φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΟΥ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ(Αγ. Χριστόφορος)

jpg_000013104.jpg

 
 Ο εκατόνταρχος κι οι άντρες του λόχου του σταμάτησαν μπροστά σ'; ένα λιπόσαρκο και ηλικιωμένο χωρικό με άσπρα γένια και μαλλιά, που έβοσκε τις γιδούλες του στην πλαγιά του λόφου:
-Πες μας, γέροντα, μήπως αντάμωσες σήμερα εκείνον τον άγριο το Ρέπροβο;
-Όχι, κύριε εκατόνταρχε. Έχω πολλές μέρες να τον απαντήσω.
-Τρεις μέρες τώρα τον αναζητούμε μέσα στο δάσος και πουθενά δεν μπορέσαμε να τον συναντήσουμε, θαρρείς κι άνοιξε η γης και τον κατάπιε ...
-Χμ! έκανε ο άλλος και κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του. Δύσκολα θα τον βρείτε μέσα σε τούτα τα δασιά ρουμάνια. Και μάλιστα σαν εκείνος δεν το θελήσει ... Όμως, με παραξενεύει, που τον καταζητείτε τόσο επίμονα ... Σαν τι κακό έχει κάνει;
-Γιατί σου κάνει έκπληξη, που καταζητούμε αυτόν το βάρβαρο και ασχημομούρη;
-Μπορεί ο Ρέπροβος να είναι πράγματι άσκημος και να προέρχεται από μια άγρια και βάρβαρη φυλή, μα είναι άνθρωπος φιλήσυχος κι άκακος σαν τ' αρνί. Και να το ξέρετε, τότε μονάχα γίνεται επικίνδυνος, όταν κανείς επιχειρήσει να τον προσβάλει ή τον προκαλέσει βίαια ...; Έ τότε, εκατόνταρχέ μου, ένας ολόκληρος λόγος δεν καταφέρνει να τον κάνει καλά. Γι'; αυτό θα σας ορμήνευα να είστε καλοί κι ευγενικοί μαζί του. Μα, πείτε μου, σας παρακαλώ, τι έκανε και τον κατατρέχετε;
-Ασέβησε στους θεούς μας!
-Τι λογής ασέβεια έπραξε;
-Όταν μια μέρα άνθρωπος του αυτοκράτορα της Ρώμης τιμωρούσε κάποιος χριστιανούς, εκείνος πήρε το μέρος τους και μίλησε με άσχημα λόγια για τους δώδεκα θεούς μας! Γι'; αυτή του την ασέβεια εντολές έχουμε να τον οδηγήσουμε μπροστά στον αυτοκράτορα να δώσει λόγο.
-Δεν ξεύρω τι μου λέει η αφεντιά σου, παλικάρι μου, μα ο άνθρωπος αυτός δεν έχει πειράξει μήτε μυρμηγκάκι. Απεναντίας μάλιστα, κάνει πάντα το καλό. Το σπίτι του είναι κοντά στο ποτάμι και καθημερινά βοηθάει τους αδύναμους να το διαβούν πέρα. Πιότερο μάλιστα βοηθάει τους περαστικούς κατά τους μήνες του χειμώνα, που το ρέμα με τις κατεβασιές του γίνεται πιότερο επικίνδυνο ...; Και τους βοηθάει δίχως να τους γυρεύει καμιά πληρωμή! Γι'; αυτό όλοι στην περιοχή τον σέβουνται και τον αγαπούν.
-Έχουμε χρέος να τον οδηγήσουμε στον άρχοντα του τόπου ζωντανό ή νεκρό. Μα τον προτιμάει ζωντανό, γιατί έχει μάθει για τη θηριώδη δύναμή του και σκοπεύει να τον στείλει στη Ρώμη, στον αυτοκράτορα, για ν'; αγωνιστεί με τους μονομάχους στην αρένα ...;
-Ζωντανό ή νεκρό είπες, κύριε εκατόνταρχε. Δε γνωρίζω ποιο από τα δύο είναι ευκολότερο για σας, μα θα σας συμβούλευα να μην τον εξοργίσετε, γιατί θα κιντυνέψετε όλοι σας!... Πάρτε τον με το καλό ...
-Με το καλό είπες; Σαν πολύ του πέφτει το σκυλομούρη να τον παρακαλέσουμε κιόλας!
-Άλλωστε μήτε κι αυτός έχει διάθεση να σας κάνει κακό ...
-Και πόθε συμπεραίνεις πως δε θέλει το κακό μας;
-Τρεις μέρες τώρα που εσείς γυροφέρνετε μέσα στο δάσος, ελόγου του σας παρακολουθεί διακριτικά και βρίσκεται κάθε στιγμή κοντά σας! Επομένως, αν ήθελε να σας βλάψει, θα το είχε κάνει κιόλας.
-Ασφαλώς θ'; αστειεύεσαι γέροντα ... Τι κακό μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος σ'; εκατό πάνοπλους στρατιώτες
-Χμ! Λαθεμένη είναι η γνώμη σου, παλικάρι μου, γιατί δεν τον έχεις ποτέ δει με τα μάτια σου ...
-Πες μας εσύ γι' αυτόν, αφού τον ξέρεις καλά.
-Κατάγεται από μια φυλή βάρβαρων ανθρωποφάγων, όπως σας το ξανάπα, μα εκείνος δεν πειράζει άνθρωπο. Είναι γιγάντιος και πολύ δυνατός, δηλαδή θηριώδης, μα ακίνδυνος. Φαίνεται πολύ άγριος, μα έχει καρδιά μικρού παιδιού. Είναι πολύ άσχημος, όπως έχετε πληροφορηθεί, μα έχει πολύ καλή ψυχή. Και δεν είναι σωστό αυτό που φαντάζονται κάποιο, πως δηλαδή κάθε άσκημος άνθρωπος είναι και κακός! Γελοία ιδέα αυτή! Όχι. Πολλές φορές σ' ένα άσκημο πρόσωπο, κύριε εκατόνταρχε, κρύβεται μια αγγελική ψυχούλα και σ'; ένα όμορφο ένας κακός κι εγκληματικός χαρακτήρας. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το Ρέπροβο. Άσκημος είναι πράγματι, κακάσκημος τόσο, που πολλοί τονε λένε σκυλοκέφαλο, μα έχει αγγελική ψυχή!
-Και, θαρρείς, εκατό άνθρωποι θα πρέπει να φυλάγουνται από έναν άκακο και ήσυχο και καλόψυχο άνθρωπο;
-Ναι, πρέπει να φυλάγουνται από το Ρέπροβο ειδικά, γιατί αν τύχει και θυμώσει -;και δε θυμώνει ποτέ δίχως σοβαρό λόγο- γίνεται αλλιώτικος άνθρωπος, θηρίο ανήμερο! Ξυπνούν μέσα του όλα τ'; άγρια ένστικτα της φυλής του! Γι'; αυτό σας συμβουλεύω, παλικάρι μου, να προσέχετε! Να προσέχετε πολύ ...;
Ο αξιωματικός κι οι στρατιώτες αποχαιρέτησαν το γέροντα βοσκό και συνέχισαν την περιπλάνησή τους μέσα στο λόγγο. Γυρόφεραν ολημερίς και πάλι το δάσος και κατά το απόγεμα, αποκαμωμένοι και καταπεινασμένοι τον είδαν ξαφνικά μπροστά τους να κάθεται ήσυχος κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά, να βγάζει από τον τορβά του ένα κομμάτι ψωμί και να ετοιμάζεται να το φάει. Βλέποντάς τον θάρρεψαν πως θ'; ανασηκωνόταν βιαστικά και πως θα έτρεχε να κρυφτεί μέσα στη δασιά βλάστηση. Δεν έγινε όμως τίποτε παρόμοιο. Ο Ρέπροβος ούτε βιάστηκε να εξαφανιστεί από μπροστά τους, ούτε έδειξε ν'; ανησυχεί καν! Μονάχα σηκώθηκε αργά ολόρθος.
-Ω, μεγάλε Δία! κάνανε οι στρατιώτες με κατάπληξη, αλλά και φόβο που τον είδαν! Ψηλότερο και δυνατότερο άνθρωπο δεν έχουμε ξαναδεί στον κόσμο! Κοιτάτε! αυτός δεν έχει ανθρώπου δύναμη, αλλά θηρίου!...
-Αληθινά μπορούμε να τον παραβάλουμε με το θεϊκό Ηρακλή!
Το κεφάλι του έμοιαζε με κορυφή κάστρου, τα χέρια του σαν δυο πελώριος τανάλιες και τα πόδια του σαν τα στηρίγματα γεφυριού! Τέτοιος άντρας! Κι ήταν απαίσιος στην όψη, φοβερός σαν θηρίο της ζούγκλας, άγριος κι άσκημος, όπως είχανε ακουστά κι όπως το ομολογούσαν. Σάστισαν. Τα χρειάστηκαν.
Ο Ρέπροβος τους χαιρέτησε με υπόκλιση και τους περίμενε να πάνε κοντά του.
Ο εκατόνταρχος έδωσε εντολή να μη χρησιμοποιήσει κανείς το κοντάρι ή το σπαθί του, εκτός κι αν βρίσκονταν σε μεγάλη ανάγκη.
-Δεν μπορούμε δίχως κοντάρια και σπαθιά να συλλάβουμε αυτό το θηρίο, κύριε εκατόνταρχε. Αλλιώτικα θα μας κομματιάσει.
-Θα τον συλλάβουμε, είπε εκείνος τραυλίζοντας.
Σίμωσαν αργά κοντά του και στραβολαίμιασαν να τον κοιτάζουν από ψηλά στα μάτια. Τόσο ψηλός ήταν!
-Τι θέλετε από μένα, κύριοι, και με ψάχνετε τρία μερόνυχτα; ρώτησε ήρεμα.
-;Ξέρεις, Ρέπροβε ... Έχουμε εντολή από τον αυτοκράτορα να σε συλλάβουμε και να σ' οδηγήσουμε μπροστά του, ψέλλισε περίτρομος ο εκατόνταρχος.
-Γιατί; Τι κακό έχω κάνει;
-Είσαι χριστιανός κι ασεβείς προς τους δώδεκα θεούς μας.
Άφοβα ο Ρέπροβος όχι μονάχα δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη του, αλλά και να δώσει συμβουλές στους διώκτες του, όπως συνήθιζαν οι πρώτοι χριστιανοί:
-Ναι, είμαι χριστιανός. Γνώρισα τον Κύριό μου και Θεό μου και ζω μέσα στο φως του ... Και θα σας έλεγα, αδέρφια μου, να γνωρίσετε κι εσείς τον Υιό του Θεού, να βρείτε τη σωτηρία σας ...
Αδίσταχτα συνέχισε να τους μιλάει για τη ζωή του Χριστού, για  τη διδασκαλία Του, για τα θαύματά Του, για το σταυρικό Του θάνατο και την ανάστασή Του ...
Γοητευμένοι από τον απλό, αλλά πειστικό λόγο εκείνου του γίγαντα, οι εκατό στρατιώτες άκουγαν δίχως ανάσα για πρώτη τους φορά τη χριστιανική αλήθεια. Πόσο διαφορετική ήταν η πραγματικότητα για τους χριστιανούς απ'; όσα σκόπιμα οι επιτήδειοι διέδιδαν στον κόσμο! Απ'; όσα οι ιερείς της παλιάς θρησκείας, οι μάντηδες κι οι αγαλματοποιοί τους συκοφαντούσαν, πως δηλαδή έσφαζαν μικρά παιδιά κι έπιναν το αίμα τους κι άλλα παρόμοια φοβερά τερατολογήματα!
-Ρέπροβε, οι άντρες μου πεινούν όλοι φοβερά, είπε ο εκατόνταρχος, όταν εκείνος σταμάτησε την ομιλία του. Κι όπως γράφει ο μεγαλύτερος ποιητής του γένους μου, η πείνα αρματώνει καράβια ... Τα τρόφιμά μας έχουν τελειώσει από χτες βράδυ. Θα σε παρακαλούσα να τους δώκεις μια μπουκιά από το δικό σου ...
Ένας στρατιώτης θέλησε ν' αστειευτεί με την πείνα του:
-Πρόθυμα θ' ακολουθήσουμε το Θεό σου, αν τούτη την ώρα της φοβερής πείνας μας εκείνος μας δώσει να χορτάσουμε ...
Το πρόσωπο του Ρέπροβου φωτίστηκε από εσωτερικό φως. Τους έδειξε το λιγοστό ψωμί, που βαστούσε στο χέρι κι είπε:
-Αυτό έχω μονάχα, παλικάρια μου, μα θα βοηθήσει ο Θεός μου.
Κι ευθύς γονάτισε και προσευχήθηκε στον Χριστό.
Έκπληκτοι οι στρατιώτες τον παρατηρούσαν σιωπηλά.
-Εσύ, Κύριέ μου, έλεγε στην προσευχή του ο γίγαντας χριστιανός, που χόρτασες με πέντε ψωμιά και δυο ψάρια πέντε χιλιάδες άντρες και πολλά γυναικόπαιδα, ευλόγησε τούτο το ψωμί να φάνε τα πεινασμένα παιδιά σου, δείχνοντας έτσι και τη δύναμή σου και τη δόξα σου, να διαλύσεις την απιστία τους και να κάνεις τις καρδιές τους ν'; ανοίξουν στο θείο λόγο σου ...
Πήρε το λιγοστό ψωμί του κι άρχισε να κόβει φέτες και να το μοιράζει στους στρατιώτες. Έκοβε κι έδινε κι εκείνο δεν έλεγε να τελειώσει!
Έφαγαν και χόρτασαν όλοι! Κι όλη την ώρα συζητούσαν χαμηλόφωνα κατάπληκτοι για το θαύμα, που είχε συντελεστεί εκεί μπροστά τους. Ο Ρέπροβος δεν ήταν μάγος, συμφωνούσαν συναμεταξύ τους. Όχι. Ποτέ κανένας μάγος απ'; όσους είχαν γνωρίσει ως τότε δεν είχε κάνει τέτοιο μεγάλο θαύμα. Οι μάγοι περιορίζονταν σε κόλπα, που ξεγελούσαν, μα ποτέ δεν έδιναν ψωμί στους θεατές τους. Ώστε λοιπόν ο Χριστός δεν ήταν ένας ακόμα από τους εκατοντάδες αδύναμους θεούς κι ημίθεους, που λάτρευαν εκείνοι, αλλά ένας θεός που έδειχνε τη δύναμή του ολοζώντανη!
-Άκουσέ με, καλέ μας Ρέπροβε, είπε ο εκατόνταρχος μόλις απόφαγε, εμείς σε γνωρίσαμε καλά και καταλάβαμε πως είναι άδικος ο διωγμός σου. Γι αυτό θα φύγουμε και δε θα σ'; ενοχλήσουμε ...
-Πού θα πάτε;
-Θα επιστρέψουμε στον άρχοντά μας και θα του πούμε πως δε σε απαντήσαμε πουθενά ...
-Όχι. Δεν μπορείτε να πείτε ψέματα στον άρχοντά σας.
-Μα αλλιώτικα κινδυνεύεις!
-Θα πρέπει να εκτελέσετε την εντολή του.
-Καλά, μα ...
-Καθίστε, να ξεκουραστείτε λίγο και μετά να κινήσουμε για την πόλη. Θα σας παρακαλέσω μοναχά να μου κάνετε μια χάρη ...
-Τι;
-Στην Αντιόχεια, που θα φτάσουμε θα μου επιτρέψετε πρώτα να συναντήσω τον επίσκοπο Βαβύλα να με βαφτίσει, γιατί δεν έχω λάβει ακόμα το βάπτισμα του Κυρίου μου, και δε γνωρίζω τι με περιμένει στη Ρώμη, πού θα βρεθώ.
Ο εκατόνταρχος υποχώρησε.
Κίνησαν για την Αντιόχεια. Σ' όλο το ταξίδι ο Ρέπροβος δεν έκαμε τίποτε άλλο, από το να διδάσκει το λόγο του Χριστού. Κι οι στρατιώτες ρουφούσαν τα λόγια του, όπως η διψασμένη γη τον Αύγουστο.
-Έχεις δει το Χριστό με τα μάτια σου, Ρέπροβε; ρώτησε ένας στρατιώτης.
-Εσύ τι λες;
-Εγώ λέω πως, όταν ένας άνθρωπος μιλάει με τόσο ενθουσιασμό για το Χριστό, γίνεται φανερό πως κάποτε τον είδε με τα μάτια του ...
-Να σας πω κάτι που μου συνέβη και να κρίνετε μονάχοι σας. Το λοιπόν, καθώς το σπίτι μου είναι πλάι στο ποτάμι, είχε παρουσιαστεί πολλές φορές η ανάγκη να βοηθήσω αδύνατους ανθρώπους να περάσουν πέρα το ρέμα. Και, φυσικά, ποτέ δεν είχα νιώσει καμιά κούραση και καμιά δυσκολία. Μια μέρα όμως είδα στην ακροποταμιά ένα μικρό παιδί να κλαίει γοερά ... Πήγα κοντά του. Οι δικοί του, μου είπε, είχαν περάσει πέρα το ποτάμι με τους άλλους της συντροφιάς τους κι αυτό το είχαν ξεχασμένο σ'; εκείνη την όχθη ...
Μιλούσε όμορφα ο Ρέπροβος, μιλούσε γλυκά. Όλοι βρέθηκαν κρεμασμένοι από τα χείλη του. Κι αυτό το άσχημο πρόσωπό του μέρωσε, γλύκανε, απόγινε αγγελικό.
-Το λοιπόν ανασήκωσα το παιδί στους ώμους μου και κίνησα να διαβώ το ποτάμι. Όμως κάπου εκεί στη μέση της κοίτης ένιωσα για λίγες στιγμές πολύ βαρύ το παιδί, ασήκωτο! Κόντεψα να λυγίσω από το βάρος του. Παραξενεμένος έστρεψα το κεφάλι μου να ιδώ το πρόσωπό του. Μου χαμογέλασε κι ευθύς ξανάγινε πανάλαφρο, όπως και πρώτα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το περιστατικό κι όταν βγήκα στην άλλη όχθη και το απόθεσα καταγής, το ρώτησα:
«-Ποιος είσαι, καλό μου παιδί».
«-Ο αδερφός όσων ελόγου σου έχεις περάσει αντίκρυ σ'; αυτό το ποτάμι», μου αποκρίθηκε.
«-Μα εγώ έχω περάσει αντίκρυ μονάχα ανήμπορους και δυστυχισμένους ανθρώπους».
«-Εκείνων ακριβώς είμαι ο αδερφός, Ρέπροβε!».
»Το παιδί εκείνη τη στιγμή εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Και τότε κατάλαβα πως είχα κουβαλήσει στους ώμους μου το Χριστό! Ότι αυτός είναι πράγματι ο αδερφός και παραστάτης όλων των δυστυχισμένων και των αδικουμένων σ'; αυτόν τον κόσμο. Ναι, ο Κύριος μου είχε κάνει αυτή τη σπάνια τιμή, να τον ανασηκώσω στους ώμους μου. Ω! τι μεγάλη χάρη του Κυρίου για μένα!
-Και γιατί, Ρέπροβε, ο Χριστός σου φάνηκε πολύ βαρύς στα μισά του ποταμιού
-Σάμπως ξέρω κι εγώ; Ίσως θέλησε να μου δείξει πόσο βαρύ είναι να σηκώνει κανείς τ'; όνομα του χριστιανού με τους διωγμούς κι όλα αυτά, που κάνει σήμερα ο αυτοκράτορας ... Βαρύ κι ασήκωτο τ' όνομα του χριστιανού, μα σωτήριο, αδέρφια μου! Ας είναι δοξασμένο τ'; όνομα του Χριστού μας. Τα πάντα θα υπομείνω για τη χάρη Του ...
Οι αφηγήσεις του Ρέπροβου κι οι συζητήσεις μαζί του είχαν μερώσει όλων τις καρδιές.
Έφτασαν όλοι αντάμα στην Αντιόχεια και στο σπίτι του επισκόπου αγίου Βαβύλα, που έκανε μεγάλες χαρές, σαν τους είδε. Ο εκατόνταρχος, αφού χαιρέτησε τον επίσκοπο με σεβασμό, στράφηκε κατά το γίγαντα κρατούμενό του.
-Ρέπροβε, του είπε, οι άντρες μου κι εγώ μέρες ολόκληρες τρέχαμε μέσα στα δάση να σε συλλάβουμε, μα εσύ μόνος μας συνέλαβες όλους σε λίγα λεπτά όχι με το σωματικό σου σθένος, που φοβόμαστε, μα με την πνευματική σου δύναμη, που δεν υποψιαζόμασταν καν και που δε λογαριάζαμε! Εμείς απογίναμε αιχμάλωτοι του αιχμαλώτου μας! Κι ενώ ερχόμασταν να σε συντρίψουμε, πιστεύοντας πως ζεις μέσα στην ασέβεια, εσύ μας κατανίκησες και μας έσωσες από την πλάνη! Με κοινή λοιπόν απόφασή μας οι στρατιώτες μου κι εγώ πάψαμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας όργανα του αιμοσταγούς αυτοκράτορά μας και να εκτελούμε τις διαταγές του ... Πάψαμε να πιστεύουμε στην πολυθεΐα και στα είδωλα ... Και γίναμε όπως κι εσύ χριστιανοί ... Κανενός πλέον δεν είσαι κρατούμενος ... Ελεύθερος είσαι να λάβεις το βάπτισμα του Κυρίου. Ελεύθεροι είμαστε κι εμείς όλοι οι στρατιώτες από το ζυγό της πολυθεΐας και της απιστίας. Και θα ζητήσουμε από τον άγιο Βαβύλα να βαφτίσει κι εμάς ...
Ο επίσκοπος Βαβύλας λίγες ώρες αργότερα βάφτισε το Ρέπροβο και του έδωσε το όνομα Χριστόφορος, που σημαίνει «ο φέρων τον Χριστόν». Μετά ολιγοήμερη κατήχηση βάφτισε και τον εκατόνταρχο και τους στρατιώτες, που δεν ξαναγύρισαν πάλι στο ρωμαϊκό στρατό.
Ο Χριστόφορος αργότερα μαρτύρησε για την πίστη του στο Χριστό. Έγινε ο άγιος Χριστόφορος.
«Ουκ έστιν Έλλην ή βάρβαρος», έχει πει ο απόστολος Παύλος. Ο Χριστός αγαπά και τιμά το ίδιο, όσους τον ακολουθούν με πίστη κι αυταπάρνηση.

Ο Αγιος Χριστοφόρος

xristoforos.gif


Στις 9 Μαΐου η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Χριστοφόρου και η πόλη του Αγρινίου τελεί την ιερά πανήγυρι του Πολιούχου της.
Μεταξύ των Αγίων και Καλλινίκων του Χριστού Μαρτύρων, εξαιρετική θέση κατέχει και ο Αγιος Χριστόφορος ο Θαυματουργός. Ο Αγιός μας έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου τον 3ο μ.X αιώνα. Η πατρίδα του δεν είναι γνωστή αλλά σύμφωνα με αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας, καταγόταν από βαρβαρική χώρα της Ανατολής και από φυλή ανθρωποφάγων.
Σε κάποιο πόλεμο με τους Ρωμαίους, αιχμαλωτίσθηκε και βλέποντας τους χριστιανούς να διώκονται σύμφωνα με διαταγή του Δεκίου, άρχισε να ελέγχει τους ειδωλολάτρες γι' αυτό. Eνώ τους έλεγχε, ένας υπηρέτης τον χτύπησε στο στόμα για να σταματήσει. Ο Αγιός μας με πραότητα του είπε ότι ναι μεν δεν του δίνει τώρα την ανταμοιβή που του αξίζει, διότι ο Χριστός τον εδίδαξε να συγχωρεί, αλλά μπροστά στη δύναμη που του δίνει ο Χριστός, δεν μπορεί ν' αντισταθεί και ολόκληρο το βασίλειό του. Ο δούλος μετέφερε αυτά στον αυτοκράτορα, ο οποίος θυμωμένος έστειλε διακόσιους στρατιώτες, με τη διαταγή να τον οδηγήσουν μπροστά του δεμένο.

Οι στρατιώτες βρίσκουν τον Αγιο να προσεύχεται έξω από τον Ναό των χριστιανών. Εκεί, με τη δύναμη του Θεού χόρτασε όλους τους στρατιώτες με ένα ξερό κομμάτι ψωμιού. Μπροστά στο θαύμα αυτό το στράτευμα που πήγε να αιχμαλωτίσει τον Χριστόφορο, πιάνεται τελικά απ' αυτόν.
Γεμάτος χαρά τότε ο Αγιός μας, τους δίδαξε με απλά λόγια το Ευαγγέλιο και έπειτα όλοι μαζί πήγαν στην Αντιόχεια, όπου βαπτίσθηκαν από τον Επίσκοπο Βαβύλα. Τότε ο Αγιός μας ονομάσθηκε Χριστόφορος, ενώ πρώτα ονομαζόταν Ρέπροβος, που σήμαινε άσχημος, κακομούτρης. Κάτω από την εξωτερική αυτή ασχήμια του σώματος, έκρυβε ο Αγιος μια ψυχή γενναία με αγαθή προαίρεση.
Μετά το βάπτισμα ο Αγιος Χριστόφορος οδηγήθηκε από τους στρατιώτες στον Αυτοκράτορα Δέκιο. Εκεί ο Δέκιος προσπάθησε με υποσχέσεις να τους πείσει ν' αλλάξουν την πίστη τους. Το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποίησε και δίνει διαταγή να αποκεφαλίσουν τους στρατιώτες και να κλείσουν τον Χριστoφόρο στη φυλακή.
Εκεί τον επισκέπτονται δυο πόρνες με σκοπό να του αλλάξουν την πίστη. Αλλά έγινε το αντίθετο και μετά την ομολογία των γυναικών, της Ακυλίνας και της Καλλινίκης, ότι έγιναν Χριστιανές, μαρτύρησαν για το Χριστό.
Ο Αυτοκράτορας διέταξε στη συνέχεια να ντύσουν το μάρτυρα με χάλκινο ρούχο και να τον βάλουν πάνω σε μια μεγάλη φωτιά. Αλλά η φωτιά δεν αγγίζει καθόλου τον Αγιό μας. Όταν ο ασεβής Δέκιος είδε ότι και τα άλλα μαρτύρια στάθηκαν ανίκανα να πειράξουν το σώμα του Χριστοφόρου, διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Ήταν 9 Μαΐου του έτους 292 μ.X.
Ο κόσμος των αυτοκινητιστών τον έχει προστάτη του και με πολλή ευλάβεια εορτάζουν την αγία μνήμη του. Κατά τον μεσαίωνα νόμιζαν ότι αρκεί κανείς να παρατηρήσει την εικόνα του Αγίου, για να προφυλαχθεί όλη την ημέρα από κάθε συμφορά. Για το λόγο αυτό τοποθετούν την εικόνα του Αγίου σε εμφανή μέρη των εκκλησιών.
Ο Αγιος Χριστοφόρος είναι ο πολιούχος και προστάτης του Αγρινίου. Υπάρχουν δυο ιεροί Ναοί αφιερωμένοι στο όνομά του στην πόλη μας. Ο Παλαιός Ναός του Αγίου μας ιδρύθηκε το 1847, ενώ ο νέος Ναός θεμελιώθηκε το 1920 και εγκαινιάστηκε το 1937. Η ιδέα για την κατασκευή ενός νέου μεγαλύτερου ναού, μέσα στην πόλη του Αγρινίου, ήταν του μακαριστού Αγίου γέροντος π. Αποστόλου Φαφούτη.
Με αυτόν τον πόθο στην καρδιά ξεκίνησε ο Παπαποστόλης το 1920. Το σκέφτηκε, το μελέτησε όσο μπορούσε, το είπε στους συνεργάτες του και προχώρησε. Χρήματα δεν υπήρχαν καθόλου. Ήταν όμως δυνατή η πίστη. Παντού και προς όλες τις κατευθύνσεις γράφτηκαν επιστολές, έτρεξαν επιτροπές, προτάθηκε το χέρι... Έτσι ο Νέος Ναός του Αγίου Χριστοφόρου, έχει σήμερα αυτή την όμορφη ιστoρία. Πόνους και δάκρυα και αγώνες του Παπαποστόλη και όλων των Αγρινιωτών μαρτυρούν κάθε γωνιά του Ναού. Το έτος 1937 έγιναν τα εγκαίνιά του.
Σήμερα συνεχίζονται τα διάφορα έργα που γίνονται στον περικαλή Ιερό Ναό του Αγίου Χριστoφόρου με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας κ. Κοσμά και με τη βοήθεια, οικονομική και ηθική, των ευλαβών ενοριτών και όλων των προσκυνητών. Σ' αυτόν λοιπόν τον ένδοξο Μεγαλομάρτυρα Αγιο Χριστοφόρο, προστάτη και πολιούχο της πόλεώς μας ας στραφούμε και ας ζητήσουμε τη χάρη, την προστασία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριό μας, Ιησού Χριστό.
agiosxristoforospalaios.jpg

Πες με το νου σου «Ελέησέ με, Θεέ μου», και ολοκληρώθηκε η προσευχή σου.

DSC00012.jpg

«Και πώς είναι δυνατό, λέγει, άνθρωπος κοσμικός, που είναι προσηλωμένος στο δικαστήριο, κάθε τρεις ώρες της ημέρας να προσεύχεται και να τρέχει στην Εκκλησία; Είναι δυνατό και πολύ εύκολο. Γιατί, κι αν δεν είναι εύκολο να πας στην Εκκλησία, καθώς στέκεσαι εκεί μπροστά στις πόρτες κι είσαι προσηλωμένος στο δικαστήριο, είναι δυνατό να προσευχηθείς. Γιατί δε χρειάζεται τόσο φωνή, όσο σκέψη, ούτε έκταση των χεριών, όσο τεντωμένη ψυχή, ούτε κάποια στάση, αλλά πίστη.
Γιατί κι αύτη η Άννα δεν εισακούστηκε επειδή έβγαλε δυνατή και μεγάλη φωνή, αλλ' επειδή φώναξε δυνατά μέσα στην καρδιά της. Γιατί «η φωνή της δεν ακουόταν» (Α' Βασ. /, 13), λέγει, αλλά την άκουγε ο Θεός.

Το ίδιο έκαναν πολλές φορές και πολλοί άλλοι, και ενώ ο άρχοντας μέσα φώναζε, απειλούσε, έκανε χειρονομίες, μαινόταν, αυτοί, στεκόμενοι μπροστά στις κλειστές πόρτες και λέγοντας λίγα λόγια προσευχής με το νου τους, όταν μπήκαν μέσα τον μετέβαλαν και τον καταπράυναν και τον έκαναν ήμερο, από άγριος που ήταν. Και δεν εμποδίστηκαν καθόλου, ούτε από τον τόπο, ούτε από την ώρα, ούτε από τη σιωπή για την προσευχή αυτή.

Αυτό λοιπόν κάνε κι εσύ! Στέναξε βαθειά, φέρε στη μνήμη σου τις αμαρτίες σου, στρέψε το βλέμμα σου στον ουρανό, πες με το νου σου «'Ελέησέ με, Θεέ μου», και ολοκληρώθηκε η προσευχή σου.

Γιατί αυτός που είπε «ελέησέ με», έδειξε εξομολόγηση και μετάνιωσε για τα αμαρτήματά του.

Γιατί το να ζητούν έλεος ταιριάζει σ' αυτούς που αμάρτησαν. Αυτός που είπε «ελέησέ με», πήρε συγχώρηση των σφαλμάτων του.

Γιατί αυτός που ελεήθηκε δεν κολάζεται. Αυτός που είπε «ελέησέ με», κέρδισε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Γιατί αυτόν που θα ελεήσει ο Θεός, δεν απαλλάσσεται μόνο απ' τη κόλαση, αλλά γίνεται άξιος και των μελλοντικών αγαθών.

Ας μην προφασιζόμαστε λοιπόν λέγοντας, ότι δεν υπάρχει κοντά μας οίκος προσευχής. Γιατί εμάς τους ίδιους έκανε ναούς η χάρη του Πνεύματος του Θεού, εάν βέβαια είμαστε άγρυπνοι, ώστε να έχουμε από παντού μεγάλη ευκολία.

Η λατρεία μας δεν είναι τέτοια, όπως ήταν παλαιότερα των Ιουδαίων, που είχε πολύ το υλικό στοιχείο και απαιτούσε πολλή απασχόληση. Εκεί ο προσευχόμενος έπρεπε να ανεβεί στο ιερό, να αγοράσει τρυγόνια, να χρησιμοποιήσει ξύλα και φωτιά, να πάρει μαζί του μαχαίρι και το θύμα, γιατί εσύ ο ίδιος είσαι και ιερέας και θυσιαστήριο και θύμα.

PIC0177.jpgΌπου λοιπόν κι αν βρίσκεσαι, μπορείς να στήσεις το βωμό, δείχνοντας μόνο νηφάλια πρόθεση, και σε τίποτα δεν σε εμποδίζει ο τόπος, ούτε σε εμποδίζει η ώρα, αλλά και χωρίς να γονατίσεις, χωρίς να χτυπήσεις το στήθος σου και χωρίς να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό, μόνο εάν δείξεις θερμή διάνοια, ολοκλήρωσες το άπαν της προσευχής.
Είναι δυνατό ακόμα και γυναίκα, που κρατάει ρόκα και υφαίνει, να στρέψει το βλέμμα νοερά στον ουρανό και να επικαλεσθεί με θερμότητα το Θεό.

Μπορεί και άνθρωπος που πηγαίνει στην αγορά και βαδίζει μόνος του να κάνει μακρές προσευχές.

Κι άλλος, που κάθεται στο εργαστήριο και ράβει δέρματα, μπορεί να αφιερώσει τη ψυχή του στο Δεσπότη.

Είναι δυνατό και ο δούλος και αυτός που ψωνίζει, και αυτός που ανεβαίνει και αυτός που κατεβαίνει, και αυτός που εργάζεται στο μαγειρείο, όταν δεν μπορούν να έρθουν στην εκκλησία, να κάνουν προσευχή μακρά και ζωηρή.

Ο Θεός δεν ντρέπεται τον τόπο. Ένα πράγμα μόνο ζητά, θερμή διάνοια και ψυχή γεμάτη σωφροσύνη.

Και για να δεις ότι δεν χρειάζονται σχήματα και τόποι και ώρες γενικά, αλλά γενναίο και διεγερμένο φρόνημα, ο Παύλος, ενώ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στη φυλακή και δεν στεκόταν όρθιος (γιατί δεν τον άφηνε το ξύλο στο οποίο ήταν δεμένα τα πόδια του), επειδή, όντας ξαπλωμένος, προσευχήθηκε με προθυμία, ταρακούνησε τη φυλακή και τράνταξε τα θεμέλιά της και έδεσε τον αρχιφύλακα και τον οδήγησε ύστερα από αυτά στην ιερή μυσταγωγία (Πράξ. 17,25-34).

Και ο Εζεκίας επίσης χωρίς να στέκεται όρθιος, ούτε να είναι γονατισμένος, αλλά ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, εξαιτίας της αρρώστιας, γύρισε τον εαυτό του προς τον τοίχο, και με το να επικαλεστεί θερμά και με σώφρονα ψυχή το Θεό, και την απόφαση που είχε ανακοινωθεί ανακάλεσε και πολλή συμπάθεια κέρδισε και ξαναβρήκε όπως πριν την υγεία του.

Κι αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς να συμβαίνει όχι μόνο σε άγιους και μεγάλους άνδρες, αλλά και σε κακούς.

Γιατί και ο ληστής δεν στάθηκε σε ευκτήριο οίκο, ούτε γονάτισε, αλλά τεντωμένος πάνω στο σταυρό, με λίγα λόγια πέτυχε τη Βασιλεία των Ουρανών.

Άλλος μέσα σε βούρκο και σε λάκκο (Ιερ.45,6),

άλλος μέσα σε λάκκο και ανάμεσα σε θηρία (Δαν. 6,22),

άλλος μέσα στην ίδια την κοιλιά του κήτους(Ίωνα,2,2-Ι0),

αφού παρακάλεσαν το Θεό, όλα όσα τους απειλούσαν τα διέλυσαν και πέτυχαν την εύνοια του Θεού.

Και βέβαια λέγοντας αυτά σας προτρέπω να πηγαίνετε συνεχώς στις Εκκλησίες, και στο σπίτι να προσεύχεστε με πολλή ησυχία, κι όταν έχετε ελεύθερη ώρα να γονατίζετε και να ανυψώνετε τα χέρια, κι όταν έχετε ελεύθερη ώρα να γονατίζετε και να ανυψώνετε τα χέρια.

Εάν όμως είτε εξαιτίας της ώρας, είτε εξαιτίας του τόπου μείναμε ανάμεσα σε πολλούς άλλους, να μην παραλείπετε εξαιτίας αυτού τις συνηθισμένες προσευχές, αλλά να προσεύχεσθε μ' αυτόν τον τρόπο, που είπα στην αγάπη σας, και να παρακαλείτε το Θεό, με τη βεβαιότητα ότι δεν θα έχετε τίποτα λιγότερο με αυτή την προσευχή.

Αυτά σας τα είπα όχι για να με θαυμάσετε και να χειροκροτήσετε, αλλά για να τα εφαρμόσετε έμπρακτα και να αφιερώνετε τις ώρες της νύχτας και της ημέρας και της εργασίας στις προσευχές και τις δεήσεις».



(Αγ. Ι. Χρυσοστόμου, Δ΄ομιλία «Περί Άννης»)

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ο Ευαγγελιστής



Ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής καταγόταν από κάποιο φτωχό χωριό της Γαλιλαίας που ονομαζόταν Βηθσαϊδά. Ήταν γιος του ψαρά Ζεβεδαίου και της Σαλώμης που ήταν συγγενής της Παναγίας Μητέρας του Χριστού. Πολύ νωρίς έγινε μαθητής του Ιωάννου Προδρόμου ενώ παράλληλα εργαζόταν και στην τέχνη του ψαρά κοντά στον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο.

Κάποια μέρα λοιπόν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάδιζε αργά στις όχθες του Ιορδάνου διδάσκοντας τον λαό την μετάνοια και βαπτίζοντας στον Ιορδάνη. Μαζί του ήσαν και δύο από τους μαθητές του, ο αδελφός του Πέτρου, και ο Ιωάννης. Καθώς ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος τον Ιησούν Χριστόν παράξενα ακούγονται τα λόγια του: «Ίδε ο αμνός του Θεού».

Η καρδιά των δύο μαθητών σκιρτά στο άκουσμα των λόγων αυτών. Μήπως είναι ο Μεσσίας που περιμένουν;...

Μόλις τον βλέπουν ν' απομακρύνεται τον ακολουθούν με κάποια προσμονή και ελπίδα. Ο Ιησούς γνωρίζοντας τον πόθο τους να τον πλησιάσουν στρέφεται και τους ρωτά:

-Τι ζητείται;

-Ραββί, που μένεις; του απαντούν.

-Έρχεσθε και ίδετε. Ελάτε να διαπιστώσετε μόνοι σας. Ήλθαν λοιπόν και έμειναν κοντά του όλο εκείνο το ευτυχισμένο απόγευμα...

Ύστερα από λίγες μέρες καθώς τακτοποιούσαν και ετοίμαζαν τα δίχτυα ο Ιωάννης με τον πατέρα του και τον αδελφό του Ιάκωβο, βλέπει και πάλι τον Ιησούν να τον πλησιάζη. Η καρδιά του και πάλι σκυρτά στο αντίκρυσμα του θεϊκού εκείνου προσώπου και περιμένει ν' ακούση κάτι πολύ σημαντικό από το στόμα του Διδασκάλου.

Πράγματι, ο λόγος του τους καλεί να τον ακολουθήσουν και οι δύο αδελφοί στον ιερό και ύψιστον έργον του. Και αυτοί, χωρίς να υπολογίσουν τα καΐκια και τα δίχτυα, περιουσία και τον πατέρα που θα άφηναν μόνο του στην εργασία, τα εγκαταλείπουν όλα και τον ακολουθούν.

Από τη μέρα εκείνη ο σύνδεσμος του Ιωάννου με τον Ιησούν γίνεται βαθύς, άρρηκτος, ισόβιος. Εκείνος ο αγαπημένος διδάσκαλος και αυτός ο αγαπημένος, ο κατ' εξοχήν αγαπημένος μαθητής του. Τον ακολουθεί καθ' όλη τη διάρκεια της δημοσίας ζωής του επί τρία χρόνια. Όταν ο Κύριος ανέβηκε στο όρος Θαβώρ για να μεταμορθωθή, ανέβηκε μαζί και αυτός ο αγαπημένος μαθητής μαζί με τον Πέτρον και τον Ιάκωβον και είδε εκεί την Μεταμόρφωσι του Θεού Λόγου και την φωνή του Θεού Πατρός που έλεγε: «ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ώ ηυδόκησα αυτού ακούετε».

Επίσης κατά τον Μυστικόν Δείπνον εκάθισε κοντά στον αγαπημένο του Διδάσκαλο και όταν έμαθαν οι μαθηταί ότι κάποιος απ' αυτούς θα τον προδώση, αυτός έπεσε πάνω στο στήθος του Ιησού και τον ερώτησε:

- Κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε προδώση;

Όταν πάλι έπιασαν τον Χριστόν οι Ιουδαίοι αυτός τον ακολούθησε και μπήκε στην αυλή του Αρχιερέως σαν γνωστός του και κοντά σ' αυτόν μπήκε και ο Πέτρος.

Όταν τέλος εσταυρώθη ο Κύριος αυτός ήτο παρών κοντά στον Σταυρό εκείνες τις στιγμές, ενώ όλοι τον είχαν εγκαταλείψει, ο Διδάσκαλος αναθέτει στον αγαπημένο του μαθητή την μητέρα του απευθυνόμενος στοργικά της λέει: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», γυρίζοντας κατόπιν προς τον Ιωάννην του λέγει: «Ιδού η μήτηρ σου». Τι άλλο μπορεί να υπάρξη πιο μεγάλη ευτυχία από τον λόγον αυτόν;

Από την ώρα εκείνη λοιπόν, επήρε, όπως ήταν άξιο και πρέπον, στο σπίτι του την Μητέρα και Παρθένον, αυτός που ήταν κατά το σώμα και την ψυχήν Παρθένος. Και όταν ανεστήθη ο Κύριος, αυτός αφού πρόλαβε τον Κορυφαίον Πέτρον και αφού έσκυψε πρώτος στον τάφο, είδε τα εντάφια και τον Χριστόν που ποθούσε. Δέχεται απ' Αυτόν το ζωογόνον φύσημα και προβάλλεται της Οικουμένης όλης Απόστολος. Αυτός είδε τον Κύριον όταν ανελήφθη.

Αυτός έπειτα εδέχθη την επιφοίτησιν του Παρακλήτου εν είδει πυρίνων γλωσσών μαζί με τους άλλους συμμαθητάς κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Αυτός τέλος και μέχρι την Κοίμησιν της Θεοτόκου έμεινε στα Ιεροσόλυμα, υπηρετώντας αυτήν σ' όλες τις ανάγκες.


ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ

Ύστερα από την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. από τον Τίτον, έπεσε ο κλήρος ο Ιωάννης να έλθη στην Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτη από είδωλα και ολόκληρη ήταν αφημένη στην ειδωλολατρική πλάνη.

Για το πράγμα αυτό λυπήθηκε ο Απόστολος και επειδή σαν άνθρωπος τον έπιασε αγωνία και δεν ήλπισε καθόλου στην ανίκητη δύναμη του Θεού, έπεσε κατά παραχώρησιν Θεού σε πειρασμό, ώστε να συγχωρεθη με τον πειρασμό το ανθρώπινο σφάλμα του. Διότι οι μεγάλοι και τέλειοι άνδρες στην αρετή πρέπει να φυλάγουν την ακρίβεια και στα μικρότερα πράγματα. Προλέγει λοιπόν ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορον την τρικυμία και το ναυάγιο που επρόκειτο να υποστούν και ότι μόνον ο Ιωάννης επρόκειτο να πειρασθή στην θάλασσα για σαράντα ημέρες.

Αφού λοιπόν έγινε η τρικυμία, όπως το προείπε ο Απόστολος, τα κύματα της θαλάσσης έβγαλαν τον Πρόχορον στην Σελεύκειαν. Εκεί κατασυκοφαντήθηκε ότι είναι μάγος και ότι πήρε χρήματα από το πλοίο που ναυάγησε και τα ξοδεύει. Από την Σελεύκεια επήγε σ' έναν τόπο της Ασίας που λέγεται Μαρμαρεώτης σε διάστημα σαράντα ημερών.

Όταν πήγε ευρήκε τον δάσκαλο του Ιωάννη που τον είχε βγάλει εκεί η θάλασσα. Δόξασαν λοιπόν και οι δύο τον Θεόν που τους εγλύτωσε και τον ευχαρίστησαν.

ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ.

Έπειτα πήγαν και οι δύο στην Έφεσο, όπου συνάντησαν μια γυναίκα με το όνομα Ρωμάνα, που ήταν ξακουστή για την κακία της ως την Ρώμη. Αυτή λοιπόν αφού πήρε τον μέγαν Ιωάννην και τον μαθητήν του Πρόχορον τούς ανάγκασε να δουλεύουν σ' ένα δικό της λουτρό. Επειδή δε ο Ιωάννης, καθώς ήταν άπειρος από τέτοια δουλειά συνέβαινε να κάνει μερικά σφάλματα σε μερικές εργασίες, τούς μεταχειριζόταν εκείνη η κακή γυναίκα με τόση μεγάλη ωμότητα και απανθρωπιά, σαν να τους είχε εξαγορασμένους δούλους. Τον Ιωάννη τον είχε υπηρέτη για να χύνη νερό σ' όσους έκαναν λουτρό.

Μέσα σ' εκείνο το λουτρό κατοικούσε και ένας άγριος Δαίμονας που συνήθιζε τρεις φορές κάθε χρόνο να πνίγη ένα νέον ή μια νέα. Επήρε δε την άδεια και άρχισε να κάνη τέτοιον φόνον ο διάβολος, διότι όταν θεμελιωνόταν εκείνο το λουτρό έπεισε ο σιχαμερός εκείνους που έκτιζαν να χώσουν μέσα στα θεμέλια ένα νέον και μια νέα, με σκοπό τάχα να αντιλαλή και να βγάζη μεγάλον ήχον το λουτρό. Απ' αυτό λοιπόν αφού πήρε αφορμή ο ανθρωποκτόνος διάβολος, έπνιγε εκεί συχνά τους ανθρώπους.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΟΜΝΟΥ ΚΑΙ ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΟΥ.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΑΥΤΩΝ

Ύστερα από τρεις μήνες λοιπόν, αφ' ότου πήγαν στο λουτρό ο Ιωάννης και ο Πρόχορος, καθώς έμπαινε στο λουτρό για να λουσθή κάποιος Δόμνος, παιδί του Διοσκορίδου του συζύγου της Ρωμάνας, πνίγηκε από τον Δαίμονα. Θρηνούσε λοιπόν η Ρωμάνα απαρηγόρητα για τον θάνατο του Δόμνου.

Ο πατέρας του Διοσκουρίδης όταν έμαθε την ξαφνική είδησι τού θανάτου του επέθανε από την υπερβολική λύπη. Παρακαλούσε λοιπόν η Ρωμάνα την ψευτοθεά Άρτεμιν για να αναστήση τον Δόμνον και έκοβε τις σάρκες της. Όμως μάταια τα έκανε όλα αυτά.

Ο Ιωάννης λοιπόν ρώτησε τον Πρόχορο για ποια αιτία θρηνεί η Ρωμάνα. Εκείνη όταν τους είδε να συνομιλούν έπιασε και άρχισε να τον συκοφαντή ότι είναι μάγος και τέλος να τον φοβερίζη ότι πρόκειται να τον θανατώση, εάν δεν μεταχειρισθή κάθε μέσον για να αναστήση τον Δόμνον.

Αφού λοιπόν αναγκάσθηκε έτσι ο Απόστολος έκανε προσευχήν. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως ανεστήθη ο Δόμνος. Αυτό το θαύμα όταν είδε η Ρωμάνα έμεινε εκστατική και άρχισε να αποκαλή τον Ιωάννην Θεόν και υιόν Θεού.

Ύστερα αφού εξωμολογήθηκε ειλικρινά τις αμαρτίες της και αφού ζήτησε συγχώρησι για τις κακοπάθειες που προξένησε στον Απόστολο και τον μαθητή του, επέστρεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Ύστερα δε από τον Δόμνον ο Ιωάννης ανέστησε και τον πατέρα του τον Διοσκουρίδη και τον εβάπτισε. Επίσης εβάπτισε και τον αναστηθέντα υιόν του και όλους τους άλλους που έτρεξαν εκεί. Έδιωξε δε και τον πονηρό Δαίμονα που κατοικούσε μέσα στο λουτρό.

ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ

Επειδή οι Εφέσιοι ετελούσαν μεγάλη γιορτή στην ψευτοθεά Άρτεμιν, γι' αυτό ο Απόστολος επήγε κατά τον καιρό της γιορτής και ανέβηκε επάνω σ' εκείνο το μέρος, όπου στεκόταν το είδωλον της Αρτέμιδος. Οι όχλοι όμως βλέποντας τον θύμωσαν πολύ και άρχισαν να τον λιθοβολούν. Όμως οι πέτρες δεν χτύπησαν καθόλου τον Άγιον, αλλά το είδωλον μέχρι που το συνέτριψαν.

Εκείνοι όμως οι ανόητοι δεν θέλησαν να έλθουν σε συναίσθησιν, αλλά βλέποντας τον Απόστολον να τους μιλάη για πίστι, πάλι τον λιθοβολούσαν. Οι πέτρες όμως παράδοξα επέστρεφαν και κτυπούσαν τους ίδιους και τους επλήγωναν. Τότε ο θείος Απόστολος έκανε προσευχή στον Θεό και αμέσως έγινε σεισμός και μεγάλος βρασμός της γής και χάθηκαν απ' αυτόν διακόσιοι άνθρωποι. Βλέποντας αυτό οι υπόλοιποι άνθρωποι μόλις και μετά βίας απαλλάχθηκαν από την μέθη και τον σκοτισμό της πλάνης και παρακαλούσαν θερμά τον Απόστολο να ελεηθούν και οι ίδιοι και να αναστηθούν όσοι πέθαναν. Πάλι λοιπόν, αφού προσευχήθηκε ο Απόστολος, αμέσως όλοι αναστήθηκαν. Και επειδή έγινε πάλι βρασμός της γής, γι' αυτό έπεσαν όλοι στα πόδια του Αποστόλου και, αφού πίστεψαν στον Χριστό, βαπτίσθηκαν.

Έπειτα πήγε ο θείος Απόστολος σ' ένα τόπον που ωνομαζόταν Τύχη και εκεί θεράπευσε ένα παράλυτο που ήταν κατάκοιτος δώδεκα ολόκληρα χρόνια.

Επειδή λοιπόν έκανε ο Απόστολος και άλλα πολλά θαύματα και η φήμη τους έτρεχε παντού, βλέποντας αυτά εκείνος ο Δαίμονας, που έμενε και κατοικούσε στον ναόν της Αρτέμιδος, και γνωρίζοντας ότι και ο ίδιος θα διωχθή απ' εκεί απ' τον Ιωάννη μεταμορφώθηκε σε στρατιώτη, κρατώντας στα χέρια χαρτιά και κλαίγοντας ότι δήθεν έφυγαν απ' τα χέρια του δυο μάγοι άριστοι και εξαιρετικοί που του δόθηκαν από την εξουσία να τους φυλάγη. Εξ' αιτίας αυτού τον έβαλαν σε μεγάλον κίνδυνο με τη φυγή τους. Έδειχνε δε στους ανθρώπους εκεί και ένα δέμα φλωριά και υποσχόταν να το δώση σ' αυτούς εάν βρουν τους μάγους και τους θανατώσουν.

Ακούγοντας λοιπόν αυτά πολλοί κινήθηκαν εναντίον του σπιτιού του Διοσκουρίδου φοβερίζοντας ότι θα το κατακαύσουν μαζί μ' αυτόν, αν δεν παραδώση στα χέρια τους, τους μάγους. Ο ευλαβής όμως και ευγνώμων Διοσκουρίδης προτιμούσε καλύτερα να καή παρά να παραδώση τους Αποστόλους, που του φανήκαν ευεργέτες του. Ο δε μέγας Ιωάννης προγνωρίζοντας με την προορατικήν χάριν του Αγίου Πνεύματος, ότι αν παραδοθή σ' αυτούς πρόκειται πάλι να κάνη θαύματα και απ' αυτό να επιστρέψη πολλούς στην ζωή της ευσεβείας παρέδωκε τον εαυτό του ο ίδιος μαζί με τον Πρόχορον στους απίστους.

Αφού λοιπόν σύρθηκαν από τους απίστους οι Απόστολοι του Κυρίου, όταν πήγαν στον ναό της Αρτέμιδος, προσευχήθηκαν στον Θεό να γκρεμισθή ο ναός, αλλά κανένας άνθρωπος να μη πάθη κακό. Και, ώ του θαύματος! Αμέσως έγινε αυτό. Τότε ο μέγας Απόστολος διατάζει τον Δαίμονα που κατοικούσε εκεί με αυτά τα λόγια:

- Σε σένα ομιλώ τον ακάθαρτο Δαίμονα.

- Τι θέλεις; Αποκρίθηκε η φωνή.

- Θέλω να ομολογήσης φανερά πόσα χρόνια κατοικείς εδώ και αν είσαι συ που ξεσήκωσες τόσον λαόν εναντίον μας, ξανάπε ο Απόστολος.

Πιεζόμενος ο Δαίμονας από την θέλησιν του Αγίου αποκρίθηκε.

- Διακόσια σαράντα εννιά χρόνια κατοικώ σ' αυτόν τον ναό. Πράγματι, εγώ είμαι αυτός που εκίνησα όλους αυτούς εναντίον σας.

- Σου παραγγέλω εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου να μη κατοικήσης πια σ' αυτόν τον τόπον, είπε πάλι ο Απόστολος.

Αμέσως λοιπόν έφυγε ο Δαίμονας από την πόλι της Εφέσου. Οι Έλληνες δε βλέποντας αυτά εφοβήθηκαν και οι περισσότεροι απ' αυτούς τρόμαξαν. Απ' το γεγονός αυτό πίστεψαν πολλοί στον Κύριο Ιησού και βαπτίσθηκαν στο Όνομά Του.


ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ.

Επειδή λοιπόν έκανε και άλλα πολλά θαύματα ο Ιωάννης, και γύρισε πολύ πλήθος Ελλήνων στην πίστι του Χριστού και έπειτα επειδή η φήμη τους έφθασε στ' αυτιά του τότε βασιλέως Δομιτιανού που εβασίλευε κατά το 82, ο Δομιτιανός έστειλε και έφερε μπροστά του τον μέγαν Ιωάννην μαζί με τον Πρόχορον.

Αφού λοιπόν τους έκανε ερωτήσεις και είδε την σταθερότητα που έδειξαν για την πίστι τους τούς υπέβαλε σε βασανιστήρια. Τους έβαλε να πιούν δηλητήριο και αφού δεν έπαθαν τίποτε τους έριξε σ' ένα πιθάρι μεγάλο με βραστό λάδι. Αφού και απ' εκεί βγήκαν χωρίς να πάθουν το παραμικρό με διαταγή του Δομιτιανού εξορίζονται στην νήσο Πάτμο. Ο Κύριος όμως είχε προλάβει και εφανέρωσε με όραμα στον Ιωάννη για την υπόθεσι αυτή. Δηλαδή ότι πρόκειται να πάθη πολλούς πειρασμούς και ότι θα εξορισθή σ' ένα νησί που έχει μάλιστα πολύ μεγάλη ανάγκη της δικής του παρουσίας.

Πλέοντας λοιπόν στην θάλασσα ο Απόστολος μαζί με τους σωματοφύλακες του βασιλέως ανέστησε ένα στρατιώτη που πέθανε στον δρόμο. Αλλά και την τρικυμία που έγινε ύστερα απ' αυτά στην θάλασσα την μετέβαλε σε γαλήνη. Κατά παράκλησιν του στρατιώτη θεράπευσε και ένα από τους σωματοφύλακες που έπασχε από δυσεντερία και κινδύνευε να πεθάνη ύστερα από λίγο. Βλέποντας λοιπόν αυτά οι σωματοφύλακες επίστεψαν όλοι στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.

Αφού λοιπόν έφθασε ο Ιωάννης στην Πάτμο, ελευθέρωσε τον Απολλωνίδη, το παιδί του Μύρωνος από το μαντικό πνεύμα που κατοικούσε σ' αυτόν και το εξώρισε μακρυά απ' το νησί. Απ' το θαύμα αυτό επίστευσαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν όλοι οι άνθρωποι που ευρίσκοντο στο σπίτι του Μύρωνος. Το ίδιο και ο Απολλωνίδης που ελευθερώθηκε και η θυγατέρα του Χρυσίππη με τους ανθρώπους της. Ύστερα δε βαπτίσθηκε και ο ίδιος ο Ανθύπατος, δηλαδή ο άρχοντας της χώρας της Πάτμου.

ΚΥΝΩΨ Ο ΜΑΓΟΣ

Ευρίσκετο στην Πάτμο κάποιος μάγος που ωνομαζόταν Κύνωψ, που κατοικούσε σ' έρημο τόπο από αρκετά χρόνια μαζί με τα ακάθαρτα Δαιμόνια. Αυτόν τον μάγον όλοι όσοι κατοικούσαν στο νησί τον θεωρούσαν σαν θεό, για τις φαντασίες και ενέργειες των Δαιμόνων που εγίνοντο απ' αυτόν. Οι δε ιερείς του ψεύτικου θεού Απόλλωνος καθώς είδαν τον Ιωάννη που εδίδασκε με πολλή παρρησία την πίστη στον Χριστό, έτρεξαν στον Κύνωπα και τον παρακάλεσαν γονατιστοί να κινηθή κατά του Ιωάννου, επειδή αυτός ερήμωσε σχεδόν τον ναόν του Απόλλωνος και απεμάκρυνε όλους από τον σεβασμό και την λατρεία των θεών.

Ο Κύνωψ λοιπόν όταν άκουσε αυτά υπερηφανεύθη και έκρινε ανάξιο της υπολήψεως του το να πάη μόνος στη χώρα. Αφ' ενός μεν διότι για διάστημα πολλών χρόνων βρισκόταν στην έρημο κλεισμένος. Αφ' ετέρου δε επειδή αυτοί που βρίσκονταν στην χώρα της Πάτμου αυτοί πήγαιναν σ' αυτόν και όχι αυτός προς εκείνους. Γι' αυτό υποσχέθηκε στους ιερείς ότι αυτός θα στείλη έναν πονηρόν Άγγελον στο σπίτι του Μύρωνος που πίστεψε, για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου που έμενε εκεί και να την παραδώση σε καταδίκη αιώνια.

Έστειλε λοιπόν ο Κύνωψ ένα άρχοντα των πονηρών Δαιμόνων προς τον Ιωάννη, όπως υποσχέθηκε. Ο Δαίμονας δε αφού πήγε στο σπίτι του Μύρωνος, στάθηκε στο μέρος εκείνο όπου ήτο ο Ιωάννης.

Μόλις όμως τον γνώρισε ο θείος Απόστολος του λέγει:"

- Σου παραγγέλω στο όνομα του Ιησού Χριστού να μη βγης από τον τόπο που στέκεσαι έως ότου μου φανερώσης για ποια αιτία ήλθες σε μένα.

Και αμέσως με τον λόγο του Αποστόλου στάθηκε το Δαιμόνιον δεμένο και απήντησε ως εξής πιεζόμενο από την θεία δύναμι:

- Οι ιερείς το Απόλλωνος ήλθαν στον Κύνωπα και είπαν πολλά
εναντίον σου και τον παρακάλεσαν να έλθη εδώ στην χώρα και
να σε θανατώση. Ο Κύνωψ όμως δεν καταδέχθηκε λέγοντας.
Είναι πολλά χρόνια που δεν βγήκα από τον τόπο αυτό και τώρα
για ένα άνθρωπο μικρόν και ασήμαντο να αφήσω την αγαπητή
μου ερημιά και ζωή; Γυρίστε όμως πίσω και αύριο θα στείλω
Άγγελον πονηρόν για να πάρη την ψυχή του Ιωάννου και να
την φέρη σ' εμένα για να την παραδώσω σε κρίσιν.

Και ο Ιωάννης του είπε:

- Εστάλης ποτέ από τον Κύνωπα για να πάρης ψυχή ανθρώπου και την πήγες σ' αυτόν;

- Με έστειλε και θανάτωσα μεν άνθρωπον, αλλά ψυχήν ανθρώπου ποτέ δεν παρέδωσα σε κόλασιν, αποκρίθηκε ο Δαίμονας.

- Για ποιόν λόγο υπακούετε στον Κύνωπα; Ρώτησε ο Ιωάννης.

- Όλη η δύναμη του Σατανά κατοικεί μέσα σ' αυτόν. Και έχει συμφωνίαν αυτός μεν να είναι πάντα μαζί μας εμείς δε πάντα μαζί του. Και ο Κύνωψ ακούει εμάς τους Δαίμονες, εμείς δε οι Δαίμονες ακούμε τον Κύνωπα.

- Άκουσε, πνεύμα πονηρό. Σε διατάζει ο Ιωάννης, ο Απόστολος του Υιού του Θεού, άλλη φορά να μην ενοχλήσης άνθρωπον, ούτε να γυρίσης στον τόπο σου. Αλλά να φύγης έξω απ' αυτό το νησί και να περιπλανάσαι εδώ και εκεί.

Και αμέσως το πνεύμα έφυγε μακρυά απ' το νησί.

Βλέποντας λοιπόν ο Κύνωψ ότι δεν επέστρεψε σ' αυτόν το πρώτο Δαιμόνιον έστειλε και δεύτερο. Αλλά επειδή και αυτό έπαθε τα ίδια, έστειλε ακόμη και άλλα δύο Δαιμόνια από τα αρχοντικά, για να μπη το ένα στο σπίτι όπου έμενε ο Ιωάννης και το άλλο να σταθή έξω και να ιδή αυτά που γίνονται και να γυρίση να τα φανερώση στον Κύνωπα. Επειδή λοιπόν πήγε το ένα Δαιμόνιο και διώχθηκε έξω απ' το νησί όπως διώχθηκαν και τα δύο πρώτα, εκείνο το Δαιμόνιο που στεκόταν έξω γύρισε και φανέρωσε στον Κύνωπα αυτά που έγιναν. Ωργίσθηκε λοιπόν ο Κύνωψ και πήρε μαζί του όλα τα πλήθη των Δαιμόνων και πήγε στην Χώρα. Ηχολόγησε όλη η Χώρα και ταράχθηκε μόλις είδε τον Κύνωπα και όλοι τον προσκυνούσαν. Πρόφθασε δε τον Ιωάννη ο Κύνωψ, την ώρα που δίδασκε τον λαόν, και κυριεύθηκε από θυμόν πολύν και είπε στον λαό.

- Άνθρωποι ανόητοι και τυφλοί, ακούστε. Αν είναι δίκαιος ο Ιωάννης και όσα λέγει αν είναι αλήθεια θα θεραπεύση και σας και μένα. Αν μπορέση να κάνη εκείνο που θα πω σ' αυτόν τότε και εγώ πιστεύω σ' όλα όσα λέγει.

Αφού κράτησε λοιπόν ο Κύνωψ ένα νέον που ήτο εκεί του λέγει:

- Νέε, ζη ο πατέρας σου;
- Ναυάγησε και πνίγηκε στον βυθό της θαλάσσης, απεκρίθηκε ο νέος.

Τότε λέγει ο Κύνωψ στον Ιωάννη:

- Να, δείξε πράγματι αν είναι αληθινά τα λόγια σου, και αφού ανεβάσης από το βάθος της θαλάσσης τον πατέρα του νέου αυτού φέρε τον μπροστά σ' όλους μας ζωντανό και υγιή.
- Δεν με έστειλε ο Χριστός για να ανασταίνω νεκρούς, αλλά για να διδάσκω πλανεμένους ανθρώπους.

Είπε λοιπόν ο Κύνωψ προς όλον τον λαόν.

- Τώρα λοιπόν να καταλάβετε και να πεισθήτε ότι αυτός είναι πλάνος και σας ξεγελά με μαγικές τέχνες. Κρατήστε τον λοιπόν μέχρι που να φέρω εγώ από την θάλασσα τον πατέρα του νέου και να τον παρουσιάσω ζωντανό.

Αφού κρατήθηκε ο Ιωάννης, άπλωσε τα χέρια του ο Κύνωψ και τα κτύπησε. Έγινε λοιπόν στην παραλία μεγάλος κρότος, ώστε όλοι φοβήθηκαν. Τότε ο Κύνωψ εξαφανίσθηκε από τα μάτια όλων των ανθρώπων. Αμέσως δε φώναξαν δυνατά και είπαν: «Μεγάλος είσαι Κύνωψ και εκτός από σένα δεν υπάρχει άλλος». Ξαφνικά λοιπόν βγήκε από την θάλασσα ο Κύνωψ έχοντας μαζί του ένα Δαίμονα που φαινόταν να μοιάζη στο πρόσωπο του πνιγμένου πατέρα του νέου, και όλοι εθαύμασαν.

Έπειτα λέγει προς τον νέον:

- Αυτός είναι ο πατέρας σου;

- Ναι, κύριε, απήντησε ο νέος.

Και έτσι όλοι προσκύνησαν τον Κύνωπα και ήθελαν να θανατώσουν τον Ιωάννη. Ο Κύνωψ όμως δεν άφησε να τον θανατώσουν λέγοντας: «Όταν δήτε μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε να τιμωρηθή όπως του αξίζει».

Αφού κάλεσε λοιπόν πάλι άλλον άνθρωπον του είπε:

- Είχες υιόν;
- Ναι, κύριε, είχα και κάποιος τον εφθόνησε και τον θανάτωσε, απεκρίθη εκείνος.
- Θα αναστηθή ο υιός σου, του είπε ο Κύνωψ.

Και αμέσως κάλεσε με το άνομα και τον φονιά και τον φονευθέντα. Πράγματι και οι δυο μαζί παρουσιάσθηκαν μπροστά. Είπε λοιπόν ο Κύριος στον άνθρωπο:

- Αυτός είναι ο υιός σου; Και αυτός είναι εκείνος που τον εφόνευσε;

- Ναι, Κύριε, απεκρίθη ο άνθρωπος.

Τότε καυχώμενος ο Κύνωψ είπε στον Ιωάννη.

- Τι θαυμάζεις, Ιωάννη;

- Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου γι' αυτά.

- Όταν δης μεγαλύτερα θαύματα απ' αυτά τότε θα θαυμάσης, είπε ο Κύνωψ.

- Τα θαύματά σου γρήγορα θα διαλυθούν, απήντησε ο Ιωάννης.

Όταν άκουσε αυτόν τον λόγο ο όχλος αμέσως ώρμησε και άρχισε να κτυπά άγρια τον Ιωάννη και ολίγον έλειψε να τον αφήση νεκρόν. Επειδή δε ενόμισε ο Κύνωψ ότι πέθανε ο Ιωάννης είπε προς τον λαόν. Αφήστε τον άταφον για να τον φάγουν τα όρνια. Μόλις πληροφορήθηκαν λοιπόν όλοι ότι πέθανε ο Ιωάννης, έφυγαν απ' εκεί με χαρά και επαίνους για τον Κύνωπα.

ΕΞΑΦΑΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΝΩΠΟΣ.

Ύστερα απ' αυτά, όταν άκουσε ο Κύνωψ ότι ο Ιωάννης ζη και διδάσκει τον λαό σ' ένα τόπο που ονομάζεται Λίθου Βολή, κάλεσε τον Δαίμονα εκείνον που χρησιμοποίησε για τις νεκρομαντείες. Αφού πήγε λοιπόν στον Ιωάννη του είπε:

- Εγώ επειδή ήθελα να σου προξενήσω περισσότερη ντροπή και καταδίκη γι' αυτό ως τώρα σε άφησα να ζης. Αλλά έλα τώρα να πάμε στον γιαλό κι εκεί θα δης την δύναμί μου και θα ντροπιασθής.

Τον ακολουθούσαν δε και οι τρεις Δαίμονες εκείνοι που νομίσθηκαν ότι αναστήθηκαν εκ νεκρών.

Αφού λοιπόν κτύπησε τα χέρια του κι έκανε κρότον, έγινε άφαντος από τα μάτια των ανθρώπων αφού βυθίστηκε ξαφνικά στον βυθόν της θαλάσσης. Οι όχλοι πάλι φώναζαν: «Είσαι μεγάλος, Κύνωψ, και δεν υπάρχει άλλος όπως συ». Ο Ιωάννης λοιπόν διέταξε τους Δαίμονες, που εστέκοντο μαζί με τον Κύνωπα σε σχήμα ανθρώπων, να μην κινηθούν απ' την θέσι τους. Και αμέσως προσευχήθηκε στον Θεό να μην φανή πλέον ζωντανός ο Κύνωψ.

Όταν λοιπόν βυθίστηκε ο Κύνωψ έγινε μεγάλος θόρυβος στη θάλασσα. Το νερό δε της θαλάσσης στράφηκε στο μέρος που βυθίστηκε ο Κύνωψ και δεν μπόρεσε πλέον ο άθλιος να βγή από την θάλασσα. Οι Δαίμονες δε που ήσαν με το σχήμα των ανθρώπων που αναστήθηκαν διώχθηκαν απ' τον Ιωάννη εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού μακρυά από την Πάτμο και έγιναν άφαντοι.

Επειδή λοιπόν ο λαός στάθηκε τρία ημερόνυχτα περιμένοντας να βγη ο Κύνωψ απ' την θάλασσα, από την νηστεία και τις φωνές που έβγαζαν και από τη ζέστη του ηλίου ξαπλώθηκαν στη γη άφωνοι οι περισσότεροι απ' αυτούς ώστε και τρία παιδιά πέθαναν. Εξ' αιτίας αυτού τους λυπήθηκε ο μέγας Ιωάννης όλους αυτούς και τα μεν παιδιά που πέθαναν τα ανέστησε, τους δε παραλυμένους ανθρώπους τους δυνάμωσε. Και αφού είπε σ' αυτούς πολλά για την πίστι τους έπεισε όλους να πιστέψουν στον Χριστό και να βαπτισθούν, αφού ο άθλιος Κύνωψ καταποντίσθηκε πια στην θάλασσα, όπως παλαιά ο Φαραώ.

ΠΕΡΙ ΠΡΟΚΛΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ.

Κάποια γυναίκα που λεγόταν Προκλιανή κατελήφθη από έρωτα πονηρόν για τον υιόν της που λεγόταν Σωσίπατρος (αλλοίμονον!μέχρι που φθάνει η κακία του σαρκικού έρωτα!). Επειδή δε δεν πέτυχε την βρωμερή της επιθυμία κατηγόρησε τον γιο της στον Άρχοντα του νησιού ότι την εβίασε.

Ενώ λοιπόν επρόκειτο να τιμωρηθή ο Σωσίπατρος άδικα από τον Άρχοντα, τον εβοήθησε ο Ιωάννης, επειδή δεν ήταν ένοχος, ως εξής: Ξεράθηκε αμέσως το δεξί χέρι τόσο του Άρχοντος όσο και της αισχρής Προκλιανής, αφού προηγουμένως σείσθηκε η γη μ' ένα μεγάλο ήχο και τρίξιμο.

Όταν λοιπόν έπαθαν αυτήν την τόσο μεγάλη θεϊκή τιμωρία, πίστεψαν και οι δυο στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Και έτσι τα χέρια τους γιατρεύθηκαν και η γη σταμάτησε να κλονίζεται.

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ.

Όταν εβασίλευε ο βασιλιάς Τραϊανός ύστερα από τον Νερουάν κατά το έτος 98, εστάλησαν βασιλικά γράμματα στην Πάτμο που καλούσαν τον θείο Ιωάννη από την εξορία. Ήθελε λοιπόν ο Ιωάννης ν' αναχωρήση από την από την Πάτμο και να πάη στην Έφεσο. Οι Χριστιανοί όμως της Πάτμου θρηνούσαν και έκλαιγαν για τον απόχωρισμό του. Και τι δεν έκαναν για να μη χάσουν τέτοιον καλό Ποιμένα. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να τον εμποδίσουν γι' αυτό πρόβαλαν ένα διπλό ζήτημα στον μέγα Απόστολον

Δηλαδή να αφήση σ' αυτούς αντί για τον εαυτό του τους λόγους του και να γράψη σε βιβλίο το Μυστήριον όλης της Οικονομίας του Χριστού για μας.

Ο Ιωάννης λοιπόν, επειδή υπάκουσε στην δίκαιη επιθυμία τους αφ' ενός, αφ' ετέρου δε παρεκινήθη από την άνωθεν θεία Πρόνοια, ενήστεψε τρεις μέρες έχοντας και τους άλλους Χριστιανούς να νηστεύουν και να τον βοηθούν με την προσευχήν. Ανέβηκε έπειτα στο βουνό που ήταν εκεί με τον μαθητή του Πρόχορον και ανέβασε όλη του τη σκέψι στον Θεό. Και, ώ του Θαύματος! Αμέσως ακούγονται βροντές και αστραπές φοβερές και σαλεύεται όλο το βουνό, ώστε ο μαθητής του Πρόχορος πέφτει από τον φόβο του με το πρόσωπο στην γη και γίνεται σαν νεκρός.

Ο Ιωάννης όμως δεν φοβάται, αλλά στέκεται όρθιος. Επειδή η τέλεια αγάπη που είχε στον Θεό έδιωχνε τον φόβο απ' την καρδιά του όπως ο ίδιος είπε «η τέλεια αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄Ιωάν. δ΄18). Άκουσε λοιπόν μια βροντερή φωνή που έλεγε αυτά «εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος» (Ιωάν.α΄1). Αυτήν την φωνή την φανέρωσε ο Ιωάννης στον μαθητή του Πρόχορο, αφού προηγουμένως τον σήκωσε απ' το χέρι και έδιωξε απ' αυτόν λίγο τον φόβο.

Αφού τέλειωσε λοιπόν όλο το θείον Ευαγγέλιο και το έγραψε με το χέρι του Προχόρου, το παρέδωσε στους Χριστιανούς που το ζήτησαν. Απ' εκεί διαδόθηκε σ' όλα τα πέρατα του κόσμου.

Ο ΝΕΟΣ ΛΗΣΤΗΣ.

Αφού έφυγε από το νησί Πάτμο ο μέγας Απόστολος πήγε σ' ένα τόπο που λεγόταν Αγροικία. Και εκεί αφού γιάτρεψε ένα τυφλόν επήγε σε μια γειτονική πόλι. Εκεί ευρήκε ένα νέον ευγενικό στην ψυχή και ωραίον στο πρόσωπο και τον ωδήγησε στον Χριστό. Έπειτα αφού τον παρεκίνησε να είναι ενάρετος και αφού τον παρέδωκε στα χέρια του Επισκόπου της πόλεως, σαν σε μάρτυρα του Χριστού, για να φροντίζη γι' αυτόν, έφυγε για την Έφεσο. Αφού λοιπόν τακτοποίησε καλά τα εκκλησιαστικά πράγματα εκεί και κατήρησε όλο το ποίμνιον του Χριστού με την διδασκαλία του, και αφού επισκέφθηκε τις άλλες πόλεις που ήσαν κοντά και χειροτόνησε σ' αυτούς Επισκόπους, τότε πάλι επανήλθε στην πόλι που είπαμε προηγουμένως.

Όταν ζήτησε τον νέον εκείνον που παρέδωσε στον Επίσκοπο, έμαθε ότι έγινε αρχηγός των κλεφτών, διότι επήρε άσχημο δρόμο από τις διασκεδάσεις και τις κακές συναναστροφές των συνομηλίκων του νέων, (διότι είναι εύκολος και κατηφορικός ο δρόμος της κακίας). Λυπήθηκε, λοιπόν πολύ ο Απόστολος του Κυρίου για το κατάντημα του νέου εκείνου.

Ξεκίνησε λοιπόν και πήγε μόνος στον τόπο των κλεφτών και παραδόθηκε σ' αυτούς θεληματικά και μέσω αυτών ωδηγήθηκε και βρήκε τον νέο. Όταν τον συνήντησε, επειδή προσπάθησε εκείνος να φύγη (διότι κατάλαβε ότι είναι ο ευεργέτης του Ιωάννης) τον προσείλκυσε ο Απόστολος κοντά του με τα γλυκά και θελκτικά του λόγια.

Κατώρθωσε να τον πάρη μαζί του με τη Χάρι του Κυρίου και επέστρεψε στην πόλι. Και τόσο τον έκανε να προκόψη στην αρετή με τις συμβουλές του που έσταζαν μέλι και τις ιερές νουθεσίες, ώστε έγινε παράδειγμα αρετής και μετανοίας πολύ λαμπρό και στους άλλους ανθρώπους.

ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ.

Αφού επανήλθε πάλι στην Έφεσο ο επιστήθιος του Χριστού μαθητής, εκεί επέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Ήτο πενήντα εξ ετών όταν έφυγε από τα Ιεροσόλυμα για το κήρυγμα. Επέρασε δε εννέα χρόνια κηρύττοντας έως ότου εξωρίσθηκε. Στην εξορία στην Πάτμο πέρασε δεκαπέντε χρόνια. Ύστερα δε από την εξορία έζησε άλλα εικοσιέξ χρόνια. Ώστε όλα τα έτη της ζωής του που πέρασε ήσαν εκατόν πέντε και επτά μήνες.

Ετσι έζησε ο Απόστολος του Κυρίου και αγωνίσθηκε για την ευσέβεια μέχρις αίματος. Έκανε πάρα πολλά θαύματα και επέστρεψε αμέτρητα πλήθη απίστων από διάφορα έθνη στην πίστι του Χριστού. Πέρασε αρκετόν χρόνον της ζωής του στο σπίτι του Δόμνου, που ο ίδιος τον ανέστησε μαζί με τους επτά μαθητές του, και τέλος έφυγε μαζί μ' αυτούς από το σπίτι.

Αφού έφθασε σ' ένα τόπο στους μεν μαθητές του παρήγγειλε να καθίσουν εκεί, αυτός δε αφού προχώρησε μπροστά σε μικρή απόστασι, προσευχήθηκε. Ήταν δε ώρα πρωϊνή.

Έπειτα, αφού επέστρεψε, πρόσταξε τους μαθητές του να σκάψουν τη γη σε σχήμα σταυρού, τόσο μόνον, όσο ήτο το μέτρον του σώματός του. Αφού ξαπλώθηκε λοιπόν μέσα σ' εκείνον τον σκαμμένον τόπον, αποχαιρέτησε τους μαθητές του που έκλαιγαν πικρά και είπε: «Σύρετε το χώμα της γης που είναι μητέρα μου και με αυτό σκεπάστε με». Εκείνοι αφού τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν, σκέπασαν το σώμα του μέχρι τα γόνατα. Έπειτα πάλι αφού τον ασπάσθηκαν τον σκέπασαν μέχρι τον λαιμό. Και πάλι αφού για τρίτη φορά τον ασπάσθηκαν έβαλαν πάνω στο ιερό του πρόσωπο ένα μανδήλι. Και έτσι κλαίγοντας πικρά σκέπασαν όλο το σώμα του. Τότε ανέτειλε και ο ήλιος.

Αφού έκλαψαν οι μαθηταί, γιατί έμειναν ορφανοί από τον δάσκαλό τους, εγύρισαν στην πόλι διηγούμενοι τα σχετικά με τον Απόστολον. Οι άλλοι αδελφοί όταν τα άκουσαν αυτά επήγαν στον τάφο και αφού έσκαψαν δεν βρήκαν τίποτε. Τότε λοιπόν επέστρεψαν κλαίγοντας θερμώς για τη στέρησι τέτοιου ποιμένος.

πηγή
http://www.impantokratoros.gr/BF208F26.el.aspx

Στερήσαμε οι ίδιοι τον εαυτό μας από την ελπίδα της σωτηρίας


5368_1134867145045_1628312489_317564_1239690_n.jpg


Θεέ μου! Εμάς τους ασήμαντους, τους αδύναμους, τους αμαρτωλούς, μας ονομάζεις φίλους Σου Εσύ, ο μεγάλος, ο παντοδύναμος, ο αναμάρτητος Θεός, ο Δημιουργός και Κύριος του σύμπαντος.
Τι δεν πρέπει, λοιπόν, πρόθυμα να υπομείνουμε για μια τέτοια φιλία, όταν για φιλία ανθρώπινη πολλές φορές διακινδυνεύουμε και τη ζωή μας;
Και όμως, τίποτα δεν υπομένουμε, καθόλου δεν αγωνιζόμαστε, καμιάν εντολή του Χριστού δεν εκτελούμε.

Πραγματικά, πρέπει να κλαίμε και να πενθούμε για το κατάντημά μας. Στερήσαμε οι ίδιοι τον εαυτό μας από την ελπίδα της σωτηρίας.
Ο Θεός μας κάλεσε στον ουρανό , μα εμείς προτιμήσαμε τον άδη. Αποδειχθήκαμε ανάξιοι της τιμής που μας έκανε. Ύστερ' από τις τόσες ευεργεσίες Του, φανήκαμε αχάριστοι αλλά και ασύνετοι. Αφήσαμε τον διάβολο να μας γυμνώσει από' όλες τις θεϊκές δωρεές.
Κι έτσι, εμείς, που αξιωθήκαμε να είμαστε παιδιά και αδέλφια και κληρονόμοι του Θεού ,δεν ξεχωρίζουμε καθόλου από τους εχθρούς Του, που χλευάζουν τη  μεγαλοσύνη Του και καταπατούν τον νόμο Του. «Αλίμονο, ψυχή μου!», αναφωνώ μαζί με τον προφήτη. «Χάθηκε η ευσέβεια από τη γη.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας