Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Ο Παράξενος πόλεμος... Όμως αυτά κι αν ήταν χαρούμενα Χριστούγεννα!...





-  Αρκετά πια! Μπουχτίσαμε με τον σπουδαίο σας Θεό!
Ο Αντώνης χτύπησε με έξαψη τη γροθιά του στο χέρι της πολυθρόνας.
Δεν είχε πει καλά-καλά την καλημέρα του. Η Χριστίνα δεν είχε προλάβει να συνέλθει από το ξάφνιασμά της, καθώς τον είδε άξαφνα μπροστά της. Ήταν ακόμα όρθιος μπροστά στην πόρτα, με το τσαντάκι του υπό μάλης κι ένα αδιόρατο χαμόγελο παγωμένο στο ανέκφραστο πρόσωπό του.
Με το άνοιγμα της πόρτας μια ψιλή παιδική φωνή από το μέσα δωμάτιο έφερε ως έξω δροσερές νότες από κάλαντα και γιορτινές μελωδίες. Κι αυτό ήταν αρκετό για να κεντρίσει αμέσως τον επισκέπτη. Τα χείλη του συσπάστηκαν ειρωνικά.
-  Με τέτοια παραμύθια κοιμίζεις ακόμα τα παιδιά σου; πέταξε πικρόχολα στη νύφη του.
Και χωρίς να περιμένει να του το πουν, πέρασε μέσα, πέταξε το τσαντάκι του στο τραπεζάκι του σαλονιού κι απλώθηκε στη φαρδειά πολυθρόνα.
Η Χριστίνα πειράχτηκε με το θράσος του. Χρόνια είχε ο νεότερος αδελφός του άντρα της να πατήσει στο σπίτι τους. Έκρυψε την ενόχλησή της όμως και δε μίλησε.
Ο Αντώνης δήλωνε άθεος - καμάρωνε άλλωστε πολύ γι’ αυτό - και δεν έχασε την ευκαιρία ν’ αρχίσει αμέσως την «υψηλή θεολογία» του.
-  Θα ’θελα να ’ξερα πού κρύβεται αυτός ο περίφημος Θεός σας, που λέτε πως κατέβηκε στη γη. Πού εξαφανίζεται, όταν εδώ τον χρειαζόμαστε τόσο πολύ; Γιατί κάνει τον κουφό, κάθε φορά που τον καλούμε απεγνωσμένα για βοήθεια;
-  Τί θες να πεις; είπε ξερά η Χριστίνα.
-  Δε βλέπω τον Θεό σας να νοιάζεται καθόλου, αν και το κακό πλημμύρισε τον κόσμο. Γι’ αυτό είμαι άθεος! Μιλάω με την απλή, τετράγωνη λογική. Αν υπάρχει, γιατί δεν σταματάει τον πόλεμο, την εκμετάλλευση, τη δυστυχία;
-  Δεν είναι απλή η λογική σου, μα απλοϊκή. Οι άνθρωποι τα κάνουν όλ’ αυτά με τη δική τους θέληση. Γιατί φορτώνεις την ευθύνη στον Θεό;
-  Οι άνθρωποι τα κάνουν βέβαια, μα πού ’ναι τος αυτός για να τους σταματήσει;
Η Χριστίνα ξεσπάθωσε.
-  Θα προτιμούσες δηλαδή να επεμβαίνει δυναμικά; Να πας να κάνεις το κακό και να σε σταματάει με το ζόρι; Να ρίχνει κεραυνό σε κάθε σου παρεκτροπή; Τον θέλεις χωροφύλακα να σε αστυνομεύει; Να καταργήσει την ελευθερία σου; Ε; Αυτό θα ’θελες; Δεν το πιστεύω! Γιατί τότε, πρώτος εσύ θα επαναστατούσες εναντίον του. Θα ’θελες τον Θεό δικτάτορα; Όχι, φίλε μου! Το μεγαλείο του είναι ακριβώς να σ’ έχει ελεύθερο, να διαλαλείς την αθεΐα σου. Να τον αμφισβητείς και να τον απορρίπτεις. Κι όχι απλώς να σε ανέχεται όταν το κάνεις αυτό, αλλά να σ’ αγαπάει κι από πάνω. Το κακό το πολεμάει ο Θεός, μα όχι όπως νομίζεις εσύ. Έχει δικό του τρόπο. Χωρίς να πάψει ν’ αγαπάει αυτόν που το κάνει.
Η Χριστίνα είχε πάρει φόρα για τα καλά. Ο Αντώνης πήγε κάτι να πει, μα την ίδια στιγμή μια εσωτερική πόρτα άνοιξε και στον διάδρομο φάνηκε ο αδελφός του. Με το που είδε τον Αντώνη γούρλωσε τα μάτια του.
- Εσύ από ’δω; Πώς ήταν αυτό; Κάτι συμβαίνει σίγουρα! Αλλιώς δεν θα μας θυμόσουνα ποτέ. Μήπως η μάνα μας;
-  Ναι! Είναι δυο μέρες τώρα. Μάλλον εγκεφαλικό. Χρειάζεται πλέον άνθρωπο.
-  Μα εσείς δεν μένετε μαζί της;
-  Εμείς δεν μπορούμε. Η γυναίκα μου το δήλωσε. Άλλωστε έχουμε προγραμματίσει Ιταλία για τα Χριστούγεννα. Δεν γίνεται ν’ αλλάξουμε!
-  Ειδοποίησες την αδελφή μας στην Αθήνα;
-  Η Βέτα το ’κοψε ορθά-κοφτά. Δεν έρχεται. Δεν μπορεί, λέει, να νταντεύει αρρώστους.
-  Μα είναι η μόνη ελεύθερη, χωρίς υποχρεώσεις. Αν δεν μπορεί αυτή, ποιός μπορεί;
-  Εσείς φυσικά! Δεν απομένει άλλος! απάντησε με μια νότα ειρωνείας και κυνισμού ο Αντώνης.
-  Μπα! Είμαστε χρήσιμοι τώρα; Γίναμε καλοί; Μας έχετε ανάγκη, ε; Αλλιώς δεν θα ρωτούσατε ούτε αν ζούμε! ξέσπασε η Χριστίνα ξαναμμένη.
Αυτό της έλειπε τώρα! Να ξεσηκωθεί χριστουγεννιάτικα. Να μετακομίσει στο χωριό, δυό ώρες μακριά με τ’ αυτοκίνητο, στην πεθερά της. Ήταν το τελευταίο πρόσωπο που θα ’θελε να δει.
Η σκέψη της κάλπασε γοργά προς τα πίσω, σε μνήμες που ’χε προσπαθήσει να απωθήσει στη λήθη. Από την πρώτη στιγμή που μπήκε στην οικογένεια του άντρα της, ήταν η ανεπιθύμητη. Η πεθερά της δεν έπαψε ούτε στιγμή να της δείχνει τη βαθειά της αντιπάθεια. Δεν τη θεωρούσε άξια για τον γιο της. Προσπάθησε να τους χωρίσει, μα δεν τα κατάφερε. Ούτε όμως και παραιτήθηκε ποτέ απ’ τον σκοπό της. Δέκα χρονών ο πρώτος εγγονός που της χάρισαν, κι αυτή ακόμα πολεμούσε να διαλύσει τον γάμο τους.
Η Χριστίνα πάλεψε να την προσεγγίσει, μα στάθηκε αδύνατο. Η πεθερά της φρόντισε να μεταδώσει την απέχθεια για τη νύφη της και στ’ άλλα της παιδιά. Και τους έβαλαν όλοι στο περιθώριο. Πέντε χρόνια σχεδόν τώρα οι επαφές τους ήταν κομμένες.
Μα να, που τώρα η παραγκωνισμένη νύφη ήταν χρήσιμη. Η Χριστίνα βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Όλο αυτό το διάστημα είχε προσπαθήσει σιγά-σιγά να δαμάσει το πάθος για την πεθερά της. Αγωνίστηκε σκληρά. Τελικά, ακολουθώντας τη φωνή του Θεού και της συνείδησής της και για χάρη του άντρα της, κατάφερε να τη συγχωρήσει. Η ψυχή της είχε ηρεμήσει.
Μα τώρα το πράγμα έπαιρνε άλλη τροπή. Της ζητούσαν πάρα πολλά. Αρχικά απέρριψε κάθε σκέψη να ξαναβρεθεί κοντά στην πεθερά της. Μα όταν πέρασε η πρώτη εντύπωση, κάθισε και το κουβέντιασε με τον άντρα της. Έβλεπαν πως ήταν αναπόφευκτο.
Μέσα από δισταγμούς και υπαναχωρήσεις πήρε επιτέλους την απόφαση να διασχίσει τον Ρουβίκωνα. «Ο κύβος ερρίφθη».
…Με τη βαλίτσα στο χέρι η νέα γυναίκα γύρισε το πόμολο και μπήκε στο δωμάτιο. Στο τρίξιμο της πόρτας η άρρωστη μισάνοιξε τα μάτια της, ενώ μια φευγαλέα ελπίδα ανατάραξε την καρδιά της. Το αδυνατισμένο μυαλό της είχε κολλήσει σε μια και μόνο σκέψη: Η Βέτα! Από στιγμή σε στιγμή θα ’ρχόταν η κόρη της, η Αθηναία, που σαν ελεύθερη που ήταν, θα ’τρεχε δίπλα στην ανήμπορη μάνα της.
-  Ήρθες, Βέτα; φώναξε ξεψυχισμένα, ενώ τα θαμπωμένα μάτια της πάσχιζαν να ξεδιαλύνουν τη μορφή του ανθρώπου που διαγραφόταν στο άνοιγμα της πόρτας.
Ο γιος της ο Αντώνης που ερχόταν παραπίσω, προσπέρασε την επισκέπτρια και πλησίασε την άρρωστη.
-  Όχι, μάνα, δεν ήρθε η Βέτα κι ούτε θα ’ρθει. Η νύφη σου είναι, η Χριστίνα.
Η άρρωστη ξανάκλεισε τα μάτια της και δε μίλησε. Ένα δάκρυ στην άκρη των βλεφάρων της φανέρωνε τη βαθειά της απογοήτευση.
Φανερά ταραγμένη η Χριστίνα, παλεύοντας ακόμα με τον εαυτό της, προχώρησε με κόπο στο δωμάτιο. Κοίταξε την άρρωστη. Δεν έβλεπε μπροστά της τη δυναμική γυναίκα που ήξερε. Το εγκεφαλικό την τσάκισε σαν δέντρο που το χτύπησε ο κεραυνός. Μπροστά της κειτόταν ένα ερείπιο. Μισοπαράλυτο το κορμί, παραδαρμένη η σκέψη. Μα κι έτσι πάλι, δεν μπόρεσε να εμποδίσει το κύμα της αποστροφής που τη συντάραξε σύγκορμα στην πρώτη θέα της εχθράς της.
Όμως το είχε αποφασίσει πως θα ’κανε το καθήκον της και θα το ’κανε καλά. Πολέμησε κάθε συναίσθημα και σκέψη που την ξεστράτιζε απ’ τον σκοπό της.
Στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Συγύριζε, έπλενε, τάιζε την άρρωστη, της έδινε τα φάρμακα, καθόταν δίπλα της για συντροφιά.
-  Πρέπει να τα κάνω όλα σωστά, επαναλάμβανε συνέχεια μέσα της δίνοντας κουράγιο στον εαυτό της.
Όταν τέλειωνε τις δουλειές, έπαιρνε ένα βιβλίο και διάβαζε σιγανά κοντά στο μαξιλάρι της άρρωστης με την ελπίδα πως την άκουγε.
Εκείνη δε μίλαγε ποτέ. Κρατούσε τα μάτια της κλειστά. Στο πρόσωπό της αποτυπώθηκε μόνιμα μια πέτρινη παγερή έκφραση. Ήταν σύμπτωμα της αρρώστιας της; Ή συνέχιζε αμείλικτα τον πόλεμο με τη νύφη της; Η Χριστίνα δεν μπορούσε να μαντέψει.
Στη δική της όμως καρδιά συνέβαινε η αλλαγή. Άρχισε να υποχωρεί η παλιά της απέχθεια. Γεννιόταν μέσα της και θέριευε σιγά-σιγά κάποια συμπόνια για τη θρυμματισμένη ύπαρξη που ’χε μπροστά της. Έπαψε να τη βλέπει εχθρικά. Προσπαθούσε να βλέπει μόνο τον άνθρωπο που πονούσε και βασανιζόταν. Την τσαλαπατημένη εικόνα του Θεού που υπέφερε. Μια καλοσύνη άρχισε σιγά-σιγά να ξεπηδάει απ’ την καρδιά της.
Η βδομάδα πέρασε χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε στην καθημερινή ρουτίνα. Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Η Χριστίνα κατάκοπη απ’ την αγρύπνια και την κούραση ξεκίνησε το πρωινό τακτοποίημα. Μια ελαφριά μελαγχολία είχε απλωθεί στην καρδιά της. Αλλιώς σχεδίαζε με τα παιδιά της και τον άντρα της τα φετινά τους Χριστούγεννα.
Τέλειωσε τις δουλειές της με την άρρωστη και κάθισε δίπλα της, όπως το συνήθιζε, να πάρει ανάσα. Άνοιξε την τσάντα της. Σήμερα πήρε στα χέρια τη μικρή της Βίβλο. Άρχισε να διαβάζει απ’ την αρχή. Από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου που ιστορούσε τη Γέννηση του Χριστού.
Διάβαζε σιγανά και καθαρά και κάπου-κάπου έριχνε κλεφτές ματιές στην άρρωστη. Προχώρησε και στ’ άλλα κεφάλαια, έφτασε στην «επί του όρους ομιλία». Διάβασε μακαρισμούς, θαύματα, παραβολές. Κάποια στιγμή πρόφερε τα λόγια: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς…».
Ξανάριξε το βλέμμα της στην άρρωστη, μα αυτό που είδε την τάραξε. Είχε γυρίσει προς το μέρος της και με μάτια ολάνοιχτα την κοίταζε. Το πρόσωπό της ήταν πλημμυρισμένο στα δάκρυα. Η Χριστίνα σηκώθηκε ξαφνιασμένη.
-  Μάνα! φώναξε αυθόρμητα.
Πώς βγήκε αυτή η λέξη από το στόμα της; Πρώτη φορά την είπε έτσι στα δεκαπέντε χρόνια που ήταν παντρεμένη.
Η άρρωστη σάλεψε με κόπο το μισοπαράλυτο χέρι της. Φάνηκε σαν κάτι ν’ αποζητάει. Έπιασε το χέρι που της άπλωσε η Χριστίνα και με τη λίγη δύναμη που της απόμενε, το ’σφιξε σιγανά. Τα χείλη της τρεμούλιασαν…
-  Συχώρεσέ με, κόρη μου!… Συχώρεσέ με!…
Σαν ξεψυχισμένη πνοή ανέμου βγήκε η φωνή από το στόμα της. Κοβόταν από λυγμούς. Η Χριστίνα έγειρε τρυφερά πάνω της και οι δυό γυναίκες, για πρώτη φορά, φιλήθηκαν. Για πρώτη φορά οι ματιές τους, μέσα από ζεστά αχτινοβόλα δάκρυα, αποζήτησαν να σμίξουν η μια με την άλλη σ’ ένα γλυκό, αισθαντικό αντάμωμα.
Να λοιπόν, που ο Θεός κατέβηκε στη γη - ποιός είπε πως δεν κατεβαίνει; - πολέμησε το κακό με την αγάπη του και το νίκησε. Αυτός είναι ο δικός του τρόπος. Πολεμάει το κακό, μα όχι τον άνθρωπο που το κάνει. Δεν εξοντώνει τους κακούς, μα τους μεταμορφώνει. Τους θέλει κοντά του κι αυτούς. Δεν τους συντρίβει. Παιδιά του είναι κι αυτοί, τους αγαπάει.
-  Πού είσαι, Αντώνη, να δεις πόσο παράξενα πολεμάει ο Θεός;
Η Χριστίνα τηλεφώνησε αμέσως στον άντρα της, που το μεσημεράκι κατέφθασε με τα παιδιά τους.
Αυτά κι αν ήταν χαρούμενα Χριστούγεννα!...

π. Δημητρίου Μπόκου

ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ





Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρίζω.
Βοσκών φωνές φτάνουν στ' αυτιά μου. Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιον τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι, βλέποντας το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.
Σήμερα ή Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: Αντί γι' αστέρια, δέχτηκε τους αγγέλους" αντί για ήλιο, δέχτηκε τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις το πώς. Γιατί όπου θέλει ό Θεός, ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι. Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη κι έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι' αυτόν το σκοπό.
Σήμερα γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό πού ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος! Γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός μένει!

Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννηση Του:
Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία" κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν αλλά αντί άλλων. Ό Ηρώδης πάλι, ζητούσε να βρει το νεογέννητο Βρέφος όχι για να το τιμήσει, μα για να το θανατώσει.
Ε λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά τ' ουρανού να βρίσκεται στη γη μ' ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.
Και ήρθαν οι βασιλιάδες να προσκυνήσουν τον επουράνιο Βασιλιά της δόξας.

  • Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον Αρχιστράτηγο των ουράνιων Δυνάμεων.
  • Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον πού μετέβαλε τίς λύπες της γυναίκας σε χαρά.
  • Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν Εκείνον πού δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από Μητέρα Παρθένο.
  • Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν Εκείνον πού έγινε νήπιο, για να συνθέσει δοξολογικό ύμνο «από τα στόματα των νηπίων» (Ψαλμ. 8:3).
  • Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν Εκείνον πού ή μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.
  • Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό Ποιμένα, πού θυσίασε τη ζωή Του για χάρη των προβάτων.
  • Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν Εκείνον πού έγινε αρχιερέας όπως ό Μελχισεδέκ (Έβρ. 5:10).
  • Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν Εκείνον πού πήρε μορφή δούλου, για να μετατρέψει τη δουλεία μας σ' ελευθερία.
  • Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν Εκείνον πού τους μετέβαλε σε «ψαράδες ανθρώπων»(Ματθ. 4:19)
  • Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν Εκείνον πού από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.
  • Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν Εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.
Κοντολογίς, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, πού σηκώνει στους ώμους Του την αμαρτία του κόσμου:
  • Οι μάγοι για να Τον προσκυνήσουν
  • οι ποιμένες για να Τον δοξολογήσουν
  • οι τελώνες για να Τον κηρύξουν
  • οι πόρνες για να Του προσφέρουν μύρα'
  • ή Σαμαρείτισσα για να ξεδιψάσει"
  • ή Χαναναία για να ευεργετηθεί.
Αφού λοιπόν όλοι σκιρτούν από χαρά, θέλω κι εγώ να σκιρτήσω, θέλω να χορέψω, θέλω να πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αυλό, δίχως λαμπάδες αναμμένες στα χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, αντί γι' αυτά, τα σπάργανα του Χριστού.
Αυτά είναι ή ελπίδα μου, αυτά ή ζωή μου, αυτά ή σωτηρία μου, αυτά ό αυλός μου, αυτά ή κιθάρα μου. Γι' αυτό τα 'χω μαζί μου: Για να πάρω από τη δύναμη τους δύναμη, για να φωνάξω μαζί με τους αγγέλους, «δόξα στον ύψιστο Θεό», και με τους ποιμένες, «και ειρήνη στη γη, ευλογία στους ανθρώπους» (Λουκ. 2:14).
Και ξέρετε γιατί; Γιατί Εκείνος πού προαιώνια γεννήθηκε από τον Πατέρα ανεξήγητα, γεννιέται σήμερα από παρθένα υπερφυσικά. Το πώς, το γνωρίζει ή χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς μόνο τούτο μπορούμε να πούμε: Πώς αληθινή είναι και ή ουράνια γέννηση του, αδιάψευστη είναι και ή επίγεια. Αλήθεια είναι ότι γεννήθηκε Θεός από Θεό, αλήθεια είναι και ότι γεννήθηκε άνθρωπος από παρθένα.

Στον ουρανό είναι ό μόνος πού γεννήθηκε από τον Πατέρα μόνο, γιος Του μονογενής. Και στη γη είναι ό μόνος πού γεννήθηκε από την Παρθένο μόνο, γιος της μονογενής. Όπως στην περίπτωση της ουράνιας γεννήσεως Του είναι ασέβεια να σκεφτούμε μητέρα, έτσι και στην περίπτωση της επίγειας γεννήσεως Του είναι βλασφημία να υποθέσουμε πατέρα. Ό Θεός Τον γέννησε με τρόπο θεϊκό. Ή Παρθένος Τον γέννησε με τρόπο υπερφυσικό. Έτσι, ούτε ή ουράνια γέννηση Του μπορεί να εξηγηθεί, ούτε ή ενανθρώπηση Του μπορεί να ερευνηθεί. Το ότι Τον γέννησε ή Παρθένος σήμερα το γνωρίζω. Το ότι Τον γέννησε ό Θεός προαιώνια το πιστεύω. Κι έχω μάθει να τιμώ σιωπηλά τη γέννηση Του, χωρίς φιλοπερίεργες έρευνες κι ανώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ' ό,τι άφορα το Θεό, δεν πρέπει να στέκεται κανείς στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά να πιστεύει στη δύναμη Εκείνου πού κατευθύνει τα πάντα.
Τι φυσικότερο από το να γεννήσει μια παντρεμένη γυναίκα; Άλλα και Τι πιο παράδοξο από το να γεννήσει παιδί μια παρθένα, δίχως άνδρα, και να παραμείνει παρθένα;
Τι αυτό λοιπόν μπορούμε να ερευνούμε ό,τι γίνεται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Ό,τι όμως συμβαίνει με τρόπο υπερφυσικό, ας το σεβόμαστε σιωπηλά. Όχι γιατί είναι επικίνδυνο, αλλά γιατί είναι ανερμήνευτο.

Φόβο νιώθω μπροστά στο θείο μυστήριο.
Τι να πω και Τι να λαλήσω;
Βλέπω εκείνη πού γέννησε. Βλέπω κι Εκείνον πού γεννήθηκε. Άλλα τον τρόπο της γεννήσεως δεν μπορώ να τον καταλάβω. Όπου θέλει, βλέπετε, ό Θεός, νικώνται οι φυσικοί νόμοι. Έτσι έγινε κι εδώ: Παραμερίστηκε ή φυσική τάξη και ενέργησε ή θεία θέληση.

Πόσο ανέκφραστη είναι ή ευσπλαχνία του Θεού!
Ο προαιώνιος Υιός του Θεού, ό άφθαρτος και αόρατος και ασώματος, κατοίκησε μέσα στο φθαρτό και ορατό σώμα μας. Για ποιο λόγο; Να, όπως ξέρετε, εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ' ό,τι βλέπουμε παρά σ' ό,τι ακούμε. Στα ορατά πιστεύουμε. Στ' αόρατα όχι. Έτσι δεν πιστεύαμε στον αόρατο αληθινό Θεό, αλλά λατρεύαμε ορατά είδωλα με μορφή ανθρώπων.
Δέχτηκε λοιπόν ό Θεός να παρουσιαστεί μπροστά μας με ορατή μορφή ανθρώπου, για να διαλύσει μ' αυτόν τον τρόπο κάθε αμφιβολία για την ύπαρξη Του. Κι ύστερα, αφού μας διδάξει με την αισθητή και αναμφισβήτητη παρουσία Του, να μας οδηγήσει εύκολα στην αληθινή πίστη, στ' αόρατα και υπερφυσικά.

