φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Αληθινή ιστορία: Τί κάνω τώρα Θεέ μου;





Ετούτη είναι μια αληθινή ιστορία, που μας την αφηγήθηκε κάποιος που την έζησε από κοντά.
Ο άντρας και η γυναίκα ήταν πρόσφυγες από την Σμύρνη.
Ο παππούς που μας είπε γι αυτούς, τους γνώρισε στην Αθήνα.
Ήταν μόνοι, κατάμονοι, δίχως συγγενείς όπως οι περισσότεροι από τους ξεσπιτωμένους της Ανατολής. Ούτε παιδιά είχαν.
Δυο απλοί και πονεμένοι άνθρωποι που ποτέ δεν έδειξαν τον πόνο τους. Μόνο την ελπίδα τους στον Κύριο που ξημερώνει τις μέρες έβλεπες και την φτώχεια τους που δεν γινόταν να κρυφτεί.
Σε ένα ημιυπόγειο ο άντρας είχε ένα μικρομάγαζο και πουλούσε ελιές. Πάνω απ' αυτό, ένα τετράγωνο δωμάτιο ήταν η ...οικία τους. Σπίτι να το κάνει ο Θεός: Σε μιαν άκρη τα σιδερένια τρίποδα με τις ξύλινες τάβλες και αυτό ήταν το κρεββάτι, παραδίπλα ένα κουτσό τραπέζι, δύο μπακιρένια κύπελλα για να πίνουν νερό, μια γκαζιέρα, μια καρβουνισμένη κατσαρόλα και λίγα ρούχα σκεπασμένα με ένα σεντόνι.
Το "οίκημα" νοικιασμένο.
Πόσες ελιές θα μπορούσε να πουλήσει ο χριστιανός για να καζαντίσουν;
Έπειτα ήταν και οι φτωχότεροι απ' αυτούς και οι ανήμποροι που δεν έπρεπε να μείνουν νηστικοί....Οι πένητες συνέδραμαν τους φτωχούς και αμφότεροι έλεγαν "δόξα τω Θεώ", γιατί έτσι είναι γραμμένο στις Γραφές και το ζευγάρι ήξερε καλά τα μαθηματικά του Θεού, την αριθμητική των δύο χιτώνων.
Τα χρόνια πέρασαν, το "μαγαζί" έκλεισε, τα χρόνια εκείνα συντάξεις δεν υπήρχαν, οι φτωχούληδες του Θεού άρχισαν να ζητιανεύουν στις γωνίες.
Μετά ούτε αυτό, καθώς γέρασαν πολύ και αρρώστησαν. Αν κάποιος τους έδινε ένα κομμάτι ψωμί έτρωγαν, αν όχι έπεφταν για ύπνο νηστικοί.
"Έχει ο Θεός" έλεγαν και πάλι "έχει ο Θεός" είπαν και όταν τα ταπεινά τους ρούχα έγιναν κουρέλια, όταν τα μπακιρένια κύπελλα πρασίνισαν από την πολυκαιρία, όταν δεν είχαν να πληρώσουν το νοίκι. Αχ αυτό το νοίκι...χρόνια το είχαν απλήρωτο. Φώναζε ο ιδιοκτήτης αλλά μετά "ξεχνούσε" το χαμόσπιτο και αυτοί συνέχιζαν την χαμοζωή τους, μη λείποντας από την εκκλησία και χαμογελώντας με εμπιστοσύνη σε όλες τις εικόνες του ναού.
Τόσοι άγιοι που βασανίστηκαν, ένας Αφέντης που σταυρώθηκε, η Μάνα που κάηκε η καρδιά Της και τούτοι που δεν έπαθαν τίποτε, θα σκιαχτούν;
Σκιάχτηκαν ωστόσο την ημέρα που ο ιδιοκτήτης τους είπε να φύγουν γιατί ήθελε να το γκρεμίσει το σπίτι. Θα έκανε πολυκατοικία.
Να φύγουν και να πάνε πού;
Εδώ αγαπήθηκαν, ευλογήθηκαν, χόρτασαν, πείνασαν, έκλαψαν, ήλπισαν, εδώ ήταν το σβηστό -πια- καντηλάκι τους, έδώ τα κουρέλια τους, εδώ τα σκουριασμένα από την αχρησία κουταλοπήρουνά τους.
Αυτή η πόρτα έκλεινε έξω τις βροχές, τα χιόνια, τους καιρούς και από μέσα ζούσαν το εύκρατον της δωρισμένης ελπίδας.
Τώρα;
"Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;" ύψωσε τα χέρια προς το ταβάνι με τους ξεχαρβαλωμένους τσατμάδες, ο γέρος.
Την άλλη μέρα ήρθε ο δικαστικός κλητήρας, με τα χαρτιά της έξωσης.
-"Πρέπει να φύγετε".
-"Πού να πάμε ;"
Ο άνθρωπος κοίταξε ένα γύρω το αχούρι, που υποδυόταν το σπίτι.....Κοίταξε και τους σκελετωμένους γέρους.
"Έχω ένα δωμάτιο που περισσεύει" είπε σιγανά.
"Δεν έχουμε λεφτά" είπε ντροπαλά ο γέρος.
"Πάμε" είπε ο κλητήρας και καθώς δεν είχαν και τίποτε να μετακομίσουν, έφυγαν αμέσως.
Τους πήρε με το αυτοκίνητο, τους πήγε στο δικό του σπίτι, η γυναίκα του τους έπλυνε, τους έντυσε, τους τάισε, παιδιά δεν είχαν και τούτοι, το δωμάτιο ήταν φωτεινό, καθαρό, με κουρτίνες που τους άρεσε να τις πάνε πέρα δώθε (καθώς στο χαμόσπιτο δεν είχαν κουρτίνες...).
Έπεσαν στα πατώματα οι γέροι να ευχαριστούν, να κλαίνε, να ευλογούν, να εύχονται, να δοξάζουν.
"Θα έχουμε κι μεις συντροφιά" είπε η γυναίκα του κλητήρα. Αυτό μόνον....
Τώρα πια οι γέροι έπρεπε να συνηθίσουν την μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού που έρχεται ζεστό από τον φούρνο, το πώς ευωδιάζει το φαγητό που βράζει καθώς και το πώς απαντάει ο Χριστός στους δικούς Του, όταν Τον ρωτάνε "Τί να κάνω τώρα Θεέ μου ;"
 
Αναδημοσίευση από: Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου Έγκωμης


πηγή

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

2013 θαύμα του Γέροντος Παϊσίου στις Σέρρες




Πριν ένα χρόνο ακόμα ένα σύγχρονο Θαύμα του γέροντος Παϊσίου έλαβε χώρα σε ένα μικρό χωριό των Σερρών.  Το περιέγραψε στον υποδιάκονο Αμφιλόχιο, του Ιερού Καθεδρικού Ναού των Ταξιαρχών Σερρών, ο βιώσας το Θαύμα Παντελής Κ.
Ο Παντελής 18 ετών, νέος χρήστης ναρκωτικών ουσιών, είχε ένα τρομερό ατύχημα με το μηχανάκι του λίγο πιο έξω από το χωριό του με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι και να πάθει εγκεφαλική διάσειση. Πιθανότατα ήταν υπό την επίρροια ουσιών γιατί παρόλο που ήταν σε προγράμματα αποτοξίνωσης,το δαιμόνιο αυτό της ηρωίνης δεν έλεγε να βγει από μέσα του.
Μπήκε εσπευσμένα στην μονάδα εντατικής θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Σερρών με κρανιο-εγκεφαλικές κακώσεις. Οι γιατροί τον είχαν σε καταστολή και μετά και από ενδονοσοκομειακή μόλυνση ήταν σε κώμα με τελική γνωμάτευση ότι ήταν εγκεφαλικά νεκρός.
 Οι γιατροί μην έχοντας άλλα μέσα στη διάθεσή τους, σήκωσαν τα χέρια ψηλά και είπαν στην χαροκαμένη μητέρα του ότι είναι στα χέρια του Θεού.
Η ημερομηνία της τελικής γνωμάτευσης για εγκεφαλικό θάνατο ήταν η 13η Ιουλίου. Σε 1 ημέρα ο γιος της θα έκλεινε τα 18 του χρόνια,και αντί να μπει στην ενήλικη ζωή, τον έβλεπε στο κρεβάτι να παλεύει, όχι για τον γνωστό αγώνα κατά της μάστιγας των ναρκωτικών, αλλά τελείως άμεσα για την επιβίωσή του.
Η αξιαγάπητη Κυρία Αναστασία δε το έβαλε κάτω.Με την προτροπή του Άγιου πνευματικού της , παππούλη Αθανάσιου,πήρε το ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη την επόμενη ημέρα και κατευθύνθηκε προς την Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 
Γνώριζε για το μεγαλείο του γέροντα - Παϊσίου , δε γνώριζε όμως ότι εκείνη την ημέρα 14 Ιουλίου συμπληρώνονταν 18 χρόνια από την κοίμηση του γέροντα.
Όταν έφτασε και είδε τη λαοσύναξη απόρησε,αλλά όταν της είπαν ότι ο γέροντας πέθανε την ίδια μέρα που γέννησε τον μονάκριβο γιο της κόντεψε να λιποθυμήσει. Ένιωσε κάτι που δεν μπορεί ακόμα να περιγράψει. Μια ένωση με το Θείο, την αύρα του γέροντα και γενικά ότι κάτι καλό θα βγει.
Παρ' όλη την κρισιμότητα της κατάστασης του γιου της, δε το χρησιμοποίησε σαν αιτία και περίμενε με ταπείνωση και γονατιστή πάνω από 4 ώρες μέχρι να έρθει η σειρά της να προσκυνήσει το μέρος όπου κοιμάται ο γέροντας Παΐσιος.
Προσευχήθηκε για το σπλάχνο της και πήρε λίγο χώμα από το μνήμα, το οποίο χώμα το πήγε στον πνευματικότης, και ο οποίος αφού το διάβασε,έφτιαξε ένα αυτοσχέδιο φυλακτό. Η κυρία Αναστασία έτρεξε στο νοσοκομείο και το εναπόθεσε κάτω από το μαξιλάρι του παιδιού της.
Το ίδιο κιόλας βράδυ είδε στον ύπνο της τον Γέροντα Παΐσιο να της λέει "Μη φοβάσαι, θα γίνει καλά ο Παντελής".

Το επόμενο πρωί ο Παντελής συνήλθε υγιέστατος κάτι που οι γιατροί αδυνατούσαν να εξηγήσουν. Μια έντονη ευωδία είχε κατακλύσει το δωμάτιο και αργότερα διαπίστωσαν ότι αυτή η μυρωδιά, προέρχονταν από το μαξιλάρι του Παντελή, στο οπoίου η μητέρα του είχε τοποθετήσει κρυφά το φυλαχτό με το χώμα από τον τάφο του Γέροντα.
 Το μόνο που θυμάται ο Παντελής από το λήθαργο του, είναι η φιγούρα ενός μαυροφορεμένου γέροντα να του λέει: 'άντε σήκω παλικάρι μου να πας στη μαμά σου. Τα κόλλυβα σου δε τα έχεις στο ζωνάρι. Θα αργήσουμε να τα φάμε'.
Ο Παντελής από εκείνο το πρωϊ έχει μια αποστροφή για τα ναρκωτικά και υγιέστατος διαβάζει και προσπαθεί να μπει στο πανεπιστήμιο. Εξομολογείται στον πνευματικό της μητέρας του και θέλησε να μοιραστεί το θαύμα που βίωσε η οικογένεια του, με τον υποδιάκονο Αμφιλόχιο.
"Ο Θεός μερικές φορές, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνει με το καλό, του δίνει μια δοκιμασία, για να συνέλθει. Αν δεν υπήρχε λίγος πόνος, αρρώστιες κ.λ.π., θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι· δεν θα πλησίαζαν καθόλου στον Θεό."

 πηγή


Να πονάεις γι΄ αυτόν που αγαπάεις. Αγιος Πορφύριος




Η ψυχή του Χριστιανού πρέπει να είναι λεπτή, να είναι ευαίσθητη, να είναι αισθηματική, να πετάει, όλο να πετάει, να ζει μες στα όνειρα. Να πετάει μες στ΄ άπειρο, μες στ΄ άστρα, μες στα μεγαλεία του Θεού, μες στη σιωπή.

Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αυτό είναι! Πρέπει να πονάεις. Ν΄ αγαπάεις και να πονάεις. Να πονάεις γι΄ αυτόν που αγαπάεις. Η αγάπη κάνει κόπο για τον αγαπημένο. Όλη νύκτα τρέχει, αγρυπνεί, ματώνει τα πόδια, για να συναντηθεί με τον αγαπημένο. Κάνει θυσίες, δεν λογαριάζεις τίποτα, ούτε απειλές, ούτε δυσκολίες, εξαιτίας της αγάπης. Η αγάπη προς τον Χριστό είναι άλλο πράγμα, απείρως ανώτερο.

Και όταν λέμε αγάπη, δεν είναι οι αρετές που θ΄ αποκτήσουμε αλλά η αγαπώσα καρδία προς τον Χριστό και τους άλλους. Το καθετί εκεί να το στρέφουμε. Βλέπουμε μια μητέρα να έχει το παιδάκι της αγκαλιά, να το φιλάει και να λαχταράει η ψυχούλα της; Βλέπουμε να λάμπει το πρόσωπό της, που κρατάει τ΄ αγγελούδι της; Όλ΄ αυτά ο άνθρωπος του Θεού τα βλέπει, του κάνουν εντύπωση και με δίψα λέει: «Να είχα κι εγώ αυτή τη λαχτάρα στον Θεό μου, στον Χριστό μου, στην Παναγίτσα μου, στους αγίους μας!». Να, έτσι πρέπει ν΄ αγαπήσομε τον Χριστό, τον Θεό. Το επιθυμείς, το θέλεις και το αποκτάς με τη χάρη του Θεού.

Εμείς, όμως, έχομε φλόγα για τον Χριστό; Τρέχουμε, όταν είμαστε κατάκοποι, να ξεκουρασθούμε στην προσευχή, στον Αγαπημένο ή το κάνουμε αγγάρια και λέμε: «Ω, τώρα έχω να κάνω και προσευχή και κανόνα...»; Τι λείπει και νιώθουμε έτσι; Λείπει ο θείος έρως. Δεν έχει αξία να γίνεται μια τέτοια προσευχή. Ίσως μάλιστα κάνει και κακό.

Αν στραπατσαρισθεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός «χοντρές» ψυχές δεν θέλει κοντά Του. Η ψυχή πρέπει να συνέλθει πάλι, για να γίνει άξια του Χριστού, να μετανοήσει «έως εβδομηκοντάκις επτά».

Η μετάνοια η αληθινή θα φέρει τον αγιασμό. Όχι να λέεις, «πάνε τα χρόνια μου χαμένα, δεν είμαι άξιος» κ.λ.π., αλλά μπορείς να λέεις, «θυμάμαι κι εγώ τις μέρες τις αργές, που δεν ζούσα κοντά στον Θεό...».
Και στη δική μου ζωή κάπου θα υπάρχουν άδειες μέρες. Ήμουν δώδεκα χρονών, που έφυγα για το Άγιον Όρος. Δεν ήταν αυτά χρόνια; Μπορεί βέβαια να ήμουν μικρό παιδί, αλλά έζησα δώδεκα χρόνια μακράν του Θεού"τόσα πολλά χρόνια!...

Ακούστε τι λέει ο Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στο βιβλίο του «Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν»:

«Πάσα γαρ εργασία σωματική τε και πνευματική, μη έχουσα πόνον ή κόπον, ουδέποτε καρποφορεί τω ταύτην μετερχομένω, ότι βιαστή εστίν η Βασιλεία των ουρανών και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν, βίαν ειπών την του σώματος εν πάσιν έπιπονον άσκησιν».

Όταν αγαπάεις τον Χριστόν, κάνεις κόπο, αλλά ευλογημένο κόπο. Υποφέρεις, αλλά με χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αυτά είναι πόθος, θείος πόθος. Και πόνος και πόθος και έρωτας και λαχτάρα και αγαλλίαση και χαρά και αγάπη. Οι μετάνοιες, η αγρυπνία, η νηστεία είναι κόπος, που γίνεται για τον Αγαπημένο.

Κόπος, για να ζεις τον Χριστό. Αλλ΄ αυτός ο κόπος δεν γίνεται αναγκαστικά, δεν αγανακτείς. Ότι κάνεις αγγάρια, δημιουργεί μεγάλο κακό και στο είναι σου και στην εργασία σου. Το σφίξιμο, το σπρώξιμο φέρνει αντίδραση.
Ο κόπος για τον Χριστό, ο πόθος ο αληθινός είναι Χριστού αγάπη, είναι θυσία, είναι ανάλυσις. Αυτό ένιωθε και ο Δαβίδ: «Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου». Ποθεί με λαχτάρα και λιώνει η ψυχή μου απ΄ την αγάπη του Θεού. Αυτό του Δαβίδ ταιριάζει με το στίχο του Βερίτη που μ΄ αρέσει:

«Συντροφιά με τον Χριστό λαχτάρησα να ζήσω, ως να φθάσει κι η στερνή στιγμή να ξεψυχήσω».

Χρειάζεται προσοχή και προσπάθεια, για να κατανοεί κανείς αυτά που μελετάει και να τα ενστερνίζεται. Αυτός είναι ο κόπος που θα κάνει ο άνθρωπος. Στην κατάνυξη, στη ζέση, στα δάκρυα θα μπει μετά χωρίς να κοπιάσει.

Αυτά ακολουθούν, είναι δώρα Θεού. Ο έρωτας θέλει προσπάθεια; Με την κατανόηση, των τροπαρίων και κανόνων και των Γραφών έλκεσαι ευφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στην αλήθεια ευφραινόμενος. «Έδωκας ευφροσύνην εις την καρδίαν μου», όπως λέγει ο Δαβίδ. Έτσι αυθόρμητα μπαίνεις στην κατάνυξη, αναίμακτα. Καταλάβατε;

Εγώ ο καημένος επιθυμώ ν΄ ακούω τα λόγια των Πατέρων, των ασκητών, τα λόγια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σ΄ αυτά θέλω να εντρυφώ. Αυτά καλλιεργούν το θείο έρωτα. Τα επιθυμώ και προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ.

Αρρώστησα και «το μεν πνεύμα πρόθυμος, η δε σαρξ ασθενής». Δεν μπορώ να κάνω μετάνοιες. Τίποτα. Επιθυμώ, έχω ζήλο και έρωτα να είμαι στο Άγιον Όρος και να κάνω μετάνοιες, να προσεύχομαι, να λειτουργώ και να είμαι μ΄ έναν ακόμα ασκητή. Είναι καλύτερο να είναι δύο.
Το είπε και ο ίδιος ο Χριστός: «Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών».


Αγιος Πορφύριος

Παρὰ ταῦτα δὲν μπορῶ παρὰ νὰ ἐλπίζω στὴ σωτηρία μου… ἐλπίζοντας στὴν ἀγάπη Σου.





Σὺ τὰ ξέρεις ὅλα – τί νὰ τὰ λέω;

Ἡ καρδιά μου συντρίβεται καὶ ἡ ψυχή μου βουλιάζει μέσα στὴν ἀπορία, γιατὶ ἂν καὶ τόσα ἁμαρτήματα ἔκανα, οὔτε ἕνα μικρὸ ἔργο μετάνοιας δὲν παρουσίασα… Γιὰ αὐτὸ εἶναι ταραγμένη ἡ ψυχή μου, γεμάτη ὀδύνη καὶ κατήφεια...

Παρὰ ταῦτα δὲν μπορῶ παρὰ νὰ ἐλπίζω στὴ σωτηρία μου… ἐλπίζοντας στὴν ἀγάπη Σου.

Ἐλέησέ με, Θεέ μου, μὲ τὸ μέγα ἔλεός σου, γιατὶ σὲ Σένα πιστεύω… 

Συγχώρησέ με τὸν ἀχρεῖο καὶ ταπεινό. Ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ δούλου σου … 
Σὰν ἄνθρωπος ἁμάρτησα. Ὡς Θεὸς συγχώρεσέ με… γιὰ τὴν πολλή σου ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀνέκφραστη εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς πανενδόξου, πανυμνήτου, ὑπερευλογημένης καὶ κεχαριτωμένης, ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας… Ἀμήν.

Ἁγ.Ἰωάννης Χρυσόστομος

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

...να θυμάσαι πως η αμαρτία δυσαρεστεί πάρα πολύ το Θεό



Όταν ο πειρασμός σε παρακινεί για ν’ αμαρτήσεις, να θυμάσαι πως η αμαρτία δυσαρεστεί πάρα πολύ το Θεό. Ο Θεός αποστρέφεται και μισεί την ανομία. «Εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν», λέει ο ψαλμωδός (Ψαλμ. Ε’ 6). Και για να το καταλάβεις καλύτερα αυτό, φέρε στο νου σου έναν πατέρα δίκαιο και αυστηρό, ο οποίος αγαπάει την οικογένειά του και προσπαθεί με κάθε μέσο να αναθρέψει τα παιδιά του με αρχές, να τα κάνει τίμια, ώστε να τα επιβραβεύσει αργότερα για την καλή τους συμπεριφορά και να τους χαρίσει τα πλούσια αγαθά που με πολλούς κόπους απόκτησε. Με λύπη του όμως διαπιστώνει πως τα παιδιά του δεν ανταποκρίνονται στην αγάπη του πατέρα τους, δεν τον αγαπούν, δε φροντίζουν για την κληρονομιά που με τόση αγάπη ετοίμασε γι’ αυτά αλλά ζουν απρόσεκτα, τρέχουν ακάθεκτα προς την καταστροφή.

Και «αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ιακ. Α’ 15), σκοτώνει την ψυχή, μας κάνει δούλους του διαβόλου, του ανθρωποκτόνου. Κι όσο περισσότερο μείνουμε στην αμαρτία, τόσο πιο δύσκολη θα ’ναι η επιστροφή μας και τόσο πιο σίγουρη η απώλειά μας. Γι’ αυτό και τ’ αποτελέσματα κάθε αμαρτίας είναι οδυνηρά.

Αν η καρδιά σου ρέπει προς την αμαρτία κι ο διάβολος αρχίζει να υποδαυλίζει την ψυχή σου, ώστε να την απομακρύνει ολότελα από την πέτρα της πίστης, να λες μέσα σου: «Γνωρίζω πως πνευματικά είμαι φτωχός, πως χωρίς πίστη είμαι ένα τίποτα. Το πνεύμα μου είναι τόσο αδύναμο, ώστε μόνο με το όνομα του Χριστού ζω και ειρηνεύω, ευφραίνομαι και χαίρεται η καρδιά μου. Χωρίς το Χριστό βασανίζομαι, η καρδιά μου θλίβεται, είμαι πνευματικά νεκρός. Χωρίς το Σταυρό του Χριστού θα είχα γίνει από καιρό θύμα της πιο άγριας κατάθλιψης κι απόγνωσης. Μόνο ο Χριστός με κρατεί ζωντανό. Κι ο Σταυρός είναι η ειρήνη μου, η παρηγοριά μου».

Αγίου Ιωάννου Κρονστάνδης
 

 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας