Τι πλέον θέλεις;
Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.
Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.
Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.
Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.
Τι πλέον θέλεις;
Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Ετικέτες 3
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγραφα Ευρυτανίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγραφα Ευρυτανίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014
Αγραφα Ευρυτανίας Το Μοναστήρι της Παναγίας Τροβάτου
Είναι γεγονός πως το χωριό μας, το Τροβάτο Ευρυτανίας, είναι ελάχιστα γνωστό. Θα κυριολεκτούσαμε, αν λέγαμε, πως την όποια αναφορά του σ' αυτό την οφείλει στο ιστορικό μοναστήρι της κοίμησης της Θεοτόκου ή της Παναγίας, όπως μας είναι γνωστό.
Ο σημερινός επισκέπτης αντικρίζει ένα επισκευασμένο μοναστήρι. Οι αιώνες που πέρασαν από τότε που κτίστηκε, αλλά και η έλλειψη φροντίδας γι' αυτό το είχαν καταστήσει ετοιμόρροπο. Τα τελευταία χρόνια επισκευάστηκε με τη φροντίδα των χωριανών και του παπα-Πέτρου, αλλά χωρίς ν' αποφευχθεί η αλλοίωση της φυσιογνωμίας του.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ
Δεν έχουμε, δυστυχώς, σαφείς πληροφορίες ούτε άλλα στοιχεία από τα οποία θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε με βεβαιότητα στην ακριβή και αδιαμφισβήτητη χρονολογία ίδρυσής του. Εικάζουμε πως χτίστηκε την τελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα και πάντως πριν το 1600 από το λογιότατο ιερομόναχο Αντώνιο, ο οποίος καταγόταν από το Τροβάτο. Το μοναστήρι του οποίου σήμερα σώζεται το καθολικό, είναι μονόχωρος ναός, τρίκογχος με δίρριχτη στέγη, χωρίς τρούλο. Ο Αντώνιος μάς είναι γνωστός, γιατί υπήρξε διδάσκαλος του Ευγένιου Αιτωλού, ο οποίος έφτασε στο μοναστήρι αυτό περί το 1612. Αυτή είναι και η παλιότερη πληροφορία που έχουμε για το μοναστήρι, το οποίο, βέβαια, το 1612 είχε πια αποκτήσει σημαντική φήμη.
Την ίδρυση του μοναστηριού θα πρέπει να τη δούμε ως αποτέλεσμα της προσπάθειας που είχε καταβάλει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στο β' ήμισυ του 16ου αιώνα για τη διάδοση και διδασκαλία των ιερών γραμμάτων.
Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής ήταν και η Σύνοδος που έγινε στο Μετόχι του Αγίου Τάφου, το 1593, από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Ιερεμία Β'. Σ' αυτή τη Σύνοδο τονίσθηκε η ιερή υποχρέωση της εκκλησίας για συνεχή καλλιέργεια της Πίστης και της Παιδείας. Ειδικότερα όρισε "Εκαστον Επίσκοπον εν τη εαυτού παροικία φροντίδα και δαπάνην την δυναμένην ποιείν, ώστε τα θεία και ιερά γράμματα διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμιν τοις εθέλουσι διδάσκειν και μαθείν προαιρουμένοις, εάν των επιτηδείων χρείαν έχωσιν". Μετά τη Σύνοδο αυτή και με την έντονη προτροπή του Πατριαρχείου υπήρξε μια δραστηριοποίηση και ένας οργασμός σ' όλη τη χώρα σχετικά με την ίδρυση μονών και τη διατήρηση των ιερών γραμμάτων και της χριστιανικής πίστης. Η ανέγερση μοναστηριών ήταν, φυσικά, κυρίαρχη επιδίωξη γιατί μέσα σ' αυτά θα διατηρούνταν η παράδοση της Φυλής μας και θα συντελούσαν στη διατήρηση και διάδοση της χριστιανικής πίστης.
Πρώτος μοναχός και οικιστής αναμφισβήτητα ήταν ο λογιότατος Αντώνιος που καταγόταν, όπως προανέφερα, από το Τροβάτο. Το μοναστήρι αυτό εξαρχής είχε πολύτιμη και πολύπλευρη προσφορά. Πέρα από την αυτονόητη θρησκευτική του προσφορά, επιτέλεσε και σημαντικό κοινωνικό έργο. Αποτέλεσε καταφυγή για τους αδύνατους και δεινοπαθούντες, καταφύγιο για τους διωκόμενους και κατατρεγμένους από τους Τούρκους Έλληνες, αλλά και σκέπη για όσους ήθελαν ν' απαλύνουν την ψυχή τους. Εκεί, ακόμη, προσέτρεχαν και οι κάτοικοι της περιοχής Τροβάτου και των περιχώρων κάθε φορά που ήθελαν ν' αντλήσουν δύναμη, ελπίδα και αισιοδοξία, αλλά και κάθε φορά που ήθελαν να καθησυχάσουν την ένοχη συνείδησή, γιατί αισθάνονταν τον έλεγχό της, για τυχόν παρεκτροπές στην καθημερινή τους ζωή.
Η Μονή, παράλληλα με τη θρησκευτική και κοινωνική της προσφορά, από τα πρώτα ακόμη χρόνια της ίδρυσής της, λειτουργούσε και ως σχολείο κοινών γραμμάτων αλλά και ευρύτερης παιδείας και διέθετε πλήθος χειρόγραφων βιβλίων, την τύχη των οποίων δε γνωρίζουμε σήμερα. Και σ' αυτή τη Μονή-Σχολείο, που ήταν και η πρώτη πνευματική εστία, το πρώτο πνευματικό κέντρο όχι μόνο για το Τροβάτο, αλλά και την ευρύτερη περιοχή των Αγράφων την περίοδο αυτή, φοιτούσε μεγάλος αριθμός μαθητών, όχι μόνο από το Τροβάτο αλλά και από τα Βραγγιανά και το Βελισδόνι, καθώς και παιδιά άλλων οικογενειών από ημιορεινές και πεδινές περιοχές, που είχαν συρρεύσει στην περιοχή για ν' αποφύγουν τα δεινά της τουρκοκρατίας.
Για τον Αντώνιο δεν ξέρουμε ούτε πού σπούδασε ούτε τι σπούδασε. Παλαιότερη πληροφορία γι' αυτόν έχουμε από τον Αναστάσιο Γόρδιο το Βραγγιανίτη (1654-1729), αγαπημένο μαθητή και συνεχιστή του έργου του Ευγένιου Γιαννούλη. Ο Αναστάσιος Γόρδιος αναφέρει ότι ο Αντώνιος "ο εκ Τροβάτου" ήταν ο πρώτος αξιόλογος διδάσκαλος του Γιαννούλη. Ειδικότερα, στη βιογραφία του Ευγένιου Γιαννούλη, ο Γόρδιος αναφέρει ότι, όταν ο σοφός δάσκαλος του ήταν 15 ετών, επειδή η μητρυιά του "χαλαπώς προς αυτόν εφέρετο" έφυγε κρυφά από το πατρικό του σπίτι και πήγε στη μονή Βλοχού, για ν' ακολουθήσει το μοναχικό βίο. Από τη μονή Βλοχού τον παρέλαβε ο ιερομόναχος Αρσένιος, ο εξ Αγράφων, και μαζί έφτασαν στη μονή της Παναγίας Τροβάτου. Στη μονή αυτή βρήκε ο Ευγένιος δυο αξιόλογους ιερομόναχους. τον Αντώνιο από το Τροβάτο και τον Βαρθολομαίο από κάποιο χωριό Αισώπου Νίκη του Αιτωλικού. Οι δυο ιερομόναχοι είχαν μεγάλη φήμη τόσο για την πνευματική τους καλλιέργεια, όσο και για την καλοσύνη τους. Ο Ευγένιος, φιλομαθής όπως ήταν, κοντά στον Αντώνιο έμαθε τα πρώτα γράμματα, την εκκλησιαστική τάξη και τη βυζαντινή μουσική.
