Ὁ π ο τ α μ ὸ ς τ ῆ ς
φ ω τ ι ᾶ ς
π.
Δημητρίου Μπόκου
Τὸ γεγονὸς τῆς τελικῆς κρίσεως ἀναγγέλλεται
ἀπὸ πολὺ παλιά.
Αἰχμάλωτος στὴ Βαβυλώνα
ὁ προφήτης Δανιήλ, βλέπει σὲ ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα νὰ στήνονται θρόνοι,
ὅπου κάθησε ὁ «Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν», ὁ προαιώνιος δηλ. Θεός, ντυμένος
μὲ ἔνδυμα λευκὸ σὰν χιόνι, ἐνῶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ἦταν σὰν καθαρὸ
λευκὸ μαλλί. Ὁ θρόνος του καὶ οἱ τροχοὶ τοῦ θρόνου του ἦταν πῦρ ποὺ ἐξέπεμπε
φλόγες. Ἀπὸ τὸν θρόνο του ἐκπορευόταν καὶ κυλοῦσε ἕνας πύρινος ποταμός.
Χιλιάδες καὶ μυριάδες ἀγγέλων τὸν ὑπηρετοῦσαν καὶ στέκονταν γύρω
του. Καὶ τότε στήθηκε κριτήριο καὶ τὰ βιβλία ἀνοίχτηκαν (Δαν.
7, 9-10).
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται
πλήρως ἀπὸ τὸν Κύριό μας, ὅταν λέγει, ὅτι ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς θὰ δοῦν
τὸν Υἱὸ τοῦ Ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται «ἐπὶ
τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς» καὶ νὰ κάθεται «ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ», γιὰ νὰ κρίνει «πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. 24, 30· 25, 31-32).
Ἡ Ἐκκλησία τὸ φέρνει στὴ μνήμη μας κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω. Οἱ ὑπέροχοι
ὕμνοι της περιγράφουν τὰ πρωτόγνωρα αἰσθήματα ποὺ θὰ μᾶς συγκλονίζουν,
ὅταν θὰ «τίθωνται θρόνοι καὶ ἀνοίγωνται
βίβλοι καὶ πράξεις ἐλέγχωνται καὶ
τὰ κρυπτὰ δημοσιεύωνται». Ὅταν θὰ πηγάζει «ποταμὸς πύρινος πρὸ τοῦ βήματος» τοῦ Κριτοῦ, ποὺ θὰ κατακλύσει
τοὺς πάντες, καλοὺς καὶ κακούς, μὲ τὴν πλημμύρα τῆς φωτιᾶς του.
Τί εἶναι ἀκριβῶς
αὐτὸς ὁ πύρινος ποταμός;
Νομίζουν μερικοὶ πὼς ὁ πύρινος ποταμὸς
εἶναι ἡ φωτιὰ τῆς κόλασης, μὲ τὴν ὁποία θὰ τιμωρήσει ὁ Θεὸς τοὺς ἀσεβεῖς.
Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἐκδικεῖται, δὲν μισεῖ, δὲν τιμωρεῖ κανέναν. Ὁ Θεὸς ἀγαπάει
μόνο (Α΄ Ἰω. 4, 16).
Καὶ ὁ πύρινος ποταμὸς εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ,
μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀγκαλιάσει ἀδιακρίτως τοὺς πάντες. Παράδεισος καὶ
κόλαση θὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ ζεῖ ὁ καθένας μας μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ποταμὸ
τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Θὰ εἶναι
ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προσωπικὰ ὁ καθένας μας θὰ δεχτεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ.
Τὸ πῶς δεχόμαστε ὅμως
τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, εἶναι καθαρὰ δικό μας θέμα. Ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ
τὴ δική μας ἐλευθερία, ἀπὸ τὴν προσωπική μας ἐλεύθερη βούληση. Ἡ
στάση μας ἀπέναντι στὸν Θεό, τὸ ἂν θὰ εἴμαστε φίλοι ἢ ἐχθροί του, εἶναι
κάτι ποὺ τὸ ἀποφασίζουμε ἐμεῖς, γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ εἶναι αἰώνιο. Ὁ Θεός,
σεβόμενος ἀπόλυτα τὴν ἐπιλογή μας, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀλλάξει. Δὲν
μπορεῖ νὰ καταργήσει τὴν ἐλευθερία μας. Παράδεισος καὶ κόλαση ἐξαρτῶνται
μόνο ἀπὸ μᾶς. Δὲν εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ κάνει αἰώνια ἡ δική μας ὁριστικὴ
καὶ ἀμετάκλητη ἐπιλογή. Ἀλλιῶς, ἂν ἦταν τιμωρία τοῦ Θεοῦ ἡ αἰώνια
κόλαση, θὰ φανέρωνε ἕνα Θεὸ ἀπροσμέτρητα
κακό, ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνο ἀπέναντί μας.
Ὅμως στὴ Δευτέρα
Παρουσία ὁ Θεὸς δὲν θὰ τιμωρήσει, ἀλλὰ θὰ διαπεράσει τὰ πάντα μὲ τὸ
φῶς τῆς ἀγάπης του, ποὺ σὰν ποταμὸς
φωτιᾶς θὰ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν θρόνο του. Τὰ βιβλία θὰ ἀνοιχτοῦν. Τὰ
πάντα δηλ. στὸ φῶς καὶ στὴ φωτιὰ αὐτὴ θὰ γίνουν διάφανα. Οἱ καρδιές
μας θὰ δείξουν καθαρὰ τὸ περιεχόμενό τους. Τί θὰ κρύβουν μέσα τους; Ἀγάπη
ἢ μῖσος; Ἂν στὴν καρδιά μας ὑπάρχει ἀγάπη, ἡ ἐπαφή μας μὲ τὸ θεϊκὸ ποτάμι
τῆς ἀγάπης θὰ εἶναι χαρά, παράδεισος. Ἂν στὴν καρδιά μας βασιλεύει τὸ
μῖσος, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἀγκαλιάσει τρυφερὰ μέσα
στὸν πύρινο ποταμό, θὰ νοιώσουμε ἀφόρητη δυστυχία καὶ κόλαση.
Ἡ φωτιὰ κάνει λαμπερὸ
τὸ χρυσάφι, ἀλλὰ κατακαίει τὰ φρύγανα καὶ τὰ ξύλα (Α΄
Κορ. 3, 12-15).
Ἐμεῖς τί θὰ νοιώθουμε μέσα στὴ φωτιὰ τῆς θείας ἀγάπης; Θὰ ἀστράφτουμε
σὰν χρυσάφι, ἢ θὰ καιγόμαστε;
(ΛΥΧΝΙΑ
ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 367, Φεβρ. 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου