Σχετικά με τον άγιο Σπυρίδωνα, τόσο μεγάλη καθαρότητα βίου υπήρχε στον βοσκό αυτόν, ώστε να αξιωθεί να γίνει ποιμενάρχης μιας από τις πόλεις της Κύπρου, της Τριμυθούντος. Σ’ αυτόν έλαχε ο κλήρος να γίνει επίσκοπος και, επειδή δεν είχε καθόλου υπερηφάνεια,παράλληλα προς την επισκοπή, έβοσκε και τα πρόβατα.
Κάποια λοιπόν μεσάνυχτα όρμησαν κρυφά κλέφτες στη μάνδρα των προβάτων του και κοίταγαν πώς να κλέψουν τα πρόβατα. Ο Θεός όμως που φυλάγει τον ποιμένα, έσωσε και τα πρόβατα. Γιατί οι κλέφτες δέθηκαν από κάποια αόρατη δύναμη στη μάνδρα, ώσπου ξημέρωσε και ήλθε και ο ποιμένας στα πρόβατα. Μόλις τους βρήκε ακίνητους με τα χέρια οπισθάγκωνα, κατάλαβε τι συνέβη. Προσευχήθηκε τότε και τους έλυσε με την προσευχή του. Και δίνοντάς τους πολλές νουθεσίες να φροντίζουν να ζουν με δίκαια μέσα, με τίμιους κόπους και όχι με αδικίες, τους άφησε ελεύθερους χαρίζοντάς τους κι από ένα κριάρι. Και χαριτολογώντας, πρόσθεσε: «Για να μην πάει χαμένο το ξενύχτι σας!».
Έλεγαν γι’ αυτόν πάλι τον άγιο ότι είχε μία θυγατέρα παρθένο, ευλαβή σαν τον πατέρα της, με το όνομα Ειρήνη. Ένας δικός της γνωστός, της έδωσε ένα πολύτιμο κόσμημα να του το φυλάξει. Κι αυτή για να το ασφαλίσει καλύτερα, έκρυψε τον θησαυρό μέσα στη γη. Μετά όμως από λίγο καιρό έφυγε από τον κόσμο αυτό η κόρη. Πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα και παρουσιάζεται αυτός που είχε δώσει τον θησαυρό. Μη βρίσκοντας την θυγατέρα του, τα έβαλε με τον πατέρα της, τον άγιο Σπυρίδωνα, άλλοτε απειλώντας τον και άλλοτε παρακαλώντας τον.
Και επειδή ο Γέροντας θεωρούσε ως συμφορά τη ζημιά που έπαθε αυτός που έδωσε τον θησαυρό, ήρθε στον τάφο της θυγατέρας του και ζητούσε απ’ τον Θεό να του δείξει πρόωρα την ανάσταση που Αυτός έχει υποσχεθεί. Και, να, που δεν διαψεύδεται· γιατί εμφανίζεται αμέσως ζωντανή η παρθένος στον πατέρα της και αφού του έδειξε τον τόπο, όπου βρισκόταν το κόσμημα, έφυγε πίσω πάλι. Έτσι πήρε ο άγιος τον θησαυρό και τον έδωσε σε αυτόν που τον ζητούσε.
Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι. Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει.
Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας: «Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός». «Ναί! παιδί μου», είπε ο άγιος, «κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς». Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρὰ τοὶς καθαροίς, ὁ θεῖος ἀπεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του.
Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Τὸ Σάββατον ἐγένετο διὰ τὸν ἄνθρωπον οὒχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).
Από το Γεροντικό