Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Αλλο είναι ή υπομονή και άλλο ή ανοχή

imm002_2.jpg




- Γέροντα, χθες είπατε ότι άλλο είναι ή υπομονή και άλλο ή ανοχή. Τί εννοούσατε;
- Υπομονή δέν είναι το νά ανέχομαι τόν άλλον. Όταν λέω ότι ανέχομαι τόν άλλον, είναι σάν  νά  λέω:  Ό  άλλος  είναι  χάλια,  εγώ  είμαι  καλά,  και  τόν  ανέχομαι. 
Ή  πραγματική υπομονή είναι  νά αισθάνομαι ενοχή  γιά  τήν κατάσταση του  και  νά  τόν πονάω.
Αυτό  έχει πολλή ταπείνωση και αγάπη, και τότε δέχομαι τήν Χάρη του Θεού και βοηθιέται και ό άλλος.
Άν δω, ας υποθέσουμε, κάποιον κουτσό ή κουφό ή ναρκομανή, πρέπει νά σκεφθώ: άν ήμουν εγώ  σε  καλή  πνευματική  κατάσταση,  θά παρακαλούσα  τόν  Θεό  και  θά  τόν  έκανε  καλά, γιατί  ό  Χριστός  είπε: θά σας δώσω δύναμη νά  κάνετε μεγαλύτερα θαύματα από μένα, οπότε έρχεται ό πόνος, ή αγάπη γιά τόν άλλον.
Ενώ, άν πώ: ε, τί νά τόν κάνω, ανάπηρος είναι, ας καθήσω λίγο κοντά του θά εχω άλλωστε και τόν μισθό μου, τότε ανέχομαι τόν άλλον και δικαιολογώ τόν εαυτό μου ότι έκανα τό καθήκον μου.

Πατήρ Παϊσιος

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Όλαι αυταί αί κακίαι τών κτισμάτων συγκρινόμεναι μέ τό πλήρωμα τής Αγιότητος τής Θεοτόκου δέν εδύναντο νά λυπήσουν τόν Θεόν.

 
179962-koukouzelisa.jpg
 

" Άν τά εννέα τάγματα τών αγγέλων ήθελαν κρημνισθή από τούς ουρανούς, καί νά γένουν δαίμονες.

Άν όλοι οί άνθρωποι εγένοντο κακοί.

Άν όλα τά κτίσματα, ουρανός, φωστήρες, ιερείς, ζώα, ήθελον αποστατήσει κατά τού Θεού.

Όλαι αυταί αί κακίαι τών κτισμάτων συγκρινόμεναι μέ τό πλήρωμα τής Αγιότητος τής Θεοτόκου δέν εδύναντο νά λυπήσουν τόν Θεόν.

Διότι μόνη ή Κυρία Θεοτόκος ήτο ικανή νά τόν ευχαριστήσει κατά πάντα. Αυτή μοναχή σταθείσα αναμέσον Θεού καί ανθρώπων, τόν μέν Θεόν υιόν ανθρώπου εποίησε, τούς δέ ανθρώπους υιούς Θεού.

Χωρίς τήν μεσιτείαν αυτής κανένας, ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, δύναται νά πλησιάση είς τόν Θεόν, επειδή καί αυτή ευρίσκεται μόνον μεθόριον αναμεταξύ τής ακτίστου καί κτιστής φύσεως.

Αυτή μόνη είναι Θεός άμεσος μετά τόν Θεόν καί έχει τά δευτερεία τής Αγίας Τριάδος, ώς ούσα μήτηρ αληθώς τού Θεού.
Καί αυτή μοναχή είναι, όχι μόνον ό θησαυροφύλαξ όλου τού πλούτου τής Θεότητος, αλλά καί ό διαμοιραστής είς όλους καί αγγέλους καί ανθρώπους, όλων τών από Θεού δεδομένων είς τήν κτίσιν υπερφυσικών ελλάμψεων καί θείων καί πνευματικών χαρισμάτων.

Καί δέν είναι τινας πού νά τήν επικαλέσθη μέ πίστιν καί νά μήν τόν υπήκουσε μέ ευσπλαχνίαν.

Αυτός ό Υιός τού Θεού καί αγαπητός υιός τής Παρθένου έδωκε τή μητέρα Του διά μητέρα μας καί συνήγορον νά μάς βοηθή πρός σωτηρίαν μας."

(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ !!

Πηγή : Πρωτ. Δημήτριος Αθανασίου -Πρεσβ. Χαρούλα Τσουλιάη, "ΠΑΝΤΩΝ ΑΝΑΣΣΑ", 


πηγή

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα: Αγιογραφία με θεία παρέμβαση

 
Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση, η εικόνα της Παναγίας Ιεροσολυμίτισσας αγιογραφήθηκε τον 19ο αιώνα στους Αγίους Τόπους και είναι... αχειροποίητη. Αυτό σημαίνει πως δεν αγιογραφήθηκε από το χέρι ανθρώπου, αλλά έπειτα από θεία παρέμβαση.

Σύμφωνα με την ίδια παράδοση, εκείνη την εποχή ζούσε μια αγιογράφος μοναχή που λεγόταν Τατιανή στην οποία εμφανίστηκε σε όραμα μια γυναίκα και της είπε: «Αδελφή Τατιανή, ήρθα να με ζωγραφίσεις». Η Τατιανή απάντησε: «Ευλόγησον αδελφή, αλλά εγώ είμαι αγιογράφος και όχι ζωγράφος. Και η επισκέπτρια της είπε: «Τότε να με αγιογραφήσεις». Η μοναχή που εξεπλάγη με το θάρρος της γυναίκας αποκρίθηκε: «Δεν έχω ξύλο (σανίδι), πού να σε ζωγραφίσω;»
Τότε εκείνη της έδωσε ένα ξύλο και της είπε: «Ζωγράφισε!» Καθώς τη ζωγράφιζε, τα άμφιά της έγιναν χρυσά, το πρόσωπό της έλαμψε και την άκουσε να λέει: «Μακαρία Τατιανή, μετά τον ευαγγελιστή Λουκά θα με αγιογραφήσεις πάλι εσύ».
Η μοναχή τότε ξύπνησε και κατάλαβε πως την επισκέφθηκε στον ύπνο της η Παναγία. Οταν πήγε στην ηγουμένη και της διηγήθηκε το όραμά της εκείνη δεν την πίστεψε και της είπε να αγιογραφήσει την άλλη μέρα μια εικόνα της Παναγίας. Επιστρέφοντας στο κελί της που ευωδίαζε είδε μαζί με την ηγουμένη να βγαίνει από μέσα φως και την εικόνα του οράματος πραγματική και αχειροποίητη!

Από τότε η εικόνα της Παναγίας Ιεροσολυμίτισσας βρίσκεται στο Ιερό Προσκύνημα του Θεομητορικού Μνήματος της Γεσθημανής στα Ιεροσόλυμα και θαυματουργεί. Λέγεται μάλιστα πως και τις τρεις φορές που πλημμύρισε ο ναός η εικόνα ανέβηκε μόνη της από το μαρμάρινο θρόνο όπου είναι τοποθετημένη και στάθηκε στο σύστημα εξαερισμού χωρίς να στηρίζεται κάπου!
Η εικόνα είχε μεταφερθεί πριν από έξι χρόνια στις Μητροπόλεις Αθηνών και Θεσσαλονίκης από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων προσελκύοντας χιλιάδες προσκυνητές.

Παρασκευή 6 Αυγούστου 2010

Η Μεταμορφώση του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού στο όρος Θαβώρ

 
0806_Metamorfosis1.jpgΣτις 6 Αυγούστου εορτάζεται η ανάμνηση της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Η Μεταμόρφωση έλαβε χώρα σε όρος υψηλόν κατά τους τρεις συνοπτικούς Ευαγγελιστές (Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά) και σύμφωνα με την Ιερά Παράδοση στο όρος Θαβώρ, που στα εβραϊκά σημαίνει έλευση φωτός.
Έγινε, κατά τους περισσότερους Πατέρες, 40 ημέρες περίπου προ της Σταυρώσεως, δηλαδή κατά τον μήνα Φεβρουάριο δεδομένου ότι η Σταύρωση έγινε 14 Μαρτίου. Αλλά επειδή η ανάμνηση της εορτής θα συνέπιπτε μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή που είναι πένθιμη περίοδος, γι' αυτό μεταφέρθηκε στις 6 Αυγούστου που απέχει, από τις 14 Σεπτεμβρίου που γιορτάζεται η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και λογαριάζεται σαν μεγάλη Παρασκευή, σαράντα ημέρες.

Κατά τη διήγηση των Ευαγγελιστών (Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά), ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός σαράντα ημέρες περίπου πριν της Σταύρωσή Του, παρέλαβε τρεις από τους Μαθητές του, τον Πέτρο για τη μεγάλη πίστη και αγάπη που είχε προς τον Χριστό, τον Ιωάννη επειδή τον αγαπούσε ιδιαίτερα ο Κύριος, για την αγνότητα και την ολόψυχη προς Αυτόν αφοσίωσή του και τον Ιάκωβο επειδή αυτός έχυσε πρώτος το αίμα του για την αγάπη του Χριστού και τους ανέβασε στο όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Δεν πήρε όλους τους μαθητές μαζί Του, γιατί θα αναγκαζόταν να πάρει και τον Ιούδα, που λόγω της κακής του προαιρέσεως ήταν ανάξιος να δει τη Μεταμόρφωση.
Οι τρεις μαθητές Του, όπως ήταν κουρασμένοι από τη δύσκολη ανάβαση στο Θαβώρ και ενώ κάθισαν να ξεκουραστούν, έπεσαν σε βαθύ ύπνο. Όταν, όμως, ξύπνησαν, αντίκρισαν απροσδόκητο και εξαίσιο θέαμα. Το πρόσωπο του Κυρίου άστραφτε σαν τον ήλιο, και τα ρούχα Του ήταν λευκά σαν το φως.

Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν, ο Προφήτης Μωυσής σαν εκπρόσωπος του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης και των νεκρών και ο Προφήτης Ηλίας σαν εκπρόσωπος των προφητών και των ζωντανών (όπως είναι γνωστό ο Προφήτης Ηλίας αναλήφθηκε ζωντανός στους ουρανούς με πύρινο άρμα) συνομιλώντας μαζί Του για τις προφητείες που αναφέρονταν στο σωτήριο Πάθος Του. Αυτό έγινε για να δείξει στους μαθητές πως είναι ο Κύριος του νόμου και των προφητών, ζώντων και νεκρών.
Αφού οι μαθητές συνήλθαν κάπως από την έκπληξη, ο Πέτρος, θέλοντας να διατηρηθεί αυτή η αγία μέθη που προκαλούσε η ακτινοβολία του Κυρίου, ικετευτικά είπε να στήσουν τρεις σκηνές. Μία για τον Κύριο, μία για το Μωυσή και μία για τον Ηλία. Πριν προλάβει, όμως, να τελειώσει τη φράση του, ήλθε σύννεφο που τους σκέπασε και μέσα απ' αυτό ακούστηκε φωνή που έλεγε: "Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε". Δηλαδή, Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, που τον έστειλα για να σωθεί ο κόσμος. Αυτόν να ακούτε. Οφείλουμε, λοιπόν, και εμείς όχι μόνο να Τον ακούμε, αλλά και να Τον υπακούμε. Σε οποιοδήποτε δρόμο μας φέρει, είμαστε υποχρεωμένοι να πειθαρχούμε.
Ο σκοπός αυτού του εξαίσιου γεγονότος ήταν να κάνει ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός τους μαθητές Του να πιστέψουν ακόμα περισσότερο σε Αυτόν για να μην ολιγοπιστίσουν την ώρα που θα Τον βλέπουν, γυμνό και καταματωμένο με το ακάνθινο στεφάνι να υποφέρει και να πεθαίνει για την σωτηρία του κόσμου, να μην δειλιάσουν, αλλά να καταλάβουν πως το Πάθος Του το υπομένει επειδή το ήθελε, εκούσια και όχι από αδυναμία, αφού είναι ο Παντοδύναμος Υιός του Θεού που γεμάτος αγάπη για το άθλιο και αχάριστο πλάσμα Του κατέβηκε στη γη, για να μας ελευθερώσει από τα δεσμά της αμαρτίας.
 

                                                          Απολυτίκιο:

Μετεμορφώθης εν τω όρει, Χριστέ ο Θεός, δείξας τοις μαΘηταίς σου την δόξαν σου, καθώς ήδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το Φως σου το άίδιον, πρεσβείαις της Θεοτόκου, Φωτοδότα, δόξα σοι.

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΗΣ (Από το Γεροντικό)

eating_with_the_saints.jpg

Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρόνους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους όπου εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεου.
Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νουν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν όπου δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεου η ασκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος· δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον».

Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλή τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέση η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαι, σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν».

Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεου λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια».

Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας λη­στής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπε προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέ­ροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ.

Διότι ημείς oι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμη εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντί­δα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, οτι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον».

Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξης εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κά­μνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως όπου έσυρα δια λόγου σου; Τώ­ρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήταν μάταιος· και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθεν σου ώς σίγχαμα και βδέλυγμα.

Όμως ευχα­ριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την άναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, διά τας αμέτρους άμαρτίας μου και με παρέδωκες εις χείρας ληστού και φονέως».

Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσης και γίνεται και η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος όπου είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δος μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με».

Και ώς ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυ­μίας να πληρώση το ζητημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, όπου εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγεν εις το ποτάμι όπου ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, διά να φέρη του γέροντος να πίη.
Και εκεί όπου ήθελε να γεμίση το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως απέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και διά τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση.
Και αφού τον θυμώσω με τούτον τον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανόν εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει». Υπήγε λοιπόν ό γέρων μέ­σα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν, εθαύμασε και εξεπλάγη.
Και σηκώνοντας τα χέ­ρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φι­λάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κά­τω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο».

Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυ­τόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Διά λόγου σου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, διά να γλυτώσης εσύ και να μη σε θανατώση.

Λοι­πόν θάψε τον ως ένα σωσμένον. Διότι ή υπακοή όπου έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, διά να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον εκαταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής.
Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τούς σωσμένους. Και γνώρισε διά τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ό Θεός ένα μυστήριον.
Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι oι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού· διότι δεν είναι κανένας κόπος όπου γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμ­προσθεν αυτού». Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν.