Του Μητροπολίτη Σιατίστης Παύλου για την Romfea.gr
Δόξα τη μακροθυμία σου Κύριε! Δόξα σοι!
Αὐτόν τον λόγο σου είπαμε, αὐτόν τόν λόγο Σου λέμε.
Ἡ μακροθυμία σου εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα μας
Δέν θέλω, Κύριε, νά μιλήσω αὐτή τήν ὥρα στό λαό Σου γιά Σένα γιά τήν ἀγάπη Σου πού μέτρο της εἶναι ὁ Σταυρός Σου.
Θέλω νά μιλήσω σέ Σένα γιά μᾶς τόν λαό Σου.Θέλω νά σοῦ μιλήσω σάν ποιμένας τοῦ λαοῦ Σου.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, ἀλλά αὐτή τή Μεγάλη Παρασκευή δέν τήν φοβᾶμαι!
Μεγάλη Πασκευή σήμερα ἀλλά αὐτή τή μεγάλη Παρασκευή τή χαίρομαι, γιατί μετά ἀπό αὐτήν ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση!
Τήν κάθε Μεγάλη Παρασκευή βλέπω τόσο καθαρά τήν ἀγάπη Σου πού μέτρο της ἔχει τό Σταυρό! Πόσο ἀγαπημένος εἶναι ὁ Σταυρό Σου, ἀφοῦ κάθε φορά μᾶς δείχνει πόσο μᾶς ἀγάπησες. Ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη Σου γεννᾶ τήν ἐλπίδα μέσα στίς ψυχές μας.
Αὐτό πού φοβᾶμαι Κύριε εἶναι ἡ Μεγάλη Παρασκευή τῆς Πατρίδας μου, γιατί αὐτή χωρίς Ἐσένα δέν ἔχει τήν προοπτική τῆς Ἀνάστασης. Τή Μεγάλη Παρασκευή τῆς Πατρίδας μου φοβᾶμαι, γιατί φτάσαμε σ’αὐτήν ἐπειδή ἀπέστημεν ἀπό Σοῦ.
Τήν Μεγάλη παρασκευή τῆς Πατρίδας μου φοβᾶμαι γιατί ὁ δρόμος τῆς Ἀνάστασης θά εἶναι πολύ μακρύς, ἄν ἔλθει ποτέ!
Ἀκούγοντας χθές βράδυ τά τροπάρια ἔννοιωσα ὅτι αὐτάδέν μιλοῦσαν πλέον γιά τό γένος τῶν Ἑβραίω, ἀλλά γιά μᾶς, γιά τό δικό μας γένος, πού φάνηκε κάποτε ὅτι θά γινόταν ἕνας νέος ἐκλεκτός λαός. Χάρηκες κάποτε ὅταν ἄκουσες ὅτι σέ ζητοῦσαν νά σέ δοῦν κάποιοι Ἕλληνες καί εἶπες «=ἦλθε ἡ ὥρα γιά νά δοξασθεῖ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου» καί οἱ Πατέρες μας Σέ δόξασαν.
Ἐμεῖς ὅμως σήμερα, οἱ ἄρχοντες καί ὁ λαός σου σέ ἀρνηθήκαμε, σέ προδόσαμε, κενά κατά σοῦ ἐμελετήσαμε.
«Ἄρχοντες λαοῦ συνήχθησαν κατά τοῦ Κυρίου καί κατά τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ». Καί οἱ δικοί μας ἄρχοντες ἔχουν ἐδῶ καί χρόνια συνασπισθεῖ ἐναντίον Σου καί ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας Σου.
Θέλουν τά παιδιά μας νά μήν μαθαίνουν γιά Σένα στά σχολεῖα τους, θέλουν νά μήν βλέπουν οὔτε τό πρόσωπο Σου, θέλουν ἡ πίστη Σέ σένα νά μήν φαίνεται πουθενά. Ἄθεοι ἄρχοντες ζητοῦν ἡ πίστη τοῦ λαοῦ σου, ἡ πίστη τῶν παιδιῶν Σου νά μή φαίνεται πουθενά.
Πέρισυ τέτοια ἡμέρα, Μεγάλη Παρασκευή, οἱ ὁρκισμένοι ἐχθροί σου, ἔπαιξαν ἕνα ντοκυμαντέρ, ἀμφιβόλου ἐπιστημονικῆς τεκμηρίωσης γιά νά Σέ χλευάσουν καί νά Σέ ἀμφισβτήσουν καί νά ἐμπαίξουν τήν πίστη τοῦ λαοῦ σου.
Ἀλλά καί σέ κάθε μεγάλο γεγονός τῆς ζωῆς Σου, γεγονός ὅμως πού ἀφορᾶ ἄμεσα καί τή δική μας ζωή, προσπαθοῦν ἄλλοτε μέ κάποιο κώδικα ντά Βίντσι, μέ κάποιο κινηματογραφικό ἔργο, μέ κάποιο βιβλίο νά σέ ἀμφισβητήσουν, νά κλονίσουν τήν πίστη τοῦ Λαοῦ στό εὐλογημένο πρόσωπο Σου.
Ἄθεοι ἄρχοντες πολέμησαν καί πολεμοῦν μέ πάθος τήν Ἐκκλησία σου, τήν ὑπονομεύουν, τήν διασύρουν, λασπολογοῦν ἐναντίον Της.
Τούς φοβίζει τό πνευματικό μέγεθος καί μεγαλεῖο Της, τούς τρομάζει, γιατί οἱ ἴδιοι εἶναι μικροί, πολύ μικροί. Τούς τρομάζει γιατί στό χτύπημα τῆς καμπάνας ὁ λαός συνάγεται αὐθόρθητα.
Ἀκούσαμε τό παράπονο Σου γιά τούς Ἰουδαίους: «Λαός μοι τί ἐποίησα σοι καί τί μοι ἀνταπέδωκας! Ἀντί τοῦ μάννα χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με Σταυρῷ μέ προσηλώσατε! οὐκέτι στέγω λοιπόν, καλέσω μου τά ἔθνη κακεῖνα μέ δοξάσουσι».
Αὐτό τό παράπονο νοιώθουμε νά ἀπευθύνεις καί σέ μᾶς σήμερα: Λαέ μου τί σᾶς ἔκανα καί τί μοῦ ἀνταποδίδετε; Σᾶς τίμησα καί μέ ἀτιμάζετε, τίμησα τό γένος σας ἐπιλέγοντας ἀπό αὐτό τούς μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μου.
Τίμησα τή γλῶσσα σας κάνοντας την γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου μου. Ἀνέδειξα καί δόξασα τό γένος σας μέσα ἀπό τή χιλιόχρονη Βυζαντινή Αὐτοκρατορία. Σᾶς στήριξα ὅταν δουλωθήκατε. Σᾶς χάρισα τήν πίστη μου γιά μήν ἀλλοιωθεῖτε σά γένος καί σβήσετε.
Σᾶς χάρισα τήν Ἐκκλησία μου γιά νά γίνη κιβωτός τοῦ λαοῦ σας. Ἀνέδειξα ἀνθρώπους πίστεως πού μέ τούς ἀγῶνες τους σᾶς ὁδήγησαν στήν ἐλευθερία. Σέ κάθε δύσκολη ὥρα τῆς πατρίδας σας ἡ πίστη σέ μένα ἦταν τό στήριγμα σας, ἡ πηγή τῆς ἐμπνεύσεως σας.
Καί ἐσεῖς τί μοῦ ἀνταποδόσατε; Μέ προδίδετε καί μέ προδόσατε. Πολεμήσατε καί χλευάσατε τήν Ἐκκλησία μου, ἀρνηθήκατε τό θέλημά μου, διώξατε τούς πιστούς μου, βλασφημήσατε τό ὄνομά μου, συναγωνίζεσθε σέ πράξεις καί λόγους ἀπαξίωσης τῆς Πίστεως, προσπαθεῖτε νά ἀρνηθέῖτε κάθε σχέση μαζί μου. Δέν διαλέξαρε Ἐμένα, διάλεξατε τούς Βαραββᾶδες.
Δέν πιστέψατε σέ μένα, ἐμπιστευθήκατε τούς ληστές.Δέν καταλάβατε ὅτι ἐκεῖνοι πού πολεμοῦσαν ἐμένα, εἶχαν στόχο ἐσᾶς. Τούς ζητήσατε, τρέξατε πίσω τους, τούς πιστέψατε καί ἐκεῖνοι σᾶς πούλησαν, σᾶς κατέστρεψαν.
Γίνατε καί ἐσεῖς λαός δυσσεβής καί παράνομος. Δέν διαλέξατε ἐμένα ὡς Κύριο σας, ἀλλά τόν Καίσαρα. Ζητήσατε μέ τόν τρόπο σας τό Αἷμα μου νά πέση ἐπάνω σας καί ἐπάνω στά παιδιά σας. Σήμερα ζεῖτε τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας σας.
Εἶχα προειδοποίσει τούς Ἰουδαίους: «Ἰδού ἀφίετε ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος». Λίγο ἀργότερα ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας δέν ἄφησε πέτρα πάνω στήν πέτρα.
Βαδίζετε στά ἴχνη τους. Οἱ ἐχθροί σας δέν πά ἔξω καί μακρυά ἀλλά μέσα στόν τόπο σας. Μόνο ἡ μετάνοια σας θά σᾶς σώσει. Τό θαῦμα δέν θά ἔλθει ἀπό τούς ἄρχοντες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλά, ὅπως καί τίς ἄλλες φορές, μόνο ἀπό μένα.
Ἀλλά δέν τό πιστεύετε πιά. Κινδυνεύει καί ὁ δικός σας οἶκος νά γίνει ἔρημος.
Κύριε νοιώθω βαθειά τό παράπονό Σου. Εἶναι ἀπόλυτα ἀληθινό καί δικαιολογημένο. Προσδοκῶ Κύριε τήν Ἀνάσταση Σου.
Ἀπό ἐκεῖ ἀντλῶ δύναμη. Φοβᾶμαι ὄμως γιά τή Μεγάλη Παρασκευή τῆς Πατρίδος μου.
Κολόβωσε, Σέ παρακαλῶ τή διάρκειά της, κάνε νά μήν εἶναι μακρυνή ἡ νύχτα.
Δόξα τῇ μακροθυμία σου Κύριε! καί χάρισε μας τή μετάνοια γιά νά τήν ἀξιοποιήσουμε.