Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Μακρίνα Βασσοπούλου, η Αγία γερόντισσα της Πορταριάς!

 


Τοτε στήν Κατοχή, στήν πείνα, πήγα σ’ ένα παρεκκλήσι νά άνάψω τό καντηλάκι.

Καί εκεί λοιπόν, απ’ έξω από τόν φράχτη είχε συκιές.

Καί παρακάλεσα:

«βοήθησε, Χριστέ μου, νά κόψω ένα συκάκι, μόνο ενα συκάκι».

Ή πείνα νά σέ δουλεύη, νά σέ θερίζη.

Καί πήγα καί έκοψα ένα συκαλάκι καί τό έφαγα νά δυναμώσω καί αμέσως ένοιωσα τύψεις, γιατί νά κόψω τό σύκο αυτό. Πήγα λοιπόν στον πνευματικό καί εξομολογήθηκα:

«έκοψα ένα σύκο’ αλλά ή πείνα τόσο πολύ μ’ ανάγκασε».

Καί μου απάντησε:

«όταν θά γίνης σε καλή κατάσταση θά πάρης τρεις οκάδες σύκα καί θά τά μοιράσης γι’ αύτό πού έκλεψες».

Ξεκινήσαμε μια μέρα τρία κορίτσια νά πάμε στήν Ζαγορά, στο πίσω μέρος τού άνατολικοΰ Πηλίου,γιατί γνώριζα κάποια οικογένεια εκεί πέρα καί σκέφτηκα: «ας πάω, μήπως μου δώση λίγο ψωμάκι καί λίγο λαδάκι». Μόλις φθάσαμε εκεί πέρα καί με είδαν, άρχισαν νά κλαίνε. «Πάει τό Μαρικάκι, θά πεθάνη».

Ημουν σκελετός καί είχε βγή χνούδι στο πρόσωπό μου άπό τήν άδυναμία.

Αύτοί λοιπόν οι καημένοι μάζεψαν πατάτες άπό ’δώ καί άπό ’κεΐ, μάζεψαν λίγο λαδάκι καί μου τά ετοίμασαν.

Τό βράδυ έκοψαν γιά νά φάμε ζυμωτό ψωμί καί έφαγα ένα καρβέλι.

Πώς τοφαγα;

Που πήγε;

«Φάγε», μου έλεγαν.

Μου έδιναν πατάτες βραστές, άπό όλα…, όλα τάτρωγα. Δεν χόρταινα.

Μου έδωσαν καί πατάτες μαζί μου’ πώς νά τις σηκώσω;

Σηκώνονται δεκαοκτώ οκάδες πατάτες καί ένα τενεκεδάκι λάδι;

Τελικά μου τις άνέβασαν στον άνήφορο τά παιδιά μέ τά ζώα.

Στο δρόμο είχαν φυλάκια οι Ιταλοί καί πήρε καί νύχτωνε. Ήταν περίπου δώδεκα μέ μία ή ώρα μετά τά μεσάνυχτα.

Που νά πάω μέ τό τόσο βάρος;

Μόλις έβλεπα τούς Ιταλούς, φοβόμουνα. Άκουμπούσαμε μέ τά άλλα κορίτσια στά βραχάκια

καί καθόμασταν εκεί πέρα καί κλαίγαμε καί λέγαμε:

«Τείχος εί τών Παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε».

Μάς έβλεπαν πού προσευχόμασταν καί παρακαλούσαμε καί μάς σήκωναν για λίγο τό βάρος πού είχαμε, για νά μπορέσουμε νά προχωρήσουμε.

Μετά άπό έξι ώρες δρόμο έφτασα τό πρωί στο σπίτι μέ τις πατάτες στον ώμο και αισθανόμουν σάν ετοιμοθάνατη άπό την έξάντλησι καί τήν άδυναμία.

Αμέσως έπεσα κάτω λιπόθυμη, γιατί δέν είχα άλλη άντοχή. Τότε οί γείτονες μου πήραν τις πατάτες καί τό λάδι καί δέν μου άφησαν τίποτε.

Μετά άπό αυτό τό περιστατικό, εκείνες τις ή μέρες μ’ έπιασε ένας πόνος στο πλευρό τόσο δυνατός, δέν μπορούσα νά άναπνεύσω.

Δέν φορούσαμε φανέλλες τότε.

Εκανα τόσο δρόμο μέ τις πατάτες στήν πλάτη καί φαίνεται κρύωσα.

Σκέφτηκα ότι άσχημα τήν είχα. που νά έβρισκα γιατρό;

Ή γειτονιά έρημη, λίγα πρόσωπα, όλοι είχαν φύγει.

Που νά απευθυνόμουν;

Τελικά μου συνέστησαν κάποιον καί πήγα σιγά-σιγά, μέ ακροάστηκε καί διέγνωσε: «Έχεις πλευρίτιδα καί πρέπει νά βρής πίτουρα νά βάλης».

Του άπάντησα: που νά βρω; Δέν μπορώ», καί έφυγα.

Έπέστρεψα στο σπίτι λέγοντας:

«Θά καθίσω, Παναγία μου, μέσα στο δωμάτιο καί ό,τι είναι ευλογημένο. Θές νά μέ πάρης;

Πάρε με. Δέν θέλεις;

Όπως Έσύ θέλεις».

Κάθησα μόνη μου στά σκοτεινά, χωρίς καντήλι, χωρίς τίποτε. Είχε σκοτεινιάσει καί όπως ήμουν ξαπλωμένη, κουκουλωμένη, είδα νά έρχεται μία μοναχούλα μέ τό σχηματάκι της.

Μέ πλησίασε καί μου είπε:

«Δέν μπορείς;».

Τό δωμάτιο έλαμψε, πλημμύρισε φως.

«Ναί, δέν μπορώ».

Αρχισα τά παράπονά μου:

«Νά, πήγα στήν Ζαγορά…, καί τώρα δέν έχω τίποτε, ούτε καντηλακι έχω,τίποτε δέν έχω καί είπα θά καθίσω εδώ και άς πεθάνω.

Ποιος θά μου άνοιξη την πόρτα; Δέν έχω κανένα».

Καί έκείνη με παρηγόρησε

«Μη στενοχωριέσαι, θά γίνης καλά, έγώ θά σέ κάνω καλά». Καί ούτε νά άναρωτηθώ ποιά είναι, νά την ρωτήσω.

Πήρε λοιπόν ένα μικρό παπλωματάκι πού είχα καί μου τό- βαλε όπως κάνεις τό χωνί.

Έτσι άκριβώς.

Μου σταύρωσε τό πλευρό μου καί μου είπε: «Άντε, δέν έχεις τίποτε, θά γίνης καλά».

Αμέσως μου πέρασε τό πλευρό μου καί έλαβα μέσα μου ένα ουράνιο χορτασμό.

Καί ενώ είχα πείνα, έξάντλησι -που νά βρή κανείς φαγητό; Που νά βρή;-.

Τίποτε, χόρτασα, σάν νά είχα σφάξει ένα ζώο μπροστά μου καί τοψησα καί τόφαγα.

Τέτοιο χορτασμό αισθανόμουν.

Καί όταν έφυγε, άρχισα νά αναρωτιέμαι ποιά νά ήταν.

Καί μέ πληροφόρησε μία φωνή: «ή αγία Παρασκευή».

Τό πρωί πήγα στό γιατρό.

Μόλις μέ είδε, άπόρησε καί είπε: «Τί ήρθες;»

«Νά μέ άκροαστήτε λιγάκι».

Μέ εξέτασε καί διαπίστωσε:

«Δέν έχεις τίποτε, τί έγινε;».

Του είπα αύτό καί αύτό. «Έπέτρεψε ό Θεός, παιδί μου, λόγω τής πείνας καί τής άνέχειας νά σέ κάνει ή Αγία καλά».

Καί γι’ αύτό από νέα αγαπούσα τήν άγια Παρασκευή.

Είναι τής πείνας αύτά, τής Κατοχής.

Δέν είχα κανένα δικό μου άνθρωπο, καί τον άδελφό μου τον είχα χαμένο.

Εννέα χρονών έφυγε καί πήγε στον θείο μας στον Λαγκαδά. Τί νά έκανα λοιπόν;

Μόνη μου μάζευα χόρτα καί μετά σιγά-σιγά τάπλενα καί τά πήγαινα πολλές φορές ώμά καί σ’ ένα κοριτσά κι πού ήταν άρρωστο-είχε φυματίωσι τό καημένο.

Καί στό ίδιο μέρος πού τά μάζευα, τήν άλλη μέρα άλλά και τήν ίδια μέρα κατά θαυμαστό τρόπο φύτρωναν άλλα.

Μ’ έβλεπε και έμενα αδύνατη ό π. Έφραίμ, ό παλιός μου ό πνευματικός καί μία ήμέρα μου είπε: «

Κοίταξε, παιδί μου, κοίταξε παιδάκι μου, όλους τούς θάψαμε. Κοίταξε, Μαρικάκι μου, χρυσό μου παιδί.

Αμα πας στον Χριστό καί έχης παρρησία, πολύ εΰχου καί γιά μένα τον άμαρτωλό». «

Ό,τι είναι θέλημα Θεού», έλεγα.

«Αμα θέλει νά μέ πάρη ό Χριστός, ας πεθάνω. Ό,τι είναι θέλημα Θεού».

Υστερα, λοιπόν, έκανε κήρυγμα καί είπε στό έκκλησίασμα: «Όσο θά έχετε ψωμί, άπό μία μπουκιά θά κόβετε καί θά ρίχνετε στό Μαρικάκι·

θ’ άνοιξη τό παράθυρο νά πετάτε τήν μπουκιά μέσα στό σπίτι, νά βρίσκη νά τρώη».

Τότε, λοιπόν, είχαν εξαφανίσει οι Ιταλοί τις γάτες καί άνοιγα τό παράθυρο καί έριχναν μπουκιές-μπουκιές μέσα, τις έπαιρνα, έτρωγα καί συνήλθα.

Έκανα ύπακοή.

Όταν συναντιόμασταν μετά τήν Θεία Λειτουργία μέ τις πνευματικές άδελφές, δέν μιλούσαμε.

Μάς έλεγε ό πνευματικός:

«Μή μιλάτε. Θά παίρνετε τό αντίδωρο καί θά πηγαίνετε στό σπίτι καί σ’ όλη τή διαδρομή θά λέτε τήν «ευχή».

Μόλις φθάνετε στό σπίτι, θά λέτε: “Δόξα σοι, ό Θεός ήμών, δόξα σοι”.

Καί μέτα στό σπίτι θά αίσθάνεσθε μεγάλη ευωδία, μεγάλη χάρι».

Καί χωρίς νά κοινωνούμε, μόνο τό αντίδωρο πού παίρναμε, πάλι αυτό λέγαμε, καί νομίζαμε ότι λιβάνιζαν εκείνη τήν ώρα.

Στον δρόμο πού βαδίζαμε, ευωδίαζε σάν κάποιος νά λιβάνισε.

Λέγαμε, τί ευωδέστατα λουλούδια είναι αυτά;

Καί δέν είχε τίποτε, ούτε περιβόλι ούτε τίποτε.

Ηταν, δηλαδή, πολλή ή Χάρις του Θεού.

Στήν εκκλησία ή «εύχή» δέν έφευγε καθόλου από τό στόμα και άδολεσχούσαμε μόνο στα ουράνια.

Ρωτούσαμε μεταξύ μας μόνο, «τί κάνετε».

Όλο τήν «εύχή» και στά ουράνια, όλο στά ουράνια.

Μια φορά, πήγαμε σ’ ένα παρεκκλησάκι.

Ηταν Δεκαπενταύγουστος και πρότεινα:

«δέν πάμε νά άνάψουμε τά καντηλάκια στον άγιο Νικόλαο καί νά φύγουμε;».

Όλες μαζί ξεκινήσαμε.

Ημασταν έπτά. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, καί δέν πήραμε ούτε κουλούρι, μόνο μέ τό αντίδωρο. Μόλις φθάσαμε στούς πρόποδες, στο παρεκκλησάκι εκεί πέρα, είπα: «τί καλά νά είχαμε μία φετούλα ψωμάκι και ένα σύκο νά τρώγαμε!». Μπήκαμε στο παρεκκλησάκι, άνάψαμε τά καντηλάκια, ψάλαμε- πήγα καί εγώ μέσα στο Ιερό νά άνάψω τό καντηλάκι.

Πρόσεξα ένα δέμα πάνω στήν ‘Αγία Τράπεζα.

Τό πήρα στά χέρια μου καί βγαίνοντας είπα: «παιδιά, ό άγιος Νικόλαος μάς έστειλε κάτι- δέν ξέρω τί, τού αγίου Νικολάου δώρο είναι».

Πήγα λοιπόν νά τό ανοίξω, τί νά δω!

Όσες ήμασταν άπό ένα σύκο και άπό μία ζεστή φέτα ψωμί! Φρέσκο ψωμί, τής ώρας!

Μετά άπό ένάμισυ μήνα ξαναπήγαμε.

Έγώ επειδή είχα γλυκαθή, πήγα πάλι μέσα στο ιερό νά άνάψω τά καντηλάκια.

Και είδα τότε στον άκάνθινο στέφανο του Εσταυρωμένου νά τρέχουν σταλαγματιές.

Πώς τρέχουν τά δάκρυα, έτσι έτρεχαν και αύτές’ και άπ’ τήν πλευρά Του έτρεχε ύδωρ μεμειγμένο μέ αίμα.

Ηταν εκεί μία εικόνα τής Παναγίας πού είχε άπό μέσα και γύρω-γύρω βαμβάκι.

Πήρα λοιπόν τό βαμβάκι, πήγα πίσω άπό τήν ‘Αγία Τράπεζα και σκούπιζα τον Εσταυρωμένο. ’

Έγινε μούσκεμα τό βαμβάκι.

Κατ’ εύθεΐαν φύγαμε γιά τον Εσπερινό και είπαμε στον πνευματικό μας αυτό πού συνέβει.

Αμέσως μάς είπε: «παιδιά, πόλεμος θά γίνη»- και τό έκανε κήρυγμα στήν έκκλησία.

Μ’ αυτό τό βαμβάκι σταύρωσε όλο τον κόσμο πού παραβρέθηκε σ’ εκείνον τον Εσπερινό.

Και πράγματι έτσι έγινε, σέ λίγο καιρό κηρύχθηκε ό πόλεμος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου