Μεγίστη τιμὴ περιποιεῖ σὲ μένα ἡ πρόσκληση τοῦ πατρὸς Σταύρου γιὰ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν Πατέρα Πορφύριο… μὲ κατατάσσει δηλαδὴ σ’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι γνώριζαν τὸν Πατέρα Πορφύριο ὅμως δὲν εἶμαι ἀπ’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶχαν πολὺ ἐπικοινωνία, τὸν εἶχα δεῖ περίπου δέκα φορὲς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ὅσα κυκλοφοροῦν γίνεται διαρκῶς γνωστὸς ὁ γέροντας καὶ ὅ,τι γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ποιμαντική του κυρίως μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε. Βεβαίως, οὐκ εἰμὶ ἄξιος – δὲν εἶμαι καθόλου ἄξιος γιὰ νὰ προσεγγίσω μία τόσο μεγάλη προσωπικότητα καὶ ἕνα τόσο μεγάλο Ἅγιο, ποὺ ὅπως ἔχουν πεῖ καὶ ἄλλοι ποὺ τὸν εἶχαν γνωρίσει τὸν Πατέρα Πορφύριο, τέτοιου διαμετρήματος καὶ τέτοιας ποιότητος τολμοῦν ἀνὰ ἕνα αἰώνα ἢ καὶ περισσότερο ἄνθρωποι. Θὰ μπορούσαμε λοιπὸν νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Πατὴρ Πορφύριος εἶναι ἕνας Ἅγιος ποὺ συνδυάζει καὶ συγκεντρώνει πολλὲς ἀρετὲς πολλῶν Ἁγίων.
Μία φορὰ ποὺ βρισκόμουνα στὸ κελλί του καὶ μιλούσαμε, τὸν εἶχα ρωτήσει κάτι κι ἐγὼ προετοίμαζα μόνος μου τὴν πιθανὴ ἀπάντηση στὸ νοῦ μου. Καὶ μοῦ λέει ὁ Γέροντας: «μὰ δὲ μὲ προσέχεις». Ἀφοῦ, τοῦ λέω - γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσω αὐτὸ ποὺ εἶπα προηγουμένως- ὅτι οὐκ εἰμὶ ἄξιος νὰ ἀναλύσω τὴν προσωπικότητα καὶ ἰδιαιτέρως βέβαια τὴν ποιμαντική του Πατρὸς Πορφυρίου. Ὁ Πατὴρ Γεώργιος ὁ Κρητικός, Πνευματικός μου Πατέρας, ὁ ???????(5:34) δηλαδή, μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι τὸν εἶχε γνωρίσει τὸν Πατέρα Πορφύριο καὶ ἐξομολογεῖτο σὲ αὐτὸν ἀπὸ τὸ 1950 καὶ τὸ 1970 κατάλαβε ὅτι ὁ Γέροντας εἶχε ἕνα μεγάλο χάρισμα. Πιὸ πρὶν δὲν εἶχε καταλάβει γιατί ὁ Γέροντας ἐπιμελημένα ἔκρυβε τὸ χάρισμα καὶ ἑπομένως θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ πρώτη μεγάλη ἀρετὴ τοῦ Γέροντος ποὺ ἦταν πλήρως ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὰ μεταπτωτικὰ στοιχεῖα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν διάθεση νὰ ἀναδεικνύεται, νὰ ἐπιδεικνύεται ἢ ἀνοιχτὰ ἢ καὶ λανθανόντως. Σ’ αὐτὸ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι συνέβαλε ἔτσι ἡ πορεία τῆς ζωῆς του.
Γνωρίζουμε λοιπὸν ὅτι ὁ Γέροντας γεννήθηκε τὸ 1906 καὶ δεκατεσσάρων ἐτῶν βρέθηκε στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἀπὸ διάφορες συμπτώσεις ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ τὸ ἤθελε. Βρέθηκε λοιπὸν στὴν Ὑπακοὴ δεκατεσσάρων ἐτῶν ἐνώπιον δύο Γερόντων στοὺς ὁποίους ἔκανε ἀδιάκριτη ἢ ὅπως τὴ λέμε ἐμεῖς οἱ κοσμικοί, τυφλὴ ὑπακοή. Καὶ ἑπομένως αὐτὴ ἡ διπλὴ ὑπακοὴ τὸν ὠφέλησε τὰ μέγιστα, τόσο διότι ἦταν ἑκούσια καὶ ἐγκάρδια ὅσο καὶ γιατί ἦταν διπλὴ ὑπακοή. Σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν ἔγινε μεγαλόσχημος, πράγμα ποὺ σπανίως γίνεται καὶ ἀπὸ τὰ σπάνια φαίνεται ὅτι ἡ προσωπικότητα τοῦ Γέροντα πραγματικὰ ἐνέπνεε καὶ τοὺς Πνευματικούς του Πατέρες ὥστε νὰ τοῦ χαρίσουν τὸ χάρισμα τῆς μεγαλοσχημίας. Κάνω ἕναν παραλληλισμὸ ποὺ δὲν ξέρω ἂν εἶναι ἐπιτυχής, περίπου στὴν ἴδια ἡλικία ἡ Παναγία μᾶς δέχτηκε τὸν Ἀρχαγγελικὸ Ἀσπασμὸ – δὲν εἶναι τὸ ἴδιο – ἀλλὰ ἐν πάση περιπτώσει δὲν εἶναι κάτι τυχαῖο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ Γέροντα, ἕνας ἔφηβος δεκαέξι ἐτῶν νὰ γίνεται μεγαλόσχημος, τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ παρὸν – κατὰ μείζονα λόγο τὸ παρὸν – οἱ ἔφηβοι εἶναι ἐπαναστατημένοι. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ὁ Γέροντας χειροτονεῖται, γίνεται Ἱερωμένος καὶ μάλιστα Ἱερομόναχος. Ἐξαίρεση τῶν ἐξαιρέσεων, ποὺ αὐτὴ ἡ ἐξαίρεση δηλώνει ἀσφαλῶς τὴν ὡριμότητα, γιατί στὴ χειροτονία τοῦ Γέροντος συνέβαλαν τρεῖς Μητροπολίτες.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1940 ὁ Γέροντας διορίζεται στὴ Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν καὶ ἐκεῖ πλέον εἶναι τὸ βασικό του μετερίζι, τὸ ποιμαντικὸ μετερίζι ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσφέρει ἄπειρες ποιμαντικὲς δωρεὲς στοὺς ἀσθενεῖς, ἀσθενεῖς σωματικῶς, ἀλλὰ μέσω τῆς σωματικῆς ἀσθενείας, προσεγγίζοντας τοὺς ἀσθενεῖς τους προσφέρει καὶ τὴν πνευματικὴ ἴαση.
Ἦταν προορισμένος λοιπὸν ὁ Πατὴρ Πορφύριος φαίνεται καὶ (9.54) μητρὸς ἀλλὰ καὶ ἑκουσίως τὴ δική του ἀξιοποίηση τῶν δωρεῶν τοῦ Κυρίου ἔγινε χαρισματικός, ἔγινε ὄντως χριστοποιημένος ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ χάρισμα τῆς διοράσεως τὸ ἔλαβε σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν καὶ ἀφετηρία γι’ αὐτὸν ἡ ἔναυσμα γιὰ τὴ λήψη αὐτοῦ του χαρίσματος ἦταν μία συγκυρία σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ παρεκκλήσια ἐκεῖ τῶν Καυσοκαλυβίων, ὅταν ἕνας Ρῶσος ἱερομόναχος χωρὶς νὰ καταλάβει τὴν παρουσία τοῦ γέροντος ἄρχισε νὰ προσεύχεται μὲ τὸ κομποσχοίνι καὶ νὰ λέει τὴν εὐχὴ καὶ περιγράφει ὁ Γέροντας στὴ σελίδα 321 αὐτοῦ του βιβλίου μαθητεύοντας στὸ Γέροντα Πορφύριο ποὺ περιγράφει ἔτσι τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε ἡ εὐχὴ ἑνὸς Ἁγίου ἀνδρὸς πάνω του. Βεβαίως ἦταν καὶ ὁ ἴδιος κατάλληλος δέκτης καὶ ἑπομένως πομπὸς τῆς Θείας Χάριτος καὶ τὸ μέσο τῆς Θείας Χάριτος τὸν σαγήνευσε ἀλλὰ εἶχε συμβάλλει νωρίτερα στὴν εὐαισθησία αὐτῆς τῆς ἀποδοχῆς τοῦ χαρίσματος καὶ ὅλη ἡ διαδικασία ποὺ ἀναφέραμε προηγουμένως καὶ κυρίως τὸ φρόνημα, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ κατάκτηση τῆς ὑπακοῆς.
Ἀναφέρει ὁ Γέροντας κάποια περιστατικὰ ποὺ δείχνουν τὴν ἰδιαιτέρα καὶ λεπτοτέρα παιδαγωγικὴ ποὺ ἀσκοῦσαν πάνω του οἱ δύο γέροντες καὶ στοὺς ὁποίους ὅπως εἴπαμε ἔκανε αὐτὴ τὴ διπλὴ ὑπακοὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν παιδαγωγία τοὺς ζοῦσε ὁ γέροντας τὴν ἀληθινὴ ἐν Χριστῷ ὑπακοὴ καὶ ζωή. Ἔτσι λοιπόν, ὅταν βρέθηκε μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ ἔκτακτο γεγονὸς αὐτὸ λειτούργησε ἐκκλησιολογικὰ – δηλαδὴ τὸ χάρισμα τοῦ Γέροντος δὲν εἶναι ἕνα χάρισμα ποὺ προέρχεται ἀπὸ μία ἀόριστη συγκυρία ἀλλὰ εἶναι χάρισμα ποὺ γίνεται ἐντός του Ἱεροῦ Ναοῦ, πλάϊ σὲ ἕναν ἐπίσης δοκιμασμένο ἄνθρωπο τῆς ὑπακοῆς, σὲ ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἑνωνόταν μυστικῶς διὰ τῆς εὐχῆς μὲ τὸν Κύριό μας.
Εἶναι ἕνα χάρισμα ποὺ συντελεῖται ἁγιοριτικά, μέσα στὴν Ἁγιορίτικη πολιτεία, μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, θὰ λέγαμε ἕνα χάρισμα ποὺ ἀφετηρία ἔχει κομβοσκοινιακὴ ἐμπειρία, θεανθρωπολογική, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι παρὼν ἐν μέσω τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν, τοῦ μεγάλου, τοῦ ὡρίμου, τοῦ ὠριμοτάτου, τῆς ὑπέργηρης ἡλικίας ἀλλὰ καὶ τοῦ Πατρὸς Πορφυρίου ὁ ὁποῖος εἶναι νεαρὸς ἀλλὰ κατάμεστος ἀπὸ τὰ δῶρα τῆς ὑπακοῆς. Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἐμπειρία τοῦ τὴν ἀποκαλύπτει κάποια στιγμή, δὲν τὴν κρύβει, τὴν κρύβει ὅσο φαίνεται ἡ Θεία χάρις τοῦ ζητάει νὰ εἶναι κεκρυμμένη, δὲν τὴν ἀφήνει ὅμως τέλος στὴν ἄγνοια καὶ στὸ σκοτάδι, δὲν εἶναι κρυψίνους ἀλλὰ γίνεται πλέον γνωστὸ τὸ χάρισμα καὶ πλήρως ἀποκαλύπτεται ὅταν κι ὁ ἴδιος ἔχει φτάσει στὰ μέτρα, στὰ πλήρως θεανθρώπινα, σ’ αὐτὰ τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα διαρκῶς βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἐν Χριστῷ πνευματικὴ ζωή.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ὁ γέροντας ἀρχίζει μία ποιμαντικὴ ἐργασία, παράλληλα μὲ τὰ μοναχικά του καθήκοντα γίνεται καὶ ἡ πνευματικὴ ἐργασία, μέσα σὲ ἕνα θεραπευτήριο τὸν Ἅγιο Γεράσιμο, στὴν Πολυκλινικὴ κοντὰ στοὺς γιατροὺς καὶ στοὺς ἀρρώστους καὶ ὅλοι αὐτοὶ κατὰ τὸν Ἅγιο γέροντα εἶναι γνωστοὶ ἄρρωστοι, γι’ αὐτὸν εἶναι γνωστοὶ διότι ἡ διόραση ποὺ ἔχει ὁ γέροντας τὸν καθιστὰ ἔμπειρο γιὰ νὰ διαγιγνώσκει τὴν κατάσταση τῆς ἀσθενείας καὶ πέρα ἀπ’ αὐτὴν καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἀντιλαμβάνεται καὶ τὰ αἴτια, τὶς ρίζες, τὶς ἀφορμὲς τῆς ἀσθένειας καὶ γράφει μέσα σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο του ὅτι πηγή, ἀρχὴ καὶ αἰτία τῆς σωματικῆς ἀσθένειας εἶναι ἡ ψυχικὴ κατάσταση τοῦ ἀσθενοῦς.
Ἀπολογεῖται ὁ Ἅγιος Γέροντας γιὰ τὸ χάρισμα ποὺ ἔχει ὅταν οἱ μὴ διακριτικοὶ ἄνθρωποι τὸν κατηγοροῦν ὅτι τὸ χάρισμα αὐτὸ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ ἀλλὰ προέρχεται ἀλλαχόθεν. Πέντε ἡ ὥρα τὸ πρωί, μία φορά, μὲ παίρνει ὁ Γέροντας καὶ γνωρίζοντας ὅτι γνωρίζομαι ἐγὼ μ’ ἕναν ἐπώνυμο πνευματικό, μοῦ μιλάει ἀναλυτικὰ καὶ μὲ παρακινεῖ νὰ πείσω, νὰ πληροφορήσω καταρχὴν τὸν ἐπώνυμο αὐτὸν πνευματικὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει καμμία σχέση ἀποκρυφισμοῦ μὲ τὸ χάρισμα τοῦ Γέροντος. Ἐγώ, ο, τί κάνω καὶ ὅ, τί λέω εἶναι μόνο ἀπὸ τὸ Χριστό. Ἔχω τὴν ὑποψία – καὶ ὁ Γέροντας ἤξερε καλύτερα βέβαια – ὅτι ὁ Πνευματικὸς αὐτὸς εἶχε ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ ἕναν Ἐπίσκοπο - ὁ ὁποῖος ἀνῆκε ἔτσι πνευματικῶς – σὲ μία ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς ὀργανώσεις καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ Γέροντας εἶχε ἄνωθεν τὸ χάρισμα αὐτὸ διότι τὸν ἤθελαν καλουπωμένο ὅπως ἦταν ἡ ὀργάνωση στὴν ὁποία ἀνῆκε καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος. Ἑπομένως ἤθελε νὰ ξεκαθαρίσει καὶ στὴ σκέψη τοῦ Πνευματικοῦ ἀλλὰ καὶ γενικότερα καὶ σὲ ὅσους ταλαντεύονταν ὅτι τὸ χάρισμα αὐτὸ ἦταν ἐκ Θεοῦ.
Ἐπίσης, σὲ κάποια φάση τῆς ζωῆς τοῦ χρειάστηκε νὰ δεχθεῖ μία ἐπέμβαση ὁ Γέροντας χειρουργικὴ – εἶχε ἕνα ἀπόστημα σὲ κάποιο μέρος τοῦ ἐγκεφάλου – καὶ ἔπρεπε αὐτὸ τὸ ἀπόστημα νὰ ἀφαιρεθεῖ τὸ συντομότερο. Ἦταν Παρασκευὴ μεσημέρι, ὁ ἰατρὸς ὁ ἀναισθησιολόγος εἶχε φύγει ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, ὁ χειροῦργος καταλάβαινε ὅτι ἔπρεπε νὰ γίνει πολὺ σύντομα ἡ ἐπέμβαση καὶ ὁ Γέροντας τὸν ἐνθαρρύνει τὸν γιατρὸ νὰ κάνει τὴν ἐπέμβαση αὐτὴ χωρὶς ἀναισθητικό, χωρὶς ἀναισθησιολόγο, χωρὶς ἀναισθησία. Ὁ γιατρὸς βέβαια διστάζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὴ ἡ ἐπέμβαση χωρὶς τὴ σχετικὴ ἀναισθησία. Ὁ Γέροντας τὸν ἐνθαρρύνει καὶ τελικὰ ὁ γιατρὸς ὑποκύπτει καὶ τελικὰ γίνεται ἡ ἐπέμβαση αὐτή. Ὁ χειροῦργος τὸν ρώτησε στὸ τέλος «μὰ τί εἶσαι ἐσύ», τοῦ λέει «εἶσαι γκουρού;» καὶ τότε ὁ Γέροντας ἀνέλαβε καὶ πάλι μὲ λόγια διακριτικὰ νὰ πείσει τὸν γιατρὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει σὲ ἕναν ἱερέα περίπτωση νὰ ἀσχολεῖται μὲ ἄλλες μεθόδους ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δοκιμασμένες χριστιανικὲς μεθόδους. Καὶ πῶς ἄντεξες, τοῦ λέει, μία τόσο ὀδυνηρὴ ἐγχείριση; Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι νοερῶς ἀκούμπησα πάνω στὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, αἰσθανόμουν ὅτι ὁ Κύριός μας ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου συγκεφαλαίωσε καὶ συγκέντρωσε ὅλη τὴ δυσκολία καὶ ὅλους τους πόνους ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγὼ ἔλεγα τὴν εὐχὴ καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴ «ὥσπερ ἄλλου πάσχοντος» ὅπως λέει καὶ ἡ παρακλητικὴ κατάφερα νὰ βοηθήσω ἔσας τὸ γιατρὸ σὲ αὐτὴ τὴν ἐπέμβαση φυσικὰ γιὰ τὸ δικό μου τὸ καλὸ ἐφόσον ἦταν ἀνάγκη νὰ γίνουν ἔτσι τὰ πράγματα.
Ὁ γιατρός, μετὰ ἀπὸ τὴν ἐξήγηση αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὴν διακριτικὴ ἀνάλυση τοῦ Πατρὸς Πορφύριου κατάλαβε ὅτι εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὰ τὰ πράγματα σὲ ἕναν γκουροὺ ἀπὸ ὅ,τι σὲ ἕναν ἱερέα ὁ ὁποῖος ἔχει τέτοια πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄρχισε καὶ ὁ γιατρὸς νὰ ἔχει μία ἄλλη ἐκτίμηση τῶν πραγμάτων, νὰ ἀντιλαμβάνεται, νὰ ὑποψιάζεται τί σημαίνει θαῦμα καὶ κυρίως τὸ θαῦμα ποὺ γίνεται μέσα στὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων καὶ φυσικὰ στὴν καρτερία καὶ στὴν ὑπέρβαση τοῦ πόνου ποὺ ἐπέδειξε ὁ Ἅγιος Γέροντας.
Ἀξιοποίηση λοιπὸν τοῦ χαρίσματος καὶ χρησιμοποίηση αὐτοῦ του χαρίσματος, τοῦ ἱερατικοῦ καὶ τοῦ διορατικοῦ, γιὰ νὰ προσφέρεται ἡ ἐν Χριστῷ ἱεραποστολικὴ ἐργασία. Αὐτὰ τὰ εἴπαμε ὡς προπαρασκευαστικὰ γιὰ τὴν προσωπικότητα τοῦ Πατρὸς Πορφυρίου καὶ θὰ ἐντοπίσουμε τὸν λόγο μᾶς περισσότερο στὴν ποιμαντική του. Ἀπ’ ὅσα ὅμως εἴπαμε μέχρι στιγμῆς ἀπορέει ἡ ἐντύπωση ὅτι δὲν ὑπῆρχε τίποτα ἀπὸ τὴ ζωή μας, κανένας τομέας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ποιμαντική. Ὁ Γέροντας εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ ὅλα τὰ θέματα κι ἐπειδὴ καταλάβαινε ὡς Ὀρθόδοξος ποὺ ἦταν καὶ μὴ μονοφυσίτης – ἦταν ἀληθινὰ Ὀρθόδοξος ὁ Γέροντας – καταλάβαινε ὅτι τίποτα ἀπ’ ὅσα ὑπάρχουν στὴ ζωή μας δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ποιμαντική. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριός μας ἐξ ἄκρας συλλήψεως προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, πέρασε μέσα ἀπὸ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες διαδικασίες, τίποτα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα δὲν ἔμεινε ἔξω ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου μας ἄρα καὶ ὁ Γέροντας καταλάβαινε καὶ ζοῦσε ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς θεανθρωπήσεως, τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρωπίνου φύσης ἐξ’ ὁλοκλήρου καὶ μάλιστα αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη φύση ὁ Κύριός μας δὲν τὴν ἄφησε οὔτε καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάστασή του – θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀφήσει, νὰ μᾶς τὴν κληροδοτήσει, νὰ μᾶς ἀφήσει τὰ Ἅγια λείψανά του ἐδῶ, κάπως νὰ γίνει ἀλλὰ ὅμως ὁ Κύριος προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀνελθόμενος εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθήμενος ἐκ δεξιῶν του Πατρὸς ἔχει τὴν ἀνθρώπινη φύση δοξασμένη, τιμημένη αἰωνίως μαζί του. Καὶ μᾶς δίνει τὸ μήνυμα καὶ σ’ ἐμᾶς ὅτι ἐφόσον δὲν ἀπέβαλε ποτὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν ἔχει καταξιωμένη καὶ θεανθρωποποιημένη μαζί Του, ἀχωρίστως μαζί Του, γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ἔχουμε σὲ κάθε καμπὴ τῆς ἱστορίας, σὲ κάθε δοκιμασία, σὲ κάθε ταλανισμὸ ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι ἂν κι ἐμεῖς ἀποδεχθοῦμε τὴν ὅλη ἐν Χριστῷ πνευματικὴ ζωὴ γιὰ νὰ ‘μαστε σύννομοι, σύσσωμοι μέτοχοι μὲ τὴ δική του ζωή.
Ἔτσι λοπὸν ὁ Γέροντας καταλαβαίνει ὅτι θὰ πρέπει σὲ μερικοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς τοὺς ὁποίους δὲν ἐγνώριζε, δὲν ἔφτανε μόνο τὸ χάρισμα τὸ διορατικὸ ἀλλὰ εἶχε καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ – ὄχι μόνο τὴν καθαρὰ χαρισματικὴ – ἀλλὰ ἤθελε καὶ ἀπὸ πλευρᾶς ἀνθρωπίνης νὰ προσεγγίσει τὰ ἀνθρώπινα ἐπίπεδα. Ἔτσι λοιπὸν φοίτησε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα – ἀτύπως βέβαια – στὴν ἰατρικὴ σχολή, ἄκουγε μαθήματα ἀνατομίας καὶ ἄλλων εἰδικοτήτων μέχρι ποὺ κάποιος ἐκ τῶν καθηγητῶν τῆς ἰατρικῆς ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τὴ παρουσία τοῦ Ἱερωμένου καὶ τὸν ἐδίωξε. Ὅταν κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ αὐτὸς ὁ καθηγητὴς τῆς ἰατρικῆς χρειάστηκε ἱερατικὴ συμβουλὴ – συμπαράσταση καὶ πνευματικὴ καθοδήγηση, τότε κατάλαβε ὅτι τὸν Ἱερέα ποὺ εἶχε διώξει ἀπὸ τὰ μαθήματα ἦταν ὁ Πατὴρ Πορφύριος καὶ βέβαια ἀντιλήφθηκε τὸ σφάλμα του καὶ προσπάθησε νὰ τὸ ἀναπληρώσει ἀντλώντας ἀπὸ τὸν ταπεινὸ Ἅγιο Γέροντα τὴν πνευματική του σοφία.
Ἐπίσης ὁ Γέροντας παρακολούθησε μαθήματα μουσικῆς, γεωπονίας καὶ ἄλλα, ἀλλὰ τὸ πιὸ σημαντικὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι ὅταν ὁ Γέροντας πῆγε στὸ Ἅγιο Ὅρος ἦταν χωρὶς ἐγκύκλιο παιδεία καὶ ὅταν ὁ Ἡγούμενος τὸν ἔβαλε νὰ διαβάσει τὸ Ψαλτήριο ὁ Γέροντας δὲν ἤξερε νὰ διαβάσει. Δεκατεσσάρων χρονῶν παιδὶ συλλάβιζε. Ὅμως μέσα στὴν ὑπακοὴ ἄρχισε ἔντονες ἀσκήσεις μελέτης. Διάβαζε λοιπὸν τὶς δύο λέξεις καὶ ἀπὸ τὶς δύο μπόρεσε νὰ διαβάσει καλύτερα τὴν τρίτη, μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν τριῶν λέξεων ἀκόμα καλύτερα τὴν τέταρτη λέξη κ.ο.κ. καὶ μαζὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς ὑπακοῆς κατάλαβε ὅτι ἀρχίζει τὸ κείμενο αὐτὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ ἀντιλαβάνεται ὄχι μόνο τὶς λέξεις, ὄχι μόνο τὴν ἐτημολογία τῶν λέξεων, ἀλλὰ νὰ ξεπηδοῦν μέσα ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι, μέσα ἀπὸ τοὺς ψαλμούς, νὰ ξεπηδοῦν τὰ νοήματα καὶ ἡ σοφία, ἡ θεοπνευστία δηλαδὴ τοῦ κειμένου, πράγμα τὸ ὁποῖο χρησιμοποίησε στὴν περαιτέρω ποιμαντική του πορεία καὶ πολλὰ ἀπὸ τὰ χωρία τῶν ψαλμῶν ποὺ χρησιμοποιοῦσε πρὸς πνευματικὴ παιδαγωγία, κυρίως γιὰ νὰ ἀποδεικνύει τὴ σχέση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὴν Καινή, γιὰ νὰ δείχνει αὐτὴν τὴν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ πρότεινε στοὺς πιστοὺς ὡς κανόνες πνευματικοὺς ἢ παιδαγωγικοὺς τὴ μελέτη τοῦ Ψαλτηρίου.
Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ τεραστίας μορφώσεως Μέγας Βασίλειος, ἐγνώριζε εἰς βάθος καὶ εἰς πλάτος τὸν πλοῦτο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, τὸ ἴδιο ἀπὸ ἄλλη ἀφετηρία κατάφερε καὶ ὁ Πατὴρ Πορφύριος, διότι ὁ νοῦς τοῦ – δεκατεσσάρων ἐτῶν – δὲν εἶχε μολυνθεῖ ἀκόμα μὲ τὴν κοσμικὴ γνώση καὶ μὲ τὴν κοσμικὴ καὶ ἐφηβικὴ ἀνταρσία, δὲν εἶχε μολυνθεῖ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα τὰ σχετικὰ αὐτῆς τῆς ἡλικίας καὶ γι’ αὐτὸ ὡς καθαρός, ὡς tabula rasa, ὡς ἄγραφη πλάκα, ὄχι ἁπλῶς κατέγραψε ἀλλὰ ἀπερρόφησε τὰ θεανθρώπινα νοήματα τοῦ Ψαλτηρίου. Καὶ στὴ συνέχεια μποροῦσε ὄχι μόνο νὰ ἑρμηνεύει ὡς γλωσσικὸ κείμενο ἀλλὰ νὰ τὸ ἑρμηνεύει καὶ ὡς ἕνα κείμενο ποὺ εἶναι πρὸ-Χριστιανικὸ καὶ προπαρασκευαστικὸ εἰς Χριστόν. Σὲ πάρα πολλοὺς ψαλμοὺς ὁ Γέροντας ὑποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ Χριστὸς κεκρυμμένος καὶ ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ φράσεις συγκεκριμένες τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Θὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε χαρακτηριστικά, ἀπὸ τὸ βιβλίο αὐτό, μαθητεύοντας μπροστὰ στὸ Γέροντα Πορφύριο, νὰ δοῦμε ἔτσι πῶς συγκεκριμένα ἐκφράζεται ὁ Γέροντας γύρω ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα γιὰ νὰ καταλάβουμε πόσο βάθος εἶχε ἡ μελέτη τοῦ Γέροντος ἀλλὰ καὶ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀλληλοπεριχωρημένη χάρη τοῦ χαρίσματος. Λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ πάψουν νὰ μαθαίνουν στὰ παιδιὰ τὴ παλιὰ γλώσσα, τὰ ἀρχαία ἑλληνικά.
Εἶναι ψυχολογικοὶ οἱ λόγοι ποὺ δυσκολεύουν τὰ παιδιὰ στὴ μάθηση. Ὄχι πὼς εἶναι δύσκολο νὰ μάθουν τὰ ἀρχαία καὶ ἦταν μία σπουδαία ἄσκηση αὐτὴ γιὰ τὰ παιδιά. Μία ἐξάσκηση τοῦ νοῦ. Καὶ ἡ γλώσσα εἶναι σπουδαῖο πράγμα. Ἔχουν πεῖ τόσο βαθιὰ πράγματα σ’ αὐτὴ τὴ γλώσσα καὶ δὲν πρέπει ἐμεῖς νὰ τὴν ἀφήσουμε γιατί θὰ φτωχύνουμε πολύ, θὰ καταργηθοῦν ὅλα, ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ χρόνια οἱ ἄνθρωποι θὰ ἀναζητήσουν πάλι τὴ παλιὰ γλώσσα καὶ τὰ κείμενα ἐκεῖνα, γιατί θὰ κουραστοῦν, θὰ ἀδειάσουν. Ἡ λέξη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ παλιὸς ἔχει σημασία. Ἡ φράση «μέσα στὸ Χριστὸ» διαφέρει ἀπὸ τὴ φράση «ἐν τῷ Χριστῷ» ἢ «ἐν Χριστῷ» καὶ ἂς φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο. Λοιπὸν ἔπρεπε νὰ συνεχίσουν νὰ μαθαίνουν τὰ ἀρχαία τὰ παιδιὰ καὶ οἱ λογοτέχνες, οἱ ποιητὲς ἂς ἔγραφαν στὴ νέα ὅπως θέλουν καὶ ἂς τοὺς διαβάζουν τὰ παιδιὰ καὶ ὅλοι. Ἐκείνη τὴ γλώσσα ὅμως νὰ μὴν τὴν ἀφήναμε, δὲν ἔπρεπε, φτωχαίνουμε πολύ. Αὐτὰ δὲν τὰ λέει ἕνας φιλόσοφος, δὲν τὰ λέει ἕνας δάσκαλος, ἕνας τυπικὸς δάσκαλος, δὲν τὰ λέμε ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι ἀλλὰ τὰ λέει ὁ Γέροντας καὶ φαίνεται ὅτι αὐτὰ ἔχουν μία διαχρονικὴ σημασία καὶ τὰ λέει ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε οὔτε καν πτυχία ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ μελέτη ἀναπήδησε ἡ ἀξία καὶ αὐτῶν καθ’ ἑαυτῶν τῶν κειμένων ἀλλὰ καὶ ἡ ἐγκρυπτόμενη καὶ ἡ ἀποκαλυπτόμενη σὲ αὐτὸν καὶ δὶ’ αὐτοῦ στοὺς ἄλλους ??????(35:03).
Ἂς συνδέσουμε τὰ λεγόμενα μὲ τὴν ἐπίσης ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Γέροντος τοῦ Πατρὸς Πορφυρίου, ὁ ὁποῖος μελετώντας τὸν Ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἀσχολήθηκε μὲ τὴ γλωσσολογία τοῦ Ἁγίου Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου καὶ λέει ὁ Πατήρ ?????(35:42) Πόποβιτς ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος βλέπει ὅτι ἐξοριζόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ ἐκπίπτοντας σ’ αὐτὴν τὴν ἄνευ Θεοῦ ζωὴ ἀρχίζει πλέον νὰ σκοτίζεται καὶ νὰ ἀμαυρώνεται ὁ νοῦς του.
Αὐτὸ γίνεται ἀναλογικῶς σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, ὅλων τῶν γενεῶν, ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ ἑπομένως ὅταν συνδέεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ πνευματικὰ καὶ τοπικὰ καὶ χαρισματικὰ καὶ μυστηριακά, ἀρχίζει πλέον ὁ νοῦς νὰ ἀποκτάει τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν ἱκανότητα τῆς ἀφομοιώσεως τῆς ἀληθινῆς γνώσεως. Αὐτὴ λοιπὸν εἶχε ἀποκτήσει καὶ ὁ Γέροντας Πορφύριος, τὴν ἀληθινὴ γνώση ποὺ αὐτὸ τὸ ὄργανο τῆς γνώσεως ὁ νοῦς δὲν ἦταν πλέον ἀσθενής, ἀλλὰ ὡς ὑγιὴς καὶ θεοφώτιστος μποροῦσε νὰ ἀπορροφᾶ ὅλα τὰ ἐπίπεδά της γνώσεως ἀπὸ ὁπουδήποτε κι ἂν προέρχονταν. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Γέροντας ἀσχολούμενος μὲ ὅλο τὸ φάσμα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς γίνεται τελικὰ τὸ ἀντίβαρο τοῦ συγχρόνου του μονοφυσιτισμοῦ τῶν τότε ὀργανώσεων. Οἱ ὀργανώσεις τότε χρησιμοποιοῦσαν αὐτοσχέδιες προσευχές, ἡ εἰκονογραφία τους δὲν ἤτανε πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη καὶ ἡ μουσικὴ ἐπίσης τὸ ἴδιο καὶ γι’ αὐτὸ κρατοῦσαν κάποιες ἀποστάσεις ἀπὸ τὸν Γέροντα. Βέβαια μεταγενεστέρως τώρα καὶ μὲ τὴ συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Γέροντος ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν περαιτέρω πνευματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἔγινε μία ἀλληλοπεριχώρηση τῶν ὀργανώσεων μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ καθαρὰ μοναστικὸ καὶ πλέον καὶ αὐτὲς γίνονται περισσότερο Ὀρθόδοξες καὶ ἐντοπίζονται στὴν Ὀρθόδοξη ζωή, στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τώρα ὅσον ἀφορᾶ στὴν ποιμαντική του Ἁγίου Γέροντος στὴν κάθε συγκεκριμένη περίπτωση τῶν ἀνθρώπων. Θέλω νὰ ξεκινήσω ἀπὸ ἕνα μικρὸ κείμενο ποὺ ὑπάρχει γραμμένο ὡς λεγόμενα τοῦ Γέροντος ποὺ ἀναφέρεται στὴν σύλληψη τοῦ νέου ἀνθρώπου καὶ ἐπειδὴ τότε εἶχαν ἀρχίσει συζητήσεις γύρω ἀπὸ τὴν ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή, μὲ τὴν φράση «παιδὶ τοῦ σωλήνα», λέει ὁ Γέροντας τὸ ἑξῆς: «Ὁ ὀργανισμὸς μᾶς ἔχει μνήμη, τὰ κύτταρά μας, οἱ ἱστοί μας, ὅλα. Ἡ ψυχὴ εἶναι παντοῦ, σὲ ὅλο τὸ σῶμα. Ἂν κόψεις ἕνα κομματάκι δάχτυλο καὶ τὸ πετάξεις, πετᾶς καὶ λίγη ψυχή; Ὄχι βέβαια, ἀλλὰ καὶ στὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου σου ἔχεις ψυχή. Ἦλθαν γυναικολόγοι καὶ μοῦ εἶπαν πὼς θὰ ἀρχίσουν πειράματα καὶ αὐτοὶ γιὰ τὸ παιδὶ τοῦ σωλήνα. Τοὺς εἶπα νὰ μὴν τὸ κάνουν αὐτό, εἶναι πολὺ κακό. Ἡ γονιμοποίηση εἶναι μυστήριο, ὅλα τὰ μέλη τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου λαμβάνουν μέρος στὴ συνουσία. Ἔχει σημασία αὐτό, τί παιδὶ θὰ βγεῖ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ ψυχικὴ διάθεση τῶν δύο, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τους. Αὐτὰ ἐπιδροῦν στὰ νευρικὰ κύτταρα, στὴ κατάσταση τῶν ὀργάνων, στὸ σπέρμα, στὸ ὠάριο, στὴ σύλληψη. Ἐγὼ τοὺς τὸ εἶπα. Ἔχω πληροφορία ὅτι θὰ γίνει μεγάλο κακὸ μὲ τὸ παιδὶ τοῦ σωλήνα. Καὶ τώρα, νά, ἄρχισαν νὰ γράφουν καὶ οἱ ἐφημερίδες». Βλέπετε στὴ σελίδα 284 αὐτοῦ του βιβλίου «Μαθητεύοντας στὸ Γέροντα Πορφύριο». Ὅσα λοιπὸν λέγονται ἐδῶ, δὲν ξέρω ἂν ὁ Γέροντας εἶχε διαβάσει Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμὰ – εἶναι πάρα πολὺ πιθανὸ – ἀλλὰ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια νοοτροπία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔλεγε ὅτι ἡ ψυχὴ μᾶς βρίσκεται σὲ ὅλο τὸ σῶμα. Ἂν κάποιο μέλος τοῦ σώματος ἔχει βλάβη, συστέλλεται, μαζεύεται ἡ ψυχὴ στὸν ὑπόλοιπο σωματικὸ παράγοντα. Καὶ φτάνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς νὰ πεῖ ὅτι καὶ ὅταν ὑπάρξει μία ἐγκεφαλικὴ βλάβη τότε ἡ ἐγκεφαλικὴ ἐνέργεια συμμαζώνεται – καὶ αὐτὸ τὸ λέει καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης – στὸν ὑπόλοιπο ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Καὶ ἂν ἡ βλάβη εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερη ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ συμμαζώνεται στὴ καρδιά, στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς. Ἄρα αὐτὸ ποὺ λέγεται ἐγκεφαλικὸς θάνατος ἀπὸ πλευρᾶς σοφίας καὶ διαγνώσεως Πατερικῆς εἶναι ἀπαράδεκτο. Δὲν ὑπάρχει ἐγκεφαλικὸς θάνατος. Δηλαδὴ ἡ ἐγκεφαλικὴ ἐνέργεια συγκεντρώνεται στὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται βαθιὰ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου – ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς – ἑπομένως νοῦς καὶ καρδιὰ εἶναι ἑνωμένα, πετυχαίνουν αὐτὸ ποὺ ἑκούσια ἤθελαν καὶ θέλουν νὰ πετυχαίνουν οἱ Μοναχοὶ μὲ τὴν Ἱερὰ Προσευχὴ καὶ αὐτὸ ποὺ ἦταν ἐπιδίωξη στὴν Θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἡ ἄκτιστη χάρις νὰ ἑνώσει τὸ νοῦ καὶ τὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κι ἔτσι νοῦς, καρδιὰ καὶ σῶμα, ὅλος ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἑνωμένος, νὰ μὴν εἶναι διασπασμένος. Ὅπως ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ τέλειος Θεός, προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀτρέπτως, δὲν ἄλλαξε κάτι ἀπὸ τὴ θεότητα, δὲν ἄλλαξε κάτι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἑνώθηκε καὶ ἀλληλοπεριχωρήθηκε ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴ Θεία. Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Δηλαδὴ ὅπως λέει ἐδῶ ὁ Γέροντας κατὰ τὴν συνουσία τῶν δύο συζύγων καὶ ἐφόσον μετέχουν πολλὲς λειτουργίες σ’ αὐτήν, μεταδίδεται στὸ νέο ἄνθρωπο ὁλόκληρο τὸ θαῦμα τῆς ζωῆς. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες παράμετροι καὶ ἄλλες ἀπόψεις μὲ ἄλλα παραδείγματα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν βεβαιότητα τοῦ Ἁγίου Γέροντος.
Ἰδιαιτέρως ὁ Γέροντας ἐπιστρέφει στὴν παιδαγωγικὴ ποὺ θὰ πρέπει νὰ ὑφίσταται καὶ ἡ μητέρα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κυοφορίας καὶ ἑπομένως τὸ κυοφορούμενο νὰ βρίσκεται σὲ καλὲς συνθῆκες. Ποιὲς εἶναι οἱ καλὲς συνθῆκες; Ἡ ἁρμονία τῶν δύο συζύγων, ὁ εἰρηνικὸς τρόπος ζωῆς ποὺ γίνεται ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὸ κυοφορούμενο ἔβρυο. Πολὺ περισσότερο βέβαια ἡ προσευχή, ὁ εἰρηνικὸς τρόπος τῆς κυοφορούσης καὶ ὅλες οἱ εἰρηνικὲς συνθῆκες προετοιμάζουν τὸν ἄνθρωπο τοῦ ὁποίου τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ζωῆς εἶναι πάρα πολὺ σημαντικό, αὐτοὶ οἱ ἐννέα μῆνες καὶ αὐτὴ ἡ περίοδος κυοφορίας, εἶναι περίοδος πολὺ καταξιωμένη καὶ πολὺ σημαντικὴ καὶ αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία τοῦ ἐμβρύου Κυρίου μας μὲ τὸ ἔμβρυο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλιάσει τῆς μητέρας ἐνῶ ἀκόμα δὲν εἶχαν ἔρθει στὸ φῶς τῆς ζωῆς. Πλέον μὲ τὴν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ μὲ τοὺς ὑπερήχους ἔχει γίνει πιὸ ἀντιληπτὸ καὶ πιὸ ἐποπτικὴ ἡ κατανόηση τῆς ζωῆς τοῦ ἐμβρύου καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχουν πλέον ἀμφιβολίες ὅτι εἶναι τὸ πρῶτο στάδιο τῆς ζωῆς, τὸ δεύτερο εἶναι ἡ παροῦσα ἡ ζωὴ – ὅση μᾶς χαρίζει ὁ Θεὸς – καὶ τὸ τρίτο εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ κι ἑπομένως ἡ περίοδος τῆς κυοφορίας εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὴ καὶ κρίσιμη καὶ προετοιμάζει γιὰ τὸ δεύτερο στάδιο τῆς ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος κάνει ἀρκετὸ λόγο γιὰ τὰ τρία αὐτὰ στάδια τῆς ζωῆς μὲ κορυφαῖο καὶ ἀπώτατο τὸ τελευταῖο στάδιο ποὺ εἶναι πλέον αἰώνια ζωή. Ἑπομένως κι ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα θὰ πρέπει νὰ ἔχουνε πάντοτε τὴν αἴσθηση καὶ τὴ βεβαιότητα ὅτι φέρνοντας ἕναν ἄνθρωπο στὸν κόσμο δὲν θὰ ἔχει τὴν διάρκεια κάποιων χρόνων ζωῆς ἀλλὰ ἔρχεται ἕνας ἄνθρωπος ποὺ θὰ εἶναι αἰώνιος καὶ ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ καὶ προοπτικὴ θὰ πρέπει νὰ συμπεριφερόμαστε ὅσο ἔχουμε μαζί μας, ὅσο ἔχουμε κοντά μας τὰ παιδιά. Καὶ δὲν εἶναι πλέον κτῆμα μας τὰ παιδιά. Αὐτὸ φρόντιζε ὁ Γέροντας νὰ τὸ λέει στοὺς γονεῖς γι’ αὐτὸ ἔχουμε τὶς ρητὲς καθοδηγήσεις τοῦ «Γίνετε Ἅγιοι ἐσεῖς οἱ γονεῖς γιὰ νὰ γίνουν καὶ τὰ παιδιὰ Ἅγιοι» ἢ « Αὐτὰ ποὺ θέλετε ἐσεῖς νὰ διδάξετε στὸν Κύριο πέστε τὰ στὸ Χριστὸ» - ὅτι ἐμεῖς θέλουμε τὰ παιδιά μας ἔτσι νὰ γίνουν κι ὁ Χριστὸς ποὺ ξέρει τί ἀκριβῶς πρέπει νὰ γίνει τὸ κάθε παιδὶ θὰ τοῦ ἀνοίξει τὶς προοπτικές, τὸ νοῦ, τὴν καρδιά, τὴ ζωὴ γιὰ νὰ ἀποκωδικοποιήσει τὴν ἀγαθὴ βούληση τῶν γονέων καὶ καθαρμένη πλέον ἡ βούληση τῶν γονέων ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ ἀπὸ τὶς μικρότητες τὶς ἐνδοκοσμικὲς καὶ τὰ παιδιὰ βλέποντας ὅτι οἱ γονεῖς εἶναι κι αὐτοὶ ἄνθρωποι ἀγωνιζόμενοι, εἶναι ἁγιαζόμενοι, εἶναι ταπεινούμενοι καὶ προσευχόμενοι καὶ ἐμπιστευόμενοι στὴ Θεία Χάρη θὰ εἰσπνέουν καὶ θὰ ἀπορροφοῦν αὐτὸ τί κλίμα τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν γονέων πρὸς τὸν Κύριο. Καὶ ἔτσι θὰ ἐκπαιδεύονται.
