φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Στον Ταξιάρχη στο Μανταμάδο για τη χάρη του...


Αυτές τις μέρες, πιστοί απο κάθε γωνιά του νησιού, θα μεταβούν στον Μανταμάδο, για να προσκυνήσουν το προστάτη του νησιού μας, τον Ταξιάρχη.


Όπως κάθε χρόνο, στις 15 της Λαμπρής, πιστοί απο όλο το νησί μας, μεταβαίνουν στον Μανταμάδο για χάρη του Ταξιάρχη, προκειμένου να ανάψουν ένα κεράκι, και να ασπαστούν την θαυματουργή εικόνα του, η οποία είναι η μοναδική ανάγλυφη στην Θρησκεία μας.
Ωστόσο, η μετάβαση στον Μανταμάδο δεν είναι η σύνηθες όπως τις υπόλοιπες ημέρες, καθώς όλοι οι πιστοί μεταβαίνουν απο κάθε γωνιά με τα πόδια, και με μια λαμπάδα στο χέρι. Αυτό είναι ένα έθιμο το οποίο κρατάει εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Ιστορικά γεγονότα...
ΓΥΡΩ στο 10ο με 11ο αιώνα, όταν το Βυζαντινό κράτος μεσουρανούσε, οι Σαρακηνοί πειρατές βρίσκονταν κι αυτοί στις δόξες τους. Λυμαίνονταν τα νησιά του Αιγαίου, λήστευαν, έκαιγαν κι αιχμαλώτιζαν ανθρώπους, πού τους προόριζαν για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
    Ή Λέσβος, πλούσια κι ελκυστική, είχε γίνει διαλεχτή λεία των κουρσάρων. Στην τοποθεσία Λεσβάδος, κοντά στο Μανταμάδο, υπήρχε μια αρχαία πολιτεία, ο Στένακας, και όχι πολύ μακριά της ένα μοναστήρι των Ταξιαρχών, πού ή ίδρυση του χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Ήταν οχυρωμένο σαν κάστρο με τείχη και πύργο, κι από νωρίς είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον των πειρατών, πού το 'χαν βάλει πείσμα να το πατήσουν.
    Έτσι κάποια άνοιξη, ο αρχιπειρατής Σιρχάν, ένας άγριος και μελαψός γίγαντας, ζωσμένος το μπαλτά και τη σπάθα, κάλεσε το τσούρμο του και τους είπε:
    - Αυτή τη φορά, το δίχως άλλο, θα μπούμε στο μοναστήρι. Εγώ θέλω μόνο το χρυσό ποτήρι, πού λειτουργάνε οι καλόγεροι, για να πίνω το κρασί μου. Όλα τ' αλλά δικά σας.
    Ό ίδιος δεν θα 'παιρνε μέρος στην επιχείρηση. Δεν καταδεχόταν τέτοιες μικροδουλειές.
Έβαλαν πλώρη για τη Λέσβο. Πλησίασαν το μοναστήρι μεσάνυχτα και κρύφτηκαν στα δέντρα.


    Στο μεταξύ οι καλόγεροι, ανέμελοι από την ησυχία του χειμώνα, δεν φύλαγαν το μοναστήρι όπως έπρεπε. Κάποια στιγμή χτύπησε το σήμαντρο, πού καλούσε τους μοναχούς στην ορθρινή ακολουθία. Τα βήματα τους ακούστηκαν ρυθμικά στον ξύλινο εξώστη, καθώς κατέβαιναν στην εκκλησία. Σε λίγο όλα ησύχασαν.
   Τότε o αρχηγός έδωσε το σύνθημα. Ένας πειρατής έριξε το γάντζο, σκαρφάλωσε στα τείχη, πήδηξε στην αυλή και άνοιξε τη μεγάλη καστρόπορτα. Οι κουρσάροι όρμησαν με αλαλαγμούς στην εκκλησία.   Πριν συνέλθουν οι μοναχοί από τον αιφνιδιασμό, περνούσαν από τη ζωή στο θάνατο...
    Ένα δόκιμο καλογέρι, ο Γαβριήλ, βρισκόταν στο ιερό. Γρήγορος κι ευκίνητος, σκαρφάλωσε στη στέγη του ναού. ΟΙ πειρατές τον ακολούθησαν. Τότε όμως ακούστηκε μια δυνατή βουή, και ή σκεπή μετατράπηκε θαυματουργικά σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Πάνω στ' αφρισμένα κύματα ένας πελώριος και αγριωπός Στρατιώτης, με σπάθα πού έβγαζε φωτιές, όρμησε εναντίον τους. Εκείνοι παράτησαν αμέσως όπλα και κλοπιμαία κι έφυγαν πανικόβλητοι.
    Ό Γαβριήλ, ο μόνος πού απέμεινε ζωντανός από την τραγωδία, συγκλονισμένος από το θαύμα του αρχαγγέλου πλησίασε και πρόσπεσε στο εικονοστάσι του. Όταν συνήλθε από την ταραχή, σήκωσε τα μάτια. Αλλά τι πρόσωπο ήταν αυτό; Αν και ζωγραφισμένο, φαινόταν ζωντανό κι είχε μια θεϊκή γλυκύτητα.

    Ό δόκιμος επιθύμησε να το ζωγραφίσει.
    - Ταξιάρχη μου, παρακάλεσε, μεσίτευσε στον Κύριο ν' αναπαύσει τους αδελφούς μου. Κι έμενα αξίωσε με ν' απεικονίσω την εξαίσια μορφή σου.
    Αμέσως, σαν να φωτίστηκε από τον αρχάγγελο, πήρε ένα σφουγγάρι, μάζεψε μ' αυτό ευλαβικά το αίμα των μοναχών σε μια λεκάνη, το ανακάτεψε με ασπρόχωμα και άρχισε να πλάθει την εικόνα του.
Από την αρχή της εργασίας ένιωσε αισθητή τη βοήθεια του Ταξιάρχη. Τα χέρια του, σαν να τα οδηγούσε αόρατη δύναμη, σχημάτιζαν γρήγορα και σταθερά με τον πηλό το πρόσωπο του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το πρόσωπο εκείνο πού είδε στη σκεπή του ναού, το αγριωπό, αλλά με τη θεϊκή χάρη.
    Ενώ στο μοναστήρι του Ταξιάρχη παιζόταν αυτό το δράμα, η ζωή στους γύρω συνοικισμούς συνεχιζόταν ήσυχη. Μόνο ένα τσοπανόπουλο, καθώς αγνάντευε τη θάλασσα από μια κορυφή, είδε κουρσάρικα καράβια λίγο πιο μέσα άπ' την ακτή.
    Πήδηξε στ' άλογο του και κάλπασε προς τη μονή για να ειδοποιήσει τους μοναχούς να φυλαχθούν. Το θέαμα όμως πού αντίκρισε, τον έριξε κάτω λιπόθυμο.
    Όταν συνήλθε, έτρεξε και ειδοποίησε τον Αλέξη, τον άρχοντα του Στένακα, για τα συμβάντα. Εκείνος ξεκίνησε αμέσως για το μοναστήρι μ' άλλους πενήντα καβαλάρηδες.
    Όταν μπήκε στο ναό τάχασε. Είδε τους μοναχούς σφαγμένους και βαμμένους στο αίμα και τον ηγούμενο νεκρό μπροστά στην αγία Τράπεζα! Έσφιξε τα δόντια και βγήκε έξω με διάθεση να εκδικηθεί.
Πήδηξαν όλοι στ' άλογα τους κι ακολουθώντας τ' άχνάρια των πειρατών, πλησίασαν σ' ένα πλάτωμα. Απότομα σταμάτησαν. Το θέαμα πού αντίκρισαν τούς έκανε κι ανατρίχιασαν. Είδαν αυτούς πού καταδίωκαν, νεκρούς και σκορπισμένους σ' όλο το πλάτωμα. Μια σπαθιά, πού άρχιζε άπ' το μέτωπο κι έφτανε ως την κοιλιά, ήταν χαραγμένη στο σώμα του καθενός και τ' άνοιγε στα δύο. Ή μαχαιριά σε κάθε σώμα ήταν ακριβώς ή ίδια.
    Κανείς άπ' τους καβαλάρηδες δεν ρώτησε ποιος το 'κανε. Όλοι μάντευαν τον τιμωρό. Δεν είχαν αμφιβολία.
    - Μεγάλη η χάρη κι η δύναμη σου, αρχάγγελε! ψέλλισαν και σταυροκοπήθηκαν.

Στο μεταξύ, δυο πειρατές, πού είχαν μείνει στην παραλία περιμένοντας τους συντρόφους τους, ανησύχησαν από την αργοπορία και ανηφόρισαν για να τους συναντήσουν.
    Όταν αντίκρισαν στο πλάτωμα το μακάβριο θέαμα, γύρισαν γρήγορα στα καράβια, οπού περίμενε με αγωνία ο αρχηγός τους, και του διηγήθηκαν την τραγωδία. Μόλις τ' ακούσε εκείνος, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και ορκίστηκε εκδίκηση.
    Τον άλλο χρόνο έβαλε σ' εφαρμογή το σχέδιο του για την κατάληψη του Στένακα. Μια νύχτα οι πειρατές αποβιβάστηκαν αθόρυβα στην παραλία και ετοιμάζονταν να επιτεθούν τα χαράματα στη μικρή πολιτεία, πού κοιμόταν ανυποψίαστη.
    Αυτή την κρίσιμη ώρα επεμβαίνει και πάλι ο Ταξιάρχης. Ό Στέφανος, ο γιος του άρχοντα 'Αλέξη, πού μόλις είχε πέσει να κοιμηθεί, βλέπει μπροστά του τον αρχάγγελο. Ήταν πανώριος μες στην ολόχρυση πανοπλία του. Τα ξανθά μαλλιά του χύνονταν στους ώμους κι έδιναν στα κάτασπρα φτερά του χρυσή ανταύγεια. Στο δεξί χέρι κρατούσε πύρινη ρομφαία, ενώ τ' αριστερό ήταν σηκωμένο με τεντωμένο το δείκτη. Χαμογέλασε στο νέο και με γλυκεία φωνή του είπε:
   - Σήκω πάνω, Στέφανε. Πήγαινε γρήγορα με τον πατέρα σου να ετοιμάσετε την άμυνα της πόλης.    Έρχονται οι Σαρακηνοί να σας αφανίσουν. Μη φοβηθείτε! Στο πλευρό σας θα είμαστε εγώ κι ο προστάτης σου Άγιος. Θα σας προστατεύουμε και θα σας καθοδηγούμε. Οι πειρατές έχουν αράξει στον όρμο, κάτω από την πόλη σας. Λίγοι άπ' αυτούς θ' αναρριχηθούν στο κάστρο, για να εξουδετερώσουν το σκοπό της πύλης και ν' ανοίξουν την καστρόπορτα. Θα σας επιτεθούν την ώρα πού ή νύχτα παλεύει με τη μέρα. Προσοχή στην πύλη!

    Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα είπε ο Ταξιάρχης. Όταν οι κουρσάροι επιτέθηκαν, βρήκαν τους υπερασπιστές στις επάλξεις. Την ίδια ώρα ένα απόσπασμα με αρχηγό το Στέφανο, πού είχε κατηφορίσει αθόρυβα στην παραλία, έβαζε φωτιά στα πειρατικά καράβια. Οι πειρατές είδαν τη φωτεινή ανταύγεια της φωτιάς και τα 'χασαν. Ό πανικός πού ακολούθησε ήταν απερίγραπτος. Ενώ έτρεχαν προς τη θάλασσα, τους καταδίωκαν έφιπποι οι Στενακιώτες και τους αποδεκάτιζαν.
    Μια ομάδα με τον αρχιληστή κατάφερε να ξεφύγει, ακολουθώντας πορεία μέσα από το δάσος. Έπεσε όμως πάνω στο απόσπασμα πού είχε Πριν λίγο κάψει τα καράβια, και βρέθηκε κυκλωμένη. Σε λίγο κι αυτοί οι πειρατές, μαζί με τον αρχιληστή, είχαν εξολοθρευτεί.

     Πέρασαν αιώνες. Το μοναστήρι ερειπώθηκε από  τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Αγαρηνών. Τον 18ο αιώνα ο μικρός παλαιός ναός αντικαταστάθηκε με νέο και μεγαλύτερο, μα η ανάγλυφη θαυματουργή εικόνα του αρχαγγέλου διασώθηκε ως τις μέρες μας, όπως ακριβώς τη φιλοτέχνησε ο δόκιμος Γαβριήλ. Διατηρεί την πρώτη ζωντάνια της και παραμένει άφθορη από το χρόνο κι από τους ασπασμούς χιλιάδων προσκυνητών. Στο μέτωπο και στα μαγουλά του οι πιστοί κολλάνε μεταλλικά νομίσματα, πού αφήνουν σημάδια στο πρόσωπο του, αλλά γρήγορα εξαλείφονται. Κάθε τόσο τα μάτια του αρχαγγέλου βουρκώνουν, και οι χριστιανοί σκουπίζουν με μπαμπάκι τα δάκρυα του. Το ίδιο κάνουν με τον ίδρωτα, όταν συμβαίνει το πρόσωπο του να Ιδρώνει.
     Συγκλονιστικά θαύματα επιτελεί ή χάρη του σ' όσους προστρέχουν με πίστη κοντά του. 'Αλλά και το χτίσιμο του νέου ναού του άρχισε και τελείωσε με θαύμα:
     Ή επιτροπή πού συγκροτήθηκε για την ανέγερση του, αποφάσισε να τον χτίσει λίγο μακρύτερα από το μοναστήρι.

    Οι εργάτες άρχισαν να σκάβουν τα θεμέλια, αλλά το πρωί τα βρήκαν σκεπασμένα με χώμα, ενώ τα εργαλεία τους ήταν στην αυλή του παλιού ναού. Ξαναέσκαψαν τα θεμέλια από την αρχή. Κι όταν βράδιασε, άφησαν επίτηδες τα εργαλεία τους εκτεθειμένα, ενώ μερικοί άνδρες κρύφτηκαν στους θάμνους για να δουν τι θα συμβεί.
     Τα μεσάνυχτα λοιπόν είδαν κάτι ανέλπιστο: Ένα δυνατό φως σηκώθηκε από τον παλιό ναό, σχημάτισε καμπύλη και στάθηκε πάνω από τα θεμέλια. Ύστερα ακολούθησε την αντίστροφη πορεία και χάθηκε. Οι φύλακες έμειναν εκστατικοί. Συγχρόνως ένιωσαν μυρωδιά από φρεσκοσκαμμένο χώμα. Πλησιάζουν στα θεμέλια και τα βρίσκουν πάλι σκεπασμένα. Τρέχουν στο δέντρο πού ήταν κρεμασμένα τα εργαλεία, αλλά εκείνα έλειπαν.
    Ξεκίνησαν ζαλισμένοι για τον παλιό ναό, στο μοναστήρι του Ταξιάρχη. Είχε αρχίσει να χαράζει, όταν ακούστηκε ξαφνικά ή καμπάνα της μονής. Σταμάτησε για λίγο κι άρχισε πάλι να χτυπάει σιγά και ρυθμικά. Κι όμως, καθώς αργότερα έμαθαν, δεν τη χτυπούσε ανθρώπινο χέρι. Έφτασαν, τέλος, στο μοναστήρι και μπήκαν στην αυλή. Εκεί είδαν ακουμπισμένα στον τοίχο με τάξη τα εργαλεία, στο ίδιο σημείο πού τα είχαν βρει και την προηγούμενη μέρα. Κατάλαβαν πια πώς ήταν θέλημα του αρχαγγέλου να χτιστεί ο καινούργιος ναός στη θέση του παλιού.
     Ή κατασκευή ξεκίνησε. Όλοι βοηθούσαν στις εργασίες, ακόμα και οι Τούρκοι. Τον σέβονταν από παλιά και τον φοβόντουσαν. Μερικοί άπ' αυτούς είχαν τολμήσει να προσβάλουν το ναό του ή να μπουν στο προαύλιο καβάλα στ' άλογο τους, και τότε τον είδαν άγριο να τους κυνηγάει και να τους διώχνει.

Όταν ήρθε ή ώρα να μετακινηθεί ή ανάγλυφη εικόνα, στάθηκε αδύνατο. Ό Ταξιάρχης εμπόδισε κάθε προσπάθεια για μετακίνηση της. Ήθελε η εικόνα του να παραμείνει εκεί πού την τοποθέτησε ο Γαβριήλ, ο κατασκευαστής της.
    Οι εργασίες προχώρησαν γοργά και πλησίαζαν στο τέλος. Τα χρήματα όμως ήταν λιγοστά. Δεν έφταναν ούτε για τα μεροκάματα των εργατών. Συγκεντρώθηκαν τότε τα μέλη της επιτροπής ανεγέρσεως του ναού στο σπίτι του ταμία. Έμειναν μέχρι αργά το βράδυ προσπαθώντας να βρουν κάποια λύση. Μα έφυγαν άπρακτοι.
    Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ό ταμίας καθόταν σε μια πολυθρόνα βαρύθυμος και σκεπτικός, όταν ξαφνικά άνοιξε ή πόρτα. Ένας άγνωστος πέρασε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν το μπαούλο με τα λιγοστά χρήματα της επιτροπής.
    Ό ταμίας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Ένιωθε τα πόδια του καρφωμένα. Άκουσε το μπαούλο ν' ανοίγει κι ύστερα από λίγο να κλείνει. Μετά είδε τον ξένο να επιστρέφει με βήματα αργά και βαριά.

    Ήταν ένας νέος με σγουρά μαλλιά και ματιά φωτεινή σαν αστραπή. Φορούσε ρόδινο σακάκι και μαύρες μπότες, πού ανέβαιναν μέχρι τους μηρούς. Χαμογέλασε στο νοικοκύρη και είπε:
    - Τα χρήματα για τις πληρωμές βρίσκονται μέσα στο μπαούλο.
    Ύστερα κούνησε το χέρι, σαν να τον χαιρετούσε, άνοιξε την εξώπορτα και χάθηκε στο σκοτάδι.
    Ό ταμίας έτρεξε στο μπαούλο. Ήταν κλειδωμένο. Το άνοιξε και τι να δει! Τρεις σειρές από φλουριά, μητζίτια και λίρες. Τα έπιασε στη χούφτα του για να βεβαιωθεί, και τ' άφησε πάλι να πέσουν.
     Τα χρυσά αυτά νομίσματα, πού πρόσφερε για το ναό του ο ίδιος ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ήταν ακριβώς όσα χρειάζονταν για να πληρωθούν τα έξοδα, μέχρι και το τελευταίο γρόσι.

 πηγή



 
 

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Ένα από τα θαύματα του Ταξιάρχη. ( Μανταμάδος Λέσβου )


ARXAGGELOS.jpg

Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό στή μακρινή χώρα κάτω, στο Σουδάν. Στό αεροδρόμιο της πρωτεύουσας παρατηρείτο μια ασυνήθιστη κίνηση. Εκτός των κανονικών δρομολογίων, ανέμελα νιάτα, μαθητές, με τους εκδρομικούς σάκους των, είχαν γεμίσει τις αίθουσες του αερολιμένα. Μια σχολική εκπαιδευτική, αεροπορική εκδρομή, είχε προγραμματιστεί για την ημέρα αυτή. Σχολικά τραγούδια και χαρούμενες φωνές έσπαγαν το μονότονο βουητό των αεροπλάνων, που απογειωνόταν και προσγειωνόταν εις τον αερολιμένα. Και ξάφνου τα μικρόφωνα ανήγγειλαν;...
«Οι εκδρομείς και οι κύριοι συνοδοί αυτών να επιβιβαστούν εις το σκάφος. Το σκάφος σε 5 λεπτά απογειώνεται». Ένας χείμαρρος από νέα παιδιά όρμισε στον αερολιμένα και κατευθύνθηκε προς το αεροσκάφος. Σέ τρία λεπτά όλα ήταν έτοιμα για την απογείωση.
Ο Κυβερνήτης, ένας αθλητικός νέος, πού δεν απείχε πολύ στην ηλικία από τους νέους επιβάτες του, αλλά αριστούχος και ίσως ο καλύτερος και ο πλέον δοκιμασμένος της Εταιρείας, τους καλωσόρισε στο σκάφος και τους υποσχέθηκε ένα ωραίο ταξίδι. Όλα ήταν έτοιμα. Ο Κυβερνήτης έριξε μια -τυπική- τελευταία ματιά στά όργανα του σκάφους, δια του ασυρμάτου είπε ατό κέντρο το «Οκέϋ» καί έβαλε σε κίνηση τους κινητήρες.
Το κέντρο του είπε τις τελευταίες πληροφορίες της μετεωρολογικής υπηρεσίας, πού ήταν πάρα πολύ καλές και του ευχήθηκε καλό ταξίδι. Σέ δύο λεπτά το αεροπλάνο φιλούσε για τελευταία φορά τη γη και ορμούσε με δύναμη στους αιθέρες, σαν ένα μεγάλο αρπακτικό πουλί, για να καταβροχθίσει την απόσταση των 500 μιλίων πού τους χώριζε με το αεροδρόμιο του προορισμού τους. Το αεροσκάφος είχε διανύσει περίπου τα 100 μίλια και όλα έδειχναν ότι συμβάλλουν εις ένα ωραίο αεροπορικό ταξίδι, μέσα σε ένα καταγάλανο ουρανό. Οι επιβάτες δε, χόρταιναν να απολαμβάνουν το ωραίο θέαμα πού τους προσέφερε το μεγάλο ύψος. Κάτω από τα πόδια τους ένας πελώριος ανάγλυφος χάρτης, ζωντανός, με χωριά, βουνά, ποταμούς και πεδιάδες απλωνόταν. Η αεροσυνοδός δεν έπαυε να τους ξεναγεί και να τους ενημερώνει συνεχώς.
Ο Κυβερνήτης έπαιρνε σειρά στο δικό του μικρόφωνο για να πιάσει συζήτηση με τους επιβάτες και να τους λέει τα μυστικά του αεροπλάνου και της τεχνικής του. Ήταν πράγματι ένα υπέροχο ταξίδι. Ο Κυβερνήτης άνοιξε τον ασύρματο και ζήτησε από το κέντρο το στίγμα του και τον καιρό. Αυτό με την σειρά του, του απάντησε και τον πληροφόρησε ότι μέχρι τέλους του ταξιδιού τους δεν προβλέπεται καμιά αλλαγή του καιρού. Έκλεισε τον ασύρματο και ζήτησε με το μικρόφωνο να μιλήσει με τους επιβάτες, όταν εμπρός του διέκρινε ένα κατάμαυρο σύννεφο. Έκλεισε το μικρόφωνο και έσφιξε το πηδάλιο να οδηγήσει το σκάφος κάτω από το σύννεφο και να μη χάσουν οι επιβάτες την οπτική επαφή τους με τη γη.
Ήταν κάτω από το σύννεφο όταν εμπρός του εμφανίστηκε δεύτερο, πλέον κατάμαυρο, με βροντές και αστραπές. Είχε πέσει σε καταιγίδα! Έδωσε ύψος στο σκάφος για να ξεφύγει, το ρολόι έδειχνε 8.000 πόδια, η καταιγίδα όμως δεν σταματούσε. Έδωσε και άλλο ύψος. Το ρολόι έδειχνε 10.000 πόδια, το μάξιμουμ της αντοχής του αεροπλάνου του, οι επιβάτες άρχισαν να θορυβούνται.
Η ορατότης ήταν μηδέν. Το χαλάζι κτυπούσε σαν σφαίρες στα παράθυρα του σκάφους. Οι κεραυνοί και οι αστραπές φώτιζαν μόνον τον ουρανό σαν εχθρικό πυροβολικό που προσπαθούσε να τους καταρρίψει. Η αεροσυνοδός προσπαθούσε με ψυχραιμία να τους καθησυχάσει. Το σκάφος σαν παιχνιδάκι μέσα στην φοβερή αγκαλιά της καταιγίδας, άρχιζε να τρίζει και το ρολόι έδειχνε 12.000 πόδια. Ο Κυβερνήτης ψύχραιμος άρχισε να κατεβάζει το σκάφος χαμηλά. 8.000πόδια, 6,000 πόδια, 5.000 πόδια, 4.000 πόδια, 3.000 πόδια, 2.000 πόδια, η ίδια κατάστασις! Στό φόβο μήπως προσκρούσει σε καμιά κορυφή βουνού, άρχισε πάλι να ανεβαίνει.
Φτάνει στα 8.000 πόδια και ανοίγει τον ασύρματο να μάθει από τον πύργο ελέγχου το στίγμα του, πού βρίσκεται και να τους πληροφορήσει ότι έχει πέσει σε καταιγίδα, παρά τις καλές μετεωρολογικές ειδήσεις, αλλά διαπίστωσε ότι δεν λειτουργεί. Άνοιξε αμέσως το ραδιόφωνο, η ίδια σιγή. Ένα κρύο χέρι έσφιξε την καρδιά του. Άνοιξε το χάρτη και προσπάθησε μόνος του να προσδιορίσει τη θέση του. Μάταιος κόπος. Με την προσπάθεια να ξεφύγει από την καταιγίδα είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Στά μάτια του συγκυβερνήτου του άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια του πανικού. Ο Κυβερνήτης διάβασε μέσα στα μάτια του βοηθού του την αγωνία καί πριν του μιλήσει έκαμε ακόμα μία προσπάθεια με τον ασύρματο και το ραδιόφωνο. Μάταιος κόπος, η μεγάλη καταιγίδα παραδόξως τα είχε καταστρέψει!
Προσπάθησε πάλι με τον χάρτη, το αυτό αποτέλεσμα. Σέ παρόμοιες καταστάσεις, το θάρρος και η ψυχραιμία του Κυβερνήτου, φέρουν καλά αποτελέσματα. Γύρισε στον συγκυβερνήτη του που τον κοίταζε ακίνητος, μαρμαρωμένος καί του ζήτησε ψυχραιμία, διότι η κατάστασή τους είναι πολύ κρίσιμη και πρέπει να αποφευχθεί ο πανικός των επιβατών. Ο πανικός όμως δεν απείχε πολύ από τους επιβάτες. Η αεροσυνοδός μη ξέροντας απολύτως την κρισιμότητα της κατάστασης, κατέβαλε κάθε φιλότιμη προσπάθεια να τους καθησυχάσει. Πράγματι, η κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη. Ο κυβερνήτης, χωρίς προσανατολισμό, ασύρματο, ραδιόφωνο και στίγμα, μέσα στη φοβερή θύελλα που δεν είχε τέλος, δε μπορούσε να πιλοτάρει το σκάφος με σιγουριά. Άρχισε να κάμει κύκλους και να ανεβοκατεβαίνει, προσπαθώντας να βγει μέσα από την θύελλα.
Το σκάφος τυφλά οδηγείτο από τον ψύχραιμο μέχρι στιγμής Κυβερνήτη. Όμως οι ώρες περνούσαν, θα έπρεπε να είχαν προσγειωθεί προ δυόμισι ώρες περίπου και ακόμη βρισκόταν στα ύψη. Τα καύσιμα άρχισαν να λιγοστεύουν επικίνδυνα. Καμιά βοήθεια, κανένα φωτεινό σημείο. Οι επιβάτες γνωρίζοντας εκ των προτέρων το χρόνο πού εχρειάζετο το ταξίδι τους και βλέποντας ότι έχουν καθυστερήσει πάρα πολύ, ξέσπασαν σε κλάματα και υστερισμούς, Ακόμη και η αεροσυνοδός έχασε τον έλεγχό της και δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια στους επιβάτες.
Μάταια ο κυβερνήτης προσπαθούσε με το μικρόφωνο να τονώσει το ηθικό τους. Ο συγκυβερνήτης, ένα ράκος, ανίκανος να προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Μέσα στην αγωνία του ο κυβερνήτης ρίχνει την ματιά του στόν πίνακα των καυσίμων. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Είχανε δεν είχανε ακόμη 20 λεπτά καύσιμα. Από την στιγμή αυτή άρχισε να κάμπτεται και αυτός. Του ήλθε να κλάψει! Κρατήθηκε. Σχεδόν ήτανε βέβαιος για την καταστροφή. Έβαλε τον αυτόματο πιλότο, έσκυψε πάνω στο πηδάλιο και αφέθηκε στο μοιραίο. Σάν κινηματογραφική ταινία, στις τελευταίες αυτές στιγμές, περνούσαν από το μυαλό του όλα τα γεγονότα της ζωής του, από τα παιδικά του χρόνια. Σέ μια στιγμή ταράχτηκε. Μα βέβαια. Στήν οθόνη των σκέψεων του παρουσιάστηκε η Ελλάδα, η Μυτιλήνη, η Συκαμνιά. Ήταν Έλληνας και η μητέρα του κατάγεται από την Συκαμνιά της Μυτιλήνης, Θυμήθηκε που μικρός ήλθε στην γενέτειρα της μητέρας του, στήν Συκαμνιά, να γνωρίσει τη γιαγιά του, τους συγγενείς του. Θυμήθηκε ακόμη ότι η ευσεβής μητέρα του, του μιλούσε συνεχώς για τον θαυματουργό Ταξιάρχη του Μανταμάδου. Θυμήθηκε ότι μαζί της πήγε στον Μανταμάδο μικρός, για να προσκυνήσουν την θαυματουργό εικόνα του Ταξιάρχη.
Ένοιωσε το ρίγος που τότε ένοιωσε, όταν αντίκρισε την ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου. Στ' αυτιά του, ζωηρά ακούγονται και τώρα τα λόγια, τότε, των γερόντων πού του έλεγαν: «ο Αράπης, παιδί μου, όταν τον καλέσεις με πίστη, (έτσι ακόμη και σήμερα λένε τον Ταξιάρχη, λόγω της μελανής εικόνας του), είναι πάντοτε κοντά σου, πρόθυμα να σε βοηθήσει, χειροπιαστά θαύματα έχουμε εμείς στους πολέμους». Αναρίγησε! Αναθάρρησε!
Πίστευσε πραγματικά στον Μεγαλόχαρο και σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, μέσα από την καρδιά του φώναξε με δύναμη «Ταξιάρχη μου, Αράπη μου, σώσε μας, σώσε μας και εγώ λαμπάδα ίση με το μπόϊ μου θα Σου ανάψω καί ολόχρυσο ομοίωμα του αεροπλάνου μας θα Σου κρεμάσω». Την στιγμή αυτή, μέσα στό Γραφείο της Εκκλησίας των Ταξιαρχών, όπου μου αφηγείται τα περιστατικά ο Νικόλαος Χατζόγλου, ο κυβερνήτης του αεροσκάφους, σηκώνεται όρθιος, κατακίτρινος και τρέμοντας κάνει τον σταυρό του. Ζει ακόμη μια φορά τα περιστατικά τα μοναδικά της ζωής του και με κόπο συνεχίζει: «Τότε, εμπρός μου άνοιξαν τα κατάμαυρα σύννεφα και φάνηκε ο καταγάλανος ουρανός και όπως ανοίγει η αυλαία και φαίνεται το σκηνικό του θεάτρου, έτσι κάτω από τα πόδια μας, μέσα στον ήλιο λουσμένο φάνηκε το αεροδρόμιο του προορισμού μας.
Έπιασα το πηδάλιο χαρούμενος και σε λίγο προσγειωνόμασταν ατό αεροδρόμιο. Έριξα μια ματιά στα καύσιμα και παρατήρησα ότι μας είχαν απομείνει ακόμη 5 λεπτά βενζίνη περίπου.
Με την πρώτη ευκαιρία πήρα την άδειά μου και σήμερα είμαι εδώ, Πάτερ μου, για να αποδώσω στον Άγιο, σωτήρα μας, την ευγνωμοσύνη και την λατρεία μας και να αποθέσω εμπρός Του με ευλάβεια το τάμα μου. Στά χέρια του, που έτρεμαν, εμφανίστηκε ένα ολόχρυσο ομοίωμα αεροπλάνου. Ήταν το μεγάλο του τάμα. Τον κοίταξα με συγκίνηση. Στά δακρυσμένα μάτια του διέκρινες την ικανοποίηση πού νοιώθει κανείς όταν πραγματοποιεί μία μεγάλη του υποχρέωση. Ένιωσα τη γλώσσα μου βαριά για να μιλήσει. Τα μάτια μου να πονούν καθώς προσπαθούσα να συγκρατήσω τα δάκρυα. 

Από το βιβλίο του πρωτοπρεσβυτέρου Ευστρατίου Δήσσου «Το ιστορικό και τα θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου»


Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Ο πόλεμος των λογισμών...το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις


1524597_597917133594827_426560671_n.jpg

Όταν,   κάποια φορά ρωτήσαμε για τον πόλεμο των λογισμών τον Γέροντα Πορφύριο, μας είπε: "Εσείς προχωράτε στο δρόμο σας. Ο διάβολος έρχεται με τους λογισμούς και σας τραβά από το μανίκι, για να σας αποπροσανατολίσει. Εσείς να μη γυρίζετε να πιάνετε κουβέντα μαζί του η ν' αντιδικείτε μαζί του. Εσείς να προχωράτε στο δρόμο σας. Αυτός θα σας τραβά από το μανίκι, αλλά εσείς να προχωράτε στο δρόμο σας και κάπου θα βαρεθεί και θα σας αφήσει".
"Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτείς, ούτε από μέσα σου. Είναι κακό! Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνο με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό".

Αγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Κάθε παι­δαγωγία στην αρχή δεν "φαίνεται" να προξενεί χαρά, αλλά λύπη.

18833_1162902604693_1591700852_30399940_2405788_n.jpg
Αυτοί που πίνουν τα πικρά φάρμακα, στην αρχή ανέχονται κάποια αηδία και κατόπιν αισθάνονται την ωφέλεια. Πράγματι τέτοια είναι η αρετή, τέτοια είναι η κακία· στην περίπτωσι της κακίας προηγείται η ηδονή και ακολουθεί η λύπη, ενώ στην περίπτωσι της αρετής προηγείται η λύπη και ακολουθεί η ηδονή. Αλλά δεν είναι καθόλου το ίδιο· διότι δεν είναι το ίδιο να λυπηθής προηγουμένως κι' έπειτα να ευχαριστηθής, και να ευχαριστηθής πρώτα κι' έπειτα να λυπηθής. Πώς; Διότι στη δεύτερη περίπτωσι η προσδοκία τής μελλοντικής λύπης μειώνει την παρούσα ηδονή, ενώ στην πρώτη περίπτωσι η προσδοκία τής μελλοντικής ηδονής ελαττώνει την πα­ρούσα υπερβολική λύπη· έτσι ο άνθρωπος εκεί ποτέ δεν γνωρίζει την ηδονή, ενώ εδώ ποτέ δεν γνωρίζει την λύπη. Και δεν διαφέρουν μόνο ως προς αυτό αλλά και ως προς άλλα. Πώς; Διότι ούτε τα χρο­νικά διαστήματα είναι ίσα, αλλά πολύ μεγαλύτερα και περισσότε­ρα. Εδώ όμως ακόμη περισσότερο ισχύει αυτό για τα πνευματικά.

Απ' αυτό λοιπόν επιχειρεί ο Παύλος να τους παρηγορήση, και προβάλλει πάλι την κοινή κρίσι, την οποία κανείς δεν μπορεί ν' απορρίψη, ούτε να την πολεμήση. Διότι, όταν κάποιος πη αυτό που όλοι ομολογούν, όλοι το αποδέχονται και κάνεις δεν φέρει αντίρρησι. Λυπάσθε, λέγει· αυτό είναι φυσικό· διότι τέτοια είναι η παιδα­γωγία, τέτοια αρχή έχει. Γι' αυτό και πρόσθεσε τα εξής· «κάθε παι­δαγωγία στην αρχή δεν φαίνεται να προξενή χαρά, αλλά λύπη». Σωστά είπε, «δεν φαίνεται» · διότι η παιδαγωγία δεν προξενεί λύπη, αλλά μόνο φαίνεται ότι προξενεί· ούτε η μία παιδαγωγία προξενεί, ενώ η άλλη όχι, αλλά κάθε παιδαγωγία· διότι λέγει, «κάθε παιδα­γωγία δεν φαίνεται να προξενή χαρά, αλλά λύπη»· δηλαδή και η ανθρώπινη και η πνευματική. Βλέπεις ότι χρησιμοποιεί έννοιες γνωστές σε όλους; Φαίνεται, λέγει, ότι προξενεί λύπη· επομένως δεν προξενεί. Διότι ποιά λύπη γεννά χαρά; Καμμία· όπως ακριβώς ούτε ηδονή υπάρχει που να γεννά λύπη.


«Ύστερα όμως ανταμείβει με καρπούς ειρηνικούς εκείνους που ασκήθηκαν με αυτήν· και οι καρποί αυτοί είναι η δικαιοσύνη». Δεν είπε 'με καρπό', αλλά «με καρπούς», για να παρουσιάση το πολύ πλήθος. «Σ' εκείνους», λέγει, «που έχουν γυμνασθή με αυ­τήν». Τί σημαίνει, «σ' εκείνους που έχουν γυμνασθή με αυτήν»; Σ' εκείνους που την έχουν ανεχθή και την έχουν υπομείνει για πολύ. Βλέπεις πώς χρησιμοποιεί και εγκωμιαστικό όνομα; Επομένως η παιδεία είναι άσκησις· αυτή ενδυναμώνει τον αθλητή και τον κάνει ακατανίκητο στους αγώνες και ακαταμάχητο στους πολέμους. Εφ' όσον λοιπόν κάθε παιδαγωγία είναι τέτοια, και αυτή θα είναι τέ­τοια. Επομένως πρέπει να προσδοκούμε μεγάλα αγαθά, και ότι το τέλος θα είναι ευχάριστο και ειρηνικό. Και μη θαυμάσης, εάν, ενώ είναι σκληρή, έχει καρπούς γλυκείς. Διότι και στα δένδρα ο φλοιός είναι σχεδόν χωρίς ποιότητα και τραχύς, ενώ οι καρποί είναι γλυ­κείς. Αυτό το είπε σύμφωνα με την κοινή αντίληψι. Εάν λοιπόν πρέπει να προσδοκάτε μεγάλα αγαθά, γιατί στενοχωρήσθε; Γιατί, ενώ δείξατε υπομονή στα λυπηρά, τώρα που πρόκειται για τα αγαθά απογοητεύεσθε; Τα δυσάρεστα που έπρεπε να τα υπομείνετε, τα υπομείνατε· μη λοιπόν λιποψυχήσετε για την ανταπόδοσι. «Γι' αυτό ενισχύσατε τα άτονα χέρια και τα παραλυμένα γόνατα και βα- δίστε σε ίσιους δρόμους με βήμα σταθερό, για να μην χειροτερέψη η κουτσαμάρα σας, αλλά να θεραπευθή μάλλον». Μιλάει σαν ν' απευθύνεται σε δρομείς και πυγμάχους και παλαιστές.


Βλέπεις πώς τους οπλίζει, πώς τους ενισχύει; Εδώ το λέγει αυτό για τους λογισμούς τους. «Ορθά βαδίζετε», λέγει· δηλαδή, μην αμφιβάλλετε. Διότι, εάν από αγάπη προέρχεται η παιδεία, εάν από φροντίδα, εάν καταλήγη σε τέλος ευχάριστο (καθόσον αυτό σποδεικνύεται και με πράξεις και με λόγια και με όλα), γιατί αποθαρρύνεσθε; Διότι τέτοιοι είναι όσοι περιήλθαν σε απόγνωσι, όσοι δεν είναι ενισχυμένοι με την ελπίδα των μελλοντικών αγαθών. «Ορθά να βαδίζετε», λέγει· για να μην αυξήσετε την κουτσαμάρα σας, αλλά να επανέλθετε στην πρώτη σας κατάστασι· διότι ο κου­τσός όταν τρέχη, χειροτερεύει το κακό. Βλέπεις ότι από εμάς εξαρτάται η ολοκληρωτική θεραπεία;


Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

ΚΑΝΩΝ ΙΚΕΤΗΡΙΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ


                             Ήχος β΄. Ωδή α΄. Έν βυθώ κατέστρωσε.

Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού μακρόθυμε, τά της ψυχής μου θεράπευσον τραύματα, Ιησού, καί γλύκανον τήν καρδίαν μου, πολυέλεε, δέομαι, Ιησού σωτήρ μου, ίνα μεγαλύνω σε σωζόμενος.

Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού, διάνοιξον της μετανοίας μοι πύλας, φιλάνθρωπε Ιησού, καί δέξαι με σοί προσπίπτοντα καί θερμώς εξαιτούμενον, Ιησού σωτήρ μου, τών πλημμελημάτων τήν συγχώρησιν.

Ιησού γλυκύτατε Χριστέ, Ιησού, εξάρπασον έκ της χειρός τού δολίου Βελίαρ με, Ιησού, καί ποίησον δεξιόν καμέ παραστάτην της δόξης σου, Ιησού Χριστέ μου, μοίρας ευωνύμου λυτρωσάμενος.


                                       Θεοτοκίον.
Ιησούν γεννήσασα Θεόν, Δέσποινα, δυσώπησον υπέρ αχρείων ικετών, πανάχραντε, όπως της κολάσεως ταίς πρεσβείαις σου λυτρωθώμεν, αμόλυντε, οί μεμολυσμένοι, δόξης αϊδίου απολαύσαντες.



                                            Ωδή γ΄. Έν πέτρα με τής πίστεως.

Εισάκουσον, φιλάνθρωπε Ιησού μου, τού δούλου σου βοώντος έν κατανύξει, καί ρύσαι, Ιησού με, της καταδίκης καί της κολάσεως, μόνε μακρόθυμε, Ιησού γλυκύτατε πολυέλεε.

Υπόδεξαι τόν δούλον σου, Ιησού μου, προσπίπτοντα σύν δάκρυσιν, Ιησού μου, καί σώσον, Ιησού μου, μετανοούντα καί της γεέννης με, Δέσποτα, λύτρωσαι, Ιησού γλυκύτατε πολυέλεε.

Τόν χρόνον, Ιησού μου, όν δέδωκάς μοι, είς πάθη εδαπάνησα, Ιησού μου, διό με, Ιησού μου, μή απορρίψης, άλλ΄ ανακάλεσαι, δέομαι, Δέσποτα Ιησού γλυκύτατε, καί διάσωσον.


                                                          
Θεοτοκίον.
Παρθένε, ή τεκούσα τόν Ιησούν μου, ικέτευε ρυσθήναί με της γεέννης, ή μόνη προστασία τών θλιβομένων, θεοχαρίτωτε, καί καταξίωσον της ζωής, πανάμωμε, της αγήρω με.



Κάθισμα. Ήχος α΄. Τόν τάφον σου Σωτήρ.

Σωτήρ μου Ιησού, ό τόν άσωτον σώσας,
σωτήρ μου Ιησού, ό δεξάμενος πόρνην,
καμέ νύν ελέησον, Ιησού πολυέλεε,
σώσον, οίκτειρον, ώ Ιησού ευεργέτα,
ώσπερ ώκτειρας τόν Μανασσήν, Ιησού μου,
ώς μόνος φιλάνθρωπος.



Ωδή δ΄. Ελήλυθας έκ παρθένου.

Θεράπευσον, Ιησού μου, ψυχής μου τά τραύματα, Ιησού μου, δέομαι, καί της χειρός με εξάρπασον, Ιησού μου εύσπλαγχνε, τού ψυχοφθόρου Βελίαρ καί διάσωσον.

Ημάρτηκα, Ιησού μου γλυκύτατε εύσπλαγχνε, Ιησού μου, σώσον με τόν προσφυγόντα τή σκέπῃ σου, Ιησού μακρόθυμε, καί βασιλείας της σής με καταξίωσον.

Ούχ ήμαρτεν, Ιησού μου, ουδείς, ώσπερ ήμαρτον εγώ ό ταλαίπωρος, νύν δέ προσπίπτω δεόμενος, Ιησού μου, σώσον με καί τήν ζωήν, Ιησού μου, κληροδότησον.


Θεοτοκίον.
Πανύμνητε, Ιησούν ή γεννήσασα Κύριον, αυτόν καθικέτευε τού λυτρωθήναι κολάσεως πάντας τούς υμνούντάς σε καί Θεοτόκον κυρίως ονομάζοντας.



Ωδή ε΄. Ο φωτισμός τών έν σκότει.

Σύ φωτισμός, Ιησού μου, νοός μου, σύ σωτηρία της απεγνωσμένης ψυχής μου, Σώτερ, σύ, Ιησού μου, της κολάσεως ρύσαι καί γεέννης εμέ κραυγάζοντα, Σώσον, Ιησού μου Χριστέ με τόν άθλιον.

Ολοσχερώς, Ιησού μου, πρός πάθη της ατιμίας καταβεβλημένος, ήδη κραυγάζω, Σύ, Ιησού μου, βοηθείας μοι χείρα καταπέμψας έκσπασον κράζοντα, Σώσον, Ιησού μου Χριστέ με τον άθλιον.

Βέβηλον νούν, Ιησού, περιφέρων αναβοώ σοι, Κάθαρον τού ρύπου με τών πταισμάτων καί λύτρωσαί με τόν είς βάθη κακίας έξ αγνωσίας κατολισθήσαντα, Σώτερ Ιησού μου, καί σώσον με δέομαι.


Θεοτοκίον.
Τόν Ιησούν ή γεννήσασα, Κόρη Θεογεννήτορ, τούτον εκδυσώπει σωθήναι πάντας τούς ορθοδόξους, μοναστάς καί μιγάδας, καί γεέννης ρυσθήναι κράζοντας, Πλήν σου προστασίαν βεβαίαν ούκ έγνωμεν.



Ωδή ς΄. Έν αβύσσω πταισμάτων.

Ιησού μου Χριστέ πολυέλεε, εξομολογούμενον δέξαι με, Δέσποτα, ώ Ιησού, καί σώσον με καί φθοράς, Ιησού με, εξάρπασον.

Ιησού μου, ού γέγονεν έτερος άσωτος ουδείς, ώς εγώ ό ταλαίπωρος, ώ Ιησού φιλάνθρωπε, αλλά σύ Ιησού με διάσωσον.

Ιησού μου, καί πόρνην καί άσωτον καί τόν Μανασσήν καί τελώνην νενίκηκα, ώ Ιησού μου, πάθεσι, καί λῃστήν, Ιησού, Νινευΐτας τε.


Θεοτοκίον.
Ιησούν τόν Χριστόν μου κυήσασα, άχραντε Παρθένε, ή μόνη αμόλυντος, μεμολυσμένον όντα με, πρεσβειών σου υσσώπω νύν κάθαρον.


Κοντάκιον.

Ήχος δ΄. Επεφάνης σήμερον.


Ιησού γλυκύτατε, τό φώς τού κόσμου,
της ψυχής μου φώτισον τούς οφθαλμούς, Υιέ Θεού,
τή θεαυγεί σου λαμπρότητι, ίνα υμνώ σε
τό φώς τό ανέσπερον.


Ωδή ζ΄. Εικόνος χρυσής.

Χριστέ Ιησού, ουδείς ήμαρτεν έν γή έκ τού αιώνος, ώ Ιησού μου, ώσπερ ήμαρτον εγώ ό τάλας και άσωτος, όθεν, Ιησού μου, βοώ σοι, Μελωδούντά με οίκτειρον, Ευλογητός εί ό Θεός ό τών πατέρων ημών.

Χριστέ Ιησού, έν τώ φόβω σου, βοώ, καθήλωσόν με, ώ Ιησού μου, καί κυβέρνησον νύν πρός λιμένα τόν εύδιον, όπως, Ιησού μου οικτίρμον, μελωδώ σοι σωζόμενος, Ευλογητός εί ό Θεός ό τών πατέρων ημών.

Χριστέ Ιησού, μυριάκις υπεσχέθην σοι ό τάλας, ώ Ιησού μου, τή
ν μετάνοιαν, άλλ΄ εψευσάμην ό άθλιος, όθεν, Ιησού μου, βοώ σοι, Τήν αναίσθητον μένουσαν ψυχήν μου φώτισον, Χριστέ, ό τών πατέρων Θεός.

Θεοτοκίον.
Χριστόν Ιησούν ή γεννήσασα φρικτώς καί υπέρ φύσιν, αυτόν δυσώπει, παναμώμητε, τά παρά φύσιν μου πταίσματα πάντα συγχωρήσαί μοι, Κόρη, ίνα κράζω σωζόμενος, Ευλογημένη ή Θεόν σαρκί κυήσασα.



Ωδή η΄. Τόν έν καμίνω του πυρός.

Σε, Ιησού μου, δυσωπώ, ώς τήν πόρνην, Ιησού μου, ελυτρώσω τών πολλών εγκλημάτων, ούτω καμέ, Ιησού Χριστέ μου, λύτρωσαι καί κάθαρον τήν ρερυπωμένην ψυχήν μου, Ιησού μου.

Καθυποκύψας, Ιησού, ταίς αλόγοις ηδοναίς άλογος ώφθην καί τοίς κτήνεσιν όντως, ώ Ιησού μου, οικτρώς ό τάλας, Σώτερ, αφωμοίωμαι, όθεν Ιησού με της αλογίας ρύσαι.

Περιπεσών, ώ Ιησού, φυχοφθόροις έν λῃσταίς απεγυμνώθην τήν στολήν, Ιησού μου, τήν θεοΰφαντον νύν, καί κείμαι μώλωψι κατάστικτος, έλαιον, Χριστέ μου, επίχεε καί οίνον.

Θεοτοκίον. 

Τόν Ιησούν μου καί Θεόν ή βαστάσασα Χριστόν ανερμηνεύτως, Θεοτόκε Μαρία, τούτον δυσώπει αεί κινδύνων σώζεσθαι τούς δούλους σου καί τούς υμνητάς σου, απείρανδρε Παρθένε.



Ωδή θ΄. Τόν έκ Θεού Θεόν Λόγον.

Τόν Μανασσήν, Ιησού μου, τόν τελώνην, τήν πόρνην, τόν άσωτον, οικτίρμον Ιησού, καί τόν λῃστήν υπερβέβηκα, Ιησού μου, έν έργοις αισχίστοις καί ατόποις, Ιησού, αλλά σύ, Ιησού μου, προφθάσας με διάσωσον.

Τούς έξ Αδάμ, Ιησού μου, αμαρτήσαντας πάντας, πρό νόμου καί έν νόμῳ, Ιησού, καί μετά νόμον ό άθλιος, Ιησού μου, καί χάριν, νενίκηκα τοίς πάθεσιν οικτρώς, αλλά σύ, Ιησού μου, τοίς κρίμασί σου σώσον με.

Μή χωρισθώ, Ιησού μου, της αφράστου σου δόξης, μή τύχω της μερίδος, Ιησού, της ευωνύμου, γλυκύτατε Ιησού, αλλά σύ με τοίς δεξιοίς προβάτοις σου, Χριστέ Ιησού μου, συντάξας, ανάπαυσον ώς εύσπλαγχνος.

Θεοτοκίον.
Τόν Ιησούν, Θεοτόκε, όν εβάστασας μόνη, απείρανδρε Παρθένε Μαριάμ, τούτον, αγνή, εξιλέωσαι, ώς Υιόν σου καί Κτίστην, ρυσθήναι τούς προστρέχοντας είς σέ πειρασμών καί κινδύνων καί τού πυρός τού μέλλοντος.



Στιχηρά προσόμοια. Τού αυτού.

Ήχος πλ. δ΄. Όλην αποθέμενοι.


Ιησού γλυκύτατε, ψυχής εμής θυμηδία, Ιησού, ή κάθαρσις τού νοός μου, Δέσποτα πολυέλεε, Ιησού, σώσον με, Ιησού σωτήρ μου, Ιησού μου παντοδύναμε, μή καταλίπης με, Σώτερ Ιησού με ελέησον καί λύτρωσαι κολάσεως πάσης, Ιησού, καί αξίωσον της τών σῳζομένων μερίδος, Ιησού, καί τώ χορώ τών εκλεκτών σού με σύνταξον, Ιησού φιλάνθρωπε.

Ιησού γλυκύτατε, τών αποστόλων ή δόξα, Ιησού μου, καύχημα τών μαρτύρων, Δέσποτα παντοδύναμε Ιησού, σώσον με, Ιησού σωτήρ μου, Ιησού μου ωραιότατε, τόν σοί προστρέχοντα, Σώτερ Ιησού με ελέησον, πρεσβείαις της τεκούσης σε, πάντων, Ιησού, τών αγίων σου, προφητών τε πάντων, σωτήρ μου Ιησού, καί της τρυφής τού παραδείσου αξίωσον, Ιησού φιλάνθρωπε.

Δόξα.
Ιησού γλυκύτατε, τών μοναζόντων τό κλέος, Ιησού μακρόθυμε, ασκητών εντρύφημα καί καλλώπισμα, Ιησού, σώσον με, Ιησού σωτήρ μου, Ιησού μου υπεράγαθε, χειρός εξάρπασον, Σώτερ Ιησού μου, τού δράκοντος, καί τούτου τών παγίδων νύν, Σώτερ Ιησού, ελευθέρωσον, λάκκου κατωτάτου, σωτήρ μου Ιησού, αναγαγών, καί δεξιοίς συναρίθμησον, Ιησού, προβάτοις με.
Καί νύν. Θεοτοκίον.
Μή καταπιστεύσης με ανθρωπίνη προστασία, Παναγία Δέσποινα, αλλά δέξαι δέησιν τού ικέτου σου, θλίψις γάρ έχει με, φέρειν ού δύναμαι τών δαιμόνων τά τοξεύματα, σκέπην ού κέκτημαι, ουδέ πού προσφύγω ό άθλιος πάντοθεν πολεμούμενος, καί παραμυθίαν ούκ έχω πλήν σου. Δέσποινα τού κόσμου, ελπίς καί προστασία τών πιστών, μή μου παρίδης τήν δέησιν, το συμφέρον ποίησον.


Ευχή είς τόν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.


Δέσποτα Χριστέ ό Θεός, ό τοίς πάθεσί σου τά πάθη μου θεραπεύσας

καί τοίς τραύμασί σου τά τραύματά μου ιατρεύσας,

χάρισαί μοι τω πολλά σοι πταίσαντι δάκρυα κατανύξεως,

συγκέρασόν μου τό σώμα από οσμής τού ζωοποιού Σώματός σου,

καί γλύκανόν μου τήν ψυχήν τώ σώ τιμίω Αίματι από τής πικρίας,

ήν με ό αντίδικος επότισεν.

Ύψωσον τόν νούν μου πρός σέ, κάτω ελκυσθέντα,

καί ανάγαγέ με από του χάσματος της απωλείας,

ότι ούκ έχω μετάνοιαν,

ούκ έχω κατάνυξιν,

ούκ έχω δάκρυον παρακλητικόν,

τά επανάγοντα τά τέκνα πρός τήν ιδίαν κληρονομίαν.

Εσκότισμαι τόν νούν έν τοίς βιωτικοίς πάθεσι

καί ούκ ισχύω ατενίσαι πρός σέ έν οδύνη,

ού δύναμαι θερμανθήναι τοίς δάκρυσι τής πρός σε αγάπης.

Αλλά, Δέσποτα Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο θησαυρός των αγαθών,

δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον

καί καρδίαν επίπονον είς αναζήτησίν σου,

χάρισαί μοι τήν χάριν σου

καί ανακαίνισον εν εμοί τάς μορφάς τής σής εικόνος.

Κατέλιπόν σε, μή με εγκαταλίπης,

έξελθε είς αναζήτησίν μου,

επανάγαγέ με πρός τήν νομήν σου,

συναρίθμησόν με τοίς προβάτοις της εκλεκτής σου ποίμνης

καί διάθρεψόν με σύν αυτοίς έκ της χλόης των θείων σου μυστηρίων,

πρεσβείαις της πανάγνου Μητρός σου καί πάντων των αγίων σου.


Α μ ή ν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας