άγιον Πνεύμα». Αυτό είναι φρικωδέστερον και φοβερώτερον, πράγμα που λέγει και εις την προς τους Θεσσαλονικείς επιστολήν του. «Διότι εκείνος που γίνεται παραβάτης, δεν αθετεί ανθρώπου εντολάς, αλλ' αθετεί την εντολήν του Θεού». Έτσι συμβαίνει και εις την περίπτωσιν αυτήν.
Αν ειπής υβριστικά λόγια, αν τραυματίσης τον αδελφόν σου, δεν ετραυμάτισες εκείνον, άλλ' ελύπησες το άγιον Πνεύμα. Εις την συνέχειαν ακολουθεί και η προσθήκη της ευεργεσίας, δια να γίνη μεγαλύτερα η κατηγορία. «Και μη λυπείτε», λέγει, «με τα βρωμερά σας λόγια το άγιον Πνεύμα, με το οποίον εσφραγίσθητε δια την ημέραν της δευτέρας παρουσίας, οπότε θα επιτύχωμεν την τελείαν απολύτρωσιν».
Το άγιον Πνεύμα μας κατέστησε αγέλη βασιλική, αυτό μας ξεχώρισε πρώτους από όλους, αυτό δεν επέτρεψε να ευρισκώμεθα μαζί με τους υπευθύνους της οργής του Θεού, και συ λυπείς αυτό; Πρόσεχε πως εκεί μεν ομιλεί με φοβερά λόγια. «Διότι εκείνος, που γίνεται παραβάτης, δεν αθετεί άνθρωπου εντολάς, αλλ' αθετεί την εντολήν του Θεού», ενώ εδώ δια να προκαλέση εντροπήν. «Μη λυπείτε το άγιον Πνεύμα, με το οποίον εσφραγίσθητε».
Η σφραγίς αυτή ας ευρίσκεται επί του στόματος, μη καταστρέψης τα σημάδια της. Το πνευματικόν στόμα δεν λέγει τίποτε το παρόμοιον. Μη ειπής: Τίποτε δεν είναι, αν ειπώ κάτι αισχρόν, αν υβρίσω τον τάδε. Δια τούτο είναι μέγα κακόν, επειδή φαίνεται ότι δεν είναι τίποτε. Διότι εκείνα που φαίνονται ότι δεν είναι τίποτε, εύκολα και περιφρονούνται αυτά δε που περιφρονούνται και αυξάνουν, τα δε αυξανόμενα γίνονται και αθεράπευτα. Έχεις στόμα πνευματικόν;
Σκέψου ποίον λόγον είπες αμέσως όταν εγεννήθης, ποία είναι η αξία του στόματός σου. Ονομάζεις Πατέρα τον Θεόν, και αμέσως υβρίζεις τον αδελφόν σου; Σκέψου από που ονομάζεις Πατέρα τον Θεόν. Από την φύσιν σου; άλλ' αυτό δεν ημπορείς να το είπής. Από την αρετήν; άλλ' ούτε αυτό. Αλλά από που; Από φιλανθρωπίαν μόνον, από ευσπλαγχνίαν, από πολλήν άγάπην.
Όταν λοιπόν ονομάζης Πατέρα τον Θεόν, να μη σκέπτεσε μόνον αυτό, ότι δηλαδή, όταν υβρίζης, πράττεις ανάξια της ευγενικής εκείνης καταγωγής, αλλά και ότι έχεις την ευγενικήν καταγωγήν από φιλανθρωπίαν. Μη λοιπόν κατεντροπιάζης αυτήν με το να χρησιμοποιής σκληρότητα προς τους αδελφούς σου, την στιγμήν που από φιλανθρωπίαν την έλαβες. Ονομάζεις Πατέρα τον Θεόν, και υβρίζεις;
Άλλ' αυτό δεν είναι των έργων του υιού του Θεού. Έργον του υιού του Θεού είναι να συγχωρή τους εχθρούς, να προσεύχεται υπέρ αυτών που τον σταυρώνουν, να χύνη το αίμα υπέρ εκείνων που τον μισούν.
Αυτά είναι άξια του υιού του Θεού, να κάμη τους εχθρούς τους αγνώμονας, τους κλέπτας, τους αναίσχυντους, τους επιβουλεύοντας, όλους αυτούς αδελφούς και κληρονόμους, όχι να υβρίζη ως δούλους, αυτούς που έγιναν αδελφοί του.
Σκέψου ποία λόγια είπε το ιδικόν σου στόμα, ποίας τραπέζης είναι άξια, σκέψου ποία εγγίζει, ποία γεύεται, ποίαν τροφήν απολαμβάνει. Νομίζεις ότι δεν κάνεις κανένα κακόν κατηγορών τον αδελφόν σου;

normal_profitisHlias2.jpg
Πως λοιπόν τον ονομάζεις αδελφόν; Εάν δε δεν είναι αδελφός, πως λέγεις: «Πατέρα μας»; διότι το «μας» δηλώνει πολλά πρόσωπα. Σκέψου με ποίους παραστέκεις κατά την ώραν των μυστηρίων, μαζί με τα Χερουβίμ, μαζί με τα Σεραφείμ. Τα Σεραφείμ δεν υβρίζουν, αλλά το στόμα των πληροί μίαν μόνον ανάγκην, να δοζολογή και να δοξάζη τον Θεόν. Πως λοιπόν θα ημπορέσης να λέγης και συ μαζί με εκείνα, «Άγιος, άγιος, άγιος», όταν χρησιμοποιής το στόμα σου δια να υβρίζης;
Είπε μου λοιπόν, εάν είναι ένα σκεύος εκλεκτόν και είναι πάντοτε γεμάτον από εκλεκτά εδέσματα και δια τούτο έχει ορισθή, έπειτα κάποιος υπηρέτης εχρησιμοποίησε αυτό εις την κοπριάν, θα τολμήση λοιπόν να απόθεση πάλιν αυτό, που είναι γεμάτον από κοπριάν, μαζί με τα σκεύη εκείνα που έχουν ορισθή δια τα εκλεκτά εδέσματα; Ασφαλώς όχι.
Κάτι τέτοιο είναι η κακολογία, τέτοιο είναι η ύβρις. «Πατέρα μας». Και τι; αυτό μόνον; Άκουε και τα επόμενα: «που κατοικείς εις τους ουρανούς». Αμέσως είπες: «Πατέρα μας, που κατοικείς εις τους ουρανούς» και σε ανέστησεν ο λόγος, έδωσε πτερά εις την διάνοιάν σου, έδειξεν ότι έχεις πατέρα εις τους ουρανούς.