Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

... και ενώ κοιμόμουν είδα στον ύπνο μου έναν Γέροντα ρασοφόρο να με προσκαλεί πάραυτα, να πάω στο Άγιον Όρος.



Το 1992 υπηρετούσα σε μια Μονάδα του Έβρου και διέμενα στο Διδυμότειχο. Την εποχή εκείνη η σύζυγός μου, Μαρία, ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί και διένυε τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της.


Το θετικό αποτέλεσμα ενός τεστ ελέγχου αντισωμάτων ερυθράς, μας αναστάτωσε. Μετά από μερικές ήμερες η επανάληψη του τεστ, σε άλλο μικροβιολογικό εργαστήριο, επιβεβαίωσε εκ νέου ότι η σύζυγός μου είχε νοσήσει από ερυθρά, ενώ εγκυμονούσε.
Να σημειωθεί ότι κατά την πρώτη εγκυμοσύνη, πριν από 3 χρόνια περίπου, το αποτέλεσμα του τεστ αντισωμάτων ερυθράς ήταν αρνητικό. Όπως ήταν επόμενο απευθύνθηκα σε ιατρούς γυναικολόγους, πού εμμέσως μας προέτρεπαν σε διακοπή κυήσεως, δεδομένου ότι ο ιός της ερυθράς προσβάλλει τα μάτια, τα αυτιά και τον εγκέφαλο του εμβρύου.
Οι στατιστικές συνηγορούσαν ότι υπήρχαν πιθανότητες στο 80% – 85% το παιδί πού θα γεννιόταν να είναι τυφλό, κωφάλαλο ή και με διανοητική στέρηση. Με όλα αυτά πού άκουγα είχα χάσει πραγματικά τον ύπνο μου, ενώ προσπαθούσα να μη μεταφέρω στη σύζυγό μου τις αγωνίες μου, για να μην επιβαρύνω την κατάστασή της.
Τον Αύγουστο του ’92 πήρα μετάθεση από τον Έβρο στη Μυτιλήνη (ιδιαίτερη πατρίδα μου). Η σύζυγός μου είχε φύγει 10 ημέρες περίπου νωρίτερα για να μπορέσω να μαζέψω την οικοσκευή μας.
Ήταν Παρασκευή προς Σάββατο και ενώ κοιμόμουν είδα στον ύπνο μου έναν Γέροντα ρασοφόρο να με προσκαλεί πάραυτα, να πάω στο Άγιον Όρος. Μέχρι τότε δεν είχα ποτέ επισκεφθεί, αλλά και ούτε γνώριζα το δρομολόγιο πού έπρεπε να ακολουθήσω για να φτάσω εκεί. Η απάντηση πού του έδωσα μέσα στον ύπνο μου ήταν: “Μα δεν ξέρω πώς να πάω», και μου απαντά: “Έλα, θα σε οδηγήσω εγώ». Τρόμαξα, ξύπνησα και νόμισα ότι τον έβλεπα μπροστά μου. Άναψα τα φώτα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Μονολόγησα, “δεν βαριέσαι, όνειρο είναι» και έκλεισα το φως για να συνεχίσω τον ύπνο μου. Πέρασε λίγη ώρα και είδα ξανά τον ίδιο Γέροντα να με προσκαλεί να πάω στο Άγιον Όρος. Ξαφνιάστηκα και φοβήθηκα. Άναψα αμέσως τα φώτα, αλλά δεν είδα τίποτα. Κάθισα στο κρεββάτι μου και κοίταξα το ρολόι μου πού έδειχνε περασμένες 02:00 η ώρα. Προβληματίστηκα και δεν ήξερα τινά κάνω. Να ξεκινήσω από το Διδυμότειχο να πάω στο Άγιον Όρος και ποιο δρομολόγιο να ακολουθήσω. Ξημέρωνε Σάββατο και έπρεπε να ενημερώσω το νέο Διοικητή, πού αναλάμβανε για τις υποχρεώσεις της Μονάδας. “Να ξεκινήσω νά φύγω κρυφά χωρίς να τον ενημερώσω και αν με αναζητήσουν τί θα πω;». Όλα αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα βασάνιζαν το μυαλό μου.
Τελικά πήρα την απόφαση. Ξεκίνησα περίπου στις 02:30 πιστεύοντας ότι όλα θα πάνε καλά αφού άλλωστε με προσκάλεσε ο Γέροντας.
Φθάνοντας στην Ασπροβάλτα κατευθύνθηκα αριστερά αφήνοντας την εθνική οδό Καβάλας – Θεσσαλονίκης και οδηγώντας βρέθηκα σε μία διασταύρωση με πινακίδες τοπωνυμίων και χωριών. Χωρίς πλέον να γνωρίζω την κατεύθυνση προς την οποία θα έπρεπε να κινηθώ, αναγκάστηκα να σταματήσω, ενώ ακόμα δεν είχε ξημερώσει. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο περνά ένα όχημα και του έκανα σήμα να σταματήσει για να το ρωτήσω προς ποιά κατεύθυνση να κινηθώ για να φτάσω στην Ουρανούπολη. Με μεγάλη μου χαρά πληροφορήθηκα ότι και αυτοί εκεί κατευθύνονταν και να τους ακολουθήσω. Πράγματι 15 λεπτά περίπου πριν αναχωρήσει το πλοίο για τη Δάφνη, φθάσαμε στην Ουρανούπολη.
