φενεος

Ιησούς Σινά

Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφεύς, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλεις εγώ. Μηδενός εν χρεία καταστείς. Εγώ δουλεύσω.

Ήλθον γαρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ. Πάντα εγώ.

Μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ, επι σταυρού δια σέ, άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός.

Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.

Τι πλέον θέλεις;

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Ψηγματα all

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρτα Παναγία η Βλαχέρνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρτα Παναγία η Βλαχέρνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Παναγία των Βλαχερνών ή Βλαχερνίτισσας στην Κωνσταντινούπολη

 http://users.sch.gr/aiasgr/Image/Theotokos_Maria/Istorikes_eikones_2/Panagia_h_Blaxerna_01.jpg

Ο Ιερός Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών ή Βλαχερνίτισσας είναι από τα γνωστότερα ιερά της Παναγίας και ένα από τα σημαντικότερα Ορθόδοξα προσκυνήματα της Πόλης. Βρίσκεται στις Βλαχέρνες, στην περίφημη αυτή συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εκτός του ναού υπήρχε και βασιλικό παλάτι.
Ο Ναός έγινε γνωστός από την παλαιότατη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών που παριστάνει την Θεοτόκο όρθια δεομένη με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, έχοντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που σε ανάμνηση της βοηθείας της Θεοτόκου προς τους υπερασπιστές του Βυζαντίου εναντίον των Περσών και Ρώσων, γράφηκε ο γνωστός σε όλους Ακάθιστος Ύμνος. Από Βυζαντινούς συγγραφείς μαθαίνουμε για το απαράμιλλο κάλλος του Ναού, καθώς και τα άπειρα θαύματα της Παναγίας.
Το ιερό των Βλαχερνών το αποτελούσαν τρία κτίρια: Η κεντρική εκκλησία, το παρεκκλήσιο των λειψάνων και το «λοῦσμα». Η εκκλησία είχε το σχήμα της ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικής.
Το παρεκκλήσιο των λειψάνων ή παρεκκλήσιο της Αγίας σορού ήταν κυκλικό κτίσμα με νάρθηκα, που βρισκόταν στα νότια του ιερού του ναού. Φιλοξενούσε, εκτός από τα λείψανα, το ωμοφόριο της Θεοτόκου, το πέπλο της και την Τιμία Ζώνη.
Τὸ «λοῦσμα» επικοινωνούσε με το παρεκκλήσιο. Τὸ λοῦσμα στεγαζόταν με θόλο και οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με εικόνες. Σε ειδική κόγχη βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας. Στη δεξαμενή κατέβαινε κάθε Παρασκευή ο αυτοκράτωρ και λουζόταν


Ιστορία της Εκκλησίας

Ο Ναός της Παναγίας των Βλαχερνών ιδρύθηκε από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανό μεταξύ 450-453. Επί Λέοντος Α’ του Θρακός (457-474) ο ναός ολοκληρώθηκε και απέκτησε λάμψη, ιδιαίτερα με τη δημιουργία του «αγίου λούσματος» και του αγιάσματος. Τότε χτίστηκε κα το παρεκκλήσιο της Αγίας σορού για να δεχτεί το ωμοφόριο και την Τίμια Ζώνη της Θεοτόκου, που μεταφέρθηκαν από την Παλαιστίνη το 473,  με αποτέλεσμα ο ναός να γίνει το κυριότερο προσκυνηματικό κέντρο της Θεοτόκου στην Πόλη. Το ίδιο συνέβη και με την Αχειροποίητο εικόνα του Σωτήρος (το γνωστό Άγιο Μανδήλιο), το οποίο μετεφέρθη στην Κωνσταντινούπολη από τον Ρωμανό τον Πρεσβύτερο από την Έδεσσα της Συρίας. Την ίδια περίοδο αφιερώθηκαν στο ναό σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, κυρίως κτήματα.

Ο Ιουστινιανός επί της βασιλείας του θείου του Ιουστίνου Α’ (518-527) τροποποίησε και τελειοποίησε το αρχικό οικοδόμημα. Στον τύπο της βασιλικής υψώθηκε τρούλος, στηριγμένος σε ημικύκλιο που σχημάτιζαν οι κίονες. Στα υπόγεια του Ναού υπήρχε το Άγιο Λούμα, σημερινό Αγίασμα. Κατά μία παλιά συνήθεια πήγαιναν οι Αυτοκράτορες την Παρασκευή της Γ' των Νηστειών και λούζονταν στο Άγιο Λούμα. Ο Ιουστίνος ο Β’ (565-578) είχε προσθέσει δύο αψίδας, ενισχύοντας το σχήμα του σταυρού.
Πολλοί αυτοκράτορες, κατά καιρούς, από προσωπικό ενδιαφέρον βοήθησαν στην αναδιοργάνωση των Βλαχερνών με διάφορες δωρεές. Το μέγεθος των λειτουργικών αναγκών του ναού αποκαλύπτεται από Νεαρά του Ηρακλείου, η οποία ορίζει το ιερατείο και το προσωπικό το οποίο ανερχόταν
συνολικά σε 74 άτομα, 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσες, 8 υποδιάκονοι, 20 αναγνώστες, 4 ψάλτες και 6 θυρωροί.

Το γνωστότερο και σπουδαιότερο γεγονός είναι η σωτηρία της Πόλης κατά το 626 όταν πολιορκήθηκε από τα στρατεύματα των Αβάρων. Η εικόνα της Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στις επάλξεις από το γιο του απουσιάζοντος Ηρακλείου, τον πατριάρχη Σέργιο (610-638) και το λαό. Η πολιορκία λύθηκε, η Πόλη σώθηκε και η σωτηρία αποδόθηκε στην Παναγία. Σύσσωμος ο λαός οδηγήθηκε με την εικόνα στον ιστορικό ναό όπου αγρύπνησε ψάλλοντας τον Ακάθιστο Ύμνο.

Στη διάρκεια της Εικονομαχίας επί Κωνσταντίνου Ε’ επειδή ήταν το λατρευτικό κέντρο των Ορθοδόξων, παράλληλο με την Αγία Σοφία (π.χ. κάθε Παρασκευή γινόταν ολονύχτιες αγρυπνίες των πιστών αφιερωμένες στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας) το εικονογραφικό πρόγραμμα καταστράφηκε. Όπως μας πληροφορεί «ο Βίος του Αγίου Στεφάνου του Νέου», που γράφτηκε το 808, οι εικονομάχοι αντικατέστησαν τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων με παραστάσεις δέντρων, πτηνών και θηρίων. Τότε εξαφανίστηκε και η ξύλινη, αργυρόχρυση και ιστορική εικόνα της Παναγίας, η οποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 1030 κρυμμένη στον τοίχο κατά τις εργασίες ανακαίνισης που έγιναν επί Ρωμανού Γ’ Αργυρού.
Το 843, με τη λήξη της Εικονομαχίας, από το ναό των Βλαχερνών ξεκίνησε η γιορτή της Ορθοδοξίας, που καθιερώθηκε για το θρίαμβο των εικόνων. Κατά την παράδοση εξάλλου το 944 τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσιο του ναού η εικόνα του Χριστού και η επιστολή του βασιλέα Αβγάρου, που έφεραν από την Έδεσσα.

Σε κάποια νεώτερη φάση ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός (1028-1034) διακόσμησε με χρυσό και ασήμι τα εσωράχια των τοξοστοιχιών. Το 1070 η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά και ανακαινίστηκε από τους αυτοκράτορες Ρωμανό Δ' Διογένη (1067-1071) και Μιχαήλ Ζ' Δούκα (1071-1078). Ξανακαταστάφηκε και ανοικοδομήθηκε από τον Ανδρόνικο Κομνηνό το 1184. Μετά το 1204 καταλαμβάνουν το ναό των Βλαχερνών οι Λατίνοι μέχρις ότου ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254) τον εξαγόρασε από τους Καθολικούς, όπως και πολλά μοναστήρια της Πόλης. Το 1348 Γενουάτες πειρατές με τις πολιορκητικές τους μηχανές προκάλεσαν ζημιές στο ιερό.
Από τις μαρτυρίες που σώθηκαν ο ναός των Βλαχερνών ήταν δίπλα στον Κεράτιο, έξω από τα τείχη. Για να προστατευτεί ο Ηράκλειος περιτείχισε το χώρο. Όταν αργότερα ιδρύθηκε το Παλάτι των Βλαχερνών, πιο πάνω από το ναό στη πλαγιά του λόφου, Παλάτι και ναός επικοινωνούσαν με σκάλα και εδική θύρα. Οι αυτοκράτορες συχνά παρακολουθούσαν τις λειτουργίες και ανάλογο ήταν και το ενδιαφέρον τους για το ναό της Παναγίας για τον οποίο εξεδήλωναν με κάθε τρόπο το σεβασμό και την πίστη τους. Είναι γνωστό πως στις εκστρατείες έφεραν μαζί τους μία εικόνα της Βλαχερνίτισσας.
Κατά τον Φραντζή ο Ιερός Ναός κάηκε από κάποια αρχοντόπουλα που προσπαθούσαν να πιάσουν περιστέρια το 1434, λίγο πριν την άλωση, ενώ σώθηκε μόνο ο χώρος του αγιάσματος.

Ύστερα από την πυρκαγιά του 1434 και την Άλωση, τα πάντα ερειπώθηκαν και ερημώθηκαν. Η φήμη και ο πλούτος του ιερού εξαφανίστηκαν. Η περιοχή περιήλθε με την Άλωση στους Οθωμανούς μέχρι το 1858. Τη χρονιά αυτή η περιοχή του αγιάσματος αγοράστηκε από την Ορθόδοξη συντεχνία των γουναράδων. Ακόμη η συντεχνία αγόρασε διάφορα οικόπεδα γύρω από το αγίασμα, προκειμένου να είναι εύκολη η επέκταση του ναϊδρίου που υπήρχε πάνω από το αγίασμα. Παράλληλα από το 1856 μέχρι το 1866 το ναΐδριο σταδιακά επεκτάθηκε, με ευθύνη της συντεχνίας. Το έτος αυτό (1866) ο Πατριάρχης Σωφρόνιος αποφάσισε να κατασχέσει το αγίασμα με το ναό και να τα θέσει υπό την ευθύνη του Πατριαρχείου.

Κατά τη διάρκεια των Σεπτεμβριανών ο τουρκικός όχλος κατέστρεψε το νάρθηκα και όλα τα ξύλινα μέρη του ναού. Υπό την ευθύνη του τότε πατριάρχη Αθηναγόρα ο ναός ανοικοδομήθηκε στη σημερινή του μορφή και εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουνίου 1960. Η εκκλησία αγιογραφήθηκε το 1964, με θέματα από την ιστορία του ναού. Μελλοντικές ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Παναγίας των Βλαχερνών πιθανόν να αποκαλύψουν τα ερείπια του μεγάλου βυζαντινού ναού.


Παναγία η Βλαχερνίτισσα είναι ο χαρακτηρισμός της παλαιοτάτης και θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη. Η εικόνα παριστάνει την Θεοτόκο όρθια, μετωπική, σε στάση δεομένης, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, φέροντας στο στήθος της εγκόλπιο με τον Ιησού. Είναι η υπέρμαχος Στρατηγός, που κατά την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Αβάρους το 626 η εικόνα της Θεοτόκου της Βλαχερνίτισσας, έσωσε την πόλη από τον κίνδυνο και κατόπιν εψάλη στο ναό ο Ακάθιστος Ύμνος.

Σύμφωνα με την παράδοση, κατά την περίοδο της Εικονομαχίας καλύφτηκε η εικόνα μέσα στον νότιο τοίχο του ναού της Παναγίας των Βλαχερνών από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε' (741-775) για να εξουδετερωθεί η προς εκείνη αποδιδόμενη τιμή από τους Βυζαντινούς, όμως αποκαλύφθηκε με θαυμαστό τρόπο κατά την περίοδο της βασιλείας του Ρωμανού Γ' Αργυρού (11ος αιώνας).

Με την εικόνα της Βλαχερνίτισσας συνδέεται και το θαύμα του πέπλου που ανασηκωνόταν από το πρόσωπο της Θεοτόκου ανάλογα με την περίπτωση, όπως μαρτυρεί η Άννα η Κομνηνή.
 



πηγή
 



Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Παναγία η Βλαχέρνα(Αρτα)



Άλλο ένα λαμπρό δείγμα της δόξας και της θρησκευτικότητας των φίλεργων χριστιανών της Βυζαντινής Άρτας και των Κομνηνοδουκάδων δεσποτών τους. Κτισμένο αντικριστά στο ερειπωμένο παλάτι των Κομνηνών στο κάστρο και κλείνοντας στους κόλπους του δυο βασιλικές σαρκοφάγους, μοιάζει ν' αποτελεί τον αντίποδα μιας νοητής γέφυρας που παλιά ένωνε τη γεμάτη ζωή πόλη με τον ασκητικό αναχωρητισμό της μονής, το λίκνο της βασιλικής φύτρας με το αιώνιο ησυχαστήρι της, την αρχή και το τέλος μιας πολυκύμαντης και δημιουργικής ζωής που σφράγισε ολόκληρη την εποχή και τον πολιτισμό της.
Καίτοι τραυματισμένο σήμερα το μνημείο, ασκεί μια ξεχωριστή γοητεία, όχι τόσο για την πρωτότυπη αρχιτεκτονική του, όσο για το μεγάλο όνομα και την ιστορία που κουβαλάει πάνω του, στοιχεία πολύτιμα για την ιχνηλάτηση μιας συγκεκριμένης εποχής, μιας συγκεκριμένης τέχνης και τεχνοτροπίας, ενός συγκεκριμένου τόπου: της Άρτας του δεσποτάτου της Ηπείρου.
Βρίσκεται στο χωριό Βλαχέρνα, απέναντι απ' την Άρτα, και πήρε το όνομα απ' την ξακουστή Παναγία των Βλαχερνών της Κωνσταντινούπολης. Ιδρύθηκε στις αρχές του 10ου αιώνα, ως τρίκλιτη θολωτή βασιλική και στα μέσα του 13ου αιώνα (1250-1260) ανακατασκευάστηκε απ' τον (ή επί) Μιχαήλ Β΄ και μετασκευάστηκε σε τρουλλαίο. Στο νέο κτίσμα ενσωματώθηκαν υλικά και ολόκληρα τμήματα τοίχων απ' τον αρχικό ναό, όπως εύκολα το διακρίνει κανείς, κυρίως στη νότια και ανατολική πλευρά του μνημείου. Είναι εμφανές ότι ο νάρθηκας προστέθηκε λίγο αργότερα, δηλαδή στο τέλος του 13ου αιώνα, ενώ το κωδωνοστάσιο που είναι ενσωματωμένο στη δυτική πλευρά, είναι πολύ νεότερη προσθήκη (19ος αιώνας).
Απ' το παλιό μοναστήρι μόνο ο ναός σώζεται ακέραιος, ενώ τα γύρω εγκαταλειμμένα κελλιά, ο περιβολότοιχος και ο πυλώνας είναι κτίσματα του περασμένου αιώνα (συγκεκριμένα ο ωραίος τοξωτός πυλώνας κτίστηκε το 1833). Μέχρι το 1814 ο ναός τιμόνταν στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου, από τότε όμως τιμάται στη μνήμη της κατάθεσης της Τίμιας Εσθήτας της Παρθένου και πανηγυρίζει στις 2 Ιουλίου. Σήμερα λειτουργεί ως ενοριακός ναός του χωριού, στο οποίο έδωσε και την επωνυμία του. 
Το εξωτερικό του ναού.  
Εξωτερικά ο ναός δε φτάνει βέβαια το μεγαλείο της Παρηγορήτισσας ή τη διακοσμητική κομψότητα του Αγίου Βασιλείου, έχει όμως κι αυτός τα δικά του ξεχωριστά στοιχεία που τον κάνουν αν όχι μεγαλειώδη οπωσδήποτε εντυπωσιακό. Είναι τρίκλιτη θολωτή βασιλική, με ένα τρούλλο σε κάθε κλίτος. Ο βόρειος τρούλλος βρίσκεται λίγο δυτικότερα απ' τον αντίστοιχο νότιο και τούτο γιατί είναι διαφορετικός και ο τρόπος στήριξής τους στο εσωτερικό του ναού. Αυτή η ασυμμετρία της στέγης ενισχύει την άποψη ότι αρχικά έγινε η τρίκλιτη βασιλική και μετά προστέθηκαν οι τρούλλοι. Στις πλάγιες πλευρές του ναού υψώνονται αετώματα, εντελώς ανόργανα και χωρίς λόγο τοποθετημένα, αφού εμποδίζουν τη θέα των τρούλλων. Φαίνεται ότι τα αετώματα αυτά τα κατασκεύασαν οι τεχνίτες στην προσπάθειά τους να δώσουν στη στέγη το σχήμα του Σταυρού.
Η δικλινής στέγη του εξωτερικά ακαλαίσθητου νάρθηκα κρύβει τα περίτεχνα παράθυρα και τον κεραμοπλαστικό διάκοσμο της δυτικής πλευράς του ναού, στοιχείο που αποτελεί σαφή ένδειξη ότι ο νάρθηκας είναι μεταγενέστερη προσθήκη. σ' αυτό συνηγορούν τόσο η διαφορετική τοιχοδομή σε σχέση με το αρχικό κτίσμα, όσο και οι εμφανείς συρραφές των τοίχων στα σημεία προσκόλησής τους με τον κυρίως ναό. Αρχικά ο νάρθηκας είχε τρεις θύρες απ' τις οποίες η μεν δυτική σήμερα είναι φραγμένη -διακρίνεται όμως εξωτερικά το τοξωτό της υπέρθυρο- οι δε πλάγιες μικρύνθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μάλιστα για την κατασκευή των υπέρθυρων και των υποστυλίων τους χρησιμοποιήθηκαν κομμάτια απ' το παλιό μαρμάρινο τέμπλο. Και ο κυρίως ναός είχε αρχικά πέντε θύρες απ' τις οποίες οι δύο πλάγιες φράχτηκαν, οι δε δύο δυτικές -εκατέρωθεν της κύριας εισόδου- μετασκευάστηκαν σε παραθυροειδή ανοίγματα, μετά την προσθήκη του νάρθηκα.
Ανατολικά ο ναός καταλήγει σε τρεις ανομοιόμορφες κόγχες, προσθέτοντας έτσι άλλη μια ιδιοτυπία στην όλη κατασκευή και υποδηλώνοντας την έλλειψη κατασκευαστικής προμελέτης.
Η τοιχοδομή του μνημείου δεν παρουσιάζει ομοιογένεια. Αποτελείται από πλινθοπερίβλητους λίθους, τα τύμπανα όμως των αετωμάτων καθώς και οι τρούλλοι είναι εξ ολοκλήρου πλίνθινοι. Σε όλο το μήκος της νότιας και δυτικής πλευράς του κτίσματος προεξέχουν στην τοιχοποιία παραστάδες οι οποίες στήριζαν τη στέγη μη σωσμένης πεσσοστήρικτης ανοιχτής στοάς, παρόμοιας με εκείνη που υπήρχε και στην Παρηγορήτισσα.
Απ' την κεραμική διακόσμηση ξεχωρίζουν τα πλίνθινα πλαίσια των παραθύρων και οι οδοντωτές ταινίες, καθώς και ποικίλα άλλα σχέδια (σταυροί, δισέψιλον, ρόμβοι, κρινάνθεμα κ.ά.) μεμονωμένα ή σε ζωφόρους. Εντυπωσιακός είναι και ο γλυπτός εξωτερικός διάκοσμος. Τα κομμάτια του παλιού μαρμάρινου τέμπλου που τειχίστηκαν στις πλάγιες θύρες του νάρθηκα, κοσμούνται με περίτεχνα ανάγλυφα ελικόφυλλα, συριακούς τροχούς, ρόδακες και ανθέμια που ενώνονται σε κόμβους. Στο επιστύλιο της νότιας θύρας υπάρχει ανάγλυφη μορφή αρχαγγέλου, ενώ το επιστύλιο της βόρειας θύρας φέρει παράσταση δύο αντωπών παγωνιών που έχουν μπλεγμένους, τους λαιμούς τους.
Εκείνο που ξεχωρίζει -λόγω της περίοπτης θέσης του- απ' την εξωτερική γλυπτή διακόσμηση του μνημείου, είναι τετράγωνη πλάκα που φράσσει ένα απ' τα παράθυρα της νότιας πλευράς, και φέρει ανάγλυφη παράσταση του αρχαγγέλου Μιχαήλ -προστάτη των Κομνηνοδουκάδων δεσποτών της Άρτας. Το έργο είναι μέτριας τέχνης και πιθανόν να προέρχεται από κάποιο βασιλικό τάφο του ναού ή να είναι θωράκιο του παλιού τέμπλου. κατά τον Ορλάνδο η πρόχειρη τεχνική της ανάγλυφης παράστασης μαρτυρεί ότι πρόκειται για έργο κάποιου κατώτερου τεχνίτη του 16ου ή 17ου αιώνα. 
Το εσωτερικό του ναού. 
Εδώ ο χρόνος μα και οι ατυχείς επεμβάσεις των ανθρώπων άφησαν παντού τα σημάδια τους, με αποτέλεσμα να έχει χάσει ο ναός σημαντικό μέρος απ' την παλιά εσωτερική του λαμπρότητα. Τα τρία κλίτη σκεπάζονται με θόλους που διακόπτονται απ' τους τρούλλους, στο βόρειο όμως θόλο, μετά τον τρούλλο υπάρχει και φουρνικό (τρουλλοειδές κοίλωμα).
Οι κολώνες των κλιτών, παρμένες από ρωμαϊκά κτίρια ή παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, έχουν κορινθιακά και ιωνικά κιονόκρανα που φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις σταυρών, φυλλωμάτων, κ.ά.
Απ' το παλιό μαρμάρινο δάπεδο σώθηκαν ακέραια μερικά ορθογώνια ή τετράγωνα πλαίσια γεμισμένα με μικρά ποικιλόχρωμα φυτευτά μάρμαρα. Το εντυπωσιακότερο απ' αυτά είναι το ψηφιδωτό ομφάλιο στο μεσαίο κλίτος: Είναι στολισμένο με πέντε συμπλεκόμενους κύκλους (συμβολική απεικόνιση των πέντε άρτων) απ' τους οποίους οι τέσσερις ακραίοι περιέχουν ψηφιδωτή διακόσμηση με διάφορα θέματα (φυτικά, γεωμετρικά) ο δε κεντρικός περιέχει δικέφαλο αετό, του οποίου μόνο τα πόδια και η ουρά είναι απ' την αρχική σύνθεση, ενώ τα υπόλοιπα μέρη συμπληρώθηκαν αργότερα και μάλιστα κακότεχνα.
Μαρμάρινο ήταν και το αρχικό τέμπλο, το οποίο όμως καταστράφηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας και αντικαταστάθηκε από άλλο ξύλινο, ακαλαίσθητο, που ελάχιστα προσφέρει σήμερα στον εσωτερικό διάκοσμο του ναού. Κομμάτια απ' το παλιό τέμπλο σώζονται εντειχισμένα στις εξωτερικές θύρες του νάρθηκα, άλλα δε χρησιμοποιήθηκαν για την ανακατασκευή των συλημένων βασιλικών τάφων. Τα κομμάτια αυτά από άποψη τεχνικής παρουσιάζουν ελληνιστική πλαστικότητα, είναι δε τόσο πολλά και τόσο αντιπροσωπευτικά, ώστε επέτρεψαν στον Ορλάνδο να κάνει εντυπωσιακή γραπτή ανασύνθεση του αρχικού τέμπλου.
Το 1975 άρχισαν οι εργασίες για την αποκάλυψη και συντήρηση των τοιχογραφιών που είχαν καλυφθεί κατά καιρούς με αλλεπάλληλα ασβεστοκονιάματα. Κατά την κ. Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου που είχε την επίβλεψη των εργασιών, στον κυρίως ναό φαίνεται να δούλεψαν δύο ζωγράφοι (σε διαφορετικά τμήματα του ναού ο καθένας τους) των οποίων την τέχνη χαρακτηρίζει η αίσθηση του μνημειώδους και η αντίληψη του δραματικού στοιχείου. Απ' τις τοιχογραφίες του λίγο μεταγενέστερου νάρθηκα, ξεχωρίζει η μοναδική για το θέμα της -παράσταση της λιτάνευσης της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κωνσταντινούπολη, όπως γράφει σχετική επιγραφή. Πλήθος πιστών παρακολουθεί την περιφορά της θαυματουργής εικόνας σε μια πλατεία, στις παρυφές της οποίας διάφοροι μικροπωλητές πουλούν τα εμπορεύματά τους, ενώ στο αριστερό άκρο της γυναικείες μορφές- προφανώς του βασιλικού περιβάλλοντος -παρακολουθούν τη λιτανεία απ' τον κιονοστήρικτο εξώστη κάποιου κτιρίου. Έτσι η παράσταση αυτή με το πλήθος των στοιχείων που περιέχει, αποτελεί πηγή πολύτιμων πληροφοριών για τη μελέτη του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των βυζαντινών, ως παράσταση δε είναι μοναδική στην ιστορία της Βυζαντινής μνημειακής ζωγραφικής.
Ο γραπτός διάκοσμος του μνημείου χρονολογείται για μεν τον κυρίως ναό στα μέσα του 13ου αιώνα, για δε τον λίγο μεταγενέστερο νάρθηκα στο τέλος του 13ου αιώνα, και συγκεκριμένα στις δυο τελευταίες δεκαετίες του. Οι εικόνες του ξύλινου τέμπλου είναι του 19ου αιώνα και ακόμη μεταγενέστερες.
Οι τάφοι 
Κοντά στις δυτικές γωνίες του κυρίως ναού υπάρχουν δύο απέριττοι κιβωτιόσχημοι τάφοι, που αποτελούν το ιδιαίτερο γνώρισμα του μνημείου και που παλιά λάμπρυναν το εσωτερικό του. Δυστυχώς η αρπακτικότητα των κατά καιρούς τυμβωρύχων κατέστρεψε την αρχική γλυπτή διακόσμηση των τάφων. μόνο η οριζόντια ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα του βόρειου τάφου σώθηκε στη θέση της και σκόρπια κομμάτια τα οποία φυλάσσονται στο μουσείο. 
Ο νότιος τάφος διατηρούσε μέχρι το 1936 εντειχισμένη ανάγλυφη διακόσμηση σ' όλες τις πλευρές του, όμως τα κομμάτια που την αποτελούσαν ήταν τόσο ανόργανα τοποθετημένα, ώστε εύκολα καταλάβαινε κανείς ότι δεν ήταν η αρχική,  αλλά προερχόταν από κάποια μεταγενέστερη ανασύνθεση του τάφου. Τέτοια ανασύνθεση έγινε το 1896, όταν ο μητροπολίτης Πρέβεζας άνοιξε τον τάφο για έρευνα. Το 1936 ο Ορλάνδος ξανάνοιξε τον τάφο και βρήκε μέσα πολλά σπασμένα κομμάτια της παλιάς διακόσμησης, απ' τα οποία σημαντικότερο είναι ένα που φέρει παράσταση δικέφαλου αετού -ένδειξη ότι πρόκειται για βασιλικό τάφο, αφού γνωρίζουμε ότι ο δικέφαλος αετός ήταν το έμβλημα των δεσποτών της Ηπείρου. 
Κατά τη διάλυση του τάφου βρέθηκαν κτισμένα και ενεπίγραφα κομμάτια (θραύσματα), γεγονός που οδήγησε τον ερευνητή στην υπόθεση ότι αρχικά και αυτός ο τάφος καλυπτόταν από ενεπίγραφη πλάκα, η οποία αντικαταστάθηκε το 1896 απ' την επίσης παλιά ανάγλυφη πλάκα που βλέπουμε και σήμερα. Απ' το κείμενο των σωσμένων κομματιών δεν βγαίνει ολοκληρωμένο νόημα.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Ελάτη



Ιερά Μονή Δοχειαρίου


Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου



Ιερά Μονή Οσίου Δαβίδ



Καρούλια. Αγιο Ορος



Προυσιώτισσα

Αγιο Ορος Ι.Μ Διονυσίου

Ψήγματα Ορθοδοξίας