Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Η συμφιλίωση προς αυτούς που μας λύπησαν γίνεται εξαγορά των δικών μας αμαρτιών

 1619476_214049162118891_864017365_n.jpg

"Ας μη δεχόμαστε ποτέ να μνησικακούμε σ' εκείνους που μας λύπησαν η κάπως διαφορετικά μας αδίκησαν, ούτε να συμπεριφερόμαστε εχθρικά προς αυτούς, αλλά κατανοώντας πόσης ευεργεσίας πρόξενο γίνεται αυτό εκ μέρους του Κυρίου και πριν απ' όλα ότι η συμφιλίωση προς αυτούς που μας λύπησαν γίνεται εξαγορά των δικών μας αμαρτιών, ας σπεύδουμε και ας βιαζόμαστε να το εφαρμόζουμε, και σκεπτόμενοι το κέρδος απ' αυτό, ας επιδείξουμε προς αυτούς που μας αδίκησαν τόση μεγάλη φροντίδα, σαν προς αληθινούς ευεργέτες. Γιατί, αν είμαστε νηφάλιοι, δε θα μπορέσουν να μας ωφελήσουν τόσο πολύ εκείνοι που μας φέρονται ευγενικά και προσπαθούν με κάθε τρόπο να δείχνουν τη φροντίδα τους για μας, όσο η φροντίδα γι' αυτούς μας καθιστά άξιους της αγάπης του Θεού και ελαφρύνει συγχρόνως και το φορτίο των αμαρτημάτων μας.
Σκέψου λοιπόν, σε παρακαλώ, αγαπητέ, πόσο είναι το μέγεθος της αρετής αυτής από τα βραβεία που υποσχέθηκε ο Θεός των όλων σ' εκείνους που την κατορθώνουν. Γιατί, αφού είπε "αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους που σας καταδιώκουν, προσεύχεστε για εκείνους που σας κακομεταχειρίζονται" (Ματθ. ε  44), επειδή ήταν μεγάλες αυτές οι εντολές και έφταναν και στην πιο υψηγλή ακόμη κορυφή, λέγει "για να γίνετε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας, που ανατέλλει τον ήλιο του σε κακούς και αγαθούς και βρέχει σε δικαίους και αδίκους" (Ματθ. ε  45)".
"Αν ο καθένας μας έχει εχθρική διάθεση προς κάποιον, όσο ακόμη είναι καιρός να φροντίσει πάρα πολύ να τον συμφιλιώσει μαζί του. Και ας μη μου πει κανείς «τον παρακάλεσα μία και δύο φορές και δεν δέχθηκε». Αν με ειλικρινή διάθεση το κάμνουμε αυτό, ας μη σταματήσουμε μέχρι που με τη μεγάλη μας επιμονή τον νικήσουμε και τον συμφιλιώσουμε με τον εαυτό μας. Μήπως χαρίζουμε σ' εκείνον τίποτε; η ευεργεσία μεταβαίνει σ' εμάς, αποσπούμε την εύνοια του Θεού και πολλή παρρησία προς τον Κύριον λαμβάνουμε απ' αυτό."

 Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

Παιδί μου, ἄν ἔρχεσαι νά ὑπηρετήσεις τό Θεό, ἑτοίμασε τήν ψυχή σου γιά πειρασμό, κάνε δίκαιη τήν καρδιά σου, δεῖξε ὑπομονή καί μήν ὑποχωρήσεις σέ περίοδο δυσκολιῶν

 


“Ἄς μήν ἀνησυχοῦμε λοιπόν, ἄς μήν ἀδημονοῦμε ὅταν μᾶς ἔρχονται πειρασμοί. Γιατί, ἄν ὁ χρυσοχόος γνωρίζει πόσο χρόνο πρέπει ν’ ἀφήσει τό χρυσάφι στό καμίνι καί πότε νά τό βγάλει καί δέν τό ἀφήνει νά μένει στή φωτιά μέχρι νά καταστραφεῖ καί νά κατακαεῖ, πολύ περισσότερο τό ξέρει αὐτό ὁ Θεός καί, ὅταν δεῖ ὅτι γίναμε πιό καθαροί, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τούς πειρασμούς, ὥστε νά μήν ἀνατραποῦμε καί πέσουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν κακῶν. Ἄς μή δυσανασχετοῦμε λοιπόν, ἄς μή γινόμαστε μικρόψυχοι ὅταν μᾶς ἔρθει κάτι ἀπό τά ἀπροσδόκητα, ἀλλά ἄς ἀφήνουμε αὐτόν πού τά ξέρει καλά αὐτά νά δοκιμάζει στή φωτιά τήν ψυχή μας, ὅσο καιρό θέλει. Γιατί τό κάνει αὐτό γιά τό συμφέρον καί τό κέρδος ἐκείνων πού δοκιμάζονται.
Γι’ αὐτό καί κάποιος σοφός συμβουλεύει λέγοντας “παιδί μου, ἄν ἔρχεσαι νά ὑπηρετήσεις τό Θεό, ἑτοίμασε τήν ψυχή σου γιά πειρασμό, κάνε δίκαιη τήν καρδιά σου, δεῖξε ὑπομονή καί μήν ὑποχωρήσεις σέ περίοδο δυσκολιῶν” (Σοφ. Σειρ. β΄ 1-2). Ἄφησε σ’ αὐτόν, λέγει τά πάντα, γιατί γνωρίζει καλά πότε πρέπει νά μᾶς βγάλει ἀπό τό καμίνι τῶν συμφορῶν. Πρέπει λοιπόν σέ ὅλες τίς περιπτώσεις νά τά ἀφήνουμε σ’ αὐτόν καί πάντοτε νά τόν εὐχαριστοῦμε καί ὅλα νά τά ὑποφέρουμε μέ εὐγνωμοσύνη, εἴτε μᾶς εὐεργετεῖ, εἴτε μᾶς τιμωρεῖ, ἐπειδή καί αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος εὐεργεσίας. Γι’ αὐτό καί ὁ γιατρός ὄχι μόνο ὅταν λούζει καί δίνει τροφή καί βγάζει τόν ἄρρωστο στούς κήπους, ἀλλά καί ὅταν τόν καυτηριάζει καί τόν χειρουργεῖ, εἶναι τό ἴδιο γιατρός. Καί ὁ πατέρας ἐπίσης, ὄχι μόνο ὅταν φροντίζει τόν υἱόν του, ἀλλά καί ὅταν τόν χτυπάει, τό ἴδιο εἶναι πατέρας, καί μάλιστα ὄχι λιγότερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι ὅταν τόν ἐπαινεῖ.
Γνωρίζοντας λοιπόν ὅτι ὁ Θεός εἶναι περισσότερο φιλόστοργος ἀπ’ ὅλους τούς γιατρούς, μήν ἐξετάζεις μέ περιέργεια, οὔτε νά ζητᾶς ἀπ’ αὐτόν λόγο γιά θεραπεία, ἀλλ’ εἴτε θέλει νά μᾶς ἀνακουφίσει εἴτε νά μᾶς τιμωρήσει, ἄς τοῦ παραδίδουμε τόν ἑαυτό μας τό ἴδιο καί στά δύο. Γιατί καί μέ τά δύο μᾶς ἐπαναφέρει στήν ὑγεία καί στό νά γίνουμε δικοί του, καί γνωρίζει αὐτά πού ὁ καθένας μας ἔχει ἀνάγκη καί τί συμφέρει στόν καθένα καί πῶς καί μέ ποιό τρόπο πρέπει νά σωθοῦμε, καί μᾶς ὁδηγεῖ σ’ αὐτόν τό δρόμο. Ἄς ἀκολουθοῦμε λοιπόν ἐκεῖνο πού αὐτός προστάζει καί ἄς μήν ἐξετάζουμε τίποτε μέ λεπτομέρεια, εἴτε μᾶς προστάζει νά βαδίζουμε σέ ἄνετο καί εὔκολο δρόμο εἴτε σέ δύσκολο καί σκληρό, ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ἔκαμε καί στόν παράλητο αὐτόν. Ἕνα λοιπόν εἶδος εὐεργεσίας ἦταν αὐτό, τό ὅτι καθαρίζει δηλαδή τήν ψυχή του τόσο πολύ καιρό, ἀφοῦ τήν παρέδωσε σάν σέ κάποιο χωνευτήρι στή φωτιά τῶν πειρασμῶν. Καί δεύτερο εἶδος, ὄχι μικρότερο ἀπό τό πρῶτο, τό ὅτι εἶναι παρών σ’ αὐτούς τούς πειρασμούς, παρέχοντάς του πολλή παρηγοριά. Αὐτός ἦταν πού τόν στήριζε καί τόν συγκρατοῦσε καί τόν βοηθοῦσε καί δέν τόν ἄφηνε νά πέσει.”
“Γι’ αὐτό καί ὁ Παῦλος λέγει “πιστός δέ θεός, ὅς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν” (Α΄ Κορ. ι΄ 13). Ὄχι μόνο, λέγει, δέν ἀφήνει νά ἔρθει ἐπάνω μας δοκιμασία ἀνώτερη ἀπό τίς δυνάμεις μας, ἀλλά καί σ’ αὐτή τή σύμφωνη μέ τίς δυνάμεις μας δοκιμασία εἶναι παρών, ὑποστηρίζοντας καί ἐνισχύοντάς μας, ὅταν πρῶτα ἐμεῖς προσφέρουμε τά δικά μας, δηλαδή προθυμία, ἐλπίδα σ’ αὐτόν, εὐχαριστία, καρτερία, ὑπομονή. Γιατί ὄχι μόνο στούς κινδύνους πού εἶναι ἀνώτεροι ἀπό τίς δυνάμεις μας, ἀλλά καί σ’ αὐτούς πού εἶναι σύμφωνοι μέ τίς δυνάμεις μας χρειαζόμαστε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἄν θέλουμε νά σταθοῦμε γενναῖα. Ἀλλοῦ πάλι λέγει “ὅπως συμμετέχουμε μέ τό παραπάνω στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί ἡ ἐνίσχυση τοῦ Χριστοῦ γίνεται σέ μᾶς μέ τό παραπάνω γιά νά μποροῦμε καί μεῖς μέ τόν ἴδιο τρόπο, πού μᾶς ἐνισχύει ὁ Θεός, νά ἐνθαρρύνουμε ὅσους περνοῦν κάθε εἶδος θλίψης” (Β΄ Κορ. α΄ 5. 4). Ὥστε ἐκεῖνος πού τόν ἐνίσχυσε καί αὐτόν εἶναι ὁ ἴδιος πού ἐπέτρεψε τόν πειρασμό νά ἔρθει ἐναντίον του”.

  Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


Ένας άνθρωπος στην οδό της ευλογίας


«Ήταν κάποτε ένας μορφωμένος άνδρας που επί οκτώ χρόνια παρακαλούσε το Θεό να του στείλει έναν άνθρωπο να τον διδάξει την αλήθεια.
Και κάποτε που ένιωσε αυτή την επιθυμία πολύ έντονη, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει: ‘Πήγαινε στην εκκλησία, κι εκεί θα βρεις έναν άνθρωπο που θα σου δείξει την οδό της ευλογίας.’ Πήγε εκεί, και βρήκε έναν φτωχό, ξυπόλυτο,με πόδια γεμάτα πληγές και σκόνη, και όλα του τα ρούχα δεν άξιζαν ούτε δυό δεκάρες.
Τον χαιρέτησε, και του είπε:
‘Είθε ο Θεός να σου δώσει καλή ημέρα!’
Κι ο άλλος απάντησε:Ποτέ δε μου έδωσε κακή ημέρα.’
‘Είθε ο Θεός να σου δώσει καλή τύχη!’ ‘Πάντα έχω καλή τύχη.’
‘Είθε να σε κάνει ο Θεός ευτυχισμένο! Μα γιατί απαντάς έτσι;’ ‘Ποτέ δεν είμαι δυστυχισμένος.’
‘Σε παρακαλώ, εξήγησέ το μου αυτό, γιατί δεν το καταλαβαίνω.’
‘Μετά χαράς’, αποκρίθηκε ο φτωχός.
‘Μου ευχήθηκες να έχω καλή ημέρα. Όλες μου οι ημέρες είναι καλές: γιατί αν πεινάω, δοξάζω το Θεό. Αν έχει παγωνιά, χαλάζι, χιόνι, βροχή, αν ο καιρός είναι καλός ή κακός, πάντα δοξάζω το Θεό. Είμαι άθλιος και περιφρονημένος, αλλά δοξάζω το Θεό, κι έτσι πάντα η ημέρα μου είναι καλή.
Μου ευχήθηκες να μου δώσει ο Θεός καλή τύχη. Αλλά ποτέ δεν έχω κακή τύχη, γιατί ξέρω πως να ζω με το θεό, και ξέρω πως αυτό που κάνει είναι το καλύτερο. Και ό,τι ο Θεός δίνει ή επιτρέπει γιά μένα, καλό ή κακό, το παίρνω με χαρά από το Θεό, σαν το καλύτερο που μπορεί να γίνει, κι έτσι ποτέ δεν έχω κακή τύχη.
Μου ευχήθηκες να με κάνει ο Θεός ευτυχισμένο. Μα ποτέ δεν είμαι δυστυχισμένος. Γιατί η μόνη μου επιθυμία είναι να ζω μέσα στο θέλημα του Θεού, κι έχω τόσο απόλυτα παραδοθεί στο θέλημα του Θεού, ώστε θέλω αυτό που θέλει Εκείνος.’
‘Αλλά αν ο Θεός θελήσει να σε ρίξει στην κόλαση,’ ρώτησε ο μορφωμένος, ‘τι θα κάνεις τότε;’ ‘Να με ρίξει στην κόλαση; Η αγαθότητά Του δεν θα το επιτρέψει. Αλλά ακόμα κι αν το κάνει, θα Τον αγκαλιάσω με τα δυό μου χέρια. Το ένα μου χέρι, που είναι η Ταπεινότητα, θα αγκαλιάσει την ανθρώπινη φύση Του, και το άλλο μου χέρι, η Αγάπη, θα αγκαλιάσει τη θεία φύση Του, τόσο σφιχτά, που θα πρέπει να έρθει κι Αυτός στην κόλαση μαζί μου.
Γιατί καλύτερα να είμαι στην κόλαση με το Θεό, παρά στον παράδεισο χωρίς Εκείνον.’
Τότε ο Διδάσκαλος κατάλαβε ότι η αληθινή παραίτηση με την άκρα ταπεινότητα, είναι η συντομότερη οδός προς το Θεό...
Και τον ρώτησε: ‘Τι άνθρωπος είσαι συ;’ ‘Είμαι βασιλιάς.’ ‘Πού είναι το βασίλειό σου;’
‘Η ψυχή μου είναι το βασίλειό μου, γιατί είμαι απόλυτα κύριος των εξωτερικών και εσωτερικών μου αισθήσεων, ώστε όλες οι επιθυμίες και οι δυνάμεις της ψυχής μου βρίσκονται σε πλήρη υποταγή, και αυτό το βασίλειο είναι μεγαλύτερο από οποιοδήποτε βασίλειο επί της γης.’
‘Τι σε οδήγησε σε αυτή την τελειότητα;’ ‘Η σιωπή μου, οι υψηλές μου σκέψεις, και η ένωσή μου με το Θεό. Γιατί δε μπορούσα να αναπαυθώ σε κάτι λιγότερο από το Θεό.
Τώρα έχω βρει το Θεό, και στο Θεό έχω βρει αιώνια ανάπαυση και ειρήνη ».

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

῾Η μνημόνευση τῶν ὀνομάτων στήν Προσκομιδή. ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ Γέροντος Ἰακώβου

 

gerontas-iakobos
–Τά σα­ραν­τα­λε­ί­τουρ­γα παι­διά μου ἔ­χου­νε με­γά­λη ἀ­ξί­α γιά τίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων. Γιά το­ύς ζῶν­τες καί το­ύς τε­θνε­ῶ­τας.
Ἄν εἴ­χα­τε ἀ­κο­ύ­σει, πρό ἐ­τῶν, ἕ­να κα­ρά­βι πού βυ­θί­στη­κε ἐ­δῶ στήν Κρή­τη τό »Ἡράκλειο»…
Λοι­πόν, μί­α γυ­ναῖ­κα μέ πῆ­ρε. Πῆ­ρε τη­λέ­φω­νο, καί λέ­ει:
-Πάτερ, οἱ συγ­γε­νεῖς μας πνί­γη­καν στό κα­ρά­βι.
– Τήν ρώτησα: Δέν θά κά­νης μνη­μό­συ­νο στόν ἄν­δρα σου, στούς συγ­γε­νεῖς σας;
– Μπά… δέν χρει­ά­ζον­ται τά μνη­μό­συ­να, λέ­ει. Ἐ­γώ ἔ­δω­σα 5.000 στό Ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο τῆς Χαλ­κί­δος. Τό ἴ­διο εἶ­ναι. Πάτερ μου, ἐ­σύ τί λές γι᾿ αὐ­τό;
– Λέω, ἄ­κου­σε παι­δί μου νά σοῦ πῶ, ἐ­φό­σον μέ ρω­τᾶ­τε. Ἄλ­λο, παι­δί μου, ἡ προ­σευ­χή και ἄλ­λο ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἄλ­λο, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, ἡ προ­σευ­χή πού κά­νου­με μέ τό μνη­μό­συ­νο. Δι­ό­τι, ἔ­τσι τά βρή­κα­με. Ἔ­τσι εἶ­ναι. Καί ἀ­πό το­ύς Ἀ­πο­στο­λι­κο­ύς χρό­νους, ἀλ­λά, καί ἀ­πό τίς ἡ­μέ­ρες πού ἦ­ταν ὁ Μωϋσῆς, ὁ Προ­φή­της τῆς Π. Δι­α­θή­κης. Ὅ­ταν ἀ­πέ­θα­νε, λέ­ει, δί­ναν ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καί κἄ­ναν μνη­μό­συ­να… καί αὐ­τά δί­ναν τό­τε. Γιά τήν ψυ­χή τοῦ Μω­ϋ­σῆ καί το­ύς Ἁ­γί­ους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Αὐ­τά παι­διά μου, εἶ­ναι ἐξ ἀ­μνη­μο­νε­ύ­των χρό­νων. Εἶ­ναι αἰ­ῶ­νες ὁ­λό­κλη­ροι, δεν μπο­ρεῖ κά­ποι­ος να κόψη αὐ­τά τά πράγ­μα­τα.
Γι᾿ αὐ­τό τῆς εἶ­πα καί ᾿γώ ἔ­τσι. Καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη πι­ά­νει τήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἀλ­λά, ἄλ­λο τό μνη­μό­συ­νο, ἡ προ­σευ­χή. Δι­ό­τι βγά­ζουν με­ρί­δα στήν Ἁ­γί­α Πρό­θε­ση καί τίς με­ρί­δες αὐ­τές τίς μεταφέρουν Ἄγγελοι στόν οὐρανό.
– Ἐμεῖς ἐδῶ ση­κω­νό­μα­στε τή νύ­χτα γιά νά μνη­μο­νε­ύ­σου­με αὐ­τά τά ὀ­νό­μα­τα. Ἔχου­με χι­λι­ά­δες ὀ­νό­μα­τα, πε­ρί­που 20-30 χι­λι­ά­δες ὀ­νό­μα­τα. Εἶ­ναι εὐ­ερ­γέ­ται τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ πρίν 38 χρό­νια πού ἦρ­θα στό Μο­να­στή­ρι. Ἄλ­λος μέ ἔ­δω­σε αὐ­τό τό πο­τη­ρά­κι, ἄλ­λος αὐ­τό τό φλυ­τζα­νά­κι, αὐ­τό τό νάϋλον, ἄλ­λος τή λάμ­πα, ἄλ­λος μία εἰ­κο­νί­τσα, ἄλ­λος ἕ­να κα­δρά­κι, ἄλ­λος ἐ­κεῖ­νον τόν μπου­φέ, ἄλ­λος ἕ­να ρο­λό­ϊ, καί ἔ­χω τά ὀ­νό­μα­τά τους ἀ­πό τό 1952 πού χει­ρο­το­νή­θη­κα ἱ­ε­ρέ­ας τοῦ Ὑ­ψί­στου καί τά μνη­μο­νε­ύ­ω. Αὐ­τοί φύ­γαν ἀπ᾿ τή ζωή, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι.
Τά σα­ραν­τα­λε­ί­τουρ­γα παι­διά μου βοηθοῦν πολύ. Ἔχει με­γά­λη ἀ­ξί­α ἡ με­ρί­δα πού μοι­ρά­ζει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καί δι­α­βά­ζου­με αὐ­τά τά ὀ­νό­μα­τα. Τά πα­ίρ­νει κά­θε πρωΐ Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, δι­ό­τι τήν ὥ­ρα πού ἀρ­χί­ζει ἡ προ­σκο­μι­δή κα­τε­βα­ί­νουν Ἄγ­γε­λοι Κυ­ρί­ου. Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος ἔ­βλε­πε τήν ὥρα πού ἄρ­χι­ζε ἡ προ­σκο­μι­δή, ἀπ᾿ τή σκε­πή ἀ­πά­νω τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νά πε­τᾶ­νε λευ­κο­φό­ρα παλ­λη­κά­ρια, Ἄγ­γε­λοι Κυ­ρί­ου. Καί σέ κά­θε Χρι­στια­νό στε­κό­ταν Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, ὁ φύ­λα­κας τοῦ ἀν­θρώ­που, τῆς ζω­ῆς του. Καί μέ­σα τό Ἱ­ε­ρό γε­μᾶ­το Ἄγ­γε­λοι καί ἔ­παιρ­ναν τήν ἀ­να­φο­ρά αὐ­τή, τήν πᾶ­νε στόν θρό­νο τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­τσι παι­διά μου εἶ­ναι αὐ­τά, για­τί <ἐν τῷ Ἅ­δη οὐκ ἔ­στι με­τά­­νοια>, τά ᾿λε­γε ἕ­νας Πα­τρι­άρ­χης.
Πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ὅ­λοι ἅ­γιοι, ἔ­λα ὅ­μως πού εἴ­μα­στε καί ἄν­θρω­ποι. Ἐ­μεῖς ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, δι­ό­τι ὁ ἱ­ε­ρέ­ας εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος καί ἀ­πό τόν Βα­σι­λέ­α.

(Ἀπομαγνητοφωνημένη συζήτηση)

Επιμέλεια. ΡΩΜΝΙΟΣ
fdathanasiou.wordpress.com

Πλούσιοι και φτωχοί στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων

1958091_1479929258901200_2036905247_n.jpg
Ήταν τόση η προθυμία με την οποία έδιναν (οσοι είχαν περιουσίες), ώστε δεν υπήρχε ούτε ένας φτωχός (στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων).
Δεν έδιναν δηλ. μέρος από την περιουσία τους, κρατώντας την υπόλοιπη για τον εαυτό τους, αλλά με το αίσθημα πως ήταν δικά τους τα δώριζαν. Την ανωμαλία της άνισης κατανομής αγαθών την είχαν εξαφανίσει από ανάμεσά τους και ζούσαν με μεγάλη αφθονία αγαθών. Ούτε τολμούσαν δηλ. να δίνουν οι ίδιοι απ' ευθείας στα χέρια των φτωχών ούτε  αισθανόταν περήφανοι που έδιναν, αλλά μπροστά στα πόδια (των Αποστόλων) έφερναν (τα χρήματα από την πώληση των περιουσιών τους) κι αυτούς άφηναν να διαχειριστούν, ώστε η κατανάλωση να γίνεται από αγαθά που ανήκαν πια σε ολόκληρη την κοινότητα και όχι από δικά τους.
Αυτός ο τρόπος ,εκτός των άλλων, τους βοηθούσε και στο να μην υπερηφανεύονται. Αν και σήμερα γινόταν το ίδιο θα ζούσαμε πιο ευτυχισμένοι και οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Μάλιστα όχι τόσο στους φτωχούς, όσο στους πλούσιους θα έφερνε τούτο τη χαρά και την ευτυχία.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

-->-->-->