Ο Γιαννούλης παρέμεινε στη μονή της Παναγίας Τροβάτου από το 1612 ως το τέλος του 1618. Το 1616 πήγε στο μοναστήρι της Τατάρνας για λίγο, χειροτονήθηκε διάκονος και επανήλθε στη μονή της Παναγίας. Το 1618 ταξίδεψε με τον Αρσένιο στο Άγιον όρος και το 1619 επανήλθε αμέσως στη μονή της Παναγίας Τροβάτου, μετά την πληροφόρησή του ότι ο Αρσένιος σφάχτηκε από Άραβες πειρατές, και το ίδιο έτος μαζί με τον Αντώνιο και το Βαρθολομαίο έφυγαν για το θεοβάδιστον όρος Σινά και τους Αγίους Τόπους. Στα τέλη του 1622 ή αρχές του 1623 ο Γιαννούλης επανήλθε στο μοναστήρι. Το 1624 έφυγε για σπουδές στη Σχολή των Ελληνικών Γραμμάτων στα Τρίκαλα και περί το τέλος του 1625 επανήλθε στη μονή κοντά στους αγαπημένους του δασκάλους. Έφυγε ύστερα, με την ενθάρρυνση του Αντωνίου και Βαρθολομαίου, για σπουδές στην Κεφαλλονιά, κοντά στον πολύ Παΐσιο Μεταξά, πιθανότατα το 1628 και από εκεί συνέχισε την υπόλοιπη λαμπρή σταδιοδρομία του.
Ο Ευγένιος Γιαννούλης έφυγε από τη μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου Τροβάτου σε ηλικία άνω των τριάντα ετών, ενώ είχε πρωτοέλθει στη μονή σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Επομένως, ο Ευγένιος Γιαννούλης στη μονή Τροβάτου "γράμμασι επαιδεύετο" και εκεί πέρασε εκείνα τα χρόνια της ζωής του που ήταν τα προσφορότερα για αφομοίωση και μάθηση* εκείνα τα χρόνια της ζωής του που οι προσλαμβάνουσες ικανότητες για μάθηση βρίσκονταν στην καλύτερή τους ώρα, στην κορύφωσή τους. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι στη μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου Τροβάτου ο Ευγένιος Γιαννούλης απέκτησε το ουσιαστικό πνευματικό του υπόβαθρο και ότι στη μονή αυτή διαμόρφωσε το χαρακτήρα του και σφυρηλάτησε την προσωπικότητά του.
Για τον Αντώνιο γνωρίζουμε ακόμη πως με δαπάνη του αγιογραφήθηκε ο ναός. Σήμερα σώζονται λίγες τοιχογραφίες. Ιδιαίτερα οι τοιχογραφίες του βόρειου τοίχου έχουν καταστραφεί από την άστοχη ανθρώπινη παρέμβαση. Έχουν αποξεστεί οι περισσότερες αγιογραφίες του βόρειου τοίχου και το μέρος έχει καλυφτεί με τσιμέντο. Η αγιογράφηση ήταν βυζαντινότροπη και οι τοιχογραφίες είχαν ως θέματα: α} Τη γέννηση της Θεοτόκου, β} Τον Ιησού δωδεκαετή στο ναό, γ) Την είσοδο στα Ιεροσόλυμα, δ} Την κοίμηση της Θεοτόκου, ε) Το Μυστικό Δείπνο, στ) την Πεντηκοστή, ζ) την Άκρα Ταπείνωση η) τον Άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο, θ) τον Άγιο Ιάκωβο, ι) τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, ια) τον Άγιο Βασίλειο τον Ουρανοφάντορα κ.ά.π.
Η αγιογράφηση ήταν έργο των αγιογράφων Ιωάννου και ετέρου Ιωάννου, μεταξύ των οποίων πρέπει να υπάρχει σχέση διδασκάλου και μαθητή, και έγινε το 1644, όπως πληροφορεί η κτητορική επιγραφή του ναού που υπάρχει πάνω από την δυτική είσοδο του ναού. Έχει δε ως εξής:
[ΙΣΤΟΡ]ΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΟΥΤΟΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙ(ΑΣ) ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙ(ΑΣ) [ΔΙΑ] ΔΑΠΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ [ΚΑΙ] ΛΟΓΙΩΤΑΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΚΥΡΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΙΕΡ(ΟΜΟΝΑ)ΧΟΥ [ΠΑΤ]ΡΙΑΡΧΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΥ Κ(ΑΙ) ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΚΥΡΟΥ ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ ΚΥΡΟΥ ΕΥΘΥΜ(ΙΟΥ) Σεπ/μβρίου κε. Δια χειρός ημών Ιωάννου κ(αι) ετέρου Ιωάννου έτη από θεογονίας ΄αχμδ.
Το μοναστήρι συνέχισε τη δημιουργική του δράση όλο το 17ο αιώνα. Οπωσδήποτε πρέπει να συμπεράνουμε πως άρχισε να περιορίζεται η προσέλευση των μοναχών και να περιορίζεται, επομένως, και η φήμη του μοναστηριού, όταν άρχισε ν' αναπτύσσεται το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στα Βραγγιανά, και πολύ περισσότερο, όταν εγκαταστάθηκε σ' αυτό ο Ευγένιος Γιαννούλης, το 1662, και ιδρύθηκε η μεγάλη Σχολή, "Το Ελληνομουσείον των Αγράφων" στο οποίο δίδαξε ο Γιαννούλης μέχρι το 1673. Η φήμη της Σχολής αυτής των Βραγγιανών ήταν τόσο διαδεδομένη, ώστε η προσέλευση μαθητών ήταν εντυπωσιακά μεγάλη. Η φήμη της μάλιστα συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Γόρδιου το 1729 και ως τα Ορλωφικά.
Είναι φυσικό η φήμη της μονής της Παναγίας Τροβάτου να επισκιαστεί από την ακτινοβολία του " Ελληνομουσείου των Αγράφων". Εξάλλου η απόσταση μεταξύ των δύο μονών δεν ήταν μεγάλη και ήταν επόμενο η υπερβολική ανάπτυξη της μιας να επηρεάσει αρνητικά τη δραστηριότητα της άλλης.
Η προσφορά του μοναστηριού δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στον πρωταρχικό ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός από τους μεγαλύτερους και σοφότερους διδασκάλους, του Ευγένιου Γιαννούλη, ο οποίος τόσα πρόσφερε στο υπόδουλο έθνος, αλλά επιβάλλεται να τονιστεί ιδιαίτερα η προσφορά του μοναστηριού της Παναγίας στους κατοίκους της περιοχής σε εκείνους τους δύσκολους χρόνους της δουλείας του Έθνους. Αποτέλεσε καταφύγιο πιστών και κιβωτό για τη διάσωση και διάδοση της χριστιανικής πίστης. Ακόμα υπήρξε ο θεματοφύλακας των παραδόσεων του έθνους μας και θέρμαινε την ελπίδα της απελευθέρωσης της πατρίδας στους ορεσίβιους κατοίκους της περιοχής. Οι ίδιοι, βέβαια, δε ζούσαν την έντονη καταπίεση των Τούρκων, γιατί δεν πατούσε εύκολα Τούρκος εκεί, αλλά η υπόλοιπη Ελλάδα στέναζε κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
Στο χώρο αυτό κάθε 15η Αυγούστου, στη γιορτή της Παναγίας, αντάμωναν οι Τροβατιανοί, αλλά και άλλοι κάτοικοι των γύρω περιοχών και εκεί ζωντάνευαν τα όνειρα για Λευτεριά και Ανεξαρτησία. Η μονή ήταν το λίκνο που γαλήνευε τις ψυχές των κατοίκων και τους γαλουχούσε με τις υψηλές αξίες της Φυλής μας. Και όταν ήρθε η πολυπόθητη Λευτεριά, μα και σήμερα ακόμη, το μοναστήρι συνέχισε και συνεχίζει να αποτελεί τόπο προσκυνήματος και ανταμώματος των Τροβατιανών κάθε 15η Αυγούστου που γιορτάζει η Μεγαλόχαρη.
Η μονή αυτή "ένθα τον ασκητικόν δίαυλον ιερά και θαυμασία τις διήνυε ξυνωρίς Αντώνιος και Βαρθολομαίος", που φιλοξένησε τον περίφημο Ευγένιο Γιαννούλη, αλλά και που θέρμαινε τις ψυχές των προγόνων μας, πρέπει ν' αποτελεί για μας όχι μόνο τόπο προσκυνήματος, αλλά και τόπο μνήμης και εθνικής αναβάπτισης.
Σήμερα το μοναστήρι της Παναγίας, το ζωντανό και εύγλωττο αυτό μνημείο της Ιστορίας μας, χρήζει ιδιαίτερης μέριμνας και επιβάλλεται να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια ν' αποκαλυφτεί, ν' αποκατασταθεί και να συντηρηθεί η ιστόρηση (αγιογράφηση) του ναού, και να ληφθούν μέτρα, ώστε να διατηρηθεί εφεξής αναλλοίωτο τόσο από την άστοχη ανθρώπινη επέμβαση, όσο και από τον πανδομάτορα χρόνο* το οφείλουμε στην Ιστορία μας* το οφείλουμε στις επερχόμενες γενιές.
Ιδιαίτερα το Υπουργείο Πολιτισμού, μέσω των υπηρεσιών του, οφείλει να αναλάβει, με γενναία χρηματοδότηση και επιστημονική συνδρομή, τη συντήρηση και ανάδειξη του μοναστηριού.
( του Παναγιώτη Β. Σαλαγιάννη, φιλολόγου ) psalagiannis@yahoo.gr
( Από το υπό έκδοση βιβλίο του Παναγιώτη Β. Σαλαγιάννη: " Το Τροβάτο Αγράφων " )
πηγή
Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014
Αγραφα Ευρυτανίας.. Το Μοναστήρι της Παναγίας της Στάνας
Απέναντι από τα Επινιανά, δεξιά του Ασπρορέματος, μέσα στα γρανιτένια βράχια είναι φωλιασμένη η Παναγία η Στάνα, ένα από τα πιό όμορφα μοναστήρια των Αγράφων.
Κοιτάζοντας από μακριά το μοναστήρι μοιάζει κρυμμένο μέσα στη σπηλιά, ενώ τα λίγα δέντρα καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της μικρής εκκλησίας. Μόνο ο τρούλος του ναού με τα στενόμακρα παράθυρα του, ξεχωρίζει κάτω από το χείλος του βράχου. Για να φτάσουμε θα ανεβούμε το χωματόδρομο με τις στροφές σε μια απόσταση 3 περίπου χιλιομέτρων. Η ιστορία του μοναστηριού είναι αναμεμιγμένη με πολλές παραδόσεις. Λέγεται ότι στα μέσα του 12ου αιώνα, βρέθηκε κατά θαυματουργό τρόπο από κτηνοτρόφους της περιοχής στο βάθος της σπηλιάς η εικόνα της γέννησης της Θεοτόκου. Έτσι οι ευσεβείς κάτοικοι της περιοχής έκτισαν το πρώτο εκκλησάκι. Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε εκεί, για να προφυλαχτεί την περίοδο της Εικονομαχίας από το χωριό Στάνα της Αμφιλοχίας, από το οποίο πήρε το μοναστήρι την προσωνυμία "της Στάνας". Μια ακόμη παράδοση αναφέρει ότι η ονομασία της προέρχεται από τις στάνες των κτηνοτρόφων που υπήρχαν παλαιότερα στη γύρω περιοχή. Ο ναός φαίνεται ότι είναι κτίσμα του 15ου ή 16ου αιώνα, όταν η περιοχή είχε πυκνοκατοικηθεί, λόγω της εγκατάστασης των Τούρκων στη Θεσσαλία και στις άλλες πεδινές περιοχές. (Τότε η Ευρυτανία, και κυρίως η περιοχή των Αγράφων, είχε πολλές χιλιάδες κατοίκους, πλούσια κτηνοτροφία και ανεπτυγμένη βιοτεχνία. Αυτό αποδεικνύεται από το πλήθος των εκκλησιών που υπήρχαν σε κάθε χωριό, από τα μοναστήρια και τις περίφημες Σχολές των Αγράφων, που άκμασαν το 16ο και 17ο αι. με ονομαστούς Διδασκάλους).
Η εκκλησία είναι σχήματος σταυρικού με τρούλο, διαστάσεων 6x10 μ. και ο τρούλος της υψώνεται περίπου στα 7-8 μέτρα. Ακριβώς πίσω από τον τρούλο βρίσκεται η είσοδος της μικρής σπηλιάς, που πιστεύεται ότι βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας. Η νότια και βόρεια κόγχη φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν για τα αναλόγια των ιεροψαλτών, ενώ περιορισμένη φαίνεται ότι ήταν και η ανατολική κόγχη του Ιερού Βήματος, λόγω της στενότητας του χώρου. Μικρό, αλλά θαυμαστής τέχνης, είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ οι εικόνες τόσο του τέμπλου όσο κι αυτές του ναού είναι έργα ντόπιων σπουδαίων αγιογράφων της Βυζαντινής Σχολής των Αγράφων (Θεοφάνους, Διονυσίου Ιωάννου κ.ά.). Στη δυτική πλευρά σώζονται τοιχογραφίες, όπως και στ' άλλα ψηλότερα μέρη του κυρίως ναού. Αρκετά ευδιάκριτες είναι οι τοιχογραφίες του τρούλου με κυρίαρχη τη μορφή του Παντοκράτορα. Οι φθορές προήλθαν προφανώς από την υγρασία - φυσικό αποτέλεσμα της υγρότητας του σπηλαίου - και από επιχρίσματα των νεότερων, οι οποίοι νόμιζαν ότι μ' αυτόν τον τρόπο θα ομορφύνει ο ναός. Στο προαύλιο της εκκλησίας η καμπάνα γράφει 1856 και ο ήχος που παράγει έχει εκπληκτική καθαρότητα.
Λέγεται ότι παλιότερα η μονή είχε και μοναχούς, οι οποίοι τρέφονταν από την καλλιέργεια των μικρών κήπων της, από την κτηνοτροφία και τις εισφορές των προσκυνητών, που με ευλάβεια και οδοιπορία πολλών ωρών έφθαναν σ' αυτή τη δύσβατη ορεινή περιοχή.
Το μοναστήρι σήμερα ανήκει στην ενορία Αγ. Γεωργίου των Επινιανών, από την οποία απέχει γύρω στα 12 χιλιόμετρα. Ευτυχώς οι κάτοικοι τόσο των Επινιανών, όσο και των άλλων χωριών των Αγράφων δείχνουν βαθύ σεβασμό προς τη μονή, την επισκέπτονται συχνά και παρακολουθούν τις ιερές τελετές, που γίνονται εκεί από τους ιερείς των γύρω χωριών. Επίσης, λέγεται ότι παλιότερα η μονή είχε πολλά αφιερώματα, τα οποία κατά την περίοδο 1942-1950 είχαν κρυφτεί σε διάφορα σημεία της. Φαίνεται άλλωστε ότι και οι μεγάλες πέτρινες πλάκες του Καθολικού έχουν ανασυρθεί, πιθανώς για την ανεύρεση κρυμμένων θησαυρών. Σήμερα καταβάλλεται προσπάθεια για την διαφύλαξη του τέμπλου, των εικόνων και των άλλων κειμηλίων της μονής.
Η Παναγία θεωρείται η αγία των Αγράφων και τιμάται από όλους τους Αγραφιώτες στις 7 και 8 Σεπτεμβρίου με πολλές λειτουργίες και βαπτίσεις.
πηγή
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)