Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Η ΑΓΙΑ και ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΒΑΡΑ






Η Αγία Βαρβάρα, ήταν θυγατέρα του φανατικού εθνικού Διόσκουρου, που το μίσος του για τους Χριστιανούς  ήταν πολύ μεγάλο και τον οδηγούσε σε πράξεις εγκληματικές.

Αντίθετα, η Βαρβάρα ήταν κρυφή Χριστιανή και όταν χρειάστηκε δεν δίστασε να φανερώσει το μυστικό της στον πατέρα της, αψηφώντας την οργή του. Φυσικά ο σκληρός και άπονος Διόσκουρους, τυφλωμένος από τον φανατισμό του και μη μπορώντας να την συγχωρέσει, την παρέδωσε στον έπαρχο για να την τιμωρήσει.

Ο έπαρχος θαμπωμένος από την ομορφιά της αλλά και τον θαυμάσιο χαρακτήρα της νέας, θέλησε να την σώσει. Προσπάθησε να την κάνει να αλλάξει ιδέες, αλλά μάταια. Την  βασάνισε αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τότε την έστειλε πίσω στον πατέρα της. Αυτός τυφλωμένος από το μίσος του για τους χριστιανούς, δεν μπόρεσε πια να δει τη Βαρβάρα σαν κόρη του. Κατά την κρίση του, αφού ήταν Χριστιανή, ήταν άσπονδος εχθρός και έπρεπε να εξοντωθεί.

Έτσι αποφάσισε να αποκεφαλίσει με τα ίδια του τα χέρια την Βαρβάρα. Κατά την παράδοση, ενώ το ξίφος του πατέρα της έκοβε το κεφάλι της, η Θεία  Δίκη, με μορφή κεραυνού έκαψε τον άσπλαχνο πατέρα. Αυτόν τον τιμωρό κεραυνό, συμβολίζουν τα πυρά του πυροβολικού μας, κι έχουν ως προστάτιδα την Αγία Βαρβάρα.

Επίσης η Αγία Βαρβάρα είναι προστάτιδα και των παιδιών και τα φυλάει από τις κακές παιδικές αρρώστιες, όπως την βλογιά και άλλες. Για να την "γλυκάνουν" σε πολλά μέρη του τόπου μας την ημέρα της γιορτής της προσέφεραν μελόπιτες ή κολυβόζουμο, που στην Θράκη τόλεγαν "ΒΑΡΒΑΡΑ". Το έθιμο πανάρχαιο και θυμίζει την πανσπερμία. Στους Χριστιανούς η παρασκευή της "Βαρβάρας" καθιερώθηκε από  το εξής  περιστατικό.

Ο σατανικός νους του Διόσκουρου, είχε  συλλάβει ένα σατανικό και αποτρόπαιο  σχέδιο για την εξόντωση των Χριστιανών της περιοχής του. Κάλεσε όλους τους αρτοποιούς της περιοχής του και τους έδωσε εντολή να βάλουν δηλητήριο στο ψωμί που θα παρασκεύαζαν και οι πωλητές τροφίμων στα τρόφιμα που θα πωλούσαν.

Το μυστικό αυτό το έμαθε η κόρη του η Βαρβάρα, και ειδοποίησε τους χριστιανούς να μην αγοράσουν ψωμί και τρόφιμα, και να πορευτούν με τα υπολείμματα που είχαν στα σπίτια τους. Έτσι κάθε Χριστιανική οικογένεια μαγείρεψε ότι πρόχειρο της βρέθηκε στο σπίτι.

Επειδή όμως τα τρόφιμα που τους είχαν απομείνει ήταν πολύ λίγα και κάθε είδος από μόνο του δεν έφτανε για μια σωστή μαγειριά, έβαλαν στην κατσαρόλα λίγο από όλα. Δηλαδή, λίγο στάρι, μερικά φασόλια, κουκιά, σταφίδες και ότι άλλο σχετικό είχαν, κι όλα μαζί τα μαγείρεψαν. Ετσι χάρη στη Βαρβάρα σώθηκαν και από τότε σε ανάμνηση αυτού του περιστατικού καθιερώθηκε στη γιορτή της  να μαγειρεύουν το παρασκεύασμα αυτό που είναι γλυκό και φαγητό μαζί και λέγεται

"ΒΑΡΒΑΡΑ"

Στη Θράκη χρησιμοποιούν εννέα είδη για την παρασκευή της Βαρβάρας.

(σιτάρι, μύγδαλα, καρύδια, ρόδια, σταφίδες, κανέλα, σουσάμι, ταχίνη  και φρούτα ψιλοκομμένα, κυρίως μήλα σκληρά) Στην περιοχή της Μακράς Γέφυρας και της Αδριανούπολης για γούρι έριχναν μέσα 3 εως 4 κουκιά και όποιος τα έβρισκε θεωρούταν καλότυχος.

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος την παραμονή της Αγίας Βαρβάρας, 3 Δεκεμβρίου το απόγευμα στο  εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας η ΘΡΑΚΙΚΗ ΕΣΤΙΑ Ν.ΣΕΡΡΩΝ θα διανέμει την πατροπαράδοτη  "Βαρβάρα" που είναι φτιαγμένη με Θρακιώτικη συνταγή και προσφορά των  ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΩΝ ΒΑΣΑΚΗ.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εστίας ευχαριστεί θερμά την επιχείρηση  ΒΑΣΑΚΗ και ειδικότερα τον κ. Νίκο Καζακίδη.


Επιμέλεια - παρουσίαση

Ελευθέριος Θ. Χατζόπουλος

Πρόεδρος Θ.Ε.Ν.Σερρών
  

 Η Αγία Βαρβάρα κατέχει μια ιδιαίτερη ~ τιμητική θέση στη χορεία των Αγίων μας.

Ο  Γέροντας Παΐσιος, είχε ιδιαίτερη ευλάβεια και αγάπη για την Αγία Βαρβάρα, καθώς μεγάλωσε μέσα στο εκκλησάκι της Αγίας στην Κόνιτσα.
Μας διηγείται σχετικά, ο ίδιος ο Αγιασμένος μας Γέροντας:

"Καθένας ἀπὸ κάποιο γεγονὸς ποὺ τοῦ ἔχει συμβῆ μὲ τὴν βοήθεια ἐνός Ἁγίου, ἔχει καὶ μία ἰδιαίτερη ἀγάπη στὸν Ἅγιο αὐτόν. Μπορεῖ νὰ εἶναι σοβαρὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἁπλό. Νά, ἐγὼ ἐπειδὴ ἀπὸ μικρὸς πήγαινα στὸ Ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ἐκεῖ στὴν Κόνιτσα, ἔχω σὲ μεγάλη εὐλάβεια τὴν Ἁγία Βαρβάρα. Ἡ Ἁγία μὲ βοήθησε καὶ στὸν στρατό, ὅταν μὲ πῆραν στοὺς ἀσυρματιστές, ἐνῶ ἤμουν ἀγράμματος μὲ βοήθησε ὕστερα καὶ στὸ Σανατόριο μετὰ τὴν ἐγχείριση στοὺς πνεύμονες. Τότε οἱ γιατροί μοῦ εἶχαν πεῖ ὅτι, μόλις θὰ καθάριζε ὁ πνεύμονας, θὰ ἀφαιροῦσαν τὰ λάστιχα καὶ τὸ μηχάνημα. Καὶ ἐνῶ θὰ τὰ ἔβγαζαν σέ πέντε μέρες, εἶχαν περάσει εἴκοσι πέντε μέρες καὶ δὲν τὰ εἶχαν ἀφαιρέσει, καὶ ὑπέφερα πολύ. Τὸ Σάββατο 3 Δεκεμβρίου περίμενα τοὺς γιατρούς, γιὰ νὰ μὲ ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτό, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν φάνηκαν.

Τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, ποὺ ἦταν ἡ μνήμη τῆς….Ἁγίας Βαρβάρας, λέω: «Ἂν ἦταν νὰ βοηθήση ἡ Ἁγία, ἔπρεπε νὰ εἶχε βοηθήσει. Οἱ γιατροὶ ἔφυγαν. Σήμερα, Κυριακή, ἀποκλείεται νὰ ἔρθουν. Τώρα ποιὸς θὰ μοῦ βγάλη τὰ λάστιχα;».
Εἶπα καὶ κανα-δυὸ λόγια μὲ παράπονο: «Ἐγὼ ἄναβα τὰ καντήλια τόσες φορὲς στὸ Ἐκκλησάκι τὰ καντήλια τῆς Ἁγίας, τί καντηλῆθρες, τί λάδια πήγαινα, τὸ καθάριζα, τὸ βόλευα. Δυὸ λάστιχα νὰ μὴ μοῦ βγάλουν;». Μετὰ ὅμως σκέφθηκα: «Φαίνεται, θὰ λύπησα τὴν Ἁγία Βαρβάρα, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν φρόντισε νὰ μοῦ τὰ βγάλουν». Ξαφνικὰ ἀκούω θόρυβο. «Τί γίνεται; λέω, κάποιος ἔπαθε κάτι;». «Ἔρχονται οἱ γιατροί», μοῦ λένε. Δὲν ξέρω τί τὸν ἔπιασε τὸν διευθυντὴ καὶ εἶπε στοὺς γιατροὺς πρωὶ-πρωί: «Νὰ πάτε νὰ βγάλετε τὰ λάστιχα τοῦ καλόγερου!». Μπαίνουν στὸν θάλαμο καὶ μοῦ λένε: «Ἔχουμε ἐντολὴ νὰ βγάλουμε τὰ λάστιχα». Τῆς… κακοφάνηκε τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, γιατί εἶπα κάνα-δυὸ λόγια μὲ παράπονο! Πρέπει νὰ γκρινιάξης λίγο! Ἀλλὰ καλύτερα εἶναι νὰ μὴν γκρινιάζης, ἔχει ἀρχοντιά, ἅμα δὲν γκρινιάζης.

Βλέπεις, ἕνας Ἅγιος ἄλλοτε δίνει ἀμέσως ὅ,τι τοῦ ζητᾶμε καὶ ἄλλοτε τὸ δίνει ἀργότερα. Ἄλλοτε ἀκούει τὸν προσευχόμενο, γιατί βρίσκεται σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, καὶ ἄλλοτε, γιατί κλαίει καὶ γκρινιάζει σὰν μικρὸ παιδί".

Όμως και ο Μεγάλος Άγιος της Ρωσίας, ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρωφ, είδε το παρακάτω όραμα, το οποίο μας διηγείται μια ηλικιωμένη Μοναχή (Μητέρα Ευπραξία), η οποία κοιμήθηκε το 1865 και με θρησκευτική ευλάβεια κατέγραψε το θαυμάσιο αυτό γεγονός, το οποίο καταδεικνύει την Μεγάλη, Τιμητική θέση που έχει προσφέρει η Παναγία μας, στην Αγία Βαρβάρα:

«Εκείνην την στιγμή έγινε ένας θόρυβος σαν το θρόισμα του δάσους μέσα στην δυνατή θύελλα. Όταν καταλάγιασε, ακούσαμε μια υμνωδία που έμοιαζε με εκκλησιαστική ψαλμωδία. Έπειτα η πόρτα του κελλιού άνοιξε από μόνη της, έγινε φως, πιο λαμπρό από το φώς της ημέρας, και το κελλί γέμισε με μία ευωδία όμοια με εκείνην του θυμιάματος που έχει το άρωμα του τριαντάφυλλου, μόνο που αυτή ήταν καλύτερη.

Ο Γέροντας ήταν γονατισμένος με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Εγώ ήμουν τρομοκρατημένη. Ο Γέροντας σηκώθηκε και είπε: «Μήν φοβάσαι, παιδί μου. Δεν είναι δυστυχία, είναι έλεος που αποστέλλεται σε εμάς από τον Θεό. Νά, η Υπερένδοξη, η Πάναγνη Δέσποινα, η Παναγία Μητέρα του Θεού έρχεται σε εμάς»!

Δύο άγγελοι προπορεύονταν κρατώντας, ο ένας στο δεξί του χέρι και ο άλλος στο αριστερό, κλώνους οι οποίοι μόλις είχαν ανθίσει. Τα μαλλιά τους έμοιαζαν με χρυσές ίνες λιναριού και ήταν απλωμένα στους ώμους τους. Αυτοί προπορεύονταν.

Τους ακολουθούσαν ο Αγ. Ιωάννης ο Βαπτιστής και ο Αγ. Ιωάννης ο Θεολόγος. Τα ενδύματα τους ήταν λευκά, λάμποντας από αγνότητα. Μετά από αυτούς ερχόταν η Θεομήτωρ την οποία ακολουθούσαν δώδεκα παρθένες.

Η Βασίλισσα του Ουρανού φορούσε έναν μανδύα όμοιο με εκείνον που είναι ζωγραφισμένος στην εικόνα της Παναγίας «Πάντων θλιβομένων η Χαρά».

Λαμποκοπούσε, αν και δεν μπορώ να πω τι χρώμα ήταν· ήταν ανέκραστης ωραιότητας, στερεωμένος κάτω από τον λαιμό Της με μια μεγάλη στρογγυλή πόρπη ή αγκράφα διακοσμημένη με σταυρούς που είχαν ποικίλα σχέδια, αλλά με τί, δεν γνωρίζω. Μόνον θυμάμαι ότι έλαμπε με μια ασυνήθιστη λαμπρότητα.

Το φόρεμα Της, το οποίο καλυπτόταν από το μανδύα Της, ήταν πράσινο και περιζωσμένο ψηλά με μια ζώνη. Επάνω από τον μανδύα υπήρχε ένα είδος επιτραχήλιου και στους καρπούς Της είχε επιμάνικα τα οποία, όπως και το επιτραχήλιο, καλύπτονταν από σταυρούς. Φαινόταν υψηλότερη από όλες τις παρθένες.

Στο κεφάλι φορούσε ένα υψηλό στέμμα, πλούσια διακοσμημένο με σταυρούς· ήταν πανέμορφο, θαυμάσιο και έλαμπε με τέτοιο φώς, που τα μάτια μου δεν μπορούσαν να το κοιτάξουν· ούτε μπορούσα να κοιτάξω την πόρπη ή την αγκράφα ούτε και το πρόσωπο της Ίδιας της Ουράνιας Βασίλισσας.

Τα μαλλιά Της απλώνονταν χαλαρά επάνω στους ώμους Της και ήταν μακρύτερα και ομορφότερα από τα μαλλιά των Αγγέλων.

