Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

Μή μοῦ ζητᾶς νά σ΄ ἀγαπῶ, ἡ ἀγάπη δέν ζητιέται...






                                 Ὁ Γέροντας μοῦ ἀπαγγέλει:

                               "Μή μοῦ ζητᾶς νά σ΄ ἀγαπῶ,
                                   ἡ ἀγάπη δέν ζητιέται.
                          Μέσα στά φύλλα τῆς καρδιᾶς
                                μονάχη της γεννιέται".

Νά μοῦ πεῖς τώρα, πῶς γεννιέται. Ἔλα, πές μου.

- Δέν ξέρω, Γέροντα.

- Εἶναι ἕνα λογάκι· ἄμα στό πῶ, θά τό καταλάβεις ἀμέσως.

"Μ΄ ἀγαπᾶς; Ἄχ, δέν μ΄ἀγαπᾶς. Νά, τό βλέπω, δέν μέ κοιτᾶς".

Αὐτά εἶναι πολύ ταπεινά πράγματα. Ἡ λέξη "σ΄ ἀγαπῶ" εἶναι ταπεινό πρᾶγμα νά τήν λές. Δέν λέγεται. Κερδίζεται σιωπηλά μέ τήν προσωπικότητα πού φτιάνεις. Φτιάνεσαι κι ὁ ἄλλος τρελαίνεται μαζί σου. Καλλιεργεῖσαι καί κοιτᾶς νά τό κρύψεις κιόλας. Ἀλλά ὁ ἄλλος τό νιώθει καί ἑλκύεται.

Ἃμα ἀγαπᾶς καί δέ ζητᾶς τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, ὃλοι θά ἔρχονται κοντά σου. Εἶναι μυστικό. Μυστικά θά τούς ἀγαπᾶς καί ἐκεῖνοι θά τό καταλαβαίνουν καί θά σοῦ στέλνουν κι ἀπό μακριά ἀκόμη τά καλά τους αἰσθήματα. Κατάλαβες;

- Τί νά καταλάβω; Πῶς ὄρη μετακινοῦνται;

- Αὐτό πού ἐσύ λες φυσιολογικό, εἶναι ἀφύσικο. Φυσιολογικό εἶναι τοῦτο πού σοῦ λέω ἐγώ:

Ν΄ ἀγαπᾶς ἀνιδιοτελῶς!


Μαθητεύοντας στον Άγιο  Πορφύριο.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Μ’ ἔμαθε νά προσεύχωμαι κατανυκτικά καί μέ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, πού κατοικοῦσε στό Πέραμα Πειραιῶς. Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης




Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης ἀνέφερε: «Μ’ ἔμαθε νά προσεύχωμαι κατανυκτικά καί μέ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, πού κατοικοῦσε στό Πέραμα Πειραιῶς καί τήν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικά ὄχι μέ τ’ ὄνομά της, ἀλλά μέ τό παρατσούκλι “ἡ Αὐγουλοῦ”, γιατί πούλαγε φρέσκα αὐγά, νά ἐξοικονομήση τόν “ἄρτον τόν ἐπιούσιον”.
Ὡς περιοδεύων πέρασα μιά μέρα ἀπ’ τό φτωχικό της σπίτι, γιά νά εἰσπράξω μιά συνδρομή γιά τό περιοδικό ΖΩΗ. Ἡ ἴδια ἀπουσίαζε καί βρισκόταν ἐκεῖ τό παιδί της, πού διήρχετο τήν ἐφηβεία. Ἔκαιγε τό καντήλι στό εἰκονοστάσι κι ἔκανα στό παιδί τήν πρότασι ἄν ἤθελε μέχρι νά ᾽λθη ἡ μητέρα του νά προσευχηθοῦμε λιγάκι. Κάπως ἀδιάφορα κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του καί εἶπε ἄς προσευχηθοῦμε. Ὅταν τελειώσαμε τήν προσευχή, μοῦ λέει κάπως χαριτολογώντας: Α, ἐσύ δέν ξέρεις νά προσευχηθῆς! Ἐγώ κατεπλάγην ἀπ’ τήν τολμηρή αὐτή παρατήρησι καί τόν ρώτησα νά μοῦ ἐξηγήση, πῶς κατά τή γνώμη του πρέπει νά προσεύχεται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἐγώ, κύριε, μοῦ λέει δέν ξέρω Θεολογία, ἀλλά βλέπω τό παράδειγμα τῆς μητέρας μου, πού ὅταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχῶς “Κύριε Ἐλέησον”, πέφτει συνεχῶς σέ μετάνοιες, κτυπάει τό στῆθος της καί τρέχουν ποτάμι τά δάκρυά της!

Μετά ἀπ’ αὐτή τήν ἀφήγησι, μεγάλωσε ἡ ἐπιθυμία μου νά γνωρίσω αὐτή τήν ὑπέροχη γυναῖκα καί νά διδαχθῶ κάτι ἀπ’ τή χαρισματική προσευχή της.

Ἐκείνη τή μέρα δέν ἦλθε κι ἀποχώρησα. Μιά ἄλλη μέρα πέρασα νά τή συναντήσω καί βρέθηκα μπροστά σέ μιά συγκλονιστική σκηνή προσευχομένου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας της, ὅπως ἔμαθα, ἦταν ἕνας μέθυσος κι ἀχαΐρευτος, πού τῆς ἔπαιρνε ὅ,τι οἰκονομοῦσε ἀπ’ τά αὐγά καί μπεκρόπινε. Ἐκείνη τή μέρα κατά τήν ὁποία πῆγα, ἀπ’ τό μεθύσι του τήν εἶχε ξυλοκοπήσει, τῆς εἶχε πάρει τά χρήματα καί τῆς εἶχε πετάξει τήν Καινή Διαθήκη μέσα στό πηγάδι!

Ἐγώ δέ, τή βρῆκα γονατιστή στό πηγάδι νά προσεύχεται καί νά λέη: Χριστέ μου καί Παναγία μου Μεγαλόχαρη, τό βιβλίο μέ τά ἱερά γράμματα, τό ὁποῖο ἔρριξε ὁ ἄνδρας μου στό πηγάδι δέν τό ἔκανε ἀπό ἀσέβεια, ἀλλά ἦταν μεθυσμένος. Κάνε Παναγία μου τά ἱερά αὐτά Γράμματα, πού θά λειώσουν καί θά γίνουν ἕνα μέ τό νερό, νά τά πιῆ ὁ ἄνδρας μου, νά μετανοήση, νά ἐξομολογηθῆ καί νά σωθῆ, νά μήν πάη στήν κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατί ὁ κόσμος μέ ἔχει γιά καλή, ἐνῶ ἐγώ ἡ τρισάθλια ἔχω πολλά ἀθεράπευτα πάθη κι ἁμαρτίες!

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Η αγάπη μέσω της αρρώστιας





Ένας φοιτητής κάθονταν στην καφετέρια της πανεπιστημιούπολης και μελετούσε όταν πρόσεξε δύο ηλικιωμένους άνδρες…
να πλησιάζουν και να κάθονται σε ένα κοντινό του τραπέζι. Τότε ο ένας από τους ηλικιωμένους άρχισε να μιλά για τη σύζυγό του.

Όταν τελείωσε την φράση του, ρώτησε τον άλλο άντρα να του μιλήσει για την δική του γυναίκα. Διαβάστε τη απάντηση του όπως ακριβώς την μετέφερε ο φοιτητής…

Ήμουν 21 χρονών όταν την γνώρισα. Μόλις την είδα να μπαίνει στην αίθουσα το κατάλαβα. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω ποια είναι. Σκέφτηκα «αυτή είναι η γυναίκα μου» ! Τα υπόλοιπα όλα είναι ιστορία.

Αυτή η γυναίκα ήταν το κάτι άλλο. Κάθε μέρα, έλειπα για 12 ώρες στη δουλειά και όταν γυρνούσα στο σπίτι υπήρχε πάντα φαγητό στο τραπέζι να με περιμένει. Όταν τα παιδιά έπεφταν για ύπνο, ήμασταν τόσο κουρασμένοι που πηγαίναμε κατευθείαν στο κρεβάτι και κρατιόμασταν αγκαλιασμένοι σφιχτά για λίγη ώρα, πριν κοιμηθούμε.

Ήταν από τις λίγες στιγμές της ημέρας που την ένιωθα τόσο κοντά μου, έστω και για τόσο λίγο. Αυτά τα λίγα λεπτά μου έδιναν τη δύναμη να συνεχίσω να δουλεύω για να εξασφαλίσω ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά μου. Της έλεγα ότι όσο ήταν αυτή εκεί να τη σφίγγω στην αγκαλιά μου, θα ήμουν για πάντα μια χαρά. Ήταν η βασίλισσα της ζωής μου.

Ήταν αυτή που με βοήθησε να γίνω ο άνθρωπος που είμαι σήμερα. Ευγενικός με τους ανθρώπους και καλός πατέρας. Μπορείς να ρωτήσεις τα παιδιά μου για αυτό.

Μερικοί άνθρωποι ξέρουν πως να το κάνουν αυτό. Κάποιοι άνθρωποι ξέρουν πως να σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.

Ήρθε κάποια μέρα όμως που αρρώστησε. Στην αρχή δεν ανησύχησα, άλλωστε όλοι κάποτε αρρωσταίνουμε. Αλλά οι γιατροί φαίνονταν να πιστεύουν ότι δεν ήταν κάτι απλό. Έμοιαζαν να ανησυχούν και όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια είχαν δίκιο.

Όταν μας είπαν τα άσχημα νέα, η γυναίκα μου με ρώτησε αν θα ήθελα να παντρευτώ κάποια άλλη όταν πεθάνει. Ανησυχούσε. Δεν ήθελε να μείνω μόνος μου και να στεναχωριέμαι. Αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να με φανταστώ με άλλη. Μου φαίνονταν απίστευτο. Όταν της το είπα, γύρισε, με κοίταξε και μου είπε: «Αφού σε ξέρω καλά. Είσαι το είδος του ανθρώπου που χρειάζεται μια γυναίκα στο πλευρό του. Δεν θα μπορούσες ποτέ να είσαι χαρούμενος μόνος σου».

Το αρνήθηκα, ξανά και ξανά και ξανά…



Μετά από ένα χρόνο που πάλευε με τη αρρώστια της, όλα είχαν αλλάξει στο σπίτι. Δεν υπήρχε πια φαγητό στο τραπέζι όταν γυρνούσα σπίτι από τη δουλειά. Η γυναίκα μου περνούσε τη μέρα της στο κρεβάτι και με περίμενε να επιστρέψω το βράδυ για να την σηκώσω και να την μεταφέρω στο τραπέζι.

Κάθονταν στην καρέκλα και με κοίταζε με εκείνα τα μεγάλα πράσινα μάτια της την ώρα που μαγείρευα κάτι για να φάμε. Μου έδινε οδηγίες χαμογελαστή και με μάλωνε αν έκανα κάτι λάθος, αν έριχνα περισσότερο αλάτι από όσο έπρεπε.

Ήταν οι πιο όμορφες στιγμές της ημέρας μου! Απλά ήμασταν ευτυχισμένοι που μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλο.

Στις πολύ άσχημες ημέρες της, δεν μπορούσε να φάει μόνη της και έπρεπε να την ταΐσω. Δεν το ήθελε, έκλαιγε και ζητούσε συγνώμη.

Την μάλωνα. Αφού το ήξερε, ότι και να γίνει θα είμαι πάντα εκεί δίπλα της. Ήταν ο άνθρωπος μου και ήμουν ο άνθρωπος της. Μέχρι το τέλος.
Τα πράγματα σιγά σιγά όμως χειροτέρεψαν. Έφτασε η μέρα που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μόνη της ενώ έπρεπε να παίρνει τα φάρμακα της κάθε 4 ώρες.

Σταμάτησα από την δουλειά για να μπορώ να είμαι συνέχεια δίπλα της και να την φροντίζω. Όταν την τάιζα, την έβαζα να ξαπλώσει στο κρεβάτι, έπεφτα και εγώ δίπλα της και την έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Όπως παλιά. Τότε, αυτή ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ημέρας μου.

Υπήρξε μια μακρά σιωπή που κανείς από όλους όσους άκουγαν κρυφά τη διήγηση του άντρα, δεν τόλμησε να διακόψει. Ο ηλικιωμένος με κάποιο τρόπο βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει…
Αλλά πόσα μπορεί να αντέξει το ανθρώπινο σώμα.

Χρειάστηκαν δυο ολόκληρα χρόνια για να μπορέσει η αρρώστια να λυγίσει την γυναίκα μου. Αλλά τελικά τα κατάφερε.

Το είχα δει να έρχεται. Το ίδιο και εκείνη. Ξέραμε και οι δυο μας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να επανέλθει αλλά και πάλι. Ήταν σαν τη μια μέρα να την σφίγγω δυνατά στην αγκαλιά μου και την επόμενη να έχει φύγει.

Στην αρχή με σκότωσε αλλά σε λίγο καιρό κατάλαβα ότι είναι καλύτερα εκεί που βρίσκεται τώρα. Δεν χρειάζεται πια να παίρνει αυτά τα τρομακτικά φάρμακα και δεν χρειάζεται πια να τρώει τα άθλια φαγητά μου.

Εκείνη είναι καλύτερα. Εγώ όμως δεν ξέρω τι να κάνω χωρίς αυτή. Για παράδειγμα δεν ξέρω τι να κάνω τα πράγματα της, τα ρούχα της. Δεν μπορώ να τα πετάξω. Δεν θέλω να το κάνω. Όλα τα ρούχα της είναι ακόμα στην ντουλάπα και παντού υπάρχουν οι φωτογραφίες της. Η πλευρά της στο κρεβάτι είναι ακριβώς όπως την άφησε. Θέλω να πιστεύω ότι είναι ακόμα εδώ. Οι κόρες μου μου λένε να πουλήσω το σπίτι και να πάω σε ένα άλλο, αλλά πέρασα τη ζωή μου σε αυτό το σπίτι μαζί της. Είναι ακόμα το σπίτι μας, τουλάχιστον όσο ζω ακόμη σε αυτό.
Επικράτησε για μερικά λεπτά και πάλι σιωπή.

Ο φοιτητής δεν είχε ακούσει ποτέ κάποιον άνθρωπο να μιλάει για κάποιον άλλον με τόσο απόλυτο σεβασμό και θαυμασμό. Ήταν φανερό ότι πραγματικά αγαπούσε και λάτρευε τη γυναίκα του και αυτό δεν επρόκειτο να αλλάξει τόσο εύκολα.

Ο άλλος ηλικιωμένος έσπασε τη σιωπή: «Δεν μπορώ να φανταστώ πόσο δύσκολο πρέπει να σου ήταν να την φροντίζεις όλη μέρα. Να δίνεις τα πάντα για αυτή».
Ο φοιτητής ορκίστηκε ότι ήταν η πρώτη φορά που είδε τον ηλικιωμένο με την τραγική ιστορία να χαμογελάει πλατιά:
«Καθόλου δύσκολο. Ήταν προνόμιο μου να μπορώ να μπορώ να την φροντίσω για όσο το έκανα. Ήταν ο άνθρωπος της ζωής μου και θα το έκανα ξανά και ξανά αν χρειαζόταν. Ήταν και θα είναι για πάντα η βασίλισσα μου. Απλά μου λείπει τόσο η αγκαλιά της…



πηγή 

 aggeliki31.blogspot.gr




Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Ο Άγιος της υπομονής, της αγάπης, της ανεξικακίας, της άκρας ταπείνωσης...Ο Αγιος Νεκτάριος



Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως, του Θαυματουργού.
Μεγάλη μέρα ανέτειλεν ο Κύριος, ο Θεός μας, για να υμνήσουμε και τιμήσουμε με ύμνους και ήχους εξαίσιους, εν Εκκλησίαις και μη, και συγγραφές παντοίες, τον Άγιο του καιρού μας.
Τον «εν εσχάτοις χρόνοις φανέντα» (αφού ανακηρύχθηκε Άγιος μόλις το έτος 1961) Νεκτάριο, τον ταπεινό Αρχιερέα, τον ασκητικό κληρικό, με την άφθαστη όμως ιεροπρέπεια και το υπέροχο ιερατικό ήθος, τον φιλομόναχο και φιλέρημο αθλητή του Κυρίου, τον ανεξίκακο, τον υπερβολικά αφιλοχρήματο, τον γεμάτο απεριόριστη καλοσύνη, τον ελεήμονα και φιλάνθρωπο, τον παιδαγωγό, τον πνευματικό Πατέρα, τον χαρίζοντα και «αναβλύζοντα ιάσεις παντοδαπάς τοις ευλαβώς κραυγάζουσι» το Άγιον όνομά Του.
Ο Άγιος Νεκτάριος δαπάνησε ολόκληρη την εν τη γη βιωτή του, ευαρεστώντας τον Κύριο της Δόξης, τον Άγιο Θρόνο, έχοντας ως πρότυπο και οδηγό στις παντοειδείς καθημερινές του μέριμνες και ασχολίες το Χριστό, προσευχόμενος αδιαλείπτως και υποτάσσοντας το θέλημά του υπό το Θείο θέλημα.
Αγωνιζόταν να μιμηθεί τον Χριστό, δια των αρετών και των ευεργετημάτων του Αγίου Πνεύματος και κάθε του προσευχή ήταν μια μυστηριακή ένωση με το Θείο, δια της εναποθέσεως σ’ αυτό της άδολης, καθαρής και συντετριμμένης καρδίας του.
«Προσέξωμεν [έγραφε σε μια επιστολή, από 25 Νοε’ 1904] μη χάριν της ζωής, θυσιάσωμεν τον σκοπόν της ζωής και απολέσωμεν την αιώνιον ζωήν. Σκοπός της ζωής είναι, ίνα τελειωθώμεν και αποβώμεν άγιοι και αναδειχθώμεν τέκνα Θεού και κληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών […] Μη ένεκα φροντίδων και μεριμνών του βίου αμελήσωμεν του σκοπού της ζωής».
Ο Άγιος Νεκτάριος έζησε μια ζωή προτύπως ασκητική, μια ζωή πλήρη κόπου, και μόχθου, και ιδρώτος και αγώνων, αλλά και πικριών και συκοφαντιών και διωγμών. 


