Φιλολόγου, Θεολόγου
ἐφημερίου Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου
Χριστός Ἀνέστη!
Ἀγαπητοί ἀδελφοί.
Εἶναι πιά ἀναμφισβήτητη πραγματικότητα, ὅτι ἡ χώρα μας βρέθηκε κάτω ἀπό τήν τυραννικότερη κυριαρχία πού θά μποροῦσε ποτέ νά εὑρεθεῖ. Συμπολίτευση καί ἀντιπολίτευση συνεργάστηκαν μέ τίς ξένες ἀνθελληνικές καί ἀντορθόδοξες δυνάμεις, σφυροκόπησαν ἀλύπητα τόν ἑλληνικό λαό στερώντας του στέγη, τροφή καί χρήματα γιά νά τόν ἐξαναγκάσουν νά παραδώσει καί νά προδώσει ὅλους τούς θησαυρούς του, φυσικούς, ὑλικούς καί πνευματικούς στούς ἀφέντες τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ὁ ρόλος λοιπόν τοῦ ὀρθοδόξου μαχίμου θεολόγου στά σχολεῖα τῆς δευτεροβάθμιας καθίσταται σπουδαιότερος καί λίαν ἀπαραίτητος, εἴπερ ποτέ καί ἄλλοτε. «Εἷς ἄνθρωπος θείῳ ζήλῳ πεπυρωμένος ὅλον δῆμον δύναται ἀνακαινίσαι» λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ὄντως θείῳ ζήλῳ πεπυρωμένος.
Τώρα πού ἡ ἀλλοτρίωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὑφέρπει στήν ἐκπαίδευσή μας μέσῳ τοῦ μαθήματος τῆς πανθρησκειακῆς προπαγάνδας, χρειαζόμαστε θεολόγους, ἄνδρες καί γυναῖκες μέ φρόνημα ὀρθόδοξο καί ζωή ὀρθόδοξη, δηλαδή χριστοποιούμενες προσωπικότητες ὁλοκληρωμένες καί ὄχι συρόμενες στό φαντασμαγορικό ἅρμα τῆς πανθρησκείας.
Ἄς ζωγραφίσουμε, ἄς φιλοτεχνήσουμε τήν εἰκόνα τοῦ μαχίμου θεολόγου
[i] σέ μιά περίοδο οἰκονομικῆς κρίσεως, κρίσεως ἀξιῶν, ἐκπαιδευτικῶν προγραμμάτων, ἰδεολογιῶν, κομματικῶν συμπεριφορῶν καί ἀδιεξόδου πολιτικῶν ἐπιλογῶν.
Πρίν τονίσουμε κάποια χαρακτηριστικά του, θεωροῦμε ἄκρως ἀπαραίτητο νά ἀναγνώσουμε ἕνα πολύ χαρακτηριστικό κείμενο τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, πού στέκεται ἐκστατικός μπροστά στόν περί Θεοῦ λόγον προβληματίζοντας ἔντονα κάθε «θεολόγο».
«Τό περί Θεοῦ λέγειν ἤ φθέγγεσθαι καί τά κατ’ αὐτόν ἐρευνᾶν καί τά ἀνέκφορα ποιεῖν ἔκφορα καί τά πᾶσιν ἀκατάληπτα ὡς καταληπτά ὑπεμφαίνειν τολμηρῶς ἄν εἴη καί αὐθαδοῦς ψυχῆς ἔνδειγμα. Καί τοῦτο πάσχουσιν οὐχ ὅσοι ἀφ’ ἑαυτῶν τι λέγειν τολμῶσι μόνον περί Θεοῦ, ἀλλά καί ὅσοι τά πρός αἱρετικούς πάλαι λαληθέντα παρά τῶν θεσπεσίων θεολόγων καί γραφῇ παραδοθέντα ἀποστηθίζουσί τε καί πολυπραγμονοῦσιν, οὐχ ἵνα πνευματικήν τινα ὠφέλειαν καρπώσωνται, ἀλλ’ ἵνα θαυμάζωνται παρά τῶν ἀκουόντων ἐν πότοις καί συνεδρίοις καί θεολόγοι ἐπιφημίζωνται· ὅ καί μᾶλλον λυπεῖ με καί ἐν ἀδημονίᾳ ποιεῖ ἐννοοῦντα τό φρικτόν τοῦ ἐγχειρήματος καί τό τοῖς τολμητίαις ἀποκείμενον κρῖμα. Οἷα δέ φασι τῶν θείων κατατολμῶντες!» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τ. 19Β Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Θεολογικός Α΄,1, σελ.24).
[ii]
Χαρακτηριστικά τοῦ ὀρθοδόξου Θεολόγου:
1. Ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος, μάχιμος καθηγητής, δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἕτοιμες ἀπαντήσεις ἐπί παντός θέματος. Δέν εἶναι ἕνα κομπιοῦτερ, μέσα ἀπό τό ὁποῖο αὐτομάτως ἀνιχνεύονται ὅλες οἱ θεολογικές γνώσεις. Κατά τόν ἅγιο Ἱερόθεο ἡ Θεολογία εἶναι διπλῆ: «Ἡ μέν μία εἶναι μυστική, τελετουργική, ἀπόρρητη, ἄρρητη, ἡ ὁποία δρᾷ καί νομοθετεῖ γιά τό Θεό μέ τίς ἀδίδακτες μυσταγωγίες, ἡ δέ ἄλλη εἶναι φανερή, φιλοσοφική καί ἀποδεικτική, ἡ ὁποία πείθει καί χρειάζεται τή βοήθεια τοῦ λόγου τῶν θεολόγων» (Β΄πρός Βαρλαάμ ΕΠΕ 1,538).
Ὁ θεολόγος ἔχει βαθειά συναίσθηση τῆς ἀνθρωπίνης μικρότητος μπροστά στήν ἐν Τριάδι ἄκτιστη θεία μεγαλειότητα. Εἶναι ὁ πρῶτος κατ’ ἐξοχήν ἀποφατικός - καί κατόπιν καταφατικός - ἐπιστήμων, ἐφ’ ὅσον διαχειρίζεται θεῖα καί ἀνθρώπινα πράγματα, πού ὑπερβαίνουν κάθε ἀπορία καί κάθε ἀνθρώπινο περί Θεοῦ ἐρώτημα, καλοπροαίρετο ἤ μή, πού σχετίζεται ἤ ἀνάγεται στόν Θεάνθρωπο καί τελικά ἀπαντᾶται ἐν τῷ ἐνανθρωπίσαντι Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ.
Ὁ Χριστός τελικά δίνει τήν ἀπάντηση μέ τήν κατάλληλη λύση. Ὁ θεολόγος ἀνοίγει τόν δρόμο
[iii] γιά νά προσεγγίσει ὁ Χριστός τήν ἁμαρτωλότητά μας. Ἀκόμα καί ὁ πλήρης θείου φωτισμοῦ καί θεοϋψίστου διακρίσεως καί διοράσεως π. Πορφύριος ἔλεγε, ὅτι πολλά βλέπω, ἀλλά δέν μπορῶ ὅλα αὐτά νά τά ἀνακοινώνω, νά τά κάνω κοινά.
Δέν ἔχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τή δύναμη, τήν ἱκανότητα καί τό χάρισμα νά διαχειρισθοῦν τά δικά τους ψυχολογικά, ὑπαρξιακά, πνευματικά ἤ καί ἁπλούστερα θέματα. Χρειάζεται χριστοηυξημένη χριστοδιακριτικότητα ἐκ μέρους τοῦ θεολόγου καθηγητοῦ, γιά νά μήν ἀπαντήσει ἤ νά ἀπαντήσει, νά προβληματίσει, νά διαπραγματευθεῖ μαζί μέ τούς νέους, τούς μαθητές, τά θέματα πού ἄμεσα τούς ἀφοροῦν καί στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς τους ζητοῦν ἱκανοποιητικές λύσεις.
2. Ἄν ὡς θεολόγοι καί ἐμεῖς οἱ κληρικοί μαζί, κρατᾶμε διά βίου αὐτή τή βάση στή διδασκαλία μας, τήν πτωχεία τοῦ πνεύματος, τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός μας, τήν πενία τῶν γνώσεων, τήν ἐλλειμματική ἐμπειρία τοῦ παραδείσου, τότε ἄδειοι ἀπό τήν προδοτική ὑψηλοφροσύνη, καθήμενοι παρά τούς πόδας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καταβρέχοντες καί ἐκμάσσοντες μέ καυτά ταπεινά δάκρυα, αὐτούς τούς πόδας Του, θά γινόμαστε δι’ Αὐτοῦ ἄξιοι
[iv] νά ποῦμε ἕνα λόγο πόνου, πού βγαίνει ἀπό πολύπαθη καρδία, ἕνα λόγο ἐποικοδομητικό, ἕνα λόγο χριστοπαρηγορίας γέννημα τῆς αὐτομεμψίας μας.
3. Ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριό μας, στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, μᾶς δίδεται αὐτή ἡ διαβεβαίωση: «
Ποταμοί ἐκ κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος», πνευματική πραγματικότητα πού κατ’ ἐξοχήν ἰσχύει στή ζωή τοῦ θεολόγου. Ὅταν ὑπάρχουν οἱ δύο προηγούμενες τοποθετήσεις, στάσεις μυστικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τότε παρέχεται τό χάρισμα τῆς ἀστείρευτης θεανθρώπινης διδασκαλίας.
[v] Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης λέγει καί ἐκ τῆς ἐμπειρίας του προφανῶς: «
Εἰ προσεύχῃ ἀληθῶς, θεολόγος εἶ καί εἰ θεολόγος εἶ προσεύχῃ ἀληθῶς».
Ἡ ἀληθινή ταπεινή σχέση μέ τό Χριστό, δημιουργεῖ ἀληθινό χριστιανό, ἀληθινό δάσκαλο θεολόγο, ἀφοῦ μέ τήν ἀληθινή προσευχή ἔχει γνωρίσει καλά τήν ἄβυσσο τῆς βαθείας καρδίας του καί ταυτοχρόνως τόν ὠκεανό τοῦ θείου ἐλέους. Γιαυτό μπορεῖ νά κατέβει στήν κατάσταση τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου καί δή τοῦ νεαροῦ μαθητοῦ του ἤ τῆς μαθήτριάς του, ἀφοῦ οἱ νέοι ὡς ἄπειροι ἀκόμη ἀπό τήν πολλή κοσμική, μεταπτωτική ὑποκρισία, δέν μποροῦν νά κρυφθοῦν, ἀλλά μυστικῷ τῷ τρόπῳ ζητοῦν χεῖρα βοηθείας στά ὁσημέραι ὀγκούμενα προβλήματά τους.
4. Ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος εἶναι συνδεδεμένος σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις. Ὅσο ἀδύνατος καί ἁμαρτωλός κι ἄν αἰσθάνεται, ἔχει τήν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία ὅτι εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί δέν ἀνήκει καί κάπου ἀλλοῦ. Τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καί ἡ οἰκογένειά του ἀνήκουν στό Χριστό καί ἔχουν τήν ἐμπειρία δεσμοῦ μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι μέλη Του ἀγωνιζόμενα τόν καλόν ἀγῶνα τῆς εἰς Χριστόν πίστεως.
Ὁ οὕτως ζῶν καί πολιτευόμενος θεολόγος ἐκτός ἀπό τήν ἐξατομικευμένη ἐν Χριστῷ ἀγωγή πού προσφέρει σέ κάθε μαθητή του ἀποκτᾷ καί μεταδίδει τήν ἐμπειρία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ζώντας μέσα στήν ὀμάδα, μέσα στήν τάξη, διδάσκοντας ἀτομικά ἀλλά καί συνολικά.
Βέβαια οἱ συνθῆκες διδασκαλίας μέσα στά Γυμνάσια καί στά Λύκεια δέν εἶναι ἰδανικές, δέν εἶναι καθόλου εὔκολες. Ὁ θεολόγος ἔχει νά ἀντιμετωπίσει μικρά καί μεγάλα θηριάκια. Τά παιδιά ἐκτός ἀπό τήν προσωπική κρίση τῆς μεταπτωτικῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας πού διέρχονται, ταλαιπωροῦνται καί ἀπό τά ἐπίκτητα ἤ κληροδοτούμενα πάθη, ἐλαττώματα, ἐγωιστικές ἰδιοτροπίες ἡμῶν τῶν μεγάλων. Ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τοῦ κοινωνικοῦ βίου μολύνει τήν ἀθῳότητα – παρθενικότητα τῶν νέων.
Αὐτήν τήν πραγματικότητα ἐκμεταλλεύεται καί ὁ πειράζων διάβολος. Αὐξάνει, πληθύνει, ἐπεκτείνει καί συσσωρεύει πολλά προβλήματα μέσα στίς αἴθουσες διδασκαλίας καί ὄχι μόνο, τόσο στό συγκεκριμένο μάθημα, ὅσο καί στά ἄλλα κατ’ ἀναλογίαν γιά νά δυσχεράνει παντοιοτρόπως τό ἔργο τῆς διδασκαλίας, τῆς ἀφομοιώσεως καί μορφώσεως τῆς εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ μέσα στίς ψυχές τῶν μαθητῶν.
Καλεῖται λοιπόν ὁ θεολόγος νά μετέλθει πολλά εἴδη προσωπικῶν ἐν Χριστῷ πνευματικῶν ἀσκήσεων. Ἰδιαίτερα καλεῖται νά ὑπερβεῖ τόν ἀτομισμό του, τό ἴδιον μεταπτωτικό θέλημα, νά ζητήσει ἐμπόνως τή βοήθεια τοῦ Πρώτου Τελείου Διδασκάλου, τοῦ Χριστοῦ, τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μητέρας, τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν διδασκάλων καί Ἱεραρχῶν καί τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, γιά νά καταφέρει νά διαπεράσει τό σκληρότατο φλοιό τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ τῶν σημερινῶν μαθητῶν καί νά ἐξεύρει κώδικα ἐν Χριστῷ ἐπικοινωνίας πάσῃ θυσία.
Ὁ πονετικός καί σταυρούμενος σημερινός καθηγητής τῆς δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης, καί δή ὁ ἐν Χριστῷ ἀγωνιζόμενος θεολόγος εἶναι ἀδύνατο νά μήν ἀποκρυπτογραφήσει, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος, τρόπο, κώδικα ἐπικοινωνίας μέ τούς μαθητές. Ἔτσι θά ἀνεβαίνει στίς συνειδήσεις τῶν μαθητῶν του· ὅσο αὐτός ὁ θεολόγος θά ταπεινώνεται καί θά νίπτει τίς ψυχές τῶν μαθητῶν του ἀπό τό ρύπο τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀνιαρῆς κοσμικότητας, ὅπως ὁ Κύριος ἔνιψε τούς πόδας τῶν μαθητῶν Του, τόσο περισσότερο θά εἰσπράττει τιμή ἐκ μέρους τῶν μαθητῶν του καί ἀποδοχή τῆς ἐν Κυρίῳ διδαχῆς του.
Ἀλλά καί οἱ μαθητές ἀντιστοίχως, ὅσο καί ἄν ἔχουν διαφθαρεῖ μέ τήν τροφοδοσία τῶν ὑποπροϊόντων τῆς Νέας Ἐποχῆς, λόγῳ τῶν χαρισμάτων τοῦ ἀληθινοῦ μυστηρίου τοῦ ὀρθοδόξου Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος, ἔχουν τήν εὐαισθησία νά ἀντιλαμβάνονται τήν ἀγάπη, τόν πόνο, τήν ἐν Χριστῷ μόρφωση τοῦ θεολόγου καθηγητοῦ τους. Ἀνοίγουν τίς καρδιές τους καί δειλά – δειλά ἀπορροφοῦν τό ἄδολο γάλα τῆς ἐν Χριστῷ πίστεως.
Κρατοῦν σ’ ἕνα μυστικό στόμαχο τήν αὐθεντική χριστιανική διδασκαλία γιά νά τή μυρηκάσουν σέ ἥσυχες, σπάνιες ὧρες καί στιγμές πού ἡ θεία Χάρη θά τούς φωτίσει καί θά τούς ὑπομνήσει νά ἀξιοποιήσουν.
Οἱ ἐν Χριστῷ γνώσεις
[vi] τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ἐμπειρίας τοῦ θεολόγου καθηγητοῦ πού θά μεταγγισθοῦν πρός τούς ἀδιάφορους ἤ μή μαθητές, ἐπειδή ἀποτελοῦν χρυσάφια καί διαμάντια, πλοῦτο ἀνέκλειπτο, κληρονομιά τοῦ Ἰδίου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός ἅπαν τό ἀνθρώπινο γένος, καί πρός τούς μαθητές μας, δέν εἶναι δυνατόν κάποτε νά μήν ἐκτιμηθοῦν.
Σέ ὁριακές στιγμές τῆς ζωῆς τους καί κατά τό παρόν ἤ κατά τό ἐγγύς ἤ ἀπώτερο μέλλον, θά ἀναπηδήσουν ἀπό τό πιεσμένο ὑποσυνείδητο, ἀπό τή βαθιά λήθη, ἀπό τά ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς τους, καί χωρίς νά τό μάθει ὁ θεολόγος καθηγητής, θά ἀποτελέσουν τό ἰαματικό ἔμπλαστρο, τό ἰσχυρότερο ἀντιβιωτικό, τίς ἀπαραίτητες βιταμίνες, τά ὄντως θεραπευτικά φάρμακα πού θά ἀρχίσουν τήν ἀληθινή θεραπεία τόσο γιά τό ὑπόλοιπο διάβα τῆς παρούσης ζωῆς ἐντός τῆς στρατευομένης μας ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καί γιά τήν εἴσοδο στήν αἰώνια μετά τοῦ Κυρίου μας ζωή, στή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τῶν ἐν οὐρανοῖς πρωτοτόκων.
5. Τώρα δέν ἐπιθυμῶ νά στεναχωρήσω κανένα. Ὅμως θά πρέπει νά εἴμαστε ἀπόλυτα σαφεῖς καί ἀληθινοί. Ὅλα τά παραπάνω γνωρίσματα τοῦ θεολόγου ἐπιβεβαιώνουν, ὅτι ὡς ἠλεημένος παρά Χριστοῦ, ὡς κεκλημένος ὑπό τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι δυνατόν νά διακατέχεται ἀπό κανένα κόμπλεξ καί ἀπό κανένα παραπλήσιο σύνδρομο. «Κατέχει» ἕνα θησαυρό γνώσεων εἴκοσι αἰώνων, γνώσεων κτιστῶν καί ἀκτίστων, μεθεκτῶν καί ἀμεθέκτων.
Ἐκτός καί ἔχει ἐγκλωβισθεῖ στό νεωτερισμό τῆς «μεταπατερικῆς θεολογίας». Οἱ μεταπατερικοί κομματιάζουν τό χῶρο τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων σέ πάλαι πατερικούς, ἀρχαιοτέρους ἤ νεοτέρους, συγχρονισμένους καί μή, παροπλισμένους λόγῳ τῆς παλαιότητάς τους καί σέ τωρινούς εὐαισθητότερους στά σύγχρονα προβλήματα τῶν συγχρόνων νεομεταπατερικῶν ἀνθρώπων. Θύματα τῆς Νέας Ἐποχῆς αὐτοί οἱ θεολόγοι, σέρνουν καί τούς νεομεταπατερικούς ὀπαδούς τους, σέ ἄγνωστους, ἀπάτητους, δύσβατους, ἀνήλιαγους, ἀδιέξοδους δρόμους, ἀσθμαίνοντες σέ νεομεταπατερικές ἐφευρέσεις, μέ τό ἀζημίωτο ἤ μέ τίς ἀποζημιώσεις τῶν προγραμμάτων τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅπως θαυμάσια μᾶς τόν παρουσίασε ὁ π. Λάμπρος Φωτόπουλος, δέν ὑπέφερε ἀπό παλαιοπατερικά ἤ μεταπατερικά διλήμματα Ἑνωμένος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μέ ὅλους τούς Ἁγίους Πατέρες διαχρονικά – μή νεοπατερικά – πότισε καί ἔθρεψε μέ τίς διδαχές τῆς ἐν Χριστῷ θεανθρώπινης ἐλευθερίας τούς νέους καί γέρους, ὥστε νά εἶναι σέ θέση νά διαχειριστοῦν τήν ἐπίγεια ἐλευθερία τους.
Τό αὐτό ζέον πατερικό, διαχρονικό καί ὑπερχρονικό πνεῦμα
[vii] ἐνέπνεε τόν ἅγιο τοῦ αἰῶνα μας, τόν ἅγιο Νεκτάριο, τόν ἅγιο Νικόλαο Πλανᾶ, τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, καί τούς πολύ κοντινούς μας π. Πορφύριο, π. Παΐσιο, π. Ἰάκωβο. Ζοῦσαν καί λαμπρῶς ἀκτινοβολοῦσαν σέ χιλιάδες συγχρόνους τους τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἀκαινοτόμητο μέ τόν ἐν Χριστῷ πατερικό βίο τους καί μέ τόν ἐν Χριστῷ πατερικό λόγο τους.
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ συνάδελφοι θεολόγοι,
Ὁ Κύριός μας λίγο πρίν ἀναληφθεῖ στούς οὐρανούς ἔδωσε καίρια ἐντολή στούς μαθητές του: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» Ἀκριβῶς αὐτήν τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου ἐπαναδιδάσκει ὁ θεολόγος καθηγητής στούς ἤδη βαπτισμένους μαθητές, ἀλλά καί στούς μή βαπτισμένους καί δι’ αὐτῶν στούς γονεῖς τους καί τούς φίλους τους.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «οὐ δέδεται». Τρέχει καί μεταδίδεται καί διαδίδεται ἀπό τό στόμα τοῦ θεολόγου σ’ ὁλόκληρη τή μαθητική κοινότητα καί στήν κοινότητα τῶν συναδέλφων σέ ὅλη τήν κοινωνία, καί σέ ὅλη τήν παγκόσμια κοινότητα μέσῳ τῶν συγχρόνων μέσων ἐπικοινωνίας.
Ὁ Κύριός μας δέν εἶπε στούς μαθητές του μή μαθητεύετε, μή βαπτίζετε πάντα τά ἔθνη, ρωτῆστε τους ἄν θέλουν. Μή, μή τούς πιέσετε… Μά ποῦ νά ξέρουν οἱ ἄνθρωποι… ἀφοῦ εἶναι ἀφώτιστοι ὡς ἀβάπτιστοι; Ἐμεῖς ὡς φωτισθέντες, βαπτισμένοι, μυρωμένοι, κοινωνημένοι ἔχουμε ὑποχρέωση νά ἀκούσουμε καί νά ὑπακούσουμε στήν ἐντολή τοῦ διδάξαντος, θαυματουργήσαντος, μαρτυρήσαντος, σταυρωθέντος, θανόντος καί Ἀναστάντος Κυρίου μας.
Ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» ἔτυχε θερμοτάτης ἀποδοχῆς ἀπό τούς μαθητές Του, πού ἁπλώθηκαν σ’ ὅλον τό γνωστό τότε κόσμο καί ἔγιναν Ἀπόστολοί Του εἰς πάντα τά ἔθνη. Αὐτή ἡ ἐντολή ἰσχύει πρωτίστως γιά τά νεαρά βλαστάρια μας, πού ἀπό πολύ μικρᾶς ἡλικίας ἡ Ἐκκλησία μας τούς ἐμπιστεύεται τά τρία ἱερά Της μυστήρια, Βάπτισμα, Χρῖσμα καί θεία Κοινωνία, ἐπειδή πιστεύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ βγαλμένη ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ. Τό Ἑλληνικό Σύνταγμα καί οἱ νόμοι μας μέχρι τώρα ζητοῦν ὀρθόδοξη νά εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν στά παιδιά μας, ἀφοῦ τόσο πλούσια καί ἀνεξάντλητη εἶναι ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία καί ζωή.
Ἄν τά παιδιά μας, ἡ νέα γενιά, γαλουχηθεῖ μέ τή χριστοδοκιμασμένη ὀρθόδοξη διδαχή, θά ἀποκτήσει ἰσχυρά ἐν Χριστῷ πνευματικά ἀντισώματα γιά νά ἀνθίσταται στόν καταιγισμό τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἀλλά καί γιά νά ζεῖ μέ ἰσορροπία πνευματική, ψυχολογική, μορφωτική, κοινωνική, διανοητική, συναισθηματική, σωματική, πού χαρίζει ἡ ὄντως ὀρθόδοξη διδαχή. Μέ ὁπλισμό καί μέ περιουσία αὐτή τήν ὀρθόδοξη διδαχή θά μπορεῖ νά στέκεται μέ σεβασμό ἀληθινό καί ἀγάπη ἀληθινή μπροστά σέ κάθε ἑτερόδοξο ἤ ἀλλόθρησκο, ἀφοῦ εἶναι ἐγνωσμένη ἡ ἐν Χριστῷ φιλαδελφία τῶν ὀρθοδόξων, πού ἀπορρέει ἀπό τήν ταπεινή ἐν Χριστῷ Τριαδική φιλοθεΐα.
Ἔτσι θά ἐπαληθευθεῖ καί ὁ Ἅγιος τοῦ αἰῶνα μας, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, πού προφητικά καί θεοφώτιστα στήν ἐποχή του εἶχε πεῖ ὅτι τό Ἑλληνικό Ἔθνος εἶναι προορισμένο νά εἶναι ὀφθαλμός καί δάσκαλος τῆς οἰκουμένης.
Ὁ νέος Ὑπουργός Παιδείας, ταπεινῶς φρονοῦμε, πρέπει νά ἔχει τίς προϋποθέσεις νά ἀντιληφθεῖ τίς πολύ ὀδυνηρές παρενέργειες τῆς μετατροπῆς τοῦ ὁμολογιακοῦ, ὀρθοδόξου διδαχῆς καί μακρᾶς θεανθρωπίνης παιδείας θρησκευτικοῦ μαθήματος, σέ χαῶδες, ἄχρωμο, ἀηδές, ἀσύμβατο μέ τήν ψυχολογία τῶν ἑλληνοπαίδων, τήν ἑλληνική παράδοση καί μακραίωνα ἑλληνικό πολιτισμό.
Ἄν ἐπίσης ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι οὔτε οἱ γειτονικοί λαοί, οὔτε τά λοιπά εὐρωπαϊκά κράτη εἶναι πρόθυμα νά μεταλλάξουν τά ἰδιάζοντα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά, γιατί τό δικό μας κράτος νά αὐτομηδενίσει τήν πολύ πλούσια καί χαρισματική ἑλληνορθόδοξή του παράδοση;
Πιστεύουμε ὅτι ἡ αὐθεντική προσωπικότητα τοῦ μαχίμου θεολόγου μέ βαθειά ὀρθόδοξη θεολογική κατάρτιση καί τό ἀπορρέον θεανθρώπινο ἦθος θά ἀποτελέσει ἀνάχωμα στήν ἐπιχειρούμενη μετάλαξη τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί ἐγγύηση γιά τόν ἐν Χριστῷ εὐαγγελισμό τῆς νεολαίας μας.
Σημειώσεις:
[i] Προϋπόθεση θεολογικῆς διδασκαλίας.
«Οὔκουν ἀσφαλές ὁμιλεῖν περί Θεοῦ τούς μή ὁμιλεῖν εἰδότας Θεῷ καί περί φωτός μή προσύλου κρίνειν τούς οὐχ ὑπέρ τό φῶς εἰδότας τουτί τό τυγχάνον ὑπ’ αἴσθησιν, μηδέ τό νοερόν τῆς ψυχῆς νοερῷ καί ἀληθεῖ τετελεσμένους φωτί καί «τήν ἐν Χριστῷ κεκρυμμένην ζωήν» ὡς ἀληθῶς εὑρομένους καί ἀναστάντας τήν πρώτην ἀνάστασιν.
Οἱ δέ τούτης εὐμοιρηκότες καί τήν καρδίαν οἵα λυδίαν ἔχουσιν, ἀπειλικρινημένην καί κριτικωτάτην οὖσαν, αἷς οὔκ ἄν λήσαις χαλκόν διηνθισμένον ἄνθι περιτακέντι χρυσοῦ προσάγων· ὧν καί τά αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός διάκρισιν καλοῦ τε καί κακοῦ, καί τήν ἀκοήν οὐκ ἄν θέλξαις οὐδ’ ἄν κλέψαις οὐδ’ ἄν πείσαις, κἄν πρός τό λίαν ἐπαγωγόν εὐπρεπῶς καί πιθανῶς εὖ μάλα συμφορήσῃς καί διαθῆς τά ὀνόματα· καί γάρ δεινοί καί διά τούτων φωράσαι τό ἀηδές καί ἀπρεπές καί φευκτόν τῆς ἐνδομυχούσσης ἀπάτης, οἵ καί κλῶς φαῖεςτό συζυγεῖν ἐνηρμόσθαι τοῖς ἐν ἀβλεψίᾳ τούς ὁρῶντας ὑποκρινομένοις ἐκεῖ· καί γάρ ἔλαθον ἑαυτούς τήν σφετέραν ἀπάτην παραγυμνώσαντες».
Δέν εἶναι λοιπόν ἀκίνδυνο νά μιλοῦν γιά τόν Θεό ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν γνωρίζουν νά συναναστρέφωνται μέ τόν Θεό καί νά κρίνουν γιά τό ἄϋλο φῶς ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν γνωρίσει τό αἰσθητό φῶς πού εἶναι πάνω ἀπό αὐτό, οὔτε ἔχουν ἁγιασθῇ κατά τό νοερό τῆς ψυχῆς μέ τό νοερό καί ἀληθινό φῶς καί βρῆκαν πράγματι «τήν εἰς τόν Χριστόν κρυμμένην ζωήν» καί ἀναστήθηκαν στήν πρώτη ἀνάστασι.
Ὅσοι εἶχαν αὐτή τήν εὐτυχία, ἔχουν τήν καρδιά τους σάν λυδία λίθο, γνησιωτάτη καί κριτικωτάτη ἀπό αὐτούς δέν θά μποροῦσες νά διαφύγεις καί ἄν ἀκόμη τούς προσφέρεις χαλκό στολισμένο μέ λειωμένα ἄνθη χρυσοῦ.
Τά αἰσθητήριά τους εἶναι γιμνασμένα στήν διάκρισι καλοῦ καί κακοῦ, καί δέν θά μποροῦσες νά γοητεύσῃς τήν ἀκοή, οὔτε νά ὑποκλέψῃς οὔτε νά πείσῃς, ἀκόμη καί ἄν συγκεντρώσῃς καί ταξινομήσης μέ τρόπο πολύ σαγηνευτικό μέ πολλή τάξι καί πειστικότητα τίς λέξεις. Διότι εἶναι ἱκανοί καί διά μέσου αὐτῶν νά ἰδοῦν τό ἀηδές καί ἄπρεπο καί φευκτό τῆς ἐσωτερικῆς ἀπάτης, αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν νά ποῦν ὅτι σωστά καλῶς ἐναρμονίσθηκε ἐκεῖ ἡ ἕνωσις μέ τούς ἀόμματους οἱ ὁποῖοι ὑποκρίνονται ἐκείνους πού βλέπουν. Διότι χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦν οἱ ἴδιοι φανέρωσαν τήν ἀπάτη τους.(Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Α΄ πρός Βαρλαάμ, ΕΠΕ 1,492).
[ii] Τό νά ὁμιλεῖ κάποιος γιά τό Θεό ἤ νά πολυλογεῖ καίνά ἐρευνᾷ ὁτιδήποτε σχετικό μέ Αὐτόν καί ὅσα εἶναι ἀδύνατο νά διατυπωθοῦν μέ λόγια, αὐτός νά τά ἐκφράζει καί τά ἐντελῶς ἀκατάληπτα νά τά μισοεξηγεῖ σάν καταληπτά, εἶναι δεῖγμα παράτολμης καί αὐθάδους ψυχῆς.
Καί αὐτό παθαίνουν ὄχι μόνο ὅσοι τολμοῦν μέ δική τους μόνο (μεταπτωτική) πρωτοβουλία, νά μιλοῦν γιά τό Θεό, ἀλλά καί ὅσοι προσπαθοῦν νά ἀποστηθίζουν ὅσα ἔχουν διατυπωθεῖ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀπό παλαιά ἀπό τούς θεοπνεύστους θεολόγους καί γραπτῶς ἔχουν παραδοθεῖ.
Μάλιστα φλυαροῦν ὄχι γιά νά καρπωθοῦν κάποια πνευματική ὠφέλεια, ἀλλά γιά νά θαυμάζονται ἀπό αὐτούς πού τούς ἀκοῦνε σέ συμπόσια καί συνέδρια καί γιά νά ἐγκωμιάζονται ὡς καταξιωμένοι θεολόγοι.
Αὐτό καί μέ λυπεῖ ἰδιαίτερα καί μοῦ προκαλεῖ μεγάλη ἀνησυχία, ἐπειδή ἀντιλαμβάνομαι πόσο φρικτή εἶναι αὐτή ἡ προσπάθεια καί πόσο αὐστηρή θά εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτούς πού τολμοῦν αὐτήν τήν ἀσέβεια. Πόση καταστροφή προξενοῦν αὐτοί πού ἀπροϋπόθετα τολμοῦν νά μιλοῦν γιά τά θεῖα δόγματα! !» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τ. 19Β Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Θεολογικός Α΄,1, σελ.24).
[iii] Πῶς γίνεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀπάθεια;
«Ὑπεραναβαίνει δέ ἑαυτόν οὐκ ἀγγέλων μόνον, ἀλλάκαί ἀνθρώπινος νοῦς, ἀγγελοειδής δι’ ἀπαθείας γεγονώς· οὐκοῦν καί τοῦ φωτός ἐκείνου τεύξεται καί θεοφανείας ὑπερφυοῦς ἀξιωθήσεται, τήν μέν τοῦ Θεοῦ οὐσίαν οὐχ ὁρῶν, Θεόν δέ ὁρῶν διά θεοπρεποῦς ἐκφαντορίας ἀναλόγου ἑαυτῷ· κατά ἀπόφασιν μέν, οὐ (ὀρᾷ γάρ τι) κρεῖττον δ’ ἤ κατά ἀπόφασιν, τοῦ Θεοῦ μή μόνον ὑέρ γνω[σιν ἀλλά καί ὑπεραγνώστουὄντος καί ὡς ἀληθῶς κρύφιον καί τήν ἔκφανσιν ἔχοντος, τό θειότατον καί πάντων καινότατον, ἐπεί καί οἱ θεοειδείς ὄψεις, κἄν συμβολικαί ὦσιν, ὑπεροχικῶς ἔχουσι τό ἄγνωστον· ἑτέρῳ γάρ παρά τήν φύσιν τήν τε θείαν καί ἀνθρωπίνην θεσμῷ διαφαίνονται καί, ὡς εἰπεῖν, καθ’ ἡμᾶς ὑπέρ ἡμᾶς, ὡς μηδέ ὄνομα δηλωτικόν αὐτῶν κυρίως εἶναι. Καί τοῦτ’ ἔδειξεν ὁ τῷ Μανωέ πυθομένῳ τί τό ὄνομά σου; Φάμενος ὅτι καί αὐτό θαυμαστόν, ὡς καί τῆς ὁράσεως οὐχ ἦτον οὔσης θαυμαστῆς καί πρός τῷ ἀλήπτῳ καί τό ἀνώνυμον ἐχούσης».
Ἀνεβαίνει πάνω ἀπό τόν ἑαυτό του ὄχι μόνο ὁ νοῦς τῶν ἀγγέλων, ἀλλά καί τῶν ἀνθρώπων, ὅταν γίνῃ μέ τήν ἀπάθεια ἀγγελόμορφος· ἔτσι λοιπόν καί τό φῶς ἐκεῖνο θά ἐπιτύχῃ καί θεοφάνεια ὑπερφυσική θά ἀξιωθῇ μή βλέποντας βέβαια τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βλέποντας τόν Θεό μέ μιά θεοπρεπῆ ἐκφαντορία ἀνάλογη πρός τόν ἑαυτό του (Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου PG 3.180C…)
Καί αὐτό συμβαίνει ὄχι κατά ἀπόφασι (γιατί βλέπει κάτι), ἀλλά κατά τρόπο ἀνώτερο τοῦ κατά ἀπόφαση, διότι ὁ Θεός δέν βρίσκεται μόνο πάνω ἀπό τήν γνῶσι, ἀλλ’ εἶναι καί ὑπεράγνωστος καί ἔχει κρυφή καί τήν φανέρωσι ἀκόμη, πρᾶγμα πού εἶναι τό πιό θεῖο καί πιό παράδοξο ἀπό ὅλα, ἐπειδή καί οἱ θεοειδεῖς ὁράσεις, ἀκόμη καί ὅταν εἶναι συμβολικές ἔχουν κατά τρόπο ὑπεροχικό τό ἄγνωστο· γιατί οἱ ὁράσεις αὐτές διαφαίνονται μέ ἄλλο νόμο, καί ὄχι ὅπως στήν φύσι, τόσο τή θεία, ὅσο καί τήν ἀνθρωπίνη, καί ὅπως θά λέγαμε, σύμφωνα μέ τίς δικές μας δυνατότητες καί πάνω ἀπό μᾶς, ὥστε νά μήν ὑπάρχει οὔτε ὀνομασία πού νά δηλώνῃ κυριολεκτικά αὐτές.
Καί αὐτό ἔδειξε ἐκεῖνος πού εἶπε στόν Μανωέ, ὅταν αὐτός ρώτησε, ποιό εἶναι τό ὄνομά σου, ὅτι καί αὐτό εἶναι θαυμαστό (Κριτ. 13,13 κ. ἐ.) ἐπειδή καί ἡ ὅρασις δέν ἦταν λιγότερο θαυμαστή καί μαζί μέ τό ἀκατάλληπτο εἶχε καί τό ἀνώνυμο.
(Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, λόγος 1,3 ΕΠΕ 2,156).
[iv] Ἡ κατά Θεόν προκοπή δέν σταματᾶ ποτέ.
«Ἑρήσομαι τοίνυν αὐτόν οὐκ ἐπ’ ἄπειρον οἱ ἅγιοι κατά τήν θεοπτίαν ἐπί τοῦ μέλλοντος προκόψουσιν αἰῶνος; Παντί πού δῆλον ὡς ἐπ’ ἄπειρον καί τούς ἀγγέλους γάρ ὁ τῶν οὐρανίων ὑποφήτης Διονύσιος ἐπίδοσιν ἀεί κατ’ αὐτήν λαμβάνειν παραδίδωσι, χωρητικωτέροις ὑπό τῆς προλαβούσης ἐπιτελουμένους πρός τήν τρανοτέραν ἔλλαμψιν.
Ἀλλ’ οὐδέ τῶν ταύτης εὐμοιρηκότων ἐπί γῆς ἐκ τοῦ παντός αἰῶνος εἴδομέν τινα ἤ ἀκηκόαμεν μή τελεωτέρας ἔτι ταύτης ἐφιέμενον. Εἰ τοίνυν ἡ μέν ἔφεσις τῶν ἐπιτυγχανόντων οὐχ ἵσταται… τίς ὑπολέλειπται τρόος μή οὐχί προκόπτειν τούς υἱούς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος κατ’ αὐτήν ἐπ’ ἄπειρον χάριν ἐκ χάριτος κομιζομένους καί τήν ἀκάματον ἐπιτερπῶς ἀνιόντας ἄνοδον; Οὐκοῦν «πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθεν», ἀλλ’οἱ τελεώτατον τό γάρ τελεώτατον προσθήκην οἠκ ἐπιδέχεται».
Θά τόν ρωτήσω λοιπόν δέν θά προκόβουν οἱ ἅγιοι ἐπ’ ἄπειρον κατά τήν θεοπτία τοῦ μελλοντικοῦ αἰῶνα; Εἶναι σ’ ὅλους φανερό ὅτι θά προκόβουν ἐπ’ ἄπειρον. Ὁ διδάσκαλος τῶν οὐρανίων διδάσκει ὅτι οἱ ἄγγελοι δέχονται πάντοτε προκοπή ὡς πρός τήν θεοπτία, καθιστάμενοι χωρητικώτεροι ἀπό τήν προηγούμενη δόσι γιά λαπρότερη ἔλλαμψι (PG 3.180A).
Οὔτε βέβαια εἴδαμε ἤ ἀκούσαμε κάποιον ἀπό ἐκείνους πού ἀπέκτησαν αὐτήν σέ ὅλους τούς αἰῶνες νά μή τήν ἐπιθυμῇ ἀκόμη τελειότερα. Ἄν λοιπόν ὁ πόθος ἐκείνων πού τήν πετυχαίνουν δέν σταματᾷ… τί ὑπολείπεται ὥστε νά μή προκόβουν ἐπ’ ἄπειρον οἱ υἱοί τοῦ μελλοντικοῦ αἰῶνα ὡς πρός τήν θεοπτία, λαμβάνοντας χάρι ἀπό τήν χάρι καί ἀνεβαίνοντας μέ τρόπο εὐάρεστο τήν ἀκούραστη ἄνοδο; Ἑπομένως κάθε δώρημα τέλειο εἶναι οὐράνιο.
[v] Μύριοι κόσμοι θά μποροῦσαν νά εἶχαν δημιουργηθεῖ ἀπό τό Θεό.
«… Ἀλλ’ ἡμεῖς, ὑπεραρθέντες τῆς γνώσεως, μυρίους ἀναπεπείσμεθα κόσμους οὔχ ὁμοίους μόνον ἀλλά καί διαφόρους, Θεῷ προαγαγεῖν τῶν εὐχερεστάτων ὄν καί ἐκ πάντων ὁλικῶς ἀποφάσκομεν τό θεῖον, κἀκ τῶν μήπω ἐγνωσμένων γινώσκομεν τήν ἀπειροδύναμον δύναμιν.
Οὕτως ὁ Παῦλος φησι καθῆσθαι τόν Χριστόν ἐπάνω παντός ὀνόματος οὐ μόνον τοῦ ὀνομαζομένου, τουτέστιν ἐγνωσμένου, ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι γνωσθησομένου, τουτέστιν ἐγνωσμένων αὐτῷ τήν μεγαλωσύνην τοῦ Θεοῦ ἐξαίρων οὕτως ἀλλαχοῦ που τῶν ἐπιστολῶν, εἰπών «τίς ἡμᾶς χωρήσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;» καί ἀπαριθμήσας πάντα τά αἰσθητά καί νοητά, τά ἐνεστῶτα καί τά μέλλοντα, ἐπήγαγεν, «οὕτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», ἐκ τῶν ὄντων καί τά μή ὄντα συνορῶν καί κατ’ ἐκείνων ὡς ὄντων ἀποφαινόμενος.
Οἱ δέ ἐξ ἑνός μυρίους καί ἐκ τοῦ πεπερασμένου τήν ἄπειρον συνιέντες δύναμιν, πῶς οὐκ ἐκ μετρίων τῶν κατ’ αὐτόν ἅπαντα γνωσόμεθα, ὡς ἐξ ὀνύχων φασί τόν λέοντα καί ἐκ κρασπέδου τό ὕφασμα, καί οὕτω πάντων αἵτιον ἐπιγνωσόμεθα Θεόν καί ἀπό πάντων τούτων ἀφαιρήσομεν καί τό τήν ἐκ τῶν ὄντων θεογνωσίαν ὑπερβαῖνον, ὡς ἐξ οὐκ ὄντων λόγῳ μόνω ἅπαντα παρήχθη, διά πίστεως προσθήσομεν;».
Ἀλλ’ ἐμεῖς, ἔχοντας ὑψωθῆ ἐπάνω ἀπό τήν γνῶσι, ἔχομε πεισθῆ ὅτι εἶναι εὐκολότατο στόν Θεό νά φέρη στήν ὕπαρξι μυρίους κόσμους, ὄχι μόνον ὅμοίους, ἀλλά καί διαφόρους, καί ἀποφάσκομε τό θεῖον ἀπό ὅλους γενικά, καί ἀπό ἐκεῖνα πού δέν μᾶς εἶναι γνωστά γνωρίζομε τήν ἀπειροδύναμη δύναμι.
Ἔτσι λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι ὁ Χριστός κάθησε πάνω ἀπό κάθε ὄνομα, ὄχι μόνον ἀπό αὐτά πού ὀνομάζονται, δηλαδή πού εἶναι γνωστά στόν παρόντα αἰῶνα, ἀλλά καί θά γίνουν γνωστά στόν μέλλοντα (Ἐφ. 20,21), καί ἐγκωμιάζοντας τήν μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ ἀπό ἐκεῖνα πού δέν εἶναι γνωστά σ’ αὐτόν σέ ἄλλο σημεῖο τῶν ἐπιστολῶν, ἀφοῦ εἶπε «ποιός θά μᾶς χωρίσῃ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ;» (Ρωμ. 8,35-39) καί ἀπαρίθμησε ὅλα τά αἰσθητά καί νοητά τά παρόντα καί τά μέλλοντα, προσθέτει· «οὔτε κανένα ἄλλο κτίσμα θά μπορέσῃ νά μᾶς χωρίσῃ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ», κατανοῶντας τά μή ὄντα ἀπό τά ὄντα καί διατυπώνοντας τήν γνώμη του γι’ αὐτά ὡς ὄντα κατ’ ἀναλογία ἐκείνων.
Ἐμεῖς λοιπόν πού κατανοοῦμε ἀπό τό ἕνα κτίσμα μυρίους κόσμους καί ἀπό τό πεπερασμένο τήν ἄπειρη δύναμι, πῶς ἀπό τά ἐπί μέρους σχετικά μέ αὐτόν δέν θά γνωρίσουμε τά πάντα, ὅπως γνωρίζομε, σύμφωνα μέ τό λεγόμενο, ἀπό τά νύχια τό λιοντάρι καί ἀπό τό ἄκρο τό ὕφασμα, ὡστε ἔτσι νά ἀναγνωρίσωμε τόν Θεό ὡς αἴτιο ὅλων καί νά ἀφαιρέσωμε αὐτόν ἀπό ὅλα αὐτά καί νά προσθέσωμε μέ τήν πίστι μας αὐτό πού ὑπερβαίνει τήν θεογνωσία μέσῳ τῶν ὅντων, ὅτι ὅλα ἦρθαν στήν ὕπαρξι ἀπό μή ὑπάρχοντα μέ μόνο τό λόγο του;
(Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν Ἱερῶς ἡσυχαζόντων, λόγος 2,3 ΕΠΕ 2,452-454)
[vi] Ὁ Θεολόγος ἀνοίγει τό δρόμο γιά νά γνωρίσει κάποιος τό Χριστό.
«… Καθάπερ ἥν οὔπω εἶδες πόλιν, εἰ διανοῇ περί αὐτῆς, οὐ τῷ διανοεῖσθαι ταύτην ἐν πείρᾳ γέγονας αὐτῆς, οὕτω καί περί θεοῦ καί τῶν θεῖων, οὐ τῷ διανοεῖσθαι ταῦτα καί θεολογεῖν ἐν πείρᾳ τούτων γίνῃ. Καί καθάπερ χρυσόν, εἰ μή αἰσθητῶς κτήση καί αἰσθητῶς ἔχεις ταῖς χερσίν καί αἰσθητῶν ὁρᾷς, κἄν μυριάκις νόημα χρυσοῦ ἐν διανοίᾳ λάβῃς, ἥκιστα κατέχεις ἤ ὁρᾷς ἤ κέκτησαι χρυσόν, οὕτω κἄν μυριάκις περί τῶν θείων θησαυρῶν διανοήσῃ, μή πάθῃς δέ τά θεῖα, μηδέ ἵδῃς τοῖς νοεροῖς καί ὑπεράνω τῆς διανοίας ὀφθαλμοῖς, οὔτε ὁρᾷς, οὔτε ἔχεις οὔτε κέκτησαί τι τῶν θείων ἀληθῶς Νοεροῖς δέ εἶπον ὀφθαλμοῖς, ὡς αὐτοῖς ἐγγινομένης τῆς τοῦ Πνεύματος δυνάμεως, δι’ ἦς ὁρᾶται ταῦτα, ἐπεί καί ὑπέρ τούς νοερούς ὀφθαλμούς ἐστι τό πανίερον ἐκεῖνο θέαμα τοῦ θειοτάτου καί ὑπερφαοῦς φωτός».
Ὅπως ἄν σκέπτεσαι γιά μία πόλι τήν ὁποία δέν εἶδες ἀκόμη μέ τό νά τήν σκέπτεσαι δέν ἀπέκτησες πεῖρα γι’ αὐτήν, ἔτσι καί, σχετικά μέ τόν Θεό καί τά θεῖα δέν ἀποκτᾷς πεῖρα αὐτῶν μέ τό νά σκέπτεσαι καί νά θεολογῆς γι’ αὐτά.
Καί ὅπως τόν χρυσό, ἐάν δέν τόν ἀποκτήσης αἰσθητά καί ἄν ἔχης στήν διάνοιά σου μύριες φορές τήν ἔννοια τοῦ χρυσοῦ, καθόλου δέν κατέχεις ἤ βλέπεις ἤ ἔχεις ἀποκτήσει χρυσό, ἔτσι καί ἄν μύριες φορές φέρεις στή διάνοιά σου τούς θείους θησαυρούς ἀλλά δέν πάθης τά θεῖα καί δέν δῆς μέ τούς νοερούς καί πάνω ἀπό τήν διάνοια ὀφθαλμούς οὕτε βλέπεις οὔτε ἔχεις ἀποκτήσει κάτι ἀπό τά θεῖα ἀληθινά.
Εἶπα μέ νοερούς ὀφθαλμούς, διότι παρέχεται σ’ αὐτούς ἡ δύναμις τοῦ Πνεύματος, μέ τήν ὁποία βλέπονται αὐτά, ἐπειδή τό πανίερο ἐκεῖνο θέαμα τοῦ θειοτάτου καί ὑπερφυσικοῦ φωτός βρίσκεται πάνω ἀπό τούς νοερούς ὀφθαλμούς.
(Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, λόγος 1,3 ΕΠΕ 2,186)
[vii] Γνωρίζουμε τό Θεό ἀπό ἐκεῖνα πού τόν ἀγνοοῦμε.
«… Πῶς οὖν ἐκ τῶν κτισμάτων μόνων γινώσκομεν Θεόν, καί οὐκ ἐξ ὧν τοῦτον ἀγνοοῦμεν, ἀλλ’ ἐξ ὧν γινώσκομεν; Ἆρ’ εἰ καί μή γάμου τις λάβοι πεῖραν, οὐ τήν τοῦ Θεοῦ πρός τήν Ἐκκλησίαν οἶδε συνάφειαν, ἐπεί τήν ἀναλογίαν ἐξ ἐκείνου συνορᾶν οὐκ ἔχει, καί συβουλεύσεις πάντας φεύγειν τήν παρθενίαν, ἵνα τήν σήν θεογνωσίαν εὕρωσιν; Ἀλλ’ ὑπό Παύλου ἐξελεγχθήσῃ, ἄγαμος ὤν, «τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί» πρῶτος ἐξεβόησεν, «ἀλλ’ εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν».
Πῶς λοιπόν γνωρίζουμε τόν Θεό ἀπό τά κτίσματα καί ὄχι ἀπό ὅσα τόν ἀγνοοῦμε, ἀλλά ἀπό ὅσα τόν γνωρίζουμε; Ἄραγε ἄν κάποιος δέν δοκιμάση γάμο, δέν γνωρίζει τήν συνάφεια τοῦ Θεοῦ πρός τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά κατανοήση ἀπό αὐτόν τήν ἀναλογία, καί ἑπομένως θά συμβουλεύσης ὅλους νά ἀποφεύγουν τήν παρθενία γιά νά βροῦν τήν δική σου θεογνωσία;
Ἄλλά θά ἐλεγχθῆς ἀπό τόν Παῦλο ὁ ὁποῖος, ὄντας ἄγαμος φώναζε πρῶτος «τό μυστήριο τοῦτο μέγα ἐστι... ἀλλ’ εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,32).
(Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων λόγος 2,3 ΕΠΕ 2,458)
πηγή
ΑΝΑΒΆΣΕΙΣ