Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γιαγιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γιαγιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Ο κορονοιός,η εκκλησία και το κασκόλ!












Μου είπαν οι επιστήμονες, αυτοί που ξέρουν τα πολλά να βάλω μάσκα για να μην κολλήσω ή να μην μεταδώσω τον κορονοιό.
Σέβομαι τη γνώμη τους.
Θα μπορούσα να βάλω την μάσκα στο σπίτι μου, στο μπαλκόνι μου, στον δρόμο που θα περπατώ, στο λεωφορείο για να πάω στη δουλειά μου, στα καταστήματα για να ψωνίσω, στη λαϊκή όταν πάω να πάρω τα φρούτα και τα λαχανικά…παντού!
Όμως , θυμήθηκα μια φορά που είχα πάει στην εκκλησία να ανάψω ένα κεράκι, ανήμερα του Ευαγγελισμού. Μπήκε μέσα στην εκκλησία μια γιαγιά με ένα μπαστουνάκι και  με  ένα γκρι κασκόλ γύρω από την μύτη και το στόμα τυλιγμένο. Έκανε κρύο, μα η γιαγιούλα γρήγορα το ξετύλιξε από πάνω της βιαστικά.
-Μη το βγάζεις γιαγιά, της είπα βιαστικά, η εκκλησία δεν έχει ζέστη και το κρύο είναι πολύ. Με κοίταξε με μια ματιά που μέχρι το μεδούλι έφτασε.
-Και πως θα προσκυνήσω τον Χριστό, και πως θα ασπαστώ την Παναγία, και πως θα κάνω την προσευχή και πως θα μεταλάβω, μου λες;
Με ακινητοποίησε η γιαγιά, και ο σηκωμένος μου γιακάς γρήγορα κατέβηκε  κάπως  να της… μοιάσω.
Ντράπηκα εγώ ο νέος, μπροστά στη γιαγιά. Μάθημα μου έκανε με ένα κασκόλ.
Και τώρα μου λένε να βάλω μάσκα για τον κορονοιό στην εκκλησιά. Και να ήθελα δεν με αφήνει η γιαγιά, δεν με αφήνει…το κασκόλ της.
Και ηχούν στα αυτιά μου παράταιρα τα λόγια τώρα που κάποιοι μου λένε να τρέμω και να φοβάμαι τον κορονοιό  ακόμη και όταν πάω και στην εκκλησιά…
Αλλά και εγώ <<πως θα προσκυνήσω τον Χριστό, και πως θα ασπαστώ την Παναγιά, και πως θα κάνω την προσευχή και πως θα μεταλάβω…;
Μου λες;
Θα κρατήσω για όλα την γνώμη των ειδικών, τους σέβομαι…
Όμως για την εκκλησία θα κρατήσω την γνώμη της γιαγιάς.
Δεν σέβομαι μόνο την ηλικία  της και τα άσπρα της μαλλιά.
Σέβομαι το…κασκόλ που δεν ήταν τυλιγμένο στο ροζιασμένο της λαιμό, αλλά...στην τσάντα!

χ.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Η γιαγιά και οι Χαιρετισμοί


Ήτανε Μεγάλη Σαρακοστή. Μα δεν θυμάμαι του πότε... Τρίτοι Χαιρετισμοί. Στο μοναστήρι τους κάναμε αργά τους Χαιρετισμούς. Οι Παρασκευές της Σαρακοστής όπως και να το κάνεις είναι οι πιο χαρούμενες μέρες .
Στη μέση του ναού η εικόνα της Παναγιάς με τα κεριά της και τις κεντημένες ποδιές. Και το 'χαμε τυπικό κάθε φορά να βγάζουμε κι' άλλη Παναγιά στο προσκυνητάρι να ακούσει τους Χαιρετισμούς.
Τη μια το "'Αξιον εστί" και μετά την Γλυκοφιλούσα και την Παναγία του Πάθους, εκείνη την εβδομάδα της Σταυροπροσκύνησης. Τούτες οι μικρές αλλαγές ομόρφαιναν την ζωή.
Το Πάσχα ήταν τότε νωρίς και η Σαρακοστή έπεφτε μεσ' το χειμώνα. Κρύο πολύ. Είχαμε στη λιτή ξυλόσομπα και ο εκκλησιαστικός ο π. Νήφωνας έβαζε κούτσουρα μεγάλα. Ατμόσφαιρα Παπαδιαμαντική. Τώρα τα αναπολώ με γλυκασμό και νοσταλγία.
Τέλειωσε ο κανόνας και ο δεξιός ψάλτης πήρε να λέει αργά το "Τη Υπερμάχω". Και ο παπάς αργά βγήκε από την Ωραία Πύλη με το βιβλίο του και το θυματό να διαβάσει τους Χαιρετισμούς. Θύμιασε με σέβας έκανε τις μετάνοιες και πήρε την θέση του μπροστά στο προσκυνητάρι.
Ησυχία ... 
Ξεκινάει ο εφημέριος τους Χαιρετισμούς... και μέσα στη σιγαλιά της ακολουθίας μια φωνή μιας μικροκαμωμένης γιαγιάς ακουγόταν στο βάθος να επαναλαμβάνει τα ίδια λόγια !!! Οι πιο θερμοί πήραν νωρίς φωτιά. Σσσσσ...
Η φωνή όμως δεν σταματούσε. Σαν να το 'βαζε πείσμα μάλιστα να ξεπεράσει τον παπά σε δύναμη. Ακόμα και οι πιο μακρόθυμοι έφτασαν να δυσφορήσουν.
- Μα ποιος μιλά, φώναξε κάποιος. Ο μόνος που δεν μίλησε ήτανε ο παπάς.
Τελειώσανε οι Χαιρετισμοί, ξανά "Τη Υπερμάχω" και μετά το "Άσπιλε". Άμα απόλυσε ο παπάς και βγαίναμε από το Καθολικό, πήρα παράμερα την γιαγιά που μας τάραξε με τη φωνή της να την "συνετίσω".
- Κυρία ξέρετε ... τα λόγια του παπά τα διαβάζει μοναχά εκείνος. Πως να σας το πω ... Είναι τα δικά του. 'Εχει άλλους ψαλμούς που τους λέμε όλοι μαζί. Μα η γιαγιά έμοιαζε να μην το καταλαβαίνει και μου είπε ... την ευχή σας.
- Λέω, για αυτό που έγινε σήμερα. Δεν πρέπει να δημιουργούμε αταξία στην εκκλησία.
Μια νεαρή γυναίκα που συνόδευε την γιαγιά, κάτι της φώναξε δυνατά στο αυτί και το μυστήριο της καλής γιαγιάς λύθηκε. Η γιαγιά κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι της και έδειξε λυπημένη ...
- Συμπάθαμε αδελφέ μου λέει, μα δεν ακούω καθόλου!!! Τους λέω τους Χαιρετισμούς και 'γω αφού δεν μπορώ να τους ακούσω από τον παπούλη. Συμπάθαμε αν σε πίκρανα ...
Έμεινα να την κυττώ όμοια μορφή βγαλμένη από συναξάρι.
- Να τους λες γιαγιά και λέγε και για μένα ένα "Κύριε ελέησον", εμένα που δεν τους ξέρω ούτε από μέσα.

 
agiameteora.


Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Ήταν Ανθρωπος.

  200577-pict21l.jpg

Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν
σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.

Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα
δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας, δεν μίλησε.

Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθησε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο
πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.

Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν νΌ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.

ΑλλΌ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, νΌ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.

Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ νΌ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι
χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».

Στην επόμενη στάση ένα παληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παληκάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.

Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

(Από την Ξένια Σώντερς)

Πηγή: Ηλεκτρονικό Περιοδικό "Το Γράμμα", Τεύχος 100 (Δυστυχώς το τελευταίο), σελ. 14