Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Μάθε νά γίνεσαι ἀόρατος… ὥστε νά σέ βλέπει καί νά σέ εὐλογεῖ ὁ Θεός



Θα στο ξαναπώ άλλη μια φορά.
Μάθε να σιωπάς.
Μην αφήνεις να βλέπουν οι άλλοι τι κρατάς στα χέρια σου.
Δουλεύεις για τον Αόρατο.
Ας είναι και το έργο σου αόρατο.
Όταν σκορπίζει κανείς γύρω του ψίχουλα, μαζεύονται τα πουλιά που στέλνει ο διάβολος, λένε οι άγιοι.
Πρόσεξε την αυτοϊκανοποίηση.
Γι’αυτό οι άγιοι δίνουν την συμβουλή:
Να ενεργείς με διάκριση.
Βρίσκεσαι κάπου και σου προσφέρουν κάτι.
Διάλεξε το μικρότερο κομμάτι.
Αν, όμως, κάποιος ή κάποιοι βλέπουν τι θα κάνεις, τότε προτίμησε ν’ακολουθήσεις τη μέση οδό που θα προκαλούσε την πιο μικρή αίσθηση στους άλλους.
Προσπάθησε, δηλαδή, με κάθε τρόπο να μένεις αφανής.
Να περνάς όσο πιο πολύ μπορείς απαρατήρητος.
Να το έχεις αυτό σαν ένα κανόνα πάντοτε.
Μη μιλάς για τον εαυτό σου, πώς κοιμήθηκες, τι ονειρεύτηκες, τι σου συνέβη.
Μη λες τη γνώμη σου ευκαίρως ακαίρως χωρίς να ρωτηθείς.
Μην κάνεις λόγο για τις ανάγκες σου και τις υποθέσεις σου.
Όταν διαρκώς μιλάς γι’αυτά, τρέφεις απλούστατα τον ναρκισσισμό σου με την αυτοαπασχόλησή σου.»
Μάθε να γίνεσαι αόρατος… ώστε να σε βλέπει και να σε ευλογεί ο Θεός.

Απόσπασμα απ΄το βιβλίο του Τ.Κολλιάντερ “Ο δρόμος των ασκητών”

Πηγή:  
 lllazaros.blogspot.gr 

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Οι Αγιοι Ευστάθιος,Θεοπίστη,Αγάπιος και Θεόπιστος. Οικογένεια μαρτύρων!

AgioiEustathiosTheopistiTheopistosAgapios01.jpg
Στις 20 Σεπτεμβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη μιας αγίας οικογενείας. Μιας οικογενείας μαρτύρων πού την αποτελούσαν ο άγιος Ευστάθιος, η σύζυγος του αγία Θεοπίστη και τα δύο παιδιά τους, οι άγιοι Αγάπιος και Θεόπιστος.

Στα 98 μ. Χ. ο Πλακίδας, αυτό ήταν το πρώτο όνομα του αγίου Ευσταθίου, διαπρέπει σαν στρατηλάτης ενδοξότατος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν είναι μόνο η ευγενής καταγωγή και ο πλούτος, πού τον κάνουν να ξεχωρίζη, αλλά και οι εξοχές νίκες και τα ανδραγαθήματα του. Κι από κοντά ο ψυχικός του πλούτος. Συνετός, εγκρατής και σώφρων, δίκαιος και ελεήμων, αποτελεί αν και ειδωλολάτρης ακόμα μια εκλεκτή ψυχή. Σ' αυτές του τις αρετές του μοιάζουν και η σύζυγος και οι δύο γιοι του.

Ένα τέτοιο ευγενικό θήραμα ήταν αδύνατο να ξεφύγη από τα δίχτυα της αγάπης του θείου Κυνηγού. Έτσι λοιπόν κάποια μέρα πού ο Πλακίδας γύμναζε το στρατό στο κυνήγι, τράβηξε την προσοχή του κάποιο ελάφι, πού ενώ έτρεχε, στρεφόταν και τον κοίταζε στα μάτια. Όρμησε να το κυνηγήση, αλλ' εκείνο βρέθηκε μ' ένα πήδημα στο χείλος ενός μεγάλου χάσματος, αφήνοντας αντίκρυ τον έφιππο Πλακίδα. Και ξαφνικά βλέπει ο στρατηλάτης ανάμεσα στα κέρατα του ελαφιού έναν υπέρλαμπρο σταυρό με τον Εσταυρωμένο. Ακούει και μια φωνή, πού του αποκαλύπτει ότι Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, και τον καλεί να πιστέψη και να βαπτιστή.

Το ελάφι εξαφανίζεται και ο Πλακίδας επιστρέφει στο σπίτι του. Πριν προλάβη όμως να εξιστόρηση το συνταρακτικό γεγονός στη σύζυγο του, εκείνη του φανερώνει ότι ο Θεός των χριστιανών αποκαλύφθηκε και σ' αυτήν καλώντας την να πιστέψη με όλη την οικογένεια της. Την ίδια νύχτα δέχεται ή οικογένεια το άγιο βάπτισμα από τον επίσκοπο της Ρώμης.

Το άλλο πρωί ο άγιος Ευστάθιος πηγαίνει πάλι στο μέρος όπου του είχε αποκαλυφθή το όραμα του ελαφιού. Κι εκεί ακούει νέα συνταρακτική αποκάλυψη:

Θα πάθης όσα έπαθε και ο Ιώβ τον παλαιό καιρό, αλλά στο τέλος θα νικήσης τον διάβολο... Ανδρίζου, Ευστάθιε, και αγωνίζου στον δρόμο της αρετής.

Το θέλημα του Κυρίου ας γίνη, απάντησε ο Ευστάθιος.

Το ίδιο είπε και η αγία Θεοπίστη, όταν της φανέρωσε την πρόρρηση.


Mount Athos - Agiou Dionisiou Monastery 005.jpg
Δεν περνούν λίγες μέρες και ο στίβος του αγώνα για τον νεοφώτιστο στρατηλάτη ανοίγεται. Από λοιμώδη ασθένεια πεθαίνουν όλοι οι υπηρέτες και οι άνθρωποι του σπιτιού του. Αρρωσταίνουν και ψοφούν τα άλογα και τα άλλα ζώα του. Κι ενώ κάποια μέρα απουσιάζουν από το σπίτι, μπαίνουν σ' αυτό κλέφτες και τους παίρνουν ό,τι έχουν. Μένουν μόνο με τα ρούχα πού φορούν. Οι μέχρι πριν λίγο πλουσιώτατοι και ενδοξότατοι άρχοντες κατάντησαν φτωχοί και αξιολύπητοι.

Αποφασίζουν τότε να εγκαταλείψουν τη Ρώμη και να πάνε σε τόπο άγνωστο. Σαν τον πιο κατάλληλο βρίσκουν τα Ιεροσόλυμα, και ξεκινούν για κει. Κανείς τους βέβαια δεν μπορεί να φανταστή αυτά πού θα ακολουθήσουν.

Στο τέλος του θαλασσινού ταξιδιού τους ο βάρβαρος και άνομος πλοίαρχος, ζητώντας υπέρογκα ναύλα, κρατάει τη Θεοπίστη στο πλοίο του αποχωρίζοντας την έτσι από την οικογένεια της.

Με οδύνη αβάσταχτη ο πονεμένος σύζυγος συνεχίζει τον δρόμο του με τα δύο παιδιά του ως την όχθη ενός μεγάλου ποταμού. 'Εκεί αναγκάζεται ν' αφήση το μεγαλύτερο παιδί, για να πέραση πρώτα το μικρότερο απέναντι. Καθώς όμως επιστρέφει να πάρη και το άλλο, βλέπει ότι το έχει αρπάξει ένα λιοντάρι. Γυρίζει τότε και βλέπει πώς και το μικρότερο το άρπαξε ένας λύκος.

Μέσα στα δάκρυα του θυμάται ο άγιος την πρόρρηση του Κυρίου, ότι θα πέραση όσα και ο Ιώβ. Ίσως και περισσότερα, θα έλεγε κανείς. Γιατί ενώ ο Ιώβ είχε ένα κομμάτι γης για ν' αναπαύεται, έστω και πάνω στην κοπριά, αυτός περιφέρεται ξένος σε ξένη χώρα. Εκείνος είχε κοντά του τουλάχιστον τους φίλους και τη γυναίκα του, ενώ ο άγιος απέμεινε έρημος από ανθρώπους.

arsanas-caracalou.jpg
Είναι φυσικό να συγκλονίζεται η ψυχή πού χτυπιέται από τέτοια και τόσα κύματα. Μα όταν αυτή είναι γαντζωμένη γερά στην αγάπη του Χριστού, δεν λυγίζει, δεν σαλεύει από την πίστη της. Υπερισχύει η εμπιστοσύνη στην πρόνοια Εκείνου, πού αγρυπνεί διαρκώς πάνω μας. Εκείνου, πού ξέρει γιατί στέλνει τα πικρά ποτήρια, και πού γνωρίζει να δίνη και την «έκβασιν» του πειρασμού.



Με αφάνταστη υπομονή και γενναιότητα σήκωσε τον σταυρό του ο άγιος, εκτελώντας αγροτικές εργασίες επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, εκεί, στην ξένη γη της Ανατολής.

Κάποτε ο Κύριος έκρινε πώς πλησίαζε η ώρα να λαβή το στεφάνι της υπομονής του. Στέλνοντας ανθρώπους σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας ο αυτοκράτωρ Τραϊανός κατορθώνει να τον ανακάλυψη. Γιατί ο γενναίος στρατηλάτης είναι ο μόνος πού μπορεί να σώση το κράτος από τους εχθρούς πού το απειλούν. Ο αυτοκράτωρ του ξαναδίνει τα πρώτα αξιώματα και του αναθέτει την αρχιστρατηγεία.

Ο άγιος Ευστάθιος, για ν' αύξηση το στράτευμα, στρατολογεί πολλούς νέους από όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια. Ανάμεσα τους, χωρίς να το ξέρη, στρατολογήθηκαν και τα δύο παιδιά του. Είχαν και τα δύο σωθή από τα στόματα των θηρίων με την επέμβαση γεωργών και βοσκών της περιοχής.

Δεν τα γνώρισε, αλλά καθώς τα είδε ευγενικά και ευπαρουσίαστα, τα κράτησε για να τον υπηρετούν στο τραπέζι.

Η εκστρατεία άρχισε και συνεχίστηκε μέχρι την πόλη πού έμενε η αγία Θεοπίστη. Ο Θεός τη διαφύλαξε και αυτή σώα και άβλαβη από τις ανήθικες προθέσεις του πλοιάρχου, τιμωρώντας τον με ξαφνική ασθένεια.

Ο στρατηγός έστησε τυχαία τη σκηνή του στον κήπο του σπιτιού πού έμενε η αγία.

Μια μέρα τα δύο παιδιά μπήκαν στο σπίτι και έδωσαν στην οικοδέσποινα ορισμένα τρόφιμα για να τα μαγειρέψη. Μέχρι να ετοιμαστή το φαγητό έπιασαν συζήτηση για την καταγωγή τους.

Ο μεγαλύτερος διηγήθηκε στον μικρότερο για τους γονείς και τον αδελφό του, για το ταξίδι τους με το πλοίο, για το επεισόδιο στο ποτάμι με το λιοντάρι και το λύκο.

Ο μικρότερος συγκλονίστηκε.

Είσαι ο αδελφός μου, φώναξε και έπεσε στην αγκαλιά του.

Η αγία Θεοπίστη άκουγε από το μαγειρείο τη συζήτηση και συγκινημένη αναγνώρισε τα παιδιά της. Συγκρατήθηκε όμως και δεν εκδηλώθηκε αμέσως. Αργότερα πήγε στη σκηνή του στρατηγού να τα ζήτηση. Εκείνα έλειπαν. Βρήκε όμως τον άγιο να κάθεται στη σκιά ενός δένδρου. Καθώς τον παρατήρησε διέκρινε τα χαρακτηριστικά του συζύγου της. Τον πλησίασε και του διηγήθηκε την ιστορία της. Οι σύζυγοι αναγνωρίστηκαν. Η χαρά και η συγκίνηση τους δεν περιγράφεται. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και δόξασαν τον Θεό.

Τα παιδιά μας, που είναι; ρώτησε σε λίγο η αγία.

Τα παιδιά μας, τα έφαγαν τα θηρία, απάντησε με συντριβή ο άγιος και διηγήθηκε το επεισόδιο στο ποτάμι.

17.jpg
Ας δοξάσουμε πάλι τον Θεό, είπε τότε η αγία. Τα παιδιά μας ζουν και βρίσκονται κοντά μας! Άκουσα να λένε τα ίδια, όσα μου διηγείσαι εσύ τώρα.

Έκπληκτος ο στρατηλάτης καλεί τους δύο νέους και βεβαιώνεται πώς είναι τα παιδιά του.

Η χαρά όλων δεν έχει όρια. Έπειτα από δεκαεξάχρονη δοκιμασία η οικογένεια, πού χωρίστηκε με θλιβερό και φρικτό τρόπο, ξαναενώνεται. Μαζί της πανηγυρίζει και όλο το στράτευμα.

Ο Θεός αμείβει έτσι την αγία οικογένεια για την υπομονή σε τόσα δεινά πού δοκίμασε, αλλά της ετοιμάζει και ένα άλλο μεγαλύτερο στεφάνι υπομονής και καρτερίας.

Νικητής και τροπαιούχος επιστρέφει με την οικογένεια του στη Ρώμη ο ένδοξος αρχιστράτηγος. Ο αυτοκράτορας Αδριανός, πού διαδέχθηκε τον Τραϊανό, ετοιμάζεται να προσφέρη μεγάλη θυσία στα είδωλα, τόσο για τη νίκη του, όσο και για την ανεύρεση ιών προσφιλών του προσώπων. Μα ο άγιος με παρρησία δηλώνει:

- Βασιλιά, εγώ τον Χριστό λατρεύω. Αυτόν δοξάζω και Αυτόν ευχαριστώ. Γιατί σ' Αυτόν χρεωστώ τη ζωή μου και την ψυχή μου. Αυτός μου έδωσε δύναμη και νίκησα τους εχθρούς. Αυτός ευδόκησε και είδα και τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Άλλον Θεό ούτε γνωρίζω ούτε πιστεύω, παρά μόνον Αυτόν, πού δημιούργησε τον ουρανό και τη γη.

Συγκλονιστική εντύπωση έκανε η δήλωση αυτή. Το πανηγυρικό σκηνικό αλλάζει. Οι ειδωλολάτρες ιερείς και οι αξιωματικοί σκυθρώπιασαν.

Εξοργισμένος ο Αδριανός διατάζει τον άγιο να βγάλη τη στρατιωτική ζώνη και να στέκεται μπροστά του σαν κατάδικος. Παρ' όλες τις προσπάθειες του, τις υποσχέσεις και απειλές, δεν κατορθώνει να τον μεταπείση. Και ο ένδοξος στρατηλάτης, ο σωτήρας της αυτοκρατορίας, καταδικάζεται σε θάνατο μαζί με όλη την οικογένεια του.

Τους εκθέτουν σε μια πεδιάδα και εξαπολύουν ένα πεινασμένο λιοντάρι, για να τους κατασπάραξη. Αλλά αυτό, όταν τους πλησίασε, έσκυψε το κεφάλι σαν να τους προσκυνούσε και γύρισε πίσω. Κατασκευάζουν τότε ένα χάλκινο ομοίωμα βοδιού, το όποιο πυρώνουν στη φωτιά και ρίχνουν μέσα τους αγίους.

Όταν μετά τρεις μέρες το άνοιξαν, είδαν ότι οι ψυχές τους είχαν πετάξει στον ουρανό, χωρίς όμως να πειραχθή ούτε μια τρίχα της κεφαλής τους. Το θαύμα αυτό έκανε το πλήθος πού είχε συναχθή να κραυγάση:

Μέγας ο Θεός των χριστιανών! Αυτός μόνο είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος.

(«Λυχνάρια της Επταλόφου», φ. 117)

Απολυτίκιον. 'Ηχος α'. Της ερήμου πολίτης.

Αγρευθείς ουρανόθεν προς ευσέβειαν ένδοξε, τη του σοι οφθέντος δυνάμει, δι' ελάφου Ευστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, και ήστραψας εν άθλοις ιεροίς, συν τη θεία σου συμβίω και τοις υιοίς, φαιδρύνων τους βοώντας σοι' Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω δείξαντί σε εν παντί, Ιώβ παμμάκαρ δεύτερον.

(από το βιβλίο «Χαρίσματα και Χαρισματούχοι», εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού)



Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Ὁ νεαρός κομμουνιστής ἔκρυψε τό πρόσωπό του στίς δύο παλάμες μέ προφανῆ συντριβή


 http://www.diakonima.gr/wp-content/uploads/2009/12/agios-nikolaos-myron-38.jpg
«Μιά μέρα τοῦ Φεβρουαρίου 1965, ἕνα λεωφορεῖο γεμᾶτο ἀπό ἐπιβάτες ταξίδευε ἀπό τήν πόλι μας σέ μιά ἄλλη κοντινή πόλι. Δίπλα στόν ὁδηγό καθόταν ἕνας γέροντας, μεγαλόσωμος καί εὔρωστος, περίπου 75 ἐτῶν, μέ γενειάδα ἄσπρη. Φοροῦσε ἕνα παλτό βαρύ μέ γιακά γούνινο καί σκοῦφο μέ πτερύγια πού κάλυπταν τά αὐτιά του.
Τό λεωφορεῖο πήγαινε σιγά-σιγά, γιατί χιόνιζε συνεχῶς. Ὅταν ἔφθασε σέ μιά στροφή, οἱ ἁλυσίδες τίς ὁποῖες εἶχε στίς πίσω ρόδες ἔσπασαν. Ἐπακολούθησε φρενάρισμα ἀπότομο καί τό λεωφορεῖο ἔπεσε πάνω σέ ἕνα ἄλλο λεωφορεῖο, πού βρέθηκε ἐκείνη τή στιγμή ἐκεῖ. Κί ὅλα αὐτά μέσα σέ λίγα λεπτά! Ὁ ὁδηγός ἔχασε τόν ἔλεγχο τοῦ ὀχήματος καί ὅλοι φοβήθηκαν τρομερά. Τότε ὁ γέροντας, πού καθόταν δίπλα στόν ὁδηγό, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι. Ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά σου, Παναγία, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς ἔσωσες τήν ὥρα αὐτή!».
Λίγα λεπτά ἀργότερα, τό ἄλλο λεωφορεῖο ἔφυγε, ἐνῶ ὁ δικός μας ὁδηγός καί ὁ βοηθός του κατέβηκαν γιά νά τοποθετήσουν πάλι τίς ἁλυσίδες. Τότε ἕνας νεαρός ἐπιβάτης, χαμογελώντας, ἀπευθύνθηκε στό γέροντα καί τοῦ εἶπε:
—Συγγνώμη, γέροντά μου, ἀλλά δέν μπόρεσα νά συγκρατήσω τά γέλια μου, ὅταν σᾶς ἄκουσα νά ἐπικαλῆσθε σέ βοήθειά μας ἀνύπαρκτες οὐράνιες δυνάμεις, κι ὅταν σᾶς εἶδα νά κάνετε τόν σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Συνήθεια, θά μοῦ πῆτε! Δεύτερη φύσι! Ὡστόσο, βλέπω ὅτι εἶσθε ἕνας ἄνθρωπος μορφωμένος. Ἀλλά τώρα, στό ἔτος 1965, αὐτό εἶναι παράλογο.
Ὁ γέροντας, χωρίς νά ταραχθῆ καθόλου ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἄκουσε, ἀπάντησε:
—Μέ εὐχαρίστησι θά σοῦ ἀπαντήσω, νεαρέ σύντροφε, καί εἶμαι ἕτοιμος, ἐάν τό ἐπιθυμῆς, νά κάνω καί αὐτοκριτική… Ἄκουσέ με. Εἴμασθε ὅλοι ὡς ἕνα βαθμό ὑποκριτές. Ἰσχυριζόμασθε ὅλοι ὅτι εἴμασθε ἄθεοι, ἀφωσιωμένα μέλη τοῦ Κόμματος, βαθεῖς γνῶστες τοῦ μαρξισμοῦ καί πολλά ἄλλα, ἀλλά ἔρχεται μιά στιγμή, κατά τήν ὁποία ὁ αὐθεντικός ἄνθρωπος, πού κρυβόταν τόσο καιρό μέσα μας, ἀποκαλύπτεται.
Αὐτό ἀκριβῶς συνέβη καί τώρα. Ἀπό τή θέσι πού βρίσκεσαι μέσα στό λεωφορεῖο δέν μποροῦσες νά δῆς τί γινόταν πίσω σου, ἐγώ, ὅμως, πού κάθομαι σέ τέτοια θέσι πού νά τούς βλέπω ὅλους, μπόρεσα νά δῶ τουλάχιστον 8-10 ἄτομα πού ἔκαναν τό σταυρό τους τήν ὥρα κατά τήν ὁποία κινδυνεύαμε. Ὑπάρχουν μερικά πράγματα τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά τά κόψη κανείς ἀπό τή ρίζα, διότι θά ἦταν σάν νά τραβοῦσε βίαια τά σπλάγχνα του. Ἔτσι συμβαίνει νά πέφτουμε συνεχῶς στό ἑξῆς λάθος: Ἐνῶ ἐσωτερικῶς δεχόμασθε ὅτι ὑπάρχει θεία δύναμι, εὐεργετική καί παντοδύναμη, κάνουμε, ὡστόσο, πώς δέν τήν ἐννοοῦμε.
—Μέ μένα δέν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, εἶπε ὁ νεαρός.

Ὁ γέροντας μειδίασε καί συνέχισε:
—Ἐπίτρεψέ μου νά σοῦ ἀποδείξω, ἀγαπητέ μου, ὅτι πλανᾶσαι. Εἶπες πρό ὁλίγου ὅτι κάθε θρησκευτική ἐκδήλωσι εἶναι ἕνας παραλογισμός στό ἔτος 1965. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού σέ ἔκανε νά πῆς ὅτι πέρασαν 1965 χρόνια ἀπό τότε πού ὁ Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου;
Ὁ νέος, μέ προφανῆ ἀμηχανία, ἀπήντησε ὅτι:

—Αὐτό ὀφείλεται στήν ἐνθύμησι ἑνός κακοῦ παρελθόντος, πού τώρα ἔχει ξεπερασθῆ καί πού πρέπει ὁριστικά νά τό σβήσουμε. Ἀλλά ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μιλᾶτε βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι θέλετε νά μᾶς πῆτε νά πιστέψουμε στά θαύματα.
Καί ὁ γέροντας, ἀφοῦ σιώπησε λιγάκι, τοῦ εἶπε:
—Ναί, φίλε μου, ὑπάρχουν τά θαύματα τοῦ Θεοῦ, στά ὁποῖα καί ἐσύ ὁ ἴδιος θά εἶσαι ὑποχρεωμένος νά πιστέψης, καθώς καί ὅλοι πού βρίσκονται ἐδῶ μέσα. Ἀλλά ὅταν θά δῆτε τό θαῦμα, θά εἶσθε ὑποχρεωμένοι νά σιωπήσετε, διότι ἄν μιλήσετε κινδυνεύετε νά κλεισθῆτε σέ ψυχιατρικό ἄσυλο.

Τό λεωφορεῖο ἔφθασε στόν κύριο δρόμο τῆς διαδρομῆς. Ἔπαψε νά χιονίζη καί ὁ ὁδηγός μπόρεσε νά ἀναπτύξη ταχύτητα. Τή στιγμή αὐτή οἱ ἐπιβάτες πού κύτταζαν τό γέροντα καί τόν ἄκουγαν δέν τόν ἔβλεπαν πιά. Ἡ θέσι του ἦταν κενή… Δυό-τρεῖς ἐπιβάτες, πού κάθονταν κοντά στό νεαρό κομμουνιστή, ἐκαναν τό σταυρό τους λέγοντας:
— Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ.
Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, γύρισε πρός τούς ἐπιβάτες τῶν πίσω καθισμάτων καί φώναξε:
—Καταλαβαίνετε τώρα ποιός μᾶς ἔσωσε ἀπό τή σύγκρουσι; Μᾶς ἔσωσε ὁ γέροντας μέ τήν ἄσπρη γενειάδα, ὁ προστάτης τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, ὁ ἅγιος Νικόλαος!

—Δέν ξέρω τί θά κάνουμε, πρόσθεσε ἕνας ἄλλος, ἀλλά ἐγώ ὅπου κι ἄν πάω, θά διηγοῦμαι τό θαῦμα αὐτό τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Μπορεῖ νά μέ κλείσουν σέ ψυχιατρικό ἄσυλο, θά ἔχω, ὅμως, μάρτυρες ὅλους ἐσᾶς καί προπαντός ἐσένα φίλε.
Ὁ νεαρός κομμουνιστής ἔκρυψε τό πρόσωπό του στίς δύο παλάμες μέ προφανῆ συντριβή»».

Αρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ Ο Ήχος των Θεϊκών Βημάτων εκδ. Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Αθήνα 2011


πηγή

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Να με φωνάζετε συνεχώς. Και γω ακούω και έρχομαι.






Και η Υπεραγία Θεοτόκος, η γλυκυτάτη Παναγία μας, που συμπονάει με τους πόνους μας και τα βάσανά μας, της απάντησε:

- Αυτά θα σου τα δώσω. Και, γι’ αυτό ήλθα, επειδή με φωνάζεις κάθε μέρα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Γιατί θέλω να με φωνάζετε! Να με φωνάζετε συνεχώς. Και γω ακούω και έρχομαι. Θέλω να με φωνάζεις, της είπε.

...
προσωπική μαρτυρία, της αείμνηστης γερόντισσας Μακρίνας, μοναχής, από την Πορταριά του Βόλου

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Αυτός είναι ο ιεράρχης Νικόλαος ο προστάτης όσων ταξιδεύουν στη θάλασσα...

agios nikolaos.jpg


Άκουσα αυτήν την ιστορία από τον ιερομόναχο Θεοφύλακτο ένα μοναχό από το μοναστήρι των Σπηλαίων Pskov κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Του την διηγήθηκε ένας πιστός υψηλόβαθμος στρατιωτικός αξιωματούχος του ναυτικού και ήταν η αφορμή για να επιστρέψει στην πίστη. Στη νεότητά του ήταν καπετάνιος μιας τορπιλάκατου στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Μια μέρα το καράβι βγήκε εκτός πορείας. Οι μετεωρολογικές προβλέψεις ήταν καλές και τίποτα δεν ανέφερε κάτι ανησυχητικό. Την ίδια στιγμή στον ορίζοντα πρόβαλε αρχικά το πρώτο μαύρο σύννεφο το οποίο άρχισε να εξαπλώνεται γρήγορα.Ένας άνεμος άρχισε να φυσσάει που προοδευτικά δυνάμωνε. Ξέσπασε μια καταιγίδα.
Τεράστια κύμματα άρχισαν να χτυπούν το καράβι. Άρχισε να παίρνει κλίση από τα αριστερά προς τα δεξιά. Το νερό εισέβαλε στη μηχανή. Το πλοίο θα έμενε χωρίς μηχανή.Θα ήταν ακυβέρνητο. Αυτό θα ήταν μοιραίο για όλους.
Ο καπετάνιος δεν ήταν δειλός αλλά ο φόβος του θανάτου άρχισε να τον κυριεύει.Αλλά δεν ήταν μόνος είχε την ευθύνη όλου του πληρώματος.Τι να κάνει ; Αστραπιαία περνάνε από το νου του τα λόγια της μητέρας του που του είχε πει εδώ και καιρό.: « Να προσεύχεσθε στο Θεό. Αυτός σώζει τους ανθρώπους όπου κι αν βρίσκονται» αλλά και τα λόγια του παππού του ενός γερόλυκου της θάλασσας:
" Αυτός που δεν βρέθηκε στη θάλασσα δεν προσευχήθηκε ποτέ στον Θεό. " Ο καπετάνιος είχε να πατήσει στην εκκλησία από την παιδική του ηλικία. Εντάχθηκε στην komsomol και έπειτα έκανε τη θητεία του. Δεν ήξερε ούτε καν να προσευχηθεί. Αλλά μέσα του από τα βάθη της ψυχής του κραύγαζε με όλο του το είναι : «Κύριε σώσε με! Κύριε σώσε με! "
 
Ξαφνικά έγινε ένα θαύμα. Βλέπει ένα γέρο να περπατάει από τη δεξιά πλευρά του πλοίου πάνω στα κύμματα. Έφερε αμφίεση ιερέα.

Ο καπετάνιος είχε το χρόνο να παρατηρήσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ένα μικρό γενάκι και ένα σπινθηροβόλο βλέμμα. Ο γέρος ευλόγησε το καράβι και με τα δυο του χέρια και αμέσως ο άνεμος κόπασε. Η θάλασσα κάλμαρε. Η καταιγίδα σταμάτησε. Ο καπετάνιος κράταγε την αναπνοή του.
Υποσχέθηκε κατά την επιστροφή του να περάσει χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση από μια εκκλησία και ν΄ανάψει ένα κερί ως δείγμα ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία τη δικιά του και του πληρώματος. Αλλά στην Άπω Ανατολή εκείνη την εποχή όλες οι εκκλησίες είχαν καταστραφεί.
Σύντομα όμως του δόθηκε η ευκαιρία . Η υπηρεσία του τον μετέθεσε στο τότε Leningrad . Ενώ ήταν σ΄ένα τραμ παρατηρεί μια πεντάτρουλη εκκλησία. Κατεβαίνει στην επόμενη στάση και κατευθύνεται προς αυτή. Αυτή ήταν ο καθεδρικός του Αγίου Νικολάου. Εισχωρεί στο μισοσκόταδο του ναού παίρνει ένα κερί και κοιτάει γύρω του να δει που θ΄ανάψει το κερί. Βλέπει την εικόνα ενός ηλικιωμένου επισκόπου και αποφασίζει, «θα βάλω το κερί μπροστά από αυτόν τον παππού. " Ο καπετάνιος πλησιάζει, κοιτάζει την εικόνα εξεταστικά. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αντιστοιχούν επακριβώς με εκείνου του ηλικιωμένου που κόπασε την καταιγίδα στον Ειρηνικό Ωκεανό.
"Τίνος εικόνα είναι αυτή; " ρωτάει μια γυναίκα που διακονούσε το ναό. " Τι θέλετε να πείτε τίνος εικόνα ; Αυτός είναι ο ιεράρχης Νικόλαος ο προστάτης όσων ταξιδεύουν στη θάλασσα, "απαντάει αυτή.
Αυτό το περιστατικό περιγράφεται από τον π. Θεοφύλακτο στη συλλογή του « This Happened in Our Time »(Pravoslavie 22/05/14)

πηγή
 eikonografies.gr