Στα τέλη του καλοκαιριού του 1904, ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (+1920) πήγε στην Αίγινα για να ιδρύσει εκεί τη Μονή της Αγίας Τριάδος, όπου σήμερα αναπαύεται το τίμιο και Θαυματουργό σκήνωμα του.
Καθώς το πλοίο που τον μετέφερε πλησίαζε στο λιμάνι του νησιού, ένας νεαρός δαιμονόπληκτος, ο Σπύρος, έπεσε στο κατώφλι του φαρμακείου της Αίγινας και άρχισε να φωνάζει.
-Έρχεται, έρχεται ο δεσπότης! Τρέξτε να τον προϋπαντήσετε! Έρχεται ο Άγιος που θα σώσει το νησί!
Προσπάθησαν να τον ησυχάσουν αλλά δεν μπόρεσαν. Πλήθος περίεργων μαζεύτηκε γύρω του. Όλοι κοίταζαν με θλίψη το σωριασμένο παλικάρι και απορούσαν με τα λεγόμενά του. Μερικοί έτρεξαν στον εφημέριο, τον παπα-Μιχάλη.
-Ο Σπύρος παπά μαντεύει για κάποιο δεσπότη. Έρχεται φωνάζει ένας δεσπότης που θα σώσει το νησί.
Ο παπα-Μιχάλης έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Πέρασε μέσα από το πλήθος και πλησίασε το Σπύρο. Εκείνος συνέχισε να φωνάζει, βγάζοντας αφρούς από το στόμα.
-Έρχεται ο δεσπότης από τη Ριζάρειο. Ο Θεός λυπήθηκε τον τόπο! Έρχεται ο Άγιος Πενταπόλεως!
Ο εφημέριος αφού παρακολούθησε για κάμποση ώρα σιωπηλός τον δύστυχο νέο, έφυγε συλλογισμένος για την αποβάθρα του λιμανιού. Εκείνη την ώρα ήρθε το καράβι από τον Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες ο παπάς ξεχώρισε τον δεσπότη. Έσκυψε με ευλάβεια και του φίλησε το χέρι.
-Καλώς ήρθατε στην Αίγινα σεβασμιότατε. Πρώτη φορά έρχεστε εδώ;
-Πρώτη, απάντησε χαμογελώντας ο Άγιος.
-Ορίστε, πάμε για το σπίτι… Μόνο…
-Θέλετε κάτι να πείτε;
-Να, εδώ πιο πέρα… Μας συγκλόνισε ένα γεγονός.
-Τι γεγονός;
-Υπάρχει ένας φτωχός νέος που σέρνεται στην αγορά, κλείνει τα μάτια και προφητεύει τα μέλλοντα. Αυτός βρίσκεται τώρα σωριασμένος και φωνάζει ότι θα έρθετε εσείς και θα σώσετε τον τόπο. Σας αποκαλεί μάλιστα άνθρωπο του Θεού… Άγιο!
-Πού βρίσκεται αυτός ο νέος;
-Από δω σεβασμιότατε…
Σε λίγο βρέθηκαν μπροστά στο φαρμακείο. Ο Σπύρος ήταν ακόμα πεσμένος εκεί. Με τα μάτια κλειστά και το στόμα αφρισμένο, έλεγε και ξανάλεγε:
-Έρχεται ο δεσπότης… Έρχεται να σώσει το τόπο… Θα φτιάξει Εκκλησία… Θα χτίσει μεγάλο Μοναστήρι…
Ο Άγιος Νεκτάριος κοντοστάθηκε. Ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και προσευχήθηκε νοερά. Ύστερα σήκωσε το ραβδί του, βούλωσε με αυτό το στόμα του παλικαριού και είπε επιτακτικά:
«Το πνεύμα του πύθωνος το πονηρόν και ακάθαρτον, σε επιτάσσω εις το Όνομα του Χριστού του Εσταυρωμένου, να εξέλθης από τον νέον τούτον!»
Την ίδια στιγμή ο Σπύρος αναστέναξε, άνοιξε τα μάτια του και σηκώθηκε όρθιος. Είχε απαλλαγεί από το δαιμόνιο! Γεμάτος ευγνωμοσύνη, έσκυψε και φίλησε το χέρι του σεπτού Ιεράρχη που τον έκανε καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου