Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Μακρίνα Βασσοπούλου, η Αγία γερόντισσα της Πορταριάς!

 


Τοτε στήν Κατοχή, στήν πείνα, πήγα σ’ ένα παρεκκλήσι νά άνάψω τό καντηλάκι.

Καί εκεί λοιπόν, απ’ έξω από τόν φράχτη είχε συκιές.

Καί παρακάλεσα:

«βοήθησε, Χριστέ μου, νά κόψω ένα συκάκι, μόνο ενα συκάκι».

Ή πείνα νά σέ δουλεύη, νά σέ θερίζη.

Καί πήγα καί έκοψα ένα συκαλάκι καί τό έφαγα νά δυναμώσω καί αμέσως ένοιωσα τύψεις, γιατί νά κόψω τό σύκο αυτό. Πήγα λοιπόν στον πνευματικό καί εξομολογήθηκα:

«έκοψα ένα σύκο’ αλλά ή πείνα τόσο πολύ μ’ ανάγκασε».

Καί μου απάντησε:

«όταν θά γίνης σε καλή κατάσταση θά πάρης τρεις οκάδες σύκα καί θά τά μοιράσης γι’ αύτό πού έκλεψες».

Ξεκινήσαμε μια μέρα τρία κορίτσια νά πάμε στήν Ζαγορά, στο πίσω μέρος τού άνατολικοΰ Πηλίου,γιατί γνώριζα κάποια οικογένεια εκεί πέρα καί σκέφτηκα: «ας πάω, μήπως μου δώση λίγο ψωμάκι καί λίγο λαδάκι». Μόλις φθάσαμε εκεί πέρα καί με είδαν, άρχισαν νά κλαίνε. «Πάει τό Μαρικάκι, θά πεθάνη».

Ημουν σκελετός καί είχε βγή χνούδι στο πρόσωπό μου άπό τήν άδυναμία.

Αύτοί λοιπόν οι καημένοι μάζεψαν πατάτες άπό ’δώ καί άπό ’κεΐ, μάζεψαν λίγο λαδάκι καί μου τά ετοίμασαν.

Τό βράδυ έκοψαν γιά νά φάμε ζυμωτό ψωμί καί έφαγα ένα καρβέλι.

Πώς τοφαγα;

Που πήγε;

«Φάγε», μου έλεγαν.

Μου έδιναν πατάτες βραστές, άπό όλα…, όλα τάτρωγα. Δεν χόρταινα.

Μου έδωσαν καί πατάτες μαζί μου’ πώς νά τις σηκώσω;

Σηκώνονται δεκαοκτώ οκάδες πατάτες καί ένα τενεκεδάκι λάδι;

Τελικά μου τις άνέβασαν στον άνήφορο τά παιδιά μέ τά ζώα.

Στο δρόμο είχαν φυλάκια οι Ιταλοί καί πήρε καί νύχτωνε. Ήταν περίπου δώδεκα μέ μία ή ώρα μετά τά μεσάνυχτα.

Που νά πάω μέ τό τόσο βάρος;

Μόλις έβλεπα τούς Ιταλούς, φοβόμουνα. Άκουμπούσαμε μέ τά άλλα κορίτσια στά βραχάκια

καί καθόμασταν εκεί πέρα καί κλαίγαμε καί λέγαμε:

«Τείχος εί τών Παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε».

Μάς έβλεπαν πού προσευχόμασταν καί παρακαλούσαμε καί μάς σήκωναν για λίγο τό βάρος πού είχαμε, για νά μπορέσουμε νά προχωρήσουμε.

Μετά άπό έξι ώρες δρόμο έφτασα τό πρωί στο σπίτι μέ τις πατάτες στον ώμο και αισθανόμουν σάν ετοιμοθάνατη άπό την έξάντλησι καί τήν άδυναμία.

Αμέσως έπεσα κάτω λιπόθυμη, γιατί δέν είχα άλλη άντοχή. Τότε οί γείτονες μου πήραν τις πατάτες καί τό λάδι καί δέν μου άφησαν τίποτε.