Εκεί υπήρχε το αδιαχώρητο από το μεγάλο αριθμό των επισκεπτών πού πήγαινε στο Άγιον Όρος και συνεπώς μεγάλη δυσκολία στην εξεύρεση χώρου στάθμευσης. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πλησίον της αποβάθρας έφυγε ένα αυτοκίνητο και οι Θεσσαλονικείς για να με διευκολύνουν, επειδή δεν ήξερα την περιοχή με άφησαν να παρκάρω για να προλάβω γρήγορα να επιβιβαστώ στο πλοίο πού θα έφευγε.
Όταν ξεκίνησε το πλοίο τους αναζήτησα ανάμεσα στους επιβάτες για να τους ευχαριστήσω, αλλά δεν ήταν μέσα. Πιθανόν να μην πρόλαβαν να παρκάρουν έγκαιρα και να επιβιβασθούν. Ενώ καθόμουν μόνος χωρίς παρέα μέσα στο πλοίο, με πλησίασε κάποιος Παναγιώτης, από την Αττική (Μάνδρα ή Ελευσίνα) και με ρώτησε πού συγκεκριμένα θα πάω στο Άγιον Όρος και αν πάω για πρώτη φορά. Του απάντησα ότι πρώτη φορά πηγαίνω και δεν ξέρω πού να πάω. Αλλά του διηγήθηκα ότι, όταν υπηρετούσα στη Θεσσαλονίκη το ’87 είχα ακούσει από έναν φίλο μου στρατιωτικό δικαστή για κάποιον γέροντα Παΐσιο και ήθελα να τον δω. Ο Παναγιώτης τότε μου είπε, “είσαι τυχερός γιατί και εγώ σ΄ αυτόν θα πάω. Για να πάμε όμως εκεί πρέπει να βγούμε στη Δάφνη, να πάμε με λεωφορείο στις Καρυές και να μείνουμε στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, για να προλάβουμε πριν δύσει ο ήλιος να φτάσουμε με τα πόδια στο Κελλί του».
Όταν φτάσαμε με πολλούς άλλους προσκυνητές (αφού βγάλαμε διαμονητήρια), στην είσοδο της Ιεράς Μονής ο υπεύθυνος μοναχός δεν δέχτηκε να φιλοξενήσει κανέναν, διότι είχε πολλούς προσκυνητές και έπρεπε να είχαμε εξασφαλίσει τη διαμονή μας τηλεφωνικά από την προηγούμενη ημέρα. Τον πλησίασα και εγώ με τη σειρά μου και τον ρώτησα αν υπάρχει κάποιο κρεββάτι για σήμερα και με έκπληξή μου απάντησε: “Ναι», ενώ σε όλους τους άλλους προσκυνητές τους έλεγε άλλη μέρα. Του είπα ότι δεν ήμουν μόνος μου, αλλά και πάλι μας δέχθηκε. Πράγματι, αφού τακτοποιηθήκαμε και αφήσαμε τα προσωπικά μας αντικείμενα στη Μονή, ξεκινήσαμε για το Κελλί του γέροντα Παϊσίου. Φθάνοντας στο Κελλί συναντήσαμε πάρα πολύ κόσμο, οι οποίοι κάθονταν και άκουγαν τις συμβουλές του Γέροντα.
Κάποιοι από τους επισκέπτες του έκαναν διάφορες επίκαιρες για την εποχή εκείνη ερωτήσεις, όπως: “Τί θα γίνει με το 666, αν θα αναγραφεί στις ταυτότητες μας, τι θα γίνει με το Κυπριακό, αν λυθεϊ κ.λπ».
Όταν ο γέροντας Παϊσιος τελείωσε τις συμβουλές του μας είπε να τον αφήσουμε να πάει στο Κελλί του να εκτελέσει τα καθήκοντά του. Τότε πολλοί από τους επισκέπτες μπήκαμε σε μία γραμμή για να μπορέσουμε να τον πλησιάσουμε και να του πει καθένας το πρόβλημά του. Όλους όμως πού ήταν μπροστά στη σειρά, τους έλεγε ότι δεν έχει χρόνο.
Όταν έφτασε η δική μου σειρά του είπα: “Γέροντα και εγώ ήθελα να σας δω για λίγο» και μου απαντά: “Πήγαινε εκεί και κάτσε, είσαι κουρασμένος, από τον Έβρο ήρθες και περίμενε». Αφού τελείωσε με όλους ήρθε κοντά μου και μου είπε: “Είσαι Στρατιωτικός» και με ρώτησε αν γνωρίζω κάποιο συνάδελφο το όνομα του οποίου δεν θυμάμαι τώρα. Μετά του μίλησα για το πρόβλημα πού αντιμετώπιζα με την εγκυμοσύνη της συζύγου μου και αν θα έπρεπε να γίνει διακοπή της κυήσεως της (ήδη ήταν 6 μηνών). Μου απάντησε: “Δεν πιστεύω ότι ο Θεός θα σου δώσει εσένα να ανέβεις Γολγοθά, αλλά, και αν ακόμη αυτό είναι το θέλημά Του, θα σου δώσει τη δύναμη να το αντιμετωπίσεις. Εγώ όμως θα προσευχηθώ να μην ανέβεις τον Γολγοθά και να γεννήσει η γυναίκα σου ένα γερό παιδί. Πρόσεξε όμως μη δεχθείς η γυναίκα σου να γίνει πειραματόζωο. Γι΄ αυτό ρώτησε και έναν ιατρό στην Γερμανία ή στην Αμερική αλλά κυρίως στην Γερμανία τί κάνουν εκεί».
Μετά από τις συμβουλές του αυτές έφυγα και πήγα στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου για να διαμείνω, αλλά προβληματιζόμουν για το πού θα βρω γυναικολόγο γιατρό στη Γερμανία, σε ποιά γλώσσα θα του μιλήσω αφού δεν γνωρίζω γερμανικά για να επικοινωνήσω μαζί του και άλλα πολλά.
Την επόμενη ημέρα, Κυριακή πρωί, μετά τη Θεία Λειτουργία και την τράπεζα, ξεκίνησα να ξαναπάω στο Κελλί του μαζί με το φίλο μου τον Παναγιώτη.
Στο δρόμο συναντήσαμε λίγο πριν φθάσουμε στο Κελλί έναν κληρικό που επέστρεφε. Αφού χαιρετηθήκαμε μας λέει: “Μή συνεχίζετε, διότι από εκεί έρχομαι και δεν άνοιξε, μάλλον έχει φύγει». Εμείς όμως συνεχίσαμε και, όταν φτάσαμε χτυπήσαμε τρεις φορές το αυτοσχέδιο κουδούνι του και εμφανίστηκε στην είσοδο του Κελλιού του κάνοντας μας νεύμα να πλησιάσουμε. Πράγματι ανέφερα εκ νέου τους προβληματισμούς μου και ο γέροντας Παΐσιος μου επανέλαβε αυτά πού μου είχε πει το προηγούμενο απόγευμα. Αφού του ζήτησα κάποια ευλογία μου έδωσε δύο εικόνες μικρές ξυλόγλυπτες, οπού στη μία ήταν η Παναγία Βρεφοκρατούσα και στην άλλη ο Ιησούς Χριστός Εσταυρωμένος και τη μία να τη βάλω στο κρεββάτι του παιδιού πού θα γεννιόταν και την άλλη στης μητέρας. “Δεν έχω να σου δώσω, ευλογημένε κάτι παραπάνω, γιατί έχω γεράσει και δεν κάνω εργόχειρο». Αφού ασπάσθηκα τη χείρα του πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασα στο Διδυμότειχο. Επειδή ήμουν μόνος πήγα και περπάτησα στην πλατεία της κωμόπολης, όπου είναι και το τέμενος. Εκεί με βρίσκει ο ιδιοκτήτης ενός φούρνου, ο κ. Νίκος με τον όποιον είχαμε συνδεθεί και οικογενειακά, επειδή με βοήθησε, όταν πρωτοπήγα στο Διδυμότειχο στην εξεύρεση κατοικίας. Συμφωνήσαμε να πιούμε ένα ποτήρι κρασί, αφού πρώτα μιλήσει στο τηλέφωνο με το γυιό του στη Γερμανία, ο οποίος τελείωσε ιατρική και πήρε την ειδικότητα του γυναικολόγου και ο καθηγητής του τον προέτρεπε να σταδιοδρομήσει εκεί. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τα λόγια του π. Παϊσίου (“ρώτα γιατρό στη Γερμανία»). Τον παρακάλεσα, πριν κλείσει το τηλέφωνο να μιλήσω κι εγώ μαζί του.
Αφού ολοκλήρωσαν τη συνομιλία τους, με φώναξε και με σύστησε στον γυιό του. Πράγματι του είπα το πρόβλημα και όλα τα μικροβιολογικά δεδομένα πού είχα και ζήτησα την επιστημονική του άποψη. Μου απάντησε ότι είμαι τυχερός, διότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων αποδεικνύουν ότι ο συγκεκριμένος τύπος του ιού της ερυθράς, δεν είχε τη δύναμη να διαπεράσει το αμνιακό υγρό που περιβάλλει το έμβρυο μέσα στο σάκκο, ο οποίος λειτουργεί σαν προστατευτικό κέλυφος και κατά συνέπεια δεν είχε προσβληθεί το έμβρυο. Το πρόβλημα πού αντιμετωπίζαμε, ήταν ανακοίνωση σε επιστημονικό συνέδριο πού συμμετείχε πρόσφατα και ήταν 10 ετών μελετών της Πανεπιστημιακής Κλινικής, πού έκανε την ειδικότητά του. Η ανακούφιση από την αγωνία μου και η χαρά πού ένιωσα εκείνη την ώρα δεν μπορεί να περιγραφεί, ούτε να αποτυπωθεί με μερικές λέξεις πάνω σε ένα φύλλο χαρτιού.
Πράγματι ακολουθώντας τις συμβουλές του δεν άφησα τη γυναίκα μου να γίνει πειραματόζωο και το Νοέμβριο μήνα γεννήθηκε ένα υγιές παιδί.
Του Γεώργιου Καμπούρη
Ο Γέροντας Παΐσιος με έβγαλε από αδιέξοδο,
Περιοδικό “Ερώ», Έκδοση Κέντρου Ενότητος και Μελέτης-Προβολής των Αξιών μας
“Ενωμένη Ρωμιοσύνη»

Ἔχουμε ἀδιαλείπτως ἕναν πειρασμὸ μπροστά μας...






...διαρκῶς συμβαίνουν στὴν ζωὴ μας ἀπρόοπτα.
Ἔρχεσαι στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ βρὴς πνευματικὴ ζωή, καὶ συναντᾶς κακούς. Εἶναι ἀπρόοπτο.
Ζητὰς κελλὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ δὲν ἔχει ὑγρασία, τὸ ἀποκτᾶς, διαπιστώνεις ὅμως ὅτι ἡ θάλασσα σοῦ προκαλεῖ ἀλλεργία, ὁπότε δὲν μπορεῖς νὰ χαρῆς οὔτε τὴν ἡμέρα οὔτε τὴν νύχτα. Ἀμέσως θὰ σοῦ πῆ ὁ λογισμός, σήκω νὰ φύγης. Εἶναι ἀπρόοπτο.
Σὲ πλησιάζω μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος καὶ βλέπω ὅτι εἶσαι ἀνάποδος. Ἀπρόοπτο.

Παρουσιάζονται συνεχῶς ἀπρόοπτα ἐνώπιόν μας, διότι ἔχομε θέλημα καὶ ἐπιθυμίες.
Τὰ ἀπρόοπτα εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐπιθυμία μας, γι' αὐτὸ καὶ μᾶς φαίνονται ἀπρόοπτα, στὴν οὐσία ὅμως δὲν εἶναι.
Διότι ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν προσδοκᾶ τὰ πάντα καὶ λέγει πάντοτε «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου».

Θὰ ἔρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός; «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».

Ἐπειδὴ αὐτὰ κοστίζουν στὴν σαρκικότητά μας, γι' αὐτὸ ἐμεῖς τὰ βλέπομε ὡς ἀπρόοπτα.

Γιὰ νὰ μὴν ταράσσεσαι λοιπὸν κάθε φορᾶ καὶ στεναχωριέσαι, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιᾶς καὶ προβληματίζεσαι, νὰ τὰ περιμένης ὅλα, νὰ μπορῆς νὰ ὑπομένης ὅτι ἔρχεται.

Πάντα νὰ λές, καλῶς ἦλθες ἀρρώστια, καλῶς ἦλθες ἀποτυχία, καλῶς ἦλθες μαρτύριο.

Αὐτὸ φέρνει τὴν πραότητα, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καμία πνευματικὴ ζωή.



Γέροντας Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης




Εκδόσεις Συναξάρι

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Αληθινή ιστορία: Τί κάνω τώρα Θεέ μου;





Ετούτη είναι μια αληθινή ιστορία, που μας την αφηγήθηκε κάποιος που την έζησε από κοντά.
Ο άντρας και η γυναίκα ήταν πρόσφυγες από την Σμύρνη.
Ο παππούς που μας είπε γι αυτούς, τους γνώρισε στην Αθήνα.
Ήταν μόνοι, κατάμονοι, δίχως συγγενείς όπως οι περισσότεροι από τους ξεσπιτωμένους της Ανατολής. Ούτε παιδιά είχαν.
Δυο απλοί και πονεμένοι άνθρωποι που ποτέ δεν έδειξαν τον πόνο τους. Μόνο την ελπίδα τους στον Κύριο που ξημερώνει τις μέρες έβλεπες και την φτώχεια τους που δεν γινόταν να κρυφτεί.
Σε ένα ημιυπόγειο ο άντρας είχε ένα μικρομάγαζο και πουλούσε ελιές. Πάνω απ' αυτό, ένα τετράγωνο δωμάτιο ήταν η ...οικία τους. Σπίτι να το κάνει ο Θεός: Σε μιαν άκρη τα σιδερένια τρίποδα με τις ξύλινες τάβλες και αυτό ήταν το κρεββάτι, παραδίπλα ένα κουτσό τραπέζι, δύο μπακιρένια κύπελλα για να πίνουν νερό, μια γκαζιέρα, μια καρβουνισμένη κατσαρόλα και λίγα ρούχα σκεπασμένα με ένα σεντόνι.
Το "οίκημα" νοικιασμένο.
Πόσες ελιές θα μπορούσε να πουλήσει ο χριστιανός για να καζαντίσουν;
Έπειτα ήταν και οι φτωχότεροι απ' αυτούς και οι ανήμποροι που δεν έπρεπε να μείνουν νηστικοί....Οι πένητες συνέδραμαν τους φτωχούς και αμφότεροι έλεγαν "δόξα τω Θεώ", γιατί έτσι είναι γραμμένο στις Γραφές και το ζευγάρι ήξερε καλά τα μαθηματικά του Θεού, την αριθμητική των δύο χιτώνων.
Τα χρόνια πέρασαν, το "μαγαζί" έκλεισε, τα χρόνια εκείνα συντάξεις δεν υπήρχαν, οι φτωχούληδες του Θεού άρχισαν να ζητιανεύουν στις γωνίες.
Μετά ούτε αυτό, καθώς γέρασαν πολύ και αρρώστησαν. Αν κάποιος τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί έτρωγαν, αν όχι έπεφταν για ύπνο νηστικοί.
"Έχει ο Θεός" έλεγαν και πάλι "έχει ο Θεός" είπαν και όταν τα ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια, όταν τα μπακιρένια κύπελλα πρασίνισαν από την πολυκαιρία, όταν δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι. Αχ αυτό το νοίκι...χρόνια το είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης αλλά μετά "ξεχνούσε" το χαμόσπιτο και αυτοί συνέχιζαν την χαμοζωή τους, μη λείποντας από την εκκλησία και χαμογελώντας με εμπιστοσύνη σε όλες τις εικόνες του ναού.
Τόσοι άγιοι που βασανίστηκαν, ένας Αφέντης που σταυρώθηκε, η Μάνα που κάηκε η καρδιά Της και τούτοι που δεν έπαθαν τίποτε, θα σκιαχτούν;
Σκιάχτηκαν ωστόσο την ημέρα που ο ιδιοκτήτης τους είπε να φύγουν γιατί ήθελε να το γκρεμίσει το σπίτι. Θα έκανε πολυκατοικία.
Να φύγουν και να πάνε πού;
Εδώ αγαπήθηκαν, ευλογήθηκαν, χόρτασαν, πείνασαν, έκλαψαν, ήλπισαν, εδώ ήταν το σβηστό -πια- καντηλάκι τους, έδώ τα κουρέλια τους, εδώ τα σκουριασμένα από την αχρησία κουταλοπήρουνά τους.
Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω τις βροχές, τα χιόνια, τους καιρούς και από μέσα ζούσαν το εύκρατον της δωρισμένης ελπίδας.
Τώρα;
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;" ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε "Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"
 
Αναδημοσίευση από: Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Έγκωμης


πηγή

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

2013 θαύμα του Γέροντος Παϊσίου στις Σέρρες




Πριν ένα χρόνο ακόμα ένα σύγχρονο Θαύμα του γέροντος Παϊσίου έλαβε χώρα σε ένα μικρό χωριό των Σερρών.  Το περιέγραψε στον υποδιάκονο Αμφιλόχιο, του Ιερού Καθεδρικού Ναού των Ταξιαρχών Σερρών, ο βιώσας το Θαύμα Παντελής Κ.
Ο Παντελής 18 ετών, νέος χρήστης ναρκωτικών ουσιών, είχε ένα τρομερό ατύχημα με το μηχανάκι του λίγο πιο έξω από το χωριό του με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι και να πάθει εγκεφαλική διάσειση. Πιθανότατα ήταν υπό την επίρροια ουσιών γιατί παρόλο που ήταν σε προγράμματα αποτοξίνωσης,το δαιμόνιο αυτό της ηρωίνης δεν έλεγε να βγει από μέσα του.
Μπήκε εσπευσμένα στην μονάδα εντατικής θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Σερρών με κρανιο-εγκεφαλικές κακώσεις. Οι γιατροί τον είχαν σε καταστολή και μετά και από ενδονοσοκομειακή μόλυνση ήταν σε κώμα με τελική γνωμάτευση ότι ήταν εγκεφαλικά νεκρός.
 Οι γιατροί μην έχοντας άλλα μέσα στη διάθεσή τους, σήκωσαν τα χέρια ψηλά και είπαν στην χαροκαμένη μητέρα του ότι είναι στα χέρια του Θεού.
Η ημερομηνία της τελικής γνωμάτευσης για εγκεφαλικό θάνατο ήταν η 13η Ιουλίου. Σε 1 ημέρα ο γιος της θα έκλεινε τα 18 του χρόνια,και αντί να μπει στην ενήλικη ζωή, τον έβλεπε στο κρεβάτι να παλεύει, όχι για τον γνωστό αγώνα κατά της μάστιγας των ναρκωτικών, αλλά τελείως άμεσα για την επιβίωσή του.
Η αξιαγάπητη Κυρία Αναστασία δε το έβαλε κάτω.Με την προτροπή του Άγιου πνευματικού της , παππούλη Αθανάσιου,πήρε το ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη την επόμενη ημέρα και κατευθύνθηκε προς την Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 
Γνώριζε για το μεγαλείο του γέροντα - Παϊσίου , δε γνώριζε όμως ότι εκείνη την ημέρα 14 Ιουλίου συμπληρώνονταν 18 χρόνια από την κοίμηση του γέροντα.
Όταν έφτασε και είδε τη λαοσύναξη απόρησε,αλλά όταν της είπαν ότι ο γέροντας πέθανε την ίδια μέρα που γέννησε τον μονάκριβο γιο της κόντεψε να λιποθυμήσει. Ένιωσε κάτι που δεν μπορεί ακόμα να περιγράψει. Μια ένωση με το Θείο, την αύρα του γέροντα και γενικά ότι κάτι καλό θα βγει.
Παρ' όλη την κρισιμότητα της κατάστασης του γιου της, δε το χρησιμοποίησε σαν αιτία και περίμενε με ταπείνωση και γονατιστή πάνω από 4 ώρες μέχρι να έρθει η σειρά της να προσκυνήσει το μέρος όπου κοιμάται ο γέροντας Παΐσιος.
Προσευχήθηκε για το σπλάχνο της και πήρε λίγο χώμα από το μνήμα, το οποίο χώμα το πήγε στον πνευματικότης, και ο οποίος αφού το διάβασε,έφτιαξε ένα αυτοσχέδιο φυλακτό. Η κυρία Αναστασία έτρεξε στο νοσοκομείο και το εναπόθεσε κάτω από το μαξιλάρι του παιδιού της.
Το ίδιο κιόλας βράδυ είδε στον ύπνο της τον Γέροντα Παΐσιο να της λέει "Μη φοβάσαι, θα γίνει καλά ο Παντελής".

Το επόμενο πρωί ο Παντελής συνήλθε υγιέστατος κάτι που οι γιατροί αδυνατούσαν να εξηγήσουν. Μια έντονη ευωδία είχε κατακλύσει το δωμάτιο και αργότερα διαπίστωσαν ότι αυτή η μυρωδιά, προέρχονταν από το μαξιλάρι του Παντελή, στο οπoίου η μητέρα του είχε τοποθετήσει κρυφά το φυλαχτό με το χώμα από τον τάφο του Γέροντα.
 Το μόνο που θυμάται ο Παντελής από το λήθαργο του, είναι η φιγούρα ενός μαυροφορεμένου γέροντα να του λέει: 'άντε σήκω παλικάρι μου να πας στη μαμά σου. Τα κόλλυβα σου δε τα έχεις στο ζωνάρι. Θα αργήσουμε να τα φάμε'.
Ο Παντελής από εκείνο το πρωϊ έχει μια αποστροφή για τα ναρκωτικά και υγιέστατος διαβάζει και προσπαθεί να μπει στο πανεπιστήμιο. Εξομολογείται στον πνευματικό της μητέρας του και θέλησε να μοιραστεί το θαύμα που βίωσε η οικογένεια του, με τον υποδιάκονο Αμφιλόχιο.
"Ο Θεός μερικές φορές, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνει με το καλό, του δίνει μια δοκιμασία, για να συνέλθει. Αν δεν υπήρχε λίγος πόνος, αρρώστιες κ.λ.π., θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι· δεν θα πλησίαζαν καθόλου στον Θεό."

 πηγή


Να πονάεις γι΄ αυτόν που αγαπάεις. Αγιος Πορφύριος




Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ΄ άπειρο, μες στ΄ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή.

Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. Ν΄ αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις γι΄ αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο. Όλη νύκτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον αγαπημένο. Κάνει θυσίες, δεν λογαριάζεις τίποτα, ούτε απειλές, ούτε δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς τον Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο.

Και όταν λέμε αγάπη, δεν είναι οι αρετές που θ΄ αποκτήσουμε αλλά η αγαπώσα καρδία προς τον Χριστό και τους άλλους. Το καθετί εκεί να το στρέφουμε. Βλέπουμε μια μητέρα να έχει το παιδάκι της αγκαλιά, να το φιλάει και να λαχταράει η ψυχούλα της; Βλέπουμε να λάμπει το πρόσωπό της, που κρατάει τ΄ αγγελούδι της; Όλ΄ αυτά ο άνθρωπος του Θεού τα βλέπει, του κάνουν εντύπωση και με δίψα λέει: «Να είχα κι εγώ αυτή τη λαχτάρα στον Θεό μου, στον Χριστό μου, στην Παναγίτσα μου, στους αγίους μας!». Να, έτσι πρέπει ν΄ αγαπήσομε τον Χριστό, τον Θεό. Το επιθυμείς, το θέλεις και το αποκτάς με τη χάρη του Θεού.

Εμείς, όμως, έχομε φλόγα για τον Χριστό; Τρέχουμε, όταν είμαστε κατάκοποι, να ξεκουρασθούμε στην προσευχή, στον Αγαπημένο ή το κάνουμε αγγάρια και λέμε: «Ω, τώρα έχω να κάνω και προσευχή και κανόνα...»; Τι λείπει και νιώθουμε έτσι; Λείπει ο θείος έρως. Δεν έχει αξία να γίνεται μια τέτοια προσευχή. Ίσως μάλιστα κάνει και κακό.

Αν στραπατσαρισθεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός «χοντρές» ψυχές δεν θέλει κοντά Του. Η ψυχή πρέπει να συνέλθει πάλι, για να γίνει άξια του Χριστού, να μετανοήσει «έως εβδομηκοντάκις επτά».

Η μετάνοια η αληθινή θα φέρει τον αγιασμό. Όχι να λέεις, «πάνε τα χρόνια μου χαμένα, δεν είμαι άξιος» κ.λ.π., αλλά μπορείς να λέεις, «θυμάμαι κι εγώ τις μέρες τις αργές, που δεν ζούσα κοντά στον Θεό...».
Και στη δική μου ζωή κάπου θα υπάρχουν άδειες μέρες. Ήμουν δώδεκα χρονών, που έφυγα για το Άγιον Όρος. Δεν ήταν αυτά χρόνια; Μπορεί βέβαια να ήμουν μικρό παιδί, αλλά έζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεού"τόσα πολλά χρόνια!...

Ακούστε τι λέει ο Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στο βιβλίο του «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν»:

«Πάσα γαρ εργασία σωματική τε και πνευματική, μη έχουσα πόνον ή κόπον, ουδέποτε καρποφορεί τω ταύτην μετερχομένω, ότι βιαστή εστίν η Βασιλεία των ουρανών και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, βίαν ειπών την του σώματος εν πάσιν έπιπονον άσκησιν».

Όταν αγαπάεις τον Χριστόν, κάνεις κόπο, αλλά ευλογημένο κόπο. Υποφέρεις, αλλά με χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αυτά είναι πόθος, θείος πόθος. Και πόνος και πόθος και έρωτας και λαχτάρα και αγαλλίαση και χαρά και αγάπη. Οι μετάνοιες, η αγρυπνία, η νηστεία είναι κόπος, που γίνεται για τον Αγαπημένο.

Κόπος, για να ζεις τον Χριστό. Αλλ΄ αυτός ο κόπος δεν γίνεται αναγκαστικά, δεν αγανακτείς. Ότι κάνεις αγγάρια, δημιουργεί μεγάλο κακό και στο είναι σου και στην εργασία σου. Το σφίξιμο, το σπρώξιμο φέρνει αντίδραση.
Ο κόπος για τον Χριστό, ο πόθος ο αληθινός είναι Χριστού αγάπη, είναι θυσία, είναι ανάλυσις. Αυτό ένιωθε και ο Δαβίδ: «Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου». Ποθεί με λαχτάρα και λιώνει η ψυχή μου απ΄ την αγάπη του Θεού. Αυτό του Δαβίδ ταιριάζει με το στίχο του Βερίτη που μ΄ αρέσει:

«Συντροφιά με τον Χριστό λαχτάρησα να ζήσω, ως να φθάσει κι η στερνή στιγμή να ξεψυχήσω».

Χρειάζεται προσοχή και προσπάθεια, για να κατανοεί κανείς αυτά που μελετάει και να τα ενστερνίζεται. Αυτός είναι ο κόπος που θα κάνει ο άνθρωπος. Στην κατάνυξη, στη ζέση, στα δάκρυα θα μπει μετά χωρίς να κοπιάσει.

Αυτά ακολουθούν, είναι δώρα Θεού. Ο έρωτας θέλει προσπάθεια; Με την κατανόηση, των τροπαρίων και κανόνων και των Γραφών έλκεσαι ευφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στην αλήθεια ευφραινόμενος. «Έδωκας ευφροσύνην εις την καρδίαν μου», όπως λέγει ο Δαβίδ. Έτσι αυθόρμητα μπαίνεις στην κατάνυξη, αναίμακτα. Καταλάβατε;

Εγώ ο καημένος επιθυμώ ν΄ ακούω τα λόγια των Πατέρων, των ασκητών, τα λόγια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σ΄ αυτά θέλω να εντρυφώ. Αυτά καλλιεργούν το θείο έρωτα. Τα επιθυμώ και προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ.

Αρρώστησα και «το μεν πνεύμα πρόθυμος, η δε σαρξ ασθενής». Δεν μπορώ να κάνω μετάνοιες. Τίποτα. Επιθυμώ, έχω ζήλο και έρωτα να είμαι στο Άγιον Όρος και να κάνω μετάνοιες, να προσεύχομαι, να λειτουργώ και να είμαι μ΄ έναν ακόμα ασκητή. Είναι καλύτερο να είναι δύο.
Το είπε και ο ίδιος ο Χριστός: «Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών».


Αγιος Πορφύριος