Κατάπληξη με γεμίζει το θαύμα!
Παιδί βλέπω τον προαιώνιο Θεό!
Σε φάτνη αναπαύεται, Αυτός πού έχει θρόνο τον ουρανό!
Χέρια ανθρώπινα αγγίζουν τον απρόσιτο κι ασώματο!
Με σπάργανα είναι σφιχτοδεμένος, Αυτός πού σπάει τα δεσμά της αμαρτίας!Όμως... τούτο είναι το θέλημα Του: Την ατιμία να μεταβάλει σε τιμή" με δόξα να ντύσει την ευτέλεια" και την προσβολή σ' αρετή να μεταπλάσει.
Πήρε το σώμα μου. Μου προσφέρει το Πνεύμα Του. Μου χαρίζει το θησαυρό της αιώνιας ζωής, παίρνοντας αλλά και δίνοντας μου: Παίρνει τη σάρκα μου για να με αγιάσει" μου δίνει το Πνεύμα Του για να με σώσει.
«Να, ή παρθένος θα μείνει έγκυος» (Ήσ. 7:14).

Τα λόγια είναι της συναγωγής, μα το απόκτημα της Εκκλησίας.
Η συναγωγή έθαψε το νήμα" Η Εκκλησία φόρεσε τη βασιλική στολή.
Ή Ιουδαία Τον γέννησε ή οικουμένη Τον υποδέχτηκε.
Η συναγωγή Τον θήλασε και Τον έθρεψε" ή Εκκλησία Τον παρέλαβε και ωφελήθηκε.
Στη συναγωγή βλάστησε το κλήμα εμείς όμως απολαμβάνουμε τα σταφύλια της αλήθειας.
Ή συναγωγή τρύγησε τα σταφύλια οι ειδωλολάτρες όμως πίνουν το μυστικό πιοτό.
Εκείνη έσπειρε στην Ιουδαία το σπόρο" οι ειδωλολάτρες όμως θέρισαν το στάχυ με το δρεπάνι της πίστεως. Αυτοί έκοψαν με σεβασμό το ρόδο, και στους Ιουδαίους έμεινε το αγκάθι της απιστίας.
Το πουλάκι πέταξε, κι αυτοί οι ανόητοι κάθονται και φυλάνε ακόμα τη φωλιά.
Οι Ιουδαίοι πασχίζουν να ερμηνεύσουν το βιβλίο του γράμματος, και οι ειδωλολάτρες τρυγούν τον καρπό του Πνεύματος.
«Να, ή παρθένος θα μείνει έγκυος».
Πες μου, Ιουδαίε, πες μου λοιπόν, ποιόν γέννησε;

Δείξε, σε παρακαλώ, θάρρος, έστω και σαν εκείνο που έδειξες μπροστά στον Ηρώδη. Αλλά δεν έχεις θάρρος. Και ξέρω γιατί. Γιατί είσαι επίβουλος. Στον Ηρώδη μίλησες για να Τον εξολοθρεύσει και σ' εμένα δεν μιλάς για να μην Τον προσκυνήσω.
Ποιόν λοιπόν γέννησε; Ποιόν;

Το Δημιουργό της κτίσεως. Κι αν εσύ σωπαίνεις, ή φύση το βροντοφωνάζει. Τον γέννησε λοιπόν με τον τρόπο πού ό ίδιος θέλησε να γεννηθεί. Στη φύση δεν υπήρχε ή δυνατότητα μιας τέτοιας γεννήσεως. Εκείνος όμως, ως κύριος της φύσεως, επινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι έδειξε έτσι ότι, και άνθρωπος πού έγινε, δεν γεννήθηκε σαν άνθρωπος, μα όπως μόνο σε Θεό ταιριάζει.
Εκείνος πού έπλασε τον Αδάμ από παρθένα γη, Εκείνος πού από τον Αδάμ κατόπιν έκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα από παρθένα κόρη πού νίκησε τη φύση, ξεπερνώντας το νόμο του γάμου.

Ο Αδάμ τότε, χωρίς να έχει γυναίκα, γυναίκα απόκτησε.
Η Παρθένος τώρα, χωρίς να έχει άνδρα, άνδρα γέννησε.
Και γιατί έγινε αυτό; Να γιατί:
Οι γυναίκες είχαν ένα παλαιό χρέος προς τους άνδρες, αφού από τον Αδάμ είχε βλαστήσει γυναίκα χωρίς τη μεσολάβηση άλλης γυναίκας. Για αυτό ή Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στους άνδρες το χρέος της Εύας, γέννησε χωρίς άνδρα, δείχνοντας έτσι την ισοτιμία της φύσεως.

Σώος έμεινε ό Αδάμ μετά την αφαίρεση της πλευράς του.
Αδιάφθορη έμεινε κι ή Παρθένος μετά τη γέννηση του Βρέφους.
Άλλα πρόσεξε και κάτι ακόμα:
Δεν έπλασε ό Κύριος κάποιο άλλο σώμα για να εμφανιστεί στη γη. Πήρε το σώμα του ανθρώπου, για να μη φανεί ότι περιφρονεί την ύλη από την οποία δημιουργήθηκε ό Αδάμ. Ήρθαν έτσι, Θεός και άνθρωπος, σε μυστική ένωση. Κι ό διάβολος, πού είχε υποδουλώσει τον άνθρωπο, τράπηκε σε φυγή.
Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, αλλά γεννιέται ως Θεός. Αν προερχόταν, όπως εγώ, από έναν κοινό γάμο, πολλοί θα θεωρούσαν απάτη τη γέννηση Του. Γι' αυτό γεννιέται από παρθένα"

Γι` αυτό διατηρεί τη μήτρα της άθικτη" γι' αυτό διαφυλάσσει την παρθενία της ακέραιη: Για να γίνει ό παράξενος τρόπος της γεννήσεως αιτία ακλόνητης πίστεως.
Σ' αυτόν λοιπόν πού θ' αμφισβητήσει την άσπορη γέννηση του Λόγου του Θεού, θα επικαλεστώ ως μάρτυρα την αμόλυντη σφραγίδα της παρθενίας.
Πες μου λοιπόν, Ιουδαίε, γέννησε ή Παρθένος ή όχι; Κι αν μεν γέννησε, γιατί δεν ομολογείς την υπερφυσική γέννηση; Αν πάλι δεν γέννησε, γιατί εξαπάτησες τον Ηρώδη; Όταν εκείνος ζητούσε να μάθει πού θα γεννηθεί ό Χριστός, εσύ δεν είπες «στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας» (Ματθ. 2:4); Μήπως εγώ γνώριζα την πόλη ή τον τόπο; Μήπως εγώ γνώριζα την αξία του Βρέφους πού ήρθε στον κόσμο; Ό Ησαΐας και οι προφήτες σας δεν μίλησαν γι' Αυτό; Κι εσείς, οι αγνώμονες εχθροί, δεν εξηγήσατε την αλήθεια; Εσείς, οι γραμματείς κι οι Φαρισαίοι, οι ακριβείς φύλακες του νόμου, δεν μας διδάξατε για το Χριστό; Εσείς δεν ερμηνεύσατε τις Γραφές; Μήπως εμείς γνωρίζαμε τη γλώσσα σας; Και όταν γέννησε , ή Παρθένος, εσείς δεν παρουσιάσατε στον Ηρώδη τη μαρτυρία του προφήτη Μιχαία, «Άλλ' από σένα, Βηθλεέμ, πόλη της περιοχής του Εφραθά, αν και είσαι μια από τις μικρότερες πόλεις του Ιούδα, θα αναδειχθεί αρχηγός του Ισραήλ» (Μιχ. 5:1);
Πολύ καλά είπε ό προφήτης «από σένα». Από σας προήλθε και παρουσιάστηκε σ' ολόκληρο τον κόσμο.

Παρουσιάστηκε ως άνθρωπος, για να καθοδηγήσει τους ανθρώπους. Παρουσιάστηκε ως Θεός, για να σώσει την οικουμένη.
Μα Τι ωφέλιμοι εχθροί πού είστ' εσείς! Τι φιλάνθρωποι κατήγοροι!

Εσείς κατά λάθος δείξατε πώς το νεογέννητο της Βηθλεέμ είναι Θεός. Εσείς Τον κηρύξατε χωρίς να το θέλετε. Εσείς Τον φανερώσατε, πασχίζοντας να Τον κρύψετε. Εσείς Τον ευεργετήσατε, επιθυμώντας να Τον βλάψετε.Τι αστοιχείωτοι δάσκαλοι είστε, αλήθεια; Εσείς πεινάτε, και τρέφετε άλλους. Εσείς διψάτε, και ποτίζετε άλλους. Πάμφτωχοι είστε, και πλουτίζετε άλλους.
Ελάτε λοιπόν να γιορτάσουμε! Ελάτε να πανηγυρίσουμε! Είναι παράξενος ό τρόπος της γιορτής -όσο παράξενος είναι κι ό λόγος της γεννήσεως του Χριστού.
Σήμερα λύθηκαν τα μακροχρόνια δεσμά.

Ο διάβολος καταντροπιάστηκε.
Οι δαίμονες δραπέτευσαν.
Ο θάνατος καταργήθηκε.
Ο παράδεισος ανοίχτηκε.
Η κατάρα εξαφανίστηκε.
Η αμαρτία διώχτηκε.
Η πλάνη απομακρύνθηκε.
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε.
Το κήρυγμα της ευσέβειας ξεχύθηκε και διαδόθηκε παντού.
Η βασιλεία των ουρανών μεταφυτεύθηκε στη
Οι άγγελοι συνομιλούν με τους ανθρώπους.
Όλα έγιναν ένα.
Γιατί;
Γιατί κατέβηκε ό Θεός στη γη κι ό άνθρωπος ανέβηκε στους ουρανούς. Κατέβηκε ό Θεός στη γη και πάλι βρίσκεται στον ουρανό. Ολόκληρος είναι στον ουρανό κι ολόκληρος στη γη. Έγινε άνθρωπος κι είναι Θεός. Είναι Θεός και πήρε σάρκα. Κρατιέται σε παρθενική αγκαλιά και στα χέρια Του κρατάει την οικουμένη.

Τρέχουν κοντά Του οι μάγοι. Τρέχουμε κι εμείς. Τρέχει και τ' αστέρι για να φανερώσει τον Κύριο τ' ουρανού. Μα... κι Εκείνος τρέχει. Τρέχει προς την Αίγυπτο. Και φαίνεται βέβαια, πώς πηγαίνει εκεί για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Όμως τούτο γίνεται για να εκπληρωθούν τα προφητικά λόγια: «Την ήμερα εκείνη ό ισραηλιτικός λαός θα πάρει τρίτος, μετά τους Ασσυρίους και τους Αιγυπτίους, την ευλογία του Θεού πάνω στη γη» (Ήσ. 19:24).
Τι λες, Ιουδαίε; Εσύ πού ήσουν πρώτος έγινες τρίτος; Οι Αιγύπτιοι και οι Ασσύριοι μπήκαν μπροστά, και ό πρωτότοκος Ισραήλ πήγε πίσω;
Ναι. Έτσι είναι. Οι Ασσύριοι θα γίνουν πρώτοι, επειδή αυτοί πρώτοι με τους μάγους τους προσκύνησαν τον Κύριο. Πίσω τους οι Αιγύπτιοι, πού Τον δέχτηκαν, όταν κατέφυγε στα μέρη τους για ν' αποφύγει την επιβουλή του Ηρώδη. Τρίτος και τελευταίος ό Ισραηλιτικός λαός, πού γνώρισε τον Κύριο από τους αποστόλους, μετά τη βάπτιση Του στον Ιορδάνη.
Τι άλλο μένει να πω;

Δημιουργό και φάτνη βλέπω... Βρέφος και σπάργανα... Λεχώνα παρθένα, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή... Ανέχεια πολλή...
Είδες όμως Τι πλούτος μέσα στη μεγάλη φτώχεια; Ό Πλούσιος έγινε φτωχός για χάρη μας. Δεν έχει ούτε κρεβάτι ούτε στρώμα. Μέσα σε ταπεινό παχνί Του έχουν αποθέσει...
Ω φτώχεια, πλούτου πηγή!

Ω πλούτε αμέτρητε, κρυμμένε μες στη φτώχεια!
Μέσα στη φάτνη κείτεσαι και την οικουμένη σαλεύεις.

Μέσα σε σπάργανα τυλίγεσαι και σπας τα δεσμά της αμαρτίας.
Λέξη ακόμα δεν άρθρωσες και δίδαξες στους μάγους τη θεογνωσία.
Τι να πω και Τι να λαλήσω;


Να Βρέφος σπαργανωμένο!
Να ή Μαρία, Μητέρα και Παρθένος μαζί!
Να ό Ιωσήφ, πατέρας τάχα του Παιδιού!
Εκείνη ή γυναίκα, αυτός ό άνδρας. Νόμιμες οι ονομασίες, αλλά χωρίς περιεχόμενο.
Ο Ιωσήφ μνηστεύθηκε μόνο τη Μαρία, και το Άγιο Πνεύμα την επισκίασε. Έτσι, γεμάτος απορία, δεν ήξερε Τι να υποθέσει για το Βρέφος: Να πει πώς ήταν καρπός μοιχείας, δεν τολμούσε. Να προσφέρει λόγο βλάσφημο εναντίον της Παρθένου, δεν μπορούσε. Ούτε πάλι δεχόταν το Παιδί σαν δικό του, γιατί του ήταν άγνωστο το πώς και από ποιόν γεννήθηκε.

Άλλα να, πού, πάνω στη σύγχυση του, παίρνει απάντηση από τον ουρανό, με τη φωνή του αγγέλου: «Ιωσήφ, μη διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου τη Μαριάμ, γιατί το παιδί πού περιμένει προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα» (Ματθ. 1:20). Και φανέρωσε έτσι σ' εκείνον και σ' εμάς ότι το Άγιο Πνεύμα επισκίασε την Παρθένο.
Γιατί όμως ό Χριστός θέλησε να γεννηθεί από παρθένα, αφήνοντας αβλαβή την παρθενία της;
Να γιατί:

Κάποτε ό διάβολος εξαπάτησε την παρθένα Εύα. Τώρα ό άγγελος έφερε το λυτρωτικό μήνυμα στην Παρθένο Μαριάμ.
Κάποτε ή Εύα ξεστόμισε λόγο, πού έγινε αιτία θανάτου. Τώρα ή Μαρία γέννησε το Λόγο, πού έγινε αιτία αιώνιας ζωής.
Ο λόγος της Εύας έδειξε το δέντρο, πού έβγαλε τον Αδάμ από τον παράδεισο.

Ο Λόγος της Μαρίας έδειξε το Σταυρό, πού έβαλε τον Αδάμ πάλι στον παράδεισο.
Σ' αυτόν λοιπόν, το Λόγο του Θεού και Υιό της Παρθένου, πού άνοιξε δρόμο μέσα σε τόπο αδιάβατο, ας αναπέμψουμε δοξολογία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων.

Αμήν
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
ΕΚΔΟΣΗ 330 ΧΙΛΙΑΔΑ.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018

Η αμοιβαία εκδήλωση στοργής είναι αναγκαίο στοιχείο της συζυγικής αγάπης. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος





Η αμοιβαία εκδήλωση στοργής είναι αναγκαίο στοιχείο της συζυγικής αγάπης. Η αγάπη φανερώνεται με την τρυφερότητα, την ευγένεια, το ενδιαφέρον. Η αγάπη εκφράζεται με λόγια.
Οι λέξεις είναι η τροφή των συναισθημάτων, ζωντανεύουν την αγάπη. Στα απλά καθημερινά πράγματα βρίσκεται συχνά το μυστικό της ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής. Δυστυχώς τα ξέχασαν αυτά σήμερα οι σύζυγοι. Ξεχνούν να εκφράσουν την εκτίμηση και τον θαυμασμό τους για τα χαρίσματα, τις ικανότητες, τις προσπάθειες, τις επιτυχίες που κάνει ο καθένας στον τομέα του, ακόμη και ένα κομπλιμέντο για την εμφάνιση και το καθημερινό ντύσιμο, το καλομαγειρεμένο φαγητό.
Η γυναίκα ακτινοβολεί, αυξάνει το φιλότιμό της όταν νιώθει ότι την αγαπούν. Το ίδιο συμβαίνει και στους άνδρες. Σ' αυτούς αυξάνεται η καλή αυτοπεποίθηση. Η αγάπη συντηρείται με την επινόηση τρόπων εκδήλωσεώς της. Η ικανοποίηση των ιδιαιτέρων επιθυμιών και η ανοχή των αδυναμιών του άλλου βοηθούν την συνοχή των συζύγων.
Ο άγιος Χρυσόστομος με τον τονισμό της αγάπης λέει στην ουσία ότι οι σύζυγοι πρέπει να μάθουν να συγχωρούν και να ανέχονται. Ο πιο ώριμος από τους δυό πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα.
Μέσα στον γάμο δεν έχει σημασία ποιός έκανε ένα λάθος η γιατί το έκανε. Εκείνο που είναι ζητούμενο, είναι ποιός είναι ο πιο γρήγορος τρόπος για να διορθωθεί η κατάσταση. «Να ανεχόμαστε, λέει ο άγιος, ο ένας τον άλλο με αγάπη. Πως είναι δυνατόν να ανέχεσαι αν είσαι οργίλος και κακόγλωσσος; Πες τον τρόπο: Με αγάπη.
Αν δεν ανέχεσαι τον πλησίον, πως θα σε ανεχθεί ο Θεός; Αν συ δεν υποφέρεις αυτόν που είναι σύνδουλος σου, πως θα σε ανεχθεί εσένα ο Κύριος»;

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος




Να εύχεσθε να γίνει το θέλημα του Θεού, αυτό είναι το πιο συμφέρον. Άγιος Πορφύριος




Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού. αυτό είναι το πιο συμφέρον, το πιο ασφαλές για μας και για όσους προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός, δεν γίνεται τίποτα.
Όταν ο Θεός δεν μας δίδει κάτι που επίμονα ζητάμε, έχει το λόγο Του. Έχει κι ο Θεός τα «μυστικά» Του.
Αν δεν κάνετε υπακοή (σε ιερέα-πνευματικό) και δεν έχετε ταπείνωση, η ευχή  (δηλ. το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) δεν έρχεται και υπάρχει και φόβος πλάνης.
Να μην γίνεται η ευχή (το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με) αγγαρεία. Η πίεση μπορεί να φέρει μια αντίδραση μέσα μας, να κάνει κακό. Έχουν αρρωστήσει πολλοί με την ευχή, γιατί την έκαναν με πίεση.
Και γίνεται, βέβαια, κι όταν το κάνεις αγγαρεία. αλλά δεν είναι υγιές.
Δεν είναι ανάγκη να συγκεντρωθείτε ιδιαίτερα για να πείτε την ευχή. Δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια όταν έχεις θείο έρωτα.
Όπου βρίσκεσθε, σε σκαμνί, σε καρέκλα, σε αυτοκίνητο, παντού, στον δρόμο, στο σχολείο, στο γραφείο, στη δουλειά μπορείτε να λέτε την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», απαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.
Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεσθε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στο Θεό με αγάπη και λαχτάρα. Μπορεί ένας μια ολόκληρη νύχτα να προσεύχεται κι αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη. Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι.
Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ό,τι και να του τύχει αμέσως αρχίζει: «Κύριε Ιησού Χριστέ ...;». Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά.
  1. Για παράδειγμα, πάσχεις από αυπνία. να μη ακέπτεσαι τον ύπνο. Να σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέπτεσαι αν θα κοιμηθείς ή όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το «Κύριε Ιησού Χριστέ ...» κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.
Άγιος Πορφύριος

Μάθετε τα παιδιά μας να ζητούν τη βοήθεια του Θεού. Άγιος Πορφύριος



Το φάρμακο και το μεγάλο μυστικό για την πρόοδο των παιδιών είναι η ταπείνωση. Η εμπιστοσύνη στον Θεό δίδει απόλυτη ασφάλεια. Ο Θεός είναι το παν. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι εγώ είμαι το παν. Αυτό ενισχύει τον εγωισμό. Ο Θεός θέλει να οδηγούμε τα παιδιά στην ταπείνωση. Τίποτα δεν θα κάνομε κι εμείς και τα παιδιά χωρίς την ταπείνωση. Θέλει προσοχή, όταν ενθαρρύνετε τα παιδιά. Στο παιδί δεν πρέπει να λέτε: «Εσύ θα τα καταφέρεις, εσύ είσαι σπουδαίος, είσαι νέος, είσαι ανδρείος είσαι τέλειος!...». Δεν το ωφελείτε έτσι το παιδί. Μπορείτε, όμως, να του πείτε να κάνει προσευχή. Να  του πείτε: «Παιδί μου, τα χαρίσματα που έχεις, ο Θεός σου τα έδωσε. Προσευχήσου να σου δώσει ο Θεός δυνάμεις, για να τα καλλιεργήσεις και να πετύχεις. Να σου δώσει ο Θεός την Χάρη Του». Τούτο δω είναι το τέλειο. Σ' όλα τα θέματα να μάθουν τα παιδιά να ζητάνε τη βοήθεια του Θεού.
Στα παιδιά ο έπαινος κάνει κακό. Τι λέει ο λόγος του Θεού; «Λαός μου, οι μακαρίζοντες υμάς πλανώσιν υμάς και την τρίβον των ποδών υμών ταράσσουσιν»[5]. Όποιος μας επαινεί, μας πλανάει και μας χαλάει τους δρόμους της ζωής μας. Πόσο σοφά είναι τα λόγια του Θεού! Ο έπαινος δεν προετοιμάζει τα παιδιά για καμιά δυσκολία στη ζωή και βγαίνουν απροσάρμοστα και τα χάνουν και τελικά αποτυγχάνουν. Τώρα ο κόσμος χάλασε. Στο μικρό παιδάκι λένε όλο επαινετικά λόγια. Μην το μαλώσομε, μην του εναντιωθούμε, μην το πιέσομε το παιδί. Μαθαίνει, όμως έτσι και δεν μπορεί ν' αντιδράσει σωστά και στην πιο μικρή δυσκολία. Μόλις κάποιος του εναντιωθεί, τσακίζεται, δεν έχει σθένος.
Οι γονείς ευθύνονται πρώτοι για την αποτυχία των παιδιών στη ζωή και οι δάσκαλοι και καθηγητές μετά. Τα επαινούν διαρκώς. Τους λένε εγωιστικά λόγια. Δεν τα φέρνουν στο Πνεύμα του Θεού, τ' αποξενώνουν απ' την Εκκλησία. Όταν μεγαλώσουν λίγο τα παιδιά και πάνε στο σχολείο μ' αυτό τον εγωισμό, φεύγουν απ' τη θρησκεία και την περιφρονούν, χάνουν το σεβασμό προς τον Θεό, προς τους γονείς, προς όλους. Γίνονται ατίθασα και σκληρά και άπονα, χωρίς να σέβονται ούτε τη θρησκεία ούτε τον Θεό. Βγάλαμε στη ζωή εγωιστές και όχι Χριστιανούς.

Άγιος Πορφύριος