Μετά άπό αυτό τό περιστατικό, εκείνες τις ή μέρες μ’ έπιασε ένας πόνος στο πλευρό τόσο δυνατός, δέν μπορούσα νά άναπνεύσω.

Δέν φορούσαμε φανέλλες τότε.

Εκανα τόσο δρόμο μέ τις πατάτες στήν πλάτη καί φαίνεται κρύωσα.

Σκέφτηκα ότι άσχημα τήν είχα. που νά έβρισκα γιατρό;

Ή γειτονιά έρημη, λίγα πρόσωπα, όλοι είχαν φύγει.

Που νά απευθυνόμουν;

Τελικά μου συνέστησαν κάποιον καί πήγα σιγά-σιγά, μέ ακροάστηκε καί διέγνωσε: «Έχεις πλευρίτιδα καί πρέπει νά βρής πίτουρα νά βάλης».

Του άπάντησα: που νά βρω; Δέν μπορώ», καί έφυγα.

Έπέστρεψα στο σπίτι λέγοντας:

«Θά καθίσω, Παναγία μου, μέσα στο δωμάτιο καί ό,τι είναι ευλογημένο. Θές νά μέ πάρης;

Πάρε με. Δέν θέλεις;

Όπως Έσύ θέλεις».

Κάθησα μόνη μου στά σκοτεινά, χωρίς καντήλι, χωρίς τίποτε. Είχε σκοτεινιάσει καί όπως ήμουν ξαπλωμένη, κουκουλωμένη, είδα νά έρχεται μία μοναχούλα μέ τό σχηματάκι της.

Μέ πλησίασε καί μου είπε:

«Δέν μπορείς;».

Τό δωμάτιο έλαμψε, πλημμύρισε φως.

«Ναί, δέν μπορώ».

Αρχισα τά παράπονά μου:

«Νά, πήγα στήν Ζαγορά…, καί τώρα δέν έχω τίποτε, ούτε καντηλακι έχω,τίποτε δέν έχω καί είπα θά καθίσω εδώ και άς πεθάνω.

Ποιος θά μου άνοιξη την πόρτα; Δέν έχω κανένα».

Καί έκείνη με παρηγόρησε

«Μη στενοχωριέσαι, θά γίνης καλά, έγώ θά σέ κάνω καλά». Καί ούτε νά άναρωτηθώ ποιά είναι, νά την ρωτήσω.

Πήρε λοιπόν ένα μικρό παπλωματάκι πού είχα καί μου τό- βαλε όπως κάνεις τό χωνί.

Έτσι άκριβώς.

Μου σταύρωσε τό πλευρό μου καί μου είπε: «Άντε, δέν έχεις τίποτε, θά γίνης καλά».

Αμέσως μου πέρασε τό πλευρό μου καί έλαβα μέσα μου ένα ουράνιο χορτασμό.

Καί ενώ είχα πείνα, έξάντλησι -που νά βρή κανείς φαγητό; Που νά βρή;-.

Τίποτε, χόρτασα, σάν νά είχα σφάξει ένα ζώο μπροστά μου καί τοψησα καί τόφαγα.

Τέτοιο χορτασμό αισθανόμουν.

Καί όταν έφυγε, άρχισα νά αναρωτιέμαι ποιά νά ήταν.

Καί μέ πληροφόρησε μία φωνή: «ή αγία Παρασκευή».

Τό πρωί πήγα στό γιατρό.

Μόλις μέ είδε, άπόρησε καί είπε: «Τί ήρθες;»

«Νά μέ άκροαστήτε λιγάκι».

Μέ εξέτασε καί διαπίστωσε:

«Δέν έχεις τίποτε, τί έγινε;».

Του είπα αύτό καί αύτό. «Έπέτρεψε ό Θεός, παιδί μου, λόγω τής πείνας καί τής άνέχειας νά σέ κάνει ή Αγία καλά».

Καί γι’ αύτό από νέα αγαπούσα τήν άγια Παρασκευή.

Είναι τής πείνας αύτά, τής Κατοχής.

Δέν είχα κανένα δικό μου άνθρωπο, καί τον άδελφό μου τον είχα χαμένο.

