Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Όσο μεγάλος είσαι, τόσο να ταπεινώνεσαι. Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου

  


Να σου πω πόσο μεγάλο καλό είναι η ταπεινοφροσύνη και πόσο κακό η υπερηφάνεια; Ένας αμαρτωλός νίκησε ένα δίκαιο, ο τελώνης τον Φαρισαίο, και τα λόγια νίκησαν τα έργα.Πώς νίκησαν τα λόγια; Ο τελώνης λέγει: «Ο Θεός, λυπήσου με τον αμαρτωλό» (Λουκ. 18,13). Ο Φαρισαίος λέγει: «Δεν είμαι όπως ακριβώς οι άλλοι άνθρωποι…». Αλλά τι: «Νηστεύω δυο φορές την εβδομάδα, δίνω στο ναό το ένα δέκατο από όλα τα εισοδήματά μου» (Λουκ. 18, 11-12). Ο Φαρισαίος παρουσίασε έργα δικαιοσύνης, ο τελώνης είπε λόγια ταπεινοφροσύνης και τα λόγια νίκησαν τα έργα και ο τόσο μεγάλος θησαυρός εξανεμίσθηκε και η τόσο μεγάλη φτώχεια μεταβλήθηκε σε πλούτο.

Ήρθαν δύο πλοία που είχαν φορτίο, μπήκαν και τα δύο στο λιμάνι, αλλά ο τελώνης άρραξε καλά στο λιμάνι, ενώ ο Φαρισαίος έπαθε ναυάγιο.

Είσαι δίκαιος; Να μην ταπεινώνεις τον αδελφό σου. Έχεις άφθονα κατορθώματα; Να μη χλευάζεις τον πλησίον σου και μειώνεις το εγκώμιό σου. Και να προσέχεις τα λόγιά σου, αγαπητέ μου.

Περισσότερο οφείλει ο δίκαιος να φοβάται την υπερηφάνεια, παρά ο αμαρτωλός. Αυτό το είπα και χθες, το λέω και σήμερα για εκείνους που έλειπαν χθες. Διότι ο αμαρτωλός αναγκαστικά έχει τη συνείδησή του ταπεινή, ενώ ο δίκαιος καυχιέται για τα κατορθώματά του. Όπως, ακριβώς, και στα πλοία, εκείνα που έχουν άδειο πλοίο, δεν φοβούνται την επίθεση των πειρατών, διότι δεν έρχονται να διαρρήξουν το πλοίο που δεν έχει τίποτα, ενώ εκείνοι που έχουν πλοίο που δεν έχει τίποτα, ενώ εκείνοι που έχουν πλοίο γεμάτο με φορτίο, φοβούνται τους πειρατές. Διότι ο πειρατής πηγαίνει εκεί που υπάρχει χρυσάφι, όπου υπάρχει ασήμι, όπου υπάρχουν πολύτιμα πετράδια. Έτσι και ο διάβολος, δεν απειλεί εύκολα τον αμαρτωλό, αλλά τον δίκαιο, όπου υπάρχει πλούτος πολύς. Επειδή πολλές φορές η υπερηφάνεια προέρχεται από την εχθρότητα του διαβόλου, είναι απαραίτητο να είμαστε προσεκτικοί.

Όσο μεγάλος είσαι, τόσο πιο πολύ να ταπεινώνεις τον εαυτό σου. Όταν ανεβείς ψηλά, έχεις ανάγκη να ασφαλισθείς να μη πέσεις. Γι’ αυτό και ο Κύριος μας λέγει: «Όταν κάνετε όλα όσα διαταχθήκατε να λέτε ότι είμαστε άχρηστοι δούλοι» (Λουκ. 17, 18). Γιατί υπερηφανεύεσαι αφού είσαι άνθρωπος, συγγενής της γης, ομοούσιος με τη στάχτη, και στη φύση και στη γνώμη και στη προαίρεση των πραγμάτων; Σήμερα είσαι πλούσιος, αύριο φτωχός, σήμερα υγιής, αύριον άρρωστος, σήμερα χαρούμενος, αύριο λυπημένος, σήμερα σε δόξα, αύριο σε ατιμία, σήμερα νέος, αύριο γέρος. Μήπως στέκεται τίποτα από τα ανθρώπινα σταθερό; Δεν μιμείται το δρόμο των ρευμάτων των ποταμών; Μόλις, δηλαδή, φαίνεται μάς εγκαταλείπει πιο γρήγορα και από τη σκιά. Γιατί, λοιπόν, υπερηφανεύεσαι άνθρωπε, ο καπνός, η ματαιότητα; Διότι ο άνθρωπος είναι όμοιος με τη ματαιότητα. Οι μέρες του είναι σαν του χορταριού. Ξηραίνεται το χορτάρι και πέφτει το άνθος του. Αυτά τα λέω, όχι για να ξευτελίσω την ουσία, αλλά να χαλιναγωγήσω την υπερηφάνεια. Διότι πράγματι ο άνθρωπος είναι κάτι μεγάλο και μάλιστα ο σπλαχνικός άνθρωπος.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν! Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

 


Είναι όντως συγκλονιστικό αυτό που αναφέρει ο Άγ. Ιω. Χρυσόστομος:

«Μου αναπτέρωσες πολύ το κουράγιο και μ’ έκανες να σκιρτώ από χαρά γιατί, αφού μου ανήγγειλες τα δυσάρεστα, πρόσθεσες τη φράση, που πρέπει να λέμε σε όλα όσα συμβαίνουν:

«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» (δηλ. Δόξα στον Θεό για όλα)

Αυτή η φράση είναι θανατηφόρο πλήγμα για τον διάβολο!

Είναι πολύ μεγάλη γι’ αυτόν που την λέει σε κάθε κίνδυνο, προϋπόθεση ασφάλειας κι ευχαρίστησης.

Γιατί μόλις την απαγγείλει κανείς, αμέσως διασκορπίζεται το σύννεφο της λύπης.

Μην παύσεις να την λες και να ασκείς και τους άλλους σ’ αυτό.

Έτσι και η φουρτούνα που μας βρήκε, κι αν ακόμη γίνει μεγαλύτερη, θα μεταβληθεί σε γαλήνη.

Έτσι κι όσοι δοκιμάζονται θα πάρουν μεγαλύτερη αμοιβή παράλληλα προς την απαλλαγή τους απ’ τα δεινά.

Αυτή η φράση ανέδειξε τον Ιώβ νικητή, αυτή η φράση έτρεψε σε φυγή τον διάβολο, κι αφού τον γέμισε από ντροπή τον έκανε να αναχωρήσει, αυτή είναι εξάλειψη κάθε ταραχής …»

[Απ’ την 193 Επιστολή του]

Σημειώνεται ότι με την φράση αυτή ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος άφησε την τελευταία του αναπνοή!

πηγή

fotodotes

 

****************

Ο 4ος μ. Χ. αιώνας χαρακτηρίζεται ως ο «χρυσός αιώνας της Θεολογίας», χάρις στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έζησαν και έδρασαν την συγκεκριμένη εκείνη χρονική περίοδο.

Ένας από αυτούς ήταν και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Πατέρες της Εκκλησίας μας και στους μεγάλους άνδρες της ιστορίας.

Μάλιστα ανήκει στη χορεία των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο το Θεολόγο.

Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354, κατ’ άλλους το 347. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σεκούνδος. Ήταν στρατηγός και ειδωλολάτρης, τον οποίο μετέστρεψε στον Χριστιανισμό η σύζυγός του και μητέρα του Ιωάννη, η υπέροχη Ανθούσα.

Ο πατέρας του πέθανε νωρίς, αφήνοντας μόνους, την 20χρονη Ανθούσα με τον μικρό Ιωάννη. Εκείνη ανάλαβε να τον μεγαλώσει με παιδεία και φόβο Θεού και να του δώσει χριστιανική
ανατροφή.

Ως ευκατάστατη, φρόντισε να τον σπουδάσει στα καλλίτερα σχολεία της Αντιόχειας. Αφού ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή του, προσκολλήθηκε στον ονομαστό ειδωλολάτρη Λιβάνιο ώστε να συμπληρώσει τις σπουδές του στην ρητορική και στη φιλοσοφία.

Η επίδοσή του ήταν τέτοια ώστε ο Λιβάνιος τον προόριζε για διάδοχό του στη Σχολή! Αλλά όταν διαπίστωσε ότι ήταν Χριστιανός και προόριζε τον εαυτό του για τη διακονία της Εκκλησίας, είπε με πικρία: «δυστυχώς τον Ιωάννη τον κέρδισε η Εκκλησία»!

Αμέσως μετά σπούδασε Θεολογία στην ονομαστή Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Άσκησε για λίγο χρόνο το επάγγελμα του ρήτορα, στο οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία.

Όμως πολύ γρήγορα και μετά το θάνατο της μητέρας του, εγκατέλειψε την κοσμική δόξα, το προσοδοφόρο επάγγελμα και τις ιαχές του πλήθους και αφιερώθηκε στην υπηρεσία της Εκκλησίας.

Το 372 βαπτίστηκε και αποφάσισε να γίνει μοναχός. Αποσύρθηκε στην έρημο για κάθαρση, προσευχή και πνευματική προετοιμασία για την κατοπινή πορεία της ζωής του. Έμεινε εκεί πέντε χρόνια, ασκούμενος και μελετώντας τις άγιες Γραφές.

Όμως από την αυστηρή άσκηση κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του. Το πρόβλημα αυτό της υγείας του θα τον συνοδεύει σε όλη του τη ζωή και θα τον ταλαιπωρεί. Γι’ αυτό γύρισε στην Αντιόχεια.

Το 381χειροτονήθηκε διάκονος από τον αρχιεπίσκοπο Μελέτιο και το 385 πρεσβύτερος από τον διάδοχό του Φλαβιανό. Για δεκατρία ολόκληρα χρόνια εργάστηκε δραστήρια και
αναδείχθηκε πρότυπο ποιμένα, διδασκάλου και κοινωνικού εργάτη.

Εκφωνούσε πύρινους λόγους και η ευγλωττία του σαγήνευε τα πλήθη, τα οποία συνέρρεαν να τον ακούσουν.

Χιλιάδες ειδωλολάτρες πίστευαν και εντάσσονταν στην Εκκλησία. Αξιόλογη υπήρξε επίσης και η κοινωνική του προσφορά. Πλήθος αναξιοπαθούντων έβρισκαν κοντά του πνευματική και υλική στήριξη.

Η φήμη του Ιωάννη έφτασε παντού, μέχρι και την Βασιλεύουσα. Στις 15 Δεκεμβρίου του 397 κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Αρκάδιο (395-408) για να βοηθήσει
στην ανόρθωση της Εκκλησίας.

Εκεί, το 398 αναγκάστηκε, παρά τη θέλησή του, να χειροτονηθεί επίσκοπος και να αναλάβει το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.

Ως αρχιεπίσκοπος της πρωτόρθονης Εκκλησίας, επιδόθηκε με πρωτοφανή ζήλο για την ανόρθωση των εκκλησιαστικών πραγμάτων.

Απομάκρυνε τους διεφθαρμένους και ανάξιους ιερωμένους και προώθησε τους άξιους. Καθαίρεσε 13 τουλάχιστον επισκόπους για «σιμωνία» και ηθικά παραπτώματα.

Από τις πρώτες μέρες οργάνωσε ένα καταπληκτικό δίκτυο ανακούφισης των χιλιάδων φτωχών και κατατρεγμένων της Κωνσταντινουπόλεως. Σίτιζε καθημερινά περισσότερους από 7.000 απόρους.

Δημιούργησε επίσης ιδρύματα, νοσοκομεία και άσυλα για τα ορφανά, τις χήρες, τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς και ανάπηρους, όπου παρέχονταν δωρεάν διακονία σε όλους.

Ταυτόχρονα οργάνωσε ακόμα μια γιγαντιαία ιεραποστολική αποστολή με μοναχούς ιεραποστόλους στην Περσία, την Κελτική, την Φοινίκη, τη Σκυθία και την Γοτθία, μεταστρέφοντας χιλιάδες ειδωλολατρών και ιδρύοντας Εκκλησίες στις χώρες αυτές.

Μιλούσε αδιάκοπα και με τη γνωστή ρητορική του δεινότητα σαγήνευε τα πλήθη, ελέγχοντας την αμαρτία και τη διαφθορά.
Ανέλαβε, επίσης έναν τιτάνιο αγώνα κατά της διαφθοράς και της ακολασίας που είχε επικρατήσει στην πλούσια πρωτεύουσα του κράτους.

Ο έλεγχός του έφτασε μέχρι τα ανάκτορα και ιδιαίτερα στηλίτευσε την διεφθαρμένη αυτοκράτειρα Ευδοξία και τον επίσης διεφθαρμένο αυλικό Ευτρόπιο.

Ήρθε σε ρήξη με τους ισχυρούς του χρήματος, της κρατικής εξουσίας και επίσης με τους διεφθαρμένους επισκόπους και κληρικούς.

Το αποτέλεσμα των ελέγχων του ήταν να πέσει σε δυσμένεια και να υποστεί φοβερές διώξεις. Η αδίστακτη αυτοκράτειρα, πέτυχε με τη βοήθεια του επίσης διεφθαρμένου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου και τη συμμετοχή 36 επισκόπων, να συγκαλέσει το 403 την εν Δρυ
ψευδοσύνοδο, να καθαιρέσει τον Χρυσόστομο και να τον εξορίσει στην Βηθυνία.