Γι’ αὐτὸ ἔλεγε ὁ Γέροντας νὰ συνηθίζουμε τὰ παιδιὰ μὲ τὶς ἐμπειρίες καὶ μὲ τὶς προοπτικὲς ποὺ ἔχει θεσμοθετήσει ἡ Ἐκκλησία μας, μὲς στὸ σπίτι νὰ ὑπάρχει ἕνα καντηλάκι, τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ εἶναι παρὰ πολὺ παρηγορητικὸ στὴν ψυχικὴ καρδιά, παιδαγωγικὸ καὶ ἀναγωγικὸ δηλαδὴ τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ ἀνάγει τὸ παιδὶ στὴ Θεία Λατρεία, ἤδη ἔχει δεχθεῖ τὸ χάρισμα, τὸ μυστήριο τὸ Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταλαμβάνει τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐν Χριστῷ πνευματικὴ ζωὴ γίνεται μεθεκτὴ στὸ παιδί. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ θηλασμοῦ πρότεινε ὁ Γέροντας, ἡ μητέρα μαζὶ μὲ τὸ γάλα ποὺ προσφέρει νὰ λέγει τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ» ὥστε νὰ μὴν δίνει μόνον μία ὑλικὴ τροφὴ – ἀξιόλογη εἶναι κι αὐτὴ – ὄχι μόνο τὴ στοργὴ τὴν συναισθηματικὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀλλὰ ταυτοχρόνως καὶ διὰ τῆς εὐχῆς νὰ ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις. Ὁ Γέροντας ἐπίσης ἀντιλαμβανόταν μὲ τὸ Θεῖο Φωτισμὸ ὅτι ἡ σχέση τῶν δύο γονέων θὰ πρέπει νὰ εἶναι σχέση ἁρμονικὴ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Θυμᾶμαι ὅταν ἐγὼ πρωτοέγινα πνευματικός, ἦρθε ἕνα ζεῦγος καὶ μοῦ εἶπε πρὶν παντρευτοῦν, ἀρραβωνιασμένοι ἀκόμα «ἔχουμε ἀποφασίσει νὰ ζήσουμε ἐν παρθενία, νὰ εἴμαστε σὰν ἀδέλφια». Τοὺς εἶπα ὅτι δὲν ξέρω ἂν αὐτὸ εἶναι κατορθωτό, ἂν θὰ τὸ κατορθώσετε κι ἂν πράγματι ἔτσι πρέπει νὰ γίνει ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ τὸ συζητήσετε λίγο μὲ τὸν Πατέρα Πορφύριο. Ἐπειδὴ πήγαιναν, «πέστε τοῦ αὐτὴ τὴ σκέψη σας» καὶ πραγματικὰ ὅταν πῆγαν στὸν Γέροντα, ὁ Γέροντας διέκρινε ὅτι ὑπῆρχε μία ψυχρότητα καὶ στοὺς δύο ἀνθρώπους, μία ἐπιφύλαξη δηλαδή. Οἱ γονεῖς τοὺς ἑκατέρωθεν τοὺς εἶχαν φοβίσει γιὰ τὶς σχέσεις γενικῶς τῶν ἀνθρώπων, ὅτι πρέπει νὰ προσέχετε πάρα πολύ τους ἀθρώπους ἀλλὰ καὶ εἰδικότερα γιὰ τὴ σχέση τὴ σαρκική. Κι ὁ Γέροντας μὲ τὸν κατάλληλο τρόπο τοὺς συνεβούλεψε ὅτι αὐτὸ θὰ τὸ ἀποφασίσετε ἀλλὰ ἀφοῦ προηγουμένως αἰσθανθεῖτε ὁ ἕνας ὅτι εἶναι μοναδικὸς ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἄλλον καὶ δὲν μποροῦμε ἔτσι ἀκαδημαϊκά, ἀοριστολογικά, δεοντολογικὰ νὰ βάλουμε κάποια ἐκ τῶν προτέρων τοποθέτηση. Στὴ συνέχεια βέβαια ἔγινε ὁ γάμος καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔζησαν ὡς πάρα πολὺ καλοὶ σύζυγοι κάνοντας ὀχτὼ παιδιά.
Στὴ συνέχεια κατὰ τὴν περίοδο τῆς ὡριμότητος ἀντιμετωπίζονται στὸν ἄνθρωπο τὰ μεγάλα προβλήματα ἐπάγγελμα, οἰκονομικά, ἀμοιβές, χτίσιμο σπιτιῶν καὶ ὅ, τί ἕνας οἰκογενειάρχης – ὄχι καλεῖται – ἀλλὰ ὅ, τί βρίσκεται στὴν ἀνάγκη νὰ κάνει. Ὁ Γέροντας καταλάβαινε ὅτι θὰ πρέπει νὰ δώσει κάποια ἐναύσματα, ὁ Γέροντας δὲν ἔλεγε ἀμέσως αὐτὸ ποὺ καταλάβαινε ὁ ἴδιος αὐτοφωτίστως ὅ, τί ἔπρεπε νὰ πεῖ ἀλλὰ ὑπέβαλλε διάφορες ἐρωτήσεις. Ρωτοῦσε λοιπόν, πόσα χρήματα ἔχετε, ἐκεῖ μπορεῖτε πραγματικὰ νὰ ἀγοράσετε τὸ οἰκόπεδο ποῦ λέτε, ἔχετε τὴν δυνατότητα; Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντίληψη τῶν ἀνθρώπων τοὺς βοηθοῦσε νὰ καταλάβουν ὅτι τὸ ἐγχείρημά τους ἦταν πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις τους ἢ ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ κάνουν αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα, μία ἀγορά, ἢ κατὰ τὴν διάρκεια ποὺ χτιζόταν ἕνα σπίτι τοὺς ἐφιστοῦσε τὴν προσοχή, ὅτι θὰ πρέπει νὰ δεῖτε πῶς θὰ βάλετε τὰ δωμάτια, ἀπὸ ποῦ φωτίζονται ἡλιακά, ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ὕδρευση τοῦ σπιτιοῦ καὶ πολλὲς ἄλλες λεπτομέρειες τὶς ὁποῖες ὁ ἴδιος κατὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου εἶχε ἐπιβλέψει, εἶχε προβλέψει καὶ πραγματικὰ εἶχε δώσει λύσεις. Ἀσχολούμενος μὲ τέτοιες λεπτομέρειες ὑλικῶν πραγμάτων μᾶς ἐπιβεβαιώνει αὐτὸ ποὺ λέγαμε στὴν ἀρχὴ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι δὲν βρίσκονται σὲ μία ἰσορροπία καὶ ἔχοντας μία ἐγνωσμένη παθογένεια ψυχολογικῶν προβλημάτων ἢ μία ἄλλη κατάσταση, ὄχι ἁρμονικὴ πάντως, ὄχι ἰσορροπίας, διαγγέλουν καὶ ἑξαγγέλουν ὅτι ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ ζοῦμε τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ ἄλλα δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν. Καὶ συσσωρεύονται προβλήματα μέσα στὴν οἰκογένεια, ἄπειρα, τόσα ὅσα δὲν θὰ εἶχαν συσσωρευτεῖ ἴσως καὶ σὲ κοσμικοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὸν κοινὸν νοῦ καὶ τὴν κοινὴ πρόνοια γιὰ τοὺς οἰκείους τους. Ὡς ἱστορικοὶ «ὂν οὗ (56.29) προνοεῖ ἀπίστου χείρων γέγονε» μᾶς λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἑπομένως ὁ Γέροντας καθοδηγοῦσε τοὺς ἀνθρώπους ἔτσι γιὰ νὰ μὴν μονοφυσιτίζουν καὶ φυσικὰ γιὰ νὰ μὴν μπατάρουν στὴν ὅλη τους πορεία τῆς ζωῆς.
Ἀκόμα καὶ στὰ οἰκονομικὰ πρόσεχε πάρα πολὺ ὅταν ἂς ποῦμε ἕνας ἱερέας ἔλεγε ὅτι ἐγὼ Γέροντα δὲν θέλω νὰ πάρω τυχερά, τὸν ἔφερνε ἀπὸ δῶ, τὸν ἔφερνε ἀπὸ κεῖ, τοῦ ἔλεγε μερικὰ παραδείγματα ἀλλὰ ξέρεις λέει εἶχα γνωρίσει ἕναν Ἅγιο ἄνθρωπο πραγματικὰ ὁ ὁποῖος λέει στὴν ζωή του δὲν πῆρε τυχερά, ἀλλὰ ξέρεις πρέπει νὰ ἔχεις ὑπόψη σου αὐτὸ ἢ ἕνας ἄλλος ὁ ὁποῖος λέει ἔπαιρνε, τὰ κᾶνε ἐλεημοσύνη ἢ ἕνας ἄλλος… καὶ ἀφοῦ ἔλεγε 5-6 τέτοιες περιπτώσεις ἔτσι ἀπομυθοποιοῦσε ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ μὲ εἰσαγωγικὰ ἢ χωρὶς εἰσαγωγικὰ ὑποψήφιο ἱερέα ἤδη χειροτονημένο, ἀπομυθοποιοῦσε μία ἰδεατή, μία ἰδανικὴ κατάσταση ὅτι δὲν θὰ πρεπε νὰ παίρνει χρήματα καὶ τυχερὰ ἢ ὅτι θὰ πρέπει νὰ παίρνει. Αὐτὸ γινόταν καὶ σὲ ἄλλα ἐπαγγέλματα. Ἂς ποῦμε, κάποιος εἶχε τάσεις, θὰ λέγαμε, ἔντονης κερδοσκοπίας. Ὁ Γέροντας μὲ διαφόρους τρόπους προσπαθοῦσε νὰ τὸν φέρει σὲ μία ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν σωστὴ ἐπαγελματικὴ δράση καὶ στὴν ἀντίστοιχη ἰσόρροπη ἀμοιβὴ ἔτσι ὥστε καὶ ὁ ἴδιος νὰ μὴ φτάσει νὰ παραμελεῖ τὴν οἰκογένειά του χάριν τοῦ ἐπαγγέλματος ἀλλὰ καὶ ἡ οἰκογένεια νὰ μὴν στερεῖται τῶν ἀπαραιτήτων ἀμοιβῶν τῶν οἰκονομικῶν.
Αὐτὰ τὰ μεγάλα προβλήματα, τὰ κύρια προβλήματα ἦταν τὰ ψυχολογικὰ προβλήματα τὰ ὁποῖα τὰ ἀτιμετώπιζε ὁ Γέροντας καθὼς καὶ τὰ προβλήματα τῶν αἱρέσεων μ’ ἕναν ἰδιάζοντα τρόπο. Πηγαῖναν παιδιὰ ποὺ εἶχαν ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, μιλοῦσε μαζί τους ἁπλὰ καὶ τὰ ἄφηνε νὰ ἐκφράζονται καὶ πάλι μὲ τὸ δικό του διακριτικὸ τρόπο τοὺς ἔλεγε ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ προσευχὴ ἄλλος εἶναι ὁ διαλογισμὸς καὶ τοὺς ἔφερνε στὸ σημεῖο ἐκεῖνο ποὺ καταλάβαιναν πλέον μετὰ ἀπὸ κάποιες συναντήσεις ὅτι τὰ παιδιὰ δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀσχολοῦνται μὲ πράγματα καὶ μὲ ὑποθέσεις ποὺ εἶναι ἀδοκίμαστες πνευματικά.
Ὅσον ἀφορᾶ τὶς πνευματικὲς ἀσθένειες, ἄλλοτε ὁ Γέροντας συνιστοῦσε ἀνεπιφύλακτη ἐμπιστοσύνη στοὺς γιατροὺς καὶ ἄλλοτε ὅταν ἡ διόρασή του τοῦ ἔδινε τὴν πληροφορία ὅτι ὁ γιατρὸς δὲν ἔχει κάνει σωστὴ διάγνωση ἢ σωστὴ θεραπεία ἔλεγε δὲν βλέπεις ἕναν ἄλλον γιατρό; Ἢ μὲ κάποιους ἄλλους τρόπους ὁ Γέροντας προσπαθοῦσε νὰ δώσει μία σωστὴ πνευματικὴ ἀγωγὴ ὥστε καὶ ἡ σωματικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου νὰ μπορεῖ νὰ ἐξυγιαίνεται. Ἔτσι δύο δεῖκτες τῆς καθημερινότητος ἦταν γνωστοὶ καὶ τοὺς ἀνέφερε ὁ Γέροντας. Ἔλεγε ὅτι θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἔτσι δημιουργημένη ἡ ψυχολογία μας ὥστε μέσα σὲ δύο δεῖκτες νὰ καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς τὸν ἑαυτό μας. Ὁ ἕνας δείκτης εἶναι ὑπάρχει σωστὴ λειτουργία τοῦ ἐντέρου; Ὑπάρχει ἕνα βιολογικὸ ρολόι τὸ ὁποῖο λειτουργεῖ σωστά; Καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ σωστὴ βιολογικὴ λειτουργία ἔλεγε ὅτι κάτι σημαίνει. Σὲ κάποιον τρίτο εἶπε, ξέρεις εἶχα γνωρίσει κάποιον ἢ κάποιαν ποῦ ἦταν στριμμένο ἄντερο, ξέρεις τί σημαίνει λέει στριμμένο ἄντερο; Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶναι πολὺ νευρικός, ποὺ δὲν ἔχει καμιὰ ἠρεμία καὶ ἑπομένως τὸ ἔντερό του δὲν κάνει τὶς σωστὲς λειτουργίες καὶ μπορεῖ νὰ παραμένει δύο – τρεῖς μέρες χωρὶς νὰ ἐνεργεῖται καὶ καταλαβαίνεις τί γίνεται μέσα του, τί νεῦρα ἔχει κι ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος. Ἢ ὁ ἄλλος δείκτης ἦταν στὰ γυναικεῖα θέματα ὅπου ὁ Γέροντας πίστευε ἀπὸ τὴν ἐπειρία καὶ ἀπὸ τὸν Θεῖο Φωτισμὸ ὅτι ὁ σταθερὸς κύκλος τῆς περιόδου εἶναι ἕνα κριτήριο τῆς ἰσορροπίας τῆς γυναικείας ψυχολογίας καὶ γενικότερά της γυναικείας προσωπικότητος. Κι ἔτσι καθοδηγοῦσε καὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴν τὴν εὐαίσθητη λειτουργία, καθοδηγοῦσε τὶς νέες κοπέλες καὶ τὶς μεγαλύτερες γυναῖκες νὰ προσέχουν τὴν ψυχολογία τους νὰ προσέχουν…..
πηγή