Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Το θαύμα της πίστεως: Ναοί που δεν γκρεμίζονται!


Στο κεντρικότερο σημείο της Σόφιας, χαμηλά χω­μένη μέσα στο έδαφος υπήρχε μία όμορφη και αρχαία Εκκλησούλα, της Αγίας Πέτκας, δηλαδή της Αγίας Παρα­σκευής. (Στα βουλγαρικά η έκτη ημέρα της εβδομάδος ονομάζεται Πέτκα).

Όχι της γνωστής Παρθενομάρτυρος, αλλά μιας συνώνυμης Οσίας, που τιμάται ιδιαίτερα εκεί, και που τα λείψανα της σήμερα βρίσκονται στην Ρουμα­νία.
Με αυτόν τον Ναό συνδέονται εντυπωσιακά και τρο­μερά γεγονότα, που έκαναν «ισχυρούς» της γης να υπο­τάξουν την βούληση τους σε κάποια άλλη ακαταμάχητη βούληση και δύναμη.

Γύρω στο 1963 απεφάσισαν οι αρμόδιοι να διαπλατύνουν τον κεντρικό δρόμο. Αυτό σήμαινε ότι το Χριστια­νικό μνημείο έπρεπε να κατεδαφισθεί. Θα απαλλάσσονταν έτσι και από ένα ανεπιθύμητο κτίσμα. Το συνεργείο κατεδαφίσεως ετοιμάσθηκε. Τον πρώτο ρόλο θα τον έπαιζε μία μπουλντόζα. Σε λίγα λεπτά της ώρας θα τον σώριαζε σε ερείπια. Έτσι υπολόγιζαν τα πράγματα. Τους ήρθαν ό­μως ανάποδα. Τραγουδήθηκε άλλο τραγούδι κι' όχι αυτό που επιθυμούσαν.

Ενώ έβαζαν εμπρός την μπουλντόζα και την κατεύ­θυναν προς τον Ναό, πάθαινε συνεχώς βλάβες. Την έφτια­χναν, αλλά και πάλι έσπαγε. Αδύνατο να πλησιάσουν στην Εκκλησία. Και σαν να μην έφθανε αυτό, μόλις γυρίζει στο σπίτι του ο εργάτης που με μανία επιζητούσε το γκρέμισμα, βρίσκει νεκρό ένα από τα μέλη της οικογε­νείας του!

Εν τω μεταξύ ο υπεύθυνος αυτής της επιχειρήσεως πληροφορήθηκε ότι οι εργάτες δεν κατόρθωσαν τίποτε. Έμαθε και τις λεπτομέρειες. Του φάνηκαν όλα ανόητα, και αγριεμένος είπε: «Δεν αξίζετε τίποτε. Μόνο για παρα­μύθια είσαστε. Αύριο θα πάω να τον γκρεμίσω ο ίδιος»!

Αλλά ο δυστυχής έμεινε μόνο με τα μεγάλα λό­για. Μόλις ανέβηκε μανιώδης επάνω στο μηχάνημα και βάδισε προς την Εκκλησία, και αυτό έσπασε, αλλά — το πιο συνταρακτικό — βρήκε και ο ίδιος ξαφνικά τον θά­νατο! Καταλαβαίνετε τι θλίψη, αλλά και τι τρόμος επα­κολούθησε. Δεν απέμεινε τίποτε άλλο, παρά να ανακα­λέσουν την διαταγή της κατεδαφίσεως.

Και για να ομορφύνει ο χώρος έφτιαξαν κάτι σαν υπό­γεια καταστήματα και μία πλατεία γύρω από τον Ναό.

Η Αγία Πέτκα ή μάλλον Εκείνος που λάτρευε η Αγία, έγινε γνωστό σ' όλη την Σόφια, ότι έχει ανυπο­λόγιστη δύναμη που αν κάποτε αρχίζει να την δείχνει, κα­ταλαμβάνονται όλοι από πανικό.

Τέτοιου είδους υπερφυσικά γεγονότα -όπως αναφέρει ο Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Γούβαρης- υπάρχουν πολυ­άριθμα. Και άλλοι Ναοί, που είχαν κάποια ιδιαίτερη ση­μασία και ιστορία μέσα στον Χριστιανισμό, μόλις αντι­μετώπισαν κατεδάφιση, την εξουδετέρωσαν με τρόπο που προκάλεσε θάμβος. Αυτό συνέβη και σε Ναούς που δεν έτυχε να έχουν κάποια ξεχωριστή αξία, πλην όμως με την απόκρουση του εχθρού επρόκειτο να τονώσουν την πίστη πολλών ανθρώπων.

Ο νεκροταφειακός Ναός του Αγίου Γεωργίου στα Φραγκουλέϊκα (μικρό χωριό της Αιτωλίας, μετά την Κλει­σούρα και πριν από το Αγρίνιο) ανάγκασε, γύρω στο 1968, την εθνική οδό Αντίρριου - Άρτας - Ιωαννίνων σε άσχημη παράκαμψη. Έλαβαν χώρα τα ίδια υπερφυσικά γεγονότα. Μάλιστα, το μηχάνημα που χάλασε καθώς βάλ­θηκε να γκρεμίσει τον Ναό, το άφησαν χαλασμένο εκεί, και, αφού τελείωσε όλο το έργο, τότε τόλμησαν να πλη­σιάσουν και να το φτιάξουν.

Δύο άλλοι Ναοί στην περιοχή Σκαραμαγκά - Ελευ­σίνας ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Ο ένας από αυτούς, Κοίμησις της Θεοτόκου, στην άκρη των Ναυπηγείων του εφοπλιστού Νιάρχου, όταν πήγαν να τον γκρεμίσουν για να συνεχίσουν το υψηλό τείχος, τους έσπαγε κάτι πελώρια μηχανήματα κατεδαφίσεως. Απεφάσισαν τελικά να κάνουν μικρή καμπύλη και να τον αφήσουν απείραχτο «έξω των τειχών». Μπορούσαν να τον περικλείσουν και μέσα, γιατί ο χώρος το επέτρεπε, αλλά ο φόβος που πή­ραν τους έκανε να τραβηχτούν αυτοί προς τα μέσα!

Ο άλλος κοντά στην λίμνη Κουμουνδούρου, στο όνομα της Μεταμορφώσεως. Εκεί γύρω στο 1963 έφτια­χναν δρόμο ασφαλτοστρωμένο προς τα Άνω Λιόσια. Έτσι στον επίσημο και παραθαλάσσιο δρόμο που από την Αθή­να προχωρούσε προς την Ελευσίνα, θα άνοιγε ένα παρακλάδι προς τα δεξιά για την κατεύθυνση που αναφέραμε. Όπως είχε χαραχθεί το σχέδιο, τους δυσκόλευε το ξωκκλήσι, και δόθηκε εντολή να το κατεδαφίσουν. (Ποιος ξέρει τι θεό λάτρευε αυτός που έδινε τέτοιες διαταγές); Κι' εδώ τα ίδια αξιοθαύμαστα συντελέσθηκαν. Το υνί του εκσκαφέα έσπασε δύο φορές, οπότε κατάλαβαν ότι έπρεπε να υποκύψουν σε ανώτερη θέληση. Έτσι η στρο­φή έγινε λίγο πιο πέρα, και το Εκκλησάκι με τον ωραίο του τρούλο συνεχίζει να στέλνει την ευλογία του και τον χαιρετισμό του σ' όλους τους περαστικούς στον πλαϊνό του πολυσύχναστο δρόμο.

Και στην περιοχή των Αθηνών συναντώνται παρό­μοιες ιστορίες.

Ένα βυζαντινό Ναΰδριο που υπάρχει σε χαμηλό επίπεδο πλάι στον Κηφισό ποταμό, ο Άγιος Νικόλαος ο «χωστός», παλαιά κατακόμβη, στην είσοδο του Πρα­κτορείου Λεωφορείων Πελοποννήσου, πολύ όμορφο και αρχαίο, ταπείνωσε τα επηρμένα φρύδια μερικών ασεβών. Έσπασε μία πρώτη μικρή μπουλντόζα και στην συνέχεια μία μεγαλύτερη. Τρομοκρατήθηκαν και το άφησαν στην θέση του.

Στον Άγιο Ιωάννη του Ν. Κόσμου, τον μεγαλοπρεπή αυτόν Ναό, πίσω από το ιερό και σύρριζα στην λεωφόρο Βουλιαγμένης υπάρχει ο παλαιός μικρός Αη-Γιάννης. Όταν οικοδομήθηκε ο μεγάλος, είπαν, σαν περιττό να τον γκρεμίσουν. Αλλά και εδώ τα ίδια. Έσπαζαν οι μπουλντόζες. Και έτσι τον άφησαν. Πρέπει να σημειώ­σουμε ότι στην Εκκλησούλα αυτή λειτουργούσε ο πιο άγιος ιερέας της Παλιάς Αθήνας, ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς.

Θαυμαστές όλες αυτές οι περιπτώσεις και τονωτικές για την πίστη, αλλά και συμβολικές συγχρόνως — δεί­χνουν την ακατάλυτη δύναμη της Εκκλησίας του Χριστού.


 πηγή


Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς...απαίτηση!

7328_1063092797498_1831341672_125555_2565342_n.jpg
Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σάς σώσει. Αντί να στέκεσθε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον.
Έρχεται από δώ το κακό; Δοθείτε μά τρόπο απαλό από εκεί. Δηλαδή έρχεται να σάς προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξέρει εκείνος πως να σάς ελεήσει, με τι τρόπο.
Κι όταν γεμίζετε απ' το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί. Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!

Σάς πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σάς απαλλάξει ο Ίδιος.

Να μη διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για τη διόρθωσή σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα.

Δημιουργούν αντίδραση. Έχω κι εγώ μία μικρή πείρα σ' αυτά. Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε και να σφίγγεσθε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας.

Άγιος Πορφύριος
 

Ζωντανές παρουσίες από περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων…Άγιος Εφραίμ της Νέας Μάκρης

 


7026c4b34d2ff5c4c545464f8361fe47_L
Τό αρχαίο ιστορικό Μοναστήρι τού Αγίου Εφραίμ τής Νέας Μάκρης, πού είναι καί ο τόπος μαρτυρίου του…
Πεντακόσια περίπου χρόνια έχουν περάσει, από τό 1426 , όταν στίς 5 Μαϊου Αγαρηνοί πειρατές, εισβάλλοντας στό μοναστήρι τών Αμώμων, στόν λόφο τής Νέας Μάκρης, παλούκωσαν μέ αναμμένο δαυλό στήν κοιλιά τόν Άγιο Εφραίμ, ηγούμενο τότε σ΄ αυτό τό μοναστήρι…
Έκτοτε παρέμενε άγνωστος, μέχρι τό 1964 , όταν γιά λόγους πού μόνο ό Θεός γνωρίζει, κάνει στόν χώρο τής αρχαίας Μονής καί πάλι ζωντανή τήν παρουσία του…Στό ερειπωμένο αυτό μοναστήρι, ζεί τώρα μιά ευσεβής καλόγρια.
Είναι ή Μακαρία Δεσύπρη, αυτή ή φωτεινή ψυχή πού μέ τήν ταπεινή παρουσία της σημάδεψε τήν ζωή τού Μοναστηριού στά χρόνια πού ακολούθησαν…
Διηγείται ή ίδια…
–” Καθισμένη πάνω στά ερείπια τού παλιού Μοναστηριού, όπου ή θεία Πρόνοια οδήγησε τά βήματά μου, έφερνα τόν στοχασμό μου σέ χρόνια περασμένα, σέ παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τά κόκκαλα τών Αγίων μαρτύρων…Καί καθώς καταγινόμουν στό καθάρισμα τών χαλασμάτων, αναλογιζόμουνα ότι βρισκόμουνα σέ τόπο ιερό καί έλεγα,
–Θεέ μου, αξίωσέ με τήν ανάξια, νά ιδώ κι΄ εγώ έναν από τούς παλιούς πατέρες πού εδώ έζησαν…
Καί ενώ περνούσε ό καιρός έχοντας πάντα εσωτερικά τήν ίδια επιθυμία, ένοιωθα μιά φωνή μέσα μου νά μού λέει,
–” Σκάψε, καί εκείνο πού ζητάς θά τό βρείς !
Καί μ΄ έναν τρόπο θαυμαστό, ή μυστική αυτή φωνή, μού υπέδειξε τό κομμάτι γής στήν αυλή τού μοναστηριού, πού έπρεπε νά ψάξω.
Ό καιρός περνούσε, καί ή φωνή αυτή, κάθε φορά πιό δυνατή μέ προέτρεπε ν΄ αρχίσω…
Έδειξα τό σημείο στόν εργάτη πού φώναξα γιά μιά άλλη επισκευή, στό παλιό Ηγουμενείο, καί τού είπα νά σκάψει. Αυτός, απρόθυμος άρχισε αλλού τό σκάψιμο. Καί αφού είδα ότι δέν μέ άκουγε νά πάει εκεί πού τού έδειχνα, τόν άφησα νά κάνει τό θέλημά του χτυπώντας τούς άγονους βράχους. Τελικά, κατάλαβε τό λάθος του καί γύρισε στό σημείο…
“…καί φθάνοντας, έπειτα από ώρες, στό 1,70 βάθος, έφερε ό κασμάς στήν επιφάνεια τήν κεφαλή τού ανθρώπου τού Θεού. Τήν ίδια στιγμή, γέμισε άρωμα ή ατμόσφαιρα!
Ό εργάτης χλώμιασε, δέθηκε ή γλώσα του, καί κόπηκε ή μιλιά του
–Άφησέ με μόνη, τόν παρακάλεσα…
Γονάτισα μέ ευλάβεια καί ασπάσθηκα τό σκήνωμα τού Αγίου συλλογιζόμενη τήν έκταση οδύνης καί πόνου τού τότε μαρτυρίου του…”
Καί αλλού, ή μοναχή Μακαρία Δεσύπρη, εξιστορεί πώς είδε ολοζώντανο τόν Άγιο…
–” Ήταν βράδυ, καί διάβαζα μόνη μου τόν Εσπερινό στό ερειπωμένο μοναστήρι, όταν ξαφνικά άκουσα βήματα…Ξεκινούσαν από τό βάθος τού τάφου προχώρησαν στήν αυλή κι΄ έφθασαν στήν πόρτα τής Εκκλησίας. Τά βήματα ακούγονταν δυνατά καί σταθερά καθώς πλησίαζαν. Γιά πρώτη φορά στήν ζωή μου μέσα σ΄ εκείνη τήν ερημιά φοβήθηκα…Δέν γύρισα ούτε πού νά κοιτάξω ώσπου άκουσα τήν φωνή του νά λέει,
–” Ώς πότε θά μ΄ έχεις εκεί πέρα; Κι΄ αυτός ( ό εργάτης ), πώς πέταξε τό κεφάλι μου έτσι;
Γύρισα τότε τρομαγμένη καί τ ό ν ε ί δ α !
Ήταν ψηλός, μέ μάτια μικρά στρογγυλά πού τρεμόπαιζαν στίς κόγχες τους. Έβλεπα τίς ρυτίδες του, καί τά γένια του πού έφθαναν μέχρι τόν λαιμό του. Τό μαύρο ράσο του μαύρο μέ πτυχώσεις, καί στό αριστερό του χέρι κρατούσε ένα φώς υπέρλαμπρο ενώ μέ τό δεξί ευλογούσε !…
Ήταν ένα πλάσμα, 1.500 ετών, καί βρισκόταν μέ τήν δύναμι τού Χριστού ολοζώντανο, ακριβώς δίπλα μου!!
–Συγχώρεσέ με, τού είπα, καί αύριο μόλις ξημερώσει ό Θεός τήν ημέρα του, θά σέ φροντίσω…
Καί αμέσως έγινε ά φ α ν τ ο ς !
Συνέχισα ειρηνικά τόν Εσπερινό μου, καί τό πρωϊ καθάρισα τά άγια λείψανα, τά έπλυνα, καί άναψα ένα μικρό καντηλάκι.
Τό ίδιο βράδυ είδα τόν Άγιο στόν ύπνο μου. Στεκόταν όρθιος καί κατάφωτος μέσα στήν Εκκλησία. Κρατούσε τήν εικόνα του στά χέρια του καί μέ κοίταζε…
Άκουσα τήν φωνή του πεντακάθαρα…
–” Σ΄ ε υ χ α ρ ι σ τ ώ π ο λ ύ, μού είπε. Ο ν ο μ ά ζ ο μ α ι Ε φ ρ α ί μ …”
Πέρασε αρκετός καιρός απ΄ αυτό τό περιστατικό καί πάντα μέσα μου είχα μιά απορία…
Ώσπου μιά μέρα, μετά τό τέλος τού Εσπερινού, καθώς μέ τό χέρι μου έκλεινα τήν πόρτα τής Εκκλησίας, ακούω τρία χτυπήματα, σάν από κεχριμπαρένιο κομπολόϊ. Κατάλαβα ότι ήταν ό Άγιος, μπήκα στό ιερό πού βρίσκονταν τά άγια λείψανά του, άναψα ένα κερί καί ευλαβικά τά προσκύνησα.
Αλλά τί νά ειπώ καί τί νά λαλήσω, όταν τήν ίδια ακριβώς στιγμή σάν χείμαρος πλημμύρησε όλος ό τόπος από τήν Παραδεισένια εκείνη ευωδία πού τά άγια λείψανα έβγαζαν…”.
Έτσι περιγράφει ή αείμνηστος ηγουμένη Μακαρία Δεσύπρη τήν εμφάνιση τού αγίου σάν μία σφραγίδα – πρόλογο σέ κάθε ένα από τά βιβλία γιά τόν Άγιο Εφραίμ,πού μέχρι σήμερα τό μοναστήρι έχει κυκλοφορήσει, μέ τόν γενικό τίτλο ” ΟΠΤΑΣΙΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ τού Αγίου Μεγαλομάρτυρος Εφραίμ τού θαυματουργού ” – Αθήναι – 1998.
agios

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΤΟΥ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥ(Αγ. Χριστόφορος)

jpg_000013104.jpg

 
 Ο εκατόνταρχος κι οι άντρες του λόχου του σταμάτησαν μπροστά σ'; ένα λιπόσαρκο και ηλικιωμένο χωρικό με άσπρα γένια και μαλλιά, που έβοσκε τις γιδούλες του στην πλαγιά του λόφου:
-Πες μας, γέροντα, μήπως αντάμωσες σήμερα εκείνον τον άγριο το Ρέπροβο;
-Όχι, κύριε εκατόνταρχε. Έχω πολλές μέρες να τον απαντήσω.
-Τρεις μέρες τώρα τον αναζητούμε μέσα στο δάσος και πουθενά δεν μπορέσαμε να τον συναντήσουμε, θαρρείς κι άνοιξε η γης και τον κατάπιε ...
-Χμ! έκανε ο άλλος και κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του. Δύσκολα θα τον βρείτε μέσα σε τούτα τα δασιά ρουμάνια. Και μάλιστα σαν εκείνος δεν το θελήσει ... Όμως, με παραξενεύει, που τον καταζητείτε τόσο επίμονα ... Σαν τι κακό έχει κάνει;
-Γιατί σου κάνει έκπληξη, που καταζητούμε αυτόν το βάρβαρο και ασχημομούρη;
-Μπορεί ο Ρέπροβος να είναι πράγματι άσκημος και να προέρχεται από μια άγρια και βάρβαρη φυλή, μα είναι άνθρωπος φιλήσυχος κι άκακος σαν τ' αρνί. Και να το ξέρετε, τότε μονάχα γίνεται επικίνδυνος, όταν κανείς επιχειρήσει να τον προσβάλει ή τον προκαλέσει βίαια ...; Έ τότε, εκατόνταρχέ μου, ένας ολόκληρος λόγος δεν καταφέρνει να τον κάνει καλά. Γι'; αυτό θα σας ορμήνευα να είστε καλοί κι ευγενικοί μαζί του. Μα, πείτε μου, σας παρακαλώ, τι έκανε και τον κατατρέχετε;
-Ασέβησε στους θεούς μας!
-Τι λογής ασέβεια έπραξε;
-Όταν μια μέρα άνθρωπος του αυτοκράτορα της Ρώμης τιμωρούσε κάποιος χριστιανούς, εκείνος πήρε το μέρος τους και μίλησε με άσχημα λόγια για τους δώδεκα θεούς μας! Γι'; αυτή του την ασέβεια εντολές έχουμε να τον οδηγήσουμε μπροστά στον αυτοκράτορα να δώσει λόγο.
-Δεν ξεύρω τι μου λέει η αφεντιά σου, παλικάρι μου, μα ο άνθρωπος αυτός δεν έχει πειράξει μήτε μυρμηγκάκι. Απεναντίας μάλιστα, κάνει πάντα το καλό. Το σπίτι του είναι κοντά στο ποτάμι και καθημερινά βοηθάει τους αδύναμους να το διαβούν πέρα. Πιότερο μάλιστα βοηθάει τους περαστικούς κατά τους μήνες του χειμώνα, που το ρέμα με τις κατεβασιές του γίνεται πιότερο επικίνδυνο ...; Και τους βοηθάει δίχως να τους γυρεύει καμιά πληρωμή! Γι'; αυτό όλοι στην περιοχή τον σέβουνται και τον αγαπούν.
-Έχουμε χρέος να τον οδηγήσουμε στον άρχοντα του τόπου ζωντανό ή νεκρό. Μα τον προτιμάει ζωντανό, γιατί έχει μάθει για τη θηριώδη δύναμή του και σκοπεύει να τον στείλει στη Ρώμη, στον αυτοκράτορα, για ν'; αγωνιστεί με τους μονομάχους στην αρένα ...;
-Ζωντανό ή νεκρό είπες, κύριε εκατόνταρχε. Δε γνωρίζω ποιο από τα δύο είναι ευκολότερο για σας, μα θα σας συμβούλευα να μην τον εξοργίσετε, γιατί θα κιντυνέψετε όλοι σας!... Πάρτε τον με το καλό ...
-Με το καλό είπες; Σαν πολύ του πέφτει το σκυλομούρη να τον παρακαλέσουμε κιόλας!
-Άλλωστε μήτε κι αυτός έχει διάθεση να σας κάνει κακό ...
-Και πόθε συμπεραίνεις πως δε θέλει το κακό μας;
-Τρεις μέρες τώρα που εσείς γυροφέρνετε μέσα στο δάσος, ελόγου του σας παρακολουθεί διακριτικά και βρίσκεται κάθε στιγμή κοντά σας! Επομένως, αν ήθελε να σας βλάψει, θα το είχε κάνει κιόλας.
-Ασφαλώς θ'; αστειεύεσαι γέροντα ... Τι κακό μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος σ'; εκατό πάνοπλους στρατιώτες
-Χμ! Λαθεμένη είναι η γνώμη σου, παλικάρι μου, γιατί δεν τον έχεις ποτέ δει με τα μάτια σου ...
-Πες μας εσύ γι' αυτόν, αφού τον ξέρεις καλά.
-Κατάγεται από μια φυλή βάρβαρων ανθρωποφάγων, όπως σας το ξανάπα, μα εκείνος δεν πειράζει άνθρωπο. Είναι γιγάντιος και πολύ δυνατός, δηλαδή θηριώδης, μα ακίνδυνος. Φαίνεται πολύ άγριος, μα έχει καρδιά μικρού παιδιού. Είναι πολύ άσχημος, όπως έχετε πληροφορηθεί, μα έχει πολύ καλή ψυχή. Και δεν είναι σωστό αυτό που φαντάζονται κάποιο, πως δηλαδή κάθε άσκημος άνθρωπος είναι και κακός! Γελοία ιδέα αυτή! Όχι. Πολλές φορές σ' ένα άσκημο πρόσωπο, κύριε εκατόνταρχε, κρύβεται μια αγγελική ψυχούλα και σ'; ένα όμορφο ένας κακός κι εγκληματικός χαρακτήρας. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το Ρέπροβο. Άσκημος είναι πράγματι, κακάσκημος τόσο, που πολλοί τονε λένε σκυλοκέφαλο, μα έχει αγγελική ψυχή!
-Και, θαρρείς, εκατό άνθρωποι θα πρέπει να φυλάγουνται από έναν άκακο και ήσυχο και καλόψυχο άνθρωπο;
-Ναι, πρέπει να φυλάγουνται από το Ρέπροβο ειδικά, γιατί αν τύχει και θυμώσει -;και δε θυμώνει ποτέ δίχως σοβαρό λόγο- γίνεται αλλιώτικος άνθρωπος, θηρίο ανήμερο! Ξυπνούν μέσα του όλα τ'; άγρια ένστικτα της φυλής του! Γι'; αυτό σας συμβουλεύω, παλικάρι μου, να προσέχετε! Να προσέχετε πολύ ...;
Ο αξιωματικός κι οι στρατιώτες αποχαιρέτησαν το γέροντα βοσκό και συνέχισαν την περιπλάνησή τους μέσα στο λόγγο. Γυρόφεραν ολημερίς και πάλι το δάσος και κατά το απόγεμα, αποκαμωμένοι και καταπεινασμένοι τον είδαν ξαφνικά μπροστά τους να κάθεται ήσυχος κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά, να βγάζει από τον τορβά του ένα κομμάτι ψωμί και να ετοιμάζεται να το φάει. Βλέποντάς τον θάρρεψαν πως θ'; ανασηκωνόταν βιαστικά και πως θα έτρεχε να κρυφτεί μέσα στη δασιά βλάστηση. Δεν έγινε όμως τίποτε παρόμοιο. Ο Ρέπροβος ούτε βιάστηκε να εξαφανιστεί από μπροστά τους, ούτε έδειξε ν'; ανησυχεί καν! Μονάχα σηκώθηκε αργά ολόρθος.
-Ω, μεγάλε Δία! κάνανε οι στρατιώτες με κατάπληξη, αλλά και φόβο που τον είδαν! Ψηλότερο και δυνατότερο άνθρωπο δεν έχουμε ξαναδεί στον κόσμο! Κοιτάτε! αυτός δεν έχει ανθρώπου δύναμη, αλλά θηρίου!...
-Αληθινά μπορούμε να τον παραβάλουμε με το θεϊκό Ηρακλή!
Το κεφάλι του έμοιαζε με κορυφή κάστρου, τα χέρια του σαν δυο πελώριος τανάλιες και τα πόδια του σαν τα στηρίγματα γεφυριού! Τέτοιος άντρας! Κι ήταν απαίσιος στην όψη, φοβερός σαν θηρίο της ζούγκλας, άγριος κι άσκημος, όπως είχανε ακουστά κι όπως το ομολογούσαν. Σάστισαν. Τα χρειάστηκαν.
Ο Ρέπροβος τους χαιρέτησε με υπόκλιση και τους περίμενε να πάνε κοντά του.
Ο εκατόνταρχος έδωσε εντολή να μη χρησιμοποιήσει κανείς το κοντάρι ή το σπαθί του, εκτός κι αν βρίσκονταν σε μεγάλη ανάγκη.
-Δεν μπορούμε δίχως κοντάρια και σπαθιά να συλλάβουμε αυτό το θηρίο, κύριε εκατόνταρχε. Αλλιώτικα θα μας κομματιάσει.
-Θα τον συλλάβουμε, είπε εκείνος τραυλίζοντας.
Σίμωσαν αργά κοντά του και στραβολαίμιασαν να τον κοιτάζουν από ψηλά στα μάτια. Τόσο ψηλός ήταν!
-Τι θέλετε από μένα, κύριοι, και με ψάχνετε τρία μερόνυχτα; ρώτησε ήρεμα.
-;Ξέρεις, Ρέπροβε ... Έχουμε εντολή από τον αυτοκράτορα να σε συλλάβουμε και να σ' οδηγήσουμε μπροστά του, ψέλλισε περίτρομος ο εκατόνταρχος.
-Γιατί; Τι κακό έχω κάνει;
-Είσαι χριστιανός κι ασεβείς προς τους δώδεκα θεούς μας.
Άφοβα ο Ρέπροβος όχι μονάχα δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη του, αλλά και να δώσει συμβουλές στους διώκτες του, όπως συνήθιζαν οι πρώτοι χριστιανοί:
-Ναι, είμαι χριστιανός. Γνώρισα τον Κύριό μου και Θεό μου και ζω μέσα στο φως του ... Και θα σας έλεγα, αδέρφια μου, να γνωρίσετε κι εσείς τον Υιό του Θεού, να βρείτε τη σωτηρία σας ...
Αδίσταχτα συνέχισε να τους μιλάει για τη ζωή του Χριστού, για  τη διδασκαλία Του, για τα θαύματά Του, για το σταυρικό Του θάνατο και την ανάστασή Του ...
Γοητευμένοι από τον απλό, αλλά πειστικό λόγο εκείνου του γίγαντα, οι εκατό στρατιώτες άκουγαν δίχως ανάσα για πρώτη τους φορά τη χριστιανική αλήθεια. Πόσο διαφορετική ήταν η πραγματικότητα για τους χριστιανούς απ'; όσα σκόπιμα οι επιτήδειοι διέδιδαν στον κόσμο! Απ'; όσα οι ιερείς της παλιάς θρησκείας, οι μάντηδες κι οι αγαλματοποιοί τους συκοφαντούσαν, πως δηλαδή έσφαζαν μικρά παιδιά κι έπιναν το αίμα τους κι άλλα παρόμοια φοβερά τερατολογήματα!
-Ρέπροβε, οι άντρες μου πεινούν όλοι φοβερά, είπε ο εκατόνταρχος, όταν εκείνος σταμάτησε την ομιλία του. Κι όπως γράφει ο μεγαλύτερος ποιητής του γένους μου, η πείνα αρματώνει καράβια ... Τα τρόφιμά μας έχουν τελειώσει από χτες βράδυ. Θα σε παρακαλούσα να τους δώκεις μια μπουκιά από το δικό σου ...
Ένας στρατιώτης θέλησε ν' αστειευτεί με την πείνα του:
-Πρόθυμα θ' ακολουθήσουμε το Θεό σου, αν τούτη την ώρα της φοβερής πείνας μας εκείνος μας δώσει να χορτάσουμε ...
Το πρόσωπο του Ρέπροβου φωτίστηκε από εσωτερικό φως. Τους έδειξε το λιγοστό ψωμί, που βαστούσε στο χέρι κι είπε:
-Αυτό έχω μονάχα, παλικάρια μου, μα θα βοηθήσει ο Θεός μου.
Κι ευθύς γονάτισε και προσευχήθηκε στον Χριστό.
Έκπληκτοι οι στρατιώτες τον παρατηρούσαν σιωπηλά.
-Εσύ, Κύριέ μου, έλεγε στην προσευχή του ο γίγαντας χριστιανός, που χόρτασες με πέντε ψωμιά και δυο ψάρια πέντε χιλιάδες άντρες και πολλά γυναικόπαιδα, ευλόγησε τούτο το ψωμί να φάνε τα πεινασμένα παιδιά σου, δείχνοντας έτσι και τη δύναμή σου και τη δόξα σου, να διαλύσεις την απιστία τους και να κάνεις τις καρδιές τους ν'; ανοίξουν στο θείο λόγο σου ...
Πήρε το λιγοστό ψωμί του κι άρχισε να κόβει φέτες και να το μοιράζει στους στρατιώτες. Έκοβε κι έδινε κι εκείνο δεν έλεγε να τελειώσει!
Έφαγαν και χόρτασαν όλοι! Κι όλη την ώρα συζητούσαν χαμηλόφωνα κατάπληκτοι για το θαύμα, που είχε συντελεστεί εκεί μπροστά τους. Ο Ρέπροβος δεν ήταν μάγος, συμφωνούσαν συναμεταξύ τους. Όχι. Ποτέ κανένας μάγος απ'; όσους είχαν γνωρίσει ως τότε δεν είχε κάνει τέτοιο μεγάλο θαύμα. Οι μάγοι περιορίζονταν σε κόλπα, που ξεγελούσαν, μα ποτέ δεν έδιναν ψωμί στους θεατές τους. Ώστε λοιπόν ο Χριστός δεν ήταν ένας ακόμα από τους εκατοντάδες αδύναμους θεούς κι ημίθεους, που λάτρευαν εκείνοι, αλλά ένας θεός που έδειχνε τη δύναμή του ολοζώντανη!
-Άκουσέ με, καλέ μας Ρέπροβε, είπε ο εκατόνταρχος μόλις απόφαγε, εμείς σε γνωρίσαμε καλά και καταλάβαμε πως είναι άδικος ο διωγμός σου. Γι αυτό θα φύγουμε και δε θα σ'; ενοχλήσουμε ...
-Πού θα πάτε;
-Θα επιστρέψουμε στον άρχοντά μας και θα του πούμε πως δε σε απαντήσαμε πουθενά ...
-Όχι. Δεν μπορείτε να πείτε ψέματα στον άρχοντά σας.
-Μα αλλιώτικα κινδυνεύεις!
-Θα πρέπει να εκτελέσετε την εντολή του.
-Καλά, μα ...
-Καθίστε, να ξεκουραστείτε λίγο και μετά να κινήσουμε για την πόλη. Θα σας παρακαλέσω μοναχά να μου κάνετε μια χάρη ...
-Τι;
-Στην Αντιόχεια, που θα φτάσουμε θα μου επιτρέψετε πρώτα να συναντήσω τον επίσκοπο Βαβύλα να με βαφτίσει, γιατί δεν έχω λάβει ακόμα το βάπτισμα του Κυρίου μου, και δε γνωρίζω τι με περιμένει στη Ρώμη, πού θα βρεθώ.
Ο εκατόνταρχος υποχώρησε.
Κίνησαν για την Αντιόχεια. Σ' όλο το ταξίδι ο Ρέπροβος δεν έκαμε τίποτε άλλο, από το να διδάσκει το λόγο του Χριστού. Κι οι στρατιώτες ρουφούσαν τα λόγια του, όπως η διψασμένη γη τον Αύγουστο.
-Έχεις δει το Χριστό με τα μάτια σου, Ρέπροβε; ρώτησε ένας στρατιώτης.
-Εσύ τι λες;
-Εγώ λέω πως, όταν ένας άνθρωπος μιλάει με τόσο ενθουσιασμό για το Χριστό, γίνεται φανερό πως κάποτε τον είδε με τα μάτια του ...
-Να σας πω κάτι που μου συνέβη και να κρίνετε μονάχοι σας. Το λοιπόν, καθώς το σπίτι μου είναι πλάι στο ποτάμι, είχε παρουσιαστεί πολλές φορές η ανάγκη να βοηθήσω αδύνατους ανθρώπους να περάσουν πέρα το ρέμα. Και, φυσικά, ποτέ δεν είχα νιώσει καμιά κούραση και καμιά δυσκολία. Μια μέρα όμως είδα στην ακροποταμιά ένα μικρό παιδί να κλαίει γοερά ... Πήγα κοντά του. Οι δικοί του, μου είπε, είχαν περάσει πέρα το ποτάμι με τους άλλους της συντροφιάς τους κι αυτό το είχαν ξεχασμένο σ'; εκείνη την όχθη ...
Μιλούσε όμορφα ο Ρέπροβος, μιλούσε γλυκά. Όλοι βρέθηκαν κρεμασμένοι από τα χείλη του. Κι αυτό το άσχημο πρόσωπό του μέρωσε, γλύκανε, απόγινε αγγελικό.
-Το λοιπόν ανασήκωσα το παιδί στους ώμους μου και κίνησα να διαβώ το ποτάμι. Όμως κάπου εκεί στη μέση της κοίτης ένιωσα για λίγες στιγμές πολύ βαρύ το παιδί, ασήκωτο! Κόντεψα να λυγίσω από το βάρος του. Παραξενεμένος έστρεψα το κεφάλι μου να ιδώ το πρόσωπό του. Μου χαμογέλασε κι ευθύς ξανάγινε πανάλαφρο, όπως και πρώτα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το περιστατικό κι όταν βγήκα στην άλλη όχθη και το απόθεσα καταγής, το ρώτησα:
«-Ποιος είσαι, καλό μου παιδί».
«-Ο αδερφός όσων ελόγου σου έχεις περάσει αντίκρυ σ'; αυτό το ποτάμι», μου αποκρίθηκε.
«-Μα εγώ έχω περάσει αντίκρυ μονάχα ανήμπορους και δυστυχισμένους ανθρώπους».
«-Εκείνων ακριβώς είμαι ο αδερφός, Ρέπροβε!».
»Το παιδί εκείνη τη στιγμή εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Και τότε κατάλαβα πως είχα κουβαλήσει στους ώμους μου το Χριστό! Ότι αυτός είναι πράγματι ο αδερφός και παραστάτης όλων των δυστυχισμένων και των αδικουμένων σ'; αυτόν τον κόσμο. Ναι, ο Κύριος μου είχε κάνει αυτή τη σπάνια τιμή, να τον ανασηκώσω στους ώμους μου. Ω! τι μεγάλη χάρη του Κυρίου για μένα!
-Και γιατί, Ρέπροβε, ο Χριστός σου φάνηκε πολύ βαρύς στα μισά του ποταμιού
-Σάμπως ξέρω κι εγώ; Ίσως θέλησε να μου δείξει πόσο βαρύ είναι να σηκώνει κανείς τ'; όνομα του χριστιανού με τους διωγμούς κι όλα αυτά, που κάνει σήμερα ο αυτοκράτορας ... Βαρύ κι ασήκωτο τ' όνομα του χριστιανού, μα σωτήριο, αδέρφια μου! Ας είναι δοξασμένο τ'; όνομα του Χριστού μας. Τα πάντα θα υπομείνω για τη χάρη Του ...
Οι αφηγήσεις του Ρέπροβου κι οι συζητήσεις μαζί του είχαν μερώσει όλων τις καρδιές.
Έφτασαν όλοι αντάμα στην Αντιόχεια και στο σπίτι του επισκόπου αγίου Βαβύλα, που έκανε μεγάλες χαρές, σαν τους είδε. Ο εκατόνταρχος, αφού χαιρέτησε τον επίσκοπο με σεβασμό, στράφηκε κατά το γίγαντα κρατούμενό του.
-Ρέπροβε, του είπε, οι άντρες μου κι εγώ μέρες ολόκληρες τρέχαμε μέσα στα δάση να σε συλλάβουμε, μα εσύ μόνος μας συνέλαβες όλους σε λίγα λεπτά όχι με το σωματικό σου σθένος, που φοβόμαστε, μα με την πνευματική σου δύναμη, που δεν υποψιαζόμασταν καν και που δε λογαριάζαμε! Εμείς απογίναμε αιχμάλωτοι του αιχμαλώτου μας! Κι ενώ ερχόμασταν να σε συντρίψουμε, πιστεύοντας πως ζεις μέσα στην ασέβεια, εσύ μας κατανίκησες και μας έσωσες από την πλάνη! Με κοινή λοιπόν απόφασή μας οι στρατιώτες μου κι εγώ πάψαμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας όργανα του αιμοσταγούς αυτοκράτορά μας και να εκτελούμε τις διαταγές του ... Πάψαμε να πιστεύουμε στην πολυθεΐα και στα είδωλα ... Και γίναμε όπως κι εσύ χριστιανοί ... Κανενός πλέον δεν είσαι κρατούμενος ... Ελεύθερος είσαι να λάβεις το βάπτισμα του Κυρίου. Ελεύθεροι είμαστε κι εμείς όλοι οι στρατιώτες από το ζυγό της πολυθεΐας και της απιστίας. Και θα ζητήσουμε από τον άγιο Βαβύλα να βαφτίσει κι εμάς ...
Ο επίσκοπος Βαβύλας λίγες ώρες αργότερα βάφτισε το Ρέπροβο και του έδωσε το όνομα Χριστόφορος, που σημαίνει «ο φέρων τον Χριστόν». Μετά ολιγοήμερη κατήχηση βάφτισε και τον εκατόνταρχο και τους στρατιώτες, που δεν ξαναγύρισαν πάλι στο ρωμαϊκό στρατό.
Ο Χριστόφορος αργότερα μαρτύρησε για την πίστη του στο Χριστό. Έγινε ο άγιος Χριστόφορος.
«Ουκ έστιν Έλλην ή βάρβαρος», έχει πει ο απόστολος Παύλος. Ο Χριστός αγαπά και τιμά το ίδιο, όσους τον ακολουθούν με πίστη κι αυταπάρνηση.

Ο Αγιος Χριστοφόρος

xristoforos.gif


Στις 9 Μαΐου η Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Χριστοφόρου και η πόλη του Αγρινίου τελεί την ιερά πανήγυρι του Πολιούχου της.
Μεταξύ των Αγίων και Καλλινίκων του Χριστού Μαρτύρων, εξαιρετική θέση κατέχει και ο Αγιος Χριστόφορος ο Θαυματουργός. Ο Αγιός μας έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου τον 3ο μ.X αιώνα. Η πατρίδα του δεν είναι γνωστή αλλά σύμφωνα με αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας, καταγόταν από βαρβαρική χώρα της Ανατολής και από φυλή ανθρωποφάγων.
Σε κάποιο πόλεμο με τους Ρωμαίους, αιχμαλωτίσθηκε και βλέποντας τους χριστιανούς να διώκονται σύμφωνα με διαταγή του Δεκίου, άρχισε να ελέγχει τους ειδωλολάτρες γι' αυτό. Eνώ τους έλεγχε, ένας υπηρέτης τον χτύπησε στο στόμα για να σταματήσει. Ο Αγιός μας με πραότητα του είπε ότι ναι μεν δεν του δίνει τώρα την ανταμοιβή που του αξίζει, διότι ο Χριστός τον εδίδαξε να συγχωρεί, αλλά μπροστά στη δύναμη που του δίνει ο Χριστός, δεν μπορεί ν' αντισταθεί και ολόκληρο το βασίλειό του. Ο δούλος μετέφερε αυτά στον αυτοκράτορα, ο οποίος θυμωμένος έστειλε διακόσιους στρατιώτες, με τη διαταγή να τον οδηγήσουν μπροστά του δεμένο.

Οι στρατιώτες βρίσκουν τον Αγιο να προσεύχεται έξω από τον Ναό των χριστιανών. Εκεί, με τη δύναμη του Θεού χόρτασε όλους τους στρατιώτες με ένα ξερό κομμάτι ψωμιού. Μπροστά στο θαύμα αυτό το στράτευμα που πήγε να αιχμαλωτίσει τον Χριστόφορο, πιάνεται τελικά απ' αυτόν.
Γεμάτος χαρά τότε ο Αγιός μας, τους δίδαξε με απλά λόγια το Ευαγγέλιο και έπειτα όλοι μαζί πήγαν στην Αντιόχεια, όπου βαπτίσθηκαν από τον Επίσκοπο Βαβύλα. Τότε ο Αγιός μας ονομάσθηκε Χριστόφορος, ενώ πρώτα ονομαζόταν Ρέπροβος, που σήμαινε άσχημος, κακομούτρης. Κάτω από την εξωτερική αυτή ασχήμια του σώματος, έκρυβε ο Αγιος μια ψυχή γενναία με αγαθή προαίρεση.
Μετά το βάπτισμα ο Αγιος Χριστόφορος οδηγήθηκε από τους στρατιώτες στον Αυτοκράτορα Δέκιο. Εκεί ο Δέκιος προσπάθησε με υποσχέσεις να τους πείσει ν' αλλάξουν την πίστη τους. Το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποίησε και δίνει διαταγή να αποκεφαλίσουν τους στρατιώτες και να κλείσουν τον Χριστoφόρο στη φυλακή.
Εκεί τον επισκέπτονται δυο πόρνες με σκοπό να του αλλάξουν την πίστη. Αλλά έγινε το αντίθετο και μετά την ομολογία των γυναικών, της Ακυλίνας και της Καλλινίκης, ότι έγιναν Χριστιανές, μαρτύρησαν για το Χριστό.
Ο Αυτοκράτορας διέταξε στη συνέχεια να ντύσουν το μάρτυρα με χάλκινο ρούχο και να τον βάλουν πάνω σε μια μεγάλη φωτιά. Αλλά η φωτιά δεν αγγίζει καθόλου τον Αγιό μας. Όταν ο ασεβής Δέκιος είδε ότι και τα άλλα μαρτύρια στάθηκαν ανίκανα να πειράξουν το σώμα του Χριστοφόρου, διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Ήταν 9 Μαΐου του έτους 292 μ.X.
Ο κόσμος των αυτοκινητιστών τον έχει προστάτη του και με πολλή ευλάβεια εορτάζουν την αγία μνήμη του. Κατά τον μεσαίωνα νόμιζαν ότι αρκεί κανείς να παρατηρήσει την εικόνα του Αγίου, για να προφυλαχθεί όλη την ημέρα από κάθε συμφορά. Για το λόγο αυτό τοποθετούν την εικόνα του Αγίου σε εμφανή μέρη των εκκλησιών.
Ο Αγιος Χριστοφόρος είναι ο πολιούχος και προστάτης του Αγρινίου. Υπάρχουν δυο ιεροί Ναοί αφιερωμένοι στο όνομά του στην πόλη μας. Ο Παλαιός Ναός του Αγίου μας ιδρύθηκε το 1847, ενώ ο νέος Ναός θεμελιώθηκε το 1920 και εγκαινιάστηκε το 1937. Η ιδέα για την κατασκευή ενός νέου μεγαλύτερου ναού, μέσα στην πόλη του Αγρινίου, ήταν του μακαριστού Αγίου γέροντος π. Αποστόλου Φαφούτη.
Με αυτόν τον πόθο στην καρδιά ξεκίνησε ο Παπαποστόλης το 1920. Το σκέφτηκε, το μελέτησε όσο μπορούσε, το είπε στους συνεργάτες του και προχώρησε. Χρήματα δεν υπήρχαν καθόλου. Ήταν όμως δυνατή η πίστη. Παντού και προς όλες τις κατευθύνσεις γράφτηκαν επιστολές, έτρεξαν επιτροπές, προτάθηκε το χέρι... Έτσι ο Νέος Ναός του Αγίου Χριστοφόρου, έχει σήμερα αυτή την όμορφη ιστoρία. Πόνους και δάκρυα και αγώνες του Παπαποστόλη και όλων των Αγρινιωτών μαρτυρούν κάθε γωνιά του Ναού. Το έτος 1937 έγιναν τα εγκαίνιά του.
Σήμερα συνεχίζονται τα διάφορα έργα που γίνονται στον περικαλή Ιερό Ναό του Αγίου Χριστoφόρου με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας κ. Κοσμά και με τη βοήθεια, οικονομική και ηθική, των ευλαβών ενοριτών και όλων των προσκυνητών. Σ' αυτόν λοιπόν τον ένδοξο Μεγαλομάρτυρα Αγιο Χριστοφόρο, προστάτη και πολιούχο της πόλεώς μας ας στραφούμε και ας ζητήσουμε τη χάρη, την προστασία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριό μας, Ιησού Χριστό.
agiosxristoforospalaios.jpg