Ο Θείος Πατήρ, όμως, είχε υπέρ εαυτού τον Θεό και βίωνε και ενδυναμούτο από τα παραγγέλματα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, στόμα Χριστού: «εί ο Θεός υπέρ ημών, τίς καθ’ ημών;» (Ρωμ.8,31) και «τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στεναχωρία ή διωγμός ή λιμός […]» (Ρωμ.8,35).
Τα πάντα συνεπώς ανέμενε, χάριν του Τριαδικού Θεού, εις όν είχε εναποθέσει τις ελπίδες του, τη μέριμνά του, τη ζωή του.
Ο Άγιος Νεκτάριος, «ζών εν σαρκί άγγελος», ήταν ολοκληρωτικά αφιερωμένος στην αγάπη του Θεού, επιθυμών να είναι παραστάτης του Χριστού, παραστάτης του Σταυρού Του και γι’ αυτό και η δική του ζωή του ήταν ένας Σταυρός, τον οποίο όμως υπέμενε με χαρά και αγαλλίαση, ευχαριστώντας τον Κύριον. Κακοπαθώντας «ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού» (Β΄ Τιμ. 2,3).
Ο τιμώμενος Άγιος προέβαλε ένα νέο τρόπο ζωής, που διαπνεόταν από το πνεύμα της μετανοίας, της αγάπης, της άκρας ταπείνωσης, της πνευματικής άσκησης, συνεχόμενος εν παντί χρόνω με το του Αποστόλου Παύλου: «Ζώ δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί ο Χριστός» (Γαλ. 2,20).
Πριν ένα μήνα (10 Οκτ’ 2014), η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, επισκεφθείς την γενέτειρα του Αγίου Νεκταρίου, την Σηλυβρία της Ανατολ. Θράκης, τόνισε ότι «ο ευλογημένος βλαστός» αυτής είναι «ένα αγιασμένο πρόσωπο, εγνωσμένης αγάπης, βαθείας ειρήνης και μεγάλης ταπείνωσης, χαρίσματα τα οποία καλλιεργούσε και έτρεφε απέναντι σε κάθε άνθρωπο».
Ο Άγιος Νεκτάριος είναι αυτός που δέχθηκε, στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, με άκρα ταπείνωση, στην αρχή το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη και αμέσως μετά το αξίωμα του Αρχιερέως, του Επισκόπου Πενταπόλεως, λέγων: «Κύριε γιατί με ανύψωσες εις τοσούτον μέγα αξίωμα […] Εκ νεαράς ηλικίας Σου εζήτησα να γίνω απλός εργάτης του Θείου Λόγου Σου […]».
Είναι αυτός που χωρίς γνώση των εναντίον του κατηγοριών, άνευ απολογίας, άνευ δικαστηρίου και χωρίς απόφαση Συνόδου, συνεπώς μάλλον εκκλησιαστικά παράνομα, αποπέμπεται, εκδιώκεται από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και σιωπά! Υποτάσσεται και κύπτει τον αυχένα, χάριν της ενότητας της Εκκλησίας, στις βουλές του Πατριάρχου, πρώην προστάτη του, Σωφρονίου. 

Ουδεμία λέξη προφέρει το άγιο στόμα του, για τις τόσες συκοφαντίες που ακούστηκαν σε βάρος του, ότι δηλαδή «εκίνησε την πτέρναν» κατά του ευεργέτου του Πατριάρχου, γενόμενος «δούλος πονηρός» και ραδιούργος επιδιώκων να καταλάβει το θρόνο του Πατριάρχη, συνοδευόμενες (οι συκοφαντίες) και με υπαινιγμούς για οικονομικές απολαβές και ηθικές παρεκτροπές του Οσίου και Δικαίου και Αγίου αυτού Αρχιερέως.
Αλλ’ «έστι δίκης οφθαλμός» για όσους συκοφάντησαν δεινώς τον Άγιο Πατέρα: Κανένας απ’ αυτούς ή άλλος δικός τους κληρικός δεν έγινε Πατριάρχης και άμα τη αναρρήσει στο Θρόνο του Πατριάρχου Φωτίου, εκδιώχτηκαν απ’ αυτόν από την Αίγυπτο και μάλιστα τινές εξ αυτών συνοδεία αστυνομικών οργάνων! Μόλις δε το 1998 (!!!) επί Πατριάρχου Αλεξανδρείας Πέτρου Ζ΄, η περί αυτόν Πατριαρχική Σύνοδος «διασκεψάνη, εν φόβω Θεού, και της εικόνος του Αγίου ευρισκομένης εν τη Συνοδική Αιθούση, απεφήνατο δια την αποκατάστασιν της διασαλευθείσης κανονικής τάξεως και εξετήσατο την συγχώρησιν παρά του Αγίου Πατρός ημών Νεκταρίου δια τον διωγμόν και την αδικωτάτην κατ’ αυτού μήνιν, επηρεία του πονηρού».
Ο Άγιος Νεκτάριος είναι αυτός ζει στην Αθήνα, «φυτοζωών» ως λέγει σε μια επιστολή του προς τον Πατριάρχη Σωφρόνιο, μόνος, έρημος, κατατρεγμένος, επιζητών οποιαδήποτε θέση για να κηρύξει το Λόγο του Ευαγγελίου.
Ο Θεοφόρος Πατέρας μας, μετά από πολλές πολλές παρακλήσεις και αμέτρητες ικεσίες, διορίζεται ένας απλός ιεροκήρυκας, αρχικά στην Ι.Μ. Χαλκίδας και αργότερα στην Ι.Μ. Φθιωτιδοφωκίδας, παρόλο που κατέχει το αξίωμα του Αρχιερέως. Αλλά, και στην Χαλκίδα τον συνοδεύουν οι εξ Αλεξανδρείας συκοφαντίες, οι οποίες υποδαυλίζονται από τους εκεί εκκλησιαστικούς κύκλους.
Έτσι, διαπράττονται αποδοκιμασίες σε βάρος του Ιεροκήρυκα-Επισκόπου-Αγίου εντός του Ι.Ναού καθ’ ην ώρα κηρύττει τον Θείο Λόγο, ο Μητροπολίτης Χαλκίδας Χριστόφορος, επιδεικνύει μικρόψυχη και εντελώς απαράδεκτη συμπεριφορά προς τον Άγιο, μη επιτρέπων σε αυτόν να ιερουργεί (!), ο αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Χρύσανθος κατηγορεί ασύστολα και ευθέως τον Άγιο, όχι μόνο στα γραφεία και στους εκκλησιαστικούς κύκλους αλλά και σε έντυπα, και τέλος, η τριμελής Επισκοπική Επιτροπή Χαλκίδας, που διοικεί τη Μητρόπολη μετά το θάνατο του Μητροπολίτη, σε ένα κατάπτυστο κείμενο επιστολής που αποστέλλει στον Άγιο Νεκτάριο (διασώζεται με αριθμ. πρωτ. 276/2 Ιουλίου 1892), με εντελώς ανοίκειο, αγενές και θρασύτατο ύφος «διατάττει» αυτόν να μην τελεί ιεροτελεστίες άνευ αδείας της, χρησιμοποιώντας μάλιστα εκφράσεις όπως «σας διατάττει η επιτροπή», «ποιεί υμίν κατάδηλον η επιτροπή» παρεμβάλλοντας δε λέξεις και στον ενικό αριθμό: «μετέβης και εκήρυξες», «προβαίνεις» κλπ θλιβερά. Και οι «διατάσσοντες», οι αποτελούντες την Επισκοπική Επιτροπή, είναι τρείς ιερείς (!!!), που φέρουν δηλαδή τον βαθμό του Ιερέως (οι δύο εξ αυτών απόφοιτοι του Δημοτικού) και απευθύνονται με τέτοιο τρόπο σε Άγιο Αρχιερέα !!! 

Αλλά οι πικρίες δεν σταματούν. Έχει αναλάβει ήδη Διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, και επειδή οι ψίθυροι, τα «βέλη» από μερικούς Συνοδικούς Μητροπολίτες και οι ενοχλήσεις από τη Διοίκηση συνεχίζονται για «το Πατριαρχικόν εκείνον ζήτημα», αποφασίζει ο Άγιος Νεκτάριος να στείλει επιστολές τόσο στον νέο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο όσο και στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, «προς διακανόνησιν της θέσεώς του ως Αρχιερέως […] και επίγνωσιν της Εκκλησιαστικής Αρχής εξ ής εξαρτώμαι και εις ήν υπάγομαι ως Αρχιερεύς».
Διότι, έγραφε, «ως έχουσι τα κατ’ εμέ, ευρίσκομαι απολελυμένος και εις ουδεμίαν των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών ανήκων, διότι και εν Ελλάδι μετά δεκατεσσάρων ετών συνεχή υπηρεσίαν εν των Κράτει ως υπαλλήλου θεωρούμαι υπό της εν Ελλάδι Διοικούσης Ιεράς Συνόδου ως παρεπιδημών Αρχιερεύς».
Το τεθέν ζήτημα όμως δεν ελύθη και ματαίως αναμένει απαντήσεις και λύσεις ο Άγιος, και συνεχίζει να ευρίσκεται ο Άγιος Πατέρας, Αρχιερέας «όσιος, άκακος, αμίαντος», «όλως απολελυμένος» μη ανήκων εις ουδεμίαν Εκκλησίαν και να παρατηρεί ο ίδιος με παράπονο: «Το εις τα εκκλησιαστικά χρονικά άγνωστον τοιούτον γεγονός, το είναι Αρχιερέαν τινά όλως απολελυμένον και εις ουδεμίαν Εκκλησίαν ανήκοντα […]». Δεν βρέθηκε μια Εκκλησία να εγγράψει στις δέλτους της και στους επίσημους Κώδικες της έναν τέτοιο Άγιο Αρχιερέα!
Σιγά και κλαίει, όταν ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, τον ψέγει με δριμύ κατηγορώ, με επίσημο έγγραφο (αριθμ. πρωτ. 1363/30 Σεπτ’ 1914) διάστικτο από Κανονικό Δίκαιο, και ολόκληρα χωρία από Κανόνες Οικουμενικών Συνόδων, περί των προϋποθέσεων ίδρυσης μονών, ότι «άνευ βουλής και γνώμης του οικείου Αρχιερέως» ίδρυσε Μονήν στη νήσο Αίγινα, και ας είναι ο ίδιος, ο Μητροπολίτης Αθηνών, που είχε παράσχει στον Άγιο Νεκτάριο την προφορική του συγκατάθεση για την ίδρυση της μονής.
Διαβάζει και ξαναδιαβάζει το έγγραφο ο Άγιος Νεκτάριος και μονολογεί: «Ο Θεός να σε συγχωρέσει αδελφέ. Δεν γνωρίζεις λοιπόν τίποτε δια την ίδρυσιν του ιερού τούτου έργου, τίποτε απολύτως […]». Απολογείται δε με υπόμνημα ενώπιον του Αρχιεπισκόπου, ενώ οι φήμες για επέμβαση του τελευταίου προς διάλυση της μονής οργιάζουν και προσεύχεται στον πανεπόπτη Πατέρα: «διό ευδοκώ εν ασθενείαις, εν ύβρεσιν, εν ανάγκαις, εν διωγμοίς, εν στεναχωρίαις, υπέρ Χριστού» (Β΄ Κορ. 12,10).
Δεν περνά πολύς καιρός, και αντιμετωπίζει νέα δοκιμασία. Όταν δηλαδή αφικνείται στην Αίγινα ο εισαγγελέας Πειραιώς, για να ερευνήσει εκ του σύνεγγυς την καταγγελία της «κερούς» (μιας γυναίκας που διέβαλε τον Άγιο Νεκτάριο στη Σύνοδο και στις Εισαγγελικές αρχές για … ηθικά παραπτώματα στη Μονή της Αίγινας).
Όταν δηλαδή το ανοίκειο και βέβηλο χέρι του (συναδέλφου, φευ!) εισαγγελέα Πειραιώς, με πρωτοφανή βαναυσότητα και χωρίς να σεβαστεί τα επισκοπικό του αξίωμα, τον «ταρακουνά» από το αγιασμένο ράσο του για να του αποκαλύψει που κρύβει τα κατά την καταγγελία της «κερούς» εξώγαμα και που είναι το «χαρέμι» του. 

Και ο Άγιος δεν κοίταζε τον εισαγγελέα, παρά είχε στραμμένο το βλέμμα του στον ουρανό και προσευχόταν εσωτερικά, κάπως έτσι: «Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο πατήρ των οικτιρμών και Θεός πάσης παρακλήσεως, ο παρακαλών ημάς εν πάση τη θλίψει ημών» (Β΄ Κορ. 1, 3-4).
Για εξέταση της ίδιας καταγγελίας, καταφθάνει στην Αίγινα ο εν τω μεταξύ ανελθών στο θρόνο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών Μελέτιος, ο οποίος, οξύθυμος ων, με τη σειρά του, φέρθηκε με περισσή σκληρότητα στον Άγιο Νεκτάριο.
Μόλις χρειάζεται δε να ειπωθεί ότι η καταγγελία κατέρρευσε, ως ψευδής και ανυπόστατη, και η καταγγέλλουσα «κερού», Ειρήνη Φραγκούδη, καταδικάστηκε αυτεπαγγέλτως για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση.
Ως επίλογος, στις λίγες αυτές γραμμές, πρέπει να τεθούν τα λόγια ενός ανθρώπου που έζησε από πολύ κοντά τον Άγιο Νεκτάριο, και γράφτηκαν τούτα σε πολύ πρώιμη ηλικία, ότε ο άνθρωπος αυτός, που δεν είναι άλλος από τον Κωστή Σακκόπουλο, ήταν σπουδαστής στην Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, με Διευθυντή τον Άγιο Πενταπόλεως:
«Τί το ιδιάζον, τί το ακτινοβολούν άραγε κρύβει εις την απλήν και πλήρη ταπεινώσεως εμφάνισίν του; Τον βλέπεις να ζη εντός του κόσμου, να υπάρχη, να συνδιαλέγεται με τον κόσμον και όμως αισθάνεσαι ότι δεν είναι άνθρωπος του κόσμου, ότι δεν έχει ουδεμίαν επαφήν και σχέσιν με τα επιδιώξεις, τας προσδοκίας και τα όνειρα των συνήθως ατόμων άτινα μας περιβάλλουν. Προσεύχεται άνευ υπερβολής νυχθημερόν, προσεύχεται υπέρ της του κόσμου σωτηρίας και ονειροπολεί μετά δέους την ανέσπερον Βασιλείαν του Θεού. Και γνωρίζει όσον ουδείς τα μυστικάς αυτής διόδους. Διότι ανεξίκακος ών, αγαπά τους πάντας και αφοπλίζει τους πονηρούς με το αθώον βλέμμα […] Είναι άνθρωπος αλλά διαβιεί αγγελικώς […]».

Πηγή
 Παναγιώτη Σ. Παναγιωτόπουλου, Αντεισαγγελέως  Εφετών Αθηνών 
| Romfea.gr

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Οι Έλληνες δεν αποτεφρώναμε τους νεκρούς μας στην αρχαιότητα. Οι Έλληνες κηδεύαμε.


Την ώρα που ορισμένοι δήμοι, όπως της Θεσσαλονίκης, έχουν δρομολογήσει τη διαδικασία για κατασκευή του αποτεφρωτηρίου, η Εκκλησία "φυλάει Θερμοπύλες", σε μια προσπάθεια να κρατήσει ακέραιη και αλώβητη την ελληνορθόδοξη παράδοση.
Αυτό υποστήριξε, ο πρωτοπρεσβύτερος και ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μεταλληνός, συμφωνώντας απολύτως με την πρόσφατη εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία δεν θα γίνεται νεκρώσιμος ακολουθία και μνημόσυνο σε όσους επιλέγουν την αποτέφρωση.
"Η αποτέφρωση δεν έχει καμία σχέση με την ορθοδοξία και τον ελληνισμό. Οι Έλληνες δεν αποτεφρώναμε στην αρχαιότητα. Οι Έλληνες εκηδεύαμε. Εάν πάτε στον τύμβο του Μαραθώνος, θα βρείτε σκελετούς. Κάνουν ανασκαφές πολλές φορές εδώ στην Αθήνα και βρίσκουν από την αρχαιότητα σκελετούς. Πριν μερικά χρόνια, στην οδό Πατησίων, πάνω από 170 σκελετούς βρήκαν από την αρχαιότητα" τόνισε ο π. Μεταλληνός.
Και πρόσθεσε: "Πότε έκαιγαν ή κυρίως άφηναν άταφο το σώμα. Ή όταν είχαμε προδοσία ή μολυσματικές νόσους. Τότε καίγανε. Αλλά κυρίως στην προδοσία. Άρα όταν καίμε έναν άνθρωπο είναι σαν να λέμε ότι είναι προδότης και τον καίμε. Η κηδεία είναι το σώμα. Εμείς είμαστε ορθόδοξοι Έλληνες. Ανατολίτες και λοιπά, ας κάνουν ό,τι θέλουν. Είναι μια παράδοση και μετά θεολογία.
Θα σας πω ένα παράδειγμα. Εγώ είμαι Κερκυραίος. Στην Κέρκυρα υπάρχει ακέραιο και θαυματουργό το σώμα του Αγίου Σπυρίδωνος. Στην Κεφαλονιά, ο Άγιος Γεράσιμος. Αν κάψουμε, δεν θα ξέρουμε ποιος είναι Άγιος μετά, γιατί το λείψανο ευωδιάζει και μένει άφθαρτο. Είναι απόδειξη της ορθοδοξίας ότι ο Θεός κατοικεί μέσα στο λείψανο. Επομένως είναι πάρα πολλοί λόγοι που η ελληνορθόδοξη παράδοση και όλων των ορθοδόξων δεν καίει".
Και κατέληξε: "Το ίδιο ίσχυε και στον δυτικό χριστιανισμό. Τώρα μπήκαν μέσα η αθεΐα και όλα αυτά τα ζητήματα, τα οποία οδηγούν σε άλλες αποφάσεις. Ε, δεν θα ακολουθήσουμε και εμείς τον ίδιο δρόμο". 
πηγή
  defencenet.gr