“Ἀρχή
τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ πρώτη προσβολή καί παρακίνηση πρός
τό κακό, καί ὁπωσδήποτε εἶναι ἡ ρίζα καί τό ὑπόβαθρο τοῦ κακοῦ. Γιατί ἡ
ἀρχή δηλώνει ἤ τήν πρώτη κίνηση πρός τό κακό ἤ τή σύσταση. Ὅπως θά
μποροῦσε νά πεῖ κανείς, ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό ἄτοπη
θέα, δηλαδή ἡ πρώτη ὁρμή, ἄν ὅμως ποῦμε ὅτι ἀρχή τῆς σωφροσύνης εἶναι ἡ
νηστεία, δηλαδή τό θεμέλιο καί ἡ συγκρότηση, ἔτσι καί ἡ ἀρχή τῆς
ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία, γιατί ἀπό αὐτήν ἀρχίζει κάθε ἁμαρτία κι ἀπ’
αὐτήν συγκροτεῖται.
Τό
ὅτι λοιπόν ὅσες καλές πράξεις κι ἄν κάνουμε, δέν τίς ἀφήνει ἡ κακία νά
παραμείνουν καί νά μή διασαλευθοῦν, γίνεται φανερό ἀπό τό ἐξῆς·
πρόσεχε πόσες καλές πράξεις ἔκαμε ὁ Φαρισαῖος, ἀλλά τίποτε δέν τόν
ὠφέλησε, γιατί δέν ἔκοψε τή ρίζα τῆς ἀλαζονείας κι αὐτή κατέστρεψε τά
πάντα. Ἀπό τήν ἀλαζονεία γεννιέται ἡ ὑπεροψία τῶν φτωχῶν, ἡ ἐπιθυμία
γιά τά χρήματα, ἡ ἀγάπη γιά ἐξουσία, ὁ πόθος γιά δόξα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους
ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕτοιμος νά ἀποκρούσει κάθε ἐνόχληση. Γιατί ὁ ἀλαζόνας δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε οἱ ἰσχυρότεροι οὔτε οἱ ἀσθενέστεροι. Κι αὐτός πού δέν ἀνέχεται νά τόν προσβάλλουν οὔτε τά δεινοπαθήματα ἀνέχεται.
Πρόσεξε
πῶς ἀρχή τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Πῶς ἀρχή τῆς ὑπερηφάνειας
εἶναι τό νά μή γνωρίζεις τόν Κύριο; Καί πολύ σωστά γιατί αὐτός πού
γνωρίζει τό Θεό, ἔτσι ὅπως πρέπει νά τόν γνωρίζει αὐτός πού γνωρίζει
ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔφθασε σέ τέτοιο σημεῖο ταπεινοφροσύνης, δέν
ὑπερηφανεύεται. Αὐτός πού δέν γνωρίζει αὐτά, ὑπερηφανεύεται. Καί ἡ
ὑπερηφάνεια σέ ὁδηγεῖ στήν ἀλαζονεία.
Πές
μου ὅλοι αὐτοί πού πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία ἀπό ποῦ ἰσχυρίζονται ὅτι
γνωρίζουν τό Θεό; Ὄχι ἀπό ἀλαζονεία; Νά σέ ποιό γκρεμό τούς ἔσπρωξε τό
ὅτι δέν γνωρίζουν τόν Κύριο. Ἄν λοιπόν ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τό συντετριμμένο
πνεῦμα, ἀντίθετα ἐναντιώνεται στούς ὑπερηφάνους καί δίνει χάρη στούς
ταπεινούς. Κανένα κακό λοιπόν δέν εἶναι ἴσο μέ τήν ὑπερηφάνεια. Κάμνει
τόν ἄνθρωπο δαίμονα, ἀλαζόνα, βλάσφημο, ἐπίορκο, καί νά ἐπιθυμεῖ φόνους
καί θανάτους. Ὁ ὑπερήφανος πάντοτε ζεῖ μέ λύπες, πάντοτε ἀγανακτεῖ,
πάντοτε ἀδημονεῖ. Δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μπορέσει νά ἱκανοποιήσει τό
πάθος του. Κι ἄν ἀκόμα ἔβλεπε τό βασιλιά νά σκύβει καί νά τόν
προσκυνᾶ, δέν θά χόρταινε, ἀλλά περισσότερο θά ἄναβε. Ὅπως οἱ
φιλάργυροι, ἔτσι κι οἱ ἀλαζόνες ὅση τιμή κι ἄν ἀπολαύσουν ἐπιθυμοῦν
ἀκόμη περισσότερη. Μεγαλώνει σέ αὐτούς τό πάθος (πραγματικά εἶναι
πάθος), καί τό πάθος δέ γνωρίζει ὅρια, ἀλλά τότε μόνο σταματᾶ, ὅταν
σκοτώσει αὐτόν πού τό ἔχει. Δέ βλέπεις τούς μεθυσμένους πού πάντα
διψοῦν γιά ποτό; Γιατί εἶναι πάθος. Δέν εἶναι φυσική ἐπιθυμία, ἀλλά μιά
ἀρρώστια διεστραμμένη. Δέ βλέπεις ἐκείνους πού τούς ὀνομάζουν
“βουλιμιῶντες”, γιατί πάντα πεινοῦν; Εἶναι πάθος, ὅπως λένε οἱ γιατροί,
γιατί ξέφυγε ἀπό τά φυσικά ὅρια. Ἔτσι κι οἱ πολυπράγμονες καί
περίεργοι, ὅσα κι ἄν πληροφορηθοῦν δέν σταματοῦν, γιατί εἶναι πάθος καί
ὅρια δέν ἔχει.
...Πῶς
εἶναι δυνατόν νά σβήσουν τήν ἀλαζονεία; Ἄν γνωρίσεις τό Θεό. Γιατί, ἄν
τό πάθος ἐμφανίζεται ἐξ αἰτίας τῆς ἄγνοιας πού ἔχουμε γιά τό Θεό, ἄν
γνωρίσουμε αὐτόν, κάθε ἀλαζονεία ἀπομακρύνεται. Σκέψου καλά τή γέεννα,
σκέψου τούς πολύ καλύτερους ἀπό σένα, σκέψου πόσα ὀφείλεις στό Θεό νά
πληρώσεις. Ἄν αὐτά τά καταλάβεις, γρήγορα ταπείνωσες τό φρόνημα, γρήγορα
τό ἔκαμψες. Ἀλλά δέν μπορεῖς νά τά κάμεις αὐτά; Εἶσαι πιό ἀδύναμος;
Σκέψου τόν παρόντα βίο, τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση, πώς ὁ ἄνθρωπος δέν
εἶναι τίποτα. Ὅταν δεῖς κάποιον νά μεταφέρεται νεκρός στήν ἀγορά καί νά
ἀκολουθοῦν παιδιά ὀρφανά, χήρα γυναίκα νά ὀδύρεται, τούς φίλους
καταλυπημένους, σκέψου τή μηδαμινότητα τῶν παρόντων πραγμάτων καί ὅτι
δέν διαφέρουν σέ τίποτε ἀπό τή σκιά καί τά ὄνειρα.
...
ἀναλογίσου τή φύση μας, ἀπό ποῦ πλάσθηκε καί ποῦ τελειώνει. Σκέψου
ὅταν κοιμᾶσαι τί ἀξία ἔχεις, δέν μπορεῖ καί τό μικρό θηρίο νά σέ
σκοτώσει; Πολλούς συχνά κι ἕνα μικρό ζωΰφιο πού ἔπεσε ἀπό τό ταβάνι
τούς ἔβγαλε τό μάτι ἤ ἔγινε αἰτία κάποιου ἄλλου κινδύνου. Τί δηλαδή;
Δέν εἶσαι ἀπό ὅλα τά θηρία ὁ πιό ἀδύναμος; Ἀλλά τί λές; Ὅτι ὑπερέχεις
ὡς πρός τό λογικό; Μά νά, δέν ἔχεις λογικό, γι’ αὐτό ἡ ὑπερηφάνεια
εἶναι ἀπόδειξη τοῦ παραλογισμοῦ σου. Γιατί πές μου, γιά ποιό πρᾶγμα
καμαρώνεις; Γιά τή σωματική σου εὐεξία; Ἀλλά ἡ νίκη ἀνήκει στά ἄλογα
ζῶα. Αὐτό τό ἔχουν καί οἱ ληστές καί οἱ φονιάδες καί οἱ τυμβωρύχοι.
Μήπως γιά σύνεση; Ἀλλά δέν εἶναι γνώρισμα τῆς σύνεσης ἡ μεγαλοφρόνηση.
Μέ αὐτό λοιπόν πρῶτα στερεῖς τόν ἑαυτό σου ἀπό τό νά γίνεις συνετός.
Ἄς
καταστείλουμε τά φρονήματά μας, ἄς γίνουμε μετριόφρονες, ταπεινοί καί
ἐπιεικεῖς. Γιατί αὐτούς πρό πάντων τούς μακάρισε ὁ Χριστός, λέγοντας
“μακάριοι οἱ ταπεινόφρονες στό πνεῦμα” καί πάλι φώναζε λέγοντας “μάθετε
ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός στήν καρδιά”. Γι’ αὐτό ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν, δίδοντας σέ μᾶς παράδειγμα ταπεινοφροσύνης.”
“Γιατί
τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ὑπερηφάνειας, σπάει τό δεσμό τῆς ἀγάπης,
ἀποκόπτει τόν πλησίον καί κάνει τόν ὑπερήφανο νά ζεῖ ἀπομονωμένος. Καί
ὅπως ἕνας τοῖχος ὅταν φουσκώσει γκρεμίζει τήν οἰκοδομή, ἔτσι ἀκριβῶς καί
ἡ ψυχή ὅταν φουσκώσει ἀπό ὑπερηφάνεια δέν ἀνέχεται τή συναναστροφή μέ
ἄλλον, πρᾶγμα πού ἔπαθε καί ἡ Κόρινθος τότε. Καί μεταξύ τους
συγκρούστηκαν καί κομμάτιασαν τήν ἐκκλησία καί ὅρισαν στόν ἑαυτό τους
πάρα πολλούς ἄλλους δασκάλους καί ἀφοῦ χωρίσθηκαν σέ φατρίες καί ὁμάδες
κατέστρεψαν τό κύρος τῆς ἐκκλησίας. (Α΄ Κορ. α΄ 10-13). Γιατί τό κύρος
τῆς ἐκκλησίας τό διατηροῦν οἱ πιστοί ὅταν εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους
σάν ἕνα σῶμα”.
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος