Ο
εκατόνταρχος κι οι άντρες του λόχου του σταμάτησαν μπροστά σ'; ένα
λιπόσαρκο και ηλικιωμένο χωρικό με άσπρα γένια και μαλλιά, που έβοσκε
τις γιδούλες του στην πλαγιά του λόφου:
-Πες μας, γέροντα, μήπως αντάμωσες σήμερα εκείνον τον άγριο το Ρέπροβο;
-Όχι, κύριε εκατόνταρχε. Έχω πολλές μέρες να τον απαντήσω.
-Τρεις
μέρες τώρα τον αναζητούμε μέσα στο δάσος και πουθενά δεν μπορέσαμε να
τον συναντήσουμε, θαρρείς κι άνοιξε η γης και τον κατάπιε ...
-Χμ!
έκανε ο άλλος και κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του. Δύσκολα θα τον
βρείτε μέσα σε τούτα τα δασιά ρουμάνια. Και μάλιστα σαν εκείνος δεν το
θελήσει ... Όμως, με παραξενεύει, που τον καταζητείτε τόσο επίμονα ...
Σαν τι κακό έχει κάνει;
-Γιατί σου κάνει έκπληξη, που καταζητούμε αυτόν το βάρβαρο και ασχημομούρη;
-Μπορεί
ο Ρέπροβος να είναι πράγματι άσκημος και να προέρχεται από μια άγρια
και βάρβαρη φυλή, μα είναι άνθρωπος φιλήσυχος κι άκακος σαν τ' αρνί. Και
να το ξέρετε, τότε μονάχα γίνεται επικίνδυνος, όταν κανείς επιχειρήσει
να τον προσβάλει ή τον προκαλέσει βίαια ...; Έ τότε, εκατόνταρχέ μου,
ένας ολόκληρος λόγος δεν καταφέρνει να τον κάνει καλά. Γι'; αυτό θα σας
ορμήνευα να είστε καλοί κι ευγενικοί μαζί του. Μα, πείτε μου, σας
παρακαλώ, τι έκανε και τον κατατρέχετε;
-Ασέβησε στους θεούς μας!
-Τι λογής ασέβεια έπραξε;
-Όταν
μια μέρα άνθρωπος του αυτοκράτορα της Ρώμης τιμωρούσε κάποιος
χριστιανούς, εκείνος πήρε το μέρος τους και μίλησε με άσχημα λόγια για
τους δώδεκα θεούς μας! Γι'; αυτή του την ασέβεια εντολές έχουμε να τον
οδηγήσουμε μπροστά στον αυτοκράτορα να δώσει λόγο.
-Δεν
ξεύρω τι μου λέει η αφεντιά σου, παλικάρι μου, μα ο άνθρωπος αυτός δεν
έχει πειράξει μήτε μυρμηγκάκι. Απεναντίας μάλιστα, κάνει πάντα το καλό.
Το σπίτι του είναι κοντά στο ποτάμι και καθημερινά βοηθάει τους
αδύναμους να το διαβούν πέρα. Πιότερο μάλιστα βοηθάει τους περαστικούς
κατά τους μήνες του χειμώνα, που το ρέμα με τις κατεβασιές του γίνεται
πιότερο επικίνδυνο ...; Και τους βοηθάει δίχως να τους γυρεύει καμιά
πληρωμή! Γι'; αυτό όλοι στην περιοχή τον σέβουνται και τον αγαπούν.
-Έχουμε
χρέος να τον οδηγήσουμε στον άρχοντα του τόπου ζωντανό ή νεκρό. Μα τον
προτιμάει ζωντανό, γιατί έχει μάθει για τη θηριώδη δύναμή του και
σκοπεύει να τον στείλει στη Ρώμη, στον αυτοκράτορα, για ν'; αγωνιστεί με
τους μονομάχους στην αρένα ...;
-Ζωντανό
ή νεκρό είπες, κύριε εκατόνταρχε. Δε γνωρίζω ποιο από τα δύο είναι
ευκολότερο για σας, μα θα σας συμβούλευα να μην τον εξοργίσετε, γιατί θα
κιντυνέψετε όλοι σας!... Πάρτε τον με το καλό ...
-Με το καλό είπες; Σαν πολύ του πέφτει το σκυλομούρη να τον παρακαλέσουμε κιόλας!
-Άλλωστε μήτε κι αυτός έχει διάθεση να σας κάνει κακό ...
-Και πόθε συμπεραίνεις πως δε θέλει το κακό μας;
-Τρεις
μέρες τώρα που εσείς γυροφέρνετε μέσα στο δάσος, ελόγου του σας
παρακολουθεί διακριτικά και βρίσκεται κάθε στιγμή κοντά σας! Επομένως,
αν ήθελε να σας βλάψει, θα το είχε κάνει κιόλας.
-Ασφαλώς θ'; αστειεύεσαι γέροντα ... Τι κακό μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος σ'; εκατό πάνοπλους στρατιώτες
-Χμ! Λαθεμένη είναι η γνώμη σου, παλικάρι μου, γιατί δεν τον έχεις ποτέ δει με τα μάτια σου ...
-Πες μας εσύ γι' αυτόν, αφού τον ξέρεις καλά.
-Κατάγεται
από μια φυλή βάρβαρων ανθρωποφάγων, όπως σας το ξανάπα, μα εκείνος δεν
πειράζει άνθρωπο. Είναι γιγάντιος και πολύ δυνατός, δηλαδή θηριώδης, μα
ακίνδυνος. Φαίνεται πολύ άγριος, μα έχει καρδιά μικρού παιδιού. Είναι
πολύ άσχημος, όπως έχετε πληροφορηθεί, μα έχει πολύ καλή ψυχή. Και δεν
είναι σωστό αυτό που φαντάζονται κάποιο, πως δηλαδή κάθε άσκημος
άνθρωπος είναι και κακός! Γελοία ιδέα αυτή! Όχι. Πολλές φορές σ' ένα
άσκημο πρόσωπο, κύριε εκατόνταρχε, κρύβεται μια αγγελική ψυχούλα και σ';
ένα όμορφο ένας κακός κι εγκληματικός χαρακτήρας. Κάτι παρόμοιο
συμβαίνει και με το Ρέπροβο. Άσκημος είναι πράγματι, κακάσκημος τόσο,
που πολλοί τονε λένε σκυλοκέφαλο, μα έχει αγγελική ψυχή!
-Και, θαρρείς, εκατό άνθρωποι θα πρέπει να φυλάγουνται από έναν άκακο και ήσυχο και καλόψυχο άνθρωπο;
-Ναι,
πρέπει να φυλάγουνται από το Ρέπροβο ειδικά, γιατί αν τύχει και θυμώσει
-;και δε θυμώνει ποτέ δίχως σοβαρό λόγο- γίνεται αλλιώτικος άνθρωπος,
θηρίο ανήμερο! Ξυπνούν μέσα του όλα τ'; άγρια ένστικτα της φυλής του!
Γι'; αυτό σας συμβουλεύω, παλικάρι μου, να προσέχετε! Να προσέχετε πολύ
...;
Ο
αξιωματικός κι οι στρατιώτες αποχαιρέτησαν το γέροντα βοσκό και
συνέχισαν την περιπλάνησή τους μέσα στο λόγγο. Γυρόφεραν ολημερίς και
πάλι το δάσος και κατά το απόγεμα, αποκαμωμένοι και καταπεινασμένοι τον
είδαν ξαφνικά μπροστά τους να κάθεται ήσυχος κάτω από μια μεγάλη
βελανιδιά, να βγάζει από τον τορβά του ένα κομμάτι ψωμί και να
ετοιμάζεται να το φάει. Βλέποντάς τον θάρρεψαν πως θ'; ανασηκωνόταν
βιαστικά και πως θα έτρεχε να κρυφτεί μέσα στη δασιά βλάστηση. Δεν έγινε
όμως τίποτε παρόμοιο. Ο Ρέπροβος ούτε βιάστηκε να εξαφανιστεί από
μπροστά τους, ούτε έδειξε ν'; ανησυχεί καν! Μονάχα σηκώθηκε αργά
ολόρθος.
-Ω,
μεγάλε Δία! κάνανε οι στρατιώτες με κατάπληξη, αλλά και φόβο που τον
είδαν! Ψηλότερο και δυνατότερο άνθρωπο δεν έχουμε ξαναδεί στον κόσμο!
Κοιτάτε! αυτός δεν έχει ανθρώπου δύναμη, αλλά θηρίου!...
-Αληθινά μπορούμε να τον παραβάλουμε με το θεϊκό Ηρακλή!
Το
κεφάλι του έμοιαζε με κορυφή κάστρου, τα χέρια του σαν δυο πελώριος
τανάλιες και τα πόδια του σαν τα στηρίγματα γεφυριού! Τέτοιος άντρας! Κι
ήταν απαίσιος στην όψη, φοβερός σαν θηρίο της ζούγκλας, άγριος κι
άσκημος, όπως είχανε ακουστά κι όπως το ομολογούσαν. Σάστισαν. Τα
χρειάστηκαν.
Ο Ρέπροβος τους χαιρέτησε με υπόκλιση και τους περίμενε να πάνε κοντά του.
Ο εκατόνταρχος έδωσε εντολή να μη χρησιμοποιήσει κανείς το κοντάρι ή το σπαθί του, εκτός κι αν βρίσκονταν σε μεγάλη ανάγκη.
-Δεν μπορούμε δίχως κοντάρια και σπαθιά να συλλάβουμε αυτό το θηρίο, κύριε εκατόνταρχε. Αλλιώτικα θα μας κομματιάσει.
-Θα τον συλλάβουμε, είπε εκείνος τραυλίζοντας.
Σίμωσαν αργά κοντά του και στραβολαίμιασαν να τον κοιτάζουν από ψηλά στα μάτια. Τόσο ψηλός ήταν!
-Τι θέλετε από μένα, κύριοι, και με ψάχνετε τρία μερόνυχτα; ρώτησε ήρεμα.
-;Ξέρεις,
Ρέπροβε ... Έχουμε εντολή από τον αυτοκράτορα να σε συλλάβουμε και να
σ' οδηγήσουμε μπροστά του, ψέλλισε περίτρομος ο εκατόνταρχος.
-Γιατί; Τι κακό έχω κάνει;
-Είσαι χριστιανός κι ασεβείς προς τους δώδεκα θεούς μας.
Άφοβα
ο Ρέπροβος όχι μονάχα δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη του, αλλά και
να δώσει συμβουλές στους διώκτες του, όπως συνήθιζαν οι πρώτοι
χριστιανοί:
-Ναι,
είμαι χριστιανός. Γνώρισα τον Κύριό μου και Θεό μου και ζω μέσα στο φως
του ... Και θα σας έλεγα, αδέρφια μου, να γνωρίσετε κι εσείς τον Υιό
του Θεού, να βρείτε τη σωτηρία σας ...
Αδίσταχτα
συνέχισε να τους μιλάει για τη ζωή του Χριστού, για τη διδασκαλία Του,
για τα θαύματά Του, για το σταυρικό Του θάνατο και την ανάστασή Του ...
Γοητευμένοι
από τον απλό, αλλά πειστικό λόγο εκείνου του γίγαντα, οι εκατό
στρατιώτες άκουγαν δίχως ανάσα για πρώτη τους φορά τη χριστιανική
αλήθεια. Πόσο διαφορετική ήταν η πραγματικότητα για τους χριστιανούς
απ'; όσα σκόπιμα οι επιτήδειοι διέδιδαν στον κόσμο! Απ'; όσα οι ιερείς
της παλιάς θρησκείας, οι μάντηδες κι οι αγαλματοποιοί τους
συκοφαντούσαν, πως δηλαδή έσφαζαν μικρά παιδιά κι έπιναν το αίμα τους κι
άλλα παρόμοια φοβερά τερατολογήματα!
-Ρέπροβε,
οι άντρες μου πεινούν όλοι φοβερά, είπε ο εκατόνταρχος, όταν εκείνος
σταμάτησε την ομιλία του. Κι όπως γράφει ο μεγαλύτερος ποιητής του
γένους μου, η πείνα αρματώνει καράβια ... Τα τρόφιμά μας έχουν τελειώσει
από χτες βράδυ. Θα σε παρακαλούσα να τους δώκεις μια μπουκιά από το
δικό σου ...
Ένας στρατιώτης θέλησε ν' αστειευτεί με την πείνα του:
-Πρόθυμα θ' ακολουθήσουμε το Θεό σου, αν τούτη την ώρα της φοβερής πείνας μας εκείνος μας δώσει να χορτάσουμε ...
Το πρόσωπο του Ρέπροβου φωτίστηκε από εσωτερικό φως. Τους έδειξε το λιγοστό ψωμί, που βαστούσε στο χέρι κι είπε:
-Αυτό έχω μονάχα, παλικάρια μου, μα θα βοηθήσει ο Θεός μου.
Κι ευθύς γονάτισε και προσευχήθηκε στον Χριστό.
Έκπληκτοι οι στρατιώτες τον παρατηρούσαν σιωπηλά.
-Εσύ,
Κύριέ μου, έλεγε στην προσευχή του ο γίγαντας χριστιανός, που χόρτασες
με πέντε ψωμιά και δυο ψάρια πέντε χιλιάδες άντρες και πολλά
γυναικόπαιδα, ευλόγησε τούτο το ψωμί να φάνε τα πεινασμένα παιδιά σου,
δείχνοντας έτσι και τη δύναμή σου και τη δόξα σου, να διαλύσεις την
απιστία τους και να κάνεις τις καρδιές τους ν'; ανοίξουν στο θείο λόγο
σου ...
Πήρε
το λιγοστό ψωμί του κι άρχισε να κόβει φέτες και να το μοιράζει στους
στρατιώτες. Έκοβε κι έδινε κι εκείνο δεν έλεγε να τελειώσει!
Έφαγαν
και χόρτασαν όλοι! Κι όλη την ώρα συζητούσαν χαμηλόφωνα κατάπληκτοι για
το θαύμα, που είχε συντελεστεί εκεί μπροστά τους. Ο Ρέπροβος δεν ήταν
μάγος, συμφωνούσαν συναμεταξύ τους. Όχι. Ποτέ κανένας μάγος απ'; όσους
είχαν γνωρίσει ως τότε δεν είχε κάνει τέτοιο μεγάλο θαύμα. Οι μάγοι
περιορίζονταν σε κόλπα, που ξεγελούσαν, μα ποτέ δεν έδιναν ψωμί στους
θεατές τους. Ώστε λοιπόν ο Χριστός δεν ήταν ένας ακόμα από τους
εκατοντάδες αδύναμους θεούς κι ημίθεους, που λάτρευαν εκείνοι, αλλά ένας
θεός που έδειχνε τη δύναμή του ολοζώντανη!
-Άκουσέ
με, καλέ μας Ρέπροβε, είπε ο εκατόνταρχος μόλις απόφαγε, εμείς σε
γνωρίσαμε καλά και καταλάβαμε πως είναι άδικος ο διωγμός σου. Γι αυτό θα
φύγουμε και δε θα σ'; ενοχλήσουμε ...
-Πού θα πάτε;
-Θα επιστρέψουμε στον άρχοντά μας και θα του πούμε πως δε σε απαντήσαμε πουθενά ...
-Όχι. Δεν μπορείτε να πείτε ψέματα στον άρχοντά σας.
-Μα αλλιώτικα κινδυνεύεις!
-Θα πρέπει να εκτελέσετε την εντολή του.
-Καλά, μα ...
-Καθίστε, να ξεκουραστείτε λίγο και μετά να κινήσουμε για την πόλη. Θα σας παρακαλέσω μοναχά να μου κάνετε μια χάρη ...
-Τι;
-Στην
Αντιόχεια, που θα φτάσουμε θα μου επιτρέψετε πρώτα να συναντήσω τον
επίσκοπο Βαβύλα να με βαφτίσει, γιατί δεν έχω λάβει ακόμα το βάπτισμα
του Κυρίου μου, και δε γνωρίζω τι με περιμένει στη Ρώμη, πού θα βρεθώ.
Ο εκατόνταρχος υποχώρησε.
Κίνησαν
για την Αντιόχεια. Σ' όλο το ταξίδι ο Ρέπροβος δεν έκαμε τίποτε άλλο,
από το να διδάσκει το λόγο του Χριστού. Κι οι στρατιώτες ρουφούσαν τα
λόγια του, όπως η διψασμένη γη τον Αύγουστο.
-Έχεις δει το Χριστό με τα μάτια σου, Ρέπροβε; ρώτησε ένας στρατιώτης.
-Εσύ τι λες;
-Εγώ
λέω πως, όταν ένας άνθρωπος μιλάει με τόσο ενθουσιασμό για το Χριστό,
γίνεται φανερό πως κάποτε τον είδε με τα μάτια του ...
-Να
σας πω κάτι που μου συνέβη και να κρίνετε μονάχοι σας. Το λοιπόν, καθώς
το σπίτι μου είναι πλάι στο ποτάμι, είχε παρουσιαστεί πολλές φορές η
ανάγκη να βοηθήσω αδύνατους ανθρώπους να περάσουν πέρα το ρέμα. Και,
φυσικά, ποτέ δεν είχα νιώσει καμιά κούραση και καμιά δυσκολία. Μια μέρα
όμως είδα στην ακροποταμιά ένα μικρό παιδί να κλαίει γοερά ... Πήγα
κοντά του. Οι δικοί του, μου είπε, είχαν περάσει πέρα το ποτάμι με τους
άλλους της συντροφιάς τους κι αυτό το είχαν ξεχασμένο σ'; εκείνη την
όχθη ...
Μιλούσε
όμορφα ο Ρέπροβος, μιλούσε γλυκά. Όλοι βρέθηκαν κρεμασμένοι από τα
χείλη του. Κι αυτό το άσχημο πρόσωπό του μέρωσε, γλύκανε, απόγινε
αγγελικό.
-Το
λοιπόν ανασήκωσα το παιδί στους ώμους μου και κίνησα να διαβώ το
ποτάμι. Όμως κάπου εκεί στη μέση της κοίτης ένιωσα για λίγες στιγμές
πολύ βαρύ το παιδί, ασήκωτο! Κόντεψα να λυγίσω από το βάρος του.
Παραξενεμένος έστρεψα το κεφάλι μου να ιδώ το πρόσωπό του. Μου
χαμογέλασε κι ευθύς ξανάγινε πανάλαφρο, όπως και πρώτα. Μου έκανε μεγάλη
εντύπωση το περιστατικό κι όταν βγήκα στην άλλη όχθη και το απόθεσα
καταγής, το ρώτησα:
«-Ποιος είσαι, καλό μου παιδί».
«-Ο αδερφός όσων ελόγου σου έχεις περάσει αντίκρυ σ'; αυτό το ποτάμι», μου αποκρίθηκε.
«-Μα εγώ έχω περάσει αντίκρυ μονάχα ανήμπορους και δυστυχισμένους ανθρώπους».
«-Εκείνων ακριβώς είμαι ο αδερφός, Ρέπροβε!».
»Το
παιδί εκείνη τη στιγμή εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Και τότε κατάλαβα
πως είχα κουβαλήσει στους ώμους μου το Χριστό! Ότι αυτός είναι πράγματι ο
αδερφός και παραστάτης όλων των δυστυχισμένων και των αδικουμένων σ';
αυτόν τον κόσμο. Ναι, ο Κύριος μου είχε κάνει αυτή τη σπάνια τιμή, να
τον ανασηκώσω στους ώμους μου. Ω! τι μεγάλη χάρη του Κυρίου για μένα!
-Και γιατί, Ρέπροβε, ο Χριστός σου φάνηκε πολύ βαρύς στα μισά του ποταμιού
-Σάμπως
ξέρω κι εγώ; Ίσως θέλησε να μου δείξει πόσο βαρύ είναι να σηκώνει
κανείς τ'; όνομα του χριστιανού με τους διωγμούς κι όλα αυτά, που κάνει
σήμερα ο αυτοκράτορας ... Βαρύ κι ασήκωτο τ' όνομα του χριστιανού, μα
σωτήριο, αδέρφια μου! Ας είναι δοξασμένο τ'; όνομα του Χριστού μας. Τα
πάντα θα υπομείνω για τη χάρη Του ...
Οι αφηγήσεις του Ρέπροβου κι οι συζητήσεις μαζί του είχαν μερώσει όλων τις καρδιές.
Έφτασαν
όλοι αντάμα στην Αντιόχεια και στο σπίτι του επισκόπου αγίου Βαβύλα,
που έκανε μεγάλες χαρές, σαν τους είδε. Ο εκατόνταρχος, αφού χαιρέτησε
τον επίσκοπο με σεβασμό, στράφηκε κατά το γίγαντα κρατούμενό του.
-Ρέπροβε,
του είπε, οι άντρες μου κι εγώ μέρες ολόκληρες τρέχαμε μέσα στα δάση να
σε συλλάβουμε, μα εσύ μόνος μας συνέλαβες όλους σε λίγα λεπτά όχι με το
σωματικό σου σθένος, που φοβόμαστε, μα με την πνευματική σου δύναμη,
που δεν υποψιαζόμασταν καν και που δε λογαριάζαμε! Εμείς απογίναμε
αιχμάλωτοι του αιχμαλώτου μας! Κι ενώ ερχόμασταν να σε συντρίψουμε,
πιστεύοντας πως ζεις μέσα στην ασέβεια, εσύ μας κατανίκησες και μας
έσωσες από την πλάνη! Με κοινή λοιπόν απόφασή μας οι στρατιώτες μου κι
εγώ πάψαμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας όργανα του αιμοσταγούς
αυτοκράτορά μας και να εκτελούμε τις διαταγές του ... Πάψαμε να
πιστεύουμε στην πολυθεΐα και στα είδωλα ... Και γίναμε όπως κι εσύ
χριστιανοί ... Κανενός πλέον δεν είσαι κρατούμενος ... Ελεύθερος είσαι
να λάβεις το βάπτισμα του Κυρίου. Ελεύθεροι είμαστε κι εμείς όλοι οι
στρατιώτες από το ζυγό της πολυθεΐας και της απιστίας. Και θα ζητήσουμε
από τον άγιο Βαβύλα να βαφτίσει κι εμάς ...
Ο
επίσκοπος Βαβύλας λίγες ώρες αργότερα βάφτισε το Ρέπροβο και του έδωσε
το όνομα Χριστόφορος, που σημαίνει «ο φέρων τον Χριστόν». Μετά
ολιγοήμερη κατήχηση βάφτισε και τον εκατόνταρχο και τους στρατιώτες, που
δεν ξαναγύρισαν πάλι στο ρωμαϊκό στρατό.
Ο Χριστόφορος αργότερα μαρτύρησε για την πίστη του στο Χριστό. Έγινε ο άγιος Χριστόφορος.
«Ουκ
έστιν Έλλην ή βάρβαρος», έχει πει ο απόστολος Παύλος. Ο Χριστός αγαπά
και τιμά το ίδιο, όσους τον ακολουθούν με πίστη κι αυταπάρνηση.