Οι παρθένες έρχονταν μετά από αυτήν κατά ζεύγη. Φορούσαν στέμματα και ενδύματα διαφόρων χρωμάτων. Ήταν διαφόρων αναστημάτων, και τα πρόσωπα τους ήταν και αυτά διαφορετικά καθώς και τα μαλλιά τους τα οποία απλώνονταν στους ώμους τους. Όλες είχαν μεγάλη ομορφιά, αλλά ορισμένες ήταν περισσότερο όμορφες από τις άλλες. Στέκονταν όλες ολόγυρα μας. Η Βασίλισσα του Ουρανού βρισκόνταν στο μέσον.

Το κελλί έγινε ευρύχωρο και το επάνω μέρος του γέμισε με φλόγες που έμοιαζαν με αναμμένες λαμπάδες. Ήταν φωτεινότερο από το φώς του μεσημεριού, αλλά ήταν ένα ιδιαίτερο φώς που δεν έμοιαζε καθόλου με το φώς της ημέρας· ήταν φωτεινότερο και πιο λευκό από το ηλιακό φώς. Τρομοκρατήθηκα και έπεσα κάτω. Η βασίλισσα του Ουρανού ήρθε προς το μέρος μου και, αγγίζοντας με με το δεξί Της χέρι, μου είπε: «Σήκω επάνω, κόρη, και μην μας φοβάσαι. Ακριβώς τέτοιες παρθένες, όπως είστε εσείς, έχουν έρθει εδώ μαζί μου».

Δεν κατάλαβα πως σηκώθηκα. Η Βασίλισσα του Ουρανού επανέλαβε με χάρη: «Μην φοβάσαι. Ήρθαμε να σας επισκεφθούμε». Ο π.Σεραφείμ δεν ήταν πια γονατισμένος, αλλά στεκόταν όρθιος μπροστά στην Παναγία Μητέρα του Θεού και εκείνη του μιλούσε τόσο καταδεκτικά, σαν να ήταν κάποιος από την οικογένεια Της.

Πλημμυρισμένη με μεγάλη χαρά ρώτησα τον π.Σεραφείμ που βρισκόμασταν. Σκεφτόμουν ότι δεν ήμουν πια στη ζωή.

Τότε, όταν τον ρώτησα: «Ποιές είναι αυτές;» η Παναγία Μητέρα του Θεού μου είπε να πλησιάσω τις παρθένες και να τις ρωτήσω η ίδια.

Εκείνες στέκονταν στη σειρά και από τις δύο πλευρές, όπως είχαν έρθει:
στην πρώτη σειρά, οι μεγαλομάρτυρες Βαρβάρα και Αικατερίνα.

 .......................................................................................................
..........................................................................................................

Γέροντας Παΐσιος

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Αγιος Σεραφείμ ( Φαναρίου Αγράφων )


Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στο χωριό Μπεζούλια της επαρχίας Αγράφων και ανατράφηκε κατά Χριστόν από τους θεοσεβείς γονείς του, Σωφρόνιο και Μαρία. Αγάπησε τη μοναχική ζωή και πήγε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την επονομαζόμενη Κορώνα ή Κρύα Βρύση και επιδόθηκε στην άσκηση της αρετής. Διακρίθηκε για την άσκησή του και έγινε ηγούμενος της Μονής. Αργότερα χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Φαναριού και Νεοχωρίου.

Κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος στην επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου (βλέπε 10 Οκτωβρίου), συνελήφθη από τους Τούρκους, που μάταια προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν. Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι μπροστά στη σταθερότητα της πίστης του ιερομάρτυρα, υπέβαλαν σ' αυτόν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία μεγάλωναν, εφ' όσον ο Σεραφείμ διαρκώς αρνιόταν να προδώσει την ελληνοχριστιανική πίστη του. Αφού του έκοψαν τη μύτη και επανειλημμένα τον παρουσίασαν στον κριτή, αρνούμενος να αλλαξοπιστήσει, τον εκτέλεσαν στις 4 Δεκεμβρίου 1601 μ.Χ. με σουβλισμό και κατ' άλλους με απαγχονισμό.

O σοφολογιώτατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης συνέθεσε για τον Άγιο Σεραφείμ οκτωήχους Kανόνες, προσόμοιά και ιδιόμελα, τα οποία τυπώθηκαν μαζί με την Aκολουθία του.

Η τιμία κεφαλή του Αγίου Σεραφείμ, η οποία εναποτέθηκε στη Μονή της Κρύας Βρύσης, όπου είχε μονάσει ο Άγιος, παρά τις κακοποιήσεις και τις κακουχίες που υπέστει, αποτελεί ένα διαρκές θαύμα του Θεού, αφού «περιβάλλεται από το δέρμα, το οποίο σε μερικά μέρη έχει αποσπαστεί από τους πιστούς, για φυλαχτό και φέρει τα σημάδια του μαρτυρίου· ενώ το αριστερό μάτι του Αγίου είναι γαλήνια κλεισμένο, το δεξί φέρει εμφανή τα ίχνη κακοποιήσεων, καθώς επίσης εμφανέστατα φαίνεται και η αποκοπή της μύτης!». (Αρχιμανδρίτη Μακαρίου Τόγκα, «Η Ιερά Μονή Παναγίας Κορώνας - Βίος και Πολιτεία του Αγίου του Χριστού Νέου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ, Αρχιεπισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου, του Θαυματουργού (+ 1601)»· και «Ακολουθία...»· έκδοση Ι. Μητροπόλεως Καστορίας 2001).

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγράφων τὸν γόνον, Φαναριοῦ τὸν πρόεδρον, καὶ Μονῆς Κορώνῃς τὸ κλέος Σεραφεὶμ εὐφημήσωμεν ἀθλήσας γὰρ λαμπρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, θαυμάτων ἐπομβρίζει δωρεᾶς καὶ λυτρούται νοσημάτων φθοροποιῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.




πηγή 
saint.gr

Το αγγελάκι της φουντωτής γιρλάντας. Χριστουγεννιάτικη ιστορία


weihna106.gif
                                               
- Έρχονται τα Χριστούγεννα! φώναξε χαρούμενα ένα χειμωνιάτικο πρωινό ο μικρός άγγελος. Η Χριστουγεννιάτικη φουντωτή γιρλάντα με τους εφτά αγγέλους που κρέμονταν από πάνω της, τινάχτηκε ολόκληρη.
- Μας ξύπνησες! διαμαρτυρήθηκαν οι άγγελοι με μια φωνή. Τι σε έπιασε και φωνάζεις ξαφνικά;

- Έρχονται! Έρχονται τα Χριστούγεννα! φώναξε και πάλι ο μικρός άγγελος. Οι άλλοι άγγελοι χασμουρήθηκαν. Ίσιωσαν τα χάρτινα φτερά τους που ήταν σκεπασμένα με λείο και μαλακό ύφασμα και ρώτησαν το μικρό τους αδερφό.
- Και εσύ που το ξέρεις; Μέσα σε αυτό το κουτί που είμαστε κλεισμένοι, δεν έχουμε ούτε ημερολόγια, ούτε ρολόγια. Πως μπορούμε να ξέρουμε τι εποχή είναι, αν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα; Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε τη στιγμή που κάποιος θα ανοίξει το καπάκι από το κουτί και θα μας τοποθετήσει με τα άλλα στολίδια πάνω στο δέντρο.
- Κι όμως εγώ ξέρω πως έρχονται τα Χριστούγεννα! Τα μυρίζω! Οι άγγελοι της φουντωτής γιρλάντας έξυσαν συγχρονισμένοι σαν χορευτές μπαλέτου, το φτιαγμένο από γουνίτσα φωτοστέφανο στο κεφάλι τους.

- Τα μυρίζεις; απόρησαν! Α, εσύ είσαι τελείως χαζούλης!
- Μα ναι! επέμενε ο μικρός άγγελος. Τα μυρίζω στον αέρα που έχει γίνει υγρός και βαρύς. Στη μυρωδιά από τα ξύλα που καίγονται στο τζάκι. Στα γλυκά με κανέλα και μέλι που φτιάχνουν στην κουζίνα του σπιτιού. Έρχονται Χριστούγεννα σας λέω!
- Εμείς το μόνο που μυρίζουμε εδώ μέσα είναι κλεισούρα και σκόνη. Κοιμήσου μικρέ. Έχουμε καιρό ακόμα μέχρι τα Χριστούγεννα του είπαν οι άγγελοι και ξάπλωσαν πάνω στο βαμβάκι που είχαν για στρώμα για να μη τσαλακωθούν και σκιστούν.

Όμως ο μικρός άγγελος, ο τελευταίος στη φουντωτή γιρλάντα με τους αγγέλους, δεν μπορούσε να κοιμηθεί από την χαρά και την προσμονή. Έφταναν τα Χριστούγεννα και επιτέλους θα βρισκότανε και πάλι πάνω στο στολισμένο δέντρο. Εκεί μπορούσε να βλέπει όλο το σπίτι, στολισμένο με γκι και κορδέλες. Να λιγουρεύεται το γιορτινό τραπέζι με τα γλυκά και τα φαγητά που μοσχοβολούσαν. Να λικνίζεται στο ρυθμό των όμορφων τραγουδιών που ηχούσαν παντού και να χαίρεται με τα γέλια, τα παιχνίδια και τις κλεφτές ανυπόμονες ματιές των παιδιών στα κουτιά με τα δώρα κάτω από τα κλαδιά του έλατου. Και να που πραγματικά είχε δίκιο. topio2.jpg
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν με γοργούς ρυθμούς και κάποια μαγική στιγμή, το καπάκι του κουτιού που κρατούσε κλειστή την φουντωτή χριστουγεννιάτικη γιρλάντα με τους εφτά αγγέλους άνοιξε. Το φως ξεχύθηκε λαμπρό και ζεστό μέσα στο κουτί και ξύπνησε τα αγγελάκια που χαρούμενα φώναξαν όλα μαζί πια:
- Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Ήρθαν τα Χριστούγεννα!

Μαζί με αυτό, άνοιξαν και άλλα κουτιά. Το μεγάλο κουτί με τις γυάλινες μπάλες που τσούλησαν γρήγορα στο χαλί. Το κουτί με τους βελούδινους φιόγκους που τεντώθηκαν νυσταγμένοι. Το κουτί με τις καμπάνες που με μιας άρχισαν να χτυπάνε. Τον ξύλινο καρυοθραύστη που ακόνισε την μασέλα του. Τα Άγιο-βασιλάκια που κρατούσαν κιθάρες και βιολιά στα χέρια τους. Και στη γλώσσα των παιχνιδιών που κανείς δεν γνωρίζει και δεν ακούει, άρχισαν όλα τα στολίδια να πανηγυρίζουν, να γελάνε και να τραγουδάνε χαρούμενα που μετά από μεγάλη αναμονή οι γιορτές έφτασαν και το φως της μέρας ανέδειξε τα όμορφα χρώματα τους.

Μα πιο πολύ χαρούμενος ήταν ο μικρός άγγελος της φουντωτής γιρλάντας. Γιατί αυτός ήξερε πιο μπροστά από τα άλλα στολίδια πως τα Χριστούγεννα είχαν φτάσει. Το μύριζε και το ένιωθε μέσα στην καρδιά του και δεν έβλεπε την ώρα να σταθεί πάνω στο δέντρο και πάλι. Και η στιγμή αυτή είχε φτάσει.

Τα λεπτά χέρια μιας όμορφης γυναίκας με μακριά μπουκλωτά μαλλιά μπήκαν μέσα στο κουτί και έπιασαν την γιρλάντα με τους αγγέλους. Η καρδιά του μικρού αγγέλου πήγε να σπάσει.
- Τώρα θα πετάξω ψηλά στο έλατο, σκέφτηκε. Θα δω το στολισμένο σπίτι, τα παιδάκια που τρέχουν γύρω από τα σκορπισμένα στο σαλόνι στολίδια και δώρα, τα χαμόγελα στα πρόσωπα όλων να ζεσταίνουν το κρύο που ένιωθα τόσο καιρό μέσα στο κουτί.

Μα καθώς σκεφτόταν όλα αυτά χρατς! Το χάρτινο φτερό του πιάστηκε στο καπάκι από το κουτί που δεν είχε καλά ανοίξει και κόπηκε στη μέση.
- Αχ τι κρίμα! Έσκισα το φτερό του τελευταίου στη σειρά αγγέλου. Δεν πειράζει.

Τώρα η γιρλάντα θα έχει μόνο έξι αγγέλους, είπε η γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και παίρνοντας στα χέρια της ένα ψαλίδι έκοψε το σκοινί που συγκρατούσε τον άγγελο στην φουντωτή γιρλάντα και τον έβαλε και πάλι μέσα στο κουτί. Όλα τότε ησύχασαν. ..

Τα στολίδια έπαψαν να γελάνε και να φωνάζουνε στη γλώσσα των παιχνιδιών. Το φως που έλουζε τα κουτιά χλόμιασε και το κρύο σκέπασε τον μικρό άγγελο με το σκισμένο φτερό, που έμεινε ξαπλωμένος στον πάτο του κουτιού.

- Δεν θα γνωρίσω τα φετινά Χριστούγεννα. Δεν θα μυρίσω τα φρεσκοψημένα γλυκά στο φούρνο. Δε θα τραγουδήσω μαζί με τα παιδιά, που θα στέκονται στην πόρτα χτυπώντας τριγωνάκια τα κάλαντα για τον Χριστούλη, είπε πολύ λυπημένος ο μικρός άγγελος και χάρτινα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν από τα ζωγραφισμένα μάτια του.

Μα πριν προλάβει να κρυώσει η καρδούλα του, άλλο ένα χέρι μπήκε μέσα στο κουτί. Ήταν μικρό και στρουμπουλό και άρχισε να ψαχουλεύει το κουτί ανακατεύοντας το μπαμπάκι του πάτου τόσο, που ο άγγελος έκανε τούμπες. Ύστερα, έπιασε τον μικρό άγγελο που έστεκε, χωρίς την γιρλάντα, μόνος με το σκισμένο φτερό του. Κι όταν το χέρι τον σήκωσε, ο άγγελος, έστω και με ένα φτερό, πέταξε ψηλά κι αντίκρισε ένα μικρό παιδάκι, που ίσα ίσα στεκόταν στα ποδαράκια του και περπατούσε άτσαλα. Το μικρό παιδάκι με τον άγγελο στο τεντωμένο του χέρι έφτασε στραβοπατώντας τη γυναίκα με τα μπουκλωτά μαλλιά και της έδωσε τον άγγελο.
- Θέλεις να τον βάλουμε κι αυτόν στο δέντρο; ρώτησε η γυναίκα.

Το παιδάκι γέλασε τότε τόσο τρανταχτά και γλυκά, που ο μικρός άγγελος έπαψε πια να κρυώνει και μια μαγική θαλπωρή τον τύλιξε.

Η γυναίκα πήρε τον μικρό άγγελο από το χεράκι του παιδιού, του τίναξε από πάνω του τα ανακατεμένα μπαμπάκια και με προσοχή κόλλησε το μισό φτερό που του έλειπε. Ύστερα, ανεβαίνοντας σε μια μεγάλη σκάλα τον έβαλε πιο ψηλά από τα άλλα στολίδια, πιο ψηλά ακόμα και από την γιρλάντα των έξι αγγέλων.
Στην κορυφή του δέντρου! Και καθώς το μικρό παιδάκι είδε τον άγγελο τόσο λαμπερό και όμορφο άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και για μια στιγμή φάνηκε σε όλους πως ο μικρός άγγελος ζωντάνεψε κι έγινε ένας αληθινός άγγελος που είχε κατέβει από τον ουρανό για να αναγγείλει τη γέννηση του Χριστού.

Κι εκεί απάνω ο μικρός άγγελος έζησε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα που είχε ζήσει ποτέ του. Με μυρωδιές, με τραγούδια, με γέλια και παιχνίδια, μα και με κάτι ακόμα που έκανε τις γιορτινές μέρες  πιο πλούσιες και πιο ζεστές.

Με αγάπη!
                                                                               Λέττα Βασιλείου
                         

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

2 Δεκεμβρίου, σαν σήμερα...γέροντες Πορφύριος, Αμβρόσιος,Κλεόπας,Ελπίδιος



Μνήμη κοιμήσεως 4 σύγχρονων γερόντων (2 Δεκεμβρίου)






Μία μεγάλη ημέρα ξημερώνει για την Ορθοδοξία μας αύριο. Κατά συγκυρία ευτυχή, η Εκκλησία μας τιμά την ημέρα κοίμησης 4 σύγχρονων οσιακών μορφών. Ας δούμε εν συντομία τα κεντρικότερα σημεία της αγίας βιοτής των:

1. Γέρων Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Ο Γέροντας Πορφύριος γεννήθηκε το 1906 στον Άγιο Ιωάννη Καρυστίας Ευβοίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ευάγγελος. Στο σχολείο φοίτησε μόνον δύο χρόνια. Η ασθένεια του δασκάλου και η φτώχεια της οικογένειάς του τον έσπρωξαν να εργασθεί βόσκοντας τα λίγα ζώα της. Λίγο αργότερα, περίπου εννέα χρονών παιδάκι, εργάστηκε στο ανθρακωρυχείο της περιοχής και μετά στο παντοπωλείο ενός γνωστού της οικογένειας, στον Πειραιά. Ο πατέρας του είχε πάει να δουλέψει στη διώρυγα του Παναμά, για να συντηρήσει την οικογένειά του.

Όταν ήταν 8 ετών, βρήκε ένα φυλλάδιο με το βίο του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, το οποίο διάβαζε συλλαβιστά. Ο βίος του αγίου συγκίνησε το μικρό βοσκό και θέλησε να τον μιμηθεί. Έτσι, γύρω στα δώδεκα χρόνια του, ξεκίνησε μόνος του κρυφά για το Άγιο Όρος και στο πλοίο συνάντησε τον μετέπειτα Γέροντά του, ιερομόναχο Παντελεήμονα, τον πνευματικό, που ασκήτευε στην καλύβη του Αγίου Γεωργίου στη Σκήτη Καυσοκαλυβίων του Αγίου Όρους.

Σ΄ αυτόν τον Γέροντα και τον αυτάδελφό του μοναχό Ιωαννίκιο, ο νεαρός δόκιμος έκανε χαρούμενη και άκρα υπακοή και έτσι σε λίγα χρόνια αξιώθηκε να καρεί μοναχός. Λόγω της θερμής πίστης του, της υπακοής και της άσκησής του, τον επισκέφθηκε η θεία Χάρη και απέκτησε σε νεαρή ηλικία το χάρισμα της διοράσεως.

Στο Άγιον Όρος ασθένησε από πλευρίτιδα γύρω στα 18 του χρόνια και οι γέροντές του τον έστειλαν σε μοναστήρι στην Εύβοια για θεραπεία. Εκεί τον γνώρισε ο Αρχιεπίσκοπος Σινά Πορφύριος και αφού διαπίστωσε την πνευματική του προκοπή, τον χειροτόνησε ιερέα σε ηλικία 20 ετών. Μετά από ένα μικρό διάστημα ο Μητροπολίτης της περιοχής τον κατέστησε πνευματικό και έτσι έθεσε στην υπηρεσία των πιστών το χάρισμα της διοράσεως. Με το χάρισμα αυτό, ο νεαρός ιερομόναχος και πνευματικός Πορφύριος βοηθούσε τους ανθρώπους να γλιτώσουν από διάφορες πλεκτάνες του πονηρού, να καταλάβουν τί γίνεται στην ψυχή τους και να εργασθούν για τη σωτηρία τους.

Το 1940 διορίστηκε εφημέριος στην Πολυκλινική Αθηνών, στην οδό Σωκράτους, κοντά στην πλατεία Ομονοίας. Σ΄ αυτή τη θέση παρέμεινε συνολικά 33 χρόνια, εξομολογώντας τους ασθενείς και άλλους, προσευχόμενος, συμβουλεύοντας και συχνά θεραπεύοντας με την προσευχή και τη Χάρη του Θεού ασθενείς που ζητούσαν τη βοήθεια του.

Το 1950 νοίκιασε το εγκαταλελειμμένο μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου Καλλισίων στην Πεντέλη και μέχρι το 1978 καλλιεργούσε την περιοχή του. Το 1979 εγκατεστάθηκε στο Μήλεσι Αττικής, κοντά στον Ωρωπό, όπου άρχισε, αφού έλαβε τις νόμιμες άδειες, να κτίζει το Ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Σ΄ αυτό δεχόταν επισκέπτες κάθε κατηγορίας και τηλεφωνήματα από όλα τα μέρη του κόσμου, για διάφορα προβλήματα και συμβούλευε, ευχόταν, εξομολογούσε και θεράπευε τις ψυχές και πολλές φορές και τα σώματα των ανθρώπων.

Τον Ιούνιο του 1991, προαισθανόμενος το τέλος του, και μή θέλοντας να κηδευθεί με τιμές, αναχώρησε για το καλύβι του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους, όπου είχε καρεί μοναχός πριν από περίπου 70 χρόνια και στις 2 Δεκεμβρίου παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο.

Οι διδαχές του παραμένουν πολύτιμες παρακαταθήκες για τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο της εποχής μας. Με τη βαθιά αγάπη και τη διάκριση που τον χαρακτήριζε, τα λόγια του αποτελούν αληθινές σανίδες παρηγοριάς στις μέρες μας. Η διεισδυτική του ματιά και η μεγάλη του φιλανθρωπία προσφέρουν ξεχωριστές διαστάσεις στη σύγχρονη Ποιμαντική.

2. Γέρων Αμβρόσιος, πνευματικός μονής Δαδίου

Γεννήθηκε στο χωριό Λαζαράτα της Λευκάδος το 1914. Το κοσμικό του όνομα ήταν Σπυρίδων Λάζαρης. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και η οικογένειά του πολύτεκνη. Από μικρός ο ίδιος χαρακτηριζόταν για την ηρεμία του χαρακτήρα του και την αγάπη του προς την Εκκλησία. Δεν μπόρεσε να μορφωθεί γιατί ο πατέρας του έλειπε στον πόλεμο και ο ίδιος βοηθούσε τη μητέρα του στις αγροτικές δουλειές του σπιτιού.

Όταν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, θέλησε να πάει στο Άγιο Όρος, αλλά δεν ήξερε τον τρόπο. Με την καθοδήγηση, όμως, ενός νέου έφτασε στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Εκεί ο συνοδός του τού είπε: "Εδώ, θα μείνεις, Σπύρο. θα γίνεις μοναχός, θα κάνεις υπομονή και υπακοή στο γέροντα" κι αμσως εξαφανίστηκε. Ο Σπύρος κατάλαβε ότι επρόκειτο για άγγελο Κυρίου, παρέμεινε στο μοναστήρι και σε ηλικία 25 ετών έγινε μοναχός με το όνομα Χαρίτων.

Ένα βράδυ ο ηγούμενος λέει στο μοναχό Χαρίτωνα να διαβάσει την Ενάτη. Εκείνος, καθώς ήταν αγράμματος, προσπάθησε να διαβάσει, αλλά είχε μεγάλη δυσκολία. Ο ηγούμενος αγανάκτησε και τον έδιωξε λέγοντάς του επιτιμητικά να πάει στο κελλί του. Το ίδιο βράδυ, ενώ προσευχόταν, εμφανίστηκε η Παναγία και τον βοήθησε να μάθει το ψαλτήρι από μνήμης.

Ένα καλοκαίρι εργαζόταν στον κήπο της Μονής. Βλέποντας μία συκιά και επειδή πεινούσε, ανέβηκε στο δένδρο, για να φάει σύκα. Στο Άγιο Όρος οι μοναχοί δεν επιτρέπεται να τρώνε τίποτε εκτός τραπέζης, γιατί θεωρείται λαθροφαγία. Έφαγε μερικά σύκα, αλλά γλίστρησε και έπεσε από το δέντρο. Αν και είχε πέσει από το πρωί, οι άλλοι μοναχοί αφού τον αναζήτησαν, τον βρήκαν μόνο το απόγευμα στο περιβόλι πεσμένο κάτω να πονάει πολύ. Τον έβαλαν πάνω σε μια πόρτα και τέσσερα άτομα μαζί - καθώς ήταν σωματώδης - τον μετέφεραν στο κελλί του. Όπως διηγείται ο ίδιος: «Ενώ βρισκόμουν στο κρεβάτι και πονούσα, απέναντι έβλεπα το παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων και τους παρακαλούσα να με βοηθήσουν. Εμφανίζονται τότε δύο γιατροί με λευκές μπλούζες και προσπάθησαν να βάλουν το πόδι μου στην θέση του. "-Τράβα Κοσμά", έλεγε ο ένας. "-Κράτα από εδώ Δαμιανέ", έλεγε ο άλλος. Και σε πέντε λεπτά οι πόνοι εξαφανίστηκαν και έγινα καλά»!

Στο μοναστήρι βρίσκονταν τότε πέντε νέοι μοναχοί και ένας ηλικιωμένος γέροντας. Κάποιοι από αυτούς σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλό να αλλάξουν τον γέροντα. Το έμαθε ο γέροντας και ζήτησε την απομάκρυνσή τους. Με τη συνοδεία της αστυνομίας ο μοναχός Χαρίτων εκδιώχθηκε στη Μονή Χιλανδαρίου. Εκεί είχε πάρα πολλές δυσκολίες και πέρασε αρρώστιες, που τον ανάγκασαν να έρθει στον κόσμο. Πήγε, λοιπόν, στον Γέροντα Πορφύριο, ο οποίος τον συμβούλευσε να πάει στην ερειπωμένη Μονή Δαδίου στη Φθιώτιδα. Εκεί βρήκε μόνο αρουραίους, φίδια και άγρια ζώα. Ο Γέροντας Πορφύριος του υπέδειξε: «Κάθισε εδώ, κάνε υπομονή και υπακοή και ο Θεός θα σε βοηθήσει».

Αμέσως επιδόθηκε στην ανασύσταση της Μονής, η οποία έγινε στη συνέχεια γυναικεία. Ο τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος Αμβρόσιος εξετίμησε τον γέροντα και τον έκανε ιερομόναχο, δίνοντάς του, μάλιστα, το δικό του όνομα.

Κάποτε χτύπησε το πόδι του, πήγε στο νοσοκομείο, όπου του έβαλαν πλατίνα στο γοφό. Πονούσε, όμως, πολύ. Ο τότε Μητροπολίτης Ελβετίας Δαμασκηνός τον πήρε στην Ελβετία να τον δούνε εκεί οι γιατροί. Εκεί διαπιστώθηκε ότι στην πρώτη επέμβαση, του έβαλαν 1 εκατοστό πλατίνα μεγαλύτερη με αποτέλεσμα να χρειαστεί νέο χειρουργείο, για να μειώσουν την πλατίνα. Όταν έγινε αυτό και ετοιμαζόταν για εξιτήριο, του ζητήθηκαν γενικές εξετάσεις, τις οποίες έκανε. Τότε, βρέθηκε στον αριστερό του νεφρό πέτρα μεγάλη όσο ένα πορτοκάλι και έτσι παρέμεινε για νέα εγχείριση.

Διηγείται ο Γέροντας: «Ενώ ήμουν μόνος στο δωμάτιο, εμφανίστηκε ένας μοναχός. Βγήκαμε, λοιπόν, μαζί στο μπαλκόνι και καθίσαμε για να μιλήσουμε. Κάπου 15 λεπτά μιλούσαμε και του είπα για τα χειρουργεία και για τον λίθο στο νεφρό. Τότε ο μοναχός μου είπε: ''Είμαι ο Άγιος Νεκτάριος και ήρθα να σε δω. Ήμουν και εγώ φιλάσθενος και παρέδωσα την ψυχή μου στο «Αρεταίειο» νοσοκομείο. Άντεξα τις συκοφαντίες και την ασθένεια, κάνοντας υπομονή. Ο Θεός μου έδωσε χάρη μεγάλη για την υπομονή που έκανα''. Μετά με άγγιξε και έφυγε. Όταν έφυγε ο Άγιος Νεκτάριος μου ήρθε διάθεση ούρησης και ούρησα σε ένα μικρό λεκανάκι Τότε βγήκε μαζί με τα ούρα και μία πέτρα σε μέγεθος μικρού πορτοκαλιού. Τότε με μία χαρτοπετσέτα την πήρα και την έβαλα στο συρτάρι του κομοδίνου.

Την επόμενη θα γινόταν η εγχείριση. Έρχεται ο Ελβετός γιατρός και μου λέει: «Ετοιμάσου για το χειρουργείο». Εγώ του απάντησα ότι δεν χρειάζομαι χειρουργείο. Άνοιξα το συρτάρι και του έδειξα την πέτρα. Όταν την είδε ο γιατρός, είπε· «Εσείς οι Ορθόδοξοι έχετε ζωντανή πίστη, εμείς την νοθεύσαμε". Το χειρουργείο δεν έγινε και ή πέτρα παρέμεινε στο γραφείο του Ελβετού γιατρού, για χρόνια πολλά».

Του άρεζε η ησυχία και η αφάνεια, γι' αυτό και δεν απέκτησε μεγάλη συνοδεία από μοναχές. Μάλιστα, ούτε στο χωριό, στο Δαδί, τον ήξεραν καλά καλά. Και εκεί δεν κατέβαινε παρά σπάνια. Ήταν στο Μοναστήρι, έκανε πρακτικές εργασίες, ήταν ο εφημέριος της Μονής και ασχολήθηκε πολύ με την ευχή. Είχε όμως μεγάλη χάρη. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Εγώ αγράμματος άνθρωπος είμαι και έρχονται εδώ τόσοι άνθρωποι μορφωμένοι, καθηγητές πανεπιστημίου, και ανοίγει ο νους μου και τους λέω τόσα πράγματα, που απορώ πως τα λέω».

Κοιμήθηκε την ίδια μέρα, ακριβώς 15 χρόνια μετά, που κοιμήθηκε ο Γέροντας Πορφύριος, στις 2 Δεκεμβρίου 2006, σε ηλικία 92 ετών.

3. Γέρων Κλεόπα Ηλίε

Γεννήθηκε στο χωριό Σούλιτσα του νομού Botosani της Ρουμανίας στις 10 Απριλίου του 1912 και βαπτίσθηκε Κωνσταντίνος. Όπως ανέφερε ο ίδιος, οι γονείς του ήταν ζωντανό παράδειγμα χριστιανικής ζωής και το σπίτι τους ήταν μια κατ΄ οίκον εκκλησία. Έτσι, τα πέντε από τα δέκα παιδιά της οικογένειάς του ακολούθησαν το μοναχικό βίο.

Όταν ήταν νεογέννητος, αρρώστησε σοβαρά. Επειδή δύο άλλα αδέλφια του είχαν ήδη πεθάνει σε νηπιακή ηλικία, η μητέρα του τον πήγε στον ερημίτη Κόνωνα Georgescu, πνευματικό στην Cozancea και με τη βοήθειά του η Παναγία θεράπευσε τον μικρό Κωνσταντίνο.

Το 1929 εισήλθε μαζί με έναν ακόμη αδελφό του στην Ιερά Σκήτη Sihastria, όπου μόναζε ήδη ένας μεγαλύτερος αδελφός τους. Αρχικά στάλθηκε στη βοσκή των προβάτων της σκήτης, διακόνημα που τον γέμιζε με μεγάλη πνευματική χαρά. Αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία (1935-1937), εκάρη μοναχός στην ίδια σκήτη.

Ο ζήλος του στις εργασίες της σκήτης οδήγησε το γηραιό ηγούμενό της να τον διορίσει αναπληρωτή ηγούμενο το 1942, ενώ το 1944 εξελέγη ηγούμενος. Στα τέλη του ίδιου έτους χειροτονήθηκε διάκονος και στις αρχές του επόμενου, πρεσβύτερος. Αμέσως επιδόθηκε στην ανακαίνιση της σκήτης και το 1947 μόλις, πέτυχε την ανύψωσή της από εξαρτηματική σε ανεξάρτητη Μονή.

Με την άνοδο των κομμουνιστών στην εξουσία, συνελήφθη και ανακρίθηκε για 5 ημέρες στο Targu Neamt, αλλά πολύ σύντομα αφέθηκε ελεύθερος. Για να αποφύγει τα προβλήματα με τις αρχές κρύφτηκε σε μια ξύλινη καλύβα βαθιά στο δάσος, 6 χλμ. μακριά από το μοναστήρι. Σε 6 μήνες όμως επανήλθε στη θέση του.

Με απόφαση του Πατριάρχη Ιουστινιανού μεταφέρεται στις 30 Αυγούστου 1949 μαζί με 30 μοναχούς από τη Μονή Sihastria στη Μονή Slatina-Suceava και γίνεται ηγούμενός της, καθιστώντας τη σύντομα στο πιο οργανωμένο μοναστήρι της Ρουμανίας. Τα προβλήματα με το καθεστώς όμως δεν έλειψαν. Αντιμετωπίζοντας διαρκείς έρευνες και συλλήψεις, αναγκάστηκε  να ζήσει σε σκληρές συνθήκες στα βουνά Stβni_oarei μαζί με τον ιερομόναχος Αρσένιο Papacioc. Τελικά θα επιστρέψει το 1956 στη Sihastria.

Το 1959 ψηφίστηκε ειδικό διάταγμα, με το οποίο εκδιώχθηκαν από τα μοναστήρια πάνω από 4000 μοναχοί και μοναχές. Ο ίδιος πιέστηκε από τις αρχές να αποβάλει το μοναχικό σχήμα και να περιοριστεί στο σπίτι του. Όπως πολλοί άλλοι μοναχοί, αρνήθηκε και αποσύρθηκε -για τρίτη φορά- στα βουνά της Μολδαβίας.

Το 1964 η πολιτική απέναντι στην Εκκλησία έγινε ηπιότερη, οπότε μπόρεσε να επιστρέψει στη Μονή. Παρέμεινε εκεί για 34 χρόνια ως πνευματικός των μοναχών και πολλών λαϊκών που έρχονταν από όλη τη χώρα και το εξωτερικό, για πνευματική καθοδήγηση.

Κοιμήθηκε οσιακά στις 2 Δεκεμβρίου 1998. Στα τέλη του 2005, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας πληροφόρησε τους πιστούς ότι έχει αρχίσει να μαζεύει στοιχεία για την επίσημη αγιοκατάταξη του μακαρίου Γέροντος Κλεόπα - ήδη αγίου στην συνείδηση πάρα πολλών πιστών.

4. Γέρων Ελπίδιος Νεοσκητιώτης

Γεννήθηκε το 1913 στη Λευκωσία και το κοσμικό του όνομα ήταν Αλέξανδρος. Ήταν δίδυμος αδελφός του Ιερομάρτυρος Φιλουμένου, που μαρτύρησε το 1979 στην Παλαιστίνη.

Τα δύο αδέλφια είχαν μάθει από νωρίς την προσευχή και τη μελέτη πατερικών βιβλί­ων. Κάποτε εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ από το βίο του οσίου Ιωάννου του Καλυβίτου και σε ηλικία μό­λις 14 ετών έφυγαν κρυφά από τους γονείς τους για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Μέσα στο πνευματικά ανθηρό κλίμα της Μονής και υπό τη φωτισμένη καθοδήγηση του πνευματικού π. Κυπριανού, μυήθηκαν στο πνεύμα της ανατολικής μοναστικής παράδοσης.

Το αυστηρό πρόγραμμα της Μονής κλόνισε όμως επικίνδυνα την υγεία τους και μετά από 6 χρόνια πήγαν στην Παλαιστίνη και έγιναν τακτικά μέλη της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Το 1937 ο π. Ελπίδιος χειροτονήθηκε διάκονος και το 1940 πρεσβύτερος, ενώ το ίδιο διάστημα ολοκλήρωσε την εγκύκλιο παιδεία του. Υπηρέτησε σε πολλές θέσεις του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (Ηγούμενος της Μονής του Προδρόμου, Τιβεριάδα, Πατριαρχικός Έξαρχος στη Ναζαρέτ, όπου έλαβε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου).

Τό 1947 προσελήφθη στην υπηρεσία του Πατρι­αρχείου Αλεξανδρείας και απεστάλη για μια πενταετία στη Μοζαμβίκη. Κατόπιν έζησε στην Αθή­να, όπου και έλαβε το Πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πα­νεπιστημίου (1952-1956). Από το επόμενο έτος υπηρέτησε ως προϊστάμενος του Ι.Ν. Αγίων Πάντων Λονδίνου, ενώ συγχρόνως παρακολούθησε μα­θήματα Ερμηνείας Καινής Διαθήκης και Εκκλησια­στικής Ιστορίας στο Βασιλικό Κολλέγιο. Το 1959 διορίσθηκε από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας Έξαρχος του Θρόνου, πρώτα στην Οδησσό και κατόπιν στην Ελλάδα. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις και προτροπές, επανήλθε στην πατρίδα του ως ιεροκήρυκας της Επαρχίας Πάφου και μετά Ηγούμενος της Μο­νής Μαχαιρά.

Δεν έμεινε όμως και εκεί για πολύ. Έτσι, επέ­στρεψε εις την Ελλάδα και ανέλαβε την εφημερία του θεραπευτηρίου του Ερυθρού Σταυρού για 6 χρόνια. Ο ζήλος και η διακονία του παρέμειναν για πολλά χρόνια στη μνήμη των ασθενών και του προσωπικού.  Το βαθύ πνευματικό του έργο συνεχίστηκε κατόπιν στον Ι.Ν. Αγίας Τριάδος Αμπελοκήπων όπου μετετέθη. Στο μεταξύ, σπούδασε και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου.

Όταν, τέλος, αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία, πραγματοποίησε αυτό που για δεκαετίες διακαώς επιθυμούσε: την αμεριμνησία της ησυχαστικής ζωής. Ασκήτευσε, έτσι, στη Νέα Σκήτη του Αγίου Όρους, ύστερα από ενύπνια υπόδειξη της Παναγίας.

Η αλήθεια είναι πως καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν παρέλειψε ποτέ τα μοναχικά του καθήκοντα. Από μαθητής ακόμα, συνήθιζε να απομονώνεται τελώντας τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Κάποτε, μάλιστα, όταν στο νοσοκομείο διογκώθηκαν οι υποχρεώσεις του, ζητούσε μέσα στην απλότητά του από την αδελφή του και τους ανεψιούς του να διαβάζουν από ένα μικρό κομμάτι της ακολουθίας του, ενώ από τα πνευματικά του τέκνα (ιδίως τις αδελφές νοσοκόμες), να κάνουν λίγες μετάνοιες, για να συμπληρωθεί ο κα­νόνας του.

Στο αγιορείτικο κελλί του, πάλι, συνήθιζε να διαβάζει παρακλή­σεις για όλο τον κόσμο, και εξορκισμούς και ευχές για ό­λους τους μοναχούς της Σκήτης και του Αγίου Όρους. Στις μετακινήσεις του ήθελε να ταξιδεύει μόνος του για να λέει απερίσπαστος την ευχή.

Οι συνασκητές του διηγούνται ότι γνώριζε με λεπτο­μέρειες το μαρτύριο του αδελφού του Φιλουμένου εις την Παλαιστίνην, καθώς άκουγε τούς δαρμούς του και τον ίδιο να του φωνάζει, «αδελφέ μου, με σκοτώ­νουν!». Άλλοτε ευλόγησε το λιγοστό φαγητό μιας φτωχής οικογένειας και αυτό υπερπερίσσευσε. Θαύματα διηγούνται, ακόμη, και κατά τη θητεία του στον Ερυθρό Σταυρό.

Προτίμησε πάντοτε τη ζωή της αφάνειας και της διάκρισης και ποτέ δεν προκάλεσε κανέναν. Όταν στο τέλος της επίγειας ζωής του αρρώστησε βαριά, ήταν εκείνος που ανέπαυε όσους αδελφούς τον επισκέπτονταν για να τον αναπαύσουν. Κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1983.

Ας έχουμε την ευχή όλων τους!




πηγή



Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Η διαθήκη του νέου Αγίου γέροντα Πορφυρίου



Αγαπητά πνευματικά μου παιδιά,

Τώρα που
ακόμη έχω τα φρένας μου σώας θέλω να σας πω μερικές συμβουλές. Από μικρό παιδί όλο στις αμαρτίες ήμουνα. Και όταν με έστελνε η μητέρα μου να φυλάω τα ζώα στο βουνό, γιατί ο πατέρας μου, επειδή ήμασταν πτωχοί είχε πάει στην Αμερική, για να εργαστεί στη διώρυγα του Παναμά για εμάς τα παιδιά του, εκεί που έβοσκα τα ζώα, συλλαβιστά διάβαζα το βίο του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου και πάρα πολύ αγάπησα τον Άγιο Ιωάννη και έκανα πάρα πολλές προσευχές σαν μικρό παιδί που ήμουν 12 - 15 χρονών, δεν θυμάμαι ακριβώς καλά, και θέλοντας να τον μιμηθώ με πολύ αγώνα έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάχτηκα σε δύο γέροντες αυταδέλφους, Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι' αυτό, με την ευχή τους, τους έκανα άκρα υπακοή.

Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη
αγάπη και προς τον Θεό, και πέρασα πάρα πολύ καλά. Αλλά, κατά παραχώρηση Θεού, για τις αμαρτίες μου, αρρώστησα πολύ και οι Γέροντές μου μου είπαν να πάω στους γονείς μου στο χωριό μου εις τον άγιο Ιωάννη Ευβοίας.

Και
ενώ από μικρό παιδί είχα κάνει πολλές αμαρτίες, όταν ξαναπήγα στον κόσμο, συνέχισα τις αμαρτίες, οι οποίες μέχρι σήμερα έγιναν πάρα πολλές.
Ο κόσμος όμως με πήρε από καλό και όλοι φωνάζουνε ότι είμαι άγιος. Εγώ όμως αισθάνομαι ότι είμαι ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος του κόσμου.
Όσα ενθυμόμουνα βεβαίως τα εξομολογήθηκα, αλλά γνωρίζω ότι για αυτά που εξομολογήθηκα με συγχώρησε ο Θεός, αλλά όμως τώρα έχω ένα συναίσθημα ότι και τα πνευματικά μου αμαρτήματα είναι πάρα πολλά και παρακαλώ όσοι με έχετε γνωρίσει να κάνετε προσευχή για μένα, διότι και εγώ, όταν ζούσα, πολύ ταπεινά έκανα προσευχή για σας, αλλά όμως τώρα που θα πάω για τον ουρανό έχω το συναίσθημα ότι ο Θεός θα μου πει: Τι θέλεις εσύ εδώ; Εγώ ένα έχω να του πω.

Δεν είμαι
άξιος, Κύριε, για εδώ, αλλά ότι θέλει η αγάπη σου ας κάμει για μένα. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει.
Επιθυμώ όμως να ενεργήσει η αγάπη του Θεού. Και πάντα εύχομαι τα πνευματικά μου παιδιά να αγαπήσουν τον Θεό, που είναι το παν, για να μας αξιώσει να μπούμε στην επίγειο άκτιστο εκκλησία Του. Γιατί από εδώ πρέπει να αρχίσουμε.
Εγώ πάντα είχα την προσπάθεια να προσεύχομαι και να διαβάζω τους Ύμνους της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή και τους βίους των Αγίων μας και εύχομαι και εσείς να κάνετε το ίδιο. Εγώ προσπάθησα με τη Χάρη του Θεού να τον πλησιάσω το Θεό και εύχομαι και σεις να κάνετε το ίδιο.

Παρακαλώ
όλους σας να με συγχωρέσετε για ο,τι σας στεναχώρησα. 

  Ιερομόναχος Πορφύριος
  Εν Καυσοκαλυβίοις τη 4/7 Ιουνίου 1991