Εννέα χρονών έφυγε καί πήγε στον θείο μας στον Λαγκαδά. Τί νά έκανα λοιπόν;

Μόνη μου μάζευα χόρτα καί μετά σιγά-σιγά τάπλενα καί τά πήγαινα πολλές φορές ώμά καί σ’ ένα κοριτσά κι πού ήταν άρρωστο-είχε φυματίωσι τό καημένο.

Καί στό ίδιο μέρος πού τά μάζευα, τήν άλλη μέρα άλλά και τήν ίδια μέρα κατά θαυμαστό τρόπο φύτρωναν άλλα.

Μ’ έβλεπε και έμενα αδύνατη ό π. Έφραίμ, ό παλιός μου ό πνευματικός καί μία ήμέρα μου είπε: «

Κοίταξε, παιδί μου, κοίταξε παιδάκι μου, όλους τούς θάψαμε. Κοίταξε, Μαρικάκι μου, χρυσό μου παιδί.

Αμα πας στον Χριστό καί έχης παρρησία, πολύ εΰχου καί γιά μένα τον άμαρτωλό». «

Ό,τι είναι θέλημα Θεού», έλεγα.

«Αμα θέλει νά μέ πάρη ό Χριστός, ας πεθάνω. Ό,τι είναι θέλημα Θεού».

Υστερα, λοιπόν, έκανε κήρυγμα καί είπε στό έκκλησίασμα: «Όσο θά έχετε ψωμί, άπό μία μπουκιά θά κόβετε καί θά ρίχνετε στό Μαρικάκι·

θ’ άνοιξη τό παράθυρο νά πετάτε τήν μπουκιά μέσα στό σπίτι, νά βρίσκη νά τρώη».

Τότε, λοιπόν, είχαν εξαφανίσει οι Ιταλοί τις γάτες καί άνοιγα τό παράθυρο καί έριχναν μπουκιές-μπουκιές μέσα, τις έπαιρνα, έτρωγα καί συνήλθα.

Έκανα ύπακοή.

Όταν συναντιόμασταν μετά τήν Θεία Λειτουργία μέ τις πνευματικές άδελφές, δέν μιλούσαμε.

Μάς έλεγε ό πνευματικός:

«Μή μιλάτε. Θά παίρνετε τό αντίδωρο καί θά πηγαίνετε στό σπίτι καί σ’ όλη τή διαδρομή θά λέτε τήν «ευχή».

Μόλις φθάνετε στό σπίτι, θά λέτε: “Δόξα σοι, ό Θεός ήμών, δόξα σοι”.

Καί μέτα στό σπίτι θά αίσθάνεσθε μεγάλη ευωδία, μεγάλη χάρι».

Καί χωρίς νά κοινωνούμε, μόνο τό αντίδωρο πού παίρναμε, πάλι αυτό λέγαμε, καί νομίζαμε ότι λιβάνιζαν εκείνη τήν ώρα.

Στον δρόμο πού βαδίζαμε, ευωδίαζε σάν κάποιος νά λιβάνισε.

Λέγαμε, τί ευωδέστατα λουλούδια είναι αυτά;

Καί δέν είχε τίποτε, ούτε περιβόλι ούτε τίποτε.

Ηταν, δηλαδή, πολλή ή Χάρις του Θεού.

Στήν εκκλησία ή «εύχή» δέν έφευγε καθόλου από τό στόμα και άδολεσχούσαμε μόνο στα ουράνια.

Ρωτούσαμε μεταξύ μας μόνο, «τί κάνετε».

Όλο τήν «εύχή» και στά ουράνια, όλο στά ουράνια.

Μια φορά, πήγαμε σ’ ένα παρεκκλησάκι.

Ηταν Δεκαπενταύγουστος και πρότεινα:

«δέν πάμε νά άνάψουμε τά καντηλάκια στον άγιο Νικόλαο καί νά φύγουμε;».

Όλες μαζί ξεκινήσαμε.

Ημασταν έπτά. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, καί δέν πήραμε ούτε κουλούρι, μόνο μέ τό αντίδωρο. Μόλις φθάσαμε στούς πρόποδες, στο παρεκκλησάκι εκεί πέρα, είπα: «τί καλά νά είχαμε μία φετούλα ψωμάκι και ένα σύκο νά τρώγαμε!». Μπήκαμε στο παρεκκλησάκι, άνάψαμε τά καντηλάκια, ψάλαμε- πήγα καί εγώ μέσα στο Ιερό νά άνάψω τό καντηλάκι.

Πρόσεξα ένα δέμα πάνω στήν ‘Αγία Τράπεζα.

Τό πήρα στά χέρια μου καί βγαίνοντας είπα: «παιδιά, ό άγιος Νικόλαος μάς έστειλε κάτι- δέν ξέρω τί, τού αγίου Νικολάου δώρο είναι».

Πήγα λοιπόν νά τό ανοίξω, τί νά δω!

Όσες ήμασταν άπό ένα σύκο και άπό μία ζεστή φέτα ψωμί! Φρέσκο ψωμί, τής ώρας!

Μετά άπό ένάμισυ μήνα ξαναπήγαμε.

Έγώ επειδή είχα γλυκαθή, πήγα πάλι μέσα στο ιερό νά άνάψω τά καντηλάκια.

Και είδα τότε στον άκάνθινο στέφανο του Εσταυρωμένου νά τρέχουν σταλαγματιές.

Πώς τρέχουν τά δάκρυα, έτσι έτρεχαν και αύτές’ και άπ’ τήν πλευρά Του έτρεχε ύδωρ μεμειγμένο μέ αίμα.

Ηταν εκεί μία εικόνα τής Παναγίας πού είχε άπό μέσα και γύρω-γύρω βαμβάκι.

Πήρα λοιπόν τό βαμβάκι, πήγα πίσω άπό τήν ‘Αγία Τράπεζα και σκούπιζα τον Εσταυρωμένο. ’

Έγινε μούσκεμα τό βαμβάκι.

Κατ’ εύθεΐαν φύγαμε γιά τον Εσπερινό και είπαμε στον πνευματικό μας αυτό πού συνέβει.

Αμέσως μάς είπε: «παιδιά, πόλεμος θά γίνη»- και τό έκανε κήρυγμα στήν έκκλησία.

Μ’ αυτό τό βαμβάκι σταύρωσε όλο τον κόσμο πού παραβρέθηκε σ’ εκείνον τον Εσπερινό.

Και πράγματι έτσι έγινε, σέ λίγο καιρό κηρύχθηκε ό πόλεμος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ

Χίλιες εκκλησίες να χτίσεις, αν δεν μπεις μέσα δεν σώζεσαι! Δημήτριος Παναγόπουλος

 



Ήμουν στο λεωφορείο και δίπλα μου καθόταν μία κυρία. Περνώντας έξω από έναν ιερό ναό έκανα το σταυρό μου. Παρακινούμενη από εμένα έκανε και εκείνη κάτι σαν σταυρό, γρήγορα-γρήγορα, κάτι σαν ανακάτεμα. Της λέω:

Αυτόν τον σταυρό που κάνεις δεν τον φοβάται ο διάβολος· έτσι όπως τον κάνεις είναι σαν να κοροϊδεύεις.

Θίχτηκε τότε εκείνη και λέει:

Τι είναι αυτά που λέτε; Το ξέρετε πως εγώ είμαι πολύ πιστή και βοηθάω την εκκλησία όσο μπορώ;

Της απάντησα πως δεν το ήξερα και συνέχισα:

Δηλαδή εκκλησιάζεστε, εξομολογείστε, κοινωνάτε και συμμετέχετε στα μυστήρια της Εκκλησίας;

Δεν εκκλησιάζομαι συχνά, μου λέει, ούτε συμμετέχω ιδιαίτερα, αλλά βοηθάω όσο μπορώ την εκκλησία. Έχω δώσει ένα σωρό λεφτά για να χτιστούν εκκλησίες, για να εξοπλιστούν με τα απαραίτητα, για να αγιογραφηθούν τόσοι άγιοι….

Χίλιες εκκλησίες να χτίσεις, αν δεν μπεις μέσα δεν σώζεσαι, της απάντησα. Η Εκκλησία σαν κιβωτός που είναι, το ξέρεις πως πρέπει να μπεις μέσα για να σωθείς; Ξέρεις τι απέγιναν αυτοί που έφτιαξαν την κιβωτό του Νώε; Πνίγηκαν!

Πνίγηκαν, επειδή την κατασκεύασαν αλλά δεν πίστευαν στο κακό που ερχόταν και έμειναν απ’ έξω!

Γι’ αυτό όσες εκκλησίες και να φτιάξει ο άνθρωπος και όσα μοναστήρια, αν δεν μπει μέσα στην κιβωτό που λέγεται Εκκλησία, να κοινωνάει το σώμα και το αίμα του Χριστού, δεν σώζεται.

Δημήτριος Παναγόπουλος (†)

Όχι σε μένα τον αμαρτωλό. Στον Χριστό, στον Χριστό! Αγιος Πορφύριος

 


"Όχι σε μένα τον αμαρτωλό. Στον Χριστό, στον Χριστό!"

Με πήγαν κάτι πνευματικοπαίδια μου στην Κρήτη και πήγα κι εγώ την Κυριακή στην εκκλησία.

Κάθισα σε μία γωνιά, έτσι μαζεμένος. Μετά από λίγο ήρθε μία γυναίκα να εκκλησιαστεί και άρχισε να φωνάζει:

-Τι τον θέλετε αυτόν τον παπά εδώ, διώξτε τον καλόγερο, δεν μπορώ.

Ο κόσμος δεν με είχε δει. Λίγοι με είδαν.

Εγώ άρχισα να προσεύχομαι.

Μα όσο εγώ προσευχόμουν, τόσο περισσότερο φώναζε αυτή.

Την έβγαλαν έξω, αλλά έλεγε πως τάχα θέλει να μπει μέσα για τη Λειτουργία και την άφησαν. Μόλις μπήκε, άρχισε πάλι να φωνάζει. Την κρατούσαν τέσσερις άντρες δυνατοί και πάλι δεν μπορούσαν να την κάνουν καλά.

Άρχισε να λέει διάφορες βρισιές για μένα και τους είπα να τη φέρουν εκεί μπροστά μου. Όταν την έφεραν, εκεί να δεις πως έκανε...

Τη σταύρωσα και ησύχασε. Ήταν πολύ ταλαιπωρημένη. Δαιμόνιο είχε. Κατάλαβες;

Ξέρεις, δαιμόνιο ήταν και έφυγε.

Τελείωσε η Λειτουργία κι άρχισε ο κόσμος να έρχεται να μου φιλάει το χέρι.

Έπεσαν πάνω μου άλλος να με ακουμπήσει, άλλος πέταγε τη ζακέτα του πάνω μου, άλλος το μαντήλι του, άλλος έβαζε το χέρι του να με αγγίξει.

-Όχι σε μένα τον αμαρτωλό. Στον Χριστό, στον Χριστό!

Τους έλεγα κι έτρεχα γρήγορα να κρυφτώ, μα που να τους ξεφύγω... Να πάρει η ευχή, με νόμισαν για Άγιο. Βρε εμένα τον αμαρτωλό. Να πάρει η ευχή τι πάθαμε.

Ξέρεις τους αγαπώ τους Κρητικούς, είναι καλοί οι καημένοι. Και πολύ εργατικοί. Και λένε ωραίες μαντινάδες.

Ακούεις, βρε τους ευλογημένους, να με νομίζουν για Άγιο. Τι πάθαμε να πάρει η ευχή;

Άγιος Πορφύριος ό Καυσοκαλυβίτης

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Γέροντας Παϊσιος...πριν χρόνια




Ένας μοναχός σαν τους άλλους μοναχούς που ζουν στο Άγιο Όρος  απλός στους τρόπους, στη συμπεριφορά σε προσέγγιζε με την αμεσότητα του.
- Ε συ, βρε παλικάρι ...συχνά προσφωνούσε τον επισκέπτη.
Στην έξω πλευρά, από τον πάνω δρόμο που τερμάτιζε στο κελί του κοντά στις Καρυές του Όρους, σ΄ένα θάμνο δεξιά  ήταν το κουτί με τα λουκούμια, ξερά - μαλακά ήταν ευλογία του γέροντα.
Στην πόρτα - πόρτα κι' αυτή - ένα συρματόπλεγμα με λίγο ξύλο ολόγυρα  και ένα σήμαντρο για 'κουδούνι' οδηγούσε  σ΄ένα μικρό ετοιμόρροπο σπιτάκι σ΄ένα ξέφωτο  με ξύλινους κορμούς ολόγυρα. Ηταν το μεγάλο σαλόνι των επισκέψεων, των πολλών επισκέψεων του γέροντα.
-Καλώς το παλικάρι, από πού είσαι λεβέντη; οι συνήθεις προσφωνήσεις του γέροντα.
Η ματιά του διαπεραστική, έφτανε μέχρι το 'μεδούλι της ψυχής' τι να κρύψεις, αφού όλα τα γνώριζε Θεία Χάριτι.
Τα πράγματα οριακά, έλεγες αυτό που σε προβλημάτιζε στα...ίσια, άλλωστε ευθύς ήταν και ο λόγος του γέροντα.
- Γέροντα η γυναίκα μου έχει προβλήματα με το στομάχι της και την κοιλιά της ...
Η διάγνωση κατευθείαν, χωρίς εξετάσεις.
-Θα της πεις να πάει σ΄ένα super market και να ψωνίσει λίγη καλή αδιαφορία.
Μια άλλη φορά ...
-Ποιόν πνευματικό έχεις βρε παλικάρι;
-Τον ...τάδε!
-Α! ωραία, η γυναίκα σου ποιόν έχει πνευματικό; ρώτησε ο γέροντας.
-Τον ίδιο, του απάντησα.
Άστραψαν τα μάτια του από ικανοποίηση και με χαρά είπε:
- Θα πάρει ένα κούτσουρο ο Θεός από τη μια και ένα κούτσουρο από την άλλη και γκούτσου-γκούτσου θα το ταιριάξει. Πολύ χάρηκα βρε παλικάρι ...

Κι΄εγώ χάρηκα που σε γνώρισα γέροντα, χάρηκα που μου έδωσε ο Θεός τη χαρά και ευλογία να δω από κοντά, κατά κοινή ομολογία,ένα σύγχρονο Άγιο,  ν' ακούσουμε λόγια παρηγοριάς από τον ίδιο, αλλά και να διαβάζουμε λόγους ελπίδας από τα πολλά βιβλία που έχουν δημοσιεύσει γεγονότα από τη ζωή του.

Στο τέλος πριν φύγεις σε κοίταζε στα μάτια, κρατούσε απαλά με τα χέρια του το κεφάλι σου και έδινε ένα πατρικό ασπασμό στο μέτωπο.
Το συνήθιζε!

Την ευχή σου να έχουμε παππούλη και εκεί που θα είσαι μη μας ξεχνάς.

                                                                    Ένας από τους επισκέπτες σου
                                                                                       χ.
Υ.Γ 
Το πιο πάνω γράφηκε  την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 όταν κοιμήθηκε ο Άγιος γέροντας.


Λες, με βρήκαν συμφορές!

 


Λες. Με βρήκαν συμφορές. Εγώ όμως θα σου πω – μάλλον ο Κύριος ο ίδιος λέει.

Ταπεινώσου και θα δεις πως όλες οι συμφορές σου θα μετατραπούν σε ανάπαυση, έτσι που συ ο ίδιος έκπληκτος θα λες. Γιατί λοιπόν πριν βασανιζόμουν και στεναχωριόμουν τόσο;

Τώρα, όμως χαίρεσαι, γιατί έχεις ταπεινωθεί και ήρθε η χάρη του Θεού. Τώρα και αν ακόμη μείνεις μόνο εσύ φτωχός στον κόσμο, δεν θα σε εγκαταλείψει η χαρά, γιατί δέχτηκες στην ψυχή σου την ειρήνη εκείνη, για την οποία λέει ο Κύριος<< Ειρήν την Εμήν διδωμι Υμίν>>.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος