φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θαύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θαύμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

Συνάντηση Αγίων σ' ένα Νοσοκομείο της Βιέννης. Θαύμα Αγίου Νεκταρίου


Μάϊος του 2003 και η Διακαινίσιμη περίοδος ήταν στο τέλος της. Με συντροφιά άλλους τρεις Χριστιανούς, ξεκινήσαμε πολύ πρωί- αξημέρωτα ακόμα- για ένα προσκύνημα, στην Ι. Μ. της Παναγίας της Γαυριώτισσας.
Η Παρέα μας, γνωστός Ηγούμενος Μεγάλης Αγιορείτικης Μονής, ένας Ιερομόναχος και ένας ακόμα λαϊκός.

Είχα καιρό την επιθυμία να κάνω εκείνο το προσκύνημα και να δώ από κοντά, τον ονομαστό επιστήθιο φίλο του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη, τον Άγιο Γέροντα π. Αμβρόσιο Λάζαρη.

Παρακλήθηκα, περασμένες 12 την προηγούμενη το βράδυ, να κάνω τον οδηγό της συνοδείας, γιατί «κάτι έτυχε στον προγραμματισμένο οδηγό» της παρέας…. Η χάρη της Παναγίας με κάλεσε να ζήσω τα γεγονότα που καταγράφω.

Ο ήλιος που ξεπρόβαλε, μας βρήκε να ανηφορίζουμε με το αυτοκίνητο τις στροφές του Παρνασσού. «Μάγεμα η φύση κι’ όνειρο»[1].

Οι λαμπερές πρωινές ακτίνες του, χρύσιζαν τις δροσοσταλίδες στα φύλλα των δέντρων και των λουλουδιών, δίνοντας τη θέα και την αίσθηση μικρών διαμαντιών, που σκορπίστηκαν απλόχερα.

Ο καθαρός βουνήσιος αέρας και η πρωινή δροσιά παράβγαιναν λές, για το ποιό θα μας πρωτοευχαριστήσει.

Μέσα σε μια Πασχαλιάτικη πρωτόγνωρη χαρά, ανάμεσα στα έλατα, στα πεύκα, τις καρυές, το θυμάρι και τις κουμαριές, το αυτοκίνητό μας, ήταν ο μόνος θόρυβος στη φύση.

Στην μοναξιά και ησυχία που τίποτα άλλο δε διέκοπτε, τριγύρω, εκτός απ’ τα πουλιά που τραγουδούσαν ή φτερούγιζαν αθόρυβα, φθάσαμε, περασμένες εξίμισυ το πρωί, στην είσοδο της Μονής. Στις επτά έπρεπε να αρχίσει η Θ. Λειτουργία.

Στην είσοδο της Μονής, της Παναγίας της Γαυριώτισσας, μας περίμενε μ’ ένα φτυάρι στα χέρια, τακτοποιώντας, έξω από το δρόμο φρεσκοφερμένη κοπριά, για τα φυτά και τα λουλούδια της Μονής, ο πνευματικός της Γέρων Αμβρόσιος Λάζαρης.

Με έκδηλη χαρά μικρού παιδιού χαιρέτησε τους ιερείς και περίμενε και μένα να σταθμεύσω το αυτοκίνητο σε ασφαλές σημείο.

Βγήκα απ’ το αυτοκίνητο και βρέθηκα μπροστά σε ένα γίγαντα ιερωμένο, με ένα πλατύ θεϊκό χαμόγελο και μια τεράστια αγκαλιά.

«Έλα Παναγιώτη λεβέντη και αργήσαμε. Μας περιμένει η Παναγία». Ασπάστηκα το χέρι του και σκέφθηκα ότι, κάποιος του είπε τ’ όνομά μου.

Μπήκαμε στον περίβολο κι’ από το διάδρομο ανάμεσα στις ολάνθιστες, περιποιημένες τριανταφυλλιές, πηγαίναμε προς το καθολικό της Ι. Μονής.

«Θα ψάλλουμε μαζί σήμερα κ. Εισαγγελέα. Πολύ χαρά έχω που ήρθατε» Απορώ εγώ πάλι, αλλά υποθέτω ότι, για την ιδιότητα μου, κάποιος θα του είπε κάτι, αλλά πότε; μεσα στη νύχτα; Πώς τα ξέρει όλα αυτά για μένα. Πρώτη φορά τον συναντώ…. Άλλο οδηγό περίμενε.

Μπήκαμε στο Ναό. Διάβασα τον εξάψαλμο έψαλε ο π. Αμβρόσιος, μαζί του και εγώ σε μια κατανυκτική ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα. Μοναδική εμπειρία Θ. λειτουργίας.

Ήμουνα δίπλα σε ένα άνθρωπο του Θεού, σ’ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας κι’ έζησα μοναδικές στιγμές. Η συνέχεια μου τόδειξε αδιαμφισβήτητα.

Γίγαντας στο σώμα, στην ψυχή και στην αγιότητα, ο Γέροντας, μας καλοδέχθηκε στο αρχονταρίκι της Μονής, μετά το «δι ευχών της ακολουθίας».

Η Γερόντισσα Παρθενία (αν θυμάμαι σωστά) και οι αδελφές, σέρβιραν καφέ, τσάϊ από τον Παρνασσό, μέλι, ψωμί, τυρί, παξιμάδια και πολύ αγάπη.

Οι συμβουλές του Γέροντα, με κοφτό λόγο, που δεν επέτρεπε αντίρρηση, προσωποποιημένες για τον καθένα μας, έκαναν τους ακροατές του να τον παρακολουθούν με αμείωτο ενδιαφέρον.

Η ώρα πέρασε και οι προσκυνητές αραίωσαν. Μείναμε η παρέα μας ο Γέροντας και δυο τρία πρόσωπα γνωστά του.

Ο Αγιορείτης ηγούμενος, αποσύρθηκε να εξομολογήσει κάποιους που είχε μαζί τους συνεννοηθεί.

Μέχρις ότου ετοιμασθεί η Τράπεζα μας κάλεσε στο απέρριτο κελί του, ύψιστη τιμή για ένα επισκέπτη, και γυρίζοντας σε μένα μου λέει: «Εισαγγελέα το βλέπεις αυτό, δείχνοντάς μου παράλληλα ένα ιδιόμορφο πέτρωμα, όσο ένα μανταρίνι σε μέγεθος, μέσα σ’ ένα μικρό γυάλινο βαζάκι, πάνω στο κομοδίνο. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και ο Γέροντας συνέχισε.

«Άκου που λές εισαγγελέα μου. Πρίν καιρό πέρασε, από δώ ένας Ελβετός γιατρός, φίλος του Δεσπότη της Λαμίας του Δαμασκηνού. Ήρθανε μαζί. Εγώ εκείνο τον καιρό υπέφερα, από κάτι πόνους στη μέση και ο Δεσπότης το ήξερε.

Λέει του γιατρού το πρόβλημα και εκείνος, αφού με εξέτασε, είπε ότι πρέπει να χειρουργηθώ άμεσα. Είναι πρόβλημα νεφρού αυτό και η εγχείρηση, θα φρόντιζε αυτός, να γίνει στη Βιέννη, στο καλλίτερο νοσοκομείο. Έκαμα υπακοή στο Δεσπότη και πήγα που λές, στην Ελβετία.

Μπήκα στο νοσοκομείο γίνανε οι εξετάσεις και προγραμματίστηκε η εγχείρηση. Όλοι συμφωνούσαν με τη διάγνωση κι’ έλεγαν ότι είναι σοβαρή εγχείριση…. Μου έλεγαν να μην ανησυχώ και τέτοια.

Εγώ πάλι, μια απορία την είχα, αλλά δεν ανησυχούσα, γιατί είχα ζήσει πολλά θαύματα… ό,τι θέλει ο Θεός. Από την ημέρα που με πήρε άγγελος από μία μπίντα[2] στον Πειραιά, να με πάει να γίνω καλόγερος, στο Άγιο Όρος κι’ όταν έφθασα εκεί, με περίμεναν στην είσοδο του Μοναστηριού οι Σαράντα Μάρτυρες, ολοζώντανοι δεξιά και αριστερά σα φρουρά, για να περάσω[3], μέχρι που με έστειλε ο Γέρων Πορφύριος, να φτιάξω το μοναστήρι Της, μετά τον παπα-Ανυπόμονο[4], και μέχρι τώρα που σου μιλάω, και τι θαύμα δεν είδα. Γι’ αυτό σου είπα δε φοβόμουνα.

«Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτός σε διαθρέψει» [5] δεν λέει;

Την παραμονή της εγχείρισης απόγευμα, κατέβηκα στον κήπο του νοσοκομείου να προσευχηθώ και να περπατήσω. Μεγάλο νοσοκομείο!.

Όπως περιπάταγα, βλέπω που λές, εισαγγελέα μου κι’ ένα άλλο παπά, πολύ- πολύ γνωστό, μέτριο ανάστημα να’ ρχεται προς το μέρος μου, από την αντίθετη μεριά, από άλλη πόρτα του νοσοκομείου. Έφθασε κοντά μου χαιρετηθήκαμε.

Τι κάνεις παπα-Αμβρόσιε, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!!! Πολύ καλά πάτερ μου, αλλά να σκέφτομαι τον κόσμο μας τα λάθη μας τις αμαρτίες μας, πονάω κιόλας, αλλά Δόξα τω Θεώ….

Πιάσαμε πολλή κουβέντα, που λές, αλλά ντρεπόμουνα να τον ρωτήσω τ’ όνομά του που δεν μπορούσα να το θυμηθώ με τίποτα. Μου ήταν όμως πολύ γνωστός, είπαμε για τον Αρχιεπίσκοπο, το Σεραφείμ, για Δεσποτάδες για πολλά….

Τον θαύμασα! Αλλά πώς τον ρωτάς «πώς σε λένε πάτερ;», μεγάλη ντροπή το’ νοιωθα κάτι τέτοιο….

Περπατήσαμε ώρα. Σουρούπωσε και έπρεπε να γυρίσω στο θάλαμο, να περάσουν οι νοσοκόμες, να ετοιμαστώ για την εγχείριση.

Καθώς το σκεφτόμουνα μου λέει: Άντε πάμε μέχρι το θάλαμο Αμβρόσιε και θα φύγω και γώ. Δεν μπορούσα να του φέρω αντίρρηση και παρακαλούσα τη χάρη Της να θυμηθώ το όνομά του….

Μπήκαμε κι’ έκατσε δίπλα μου στο κρεβάτι. Κουβεντιάσαμε ακόμα λίγο και κάποια στιγμή, βάζει το χέρι του στα πλευρά μου και μου λέει: Εδώ θα εγχειρισθείς; Ναι αδερφέ μου του λέω….

Αμέσως ένοιωσα ένα πόνο, όπως με ακούμπησε και έντονη επιθυμία να πάω στην τουαλέτα. Πήγα και «Μέγας εί κύριε και θαυμαστά τα έργα σου»[6]

Με έντονους πόνους, σαν τους πόνους της γέννας λένε είναι τούτοι, έβγαλα αυτή την πέτρα που βλέπεις. Γύρισα εξαντλημένος στο κρεβάτι και λέω στον παπά που ήταν ακόμα εκεί. Πάτερ μου, μου είσαι τόσο γνωστός, μα τόσο γνωστός, αλλά δεν θυμάμαι το όνομά σου.

Συγχώρα με!!! Αλλά πώς σε λένε και πώς βρέθηκες εδώ; Σηκώνεται και τι μου λέει: Μ’ αγαπάς τόσο πολύ κι’ εγώ σ’ αγαπώ και δεν με θυμάσαι Αμβρόσιε;

Άκου να δείς, εδώ βρέθηκα, γιατί πάω όπου θέλω, συκοφαντήθηκα και κατηγορήθηκα έτσι που τα λέγαμε στον κήπο όσο κανένας άλλος και η αμοιβή μου είναι να πηγαίνω όπου θέλω και όποτε θέλω για να βοηθάω τους ανθρώπους…… Είμαι ο Πενταπόλεως ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ!!! κι’ επειδή σ’ αγαπώ, ήρθα και σε χειρούργησα.

Αυτό να το δείξεις αύριο στους γιατρούς, γιατί αυτοί δεν πιστεύουν, είναι ασταύρωτοι και αμύρωτοι. Όταν το δούν και σε εξετάσουν πες τους ότι σε χειρούργησα εγώ. Θα το καταλάβουν. Σ’ αφήνω τώρα και καλή αντάμωση καλή επιστροφή… και βγήκε από το θάλαμο….»

Αυτή που λές εισαγγελέα μου είναι η ιστορία αυτού του μανταρινιού που βλέπεις. Το’ χω εδώ για να μην ξεχάσω ποτέ τη συνάντηση….. Είπαμε κι’ άλλα πολλά, με τον Γέροντα Αμβρόσιο, αλλά γι’ αυτά ίσως κάποια άλλη φορά. Δεν είναι του παρόντος[7].

Σήμερα, στη μνήμη του Αγίου Νεκταρίου, Αγίου της άκρας υπομονής, που έπαθε από τον τότε άθεο εισαγγελέα Αττικοβοιωτίας, που τον επεσκέφθη στο Μοναστήρι του στην Αίγινα και τον έπιασε από το αγιασμένο του ράσο ταρακουνώντας τον, για να του πεί που έχει τα παιδιά που έκανε με τις καλόγριες (!!!), θυμήθηκα το θαύμα του Αγίου, στον γνωστό, διορατικό Γέροντα Αμβρόσιο. Το θυμήθηκα και το κατέγραψα, όπως μου το διηγήθηκε.

Ό, τι έγραψα το έγραψα ως ελάχιστο θυμίαμα στη χάρη του Αγίου του αιώνος. Ευελπιστώ ότι και ο Γέρων Αμβρόσιος θα συμφωνήσει με το είδος και την έκταση του θυμιάματος, από τα ουράνια σκηνώματα.

Έγραψα επίσης ό, τι έγραψα, γιατί ότι ο Άγιος Νεκτάριος κατεκρίθη και κατεδικάσθη αδίκως, τόσο από την κοσμική όσο και από την εκλησιαστική δικαιοσύνη της εποχής του, όσο κανείς άλλος.

Του οφείλουν και οι δύο αυτές και οι λειτουργοί τους, αιώνια συγνώμη. Το προσωπικό μου απολογητικό χρέος, αυτής της οφειλόμενης συγνώμης με οδήγησε στην καταγραφή της συζητήσεως μου, με τον Γέροντα Αμβρόσιο. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Ο εν εσχάτοις χρόνοις φανείς «αρετής φίλος γνήσιος» ας πρεσβεύει υπέρ της χειμαζομένης Ελλάδος μας «αναβλύζων ιάσεις παντοδαπάς» και ενεργών «πάσιν ιάματα».

Αθήνα 9-11-2016
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Νεκταρίου Πενταπόλεως του Θαυματουργού.



[1] «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» Δ. Σολωμού

[2] Σιδερένια δέστρα που χρησιμοποιείται για το δέσιμο των παλαμαριών (σχοινιά) του καραβιού στην προβλήτα του λιμανιού.

[3] Εννοεί την Ι.Μ. Ξηροποτάμο, όπου στην μετώπη της εισόδου έχει την εικόνα των Αγίων Τεσσαράκοντα.

[4] Εννοώντας τον Γερμανό Δημάκο που είχε το ψευδώνυμο Ανυπόμονος κατά την περίοδο της Αντίστασης, κατοπινό ηγούμενο της Μονής Αγάθωνος, από το 1950.

[5] Ψαλμ. νδ' 23

[6] Εὐχή Μεγάλου Ἁγιασμοῦ

[7] Τα πρόσωπα που αποτελούσαν την μικρή εκείνη συντροφιά είναι ακόμα στη ζωή και γι’ αυτό δεν αναφέρω ονόματα.



πηγή

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Άκουσα τα πατήματα του Αγίου Νεκταρίου…ήλθε κοντά μου και μου είπε: «Ηλία δεν βλέπω τον λόγο να χειρουργηθείς..»




Διηγείται ο Μοναχός Ιωσήφ ο Γρηγοριάτης (1915-2008)
Συνέβη τό ἑξῆς θαυμαστό: Ἦλθε κάποτε σπίτι μας γιά ἐπίσκεψη ὁ ἀδελφός μου π. Βαρλαάμ καί μοῦ εἶπε:
-Πᾶμε νά προσκυνήσουμε τόν Ἅγιο Νεκτάριο στήν Αἴγινα;
-Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Ἅγιος; Δέν τόν γνωρίζω ἐγώ.

Τότε δέν ἦταν πολύ γνωστός, διότι δέν εἶχε ἀναγνωρισθῆ ἐπισήμως ἀπό τό Πατριαρχεῖο. Ἦταν τό 1952. Ἐπήγαμε στό μοναστήρι του καί ἐθαυμάσαμε γιά τά θαύματα πού ἀκούσαμε νά γίνωνται. Τότε ζοῦσε καί ἡ τελευταία μαθήτρια τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ἡ μοναχή Νεκταρία.
Ἐγώ στίς 8 Σεπτεμβρίου τοῦ 1965 ἔπεσα ἀπό ἀπροσεξία μου ἀπό τό ὕψος μιᾶς σκάλας καί κτύπησα στόν ἀριστερό βραχίονα. Ἐπῆγα στό νοσοκομεῖο γιά δύο ἡμέρες. Τότε παρακαλοῦσα τό ἅγιο Παντελεήμονα νά μέ βοηθήση. Κυριακή πρός Δευτέρα μοῦ εἶπε ὁ γιατρός καθηγητής ὅτι αὔριο Δευτέρα θά μέ χειρουργήση, διότι ἔχει σπάσει ὁ βραχίονας. Ἐκεῖνο τό βράδυ προσευχήθηκα καί αἰσθάνθηκα πολύ ἔντονη τήν χάρι τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος καί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ἔλεγα: «Ἅγιε Παντελεῆμον καί ἅγιε Νεκτάριε νά φωτίσετε τούς γιατρούς νά ἐπιτύχη ἡ χειρουργική ἐπέμβασις». Ἔτσι μέ εἶχε συμβουλεύσει μία πιστή νοσοκόμα.
Ἐκείνη τήν νύκτα, ὥρα 2-3 μετά τά μεσάνυκτα ἀκούω κάποιος νά κτυπᾶ τήν πόρτα τοῦ δωματίου μου: Τσόκ, τσόκ τσόκ. Ἐγώ ἐκοιμώμουν μαζί μέ ἕνα ἄλλον ἀσθενῆ. Εἴμασταν δύο στόν θάλαμο αὐτό. Ἄκουσα τά πατήματα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ὅμως δέν τόν ἔβλεπα μέ τά σωματικά μου μάτια. Ἦλθε κοντά μου καί μοῦ εἶπε: «Ἠλία, δέν βλέπω τόν λόγο πού θέλεις νά χειρουργηθῆς». Ἄνοιξα τά μάτια μου καί δέν εἶδα τίποτε. Οὔτε ὅτι ἄνοιξε ἡ πόρτα, οὔτε ὅτι ἦλθε δίπλα μου.
Τότε εἶπα μέ τό μαυλό μου: «Ἐγώ προσευχήθηκα στόν ἅγιο Παντελεήμονα πού ἦταν γιατρός καί ἀξιωματικός. Δέν ἦταν ρασοφορεμένος, ἐνῶ αὐτός πού εἶδα τώρα φοροῦσε ράσα καί σταυρό στό στῆθος, μέ σκοῦφο καί τά γένεια του γκρίζα. Ἄαα, σκέφθηκα μοιάζει μέ τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου πού ἔχω στό δωμάτιό μου καί τήν εἶχα πάρει ἀπό τό μοναστήρι του τό 1952″.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα μέ κατέβασαν νά χειρουργηθῶ, ἀλλά δέν μ᾿ ἔπιαναν οἱ ἐνέσεις γιά τήν νάρκωση. Ὅταν μ᾿ ἔδεσαν καί ὁ γιατρός φόρεσε τά γάντια του νά μέ χειρουργήσει, ἔστω καί ξύπνιον, ἐκείνη τήν στιγμή κατάλαβα ὅτι τό χέρι μου ἦταν καλά. Ὅτι τό θαῦμα ἐπιτελέσθηκε ἐπάνω στό χειρουργικό κρεββάτι, πρίν ξεκινήση ὁ γιατρός τήν ἐγχείρησι. Τότε ἐγώ εἶπα στόν γιατρό:

-Κύριε καθηγητά, περιμένετε λίγο. Πιστεύω στήν ἐπιστήμη σας, ἀλλά πιστεύω καί σέ μιά ἄλλη ἀνώτερη ἐπιστήμη, πού λέγεται Ἐκκλησία καί ἐκεῖ εἶναι ὁ Θεός καί οἱ Ἅγιοι καί κάνουν θαύματα. Ἐγώ ἀπό χθές τό βράδυ προσευχήθηκα στούς δύο Ἁγίους Παντελεήμονα καί Νεκτάριο καί μοῦ εἶπαν ὅτι δέν χρειάζεται νά χειρουργηθῶ. Σᾶς παρακαλῶ ἀφῆστε με νά πάω σπίτι μου. Καί, ὅταν βρῆτε χρόνο νά πᾶτε στήν Αἴγινα νά προσκυνήσετε τόν ἅγιο Νεκτάριο κάι νά ἰδῆτε ἐκεῖ πόσα θαύματα κάνει κάθε ἡμέρα. Καί, ὅταν πρόκειται νά χειρουργήσετε, νά τόν ἐπικαλεῖσθε στήν προσευχή σας γιά νά σᾶς βοηθεῖ.
Ὁ γιατρός ὅμως ἦταν ἄπιστος καί δέν ἔδωσε σημασία. Τότε ἕνας ἀπό τούς βοηθούς γιατρούς τοῦ μεγάλου καθηγητοῦ εἶπε:
-Κύριε καθηγητά, οὐδέποτε μᾶς ἔχει συμβῆ ἕνας τέτοιο πρᾶγμα. Νά ἔλθη ἀσθενής νά χειρουργηθῆ καί νά μᾶς φύγη ἀχειρούργητος. Ἕνας ἄλλος βοηθός του πού μέ κατέβαζε κάτω, μοῦ εἶπε:
-Πῶς τήν γλύτωσες καί ἔφυγες ἀχειρούργητος. Ἔπρεπε νά χειρουργηθῆς διότι τό χέρι σου στίς πλάκες ἔδειχνε ὅτι ἦταν σπασμένο. Τοῦ εἶπα:
-Ἔχετε τήν ἀπιστία τοῦ καθηγητοῦ σας; Νά πιστεύετε ὅτι γίνονται θαύματα. Τό θαῦμα ἔγινε στό χειρουργικό κρεββάτι, πρίν ὁ γιατρός ξεκινήσει τήν δουλειά του.
Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἦλθε ὁ γιατρός καθηγητής καί μοῦ εἶπε νά πάω νά βγάλω μία ἀκτινογραφία (πλάκα). Τοῦ εἶπα:
-Μέ θεράπευσε ὁ ἅγιος Νεκτάριος, δέν πονῶ καθόλου.
-Ὄχι, πονᾶς καί δέν τό μαρτυρεῖς. Πᾶμε γιά πλάκα νά ἰδῆς ὅτι τό χέρι σου εἶναι σπασμένο καί πρέπει νά χειρουργηθῆς.
-Πᾶμε νά βγάλουμε τήν πλάκα, ἀλλά ἐγώ δέν θέλω νά τήν ἰδῶ. Ἄν τήν ἰδῶ σημαίνει ὅτι δυσπιστῶ στό θαῦμα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου.
Βγῆκαν οἱ πλάκες καί κάταγμα δέν ὑπῆρχε. Οἱ γιατροί ἀπόρησαν. Μόνον ἕνας, ὁ δεύτερος στήν σειρά εἶπε: «Ἔχεις κάποιον Ἅγιο καί τελικά ἀπέφυγες τήν ἐγχείρησι».
Μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες ἀνεχώρησα ἀπό τό νοσοκομεῖο γιά τό σπίτι μου ὑγιέστατος. Εὐχαριστῶ τόν Κύριο καί τούς Ἁγίους Του.
Ἀγαπῶ καί ἐπικαλοῦμαι ὅλους τούς Ἁγίους. Σέ πολλούς ἐξ αὐτῶν διαβάζω ἐδῶ στό κελλάκι μου τίς Παρακλήσεις τους: στόν ἅγιο Γεώργιο, στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, στόν ἅγιο Νεκτάριο, στούς Ἁγίους Ἀρχαγγέλους κλπ.

πηγή 

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Θεέ μου, κάνε καλά αυτή την κοπέλα που τόσο πολύ σε αγαπά…βοήθησέ την…βοήθησε και εμένα…



Ήταν ο άνθρωπος της παρέας. Πειράγματα, αισχρόλογα, αστεϊσμοί και άλλα πολλά ήταν στον ημερήσιο κατάλογο των κατορθωμάτων του. Τα χρόνια περνούσαν και ποτέ του δεν συνδέθηκε με κάποιους ανθρώπους…ποτέ του δεν εμπιστεύτηκε κανέναν. Όλοι τον θέλανε για την παρέα αλλά μέχρις εκεί. Αλλά και ο ίδιος κανέναν δεν έπαιρνε στα σοβαρά, κανέναν δεν αισθανόταν δικό του άνθρωπο, φίλο του, οικείο του.
Κάπου στα 30 του, γνώρισε μία κοπέλα. Την γνώρισε μέσα από μια τυχαία παρέα, διαμέσου γνωστών αγνώστων. Η κοπέλα αυτή είχε κάτι το διαφορετικό, κάτι το «περίεργο». Του κίνησε το ενδιαφέρον. Όταν τύχαινε στην παρέα να βρίσκεται και εκείνη (σπάνια), αυτός σταματούσε τις ανοησίες, σταματούσε τις αισχρότητες τις οποίες οι υπόλοιποι τον ωθούσαν να πράξει για χάριν της παρέας και του κεφιού.
Μετά από μερικούς μήνες πήρε το θάρρος και την ζήτησε να βγούνε έξω. Εκείνη δέχτηκε, προσφέροντάς του μία ευχάριστη έκπληξη. Δεν περίμενε να βγει μαζί του ραντεβού…
Από το πρώτο ραντεβού κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μία κοπέλα που πίστευε βαθιά στον Θεό. Απ΄την άλλη αυτός στο στόμα του έπιανε κάτι το “εκκλησιαστικό” μόνο για να το κοροϊδέψει και να το κατακρίνει.
Τα λόγια της κοπέλας είχαν μία γλυκύτητα. Μιλούσε και νόμιζες ότι σε μιλούσε μια μελωδία. Τα ραντεβού έφευγαν το ένα μετά το άλλο…η κοπέλα πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη, εκείνος ανήσυχος και προβληματισμένος. Του μιλούσε για τον Θεό, του μιλούσε για την ζωή μέσα στην Εκκλησία, του μιλούσε για την γνήσια και ανιδιοτελή αγάπη. Εκείνος αναπαυόταν μόνο στην σιγουριά των ματιών της.
Ποτέ δεν άγγιξε εκείνη την κοπέλα, μέχρις ότου στο τελευταίο τους ραντεβού του είπε: «Θα ήθελα να προσευχηθείς για εμένα…την άλλη εβδομάδα θα κάνω μία πολύ σοβαρή εγχείρηση στην καρδιά…». Τα λόγια της πάγωσαν το βλέμμα του. Ασυναίσθητα έπιασε τα χέρια της. Του ήταν αδιανόητο ότι μπορεί να την έχανε. «Ναι, θα προσευχηθώ….», είπε με τρεμάμενη φωνή.
Η κοπέλα σηκώθηκε τον ασπάσθηκε και έφυγε λέγοντας «Θα σε πάρω τηλέφωνο…». Εκείνος δεν είπε τίποτα.
Η ημέρα της εγχείρησης ήρθε. Σηκώθηκε το πρωί ενθυμούμενος ότι θα «πρέπει» να προσευχηθεί. Της το υποσχέθηκε. Δεν ήξερε πως. Δεν γνώριζε απ΄αυτά τα πράγματα…
Θυμήθηκε την μαυροφορεμένη γιαγιά του που τον πήγαινε μικρό σε ένα μικρό μοναστηράκι δίπλα στο χωριό του. Ήταν το μοναδικό ίσως μέρος που θεωρούσε άσπιλο, γνήσιο και αγνό. Κίνησε προς τα εκεί.
Ήταν πλέον μεσημέρι, σχεδόν εκείνη η ώρα που η κοπέλα θα έκανε την εγχείρηση. Έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου και μαζί της έκλεισε και το ραδιόφωνο που τόσο ώρα έπαιζε στους κοσμικούς του ρυθμούς. Σιωπή. Έκανε να βγει από το αυτοκίνητο προσεκτικά και ακόμα πιο ευλαβικά έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου. Αυτή η ησυχία είχε κάτι το ιερό, σαν να έκρυβε κάτι το πολύτιμο…
Πρώτη φορά στη ζωή του βίωνε κάτι τέτοιο. Ησυχία, μέσα στην ανησυχία του.
Προχώρησε προς το ναό. Μερικά κεράκια τρεμόπαιζαν στο μανουάλι του εξωνάρθηκα.
Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του ναού, η οποία του έφερε μπροστά του, το ιλαρό πρόσωπο της γιαγιάς του. Μικρό παιδί το έπαιρνε από το χέρι και ερχόταν εδώ να ανάψουν τα καντήλια. Τόσα χρόνια όλες αυτές οι ιερές μνήμες είχαν πέσει στο σκοτάδι της λήθης…σαν να μην τα είχε ζήσει.
Έκανε τον σταυρό του και έπιασε το χερούλι της πόρτα για να μπει στα ενδότερα.
Η πόρτα άνοιξε και μαζί της άνοιξε η πόρτα της καρδιάς του. Η πόρτα του ναού άνοιξε και μαζί της άνοιξαν και οι βρύσες των ματιών του. Έκλαιγε μέσα στην πρωτόγνωρη αυτή σιωπή. Έκλαιγε βουβά καθώς τα χείλη του ασπαζόταν την εικόνα της Παναγιάς. Ήταν μόνος του στον ναό. Για αρκετή ώρα τα δακρυσμένα μάτια του περιεργαζόταν τις αγιογραφίες, τα προσκυνητάρια, το τέμπλο, τους πολυέλεους, τα στασίδια.
Πήγε και κάθισε στο πρώτο σκαλοπάτι που οδηγούσε προς το πατάρι. Μπροστά του απλωνόταν μυστικά μια απόκοσμη και συνάμα γνώριμη οικειότητα. Ένιωθε σπίτι του. Ένιωθε μέσα στον ναό, σαν να βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά της συγχωρεμένης του μητέρας…
«Θεέ μου, κάνε καλά αυτή την κοπέλα που τόσο πολύ σε αγαπά…βοήθησέ την…βοήθησε και εμένα…». Τα λεπτά περνούσαν. Δεν έλεγε να φύγει από εκείνο το σκαλοπάτι. Καθόταν εκεί γεμάτος αγωνία για την ηρεμία που ένιωθε…
Κάτι του έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά. Μετά από αρκετή ώρα σηκώθηκε, ασπάσθηκε τις εικόνες στα προσκυνητάρια και έφυγε. Μετά από δύο ημέρες κάποιος συγγενείς της κοπέλας τον πήρε τηλέφωνο. «Όλα καλά πήγανε… μην ανησυχείς…».
Ύστερα από δύο ημέρες πήγε την είδε στο νοσοκομείο. «Φαίνεσαι διαφορετικός…» του είπε μόλις τον είδε η κοπέλα. «Σ’ευχαριστώ…εσύ μου έδειξες τον δρόμο προς τα εκεί…».
Ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Την φίλησε για πρώτη και μοναδική φορά, στο μέτωπο, της χαμογέλασε και έφυγε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Και να που ήρθε η ώρα να φύγει από αυτήν την ζωή, σε βαθιά γεράματα, εκείνος ο νέος.
Εκοιμήθη καθισμένος στο σκαλοπάτι του ναού που τότε είχε δακρύσει… Εκοιμήθη μετά από χρόνια μέσα στο μοναχικό ράσο, λέγοντας την ευχή.
Όλα άρχισαν μέσα από μία κοσμική παρέα. Μεταμορφώθηκαν μέσα από την ουράνια παρέα της Χάρης του Θεού. Και όλα ξαναρχίζουν τώρα, μέσα σε Φως, μέσα σε Αγάπη, μέσα στην Αιωνιότητα…πίσω από την πόρτα του ναού.
Ξύλινη, κλειστή και σιωπηλή σου μιλούσε για όλα εκείνα που είχε δει και ακούσει. Κι εκείνος, ο μοναχός, πλέον ακίνητος, σου έγνεφε για τα λάθη που έκανε, για την μετάνοια που έζησε, για την Αγάπη που έδωσε και έλαβε, για τις ημέρες της σιωπής που βίωσε σαν σε πανηγύρι…

imverias.blogspot.gr

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Μεγάλο Θαύμα της Παναγίας μας…



(ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΑΥΜΑ -Mαρτυρία επιβάτης σε αεροπλάνο που πέφτει!)

Προσκυνήτρια, Α.Π.

Ένα πραγματικό γεγονός που το διηγείται επιβάτης σε αεροπλάνο που επέστρεφε

από τους Αγίους Τόπους στις 29 Αυ­γούστου του 2003.

Ήταν χαράματα Παρασκευής, 29 Αυ­γούστου του 2003. Φεύγαμε με βαριά καρδιά από την Ιερουσαλήμ, με κατεύ­θυνση προς Τελ Αβίβ και από εκεί για Αθήνα.

Είχαμε περάσει υπέροχα. Την προηγούμενη, είχαμε γιορτάσει Πανηγυρικά την Κοίμηση της Παναγίας μας στον Τάφο Της, αφού στα Ιεροσόλυμα η Κοίμη­ση εορτάζεται 13 ημέρες μετά, στις 28 Αυγούστου.

Ζήσαμε μία πρωτόγνωρη, μοναδι­κή εμπειρία. Το πανηγύρι ήταν μεγα­λοπρεπές, πλούσιο, γενναιόδωρο προς πάντας. Αργά το απόγευμα ετοιμάσαμε τις βαλίτσες μας, το βράδυ λάβαμε μέ­ρος στην αγρυπνία στον Πανάγιο Τάφο και αμέσως μετά, γρήγορα στο πούλμαν που μας περίμενε ακριβώς έξω από την παλαιά Πόλη. O καιρός ήταν καλός. O ουρανός έναστρος και μέσα σε μία γλυ­κιά ησυχία απολαμβάναμε την Πόλη φωτισμένη. Είχαμε στυλώσει τα μάτια μας στα τείχη της, αγκαλιάζοντας νοερά όλα τα Πανάγια Προσκυνήματα, κλείνο­ντας τα ερμητικά μέσα στην καρδιά μας. Ένα σχεδόν αδιόρατο ελαφρύ χαμόγελο πρόδιδε την κούραση των ημερών, αλλά και την βαθιά ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεό για όσα ζήσαμε. Η ευχαρίστηση μας ήταν τόση, που δεν κλονίστηκε κα­θόλου από την παρατεταμένη αναμονή, ούτε από τον εξαντλητικό έλεγχο των Ισραηλινών στο αεροδρόμιο.

Όταν επιτέλους επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο – εάν θυμάμαι καλά ήταν ένα δικινητήριο Airbus – πρόσεξα ότι τα φώτα του τρεμόπαιζαν συνεχώς και δεν σταθεροποιούνταν σε μία συγκεκριμέ­νη φωτεινότητα. Σκέφθηκα ότι κάποιο καλώδιο δεν κάνει καλή επαφή και βυ­θίστηκα στο κάθισμα μου. Όταν ξεκί­νησε η τροχοδρόμηση, τα πρόβλημα στα ηλεκτρικά έγινε πιο έντονο, ενώ παράλ­ληλα ακούγονταν και ο χαρακτηριστι­κός ήχος μικρών, πολλαπλών βραχυκυ­κλωμάτων. Δεν έδωσα σημασία· τα φώτα έσβησαν, απογειωθήκαμε και, όταν ξανά­ναψαν το πρόβλημα υφίστατο σε μικρό­τερο βαθμό. Καθόμουν με τη μητέρα μου στην αριστερή πλευρά του αεροσκάφους, μπροστά από το φτερό, ενώ φίλοι και γνωστοί κάθονταν σε κοντινές θέσεις.

Μετά από περίπου 20 λεπτά ακούσαμε έναν δυνατό θόρυβο και το αεροπλάνο άρχιζε να τρέμει και να κινείται δεξιά και αριστερά, σαν να «κοσκινίζει», όπως εύστοχα παρατήρησε κάποιος φίλος. O πιλότος είπε πρώτα στα εβραϊκά και με­τά στα αγγλικά να παραμείνουμε με τις ζώνες μας δεμένες, το ίδιο έκαναν αμέσως και οι αεροσυνοδοί Αρχικά δεν δώσαμε σημασία, ώσπου κοίταξα το φτερό και είδα την τουρμπίνα να φλέγεται και να εκσφενδονίζει κομμάτια από πυρωμένο σίδερο! Μετά από ένα καθησυχαστικό πρόλογο, την έδειξα στη μητέρα μου και στους γύρω φίλους. Όλοι μας είχαμε ταξιδέψει πολλές φορές με αεροπλάνο, αλλά ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε φλεγόμενο κινητήρα. Σφιχθήκαμε κάπως αλλά κρύψαμε επιμελώς την ανησυχία μας, σιωπώντας. Κάποιοι από εμάς όπως έμαθα αργότερα, λέγαμε νοερά την Ευχή. Μετά από αρκετά λεπτά έγινε νέα ανακοίνωση που μας πληροφορούσε για την απώλεια του αριστερού κινητήρα και ότι θα προσπαθήσουμε να φθάσουμε στα Ελευθέριος Βενιζέλος με τον άλλον.

Δεν πέρασαν άλλα είκοσι λεπτά όταν ακούστηκε ένας λιγότερος δυνα­τός θόρυβος από τη δεξιά πλευρά και νοιώσαμε όλοι τις ίδιες έντονες δονήσεις του αεροσκάφους, αναμεμιγμένες με αναταράξεις. Κάποιοι που κάθονταν μπροστά από το δεξί φτερό φώναξαν «πήρε φωτιά η τουρμπίνα»! Το μέχρι τότε ήπιο και, μάλλον ευχάριστο κλίμα, του θαλάμου αντικαταστάθηκε σύντομα από πανικό. Το αεροσκάφος έχανε διαρκώς και απότομα ύψος και ακουγόταν ένας θόρυβος σαν σφύριγμα, που μετά θυμήθηκα ότι τον άκουγα στις ταινίες, όταν έπεφταν οι βόμβες των αεροπλάνων. Οι αεροσυνοδοί, που μόλις είχαν ξεκίνησε να προσφέρουν αναψυκτικά, ασφάλισαν τρέχοντας τα καροτσάκια τους στις κατάλληλες θέσεις· κάθισαν γρήγορα κα προσδέθηκαν κρατώντας το κεφάλι τους κοντά στα γόνατα. Αρκετοί καρδιοπαθείς και ηλικιωμένοι έπαιρναν τα χάπια τους δύο-δύο. Μεταξύ συζύγων, γίνονται δημόσιες εξομολογήσεις για το πότε απάτησε ο ένας τον άλλον και με ποιόν και ζητούσαν συγχώρεση. Γιαγιάδες και παπούδες απεκάλυπταν στα παιδιά τους ότι τους αδίκησαν στη διαθήκη τους και ζητούσαν συγχώρεση και εκείνα την έδιναν, αλλά και τη ζητούσαν με τη σειρά τους για παλιές άπρεπες συμπεριφορές. Φίλοι ομολογούσαν ότι με αφορμή το τάδε περιστατικό είχαν πει ψέματα και συκοφαντήσει αλλήλους…

Όλα τα παραπάνω μαζί με τη συνεχή και απότομη απώλεια ύψους, τις ασυ­νήθιστες αναταράξεις και τη σιγή του πιλότου έκαναν βαριά την ατμόσφαιρα. Σαν να μην έφθανε αυτό, κάποιος από τήν παρέα φώναξε «είχε δίκιο ο τάδε», ενθυμούμενος τα λόγια ενός μοναχού, που του είχε πει, παρουσία τρίτων, πριν από λίγες ήμερες ότι η Ελλάδα θα θρηνή­σει μεγαλύτερο αριθμό νεκρών από ό,τι το Πάσχα – αναφερόμενος στο δυστύχη­μα λίγο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα στα Τέμπη – μόνο που αυτή τη φορά θα είναι στη θάλασσα. Είχαμε αρχίσει να ανησυχούμε σοβαρά…

Το αεροπλάνο άρχισε να παίρνει κλίση καταλάβαμε ότι προσπαθεί να στρίψει και σκέφθηκα ότι θα επιστρέφαμε στο Τελ Αβίβ η ότι θα πηγαίναμε στην Κύ­προ. Σε λίγο σηκώθηκε μία αεροσυνοδός και πήγε βιαστικά να ασφαλίσει κάποια αντικείμενα που έπεφταν. Τη σταμάτησα και τη ρώτησα τι ακριβώς συνέβαινε. Η πρώην χαμογελαστή και γλυκομίλητη κοπέλα είχε γίνει κατάχλωμη και είχε χά­σει τη φωνή της. Ο φόβος κυριαρχούσε στην έκφραση του προσώπου της, στα σφιγμένα δόντια και κορυφώνονχαν στα ματιά της.

Τη ρώτησα εάν είχαμε χάσει και τους δυο κινητήρες και απάντησε με νεύμα καταφατικά. «Και τώρα τι θα γίνει; Πώς θα το αντιμετωπίσουμε;», ξανα­ρώτησα. Έπαψε να με κοιτάζει στα μάτια, το βλέμμα της έγινε μακρινό, σαν να κοιτούσε το κενό, κινούσε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά, ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα, σαν όλα να είχαν τελει­ώσει και έκανε να φύγει. Τη συγκράτη­σα έντονα από το χέρι φωνάζοντας «Πέφτουμε;» και εκείνη μου έγνεψε πολλές φορές καταφατικά, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη και έτρεξε να προσδεθεί πάλι στο κάθισμα της, κρατώντας σφιχτά το κεφάλι στα γόνατα. Πήραμε όλοι βα­θιά ανάσα και προσπαθούσαμε όσο το δυ­νατόν ψύχραιμα να συνειδητοποιήσουμε τα συμβαίνοντα.

Το πέπλο της μελαγχολίας έσκισε η δυνατή φωνή ενός ρασοφόρου: «Μην φοβάστε, αδελφοί μου, ας προσευχηθούμε, δεν θα αφήσει ο Θεός!». Οι ιερείς έβαλαν πετραχήλι και άρχισαν να διαβάζουν, κά­ποιοι λαϊκοί έλεγαν νοερά την Ευχή και οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε δυο ομάδες – τη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα του θαλάμου των επιβατών – και άρχισαν δειλά να ψάλουν οι μεν την Παράκλη­ση της Παναγίας, οι δε τους Χαιρετι­σμούς. Αναθέσαμε την ελπίδα μας στον Θεό και αισθανθήκαμε πολύ καλύτερα ξελαφρώσαμε.

Οι αλλόθρησκοι επιβάτες, υπερβολικά φοβισμένοι σε σύγκριση μ’ εμάς, νόμι­ζαν ότι τραγουδούσαμε και μας κοίταζαν σαν να ήμασταν τρελοί. Η παρήγορη όμως αυτή ψυχική ανάταση διεκόπη λί­γο αργότερα, όταν έκανε ανακοίνωση με τρεμάμενη φωνή ο πιλότος: «όπως ήδη καταλάβατε, πριν από λίγη ώρα χάσαμε και το δεύτερο κινητήρα ανεφλέγη. Ρί­ξαμε τα καύσιμα και θα προσπαθήσουμε να επιστρέψουμε στο Μπεν Κουριόν (το αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ), αλλά…» του ήρθε ένας κόμπος στον λαιμό και στα­μάτησε απότομα. Προς στιγμήν πάγωσε το αίμα μας. Όπως και να το κάνουμε, αλλιώς είναι να υποθέτεις βάσιμα πώς οδεύεις σε κάτι δυσάρεστο και αλλιώς είναι να σου το επιβεβαιώνουν επισήμως! Μετά τις πρώτες αμήχανες στιγμές, συνε­χίσαμε όλοι μαζί να προσευχόμαστε από το σημείο που είχαμε σταματήσει, άλλοι την Ευχή, άλλοι την Παράκληση, άλλοι τους Χαιρετισμούς. Μού έκανε εντύπωση ότι προσεύχονταν θερμά και όσοι έδειχναν στο παρελθόν να μην πιστεύουν…

Προσπάθησα να φερθώ ψύχραιμα σε σημείο που κατηγορήθηκα για αναισθησία. Εξήγησα ήρεμα, με την ελπίδα να δώσω κουράγιο και σε κάποιους που έκλαιγαν: «Κάποτε όλοι θα πεθάνουμε αυτό δεν αλλάζει. Τι μας μένει τότε; Το πόσα χρό­νια θα ζήσουμε και το πώς θα τα ζήσου­με. Όλοι μας θέλουμε να ζήσουμε πολλά χρόνια, εάν όμως ο Θεός αποφάσισε να πεθάνουμε σήμερα, ούτε αυτό αλλάζει· έξαλλου, δεν υπάρχει κάτι που να μπορούμε να κάνουμε ανθρωπίνως για να σωθούμε και δεν το κάνουμε. Άρα, εάν πάρουμε ως δεδομένο ότι σήμερα θα κληθούμε σε απολογία, τι πρέπει να μας ενδιαφέρει; Το σε ποιά κατάσταση βρίσκε­ται η ψυχή μας. Τώρα θα μού πείτε: «είμαι σε άσχημη κατάσταση, αλλά, εάν είχα και άλλα χρόνια, θα μετανοούσα!» Αυτή όμως η φιλοσοφική σκέψη δεν είναι της παρούσης, είναι μάλλον ένας ευσεβής πό­θος, γιατί είπαμε ότι παίρνουμε ως δεδομένο ότι παραδίδουμε σήμερα. Άρα τι μάς μένει να κάνουμε; Να προσευχηθούμε ειλικρινά και να ζητήσουμε με θερμή συγχώρεση των αμαρτιών μας. Όμως πρέπει να έχουμε την ελπίδα μας στο έλεος του Θεού, γιατί:

ο Θεός από την άπειρη αγάπη Του για εμάς, δεν θα επέτρεπε ποτέ να γίνει κάτι προς ζημία της ψυχής μας, δηλαδή, εάν μάς πάρει σήμερα, αυτό θα πει ότι θα μας πάρει στην καλύτερη στιγμή μας.

Οι περισσότεροι από εμάς εξομολογηθήκαμε και κοινωνήσαμε μόλις χθες στη εορτή της Παναγίας, άρα είμαστε κατά το δυνατόν έτοιμοι. σκεφθείτε να φεύγαμε εντελώς απροετοίμαστοι; Όσοι ήρθαμε εδώ, δεν ήρθαμε για τουρισμό αλλά για προσκύνημα· λέτε ο Κύριος και η Παναγία, που ήρθαμε στην εορτή Της, να μάς αφήσουν έτσι;

Οι αναταράξεις συνεχίζονταν πάλι έντονες. Ήμασταν χαμηλά, άρχισαν να διακρίνονται τα νησιά με τα χαρακτηριστικά τους και μακριά η στεριά. Ξαφνικά σηκώθηκε όρθιος ο ίδιος ρασοφόρος, που καθόταν μπροστά δεξιά και μάς είχε παροτρύνει να προσευχηθούμε – δεν γνωρίζω εάν ήταν μοναχός η Ιερομόναχος (θυμάμαι μόνο την ψηλόλιγνη μορφή του το ιλαρό του προσώπου και τη μακριά του γενειάδα) και είπε με δυνατή και γεμάτι σιγουριά φωνή και δακρυσμένα μάτια «Παιδιά μου, σάς παρακαλώ, πιστέψτε με βλέπω την Παναγία μας μπροστά μου θεόρατη και κρατάει το αεροπλάνο από την κοιλιά- θα σωθούμε, θα σωθούμε!» και ξεσπώντας σε δάκρυα: «ας προσευχηθούμε να την ευχαριστήσουμε».

Όλοι οι επιβάτες πήραμε κουράγιο και αρχίσαμε να ψέλνουμε, δυνατά αυτή τι φορά, χαρμόσυνα την Παράκληση. Μέχρι και οι αεροσυνοδοί κατάλαβαν από τι γλώσσα του σώματος ότι κάτι ευχάριστο συμβαίνει και αναθάρρεψαν κοιτώντας απορημένες.

Σε λίγη ώρα φάνηκαν καθαρά τα κτήρια του Τελ Αβίβ- ήμασταν ήδη πολύ χαμηλά. Έμεναν λίγες μόλις στιγμές… Άρχισαν να μπαίνουν λογισμοί αμφιβολίας στο μυ­αλό μου: «Άραγε η πρόσκρουση θα γίνει στη στεριά η θα πέσουμε στη θάλασσα;», μα προσπαθούσα να τους διώξω με την προσευχή: «Πιστεύω Κύριε, βοήθει μου τη απιστία. Γεννηθήτω το θέλημα Σου. Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ήμας.»

Σε λίγο φάνηκε το αεροδρόμιο. Ο διά­δρομος ήταν στρωμένος με αφρό και κα­τά μήκος του ήταν παρατεταγμένα πολλά νοσοκομειακά. Άλλο αεροπλάνο δεν φαι­νόταν, προφανώς μάς είχαν δώσει προ­τεραιότητα. Μας φάνηκε ότι κατεβαίνα­με με μεγάλη ταχύτητα σε σχέση με τις άλλες φορές, μάς χώριζαν λίγα μόλις μέ­τρα από το έδαφος. Όταν έγινε η επαφή, το αεροπλάνο σταμάτησε κατά θαυμαστό τρόπο σε μόλις 50 μέτρα, χωρίς κανένας μας να κινηθεί από τη θέση του, έστω και κατ’ ελάχιστον. Τουρμπίνες δεν είχε, για να τις θέσει σε ανάστροφη λειτουρ­γία, ώστε να φρενάρει, και το φρένο στις ρόδες θα έπρεπε να είναι πολύ απότομο – πράγμα πολύ επικίνδυνο – για να στα­ματήσουμε μόλις σε 50 μέτρα, και ακόμα και τότε θα έπρεπε λόγω αδράνειας να πεταχτούμε όλοι προς τα μπροστά! (Εδώ φρενάρει κανείς λίγο με το αυτοκίνητο και με μικρές ταχύτητες και το σώμα του πηγαίνει μπροστά). Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν έγινε. Το αεροπλάνο δεν σταμάτησε σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, αλλά σαν να εναποτέθηκε μα­λακά στο έδαφος!

Όλοι αρχίσαμε, γεμάτοι ανακούφιση,τα ευχαριστήρια: «Δόξα Σοι Κύριε», «Σε ευχαριστώ Παναγία μου», «Ας είναι ευλογημένο το Όνομα Σου, Κύριε».

Μόνο τις αεροσυνοδούς είχε πιάσει νευ­ρική κρίση. Για τουλάχιστον πέντε λεπτά η μία άνοιγε ένα γιαούρτι, έτρωγε μία κουταλιά, το πέταγε και έπαιρνε άλλο, η άλλη ανοιγόκλεινε συνεχώς κάποια μεταλλικά συρτάρια, η άλλη έτρεμε και χτυπούσαν τα δόντια της.

Μετά από λίγο αποβιβαστήκαμε και συνοδεία αστυνομικών, ιατρών και νο­σοκόμων πήγαμε σε ένα σαλόνι, όπου κάποιους προσπαθούσαν να τους συνε­φέρουν και στους υπόλοιπους πρόσφε­ραν ένα αναψυκτικό. Από την ένταση είχε στεγνώσει το στόμα μας, αλλά ποιος νοιαζόταν;

Ήμασταν ζωντανοί μόνο αυτό μετρούσε! Σε λίγο ήρθε άλλο αεροσκάφος να μάς πάει στην Αθήνα, όπου και φθάσα­με ασφαλώς. Βέβαια μάς περίμεναν δημο­σιογράφοι και κάμερες. Ένας φίλος μου τηλεφώνησε με αγωνία να δει εάν είμαι καλά, γιατί είδε ένα trailer στις πρωινές ειδήσεις μεγάλου καναλιού για την πτή­ση μας, αλλά μετά το θέμα αποσιωπήθηκε επιμελώς.

Από εκείνη τη στιγμή, όλοι μας χάσαμε το ενδιαφέρον μας για τις λεπτομέρειες. Δεν φώναζε κανείς, δεν διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση, για τις βαλίτσες, για τις δημοσίως εξομολογηθείσες βα­ριές αμαρτίες, για τίποτα. Βαδίζαμε στη γη, αλλά το μυαλό και η καρδιά μας ήταν γεμάτα ευγνωμοσύνη, κατά τη δύναμη του καθενός προσκολλημένα σε Εκείνον που μάς επιβεβαίωσε τόσο περίτρανα και πάλι την αγάπη Του. Ξέραμε ότι ζούσαμε μέσα στην πρόνοια του Θεού και αισθανόμασταν απέραντη χαρά και ανεκλάλητη ευγνωμοσύνη γι αυτό.

Και οι επόμενες ήμερες πέρασαν έτσι. Έβλεπα καθετί ως δημιούργημα του Θεού, το αγαπούσα και το θαύμαζα. Είχα πάψει να θυμώνω και να αναλώνομαι σε δευτερεύοντα πράγματα. Προσπαθούσα να ανταποκριθώ στην Αγάπη του Θεού με επιεική συμπεριφορά, μην κρίνοντας και, οπού μπορούσα, βοηθώντας τους άλλους. Δυστυχώς, μετά από μία περί­που εβδομάδα, ξαναμπήκα στή ρουτίνα τής καθημερινότητας. Ντρέπομαι που το αναφέρω, αλλά δεν κατάφερα να συγκρατήσω μέσα μου εκείνη την πρωτόγνωρη ειρήνη, την προσευχή, την ευγνωμοσύνη, την αγάπη.

Αυτά το πέρα για πέρα πραγματικό γε­γονός, με έκανε να βλέπω τα πράγματα λίγο διαφορετικά, να προσπαθώ να βγω από το καβούκι του εγωκεντρισμού μου και της παράλογης λογικής μας, που τα βάζει όλα σε κουτάκια και θέλει να τα εξηγεί με νόμους και κανόνες. Ο φόβος του τέλους επιχαχύνει τη συνειδητοποίηση των λαθών, ωθεί σε συναίσθηση…Η ευγνωμοσύνη που νοιώθει κανείς την άπειρη αγάπη Του Θεού μαλακώνει την καρδιά του, τόν λιώνει, τόν κάνει να αγαπάει διά του Θεού τους αδελφούς του και τηνν κτίση και παράλληλα φοβάται μήπως με κάποια πράξη του λυπήσει τον Θεό και χάσει αυτό που αρχίζει να γεύεται η καρδιά του και σκιρτά, αυτό που φτιάχτηκε να αναζητά η ψυχή του την διά της αγάπης δωρεάν παρεχόμενης ένωσης της με τόν Θεό.

(Αποφάσισα να γράψω αυτή τη μοναδική για μενα εμπειρία κατά παράκληση ενός αγαπητού αδελφού «προς δόξαν Θεού» και πνευματική τόνωση των αδελφών. Παρακαλώ, συγχωρέστε τον προσωπικό τόνο της διήγησης, αλλά ήθελα να αποδώσω τα γεγονότα και τα συναισθήματα ακριβώς, όπως τα ζήσαμε. Ευχαριστώ για την κατανόηση σας).
Πηγή: ΕΡΩ

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Ενα απο τα θαύματα της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου

agia eirini_xrisovalantou.jpg


 Ήταν το 1984,στο Κεντρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης(νυν Γ. Γεννηματά),όταν οι ιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια τους ψηλά σχετικά με την υγεία του αδελφού μου, και πως για να το κρατήσουν στη ζωή, έπρεπε στο χειρουργείο, να ακρωτηριάσουν το ένα του πόδι.
Εκείνο το χρονικό διάστημα, στην μονάδα ήταν και μία κυρία μαζί με την κόρη της, που γνώριζαν την χάρη της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, και έδωσαν στην μητέρα μου, το βιβλιαράκι της, με τα θαύματα της, το λαδάκι, και το μήλο, που έπρεπε να νηστέψεις για 3 ημέρες και το πρωί της 4ης ημέρας έπρεπε να το πάρεις νηστικός.
Ήταν τόση μεγάλη η απελπισία μας, για την υγεία του αδελφού μου, που πλέον αρχίσαμε να χάνουμε και την πίστη μας στα θεία, παρά μόνο η μητέρα μου, που από μικρή ήταν στο χώρο της Εκκλησίας, και έλεγε στο τέλος θα τα καταφέρουμε, και ο θεός δεν θα άφηνε τον αδελφό μου με ακρωτηριασμένο πόδι, για το υπόλοιπο της ζωής του, αν και ήταν τότε, μόνο 11 ετών....
Η μητέρα μου, διάβασε το βιβλιαράκι, λάδωσε τον αδελφό μου, και αποφασίσανε να νηστέψουν, μέχρι την ημέρα του χειρουργίου, αν και η κατάσταση της υγείας του αδελφού μου, δεν το επέτρεπε, σύμφωνα με τα λεγόμενα των Ιατρών....
Και εκεί που κυλούσαν όλα μα όλα μέσα στην απελπισία, παρά μόνο η μάνα μου και το τονίζω, ήταν αισιόδοξη, το βράδυ της 3ης ημέρας της νηστείας, ξημερώματα, όπως διηγούνται ακόμη και σήμερα, ο αδελφός μου, και η μητέρα μου, εμφανίστηκε στο δωμάτιο τους στο νοσοκομείο, μια μαυροφορούσα. Ξύπνησαν μόνο η μάνα μου, που κοιμόταν σε μια καρέκλα σχεδόν 100 ημέρες δίπλα στον αδελφό μου, αλλά και ο αδελφός μου.
Η κοπέλα, με την μητέρα της, που ήταν στο ίδιο δωμάτιο, δεν ξύπνησαν....(η κοπέλα ήταν η αδελφή της Δέσποινας Βανδή, η δεσποινίς Μαλέα παρακαλώ, αλλά δεν θα μείνω καθόλου σε αυτό το γεγονός, αλλά η πορεία μας στην χάρη της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, ξεκίνησε από την οικογένεια Μαλέα) Πλησίασε η μαυροφορούσα τον αδελφό μου, και την μητέρα μου, και τους είπε:
-Είμαι η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, δεν θέλω να στεναχωριέστε, γιατί όλα θα πάνε καλά.
Με το που το είπε άπλωσε το χέρι της, από την πατούσα του αδελφού μου, μέχρι το κεφάλι του, και του είπε:
-Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα τώρα, είσαι και εσύ ένα από τα παιδιά μου... Με το που το είπε, έφυγε με την ίδια ηρεμία που προσήλθε στο δωμάτιο από την πόρτα, όπως ένας κανονικός άνθρωπος. Έντρομος ο αδελφός μου, παιδί 11 ετών, με κλάματα η μάνα μου, που είχε αισθανθεί το θαύμα, δεν κλείσανε μάτι όλο το υπόλοιπο της νύχτας. Το πρωί, ολοκλήρωσαν την νηστεία, με την λήψη του αγίου μήλου, της οσίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, ώσπου ήρθε η ώρα που κάνανε την πρωινή εμφάνιση τους οι γιατροί στο δωμάτιο, και δώσανε εντολή στους νοσοκόμους να ετοιμάσουν τον αδελφό μου, για τις τελευταίες εξετάσεις, πρίν από το χειρουργείο...
Η μάνα μου τους ακολούθησε μέχρι το ακτινολογικό, εκεί που θα γινόντουσαν και οι τελευταίες εξετάσεις, λίγο πριν το χειρουργείο, για τον ακρωτηριασμό... Πέρασαν σχεδόν 20 λεπτά, και έβλεπε η μάνα μου, τους ακτινολόγους και άλλων τμημάτων, να εισέρχονται στο χώρο, που φτιάχνανε τις εξετάσεις του αδελφού μου, όταν πλέον είδε να φτάνει και όλο το team των ιατρών, πανικόβλητο, μπρος σε όλα αυτά που τους έλεγαν οι ακτινολόγοι από τα εσωτερικά τηλέφωνα...
Μετά από 1 ολόκληρη ώρα παρακαλώ, βγήκε ο καθηγητής της Ορθοπαιδικής (Ιατρικής Σχολής-ΑΠΘ),κύριος Βασίλειος Παπαβασιλείου, και λέει στην μητέρα μου:
-Εγώ σηκώνω τα χέρια ψηλά. Αυτά που βλέπω τώρα, είναι θέλημα θεού. Το παιδί δεν έχει τίποτα, και μπορείτε να το πάρετε από το νοσοκομείο και να φύγεται, ακόμη και τώρα, αλλά όπου και αν πάτε, σταματήστε σε μια εκκλησία να ευχαριστήσετε τον θεό, που έκανε ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα, για μένα, στην Ιατρική επιστήμη...
Η μάνα μου άρχισε τα κλάματα, κατάλαβε ότι η χάρη της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου, δεν άφησε να τυραννηθεί ούτε η ίδια, αλλά ούτε και ο αδελφός μου. Από τότε μας έγινε η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, η αγία της οικογένειας μας βοήθησε άπειρες φορές, ακόμη και με περίπτωση καρκίνου στο στήθος της μητέρας μου, που τελικά πάνω κάτω έκανε και πάλι την εμφάνιση της η Αγία μας, και όπως ήρθε το κακό, έτσι έφυγε.
Ο αδελφός μου θα τιμήσει για τα θαύματα, την Αγία Ειρήνη την Χρυσοβαλάντου, με το να δώσει στο πρώτο του παιδί, το όνομα της Αγίας, και εγώ στο τρίτο μου παιδί..."

( http://agiooros.net)

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας