Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Fast-food και Σαρακοστή




 
Τετάρτη βράδυ, νωρίς. Μετά από μια πολύωρη συζήτηση για επαγγελματικά θέματα, ο φίλος – συνεργάτης μου έχει τη φαεινή ιδέα: «Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι εδώ δίπλα στα…»;

«Πού, άνθρωπέ μου;», τον ρωτάω. «Τι να φάμε;». Ξέρω ότι νηστεύει, όπως κι εγώ.

«Μην ανησυχείς, έχουν και νηστίσιμα», απαντά γελώντας.

Ακολουθώ χωρίς ιδιαίτερη όρεξη. Μπαίνουμε στο ταχυφαγείο (fast-food στην βαρβαρική) κι ο φίλος μου απτόητος παραγγέλνει ένα από τα νηστίσιμα πιάτα που φαίνεται να ξέρει καλά. Γαρίδες με πατάτες, όλα τηγανιτά. Ζητώ μια πατάτες σκέτη για μένα.

Ο κόσμος είναι πολύς στα ταμεία. Αναγκαστικά, πρέπει να περιμένουμε αρκετή ώρα για να έρθει η παραγγελία μας. Ο φίλος πάει να πιάσει τραπέζι κι έτσι στέκομαι μόνος εκεί, ανάμεσα στους αγνώστους και τους άδειους δίσκους που περιμένουν να γεμίσουν «με αυτές τις βρωμιές», όπως λέει και μια θεία μου τα «ετοιματζίδικα».

Θες η έμφυτη ανθρώπινη περιέργεια, θες η προσπάθεια να περάσει ευκολότερα η ώρα της αναμονής, «στήνω αυτί» κι ακούω τις παραγγελίες των διπλανών. Είμαι ήδη προκατειλημμένος, αφού μουρμουρίζω μέσα μου πως ημέρες Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τα φαστφουντάδικα είναι γεμάτα, από νεολαία κυρίως που ήρθε να…χλαπακιάσει κρέας, το δίχως άλλο!

«Νηστίσιμα έχετε;», ακούγεται μια φωνή, σπάζοντας τις ευσεβιστικές σκέψεις μου. Γυρνάω και κοιτάζω σαν κεραυνοβολημένος. Περιμένω να δω κανέναν…παππού που βρέθηκε τυχαία εδώ, αλλά νά’ σου μια κοπελίτσα με το αγόρι της δίπλα να παραγγέλνουν! Τι; Γαρίδες και καλαμαράκια τηγανιτά με σκέτη σαλάτα μαρούλι, άλλη μία επιλογή του νηστίσιμου μενού του μαγαζιού.

Περιεργάζομαι το νεαρό ζευγάρι. Δεν φαίνεται του…Κατηχητικού, ούτε συντηρητικό. Το αντίθετο θα έλεγα. «Ε καλά, έτυχε. Σε τόσο κόσμο δεν θα υπάρχουν κάποιοι που νηστεύουν, ακόμα και νεαροί;», καθησυχάζω τις σκέψεις μου που απειλούν να γκρεμίσουν τα στερεότυπα των «καλών Χριστιανών» και των «απίστων» που έχω πλάσει.

Εν τω μεταξύ, δυο άδειοι δίσκοι γεμίζουν με φαγητά. «Ωραία, να τελειώνουμε σιγά – σιγά με τις άλλες παραγγελίες να έρθει και η σειρά μας», σκεφτομαι ανακουφισμένος.

Βλέπω το περιεχόμενο των δίσκων: Σκέτη σαλάτα μαρούλι και γαρίδες με καλαμαράκια! «Καλά, κιόλας έφεραν την παραγγελία των νεαρών που ήρθαν μετά από μας;», αγανακτώ. Έλα όμως που σηκώνται ένας άλλος νεαρός και παραλαμβάνει την παραγγελία, γελαστός – γελαστός!

«Μπα;», απορώ. «Βρέθηκε και δεύτερος που νηστεύει;», χλευάζω με ειρωνική διάθεση όχι για τη νηστεία, αλλά λες και μου πήραν κάποιον…τίτλο ευσεβείας.

Έρχονται σιγά – σιγά και οι άλλες παραγγελίες που προηγούνταν της δικής μας. Με χαρά παρατηρώ τα μπιφτέκια και τα σάντουιτς που αποδεικνύουν ότι…τυχαίες περιπτώσεις ήταν τα προηγούμενα νηστίσιμα. Δυστυχώς (!!!) όμως, αυτό δεν κρατάει πολύ. Να ξανά οι γαρίδες, να τα καλαμαράκια, να οι σκέτες σαλάτες! Δίπλα μου, ένας νεαρός με σκουλαρίκι και γεμάτος τατουάζ ζητάει πατάτες…ξερές, μιλώντας φωναχτά στο κινητό! Παραδίπλα, μια κοπελίτσα ζητά να μάθει αν η «Σαλάτα του Καίσαρα» είναι…νηστίσιμη!

«Μήπως ήρθαν μαζεμένα τα Κατηχητικά;», σκέφτομαι μισογελώντας, αυτή τη φορά όχι από χαιρεκακία, αλλά από ικανοποίηση. Γιατί, μα τον Θεό, δεν είναι φυσιολογικό να είναι περισσότερες οι νηστίσιμες παραγγελίες από τις αρτύσιμες, σε ένα φαστφουντάδικο στο κέντρο της Αθήνας με μέσο όρο ηλικίας πελατών τα 25 (και πολύ λέω)…!

Μιας και η δική μου παραγγελία αργεί εκνευριστικά, αποφασίζω να κάνω το…δημοσιογραφικό μου καθήκον. Πιάνω έναν υπάλληλο που ετοιμάζει τα πακέτα για delivery και τον ρωτάω:

«Βλέπω έχετε πολλά νηστίσιμα εδώ…Μα τα παίρνει τόσος κόσμος;»

«Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται», μου απαντά. «Κι αυτά που ετοιμάζομαι να πάω τώρα τέτοια είναι. Τουλάχιστον οι μισοί, μπορεί και παραπάνω, τρώνε νηστίσιμα από την Καθαρά Δευτέρα».

Ευχαριστώντας τον για τις πληροφορίες, αισθάνομαι μια μικρή χαρά που όλο και μεγαλώνει. Χαίρομαι, όχι βέβαια γιατί επιτέλους – μετά από ένα εικοσάλεπτο αναμονής – κατέφθασε η παραγγελία και την πάω στο τραπέζι που έχει πιάσει ο φίλος μου, αλλά γιατί σε ένα μέρος που ποτέ δεν περίμενα, βρήκα ανθρώπους να αγωνίζονται για τον Χριστό!

Κοιτάζω γύρω μου προσπαθώντας να φτιάξω ένα καλούπι των θαμώνων του ταχυφαγείου: Νέοι και νέες, από 15 μέχρι 25 συνήθως και κάποιοι τριαντάρηδες σαν εμάς. Μοντέρνα ντυμένοι, με ενοχλητική οικειότητα μεταξύ των ζευγαριών, μεγαλόφωνες συζητήσεις, τρανταχτά γέλια, «καφρίλες» που συνηθίζονται σε αυτές τις ηλικίες. Μπα, δεν θα έλεγα ότι βρίσκομαι σε…Κατηχητικό ή Εκκλησία.

Κι όμως, κοιτώντας τα τραπέζια αυτών των παιδιών, βλέπω αραδιασμένες τις γαρίδες, τα καλαμαράκια και τις σκέτες σαλάτες. Περίεργη εικόνα! Εντελώς ξένη με την εποχή μας, εποχή υλισμού, υπερκατανάλωσης και άκρατης αθεΐας.

Σκέφτομαι πως οι άνθρωποι αυτοί, ήρθαν να φάνε μακριά από το σπίτι τους μαζί με άλλους συνομήλικούς τους. Κανείς δεν τους αναγκάζει να μην πάρουν κρέας, τυριά και άλλα αρτύσιμα. Δεν υπάρχει εδώ ο «οπισθοδρομικός» Ιερέας που «κάνει προσηλυτισμό», ούτε οι «αυστηροί γονείς» που «επιβάλουν στα παιδιά» τις δικές τους συνήθειες, όπως θά’ λεγε κάποιος (αντιδραστικός).

Μόνοι τους, παρέες – παρέες δείχνουν να διασκεδάζουν με αυτές τις μικρές γαρίδες και τα (κατεψυγμένα) τηγανιτά καλαμαράκια που τρώνε, αντί για τα γεμάτα λίπος, μπέηκον και τυρί σάντουιτς που καταβροχθίζουν οι διπλανοί τους.

Θεωρώ αυτή την στάση τους πολύ γενναία, θά’ λεγα ομολογία. Δεν είναι καθόλου εύκολο να νηστέψει κανείς, ειδικά στη σημερινή εποχή, ειδικά σε αυτές τις ηλικίες, ειδικά μέσα σε ένα φαστφουντάδικο! Θέλει δύναμη ψυχής και σώματος,μια μικρή «επανάσταση» απέναντι στο υλιστικό κατεστημένο και την άθεη νοοτροπία που δηλητηριάζουν καθημερινά τη νεολαία.

Κι αναρωτιέμαι: Ποιος τους βοηθάει στον αγώνα τους; Η Εκκλησία, θα απαντήσουν πολλοί. Σύμφωνοι, υπάρχουν Ιερωμένοι δίπλα στη νεολαία και σίγουρα θα παροτρύνουν στη νηστεία και σε άλλα θεάρεστα έργα. Όμως, η πικρή αλήθεια είναι πως εμείς οι Πιστοί, Κλήρος και Λαός, είμαστε συνήθως απόμακροι, αδιάφοροι, ακόμα και εχθρικοί απέναντι σε αυτά τα παιδιά που στερούνται για χάρη του Χριστού!

Κλεισμένοι μέσα στο «καβούκι» μας, επαναπαυμένοι στις δάφνες της δικής μας νηστείας, δεν ενδιαφερόμαστε να δώσουμε κουράγιο και ώθηση ειδικά στους νέους, να συμμετέχουν στην Ορθόδοξη Ζωή. Μάλιστα, σίγουρα κάποιοι «ευσεβείς Χριστιανοί» θα μου επιτεθούν γι’ αυτό το κείμενο, με…επιχειρήματα όπως «τι δουλειά έχει κάποιος που νηστεύει να τρέχει στα fast-food;» και άλλα παρόμοια.

Θά’ λεγα πώς, όσο βαρύ κι αν ακούγεται, συχνά θυμίζουμε τους Φαρισαίους που κατακεραύνωσε ο Χριστός λέγοντάς τουςΟυαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδέ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να μην στεκόμαστε σαν «μπάστακες», παριστάνοντας τους Πιστούς Νηστευτές. Πιθανόν να είμαστε, αλλά καλά θα κάνουμε να δούμε πώς θα βοηθήσουμε και κάποιον άλλον, πιο αδύναμο, να νηστεύσει και να αγωνιστεί κι αυτός. Και μπορούμε να το κάνουμε, δείχνοντας ενδιαφέρον για τους νεότερους αλλά και τους μεγαλύτερους που θέλουν να ζήσουν εν Χριστώ μα κανείς δεν τους παρακίνησε ή τους είπε πώς θα κάνουν κάτι τέτοιο.

Ας πούμε εμείς μια καλή κουβέντα, έναν λόγο πραγματικά χριστιανικό επιτέλους! Ακόμα και σε κάποιο ταχυφαγείο…!
 Αληθινή Ιστορία – Γράφει ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος
πηγή

Μερικοὶ γονεῖς κατευθύνουν τὰ παιδιά τους πρὸς τὸ δικό τους ἐπάγγελμα, καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς γίνονται πιεστικοί.



 
-Γέροντα, μερικοὶ γονεῖς κατευθύνουν τὰ παιδιά τους πρὸς τὸ δικό τους ἐπάγγελμα, καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς γίνονται πιεστικοί.
-Ὄχι, δὲν κάνουν καλά. Δὲν πρέπει νὰ πιέζουν τὰ παιδιὰ τους νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ ἀναπαύει τοὺς ἴδιους, ἄν αὐτὸ δὲν ἀναπαύη καὶ ἐκεῖνα. Γνώρισα ἕναν νέο ποὺ ἤθελε νὰ σπουδάση θεολογία καὶ νὰ γίνη ἱερέας. Ἡ μανα του ὅμως δὲν τὸν ἄφηνε· τὸν πίεζε νὰ πάη ἰατρική.
Τὸ παιδὶ εἶχε μάθει βυζαντινή μουσικὴ καὶ ἔψελνε. Εἶχε κάνει μόνος τους καὶ ἕνα ὄργανο μουσικὸ καὶ εὕρισκε τοὺς ἤχους. Ἤξερε τὰ μουσικὰ ἀπ’ ἔξω. Εἶχε χάρισμα. Ἔφτιαχνε τορπάρια, ἀκολουθίες... Μόλις τελείωσε τὸ γυμνάσιο, ἔδωσε ἐξετάσεις καὶ πέρασε Θεολογικὴ Σχολή. Ἡ μάνα του ἔπαθε νευρικὸ κλονισμὸ ἀπὸ τὴν στενοχώρια της.
Ἐρχόταν ὕστερα καὶ μὲ παρακαλοῦσε: «Κάνε προσευχή, Πάτερ, νὰ γίνω καλά, καὶ ἄς κάνη ὅ,τι θέλη τὸ παιδί μου». Μόλις ἔγινε καλὰ, πάλι δὲν τὸν ἄφηνε νὰ κάνη αὐτὸ ποὺ ἤθελε. Ὕστερα καὶ αὐτὸς τὰ παράτησε ὅλα, καὶ χαραμίστηκε.
Ἐγὼ λέω στοὺς νέους ποὺ βλέπω νὰ προβληματίζονται ποιὰ ἐπιστήμη νὰ ἀκολουθήσουν: «Δέστε ποιὰ ἐπιστήμη σᾶς ἀρέσει, ὥστε νὰ κάνετε αὐτὸ ποὺ εἶναι στὴν φύση σας». Ἄν δὲν εἶναι στὴ φύση τους αὐτὸ ποὺ σκέφτονται νὰ κάνουν, προσπαθῶ νὰ τοὺς κάνω νὰ δώσουν τὴν καρδιά τους σ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι στὴν φύση τους, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν.

Τοὺ βοηθάω δηλαδὴ νὰ ἀκολουθήσουν τὴν ἐπιστήμη ποὺ θέλουν καὶ νὰ κάνουν τὸ ἐπάγγελμα ποὺ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὶς δυνάμεις τους, φθάνει νὰ τὸ κάνουν κατὰ Θεόν. Ἔχει κλίση κάποιος στὴν μουσική; Νὰ γίνη μουσικὸς ἤ καλὸς ἱεροψάλτης, ποὺ θὰ βοηθάη μὲ τὴν ζωὴ του καὶ μὲ τὴν ψαλτική του ὅσους θὰ τὸν ἀκοῦν, ὥστε νὰ ἀγαπήσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν προσευχή.
Ἔχει κλίση στὴν ζωγραφική; Νὰ γίνη ζωγράφος ἤ ἁγιογράφος καὶ νὰ κάνη μὲ εὐλάβεια εἰκόνες, ποὺ θὰ κάνουν θαύματα. Ἔχει κλίση σὲ κάποια ἐπιστήμη; Νὰ ἀφοσιωθῆ σ’ αὐτὴν καὶ νὰ ἐργασθῆ μὲ φιλότιμο.
Καὶ νὰ δῆτε, φαίνεται ἀπὸ μικρὸς κανεὶς τί κλίση ἔχει. Μιὰ φορὰ στὸ μοναστήρι στὸ Στόμιο εἶχε ἔρθει κάποιος μὲ δυὸ ἀνηψάκια του. Τὸ ἕνα, ἕξι-ἐπτὰ χρονῶν, κάθησε κοντά μας καὶ συνέχεια μὰς ἔκανε διάφορες ἐρωτήσεις.
Τὸ ρωτάω: «Τὶ θὰ γίνης, ὅταν μεγαλώσης;». «Δικηγόρος!», μοῦ λέει. Τὸ ἄλλο τὸ χάσαμε. Ρωτάω τὸν θεῖο του: «Ποῦ πῆγε τὸ ἄλλο παιδί; μήπως πέση σὲ κανέναν γκρεμό». Βγαίνουμε ἔξω νὰ τὸ βροῦμε καὶ ἀκοῦμε κάτι χτυπήματα στὸ μαραγκούδικο.
Πᾶμε μέσα, καὶ τὶ νὰ δοῦμε; Τὸ σανίδι ποὺ εἶναι στὸν μπάγκο, ὅπου πλανίζουμε καὶ εἶναι πολὺ λείο, τὸ εἶχε κάνει μὲ τὸ σκεπάρνι χάλια! «Τὶ θὰ γίνης ὅταν μεγαλώσης;» τὸ ρωτάω. «Ἐπιπλοποιός!», μοῦ λέει. «Νὰ γίνης, τοῦ λέω. Χαλάλι ποῦ χάλασε τὸ σανιδι! Δὲν πειράζει!».
 

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
 

Αλλο πλούσιος, άλλο άρπαγας.

ploytos.jpgΌπως ο άνθρωπος είναι μηδαμινός, λιγόχρονος και θνητός, έτσι είναι και ο πλούτος. Ή μάλλον ο πλούτος είναι περισσότερο μηδαμινός. Γιατί πολύ συ­χνά δεν πεθαίνει μαζί με τον άνθρωπο, αλλά χάνεται πριν απ' αυτόν.
Ο καθένας σας γνωρίζει τόσα και τό­σα παραδείγματα πλουσίων που κατάντησαν φτωχοί. Αυτοί εξακολουθούν να ζουν, μα η περιουσία τους χάθηκε. Και μακάρι να χανόταν μόνο η περιουσία, γιατί συνήθως παρασύρει στην απώλεια και τον κά­τοχό της. Δεν θα είχε, λοιπόν, άδικο κανείς, αν απο­καλούσε τον πλούτο υπηρέτη αχάριστο, υπηρέτη δο­λοφόνο, που θανατώνει τον κύριό του.

Αυτά τα λέω και δεν θα πάψω να τα λέω, κι ας με κατηγορούν πολλοί. "Όλο με τους πλουσίους τα βά­ζεις", διαμαρτύρονται. Πράγματι, όχι όμως με όλους, αλλά μόνο μ' εκείνους που κάνουν κακή χρήση του πλούτου τους. Δεν χτυπάω τον πλούσιο, αλλά τον άρπαγα. Αλλο πλούσιος, άλλο άρπαγας. Να ξεχωρί­ζουμε τα πράγματα, για να μη δημιουργείται σύγχυ­ση ή παρανόηση.

Είσαι πλούσιος; Δεν σε εμποδίζω. Αρπάζεις; Σε αποδοκιμάζω. Έχεις τα κτήματά σου; Να τα χαίρεσαι. Παίρνεις τα ξένα; Δεν μπορώ να σω­πάσω. Θέλεις να με πετροβολήσεις; Είμαι έτοιμος και το αίμα μου να χύσω, φτάνει να σε σταματήσω από την αμαρτία. Δεν νοιάζομαι για το μίσος, δεν τρομά­ζω από την πολεμική. Για ένα πράγμα μόνο νοιάζο­μαι, για την προκοπή εκείνων που με ακούνε.
Και οι φτωχοί και οι πλούσιοι παιδιά μου είναι. Όποιος θέλει, ας με πετροβολήσει. Όποιος θέλει, ας με μισεί. Όποιος θέλει, ας σχεδιάζει τη θανάτωσή μου.

Οι επιβουλές εναντίον της ζωής μου είναι για μέ­να υποθήκες στεφανιών, οι πληγές είναι για μένα βραβεία. Δεν φοβάμαι την επιβουλή. Ένα πράγμα μόνο φοβάμαι: την αμαρτία. Ας μη βρεθεί κανείς να με ελέγξει για κάποιο αμάρτημα, κι ας με πολεμάει ο κό­σμος όλος.

Προδότης, λοιπόν, είναι ο πλούτος, προδότης και δραπέτης και φονιάς. Εκεί που δεν το περιμένεις, σου φεύγει και σε εγκαταλείπει και σε καταστρέφει. Θέ­λεις να τον κρατήσεις πραγματικά; Μην τον κρύψεις, αλλά μοίρασέ τον στους φτωχούς. Θηρίο είναι ό πλούτος. Αν κρατιέται, φεύγει. Αν σκορπίζεται, μέ­νει. Σκόρπισέ τον, για να μείνει. Μην τον κρύψεις, για να μη σου φύγει


Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ - Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ





  1210 - 1281

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ - Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ

Μία από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες της Αρτας είναι η Θεοδώρα, βασίλισσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και κατοπινή Αγία και πολιούχος της πόλης. Μολονότι διακρίθηκε για την ευσέβεια και την αφοσίωση της στο Θεό η ζωή της χαρακτηρίζεται ως πολυτάραχη καθώς υπήρξε και το ένα σκέλος ενός ερωτικού τριγώνου που σκανδάλισε τους ενάρετους Αρτινούς του 13ου αιώνα.

Η Θεοδώρα καταγόταν από την περίφημη οικογένεια των Πετραλίφα, η οποία σύμφωνα με τις πηγές ήταν ιταλικής καταγωγής και κατάγονταν από την πόλη Alife, στη νότια Ιταλία κοντά στην Caserta. Ο πρόγονος της Πέτρος di Alife αναφέρεται ανάμεσα στους Σταυροφόρους που πήραν μέρος στην Α' Σταυροφορία τον 11ο αιώνα.

Ο πατέρας της ήταν ο Ιωάννης Πετραλίφας, σεβαστοκράτορας και διοικητής της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας ενώ η μητέρα της Ελένη ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης.

Η Αγία θεοδώρα γεννήθηκε το 1210 στα Σέρβια της Κοζάνης. Όταν πέθανε ο πατέρας της μεταξύ του 1224-1230 αναλαμβάνει προσωρινά την προστασία της ο ηγέτης του Δεσποτάτου της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός-Δούκας. Μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους το 1230 ο Θεόδωρος παραδίδει την εξουσία στον ανιψιό του Μιχαήλ Β' γιο του Μιχαήλ Α', ιδρυτή του Δεσποτάτου της Ηπείρου με έδρα την Άρτα. Οι Κομνηνοδούκες έφτασαν στην Ήπειρο από την Κωνσταντινούπολη μετά την πρώτη Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204.

Ο Μιχαήλ Β' γνωρίζει τη νεαρή Θεοδώρα, εντυπωσιάζεται από το κάλλος και το χαρακτήρα της και τη ζητάει σε γάμο. Μετά από λίγο παντρεύονται και τη φέρνει στην Άρτα όπου και την ανεβάζει στο θρόνο του Δεσποτάτου.

Οι δύο αυτοί άνθρωποι ήταν εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους. Όσο ενάρετη και αφοσιωμένη στα θεία είναι η Θεοδώρα τόσο αποκλίνει προς τις σαρκικές απολαύσεις και τις διασκεδάσεις ο Μιχαήλ.

Η Θεοδώρα δεν μπορεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς της κοσμικής ζωή του Μιχαήλ και το ρήγμα βαθαίνει ανάμεσα στο αντρόγυνο. Τότε, όπως συμβαίνει και τώρα και μάλλον θα συμβαίνει πάντα, ένα τρίτο πρόσωπο μπαίνει ανάμεσα τους.

Πρόκειται για την Αρτινή αρχόντισσα Γαγγρινή την οποία ο Μιχαήλ εγκαθιστά στο παλάτι και ανεβάζει στο θρόνο του δεσποτάτου, αποκτώντας μάλιστα μαζί της δύο νόθους γιους. Ταπεινωμένη η Θεοδώρα εγκαταλείπει τη βασιλική αυλή στα χέρια της βασιλικής ερωμένης και καταφεύγει στα όρη Τζουμέρκα.

Σύμφωνα με το βιογράφο της Θεοδώρας, το λόγιο μοναχό Ιώβ που έζησε το 17ο αιώνα, η κατοπινή Αγία τριγυρνούσε σε πλήρη ένδεια στα βουνά και στα λαγκάδια επί πέντε χρόνια, μαζί με τον πρωτότοκο γιο της Νικηφόρο και τρεφόταν αποκλειστικά με χόρτα, καθώς ο μοναχός Ιώβ την αποκαλεί «λαχανευομένη».

Παρά τις δοκιμασίες και τις κακουχίες ποτέ δεν έχασε την πίστη της στο Θεό. Μετά από πέντε χρόνια περιπλανήσεων τη Θεοδώρα λυπήθηκε και περιμάζεψε ένας ιερέας από την Πρένιστα, το σημερινό Κορφοβούνι, ένα ορεινό χωριό της Άρτας.



Η Θεοδώρα όμως ήταν πάρα πολύ αγαπητή στους Αρτινούς για την ευσέβεια και τη γλυκύτητα του χαρακτήρας της. Μόλις λοιπόν μαθαίνουν ότι ξαναβρέθηκαν τα ίχνη της και εξαγριωμένοι από την έκλυτη ζωή του Μιχαήλ οι Αρτινοί με προεξέχοντες τους άρχοντες της Άρτας απαιτούν την επιστροφή της. Κατόπιν αυτής τη λαϊκής απαίτησης και μη μπορώντας προφανώς να κάνει αλλιώς ο Μιχαήλ Β' Κομνηνός-Δούκας «εξαναγκάζεται» να επαναφέρει στο παλάτι τη Θεοδώρα, την αποκαθιστά στο θρόνο ενώ η αρχόντισσα Γαγγρινή εκδιώκεται από τους Αρτινούς και εγκαταλείπει με τη σειρά της τη βασιλική αυλή.

Η βασίλισσα Θεοδώρα συνεχίζει και μάλιστα με μεγαλύτερο από πριν ζήλο το θεάρεστο έργο της και στις φιλανθρωπίες της ενώ αποκτά με το Μιχαήλ τέσσερα ακόμα παιδιά: τον Ιωάννη, το Δημήτριο, την Ελένη και την Άννα.

Αυτή τη φορά όμως την ακολουθεί κατά πόδας και ο Μιχαήλ, ο οποίος προκειμένου να εξιλεωθεί για τη συζυγική του απιστία επιδίδεται σε πράξεις μετάνοιας. Οι πράξεις του αυτές είναι που γέμισαν την Άρτα με τα λαμπρά βυζαντινά μνημεία που θαυμάζουμε σήμερα. Ιδρύει τη Μονή της Κάτω Παναγιάς, κτήτορας της οποία φέρεται η Θεοδώρα, τη μονή της Παναγίας των Βλαχερνών στο ομώνυμο χωριό των Τζουμέρκων και τη μονή του Αγίου Γεωργίου στην παλιά κάτω πόλη της Άρτας. Σ' αυτήν την τελευταία θα μονάσει η βασίλισσα Θεοδώρα μετά το θάνατο του Μιχαήλ το 1270 κι επί 10 χρόνια μέχρι την κοίμηση της το 1280 ή το 1281 κατά άλλους μελετητές.

Η ανακήρυξή της ως Αγία έγινε από τους ίδιους τους Αρτινούς τιμώντας την αφοσίωση της στο Θεό αλλά και το μεγάλο φιλανθρωπικό της έργο. Ο τάφος της ήταν στο νάρθηκα του ναού του Αγίου Γεωργίου ο οποίος πήρε στη συνέχει το όνομα της.

Η μνήμη της τιμάται στις 11 Μαρτίου και είναι η πολιούχος -; προστάτης Αγία της Άρτας. Το λείψανο της βρίσκεται ακόμα και σήμερα μέσα στο ναό σε μία κόγχη δεξιά του ιερού μέσα σε μία ασημένια λάρνακα, η οποία με μεγαλοπρεπή λιτανεία περιφέρεται στους δρόμους της πόλεως τη μέρα της εορτής της. Επίσης, η Αγία παριστάνεται και σε τοιχογραφία αριστερά της πύλης της προσκομιδής στο καθολικό της μονής της Κάτω Παναγιάς.



Διότι, ἀκόμη κι ὰν τοὺς μιλοῦσα γιὰ τὴν ἐμφάνισή τους, ἀφοῦ δὲν ἔχουν πίστη στὸν Χριστό, δὲ θὰ συμμορφώνονταν. Αγιος Πορφύριος





Πρὸ ἐτῶν, ὅταν ὁ Γέροντας ὑπηρετοῦσε ἀκόμη στὴν Πολυκλινικὴ Ἀθηνῶν, μιὰ μέρα, καθὼς περπατοῦσε στὴν περιοχὴ τῆς Ὁμόνοιας μαζὶ μὲ δύο δικές του κοπέλες, πνευματικά του παιδιά, εἶδε ἀπὸ ἀπέναντι νὰ ἔρχεται μιὰ νεαρὴ μὲ προκλητικὴ ἐμφάνιση. Φοροῦσε τὸ γνωστὸ “σοῦπερ μίνι”, ποὺ ἦταν μόδα. Μόλις τὴν ἀντίκρισαν, λέει ὁ Γέροντας:

- Τι λέτε; Τί σκέπτεσθε; Τήν κατακρίνετε αὐτὴ τὴν κοπέλα;

- Ὄχι, Γέροντα, ἀπάντησαν αὐτές, γνωρίζοντας τὶς θέσεις του.

- Καλά κάνετε καὶ δὲν τὴν κατακρίνετε, είπε ὁ Γέροντας. Νά μὴν κρίνετε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση. Αὐτὴ ἡ κοπέλα ποὺ βλέπετε ἔχει θαυμάσια ψυχή! Ἔχει δυναμισμὸ ψυχῆς. Αὐτὸ ποὺ κάνει τώρα, δηλαδὴ ποὺ προκαλεῖ, ὀφείλεται στὴ δύναμη τῆς ψυχῆς της. Φαντασθεῖτε τί θὰ γίνει ἂν αὐτὴ ἡ κοπέλα γνωρίσει τὸν Χριστό, ἐὰν μάθει ὅλα ὅσα ἐσεῖς ξέρετε. Τότε ἀσφαλῶς θὰ φθάσει πολὺ ψηλά!

Αὐτὸς ἦταν ὁ τρόπος τῆς συμβουλευτικῆς καὶ τῆς παιδαγωγικῆς τοῦ πατρὸς Πορφυρίου. Καθοδηγοῦσε τοὺς ἀδελφοὺς βιωματικὰ καὶ ἐποπτικά.

Ἦρθαν στὸν Γέροντα μὲ ἄσεμνη ἐμφάνιση

Μιὰ ἡμέρα, ποὺ πῆγα στὸν Γέροντα, συνάντησα ἐκεῖ κάποιες κοπέλες, ποὺ εἶχαν πάει κι αὐτὲς νὰ τὸν δοῦν. Ἦταν, ὅμως, ἄσεμνα ντυμένες. Κουβέντιαζε, λοιπόν, μαζί τους ὁ Γέρων Πορφύριος γιὰ διάφορα πνευματικὰ θέματα, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἔκανε καμία παρατήρηση γιὰ τὴν ἐμφάνισή τους. Ἐγώ, ὁμολογουμένως, ἀγανάκτησα ἐσωτερικὰ μ’ αὐτὲς τὶς κοπέλες, ποὺ πῆγαν σ’ ἕνα τέτοιο ἅγιο Γέροντα ντυμένες κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀλλὰ σκανδαλίσθηκα καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ γέρων Πορφύριος δὲν τοὺς ἔκανε παρατήρηση.

Ὅταν ἔφυγαν οἱ κοπέλες, χαμογελώντας μοῦ εἶπε: “Κύριε τάδε, ἐγὼ δὲν εἶμαι αὐστηρός, ὅπως εἶσαι ἐσύ”. Βέβαια, ἀμέσως κατάλαβα ὅτι εἶχε συλλάβει τὴ σκέψη μου καὶ τὸν σκανδαλισμό μου. Ὅμως, τὸν ρώτησα: “Γιατί τὸ λέτε αὐτό, Γέροντα;”. Μοῦ εἶπε τότε: “Ἦρθαν αὐτὲς οἱ κοπέλες ἐδῶ μ’ αὐτὴ τὴν ἐμφάνιση καὶ δὲν τοὺς ἔκανα παρατήρηση. Ἐγὼ ἔχω μιὰ ἄλλη τακτική. Διότι, ἀκόμη κι ὰν τοὺς μιλοῦσα γιὰ τὴν ἐμφάνισή τους, ἀφοῦ δὲν ἔχουν πίστη στὸν Χριστό, δὲ θὰ συμμορφώνονταν. Προσπαθῶ πρῶτα νὰ τὶς φέρω στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί, τότε, μόνες τους θὰ καταλάβουν τὸ λάθος τους καὶ θὰ διορθωθοῦν”.

Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου,