Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καππαδοκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καππαδοκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

Τα Χριστούγεννα... στην Καππαδοκία

Free-Xmas-Holidays-Screensaver.jpg





Έθιμα των Καππαδόκων
Υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Καππαδοκίας σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες. Ελάχιστα είναι τα εξωχριστιανικά έθιμα και αυτά αναφέρονται στην απομάκρυνση κακών πνευμάτων και δαιμόνων. Καταγράψαμε τα ήθη και τα έθιμα και τα συνθέσαμε κατά ενότητες παρακολουθώντας τα παράλληλα με το χρόνο που τελούνταν.
Τα Χριστούγεννα τα έλεγαν οι Καππαδόκες Μικρό Πάσχα. Από την παραμονή 24 Δεκεμβρίου άρχιζαν οι προετοιμασίες, Έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα που τα μοιράζονταν περισσότερες οικογένειες. Σ' όλα τα σπιτικά ζύμωναν πίττες με αλεύρι, γάλα, αυγά, ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν.
Τη νύχτα της παραμονής, περασμένα μεσάνυχτα χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Αν δεν υπήρχαν καμπάνες χρησιμοποιούσαν σήμαντρα ή ακόμη και συνεργεία από ιεροδρόμους με επικεφαλής τον κανδηλανάφτη που διάβαιναν το χωριό απ' άκρη σ' άκρη και ειδοποιούσαν τους πιστούς πως ήρθε η ώρα της εκκλησίας χτυπώντας τις πόρτες τους.
Οι άνδρες φορούσαν γιορτινά και οι γυναίκες τις κεντημένες φορεσιές από τσόχα. Πήγαιναν όλοι μαζί οι γείτονες και για να βλέπουν στο σκοτάδι κρατούσαν πυρσούς. Η Λειτουργία, τελείωνε, πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους Ασπάζονταν οι μικρότεροι τα χέρια των μεγαλύτερων και ευχόταν «Χριστός γεννάται», «Αληθώς γεννάται», «Χρόνια Πολλά» κ.α.
Έστρωναν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιλάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Απαραίτητα έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι την ημέρα αυτή και το " χερσέ" πιλάφι από ψιλοκομμένο στάρι που είχε βράσει σε ζωμό από κόκαλα. Το φαγητό αυτό το έδωσαν και στην Παναγία να φαει όταν ήταν λεχώνα.
Δεν είχε ξημερώσει και οι περισσότεροι έπεφταν πάλι για να κοιμηθούν. Όλες τις μέρες από τα Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Βασιλείου γιόρταζαν, συγκεντρωμένοι στα σπίτια διασκέδαζαν χορεύοντας χωριστά οι άντρες και χωριστά. οι γυναίκες, στα δώματα, στις στέγες που ήταν επίπεδες, σε μικρές πλατείες αν ο καιρός το επέτρεπα..
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό. Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαινα στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη (πετζέ) κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου " Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου ...» και πολλές φορές στο τέλος πρόσθεταν : Καλησπέρα στη βραδιά σας, όποιος δώσει να κάμει αγόρι, όποιος δε δώσει, να κάνει κορίτσι, κι αυτό ως το πρωί καμπουριασμένο. Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα τα παιδιά τα έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι .
Τη νύχτα εκείνη γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αι-Βασίλη και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα.
Πίστευαν πως τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ανοίγει ο ουρανός. Αν τη νύχτα της παραμονής γεννιόταν παιδιά, θα ήταν τυχερά. Αν ήταν αγόρια, τους έδιναν στη βάφτιση το όνομα Βασίλης.
Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό τον Αι-Βασίλη «σουγιού». Γέμισε η κάθε μία τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση σακούλα μικρή με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.
Το είχαν σε κακό να δανείσουν ή να δώσουν ελεημοσύνη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, θα έφευγε η σοδειά, το μπερεκέτι του σπιτιού.
Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αι-Βασίλη να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Μια παράδοση αποδίδει την καθιέρωση της βασιλόπιτας στην επινοητικότητα του Αγίου Βασιλείου. Κάποτε κάποιος πολύ σκληρός έπαρχος της Καππαδοκίας πλησίασε την Καισαρεία με άγριες διαθέσεις.
Ήθελε να βασανίσει τους χριστιανούς. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε να του προσφέρουν ότι νόμισμα ή κόσμημα είχε ο καθένας τους, και να τον συνοδεύσουν στην υποδοχή του άρχοντα. Ο έπαρχος αντικρίζοντας το θησαυρό θαμπώθηκε αλλά για λόγους που δε γνωρίζουμε δεν πήρε την προσφορά τους. Ο Άγιος ανακουφίστηκε αλλά βρέθηκε μπροστά σε αδιέξοδο, γιατί δε θυμόταν σε ποιον ανήκε το κάθε αντικείμενο. Βρήκε όμως τη λύση. Έκανε παραγγελία τόσες πίτες όσα ήταν και τα νομίσματα-κοσμήματα και τοποθέτησε σε καθεμία από ένα. Κατόπιν τα μοίρασε στους πιστούς.
Σύμφωνα με το θρύλο καθένας έτυχε στην πίτα του ό, τι είχε δωρίσει. Έτσι λένε ότι γεννήθηκε το έθιμο της βασιλόπιτας που κόβουμε την παραμονή ή ανήμερα την Πρωτοχρονιά.

Κάλαντα από το Μιστί 
Αρχήν αρχήν τα κάλαντα Κι αρχή καλά χρόνια

Τα πουλιά λαλούν
Τσι τα χερώνεια κράζνει} δις
Αϊ Βασίλημ καλό ζευγάρη λάμεις
Καλόνι αφέντημ καλό τσι ευλογημένο }δις
Έχεις τσι ντου αλέτηρ σου
Στο χρυσό βουτηγμένο
Και το γυνίτσι σου ασημοκαμωμένο
Έχεις και τα βουδίτσια σου
Της Παναγιάς πουλίτσια
καλάντι αφέντημ καλά τσι ευλογημένα (δίς)
άκουντα νουνάκαμ άκουντα 
αν τσισει τσιάν τσιμάσει
γύψει ντου φενέρ μας
φώτησε την γενειά μας
φώτησε την γενειά μας να σε φωτής θεός.