Μετά όμως από σφοδρή αντίδραση και στάση του πιστού λαού, η Ευδοξία αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει από την εξορία και να αποκαταστήσει στο θρόνο του. Αλλά ο μεγάλος ελεγκτής δεν έπαψε και πάλι να στηλιτεύει τη διεφθαρμένη εξουσία.

Το 404 τον εξόρισε και πάλι στην Κουκουσό της Καππαδοκίας και από εκεί πιο μακριά, στα Κόμανα του Πόντου, στα σύνορα με την Αρμενία, όπου κοιμήθηκε αποκαμωμένος από τις ταλαιπωρίες και τις σωματικές του παθήσεις στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.

Το 438 αποκομίσθηκε το λείψανό του με τιμές στην Κωνσταντινούπολη, όπου σύσσωμος ο λαός της Βασιλεύουσας φώναζε: «Ιωάννη γύρισες στο θρόνο σου»!

Το συγγραφικό θεολογικό έργο που κληροδότησε στην Εκκλησία είναι τεράστιο. Υπήρξε απαράμιλλος ερμηνευτής των Γραφών, πραγματική αυθεντία για τους κατοπινούς θεολόγους. Έγραψε πλήθος επιστολών.

Μας διασώθηκαν επίσης πληθώρα ομιλιών του, τις οποίες κατέγραφαν σύγχρονοι ταχυγράφοι, και τις οποίες διακρίνει η ρητορική δεινότητα του μεγάλου άνδρα, η σαφήνεια και η απλότητα.

Για τούτο και η Εκκλησία μας του προσέδωσε τον τίτλο Χρυσόστομος, διότι υπήρξε πραγματικά ο μεγαλύτερος ρήτορας, το γλυκόλαλο αηδόνι της Εκκλησίας, όπως παρατηρεί σύγχρονος στοχαστής.

Τέλος συνέθεσε και την Θεία Λειτουργία, η οποία επικράτησε να τελείται στις Εκκλησίες μας ως σήμερα.

Ο Ιερός Χρυσόστομος είναι (πρέπει να είναι) το διαχρονικό σύμβολο του ασυμβίβαστου ανθρώπου με το κακό, όπου αυτό βρίσκεται, είτε στην Εκκλησία, είτε στην κοσμική εξουσία, είτε στην κοινωνία.

Είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος, με την προσωπική του κάθαρση, κατανόησε ότι έχουμε χρέος ως Χριστιανοί να πολεμάμε το κακό, με όποιο προσωπικό κόστος.

Ο μεγάλος αυτός άνδρας θα πρέπει να αποτελεί το πρότυπο του συνεπούς αγωνιστή και για μας σήμερα, κληρικούς και λαϊκούς, να αγωνιζόμαστε, στα μέτρα των δυνατοτήτων μας, για την εκβολή του κακού από τον κόσμο του Θεού, αδιαφορώντας, όπως εκείνος, για
τις όποιες συνέπειες.

Η Μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 27 Ιανουαρίου. Τιμάται επίσης και στις 30 Ιανουαρίου, μαζί με τους άλλους δύο

Ιεράρχες, οι οποίοι, ομού, τιμώνται ως προστάτες της παιδείας, της επιστήμης και του πολιτισμού.

Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου

πηγή

 romfea

Μακρίνα Βασσοπούλου, η Αγία γερόντισσα της Πορταριάς!

 


Τοτε στήν Κατοχή, στήν πείνα, πήγα σ’ ένα παρεκκλήσι νά άνάψω τό καντηλάκι.

Καί εκεί λοιπόν, απ’ έξω από τόν φράχτη είχε συκιές.

Καί παρακάλεσα:

«βοήθησε, Χριστέ μου, νά κόψω ένα συκάκι, μόνο ενα συκάκι».

Ή πείνα νά σέ δουλεύη, νά σέ θερίζη.

Καί πήγα καί έκοψα ένα συκαλάκι καί τό έφαγα νά δυναμώσω καί αμέσως ένοιωσα τύψεις, γιατί νά κόψω τό σύκο αυτό. Πήγα λοιπόν στον πνευματικό καί εξομολογήθηκα:

«έκοψα ένα σύκο’ αλλά ή πείνα τόσο πολύ μ’ ανάγκασε».

Καί μου απάντησε:

«όταν θά γίνης σε καλή κατάσταση θά πάρης τρεις οκάδες σύκα καί θά τά μοιράσης γι’ αύτό πού έκλεψες».

Ξεκινήσαμε μια μέρα τρία κορίτσια νά πάμε στήν Ζαγορά, στο πίσω μέρος τού άνατολικοΰ Πηλίου,γιατί γνώριζα κάποια οικογένεια εκεί πέρα καί σκέφτηκα: «ας πάω, μήπως μου δώση λίγο ψωμάκι καί λίγο λαδάκι». Μόλις φθάσαμε εκεί πέρα καί με είδαν, άρχισαν νά κλαίνε. «Πάει τό Μαρικάκι, θά πεθάνη».

Ημουν σκελετός καί είχε βγή χνούδι στο πρόσωπό μου άπό τήν άδυναμία.

Αύτοί λοιπόν οι καημένοι μάζεψαν πατάτες άπό ’δώ καί άπό ’κεΐ, μάζεψαν λίγο λαδάκι καί μου τά ετοίμασαν.

Τό βράδυ έκοψαν γιά νά φάμε ζυμωτό ψωμί καί έφαγα ένα καρβέλι.

Πώς τοφαγα;

Που πήγε;

«Φάγε», μου έλεγαν.

Μου έδιναν πατάτες βραστές, άπό όλα…, όλα τάτρωγα. Δεν χόρταινα.

Μου έδωσαν καί πατάτες μαζί μου’ πώς νά τις σηκώσω;

Σηκώνονται δεκαοκτώ οκάδες πατάτες καί ένα τενεκεδάκι λάδι;

Τελικά μου τις άνέβασαν στον άνήφορο τά παιδιά μέ τά ζώα.

Στο δρόμο είχαν φυλάκια οι Ιταλοί καί πήρε καί νύχτωνε. Ήταν περίπου δώδεκα μέ μία ή ώρα μετά τά μεσάνυχτα.

Που νά πάω μέ τό τόσο βάρος;

Μόλις έβλεπα τούς Ιταλούς, φοβόμουνα. Άκουμπούσαμε μέ τά άλλα κορίτσια στά βραχάκια

καί καθόμασταν εκεί πέρα καί κλαίγαμε καί λέγαμε:

«Τείχος εί τών Παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε».

Μάς έβλεπαν πού προσευχόμασταν καί παρακαλούσαμε καί μάς σήκωναν για λίγο τό βάρος πού είχαμε, για νά μπορέσουμε νά προχωρήσουμε.

Μετά άπό έξι ώρες δρόμο έφτασα τό πρωί στο σπίτι μέ τις πατάτες στον ώμο και αισθανόμουν σάν ετοιμοθάνατη άπό την έξάντλησι καί τήν άδυναμία.

Αμέσως έπεσα κάτω λιπόθυμη, γιατί δέν είχα άλλη άντοχή. Τότε οί γείτονες μου πήραν τις πατάτες καί τό λάδι καί δέν μου άφησαν τίποτε.

Μετά άπό αυτό τό περιστατικό, εκείνες τις ή μέρες μ’ έπιασε ένας πόνος στο πλευρό τόσο δυνατός, δέν μπορούσα νά άναπνεύσω.

Δέν φορούσαμε φανέλλες τότε.

Εκανα τόσο δρόμο μέ τις πατάτες στήν πλάτη καί φαίνεται κρύωσα.

Σκέφτηκα ότι άσχημα τήν είχα. που νά έβρισκα γιατρό;

Ή γειτονιά έρημη, λίγα πρόσωπα, όλοι είχαν φύγει.

Που νά απευθυνόμουν;

Τελικά μου συνέστησαν κάποιον καί πήγα σιγά-σιγά, μέ ακροάστηκε καί διέγνωσε: «Έχεις πλευρίτιδα καί πρέπει νά βρής πίτουρα νά βάλης».

Του άπάντησα: που νά βρω; Δέν μπορώ», καί έφυγα.

Έπέστρεψα στο σπίτι λέγοντας:

«Θά καθίσω, Παναγία μου, μέσα στο δωμάτιο καί ό,τι είναι ευλογημένο. Θές νά μέ πάρης;

Πάρε με. Δέν θέλεις;

Όπως Έσύ θέλεις».

Κάθησα μόνη μου στά σκοτεινά, χωρίς καντήλι, χωρίς τίποτε. Είχε σκοτεινιάσει καί όπως ήμουν ξαπλωμένη, κουκουλωμένη, είδα νά έρχεται μία μοναχούλα μέ τό σχηματάκι της.

Μέ πλησίασε καί μου είπε:

«Δέν μπορείς;».

Τό δωμάτιο έλαμψε, πλημμύρισε φως.

«Ναί, δέν μπορώ».

Αρχισα τά παράπονά μου:

«Νά, πήγα στήν Ζαγορά…, καί τώρα δέν έχω τίποτε, ούτε καντηλακι έχω,τίποτε δέν έχω καί είπα θά καθίσω εδώ και άς πεθάνω.

Ποιος θά μου άνοιξη την πόρτα; Δέν έχω κανένα».

Καί έκείνη με παρηγόρησε

«Μη στενοχωριέσαι, θά γίνης καλά, έγώ θά σέ κάνω καλά». Καί ούτε νά άναρωτηθώ ποιά είναι, νά την ρωτήσω.

Πήρε λοιπόν ένα μικρό παπλωματάκι πού είχα καί μου τό- βαλε όπως κάνεις τό χωνί.

Έτσι άκριβώς.

Μου σταύρωσε τό πλευρό μου καί μου είπε: «Άντε, δέν έχεις τίποτε, θά γίνης καλά».

Αμέσως μου πέρασε τό πλευρό μου καί έλαβα μέσα μου ένα ουράνιο χορτασμό.

Καί ενώ είχα πείνα, έξάντλησι -που νά βρή κανείς φαγητό; Που νά βρή;-.

Τίποτε, χόρτασα, σάν νά είχα σφάξει ένα ζώο μπροστά μου καί τοψησα καί τόφαγα.

Τέτοιο χορτασμό αισθανόμουν.

Καί όταν έφυγε, άρχισα νά αναρωτιέμαι ποιά νά ήταν.

Καί μέ πληροφόρησε μία φωνή: «ή αγία Παρασκευή».

Τό πρωί πήγα στό γιατρό.

Μόλις μέ είδε, άπόρησε καί είπε: «Τί ήρθες;»

«Νά μέ άκροαστήτε λιγάκι».

Μέ εξέτασε καί διαπίστωσε:

«Δέν έχεις τίποτε, τί έγινε;».

Του είπα αύτό καί αύτό. «Έπέτρεψε ό Θεός, παιδί μου, λόγω τής πείνας καί τής άνέχειας νά σέ κάνει ή Αγία καλά».

Καί γι’ αύτό από νέα αγαπούσα τήν άγια Παρασκευή.

Είναι τής πείνας αύτά, τής Κατοχής.

Δέν είχα κανένα δικό μου άνθρωπο, καί τον άδελφό μου τον είχα χαμένο.

Εννέα χρονών έφυγε καί πήγε στον θείο μας στον Λαγκαδά. Τί νά έκανα λοιπόν;

Μόνη μου μάζευα χόρτα καί μετά σιγά-σιγά τάπλενα καί τά πήγαινα πολλές φορές ώμά καί σ’ ένα κοριτσά κι πού ήταν άρρωστο-είχε φυματίωσι τό καημένο.

Καί στό ίδιο μέρος πού τά μάζευα, τήν άλλη μέρα άλλά και τήν ίδια μέρα κατά θαυμαστό τρόπο φύτρωναν άλλα.

Μ’ έβλεπε και έμενα αδύνατη ό π. Έφραίμ, ό παλιός μου ό πνευματικός καί μία ήμέρα μου είπε: «

Κοίταξε, παιδί μου, κοίταξε παιδάκι μου, όλους τούς θάψαμε. Κοίταξε, Μαρικάκι μου, χρυσό μου παιδί.

Αμα πας στον Χριστό καί έχης παρρησία, πολύ εΰχου καί γιά μένα τον άμαρτωλό». «

Ό,τι είναι θέλημα Θεού», έλεγα.

«Αμα θέλει νά μέ πάρη ό Χριστός, ας πεθάνω. Ό,τι είναι θέλημα Θεού».

Υστερα, λοιπόν, έκανε κήρυγμα καί είπε στό έκκλησίασμα: «Όσο θά έχετε ψωμί, άπό μία μπουκιά θά κόβετε καί θά ρίχνετε στό Μαρικάκι·

θ’ άνοιξη τό παράθυρο νά πετάτε τήν μπουκιά μέσα στό σπίτι, νά βρίσκη νά τρώη».

Τότε, λοιπόν, είχαν εξαφανίσει οι Ιταλοί τις γάτες καί άνοιγα τό παράθυρο καί έριχναν μπουκιές-μπουκιές μέσα, τις έπαιρνα, έτρωγα καί συνήλθα.

Έκανα ύπακοή.

Όταν συναντιόμασταν μετά τήν Θεία Λειτουργία μέ τις πνευματικές άδελφές, δέν μιλούσαμε.

Μάς έλεγε ό πνευματικός:

«Μή μιλάτε. Θά παίρνετε τό αντίδωρο καί θά πηγαίνετε στό σπίτι καί σ’ όλη τή διαδρομή θά λέτε τήν «ευχή».

Μόλις φθάνετε στό σπίτι, θά λέτε: “Δόξα σοι, ό Θεός ήμών, δόξα σοι”.

Καί μέτα στό σπίτι θά αίσθάνεσθε μεγάλη ευωδία, μεγάλη χάρι».

Καί χωρίς νά κοινωνούμε, μόνο τό αντίδωρο πού παίρναμε, πάλι αυτό λέγαμε, καί νομίζαμε ότι λιβάνιζαν εκείνη τήν ώρα.

Στον δρόμο πού βαδίζαμε, ευωδίαζε σάν κάποιος νά λιβάνισε.

Λέγαμε, τί ευωδέστατα λουλούδια είναι αυτά;

Καί δέν είχε τίποτε, ούτε περιβόλι ούτε τίποτε.

Ηταν, δηλαδή, πολλή ή Χάρις του Θεού.

Στήν εκκλησία ή «εύχή» δέν έφευγε καθόλου από τό στόμα και άδολεσχούσαμε μόνο στα ουράνια.

Ρωτούσαμε μεταξύ μας μόνο, «τί κάνετε».

Όλο τήν «εύχή» και στά ουράνια, όλο στά ουράνια.

Μια φορά, πήγαμε σ’ ένα παρεκκλησάκι.

Ηταν Δεκαπενταύγουστος και πρότεινα:

«δέν πάμε νά άνάψουμε τά καντηλάκια στον άγιο Νικόλαο καί νά φύγουμε;».

Όλες μαζί ξεκινήσαμε.

Ημασταν έπτά. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, καί δέν πήραμε ούτε κουλούρι, μόνο μέ τό αντίδωρο. Μόλις φθάσαμε στούς πρόποδες, στο παρεκκλησάκι εκεί πέρα, είπα: «τί καλά νά είχαμε μία φετούλα ψωμάκι και ένα σύκο νά τρώγαμε!». Μπήκαμε στο παρεκκλησάκι, άνάψαμε τά καντηλάκια, ψάλαμε- πήγα καί εγώ μέσα στο Ιερό νά άνάψω τό καντηλάκι.

Πρόσεξα ένα δέμα πάνω στήν ‘Αγία Τράπεζα.

Τό πήρα στά χέρια μου καί βγαίνοντας είπα: «παιδιά, ό άγιος Νικόλαος μάς έστειλε κάτι- δέν ξέρω τί, τού αγίου Νικολάου δώρο είναι».

Πήγα λοιπόν νά τό ανοίξω, τί νά δω!

Όσες ήμασταν άπό ένα σύκο και άπό μία ζεστή φέτα ψωμί! Φρέσκο ψωμί, τής ώρας!

Μετά άπό ένάμισυ μήνα ξαναπήγαμε.

Έγώ επειδή είχα γλυκαθή, πήγα πάλι μέσα στο ιερό νά άνάψω τά καντηλάκια.

Και είδα τότε στον άκάνθινο στέφανο του Εσταυρωμένου νά τρέχουν σταλαγματιές.

Πώς τρέχουν τά δάκρυα, έτσι έτρεχαν και αύτές’ και άπ’ τήν πλευρά Του έτρεχε ύδωρ μεμειγμένο μέ αίμα.

Ηταν εκεί μία εικόνα τής Παναγίας πού είχε άπό μέσα και γύρω-γύρω βαμβάκι.

Πήρα λοιπόν τό βαμβάκι, πήγα πίσω άπό τήν ‘Αγία Τράπεζα και σκούπιζα τον Εσταυρωμένο. ’

Έγινε μούσκεμα τό βαμβάκι.

Κατ’ εύθεΐαν φύγαμε γιά τον Εσπερινό και είπαμε στον πνευματικό μας αυτό πού συνέβει.

Αμέσως μάς είπε: «παιδιά, πόλεμος θά γίνη»- και τό έκανε κήρυγμα στήν έκκλησία.

Μ’ αυτό τό βαμβάκι σταύρωσε όλο τον κόσμο πού παραβρέθηκε σ’ εκείνον τον Εσπερινό.

Και πράγματι έτσι έγινε, σέ λίγο καιρό κηρύχθηκε ό πόλεμος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ

Χίλιες εκκλησίες να χτίσεις, αν δεν μπεις μέσα δεν σώζεσαι! Δημήτριος Παναγόπουλος

 



Ήμουν στο λεωφορείο και δίπλα μου καθόταν μία κυρία. Περνώντας έξω από έναν ιερό ναό έκανα το σταυρό μου. Παρακινούμενη από εμένα έκανε και εκείνη κάτι σαν σταυρό, γρήγορα-γρήγορα, κάτι σαν ανακάτεμα. Της λέω:

Αυτόν τον σταυρό που κάνεις δεν τον φοβάται ο διάβολος· έτσι όπως τον κάνεις είναι σαν να κοροϊδεύεις.

Θίχτηκε τότε εκείνη και λέει:

Τι είναι αυτά που λέτε; Το ξέρετε πως εγώ είμαι πολύ πιστή και βοηθάω την εκκλησία όσο μπορώ;

Της απάντησα πως δεν το ήξερα και συνέχισα:

Δηλαδή εκκλησιάζεστε, εξομολογείστε, κοινωνάτε και συμμετέχετε στα μυστήρια της Εκκλησίας;

Δεν εκκλησιάζομαι συχνά, μου λέει, ούτε συμμετέχω ιδιαίτερα, αλλά βοηθάω όσο μπορώ την εκκλησία. Έχω δώσει ένα σωρό λεφτά για να χτιστούν εκκλησίες, για να εξοπλιστούν με τα απαραίτητα, για να αγιογραφηθούν τόσοι άγιοι….

Χίλιες εκκλησίες να χτίσεις, αν δεν μπεις μέσα δεν σώζεσαι, της απάντησα. Η Εκκλησία σαν κιβωτός που είναι, το ξέρεις πως πρέπει να μπεις μέσα για να σωθείς; Ξέρεις τι απέγιναν αυτοί που έφτιαξαν την κιβωτό του Νώε; Πνίγηκαν!

Πνίγηκαν, επειδή την κατασκεύασαν αλλά δεν πίστευαν στο κακό που ερχόταν και έμειναν απ’ έξω!

Γι’ αυτό όσες εκκλησίες και να φτιάξει ο άνθρωπος και όσα μοναστήρια, αν δεν μπει μέσα στην κιβωτό που λέγεται Εκκλησία, να κοινωνάει το σώμα και το αίμα του Χριστού, δεν σώζεται.

Δημήτριος Παναγόπουλος (†)

Όχι σε μένα τον αμαρτωλό. Στον Χριστό, στον Χριστό! Αγιος Πορφύριος

 


"Όχι σε μένα τον αμαρτωλό. Στον Χριστό, στον Χριστό!"

Με πήγαν κάτι πνευματικοπαίδια μου στην Κρήτη και πήγα κι εγώ την Κυριακή στην εκκλησία.

Κάθισα σε μία γωνιά, έτσι μαζεμένος. Μετά από λίγο ήρθε μία γυναίκα να εκκλησιαστεί και άρχισε να φωνάζει:

-Τι τον θέλετε αυτόν τον παπά εδώ, διώξτε τον καλόγερο, δεν μπορώ.

Ο κόσμος δεν με είχε δει. Λίγοι με είδαν.

Εγώ άρχισα να προσεύχομαι.

Μα όσο εγώ προσευχόμουν, τόσο περισσότερο φώναζε αυτή.

Την έβγαλαν έξω, αλλά έλεγε πως τάχα θέλει να μπει μέσα για τη Λειτουργία και την άφησαν. Μόλις μπήκε, άρχισε πάλι να φωνάζει. Την κρατούσαν τέσσερις άντρες δυνατοί και πάλι δεν μπορούσαν να την κάνουν καλά.

Άρχισε να λέει διάφορες βρισιές για μένα και τους είπα να τη φέρουν εκεί μπροστά μου. Όταν την έφεραν, εκεί να δεις πως έκανε...

Τη σταύρωσα και ησύχασε. Ήταν πολύ ταλαιπωρημένη. Δαιμόνιο είχε. Κατάλαβες;

Ξέρεις, δαιμόνιο ήταν και έφυγε.

Τελείωσε η Λειτουργία κι άρχισε ο κόσμος να έρχεται να μου φιλάει το χέρι.

Έπεσαν πάνω μου άλλος να με ακουμπήσει, άλλος πέταγε τη ζακέτα του πάνω μου, άλλος το μαντήλι του, άλλος έβαζε το χέρι του να με αγγίξει.

-Όχι σε μένα τον αμαρτωλό. Στον Χριστό, στον Χριστό!

Τους έλεγα κι έτρεχα γρήγορα να κρυφτώ, μα που να τους ξεφύγω... Να πάρει η ευχή, με νόμισαν για Άγιο. Βρε εμένα τον αμαρτωλό. Να πάρει η ευχή τι πάθαμε.

Ξέρεις τους αγαπώ τους Κρητικούς, είναι καλοί οι καημένοι. Και πολύ εργατικοί. Και λένε ωραίες μαντινάδες.

Ακούεις, βρε τους ευλογημένους, να με νομίζουν για Άγιο. Τι πάθαμε να πάρει η ευχή;

Άγιος Πορφύριος ό Καυσοκαλυβίτης