Ιησούς Σινά

Τι πλέον θέλεις;

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Δέν ὑπάρχει τίποτε, πραγματικά τίποτε, πού νά μπορεῖ νά μᾶς συγκρατεῖ καί νά μᾶς διαφυλάσσει τόσο, ὅσο ἡ ταπεινοφροσύνη

“Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε, πραγματικά τίποτε, πού νά μπορεῖ νά μᾶς συγκρατεῖ καί νά μᾶς διαφυλάσσει τόσο, ὅσο ἡ ταπεινοφροσύνη καί τό νά εἴμαστε μετριόφρονες καί συνεσταλμένοι καί νά μή σχηματίζουμε ποτέ καμμιά μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας. Αὐτό τό πρᾶγμα γνωρίζοντας καλά καί ὁ Χριστός καί ἀρχίζοντας τήν πνευματική ἐκείνη διδασκαλία, ἄρχισε πρῶτα τήν παραίνεση ἀπό τήν ταπεινοφροσύνη, καί ὅταν ἄνοιξε τό στόμα του, αὐτόν τόν νόμο παρουσίασε πρῶτα, λέγοντας αὐτό “μακάριοι οἱ φτωχοί τῷ πνεύματι” (Ματθ. ε΄ 3).
Ὅπως λοιπόν ὅταν πρόκειται κάποιος νά χτίσει ἕνα μεγάλο καί ἐπιβλητικό σπίτι, βάζει καί ἀνάλογο θεμέλιο, ὥστε νά μπορέσει νά βαστάξει τό προστιθέμενο ἀργότερα βάρος, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὁ Χριστός, σηκώνοντας στίς ψυχές τους τή μεγάλη ἐκείνη οἰκοδομή τῆς πίστης, βάζει πρῶτα, σάν κάποιο θεμέλιο καί ἀρχή σταθερή καί βάση μόνιμη καί ἀκίνητη, τήν παραίνεση τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐπειδή γνώριζε πώς ὅταν αὐτή ριζώσει στίς ψυχές τῶν ἀκροατῶν, ὅλα τά ἄλλα μέρη τῆς ἀρετῆς μποροῦν νά χτίζονται μέ ἀσφάλεια. Ὅπως λοιπόν ὅταν αὐτή ἀπουσιάζει καί ἄν ἀκόμη κατορθώσει κάποιος ὅλη τήν ὑπόλοιπη ἀρετή, κοπίασε ἄσκοπα καί μάταια καί ἄχρηστα, σάν ἐκεῖνον πού ἔχτισε τό σπίτι του ἐπάνω στή ἄμμο, ὁ ὁποῖος βέβαια ὑπέμεινε τόν κόπο, ἀλλά δέ χάρηκε τό κέρδος, γιατί δέν ἔβαλε σταθερό θεμέλιο, ἔτσι καί αὐτός πού χωρίς ταπεινοφροσύνη ἐπιδιώκει ὁποιοδήποτε ἀγαθό, τά ἔχασε καί τά κατέστρεψε ὅλα.
Καί λέγοντας ταπεινοφροσύνη δέν ἐννοῶ τήν ταπεινοφροσύνη πού βρίσκεται στά λόγια, οὔτε ἐκείνη πού βρίσκεται πάνω στή γλώσσα, ἀλλά τήν ταπεινοφροσύνη πού βρίσκεται μέσα σττό νοῦ, πού προέρχεται ἀπό τήν ψυχή, πού βρίσκεται μέσα στή συνείδηση, πού μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τή βλέπει. Φθάνει αὐτή ἡ ἀρετή, καί ὅταν παρουσιάζεται μόνη της πολλές φορές, νά ἐξιλεώσει τό Θεό. Καί αὐτό τό φανέρωσε ὁ τελώνης. Γιατί αὐτόν παρ’ ὅλο πού δέν εἶχε κανένα ἀγαθό καί δέν μποροῦσε νά παρουσιασθεῖ ἀπό τά κατορθώματά του, λέγοντας μόνο “ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό”, κατέβηκε ἀπό τό ναό δικαιωμένος, παρά ὁ φαρισαῖος, μολονότι βέβαια τά λόγια ἐκεῖνα δέν ἦταν ἀπόδειξη ταπεινοφροσύνης ἀλλά μόνο εὐγνωμοσύνης. Γιατί ταπεινοφροσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἄν καί ἀναγνωρίζει στόν ἑαυτό του μεγάλη ἀξία, δέ φαντάζεται γιά τόν ἑαυτό του τίποτε μεγάλο, ἐνῶ εὐγνωμοσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἐνῶ εἶναι ἁμαρτωλός, τό ὁμολογεῖ αὐτό. Ἄν ὅμως ἐκεῖνος πού δέν ἀναγνώριζε στόν ἑαυτό του κανένα ἀγαθό ἀπέσπασε τόση εὔνοια ἀπό τό Θεό ἐπειδή ὁμολόγησε αὐτό ἀκριβῶς πού ἦταν, πόση παρρησία θ’ ἀπολαύσουν αὐτοί πού μποροῦν νά ποῦν τά πολλά τους κατορθώματα ἀλλά ὅλα τά ξεχνοῦν καί συγκαταλέγουν τόν ἑαυτό τους ἀνάμεσα στούς τελευταίους; Ἔτσι ἀκριβῶς ἔκαμε καί ὁ Παῦλος. Γιατί, ἄν καί ἦταν πρῶτος ἀπ’ ὅλους τούς δικαίους, ἔλεγε ὅτι αὐτός ἦταν πρῶτος ἀπό τούς ἁμαρτωλούς (Α΄ Τιμ. α΄ 15) καί ὄχι μόνο τό ἔλεγε ἀλλά τό εἶχε πιστέψει. Ἐπειδή ἀπό τό δάσκαλό του διδάχθηκε πώς ὅταν τά κάνουμε ὅλα, πρέπει νά ὀνομάζουμε τούς ἑαυτούς μας ἄχρηστους δούλους (Λουκ. ιζ΄ 10).
... Γιατί ἄν συμπεριφερόμαστε ἔστι, μᾶς ἀρκεῖ αὐτό γιά προσφορά καί θυσία, ὅπως καί ὁ Δαυΐδ ἔλεγε “θυσία τῷ θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ θεός οὐκ ἐξουδενώσει”. Δέν εἶπε ἁπλῶς ταπεινωμένη, ἀλλά καί συντριμμένη, γιατί τό συντριμμένο εἶναι καί θρυμματισμένο, οὔτε βέβαια, ἄν θέλει, μπορεῖ νά ὑπερηφανευθεῖ. Ἔτσι καί ἐμεῖς ἄς μή ταπεινώνουμε μόνο τήν ψυχή μας, ἀλλά καί ἄς τή συντρίψουμε καί ἄς τή θρυμματίσουμε καί συντρίβεται ὅταν θυμᾶται συνέχεια τά δικά της ἁμαρτήματα. Ἄν τήν ταπεινώσουμε ἔτσι, δέν θά μπορέσει, ἔστω καί νά τό θέλει νά ὑπερηφανευθεῖ, γιατί ἡ συνείδηση σάν κάποιο χαλινάρι τή σταματάει ὅταν σηκώνεται καί τή συγκρατεῖ καί τήν πείθει νά εἶναι μετρημένη σέ ὅλα.
Ἔτσι θά μπορέσουμε νά βροῦμε καί χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. “ὅσω γάρ μέγας εἶ”, λέγει ἡ Γραφή, “τοσούτῳ ταπείνου σεαυτόν, καί ἐναντίον Κυρίου εὑρήσεις χάριν” (Σοφ. Σειρ. 3, 18). Ἐκεῖνος ὅμως πού βρῆκε χάρη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέ θά αἰσθανθεῖ καμμιά δυσκολία, ἀλλά καί ἐδῶ θά μπορέσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά ξεπεράσει εὔκολα ὅλα ἐκεῖνα τά δεινά καί νά ξεφύγει τίς τιμωρίες πού ὑπάρχουν στή ζωή γιά τούς ἁμαρτωλούς, γιατί ἡ χάρη πηγαίνει παντοῦ πρίν ἀπ’ αὐτόν καί τοῦ ἐξευμενίζει τά πάντα”.
“Ὅλοι ὅμως ἄς ταπεινώσουμε τίς ψυχές μας μέ τήν ἐλεημοσύνη, μέ τό νά συγχωροῦμε τίς ἁμαρτίες τῶν συνανθρώπων μας, μέ τό νά μή μνησικακοῦμε καί μέ τό νά μήν ἐκδικούμαστε. Ἄν ἐνθυμούμαστε συνέχεια τά σφάλματά μας, δέ θά μπορέσει κανένα ἀπό τά ἔξω πράγματα νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἀλαζονεία, οὔτε τά πλούτη, οὔτε ἡ δύναμη, οὔτε ἡ ἐξουσία, οὔτε ἡ τιμή, ἀλλά, καί ἄν ἀκόμη καθίσουμε στό βασιλικό ὄχημα, θά στενάξουμε πικρά. Γιατί καί ὁ μακάριος Δαβίδ ἦταν βασιλιάς καί ἔλεγε “θά λούζω κάθε νύχτα τό κρεββάτι μου”, καί δέ ζημιώθηκε καθόλου ἀπό τή βασιλική πορφύρα καί τό στέμμα καί δέν ἀλαζονεύθηκε, καί ἐπειδή εἶχε συντετριμμένη τήν καρδιά του θρηνοῦσε”.
“Τί λοιπόν εἶναι τά ἀνθρώπινα πράγματα; Στάχτη καί σκόνη, καί σάν χνούδι μπροστά στόν ἄνεμο, καπνός καί σκιά, φύλλο περιφερόμενο ἐδῶ καί ἐκεῖ καί ἄνθος, ὄνειρο καί μῦθος καί παραμύθι, ἄνεμος καί ἀέρας ἁπλῶς σιγανός πού φεύγει καί χάνεται, φτερό πού δέ στέκεται, φύσημα ἀέρα πού τρέχει καί ὁτιδήποτε ἄλλο ὑπάρχει πιό μηδαμινό ἀπό αὐτά.”
“Καί ἄν ἀκόμη ἀνεβοῦμε στήν ἴδια κορυφή τῆς ἀρετῆς, ἄς θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας τελευταίους ἀπ’ ὅλους, ἀφοῦ μάθαμε ὅτι καί ἀπό τούς ἴδιους τούς οὐρανούς ἡ ἀλαζονεία μπορεῖ νά καταρρίψει ἐκεῖνον πού δέν προσέχει, καί ὅτι ἀπό τήν ἴδια τήν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτημάτων ἡ ταπεινοφροσύνη μπορεῖ νά ἀνεβάσει ὑψηλά ἐκεῖνον πού ξέρει νά συμπεριφέρεται μέ μετριοφροσύνη. Γιατί αὐτή ἔστησε τόν τελώνη μπροστά ἀπό τό φαρισαῖο, ἐνῶ ἐκείνη, δηλαδή ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ὑπερηφάνεια, νίκησε καί ἀσώματη δύναμη, τό διάβολο, ἐνῶ ἡ ταπεινοφροσύνη καί ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων του εἰσήγαγε τόν ληστή στόν παράδεισο πρίν ἀπό τούς ἀποστόλους. Ἄν ὅμως αὐτοί πού ὁμολογοῦν τά δικά τους ἁμαρτήματα χαρίζουν στόν ἑαυτό τους τόση μεγάλη παρρησία, ἐκεῖνοι πού ἀναγνωρίζουν στόν ἑαυτό τους πολλά ἀγαθά καί ταπεινώνουν τήν ψυχή τους, πόσα στεφάνια δέ θά ἐπιτύχουν; Γιατί ὅταν ἡ ἁμαρρτία εἶναι ἑνωμένη μέ τήν ταπεινοφροσύνη, τρέχει μέ τόση εὐκολία ὥστε νά ξεπερνάει καί νά προλαβαίνει τή δικαιοσύνη πού συνυπάρχει μέ τήν ἀλαζονεία. Ἄν λοιπόν τή συνδέσεις μέ τή δικαιοσύνη ποῦ δέ θά φθάσει; Πόσους οὐρανούς δέ θά περάσει; Ὁπωσδήποτε θά σταθεῖ κοντά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσα στούς ἀγγέλους μέ πολλή παρρησία. Ἄν πάλι ἡ ἀλαζονεία πού συνδέθηκε μέ τή δικαιοσύνη μπόρεσε μέ τήν ὑπερβολή καί τή βαρύτητα τῆς δικῆς της κακίας νά ταπεινώσει τήν παρρησία ἐκείνης, ἄν εἶναι ἑνωμένη μέ τήν ἁμαρτία, σέ πόση γέεννα δέ θά μπορέσει νά γκρεμίσει αὐτόν πού τήν ἔχει;
Αὐτά τά λέγω ὄχι γιά νά ἀδιαφοροῦμε γιά τή δικαιοσύνη, ἀλλά γιά νά ἀποφύγουμε τήν ἀλαζονεία, ὄχι γιά νά ἁμαρτάνουμε, ἀλλά γιά νά εἴμαστε μετριόφρονες. Γιατί ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι θεμέλιο τῆς δικῆς μας ἀρετῆς. Καί ἄν ἀκόμη οἰκοδομήσεις ἐπάνω ἄπειρα, εἴτε ἐλεημοσύνη εἴτε προσευχές, εἴτε νηστεία, εἴτε κάθε ἀρετή, ἄν δέν τεθεῖ αὐτή πρῶτα, ὅλα θά οἰκοδομηθοῦν ἄσκοπα καί μάταια, καί θά πέσουν εὔκολα κάτω, ὅπως ἡ οἰκοδομή ἐκείνη πού κτίσθηκε πάνω στήν αμμο. Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς αὐτήν. Ἀλλά, εἴτε τή σωφροσύνη πεῖς, εἴτε τήν παρθενία, εἴτε τήν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅλα εἶναι ἀκάθαρτα καί μολυσμένα καί βδελυρά ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ταπεινοφροσύνη. Παντοῦ λοιπόν ἄς τήν ἔχουμε μαζί μας, στά λόγια, στίς πράξεις, στίς σκέψεις, καί μαζί της ἄς τά κτίζουμε αὐτά.”
“Εἶσαι ταπεινός καί μάλιστα ταπεινότερος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους; Νά μήν ὑπερηφανεύεσαι γι’ αὐτό οὔτε νά κατηγορεῖς τούς ἄλλους, γιά νά μή χάσεις τό καύχημά σου. Γι’ αὐτό δείχνεις ταπεινοφροσύνη, γιά νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν ἀλαζονεία. Ἄν λοιπόν μ’ αὐτήν πέσεις σέ ἀλαζονεία, καλύτερα νά μή δείχνεις ταπεινοφροσύνη, γιατί ἄκου τόν Παῦλο πού λέγει “μέσω τοῦ καλοῦ μέ ὁδηγεῖ στό θάνατο, γιά νά γίνει ἡ ἁμαρτία ὑπερβολικά ἁμαρτωλή χρησιμοποιώντας τήν ἐντολή”. Ὅταν σοῦ ἔρθει ἡ σκέψη νά θαυμάσεις τόν ἑαυτό σου γιά τήν ταπεινοφροσύνη σου, σκέψου τόν Κύριό σου ποῦ κατέβηκε, καί δέ θά θαυμάσεις πιά τόν ἑαυτό σου οὔτε θά τόν ἐπαινέσεις, ἀλλά καί θά τό περιγελάσεις, γιατί δέν ἔκανε τίποτε. Ὁπωσδήποτε νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου ὀφειλέτη. Ὅ,τι καί ἄν κάνεις, θυμήσου ἐκείνη τή παραβολή “ποιός ἀπό σᾶς”, λέγει, “πού ἔχει ἕνα δοῦλο, θά τοῦ πεῖ, ὅταν ἐπιστρέψει στό σπίτι, «κάθισε να φᾶς»; Δέ θά τοῦ πεῖ αὐτό, σᾶς λέγω, ἀλλά «σήκω καί ὑπηρέτησέ με»”.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν

 

Ἀπὸ τὰ παμπάλαια χρόνια, τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου τῆς τρίτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ σταυρὸς μεταφέρεται στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀκόλουθη ἑβδομάδα εἶναι γνωστὴ ὡς ἑβδομάδα τοῦ Σταυροῦ. Ξέρουμε πὼς ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀποτελεῖ μία προετοιμασία γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε ποὺ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη τῆς τὸν πόνο, τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ σταυρό. Ἡ προβολὴ τοῦ σταυροῦ στὴ μέση της Σαρακοστῆς, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σκοπὸ τῆς βαθύτερης καὶ ἐντατικότερης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς. Ἔτσι εἶναι ὁ κατάλληλος τόπος ἐδῶ, γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ρόλο τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ του σημαντικότατου καὶ χαρακτηριστικότατου ὅλων τῶν Χριστιανικῶν συμβόλων.

Τὸ σύμβολο αὐτὸ ἔχει δύο στενὰ ἀλληλένδετες σημασίες. Ἀφενὸς εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ ἀποφασιστικὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐπίγεια ζωὴ καὶ διακονία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς φοβεροῦ καὶ τρομακτικοῦ μίσους ἐνάντια σ᾿ Αὐτὸν ποὺ ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία Του ἐπικεντρώθηκε στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, καὶ ποὺ ὁλόκληρο τὸ κύρυγμά Του ἦταν μία κλήση σὲ αὐτοθυσία στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης. Ὁ Πιλάτος, ὁ Ρωμαῖος κυβερνήτης στὸν ὁποῖο μεταφέρθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ Τὸν συνέλαβαν, Τὸν ἐκτύπησαν καὶ Τὸν ἔφτυσαν, λέει, «ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω» (Ἰωάν. 19, 4). Αὐτὸ ὅμως προκάλεσε ἕνα ἰσχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν!» φωνάζει τὸ πλῆθος.
Ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στὸ βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ καλωσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλὰ καὶ μίσος; Γιατί ἡ καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο;
Συνήθως ἀποφεύγουμε νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη σὲ κάποιον ἄλλο: ἂν ἤμασταν ἐκεῖ, ἂν ἤμουν ἐκεῖ ἐκείνη τὴν τρομερὴ νύχτα, δὲ θὰ εἶχα συμπεριφερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι. Ἀλλοίμονο ὅμως, κάπου βαθιὰ στὴ συνείδησή μας γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ξέρουμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ βασάνισαν, σταύρωσαν καὶ μίσησαν τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν κάποιου εἴδους τέρατα, κατεχόμενα ἀπὸ κάποιο ἰδιαίτερο καὶ μοναδικὸ κακό. Ὄχι, ἦταν «ὅπως ὅλοι μας». Ὁ Πιλάτος προσπάθησε ἀκόμη καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν Ἰησοῦ, νὰ μεταπείσει τὸ πλῆθος, προσφέρθηκε ἀκόμη καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ Χριστὸ ὡς κίνηση καλῆς θελήσεως, χάριν τῆς ἑορτῆς, ὅταν κι αὐτὸ ἀπέτυχε, στάθηκε μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἔνιψε τὰ χέρια του, δείχνοντας τὴ διαφωνία του σ᾿ αὐτὸ τὸ φόνο.

Μὲ λίγες πινελιὲς τὸ εὐαγγέλιο σχεδιάζει τὴν εἰκόνα αὐτοῦ του παθητικοῦ Πιλάτου, τοῦ τρόμου του, τῆς γραφειοκρατικῆς του συνειδήσεως, τῆς δειλῆς του ἀρνήσεως νὰ ἀκολουθήσει τὴ συνείδησή του. Δὲ συμβαίνει ὅμως ἀκριβῶς τὸ ἴδιο στὴ δική μας ζωὴ καὶ στὴ ζωὴ γύρω μας; Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πιὸ κοινότυπη, ἡ πιὸ τυπικὴ ἱστορία; Δὲν εἶναι παρὼν συνεχῶς μέσα μᾶς κάποιος Πιλάτος;
Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅταν ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ ποῦμε ἕνα ἀποφασιστικό, ἀμετάκλητο ὄχι στὸ ψεῦδος, στὴν ἀδικία, στὸ κακὸ καὶ στὸ μίσος, ἐνδίδουμε στὸν πειρασμὸ νὰ «νίψουμε τὰς χεῖρας μας»; Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο ἦταν οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὑπερασπιζόμενοι τὸν ἑαυτό τους θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν: ἐκτελέσαμε ἁπλῶς διαταγές, μᾶς εἶπαν νὰ «ἐξουδετερώσουμε» κάποιον ταραχοποιὸ ποὺ προκαλοῦσε ἀναστάτωση καὶ ἀταξία, γιὰ ποιὸ πράγμα μιλᾶτε λοιπόν; Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο, πίσω ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἦταν τὸ πλῆθος, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ ἕξι μέρες πρὶν φώναζαν «Ὡσαννά», καθὼς ὑποδέχονταν θριαμβευτικὰ τὸ Χριστό, κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἱερουσαλήμ, μόνο ποὺ τώρα ἡ κραυγή τους ἦταν «Σταύρωσον αὐτόν!» Ἔχουν ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸ μία ἐξήγηση. Δὲν εἶναι οἱ ἡγέτες τους, οἱ διδάσκαλοί τους καὶ οἱ κυβερνῆτες τους αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγκληματίας, ποὺ κατέλυσε τοὺς νόμους καὶ τὶς συνήθειες, καὶ γι᾿ αὐτό, βάσει τοῦ νόμου, «πάντοτε βάσει τοῦ νόμου, πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ ὑπάρχον καταστατικό», πρέπει νὰ πεθάνει…; Ἔτσι κάθε συμπαίκτης σ᾿ αὐτὸ τὸ τρομακτικὸ γεγονὸς εἶχε δίκαιο «ἀπὸ τὴν πλευρά του», ὅλοι δικαιώθηκαν. Ὅλοι μαζὶ ὅμως δολοφόνησαν ἕναν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον». Ἡ πρώτη σημασία τοῦ σταυροῦ συνεπῶς εἶναι ἡ κρίση τοῦ κακοῦ, ἢ μᾶλλον τῆς ψευδοκαλωσύνης αὐτοῦ του κόσμου, μέσα στὸν ὁποῖο πανηγυρίζει αἰώνια τὸ κακό, καὶ ὁ ὁποῖος προωθεῖ τὸν τρομακτικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ πάνω στὴ γῆ.

Αὐτὸ μας μεταφέρει στὴ δεύτερη σημασία τοῦ σταυροῦ. Μετὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ὁ δικός μας σταυρός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι,… ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοὶ» (Λουκ. 9, 23). Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἐπιλογὴ ποὺ εἶχε νὰ κάνει ὁ καθένας ἐκείνη τὴ νύχτα –ὁ Πιλάτος, οἱ στρατιῶτες, οἱ ἀρχηγοί, τὸ πλῆθος κι ὁ καθένας μέσα στὸ πλῆθος – εἶναι μία ἐπιλογὴ ποὺ τίθεται συνεχῶς καὶ σὲ καθημερινὴ βάση μπροστά μας. Ἐξωτερικά, ἡ ἐπιλογὴ ἔχει νὰ κάνει μὲ κάτι φαινομενικὰ ἀσήμαντο γιὰ μᾶς, ἢ δευτερεῦον. Γιὰ τὴ συνείδηση ὅμως τίποτε δὲν εἶναι πρῶτο ἢ δεύτερο, ἀλλὰ τὸ καθετὶ μετρᾶται ἂν εἶναι ἀληθινὸ ἢ ψεύτικο, καλὸ ἢ κακό. Τὸ νὰ σηκώνεις λοιπὸν τὸ σταυρό σου καθημερινὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ νὰ ἀντέχεις τὰ φορτία καὶ τὶς μέριμνες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ νὰ ζεῖς ἁρμονικὰ μὲ τὴ συνείδησή σου, τὸ νὰ ζεῖς μέσα στὸ φῶς τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως.
Ἀκόμη καὶ σήμερα, μὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ κοιτάζει, ἕνας ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον» μπορεῖ νὰ συλλαμβάνεται, νὰ βασανίζεται, νὰ κτυπιέται, νὰ φυλακίζεται ἢ νὰ ἐξορίζεται. Ὅλα αὐτὰ δὲ «ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ νόμου», χάριν τῆς ὑπακοῆς καὶ πειθαρχίας, ὅλα στὸ ὄνομα τῆς τάξεως, γιὰ τὸ καλὸ ὅλων. Πόσοι Πιλάτοι δὲ νίπτουν τὰ χέρια τους, πόσοι στρατιῶτες δὲ σπεύδουν νὰ ἐκτελέσουν τὶς διαταγὲς τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας, πόσοι ἄνθρωποι ὑπάκουα, δουλόπρεπα δὲν τοὺς χειροκροτοῦν, ἢ τουλάχιστον δὲν κοιτάζουν σιωπηλὰ τὸ κακὸ ποῦ θριαμβεύει; Καθὼς μεταφέρουμε τὸ σταυρό, καθὼς τὸν προσκυνοῦμε, καθὼς τὸν ἀσπαζόμαστε, ἂς σκεφτοῦμε τὴ σημασία του. Τί μᾶς λέει, σὲ τί μᾶς καλεῖ; Ἂς θυμηθοῦμε τὸ σταυρὸ ὡς ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία κρέμονται τὰ πάντα στὸν κόσμο, καὶ ποὺ χωρὶς αὐτὸν ὅλα στὸν κόσμο γίνονται θρίαμβος τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον» (Ἰωάν. 9, 39). Σ᾿ αὐτὴ τὴν κρίση, μπροστὰ στὸ δικαστήριο τῆς σταυρωμένης ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς καλωσύνης, δικάζεται ὁ καθένας μας.

 Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἑορτολόγιο- Ἐτήσιος Ἐκκλησιαστικὸς Κύκλος»
 πηγή
 users.uoa

Ένα θαυμαστό γεγονός: Ο ασπασμός της χειρός του Γέροντος Βησσαρίωνος του Αγαθωνίτη από τον Γέροντα Κύριλλο του Οσίου Δαβίδ


Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς  τὸ διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας Κύριλλος, πρὶν μερικὰ χρόνια, μπροστὰ ἀπὸ τὴ λάρνακα τοῦ ἄφθαρτου Γέροντα Βησαρίωνος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀγάθωνος στὴν Οἴτη.

Παρόντες ἦταν, ἐκτὸς ἀπὸ ἐμένα, τὴν ἀδελφή μου Σοφία, τὸ σύζυγό της Κωνσταντῖνο, καὶ   ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος Γέρων Δαμασκηνός. Ἐπίσης, ὁ συνοδὸς τοῦ Γέροντος Κυρίλλου πατὴρ Γαβριήλ, νῦν Καθηγούμενος τῆς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, καὶ ὁ ἱερέας τῆς Ὑπάτης Δημήτριος Καραγιάννης.

Λίγο ἐνωρίτερα εἴχαμε τελέσει, ὅλοι μαζί, Θεία Λειτουργία  στὸ μετόχι τοῦ Μεγάλου Μετεώρου στὴν Ὑπάτη καὶ εἴχαμε μαζί μας τὴν τιμία Κάρα τοῦ Ὁσίου Δαβίδ. Τὴν εἶχε φέρει ὁ Γέροντας μὲ τοὺς πατέρες στὴ Λαμία.

Ἐκεῖ, μπροστὰ στὸ ἱερὸ σκήνωμα τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος, ὁ Γέροντας μας διηγήθηκε τὰ ἀκόλουθα:

 

Πρὶν λίγα χρόνια,  ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸ χρόνο τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἄφθαρτου λειψάνου τοῦ  Ὁσίου Βησσαρίωνος, ὁ Γέροντας Κύριλλος εἶχε τὴν ἐπιθυμία  καὶ προσῆλθε στὴ Μονὴ Ἀγάθωνος γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ ἱερό λείψανο.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τό σκήνωμα τοῦ  Ὁσίου ἦταν μὲν στὸ ἴδιο σημεῖο (στὸ ἀριστερὸ παρεκκλήσι τοῦ Καθολικοῦ) ἀλλὰ χωρὶς τὴ μεταγενέστερη γυάλινη κάλυψη – προθήκη τοῦ ξύλινου κουτιοῦ, ὅπου άρχικά ἐναποτέθηκε.  Ἔτσι μποροῦσε κάποιος νὰ ἀσπασθεῖ  ἀπευθείας  τὸ σκήνωμα χωρίς την παρεμβολή της γυάλινης προθήκης.

Ὁ Γέροντας Κύριλλος ἤθελε νὰ ἀσπασθεῖ τὸ χέρι τοῦ Ὁσίου ποὺ κρατάει σφικτά τὸ μικρὸ Εὐαγγέλιο, ἤδη ἀπὸ τὸ χρόνο τῆς ταφῆς του.

Πλησίασε, λοιπὸν, μὲ εὐλάβεια πρὸς τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ μὲ πίστη εἶπε παρακλητικὰ πρὸς τὸν Ὅσιο :  Ἅγιε Βησσαρίων, δὲν φθάνω νὰ σὲ ἀσπασθῶ (ὁ Γέροντας ἦταν κοντὸς καὶ δυσκίνητος καὶ τὸ σκήνωμα τοποθετημένο ψηλὰ γι’ αὐτόν). Δός μου, σὲ παρακαλῶ,  τὸ χέρι σου νὰ τὸ φιλήσω.

Ὁ Ὅσιος ἄνοιξε τὸ χέρι του, ἄφησε τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ὁ πατὴρ Κύριλλος, ἐντελῶς φυσικότατα, ἔλαβε τὸ χέρι του μὲ τὸ δικό του χέρι. Τὸ σήκωσε στὸ ὕψος τοῦ στόματός του, σὰν νὰ ἦταν ἕνα  σῶμα ζωντανὸ μὲ ἐλαστικότητα, τὸ ἀσπάσθηκε μὲ σεβασμὸ καὶ τὸ ἄφησε στὴν ἀρχική του θέση. Ὁ Ὅσιος ξανάπιασε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔκτοτε ἐξακολουθεῖ νὰ τὸ κρατάει σφικτά.

Μέγας εἶ Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει,πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων σου.

 

Γεώργιος Ἀποστολάκης

Δικαστικὸς Λειτουργὸς

Τρίκαλα

Υ.Γ.
Ὁ παριστάμενος  στὴ σκηνὴ αὐτὴ πατὴρ Δημήτριος Καραγιάννης, ἐφημέριος Ἁγίου Νικολάου Ὑπάτης, ὡς δόκιμος ὑμνογράφος, δὲν παρέλειψε νὰ ἐξιστορήσει τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, κατὰ τὸ ὁποῖο ὀφθαλμοφανῶς κατελύθησαν οἱ φυσικοὶ νόμοι, στὴν Ἱερὰ  Ἀσματικὴ  Ἀκολουθία ποὺ  πρόσφατα συνέθεσε πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος. Στὸ Μεγάλο Ἑσπερινὸ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ προσόμοια (πρὸς τό: Χαίροις ἀσκητικῶν) ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:

Ὤφθη θαῦμα φρικτὸν διά σοῦ,

ὅτε τὴν χεῖρα τῷ αἰτήσαντι  ἔδωκας

(ἢ ὅτε τὴν χεῖρα τῷ Κυρίλλῳ προσέφερες)

τοῦ θείου σκηνώματός σου χαριτοβρύτου, σεπτοῦ,

εὐλαβείας χάριντοῦ ἀσπάσασθαι καὶ νῦν ἐπληρώθησαν

τὰ ψαλμῶν θεῖα λόγιατὰ τοῦ Προφήτου,

ἃ ἐν Πνεύματι ἔφησενὅτι δίκαιοι τοῦ θανάτου οὐ γεύσονται.

Ὅθεν τὴν χαριτόβρυτον κυκλοῦντες, μακάριε,

λάρνακα πάντες αἰτοῦμεν

τῶν πρεσβειῶν σου τάς χάριτας

καὶ γὰρ ἡ δικαίουἐξισχύει μεσιτεία

πολλὰ πρὸς Κύριον.


 πηγή

Ας εκπαιδεύσωμε το στόμα μας να λέει καλά λόγια,είναι μεγάλο το κέρδος απ' αυτό

403767_259544280775054_943252906_n.jpg




















Δεν βλέπεις αυτά τα άγια σκεύη; δεν χρησιμοποιούνται αυτά πάντοτε δι' ένα μόνον σκοπόν; μήπως τολμά κανείς να χρησιμοποίηση αυτά δια κάτι άλλο; Συ είσαι αγιώτερος από τα σκεύη αυτά, και κατά πολύ αγιώτερος, διατί λοιπόν ρυπαίνεις και μολύνεις τον εαυτόν σου; Στέκεις εις τους ουρανούς, και υβρίζεις; πολιτεύεσαι μαζί με αγγέλους, και υβρίζεις; έχεις αξιωθή του φιλήματος του Δεσπότου, και υβρίζεις; εκόσμησεν ο Θεός το στόμα σου με τόσους ύμνους αγγελικούς, με τροφήν όχι πλέον αγγελικήν, αλλά με ανωτέραν από την αγγελικήν, με το ιδικόν του φίλημα, με εναγκαλισμούς προς αυτόν, και υβρίζεις; Μη, παρακαλώ.
Το πράγμα είναι αιτία μεγάλων κακών, ξένου της χριστιανικής ψυχής. Δεν σε πείθομεν λέγοντες, ούτε σε κάμνομεν να εντραπής; Λοιπόν είναι άξιον να σε φοβήσωμεν πλέον' διότι άκουε τον Χριστόν που λέγει: «Εκείνος που θ' αποκαλέση τον αδελφόν του μωρέ, θα είναι ένοχος να τιμωρηθή με την γέεναν του πυρός».
Εάν δε το ελαφρότερον όλων προξενή την γέεναν, εκείνος που λέγει τα τολμηρά, ποίας τιμωρίας δεν θα είναι άξιος;
Ας εκπαιδεύσωμεν το στόμα μας δια να λέγη καλά λόγια, είναι μέγα το κέρδος απ' αυτό, ενώ μεγάλη η βλάβη από την ύβριν' δεν πρόκειται να εξοδεύσωμεν εις την περίπτωσιν αυτήν χρήματα. Ας τοποθετήσωμεν εις το στόμα μας θύραν και μοχλόν, ας αφανίσωμεν τους εαυτούς μας, εάν κάποτε ξεφύγη από τα δόντια μας φοβερός λόγος΄ ας παρακαλούμεν τον Θεόν, ας παρακαλούμεν τον υβρισμένον, ας μη αναξιοπαθούμεν.

Ετραυματίσαμεν τον εαυτόν μας, όχι εκείνον, ας επιθέσωμεν το φάρμακον, δηλαδή την προσευχήν και την συμφιλίωσιν προς τον υβρισμένον. Αν φροντίζωμεν τόσον πολύ εις τα λόγια, πολύ περισσότερον εις τας πράξεις ας θέσωμεν νόμους δια τους εαυτούς μας. Και εάν ακόμη φίλοι, και αν ακόμη οποιοιδήποτε άλλοι συμβή να κακολογήσουν ή υβρίσουν κάποιον, ζήτησε να μάθης την αιτίαν και διόρθωσε το πράγμα.
Ας το βάλωμεν καλά εις τον νουν μας, ότι το παρόμοιον πράγμα είναι οπωσδήποτε αμάρτημα, διότι αν το κατανοήσωμεν θ' απομακρυνθώμεν γρήγορα. Ο δε Θεός της ειρήνης είθε να φυλάξη και τον νουν και την γλώσσαν σας, και να σάς οχυρώση με ασφαλές τείχος που είναι ό φόβος προς αυτόν, με την βοήθειαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον όποιον ανήκει η δόξα μαζί με τον Πατέρα και το άγιον Πνεύμα.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Η συμφιλίωση προς αυτούς που μας λύπησαν γίνεται εξαγορά των δικών μας αμαρτιών

 1619476_214049162118891_864017365_n.jpg

"Ας μη δεχόμαστε ποτέ να μνησικακούμε σ' εκείνους που μας λύπησαν η κάπως διαφορετικά μας αδίκησαν, ούτε να συμπεριφερόμαστε εχθρικά προς αυτούς, αλλά κατανοώντας πόσης ευεργεσίας πρόξενο γίνεται αυτό εκ μέρους του Κυρίου και πριν απ' όλα ότι η συμφιλίωση προς αυτούς που μας λύπησαν γίνεται εξαγορά των δικών μας αμαρτιών, ας σπεύδουμε και ας βιαζόμαστε να το εφαρμόζουμε, και σκεπτόμενοι το κέρδος απ' αυτό, ας επιδείξουμε προς αυτούς που μας αδίκησαν τόση μεγάλη φροντίδα, σαν προς αληθινούς ευεργέτες. Γιατί, αν είμαστε νηφάλιοι, δε θα μπορέσουν να μας ωφελήσουν τόσο πολύ εκείνοι που μας φέρονται ευγενικά και προσπαθούν με κάθε τρόπο να δείχνουν τη φροντίδα τους για μας, όσο η φροντίδα γι' αυτούς μας καθιστά άξιους της αγάπης του Θεού και ελαφρύνει συγχρόνως και το φορτίο των αμαρτημάτων μας.
Σκέψου λοιπόν, σε παρακαλώ, αγαπητέ, πόσο είναι το μέγεθος της αρετής αυτής από τα βραβεία που υποσχέθηκε ο Θεός των όλων σ' εκείνους που την κατορθώνουν. Γιατί, αφού είπε "αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους που σας καταδιώκουν, προσεύχεστε για εκείνους που σας κακομεταχειρίζονται" (Ματθ. ε  44), επειδή ήταν μεγάλες αυτές οι εντολές και έφταναν και στην πιο υψηγλή ακόμη κορυφή, λέγει "για να γίνετε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα σας, που ανατέλλει τον ήλιο του σε κακούς και αγαθούς και βρέχει σε δικαίους και αδίκους" (Ματθ. ε  45)".
"Αν ο καθένας μας έχει εχθρική διάθεση προς κάποιον, όσο ακόμη είναι καιρός να φροντίσει πάρα πολύ να τον συμφιλιώσει μαζί του. Και ας μη μου πει κανείς «τον παρακάλεσα μία και δύο φορές και δεν δέχθηκε». Αν με ειλικρινή διάθεση το κάμνουμε αυτό, ας μη σταματήσουμε μέχρι που με τη μεγάλη μας επιμονή τον νικήσουμε και τον συμφιλιώσουμε με τον εαυτό μας. Μήπως χαρίζουμε σ' εκείνον τίποτε; η ευεργεσία μεταβαίνει σ' εμάς, αποσπούμε την εύνοια του Θεού και πολλή παρρησία προς τον Κύριον λαμβάνουμε απ' αυτό."

 Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος