Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Ὅ­μως ὁ Θε­ὸς δὲν ἐκ­δι­κεῖ­ται, δὲν μι­σεῖ, δὲν τι­μω­ρεῖ κα­νέ­ναν. Ὁ Θε­ὸς ἀ­γα­πά­ει μό­νο!









   π ο τ α μ ὸ ς   τ ῆ ς   φ ω τ ι ᾶ ς

π. Δημητρίου Μπόκου
          Τὸ γε­γο­νὸς τῆς τε­λι­κῆς κρί­σε­ως ἀ­ναγ­γέλ­λε­ται ἀ­πὸ πο­λὺ πα­λιά.
Αἰχ­μά­λω­τος στὴ Βα­βυ­λώ­να ὁ προ­φή­της Δα­νι­ήλ, βλέ­πει σὲ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ ὅ­ρα­μα νὰ στή­νον­ται θρό­νοι, ὅ­που κά­θη­σε ὁ «Πα­λαι­ὸς τῶν ἡ­με­ρῶν», ὁ προ­αι­ώ­νιος δηλ. Θε­ός, ντυ­μέ­νος μὲ ἔν­δυ­μα λευ­κὸ σὰν χι­ό­νι, ἐ­νῶ οἱ τρί­χες τῆς κε­φα­λῆς του ἦ­ταν σὰν κα­θα­ρὸ λευ­κὸ μαλ­λί. Ὁ θρό­νος του καὶ οἱ τρο­χοὶ τοῦ θρό­νου του ἦ­ταν πῦρ ποὺ ἐ­ξέ­πεμ­πε φλό­γες. Ἀ­πὸ τὸν θρό­νο του ἐκ­πο­ρευ­ό­ταν καὶ κυ­λοῦ­σε ἕ­νας πύ­ρι­νος πο­τα­μός. Χι­λιά­δες καὶ μυ­ριά­δες ἀγ­γέ­λων τὸν ὑ­πη­ρε­τοῦ­σαν καὶ στέ­κον­ταν γύ­ρω του. Καὶ τό­τε στή­θη­κε κρι­τή­ριο καὶ τὰ βι­βλί­α ἀ­νοί­χτη­καν (Δαν. 7, 9-10).
          Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται πλή­ρως ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριό μας, ὅ­ταν λέ­γει, ὅ­τι ὅ­λες οἱ φυ­λὲς τῆς γῆς θὰ δοῦν τὸν Υἱ­ὸ τοῦ Ἀν­θρώ­που νὰ ἔρ­χε­ται «ἐ­πὶ τῶν νε­φε­λῶν τοῦ οὐ­ρα­νοῦ με­τὰ δυ­νά­με­ως καὶ δό­ξης πολ­λῆς» καὶ νὰ κά­θε­ται «ἐ­πὶ θρό­νου δό­ξης αὐ­τοῦ», γιὰ νὰ κρί­νει «πάν­τα τὰ ἔ­θνη» (Ματθ. 24, 30· 25, 31-32). Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τὸ φέρ­νει στὴ μνή­μη μας κα­τὰ τὴν Κυ­ρια­κὴ τῆς Ἀ­πό­κρε­ω. Οἱ ὑ­πέ­ρο­χοι ὕ­μνοι της πε­ρι­γρά­φουν τὰ πρω­τό­γνω­ρα αἰ­σθή­μα­τα ποὺ θὰ μᾶς συγ­κλο­νί­ζουν, ὅ­ταν θὰ «τί­θων­ται θρό­νοι καὶ ἀ­νοί­γων­ται βί­βλοι καὶ πρά­ξεις ἐ­λέγ­χων­ται καὶ τὰ κρυ­πτὰ δη­μο­σι­εύ­ων­ται». Ὅ­ταν θὰ πη­γά­ζει «πο­τα­μὸς πύ­ρι­νος πρὸ τοῦ βή­μα­τος» τοῦ Κρι­τοῦ, ποὺ θὰ κα­τα­κλύ­σει τοὺς πάν­τες, κα­λοὺς καὶ κα­κούς, μὲ τὴν πλημ­μύ­ρα τῆς φω­τιᾶς του.
Τί εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸς ὁ πύ­ρι­νος πο­τα­μός;
          Νο­μί­ζουν με­ρι­κοὶ πὼς ὁ πύ­ρι­νος πο­τα­μὸς εἶ­ναι ἡ φω­τιὰ τῆς κό­λα­σης, μὲ τὴν ὁ­ποί­α θὰ τι­μω­ρή­σει ὁ Θε­ὸς τοὺς ἀ­σε­βεῖς. Ὅ­μως ὁ Θε­ὸς δὲν ἐκ­δι­κεῖ­ται, δὲν μι­σεῖ, δὲν τι­μω­ρεῖ κα­νέ­ναν. Ὁ Θε­ὸς ἀ­γα­πά­ει μό­νο (Α΄ Ἰ­ω. 4, 16). Καὶ ὁ πύ­ρι­νος πο­τα­μὸς εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὴ ἡ ἀ­πέ­ραν­τη ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, μὲ τὴν ὁ­ποί­α θὰ ἀγ­κα­λιά­σει ἀ­δι­α­κρί­τως τοὺς πάν­τες. Πα­ρά­δει­σος καὶ κό­λα­ση θὰ εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ θὰ ζεῖ ὁ κα­θέ­νας μας μέ­σα σ᾿ αὐ­τὸν τὸν πο­τα­μὸ τῆς ἄ­πει­ρης ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ. Θὰ  εἶ­ναι ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο προ­σω­πι­κὰ ὁ κα­θέ­νας μας θὰ δε­χτεῖ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ.
Τὸ πῶς δε­χό­μα­στε ὅ­μως τὴν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι κα­θα­ρὰ δι­κό μας θέ­μα. Ἐ­ξαρ­τᾶ­ται μό­νο ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή μας ἐ­λεύ­θε­ρη βού­λη­ση. Ἡ στά­ση μας ἀ­πέ­ναν­τι στὸν Θε­ό, τὸ ἂν θὰ εἴ­μα­στε φί­λοι ἢ ἐ­χθροί του, εἶ­ναι κά­τι ποὺ τὸ ἀ­πο­φα­σί­ζου­με ἐ­μεῖς, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ θὰ εἶ­ναι αἰ­ώ­νιο. Ὁ Θε­ός, σε­βό­με­νος ἀ­πό­λυ­τα τὴν ἐ­πι­λο­γή μας, δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἀλ­λά­ξει. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­ταρ­γή­σει τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α μας. Πα­ρά­δει­σος καὶ κό­λα­ση ἐ­ξαρ­τῶν­ται μό­νο ἀ­πὸ μᾶς. Δὲν εἶ­ναι θέ­μα τοῦ Θε­οῦ. Καὶ τὰ κά­νει αἰ­ώ­νια ἡ δι­κή μας ὁ­ρι­στι­κὴ καὶ ἀ­με­τά­κλη­τη ἐ­πι­λο­γή. Ἀλ­λι­ῶς, ἂν ἦ­ταν τι­μω­ρί­α τοῦ Θε­οῦ ἡ αἰ­ώ­νια κό­λα­ση, θὰ  φα­νέ­ρω­νε ἕ­να Θε­ὸ ἀ­προ­σμέ­τρη­τα κα­κό, ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­πι­κίν­δυ­νο ἀ­πέ­ναν­τί μας.
Ὅ­μως στὴ Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α ὁ Θε­ὸς δὲν θὰ τι­μω­ρή­σει, ἀλ­λὰ θὰ δι­α­πε­ρά­σει τὰ πάν­τα μὲ τὸ φῶς τῆς  ἀ­γά­πης του, ποὺ σὰν πο­τα­μὸς φω­τιᾶς θὰ ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸν θρό­νο του. Τὰ βι­βλί­α θὰ ἀ­νοι­χτοῦν. Τὰ πάν­τα δηλ. στὸ φῶς καὶ στὴ φω­τιὰ αὐ­τὴ θὰ γί­νουν δι­ά­φα­να. Οἱ καρ­δι­ές μας θὰ δεί­ξουν κα­θα­ρὰ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό τους. Τί θὰ κρύ­βουν μέ­σα τους; Ἀ­γά­πη ἢ μῖ­σος; Ἂν στὴν καρ­διά μας ὑ­πάρ­χει ἀ­γά­πη, ἡ ἐ­πα­φή μας μὲ τὸ θε­ϊ­κὸ πο­τά­μι τῆς ἀ­γά­πης θὰ εἶ­ναι χα­ρά, πα­ρά­δει­σος. Ἂν στὴν καρ­διά μας βα­σι­λεύ­ει τὸ μῖσος, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ θὰ μᾶς ἀγ­κα­λιά­σει τρυ­φε­ρὰ μέ­σα στὸν πύ­ρι­νο πο­τα­μό, θὰ νοι­ώ­σου­με ἀ­φό­ρη­τη δυ­στυ­χί­α καὶ κό­λα­ση.
Ἡ φω­τιὰ κά­νει λαμ­πε­ρὸ τὸ χρυ­σά­φι, ἀλ­λὰ κα­τα­καί­ει τὰ φρύ­γα­να καὶ τὰ ξύ­λα (Α΄ Κορ. 3, 12-15). Ἐ­μεῖς τί θὰ νοι­ώ­θου­με μέ­σα στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης; Θὰ ἀ­στρά­φτου­με σὰν χρυ­σά­φι, ἢ θὰ και­γό­μα­στε;        

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 367, Φεβρ. 2014)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου