Ο Ιερός Ναός
της Παναγίας των Βλαχερνών
ή
Βλαχερνίτισσας
είναι από τα
γνωστότερα ιερά της Παναγίας και ένα από τα σημαντικότερα Ορθόδοξα
προσκυνήματα της Πόλης. Βρίσκεται στις Βλαχέρνες, στην περίφημη αυτή
συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εκτός του ναού υπήρχε και βασιλικό
παλάτι.
Ο Ναός έγινε γνωστός από την παλαιότατη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών που παριστάνει την Θεοτόκο όρθια δεομένη με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, έχοντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που σε ανάμνηση της βοηθείας της Θεοτόκου προς τους υπερασπιστές του Βυζαντίου εναντίον των Περσών και Ρώσων, γράφηκε ο γνωστός σε όλους Ακάθιστος Ύμνος. Από Βυζαντινούς συγγραφείς μαθαίνουμε για το απαράμιλλο κάλλος του Ναού, καθώς και τα άπειρα θαύματα της Παναγίας.
Ο Ναός έγινε γνωστός από την παλαιότατη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών που παριστάνει την Θεοτόκο όρθια δεομένη με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, έχοντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που σε ανάμνηση της βοηθείας της Θεοτόκου προς τους υπερασπιστές του Βυζαντίου εναντίον των Περσών και Ρώσων, γράφηκε ο γνωστός σε όλους Ακάθιστος Ύμνος. Από Βυζαντινούς συγγραφείς μαθαίνουμε για το απαράμιλλο κάλλος του Ναού, καθώς και τα άπειρα θαύματα της Παναγίας.
Το ιερό των
Βλαχερνών το αποτελούσαν τρία κτίρια: Η κεντρική εκκλησία, το παρεκκλήσιο
των λειψάνων και το «λοῦσμα». Η εκκλησία είχε το σχήμα της ξυλόστεγης
τρίκλιτης βασιλικής.
Το παρεκκλήσιο των λειψάνων ή
παρεκκλήσιο της Αγίας σορού ήταν κυκλικό κτίσμα με νάρθηκα, που βρισκόταν
στα νότια του ιερού του ναού. Φιλοξενούσε, εκτός από τα λείψανα, το ωμοφόριο
της Θεοτόκου, το πέπλο της και την Τιμία Ζώνη.
Τὸ «λοῦσμα»
επικοινωνούσε με το παρεκκλήσιο. Τὸ λοῦσμα στεγαζόταν με θόλο και οι τοίχοι
ήταν διακοσμημένοι με εικόνες. Σε ειδική κόγχη βρισκόταν η εικόνα της
Παναγίας. Στη δεξαμενή κατέβαινε κάθε Παρασκευή ο αυτοκράτωρ και λουζόταν
Ιστορία της Εκκλησίας
Ο Ναός της
Παναγίας των Βλαχερνών ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό
της Μαρκιανό μεταξύ 450-453.
Επί Λέοντος
Α’ του Θρακός (457-474) ο ναός ολοκληρώθηκε και απέκτησε λάμψη,
ιδιαίτερα με
τη δημιουργία του «αγίου λούσματος» και του αγιάσματος. Τότε
χτίστηκε κα το παρεκκλήσιο της Αγίας σορού για να δεχτεί το ωμοφόριο και την
Τίμια Ζώνη της Θεοτόκου, που μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη το 473,
με αποτέλεσμα ο ναός
να γίνει το κυριότερο προσκυνηματικό κέντρο της Θεοτόκου στην Πόλη.
Το ίδιο συνέβη και με την
Αχειροποίητο εικόνα του Σωτήρος (το γνωστό Άγιο Μανδήλιο), το οποίο μετεφέρθη στην Κωνσταντινούπολη
από τον Ρωμανό τον Πρεσβύτερο από την Έδεσσα της Συρίας. Την ίδια
περίοδο αφιερώθηκαν στο ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεία,
κυρίως κτήματα.
Ο
Ιουστινιανός επί της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου Α’ (518-527)
τροποποίησε και τελειοποίησε το αρχικό οικοδόμημα. Στον τύπο της βασιλικής
υψώθηκε τρούλος, στηριγμένος σε ημικύκλιο που σχημάτιζαν οι κίονες.
Στα υπόγεια του Ναού υπήρχε το Άγιο
Λούμα, σημερινό Αγίασμα. Κατά μία παλιά συνήθεια πήγαιναν οι Αυτοκράτορες την
Παρασκευή της Γ' των Νηστειών και λούζονταν στο Άγιο Λούμα.
Ο Ιουστίνος
ο Β’ (565-578) είχε προσθέσει δύο αψίδας, ενισχύοντας το σχήμα του σταυρού.
Πολλοί αυτοκράτορες, κατά καιρούς, από προσωπικό ενδιαφέρον βοήθησαν στην αναδιοργάνωση των Βλαχερνών με διάφορες δωρεές. Το μέγεθος των λειτουργικών αναγκών του ναού αποκαλύπτεται από Νεαρά του Ηρακλείου, η οποία ορίζει το ιερατείο και το προσωπικό το οποίο ανερχόταν συνολικά σε 74 άτομα, 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί.
Πολλοί αυτοκράτορες, κατά καιρούς, από προσωπικό ενδιαφέρον βοήθησαν στην αναδιοργάνωση των Βλαχερνών με διάφορες δωρεές. Το μέγεθος των λειτουργικών αναγκών του ναού αποκαλύπτεται από Νεαρά του Ηρακλείου, η οποία ορίζει το ιερατείο και το προσωπικό το οποίο ανερχόταν συνολικά σε 74 άτομα, 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί.
Το
γνωστότερο και σπουδαιότερο γεγονός είναι η σωτηρία της Πόλης κατά το 626
όταν πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα των Αβάρων. Η εικόνα της Βλαχερνίτισσας
λιτανεύτηκε στις επάλξεις από το γιο του απουσιάζοντος Ηρακλείου, τον
πατριάρχη Σέργιο (610-638) και το λαό. Η πολιορκία λύθηκε, η Πόλη σώθηκε και
η σωτηρία αποδόθηκε στην Παναγία. Σύσσωμος ο λαός οδηγήθηκε με την εικόνα
στον ιστορικό ναό όπου αγρύπνησε ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο.
Στη διάρκεια της Εικονομαχίας επί Κωνσταντίνου Ε’ επειδή ήταν το λατρευτικό κέντρο των Ορθοδόξων, παράλληλο με την Αγία Σοφία (π.χ. κάθε Παρασκευή γινόταν ολονύχτιες αγρυπνίες των πιστών αφιερωμένες στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας) το εικονογραφικό πρόγραμμα καταστράφηκε. Όπως μας πληροφορεί «ο Βίος του Αγίου Στεφάνου του Νέου», που γράφτηκε το 808, οι εικονομάχοι αντικατέστησαν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων με παραστάσεις δέντρων, πτηνών και θηρίων. Τότε εξαφανίστηκε και η ξύλινη, αργυρόχρυση και ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1030 κρυμμένη στον τοίχο κατά τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν επί Ρωμανού Γ’ Αργυρού.
Το 843, με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για το θρίαμβο των εικόνων. Κατά την παράδοση εξάλλου το 944 τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του ναού η εικόνα του Χριστού και η επιστολή του βασιλέα Αβγάρου, που έφεραν από την Έδεσσα.
Στη διάρκεια της Εικονομαχίας επί Κωνσταντίνου Ε’ επειδή ήταν το λατρευτικό κέντρο των Ορθοδόξων, παράλληλο με την Αγία Σοφία (π.χ. κάθε Παρασκευή γινόταν ολονύχτιες αγρυπνίες των πιστών αφιερωμένες στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας) το εικονογραφικό πρόγραμμα καταστράφηκε. Όπως μας πληροφορεί «ο Βίος του Αγίου Στεφάνου του Νέου», που γράφτηκε το 808, οι εικονομάχοι αντικατέστησαν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων με παραστάσεις δέντρων, πτηνών και θηρίων. Τότε εξαφανίστηκε και η ξύλινη, αργυρόχρυση και ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1030 κρυμμένη στον τοίχο κατά τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν επί Ρωμανού Γ’ Αργυρού.
Το 843, με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για το θρίαμβο των εικόνων. Κατά την παράδοση εξάλλου το 944 τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του ναού η εικόνα του Χριστού και η επιστολή του βασιλέα Αβγάρου, που έφεραν από την Έδεσσα.
Σε
κάποια νεώτερη φάση ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός (1028-1034) διακόσμησε με χρυσό και
ασήμι τα εσωράχια των τοξοστοιχιών.
Το 1070 η
εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανακαινίστηκε από τους αυτοκράτορες
Ρωμανό Δ'
Διογένη
(1067-1071)
και Μιχαήλ Ζ' Δούκα
(1071-1078). Ξανακαταστάφηκε και ανοικοδομήθηκε από τον
Ανδρόνικο Κομνηνό το 1184.
Μετά το 1204
καταλαμβάνουν το ναό των Βλαχερνών οι Λατίνοι μέχρις ότου ο Ιωάννης Γ’
Δούκας Βατάτζης (1222-1254) τον εξαγόρασε από τους Καθολικούς, όπως και
πολλά μοναστήρια της Πόλης. Το 1348 Γενουάτες πειρατές με τις πολιορκητικές
τους μηχανές προκάλεσαν ζημιές στο ιερό.
Από τις μαρτυρίες που σώθηκαν ο ναός των Βλαχερνών ήταν δίπλα στον Κεράτιο, έξω από τα τείχη. Για να προστατευτεί ο Ηράκλειος περιτείχισε το χώρο. Όταν αργότερα ιδρύθηκε το Παλάτι των Βλαχερνών, πιο πάνω από το ναό στη πλαγιά του λόφου, Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και εδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πως στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας.
Από τις μαρτυρίες που σώθηκαν ο ναός των Βλαχερνών ήταν δίπλα στον Κεράτιο, έξω από τα τείχη. Για να προστατευτεί ο Ηράκλειος περιτείχισε το χώρο. Όταν αργότερα ιδρύθηκε το Παλάτι των Βλαχερνών, πιο πάνω από το ναό στη πλαγιά του λόφου, Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και εδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πως στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας.
Κατά τον Φραντζή ο Ιερός Ναός κάηκε
από κάποια αρχοντόπουλα που προσπαθούσαν να πιάσουν περιστέρια το 1434,
λίγο πριν την άλωση, ενώ σώθηκε
μόνο ο χώρος του αγιάσματος.
Ύστερα από
την πυρκαγιά του 1434 και την Άλωση, τα πάντα ερειπώθηκαν και ερημώθηκαν. Η
φήμη και ο πλούτος του ιερού εξαφανίστηκαν.
Η περιοχή
περιήλθε με
την Άλωση στους Οθωμανούς μέχρι το 1858. Τη χρονιά αυτή η περιοχή του αγιάσματος αγοράστηκε από
την Ορθόδοξη συντεχνία των γουναράδων.
Ακόμη η συντεχνία αγόρασε διάφορα οικόπεδα γύρω από το αγίασμα, προκειμένου
να είναι εύκολη η επέκταση του ναϊδρίου που υπήρχε πάνω από το αγίασμα.
Παράλληλα από το 1856 μέχρι το 1866 το ναΐδριο σταδιακά επεκτάθηκε, με
ευθύνη της συντεχνίας. Το έτος αυτό (1866) ο Πατριάρχης Σωφρόνιος αποφάσισε
να κατασχέσει το αγίασμα με το ναό και να τα θέσει υπό την ευθύνη του
Πατριαρχείου.
Κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών ο τουρκικός όχλος κατέστρεψε το νάρθηκα και όλα τα ξύλινα μέρη του ναού. Υπό την ευθύνη του τότε πατριάρχη Αθηναγόρα ο ναός ανοικοδομήθηκε στη σημερινή του μορφή και εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουνίου 1960. Η εκκλησία αγιογραφήθηκε το 1964, με θέματα από την ιστορία του ναού. Μελλοντικές ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Παναγίας των Βλαχερνών πιθανόν να αποκαλύψουν τα ερείπια του μεγάλου βυζαντινού ναού.
Κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών ο τουρκικός όχλος κατέστρεψε το νάρθηκα και όλα τα ξύλινα μέρη του ναού. Υπό την ευθύνη του τότε πατριάρχη Αθηναγόρα ο ναός ανοικοδομήθηκε στη σημερινή του μορφή και εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουνίου 1960. Η εκκλησία αγιογραφήθηκε το 1964, με θέματα από την ιστορία του ναού. Μελλοντικές ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Παναγίας των Βλαχερνών πιθανόν να αποκαλύψουν τα ερείπια του μεγάλου βυζαντινού ναού.
Παναγία η Βλαχερνίτισσα
είναι ο χαρακτηρισμός της παλαιοτάτης και θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου
στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Η εικόνα
παριστάνει την Θεοτόκο όρθια,
μετωπική,
σε
στάση δεομένης,
με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό,
φέροντας στο στήθος της
εγκόλπιο με τον Ιησού.
Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που κατά
την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβάρους το 626 η εικόνα της
Θεοτόκου της Βλαχερνίτισσας, έσωσε την πόλη από τον κίνδυνο και κατόπιν
εψάλη στο ναό ο Ακάθιστος Ύμνος.
Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας καλύφτηκε η
εικόνα μέσα στον νότιο τοίχο του ναού της Παναγίας των Βλαχερνών από τον
αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε' (741-775) για να εξουδετερωθεί η προς εκείνη
αποδιδόμενη τιμή από τους Βυζαντινούς, όμως αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο
κατά την περίοδο της βασιλείας του Ρωμανού Γ' Αργυρού (11ος αιώνας).
Με την
εικόνα της Βλαχερνίτισσας συνδέεται και το θαύμα του πέπλου που ανασηκωνόταν
από το πρόσωπο της Θεοτόκου ανάλογα με την περίπτωση, όπως μαρτυρεί η Άννα η
Κομνηνή.