Εγώ σήμερα θα ήθελα .. να απευθυνθώ στους αδελφούς μου, όλους, και να ασχοληθώ και να τους μιλήσω λίγο για το πένθος. Γιατί πονούμε για πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μας .. εκείνον όμως τον πόνο που δεν μπορούμε να συνηθίσουμε, είναι ο πόνος και η θλίψη του χωρισμού από αγαπημένα μας πρόσωπα. Είναι ο πόνος του να βλέπουμε την καρέκλα μέσα στην οικογένεια δικού μας ανθρώπου κενή, το κρεββάτι του κενό, και θέλω σήμερα ν’ απευθυνθώ σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν χάσει παιδιά, γονείς, μάνες, συζύγους. Σε όλους αυτούς τους ανθρώπους θέλω σήμερα να αφιερωθεί αυτή η εκπομπή, έτσι πως μου την δίδαξε ο Γέρων, ο Άγιος Γέρων Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Αξίζει αδελφοί μου να την ακούσετε, θα αναπαυθείτε...
Θα ξεκινήσω με την ερώτηση του Γέροντα που μου έκανε κατά καιρούς χωρίς εγώ να το καταλάβω. Με ρωτούσε:
– Αθηνά, σου έχω μιλήσει για τον θάνατο;
– Όχι Γέροντα.
Για μένα βέβαια, παρόλο που είχα χάσει τον αδελφό μου και ήξερα τι εστί τέτοιος θάνατος παραξενευόμουν και του έλεγα,
– Όχι Γέροντα, δεν μου έχετε μιλήσει.
– Άντε μωρέ, άλλη φορά θα σου μιλήσω.
Περνούσαν οι μέρες, οι επισκέψεις μου κοντά του ..
– Αθηνά σου έχω μιλήσει για το θάνατο;
Ε, κάποια στιγμή λοιπόν, οι ερωτήσεις αυτές επαναλαμβάνονταν. Μια φορά που πήγα πάνω μου λέει,
– Σήμερα είναι η μέρα να μιλήσουμε για τον θάνατο. Ξέρεις τι είναι θάνατος Αθηνά;
– Τί είναι Γέροντα;
– Μωρέ να, πώς να στο δώσω να το καταλάβεις μωρέ. Έτσι, πως να στο δώσω απλά να το καταλάβεις.
Είσαι στην κουζίνα σου και μαγειρεύεις και πλένεις τα πιάτα και συγυρίζεις και φτιάχνεις τα συρτάρια σου. Ώσπου να ‘ρθει το μεσημέρι έχεις αποκάμει, γύρω εκεί στις δέκα και μισή έντεκα έχεις αποκάμει, και τι λες (αυτή είναι μία συνήθεια που την είχα και την έχω), τί λες αυτήν την ώρα; ¨Α, τώρα θα κάνω ένα ωραίο καφεδάκι, θα βάλω και το παξιμαδάκι μου δίπλα και το νεράκι μου και θα πάω να ξεκουραστώ στο σαλόνι μου.¨ Πράγματι, βάζεις το καφεδάκι σου στο δίσκο, ανοίγεις την πόρτα της κουζίνας σου και πας στο σαλόνι και απολαμβάνεις τον καφέ σου μέσα στο φως, που έχεις τόσα παράθυρα, μπαίνει ο ήλιος μέσα και βιώνεις το φως. Το κατάλαβες;
– Δεν μπορώ να το καταλάβω Γέροντα.
– Βρε κουτό, άκου να σου πω. Η ζωή σου στην κουζίνα είναι η ζωή μας της καθημερινότητος. Ε, λοιπόν, τι λες εσύ την ώρα που κουράζεσαι; Ανοίγεις την πόρτα της κουζίνας σου, που έχεις κουραστεί πολύ εκεί, και βγαίνεις που δεν έχει τόσο φως, να μπεις στο φως στο σαλόνι σου που είναι όλα τακτοποιημένα, με τα λουλούδια σου στα βάζα, με τα ωραία σου καρεδάκια στα τραπέζια. Σε ξεκουράζει αυτή η κατάσταση πάρα πολύ, σε αναπαύει και σε κάνει να χαίρεσαι και ξεχνάς την κόπωση που είχες στην κουζίνα σου. Το κατάλαβες παιδί μου;
– Ναι Γέροντα, αυτό το νοιώθω και γι’ αυτό πηγαίνω εκεί να πιω τον καφέ μου.
– Ναι παιδί μου. Τι είναι λοιπόν ο θάνατος; Την ώρα που πιάνεις την μπετούγια σου ν’ ανοίξεις την πόρτα και μπαίνεις στο φως, αυτό ακριβώς νοιώθει η ψυχή όταν φεύγει απ’ το σώμα του ανθρώπου. Φεύγουμε δηλαδή απ’ τον κόπο, από την βάσανο, απ’ όλη την ταλαιπωρία της καθημερινότητος, των προβλημάτων, το βάρος που έχει γύρει τους ώμους μας, είτε νέοι είμαστε είτε ηλικιωμένοι είμαστε – η ηλικία δεν μετράται απ’ τον Θεό όπως μετράμε εμείς εδώ- και μπαίνεις μέσα στο φως και απολαμβάνεις. Αυτός είναι ο παράδεισος. Που υπάρχει φως, υπάρχει τάξις, υπάρχει αρμονία, υπάρχει άρωμα, υπάρχει ευωδία, υπάρχουν λουλούδια και έχεις τα παράθυρά σου ανοιχτά και απολαμβάνεις τον κήπο και απολαμβάνεις ..
.. έδινε πολύ μεγαλύτερη έμφαση στην εικόνα του σαλονιού μου για να το καταλάβω.
Αυτήν την ιστοριούλα που σας διηγούμαι μου την είπε πάρα πολλές φορές. Οπότε,
– Α έτσι είναι Γέροντα. Ο θάνατος δηλαδή. Τι κάνουμε; Κραπ την πόρτα της κουζίνας μας και μπαίνουμε στο σαλόνι μας, έ;
– Ναι μωρέ, πιστεύω ότι τώρα το κατάλαβες.
Μου το είχε πει πολλές φορές για να το καταλάβω.
Πέρασαν τα χρόνια. Τα παιδιά μου μεγαλώνανε .. με τις ευχές του, με τις αταξίες τους, με τη ζωηράδα τους, όλα πήγαιναν όμορφα. Κάποια στιγμή μου λέει,
– Αθηνά, θέλω να σου δώσω να κάνεις ένα διακόνημα και είμαι βέβαιος ότι θα το πάρεις με πολύ χαρά.
– Βεβαίως Γέροντα, πέστε μου τι θέλετε;
– Θέλω να μου πλέξεις ένα αμάνικο πουλόβερ.
– Α, πολύ ωραία Γέροντα.
– Ναι μωρέ, πλέκεις ωραία και θα είναι πολύ ωραίο, θα το κάνεις πολύ όμορφο. Το θέλω και με τσέπες.
– Ναι Γέροντα.
– Πρόσεξε. Το νήμα θα σου το δώσω εγώ.
– Όχι Γέροντά μου, να σας το κάνω δώρο να το αγοράσω εγώ.
– Όχι μωρέ, γιατί τέτοιο νήμα που έχω εγώ, γιατί είχαμε μηχανές μωρέ και πλέκαμε και μου ‘χουνε περισσέψει νήματα και θα πούμε τώρα στην αδελφούλα να μας φέρει εδώ νήμα να σου το δώσουμε.
Πράγματι, το λέει στην κυρία Χαρίκλεια, μου φέρνει το νήμα και μου το δίνει.
Εγώ, άρχισα να πλέκω το πουλόβερ. Χαρά, το πήρα με πολύ χαρά. Αρχίζω να πλέκω την πλάτη. .. Την Κυριακή που ανεβήκαμε στον Γέροντα, ήδη είχα πλέξει λίγο, μου λέει,
– Αθηνά, την πλάτη να μην την ψάχνεις. Κατάλαβες τι σου είπα;
– Κατάλαβα Γέροντα.
– Α δεν κατάλαβες.
Εγώ πίστευα ότι δεν έπρεπε να ψάξω την πλάτη μου. Λέω κάτι θα βγάλω στην πλάτη μου πίσω και .. να μην φοβηθώ.
Την άλλη φορά που πήγα πάνω, λέγαμε τι λέγαμε,
– Αθηνά, την πλάτη να μην τη ψάχνεις. Το κατάλαβες τι σου είπα;
– Το κατάλαβα Γέροντα, μου φαίνεται απλό.
– Μα δεν είναι απλό, .. να μην την ψάχνεις την πλάτη .. Δεν το κατάλαβες παιδάκι μου; Άντε θα το βρούμε μπροστά μας, έχουμε δουλειά ακόμα.
Τελείωσα την πλάτη του πλεκτού και άρχισα να πλέκω τα μπροστινά. Ο χρόνος κυλούσε, τελείωσε το πλεκτό. Η πλάτη ήταν μονίμως μέσα στην τσάντα μου γιατί έπρεπε να μετράω το μπροστινό όπως ξέρουμε όλες οι νοικοκυρές, ήταν το μέτρο των μπροστινών μου και πάντα το είχα και μέτραγα. Βέβαια, όταν έπλεκα το πουλόβερ του Γέροντα, έπλεκα σε πολύ ιδιαίτερες ώρες και με προσευχή ή με την Πειραϊκή Εκκλησία .. Είχε γίνει πάρα πολύ όμορφο και το χαιρόμουνα και ‘γώ, και έλεγα, τι χαρά θα κάνει.
Όταν όμως ήρθε η ώρα να το σιδερώσω η πλάτη του πλεκτού δεν υπήρχε. ¨Παναγία μου, πού είναι η πλάτη¨; Αν ήταν δυνατόν. Αφού την είχα μέχρι προ ολίγου. Εκεί που καθόμουνα, στο σημείο που έπλεκα εκεί έκρυβα και το πλεκτό μου, εκεί το έβαζα στο ντουλάπι μου, δεν μετακινιόμουν από ‘κει. Λέω, δεν είναι δυνατόν. Να ψάξω, να φάω τον κόσμο. Μα πως είναι δυνατόν, χάθηκε η πλάτη. Σιδερώνω τα δύο μπροστινά, η πλάτη τίποτα. Αμέσως, παίρνω το λεωφορείο και κατεβαίνω στην Αθήνα, για δεν είχα και νήμα, και πάω στον Ευθυμιάδη. Α, λέω, παλαιό κατάστημα είναι αυτό θα έχει στις αποθήκες του. Μπαίνω στον Ευθυμιάδη τους λέω, σας παρακαλώ θέλω τέτοιο νήμα. Ε, μου λέει, είναι παλιό νήμα αυτό αλλά θα ‘χουμε στην αποθήκη, να ‘ρθετε τη Δευτέρα να το πάρετε.
Την Κυριακή ανεβαίνω στον Γέροντα. Μπαίνοντας στο κελλάκι μου λέει,
– Βρε, σ’ όποιον Ευθυμιάδη και να πας, νήμα σαν αυτό που σου ‘δωσα εγώ δεν θά βρεις.
– Παππούλη μου το ξέρετε;
– Δε σου λέω τόσον καιρό μην ψάχνεις την πλάτη;
Αυτήν την ώρα έκλαψα πολύ. Έκλαψα τόσο πολύ για την ανοικοκυροσύνη μου. Τόσο πολύ στενοχωρήθηκα. Αισθάνθηκα ότι ήμουνα ανοικοκύρευτη. Γονάτισα και λέω,
– Πω πω τί αταξία είναι αυτή που έχω. Συγχώρεσέ με Γέροντα.
Και πέφτει και εκείνος επάνω μου και έκλαιγε με λυγμούς. Έκλαιγε λοιπόν τόσο πολύ. Εγώ έκλαιγα για την αταξία μου και του ζητούσα συνεχώς συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη Γέροντα. Εκείνος έκλαιγε γοερά, έτσι, τόσο που στενοχωρήθηκα για την στενοχώρια που του προκάλεσα και παρακαλούσα έτσι την Παναγία να με βοηθήσει να τον δυναμώσω.
– Μην κλαίτε, μην κλαίτε Γέροντα, εγώ φταίω για όλα, μην κλαίτε.
Αφού σταμάτησε το κλάμα του, μου έσφιξε το κεφάλι, μου έριξε το πετραχήλι απάνω, με κάλυψε, μου λέει,
– Άκου να σου πω παιδί μου. Μην την ψάχνεις την πλάτη, δεν θα την βρεις πουθενά. Αλλά όταν εγώ θα αποθάνω, θα μεριμνήσω το τρίτο κομμάτι του πλεκτού σου να έρθει στο σπίτι. Θα το λάβεις κατά τρόπο θαυματουργικό. .. Αλλά όμως τα δύο κομμάτια του πλεκτού σου .. αυτά θα τα έχεις στο σπίτι σου για πολύ μεγάλη ευλογία παιδί μου. Θέλω να τα ‘χεις σε περίοπτη θέση μέσα σου, στο σπίτι σας, είναι ένας θησαυρός δικός σου παιδί μου. Θα είναι σα να το φοράω κάθε φορά που θα μπαίνω σπίτι σου, να το ξέρεις. Αλλά θα θυμάσαι ότι το τρίτο κομμάτι του πλεκτού θα μεριμνήσω να σου έρθει κατά τρόπο θαυματουργικό στο σπίτι σου.
Πέρασαν τα χρόνια. Ο Γέροντας έφυγε και κάθε φορά μου έλεγε,
– Μην στενοχωριέσαι για την πλάτη έτσι; Να μην στενοχωριέσαι. Θα είναι όλα πολύ ωραία τακτοποιημένα.
Άρχισε η παρηγοριά τώρα, άρχισε η παρηγοριά. Δηλαδή, με συμβούλευε με ένα παρηγορητικό ύφος. Να μου λέει λόγια παρήγορα, ότι, να μην στενοχωριέσαι το ότι έχασες την πλάτη γιατί αυτή η πλάτη θα σου αποφέρει πολλά πολλά κέρδη, μου έλεγε ας πούμε, πνευματικά κέρδη.
Πέρασαν τα χρόνια. Το 1996, πέντε χρόνια μετά την κοίμηση του Αγίου Γέροντος, είχε επισκεφθεί ο σύζυγος ένα Μοναστήρι. Του λέει η Γερόντισσα, είστε ο σύζυγος της κυρίας Σιδέρη; Λέει ναι, ήρθα με τα παιδιά μου. Λέει, πριν φύγετε σας χρειαζόμαστε. Τους δίνει ένα πακέτο, τυλιγμένο έτοιμο για να ταχυδρομηθεί, έγραφε απ’ έξω κυρία Αθηνά Σιδέρη, πνευματικό παιδί Γέροντος Πορφυρίου. Το φέρνει στο σπίτι και μου λέει, αυτό μου το έδωσε η Γερόντισσα αυτού του μοναστηριού που είχα πάει και μου είπε μόνο εσύ να το ανοίξεις. Ανοίγω το πακέτο και είχε μία επιστολή που απευθυνόταν σε μένα και μου έλεγε ότι αυτό είναι το τρίτο κομμάτι του πλεκτού παιδί μου. Μην ρωτήσετε τί και πώς σας το στέλνω. Δεν γνωρίζω τίποτα ως Ηγουμένη. Σας το παραθέτω και σας λέγω ότι είναι το τρίτο κομμάτι του πλεκτού που σας είχε υποσχεθεί ο Γέροντας ότι θα ‘ρθει στο σπίτι σας.
Και παραλαμβάνω ένα τρίτο κομμάτι πλεκτού και τα κομμάτια γίναν τρία. Ερμήνευσα εγώ ότι είχα τρία παιδιά και ότι κάθε ένα είχε από ένα σαν φυλαχτό, όπως μου είχε μιλήσει. Όμως δεν ήταν έτσι.
Τα χρόνια κύλησαν. Αυτή την χρονιά ήλθε στο σπίτι μας η νύφη μου. Η γυναίκα του παιδιού μου. Αρραβωνιάστηκε ο γιός μου. Δηλαδή αμέσως τη μία βδομάδα έλαβα αυτό, την επόμενη έρχεται ο γιός μου και μας λέει ότι έχω γνωρίσει μία κοπέλα. Εξαίρετη κοπέλα, είναι πραγματικά ένα εκλεκτό παιδί. Την καλοδέχτηκα πραγματικά μέσα από την καρδιά μου γιατί είχε προηγηθεί το τρίτο κομμάτι, ας πούμε, και λέω μήπως είναι αυτό που δεν είναι όμοιο με το πλεκτό μου, η νύφη μου που μπήκε μέσ’ την οικογένεια. ..
Πέρασαν τα χρόνια. Το 2005 πηγαίναμε στην εκκλησία με την μικρή μου την κόρη την Ματινούλα, η Ματίνα 30 χρονών ηλικία είχε, και την έπιασε ένας βήχας, της γύρισε η γλώσσα και πνίγηκε. Βέβαια εντάξει, γίναν οι πρώτες βοήθειες, συνήλθε, μπήκε στην εντατική. Οκτώ μέρες. Το παιδί προσεβλήθει από το μικρόβιο της εντατικής και μας φεύγει. Οκτώ μέρες ακριβώς.
Όταν μπήκε στην εντατική, εγώ είχα πάει ντυμένη μεν γιατί πηγαίναμε στην Εκκλησία, επειδή με στενοχωρούσαν τα παπούτσια τα πετάω και είχα φορέσει τις παντόφλες. Χωρίς πορτοφόλι, χωρίς τηλέφωνο και φεύγω μόνη μου. Με συνόδευσε βέβαια η νύφη μου και στο σπίτι έμεινε ο σύζυγος που ήταν άρρωστος με την μεγάλη κόρη και ο γιός μου ας πούμε ακολούθησε το ασθενοφόρο, πήγαμε μαζί. Όταν τη βάλαμε στην εντατική έβλεπα τους γιατρούς παγωμένους, οπότε ζητώ ένα κινητό τηλέφωνο. Εγώ με το Άγιον Όρος είχα πολύ σεβασμό και έχω σεβασμό, εξακολουθώ. Πίστευα ότι δεν έπρεπε εγώ να τηλεφωνώ ποτέ στο Άγιον Όρος. Όταν ήθελα κάτι να ρωτήσω πνευματικό, έβαζα τον σύζυγο τηλεφωνούσε πρώτα, έπαιρνε την άδεια και μας συνέδεε. Μέχρι το 2005 αυτό. .. Γι’ αυτό δεν ήξερα τηλέφωνα απ’ έξω, του Αγίου Όρους. Δεν είχα ατζέντα και παίρνω ένα κινητό, ξένο, πάω σε μια γωνιά και του λέω, Παππούλη, βλέπεις ότι δεν έχω ούτε τσάντα, ούτε πορτοφόλι, ούτε ατζέντα, τίποτα να βγω ή να τηλεφωνήσω αλλού. Δανείζομαι ένα κινητό. Εγώ το δάχτυλό μου θα δανείσω, .. πές μου τι να χτυπήσω. Θέλω να με συνδέσεις με το Περιβόλι της Παναγιάς γιατί θέλω να πάρω τη συμβουλή της ίδιας της Μάνας Παναγιάς, του πως θα φερθώ σαν μάνα που έχω το παιδί μου στην εντατική. Και χτυπάω δέκα αριθμούς και το βάζω στο αυτί μου.
«Ευλογείτε», ακούω.
Την ευλογία του Κυρίου να έχουμε, του λέω. Δεν ξέρω με ποιους έχω επικοινωνήσει αλλά είμαι μία μάνα έξω από την εντατική που θέλω να με συμβουλεύσει η ίδια μου η Παναγιά του πως θα φερθώ, έτσι που να μην βλάψω κανέναν, ούτε την οικογένειά μου, ούτε το ίδιο το παιδί μου που είναι μέσα. Θέλω να φερθώ όπως θέλει ο Θεός, δι ευχών του Γέροντος Πορφυρίου, διότι εκείνος μου επέλεξε τον αριθμό.
Μου λέει, ναι, έχετε επικοινωνήσει με την Μονή Φιλοθέου και στο τηλέφωνο είναι ο τάδε, πνευματικό παιδί του Γέροντος Πορφυρίου. Αυτήν την στιγμή που μας παίρνετε συνηθίζει το Μοναστήρι μας να διαβάζει Θεοτοκάριο και θα σας διαβάσω την παράγραφο που θα διάβαζα εάν δεν με διακόπτατε.
Και μου διαβάζει την παράγραφο που ο Άγιος Συμεών λέει στην Παναγία την ώρα που έχει πάρει τον Κύριο στην αγκαλιά του, ότι θα διαπεράσει την καρδία Της ρομφαία.
Του λέω, πάτερ μου σας ευχαριστώ πάρα πολύ, ευχαριστώ και την Παναγιά μου, βάλτε Της τις μετάνοιές μου, εσείς στην Παναγιά μου και πάω να πληροφορήσω το παιδί μου.
Μπαίνω στην εντατική, επειδή έχω δουλέψει στην εντατική ως εθελοντής είχα άνεση να μπαίνω και να βγαίνω, φοράω την ποδιά μου, μπαίνω στην εντατική και μιλώ στο παιδί μου το οποίο θεωρούσανε όλοι νεκρό. Και της λέω, Ματίνα μου, επικοινώνησα με το Περιβόλι της Παναγιάς και πήρα το μήνυμά μου. Παιδί μου εσύ να επιλέξεις τον δρόμο της σωτηρίας της ψυχής σου και εμάς θα μας παρηγορήσει η Παναγιά. Και επειδή έχω διδαχθεί και τη γλώσσα του σώματος, ανατρίχιασε όλο το κορμί του.
Εκεί κατάλαβαν οι γιατροί ότι το παιδί ζούσε και δεν του είχαν προσφέρει τίποτε, δεν του είχαν κάνει τίποτε. Και της το ‘πα με όλη μου την καρδιά. Είπα, εμάς θα μας παρηγορήσει η Παναγιά παιδί μου αλλά εσύ εκεί που βρίσκεσαι τώρα βλέπεις άλλα πράγματα, γι’ αυτό επέλεξε την σωτηρία της ψυχής σου. Ανατρίχιασε όλο το παιδί και στάζουν δύο δάκρυα στα μάτια.
Από αυτήν την ώρα κατάλαβα ότι το παιδί ζούσε και έμπαινα μέσα, κάναμε την προσευχή μαζί, το απόδειπνο μαζί το απόγευμα, της μιλούσα για τις δουλειές μας όλες. Μετά από αυτό, ένας γιατρός που είδε όλο το περιστατικό, τρέχει και το λέει στην διευθύντρια η οποία ήταν γνωστή γιατρός μου. Βγαίνει έξω και βάζει μία μετάνοια στο παιδί και της λέει, Ματίνα μου συγχώρα με, η μάνα σου δεν ξέρει ότι δεν σου ‘χουμε κάνει τίποτε γιατί σε θεωρούμε νεκρή και θέλαμε να τους πούμε το άγγελμα, αλλά εσύ ζεις παιδί μου. Αυτήν την ώρα βάλανε τα μηχανήματα να δουλέψουν.
Δηλαδή ήταν κάτι το καταπληκτικό. Από αυτήν την ώρα, να βλέπουμε να έρχονται Άγια Λείψανα, να επισκέπτονται το παιδί μας .. Ειδοποιώ αμέσως στο δεύτερο τηλεφώνημα τον πνευματικό μας ο οποίος ήρθε αμέσως. Κάναμε το Ευχέλαιο, την σταύρωσε, όλα εντάξει. Ό,τι είχε εξομολογηθεί το βράδυ και βγαίνοντας έξω ο πνευματικός μου μου είπε, κυρία Αθηνά, χθες το βράδυ το παιδί ήρθε στο εξομολογητήριο και εξομολογήθηκε. Ξέρετε τί είπα όταν έφυγε; .. Να μ’ αξιώσει και μένα ο Θεός να εξομολογηθώ όπως εξομολογήθηκε αυτό το παιδί. Αυτό αισθάνθηκα, και κάτι άλλο .. Η κυρία που ρύθμιζε τη σειρά των εξομολογουμένων, όταν έφυγε η Ματίνα έρχεται τρεχάτη και μου λέει, πάτερ, έχω την ευχή σας να τρέξω να φιλήσω το χεράκι σ’ αυτό το κοριτσάκι; Γιατί δεν πάταγε στη γη που έφευγε, ήτανε 30 πόντους πιο πάνω απ’ τη γη. Και μου λέει, γι’ αυτό να μην στενοχωρείστε. Λέω, είτε είναι παρηγορητικά τα λόγια σας είτε αληθινά, το πιστεύω ότι έτσι ενεργεί όπου θέλει ο Θεός. Όπου βάζει ο Θεός τελεία, εμείς δεν βάζουμε ερωτηματικό. Και βγαίνω και στα παιδιά μου και τους λέω, παιδιά έβαλε ο Θεός τελεία εμείς δεν θα βάλουμε ερωτηματικό, θα αφήσουμε τον Θεό να ενεργήσει ό,τι θέλει.
Και πραγματικά, έζησε 8 ημέρες, προσεβλήθη από το μικρόβιο της εντατικής και μας έφυγε. Όμως, κάθε μέρα, κάθε πρωί έμπαινα, από τα δεξιά ας πούμε της έκανα την προσευχή, γύριζε το κεφάλι από ‘δω και της έλεγα, Ματίνα μου μην ανησυχείς, πήγανε οι εργάτες στο κτήμα, μαζέψαν εχθές πολλές ελιές, μάλιστα τα πήγαν στο ελαιοτριβείο. Την ενημέρωνα δηλαδή για ό,τι δουλειές είχαμε. Δεν ξέρω τι δύναμη ήταν αυτή που είχα. Αφού πραγματικά και τώρα που σας το διηγούμαι .. είναι δυνατόν να μπει μια μάνα μέσα .. η μάνα θα έλεγε όχι Θεέ μου θέλω να μου φέρεις το παιδί μου πίσω, και ‘γω αυτό θά ‘κανα. Αλλά είδα τη Χάρη της Παναγιάς, την βοήθεια του Αγίου Γέροντος που είχα κοντά μου, που πραγματικά τον ευχαριστώ μέσα απ’ την ψυχή μου γιατί την είχε, την φώναζε ως φιλεναδούλα του την φώναζε, έτσι την αποκαλούσε όταν ήταν μικρή γιατί ήταν έτσι, του ‘κανε, τον αγαπούσε πολύ, τον αγαπούσε. ..
Όμως πρέπει να καταλαβαίνουνε πριν φύγουν για τον ουρανό, γιατί μου ‘λεγε, Μάνα, θα λυπηθείς που θα ταξιδέψω; Αλλά επειδή ήταν η δουλειά του και ταξίδευε, ήταν επόπτρια δημοσίων έργων, της έλεγα όχι, ίσα-ίσα που θα χαρώ πάρα πολύ. Και πάλι έλεγε, δεν θέλω σεις τ’ αδέλφια μου να μεριμνάτε για τους γονείς μου, εγώ από ψηλά θα μεριμνώ για ό,τι πάθουν. Στο νοσοκομείο θα είναι, εγώ θα ‘μαι δίπλα τους. Επειδή είχε σκοπό να χτίσει από πάνω απ’ το σπίτι, πιστεύαμε ότι έλεγε αυτά. Εν πάση περιπτώσει ήρθε η ώρα η καλή και μάθαμε το άγγελμά της στις οκτώ μέρες, ότι επέλεξε να φύγει για τους ουρανούς. Και το λέμε επέλεξε διότι δεν άφησε [τους] γιατρούς, είπαν όλοι να της κάνουν τούτο να .. κάνουν τομή διαγνώσεως, τούτο, τ’ άλλο, τ’ άλλο. Την ώρα που είχαν πάρει αποφάσεις οι γιατροί για να ασχοληθούν μαζί της έστω χειρουργικά, εκείνη πέταξε στους ουρανούς, έφυγε.
Έφυγε Κυριακή απόγευμα, την ώρα που πήρα στο Άγιον Όρος να πω το άγγελμα χτυπούσανε οι καμπάνες γιατί είχαν των Ταξιαρχών. Και πριν, όπως καταλαβαίνετε 8 Νοεμβρίου, την είχε πάρει ένας Γέροντας από το Άγιον Όρος και της είπε, Ματίνα μου Χρόνια σου Πολλά, που γιόρταζε Σταματίνα ήτανε, και της λέει Χρόνια σου Πολλά και Άγγελος του ουρανού να γίνεις παιδί μου. Πω πω Γέροντα, του λέει, τι είναι αυτό που μου εύχεστε, πω πω απ’ το στόμα σας και στου Θεού τ’ αυτί. .. Με τόση χαρά το δέχτηκε. Που μετά την κοίμησή της ο ίδιος ο Γέροντας μας έλεγε, μετά είχα πρόβλημα, το σκεπτόμουνα, τί ήταν αυτό που είπα στο παιδί αλλά δεν το ‘θελα βρε παιδί μου, μου βγήκε αυθόρμητα. Εν πάση περιπτώσει, παραμονή των Εισοδίων με το νέο ημερολόγιο η Ματινούλα μας έφυγε για τους ουρανούς, ημέρα Κυριακή και κηδεύτηκε την ημέρα των Εισοδίων, ημέρα Δευτέρα.
Την τρίτη ημέρα, αυτό που βιώνουμε τώρα, ο πόνος πολύς. Απευθύνομαι στους ανθρώπους που έχουν χάσει παιδιά. Είναι ο πόνος πολύς και το δάκρυ ασταμάτητο αλλά όμως δεν πρέπει να απαγοητευόμαστε γιατί τα παιδιά μας ζουν, οι κεκοιμημένοι μας ζουν. Και θυμήθηκα. Θα καταθέσω μία άλλη συνομιλία με τον Γέροντα που μου έλεγε το εξής για τους κεκοιμημένους.
Έβλεπε, εκεί που μιλούσαμε, ένοιωθε ότι φεύγαν ψυχές για τον ουρανό. Τις έβλεπε τις ψυχές και έβλεπε τους γονείς να θρηνούν ας πούμε με έναν υπερβολικό τρόπο και λυπότανε, έκλαιγε και έλεγε:
Ω Κύριε, ο λαός Σου είναι απαίδευτος. Δεν γνωρίζει, δεν θέλει να γνωρίσει, αδιαφορεί για όλα αυτά τα ωραία που βρίσκονται κοντά Σου. Δεν γνωρίζουν πως λοιδωρούμενοι πρέπει να ευλογούμε, διωκόμενοι να ανεχόμαστε, βλαστημούμενοι να παρακαλούμε, κατά τον Απόστολο Παύλο. Δεν γνωρίζουν πως κάθε μέρα πρέπει να αποθνήσκουμε δια Σε Κύριε.
Ύψωνε τα χέρια του και έλεγε:
Παρηγόρησε Κύριε, παρηγόρησέ τους, παρηγόρησέ τους, διότι δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι αυτοί και θεωρούν ότι οι κεκοιμημένοι είναι νεκροί, αλλά πρέπει να τους το πεις Κύριε μέσα στην ψυχή τους, ότι οι κεκοιμημένοι δεν απέθαναν .. Πως η άλλη ζωή είναι η όντως ζωή, είναι η ανάσταση, είναι ο δρόμος αυτός του θανάτου που μας φέρνει στην Βασιλεία τη δική Σου Κύριε, του Πατρός του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Αυτά τα ‘λεγε όταν ένοιωθε ότι πετάνε ψυχές για τον ουρανό.
Έτσι λοιπόν μ’ αυτές τις εμπειρίες που είχα, βίωσα την έξοδο της Ματινούλας μου από την εδώ ζωή στην ουράνιο Βασιλεία. ..
Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, και φέραμε και την κοπέλα μας στο σπίτι, και θρηνούσαν, έκλαψαν τα αδέλφια της πάρα πολύ, και όλοι μας, ακούω το γιό μου να λέει το εξής:
– Τι μου λες να κάνω υπομονή μάνα; Για μένα, η Ματίνα ήταν η πλάτη της ζακέτας μου που φοράω.
Δηλαδή, η πλάτη που ισορροπεί τα δύο μπροστινά. Το ίδιο συνηγόρησε και η κόρη μου. Και η πλάτη κρατά και συγκρατεί τα δύο μπροστινά. Αυτό ήταν η αδελφή τους για τα παιδιά μου. Η πλάτη, το τρίτο κομμάτι το οποίο αναπλήρωσε η νύφη μου. Γι’ αυτό μου έλεγε, ¨μην την ψάχνεις¨, ¨μην την ψάχνεις¨, και όντως ομολογώ και λέγω, ότι η γλώσσα του ουρανού είναι δύσκολη. Πρέπει να παιδευτούμε πολύ, να καλλιεργηθούμε πολύ, για να καταλάβουμε αυτό που σημαίνει θάνατος.
Αλλά ειλικρινά, θέλω να ‘χω μία συνέχεια γι’ αυτό, να μιλήσω στους γονείς γι’ αυτό, γιατί στον πόνο και στη θλίψη δεν είμαστε μόνοι μας, μας κρατά ο ίδιος ο Κύριος στην αγκαλιά του, ο ίδιος ο Κύριος μας παρηγορεί, κλαίει μαζί μας, γιατί εμείς την τρίτη ημέρα δεχτήκαμε το αναστάσιμο μήνυμα της Ματινούλας από τον μοναχό της Μονής Φιλοθέου ο οποίος γνώριζε τον κύριο Κρουσταλάκη. Τον πήρε τηλέφωνο, του λέει την κυρία Αθηνά την Σιδέρη την ξέρετε; Αν την ξέρω, λέει, είναι αδελφή μου -ο κύριος Κρουσταλάκης μας συμπαραστάθηκε πάρα πολύ τότε ..- μου δίνει το τηλέφωνο, παίρνω τον πατέρα στη Μονή Φιλοθέου και μου λέει, εμείς την Σταματίνα δεν την ξέραμε κατά κόσμον, την μάθαμε εξ ουρανού, σας πληροφορούμε ότι μας είπε να σας πούμε ότι σας ευχαριστεί για ό,τι της κάνατε και να μην στενοχωρείστε, είναι πιο κοντά από κοντά σας.
Έτσι μου ‘λεγε και ο Γέροντας. Μωρέ όταν θα αποθάνω -εμένα με βασάνιζε αυτό πως θα αποχωριζόμουνα τον Γέροντα- θα είμαι πιο κοντά σας από ποτέ. Εμένα με απασχολούσε επειδή του είχε πολύ αδυναμία το τρίτο μου παιδί η Ματινούλα, με απασχολούσε πως θα δεχόταν τον θάνατο του Γέροντα. Και μου ‘λεγε ο Γέροντας, αυτό που θα σας πει η Ματινούλα την ώρα που εγώ θα αποθάνω, αυτή είναι η αλήθεια. Και πραγματικά, την ώρα της κοιμήσεως του Γέροντα, τη νύχτα, που μας πήραν τηλέφωνο, κοιμόντουσαν όλοι, .. σηκώνω και λέω, πέθανε; Ακούω τη Ματινούλα απ’ το δωμάτιό της:
Δόξα τω Θεώ. Παιδιά κοιμήθηκε ο Γέροντας και τώρα τον έχουμε κοντά μας, δεν τον εμποδίζει το σαρκίον του και θα τον έχουμε κοντά μας.
Με την κ. Σοφία Χατζή και την κ. Αθηνά Σιδέρη
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου