Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φιλανθρωπία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φιλανθρωπία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Και τί θα λέω, όταν προσεύχομαι;

17159_1113246250181_1797672678_232849_6331522_n.jpg


Ο άρρωστος Εζεκίας ούτε όρθιος ούτε γονατιστός, αλλά πεσμένος στο κρεβάτι παρακάλεσε για τη θεραπεία του το Θεό, που με τον προφήτη Ησαΐα του είχε προαναγγείλει το θάνατό του.
Και κατόρθωσε με την καθαρότητα και τη θερμότητα της καρδιάς του να μεταβάλει τη θεϊκή απόφαση.
Ο ληστής, πάλι, καρφωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια κέρδισε τη βασιλεία των ουρανών.
Και ο Ιερεμίας μέσα στο λάκκο με τη λάσπη  και ο Δανιήλ μέσα στο λάκκο με τα θηρία και ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους, όταν προσευχήθηκαν θερμά, απομάκρυναν τις συμφορές, που τους είχαν βρει, και βοηθήθηκαν από το Θεό.
"Και τί θα λέω, όταν προσεύχομαι;", θα με ρωτήσεις.
Θα λες ό,τι και η Χαναναία του Ευαγγελίου. «Ελέησέ με, Κύριε!», παρακαλούσε εκείνη. «Η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο».
"Ελέησέ με, Κύριε!", θα παρακαλάς κι εσύ. "Η ψυχή μου βασανίζεται από δαιμόνιο". Γιατί η αμαρτία είναι μεγάλος δαίμονας.Ο δαιμονισμένος ελεείται, ενώ ο αμαρτωλός αποδοκιμάζεται. "Ελέησέ με!". Μικρή είναι η φράση. Και όμως, γίνεται πέλαγος φιλανθρωπίας, καθώς, όπου υπάρχει έλεος, εκεί υπάρχουν όλα τα αγαθά.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Αληθινή ιστορία: Τί κάνω τώρα Θεέ μου;





Ετούτη είναι μια αληθινή ιστορία, που μας την αφηγήθηκε κάποιος που την έζησε από κοντά.
Ο άντρας και η γυναίκα ήταν πρόσφυγες από την Σμύρνη.
Ο παππούς που μας είπε γι αυτούς, τους γνώρισε στην Αθήνα.
Ήταν μόνοι, κατάμονοι, δίχως συγγενείς όπως οι περισσότεροι από τους ξεσπιτωμένους της Ανατολής. Ούτε παιδιά είχαν.
Δυο απλοί και πονεμένοι άνθρωποι που ποτέ δεν έδειξαν τον πόνο τους. Μόνο την ελπίδα τους στον Κύριο που ξημερώνει τις μέρες έβλεπες και την φτώχεια τους που δεν γινόταν να κρυφτεί.
Σε ένα ημιυπόγειο ο άντρας είχε ένα μικρομάγαζο και πουλούσε ελιές. Πάνω απ' αυτό, ένα τετράγωνο δωμάτιο ήταν η ...οικία τους. Σπίτι να το κάνει ο Θεός: Σε μιαν άκρη τα σιδερένια τρίποδα με τις ξύλινες τάβλες και αυτό ήταν το κρεββάτι, παραδίπλα ένα κουτσό τραπέζι, δύο μπακιρένια κύπελλα για να πίνουν νερό, μια γκαζιέρα, μια καρβουνισμένη κατσαρόλα και λίγα ρούχα σκεπασμένα με ένα σεντόνι.
Το "οίκημα" νοικιασμένο.
Πόσες ελιές θα μπορούσε να πουλήσει ο χριστιανός για να καζαντίσουν;
Έπειτα ήταν και οι φτωχότεροι απ' αυτούς και οι ανήμποροι που δεν έπρεπε να μείνουν νηστικοί....Οι πένητες συνέδραμαν τους φτωχούς και αμφότεροι έλεγαν "δόξα τω Θεώ", γιατί έτσι είναι γραμμένο στις Γραφές και το ζευγάρι ήξερε καλά τα μαθηματικά του Θεού, την αριθμητική των δύο χιτώνων.
Τα χρόνια πέρασαν, το "μαγαζί" έκλεισε, τα χρόνια εκείνα συντάξεις δεν υπήρχαν, οι φτωχούληδες του Θεού άρχισαν να ζητιανεύουν στις γωνίες.
Μετά ούτε αυτό, καθώς γέρασαν πολύ και αρρώστησαν. Αν κάποιος τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί έτρωγαν, αν όχι έπεφταν για ύπνο νηστικοί.
"Έχει ο Θεός" έλεγαν και πάλι "έχει ο Θεός" είπαν και όταν τα ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια, όταν τα μπακιρένια κύπελλα πρασίνισαν από την πολυκαιρία, όταν δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι. Αχ αυτό το νοίκι...χρόνια το είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης αλλά μετά "ξεχνούσε" το χαμόσπιτο και αυτοί συνέχιζαν την χαμοζωή τους, μη λείποντας από την εκκλησία και χαμογελώντας με εμπιστοσύνη σε όλες τις εικόνες του ναού.
Τόσοι άγιοι που βασανίστηκαν, ένας Αφέντης που σταυρώθηκε, η Μάνα που κάηκε η καρδιά Της και τούτοι που δεν έπαθαν τίποτε, θα σκιαχτούν;
Σκιάχτηκαν ωστόσο την ημέρα που ο ιδιοκτήτης τους είπε να φύγουν γιατί ήθελε να το γκρεμίσει το σπίτι. Θα έκανε πολυκατοικία.
Να φύγουν και να πάνε πού;
Εδώ αγαπήθηκαν, ευλογήθηκαν, χόρτασαν, πείνασαν, έκλαψαν, ήλπισαν, εδώ ήταν το σβηστό -πια- καντηλάκι τους, έδώ τα κουρέλια τους, εδώ τα σκουριασμένα από την αχρησία κουταλοπήρουνά τους.
Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω τις βροχές, τα χιόνια, τους καιρούς και από μέσα ζούσαν το εύκρατον της δωρισμένης ελπίδας.
Τώρα;
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;" ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε "Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"
 
Αναδημοσίευση από: Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Έγκωμης


πηγή

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Εκείνοι θα ήθελαν να πάρουν από την Εκκλησία και να δώσουν στους φτωχούς, για να μη δίνουν τα δικά τους και για να μην τούς ενοχλούν οι φτωχοί


ftoxos22.jpg





Απάντηση σε κάποιον που ρωτά:"Θα δεχόταν ο Χριστός τόση λάμψη στις Εκκλησίες";

 

Στο προηγούμενο γράμμα μου απαντάτε πάλι με ερώτηση: «Θα ανεχό­ταν ο Χριστός τόση λάμψη στην Εκκλησία;». Οπωσδήποτε. Το ανεχόταν και τότε, θα το ανεχόταν και τώρα. Τότε υπήρχε στα Ιεροσόλυμα ο ναός του Σολομώντα, ένα από τα σπάνια θαύματα της αρχιτεκτονικής και πο­λυτέλειας στον κόσμο.

Τούτος ο ναός είχε περισσότερο χρυσό και πολύτι­μες πέτρες εσωτερικά απ' ό,τι έχουν σήμερα όλοι οι χριστιανικοί ναοί στα Βαλκάνια. «Και όλον τον οίκον περιέσχε χρυσίω έως συντέλειας παντός του οίκου» (Γ' Βασ. 6,22). Σ' αυτό το ναό έμπαινε ο Χριστός πολλές φορές, όμως ποτέ δεν εξέφρασε τη δική σας σκέψη, ότι θα έπρεπε όλα αυτά να με­ταμορφωθούν σε ψωμί και να φαγωθούν.
Αυτός προέβλεψε την κατάρ­ρευση αυτού του ναού και ο ναός καταστράφηκε, αλλά όχι εξαιτίας του χρυσού στον ναό, αλλά εξαιτίας της λάσπης στις ανθρώπινες ψυχές. Εμένα με ευχαριστεί που δείχνετε ελεήμων προς τους φτωχούς, αλλά ακόμα πε­ρισσότερο θα με ευχαριστούσε εάν δείχνατε ελεήμων με τη δική σας περι­ουσία και όχι των άλλων.

Δεν θα ήθελα να σας δω όμως στήν ίδια πλευρά με τον Ιούδα. Θα θυμάστε πώς ο Ιούδας θέλησε κάποτε να φανεί πιο ελε­ήμων από τον Χριστό... Διαβάστε το δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Κάποια γυναίκα πήρε ένα μπουκαλάκι με πολύτιμο μύρο νάρδου και άλειψε τα πόδια του Ιησού. Ο Ιούδας, ο οποίος αργότερα πρόδωσε τον δάσκαλο του για τα λεφτά, θύμωσε και φώναξε: «Διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς;» (Ιωάν. 12,5). Σ' αυτό του απάντησε ο στοργικός Κύριος, που ήταν καθ' οδόν να δώσει και τη ζωή Του για τούς φτωχούς: «Τους πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε» (Ιωάν. 12,8).
Ακούστε, λοιπόν, τι θα σας πω: εάν όλοι εμείς είχαμε πάντα τον Χριστό μαζί μας, δεν θα υπήρχαν φτωχοί ανάμεσα μας. Εκείνοι οι οποίοι έχουν τον Χριστό μαζί τους, εκείνοι προσέφεραν στην Εκκλησία όλα αυτά που εσείς ονομάζετε «λάμψη». Εκείνοι οι ίδιοι δίνουν τα μέγιστα στους φτωχούς.

Η αγάπη προς τον ζωντανό Χριστό τους σπρώχνει και στις δύο θυσίες: στη θυσία προς την Εκκλησία τους και στη θυσία προς τα φτωχά αδέλφια τους. Ενώ εκείνοι που δεν έχουν τον Χριστό μαζί τους, δεν έχουν ούτε τούς φτωχούς μαζί τους. Εκείνοι θα ήθελαν να πάρουν από την Εκκλησία και να δώσουν στους φτωχούς, για να μη δίνουν τα δικά τους και για να μην τούς ενοχλούν οι φτωχοί. Αυτός είναι ο βαθύτερος πειρασμός, πού κάνει αυθάδη περίπατο ανάμεσα μας με το προσωπείο της ευεργεσίας.
Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς Επισκ. Αχρίδος


ftvxoi.jpg